Το σπίτι του Κ. Μπόση όπως είναι σήμερα στο χωριό του την Κυψέλη (Χώσεψη) Άρτας.
Το σπίτι του Κ. Μπόση όπως είναι σήμερα στο χωριό του, την Κυψέλη (Χώσεψη) Άρτας.
Επιμέλεια: ofisofi //
Ο Κώστας Πουρναράς (Μπόσης) κομμουνιστής από τα νιάτα του μέχρι το θάνατό του, μαχητής του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, αξιόλογος συγγραφέας, άγνωστος στο πολύ κοινό μέχρι πριν λίγα χρόνια, λόγω της πολιτικής προσφυγιάς (δεν επαναπατρίστηκε)  έχει αφήσει ένα σημαντικό λογοτεχνικό έργο που άρχισε με τον συγκλονιστικό Άη –Στράτη και τη μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941 και συνεχίστηκε με αξιόλογα μυθιστορήματα, διαμάντια της αντιστασιακής και αγωνιστικής νεοελληνικής λογοτεχνίας (Κραβαρίτης, Ο Θωμάς ο Καρατζάς κ.α.).
Αντικρίζοντας για πρώτη φορά το κατερειπωμένο  σπίτι του Κώστα Πουρναρά (Μπόση)  στο χωριό του, την Χώσεψη (Κυψέλη) Άρτας, σκέφτηκα ότι συνεχίζεται  η εξορία και η προσφυγιά  και μετά θάνατον αυτού του «εμιγκρέ λογοτέχνη» με την αδιαφορία των τοπικών παραγόντων να συντηρήσουν  το σπίτι του και να αναδείξουν έναν  άνθρωπο του τόπου τους που η ζωή του υπήρξε υπόδειγμα αγωνιστικότητας και προσφοράς.
Εκεί μπροστά θυμήθηκα τη συλλογή διηγημάτων, «Αναμνήσεις», που κυκλοφόρησε το 1978 με ιδιωτική πρωτοβουλία. Αυτή τη συλλογή ο Κώστας Μπόσης τη χάρισε  στο χωριουδάκι του τη Χώσεψη.
«Τούτα τα χώματα, τα κράκουρα θα έλεγα, είναι τα παιδικά μας χρόνια, οι δικοί μας, οι πολλές στερήσεις, οι λίγες χαρές, οι αναμνήσεις…Μ’ άλλα λόγια η μικρή μας πατρίδα και τα νοσταλγούμε, και τα αγαπάμε…όμως είναι άγορα – άξινα ….Εδώ θα έρχουμε πότε – πότε σαν επισκέφτης να θυμάμαι τα παλιά.»
Πρωταγωνιστούν άνθρωποι καθημερινοί, συντοπίτες, συγχωριανοί, συναγωνιστές και σύντροφοί του. Όλες οι ιστορίες διαδραματίζονται και εξελίσσονται μέσα  σε χώρους  και τόπους που συνδέονται με την ιδιαίτερη πατρίδα του  και τους αγώνες του.
«Τούτα τα χώματα, τα σχεδόν άγονα παλιότερα, γέμισαν αξιοπρέπεια, αλληλεγγύη, παλληκαριά, φως…Ο αγώνας άλλαξε τον άνθρωπο, ο αγώνας έφτιαξε καινούριο άνθρωπο. Ούτε λόγος. Του πήραν τη λευτεριά, όμως δεν μπόρεσαν να του πάρουν και την ψυχή…» έγραφε.
Από αυτή τη συλλογή είναι η ιστορία του Χαρίλαου Σισμάνη (Πόσο όμορφη θα είναι αύριο η ζωή) που αντιπροσωπεύει τους εκατοντάδες ανώνυμους κομμουνιστές που θυσιάστηκαν γιατί δεν λύγισαν και δεν πρόδωσαν αγώνες και οράματα για μια καλύτερη ζωή στη δύσκολη μεταβαρκιζιανή εποχή. Ονειροπόλος ο Σισμάνης  ακόμα και όταν το όνειρο όχι μόνο απομακρύνεται αλλά οι αντίπαλοι προσπαθούν με λύσσα να το σβήσουν από το νου και την ψυχή του χρησιμοποιώντας ψεύτικα κατηγορητήρια και τη θανατική καταδίκη.
bosis2
Η πίσω πλευρά του σπιτιού του Κ. Μπόση όπως είναι σήμερα στο χωριό του, την Κυψέλη (Χώσεψη) Άρτας.
«Ο ερχομός καινούργιων άλαξε κάπως τη ζωή. Οι παλιοί ξεψάχνιαζαν τους νεοφερμένους: Πότε πιάστηκαν, γιατί τους κατηγορούν, αν ορίστηκε η δίκη, αν ξέρουν κανένα νέο…Τους ζύγισαν, τους τοποθετούσαν κάπου στη συνείδησή τους και τους άφηναν ήσυχους. Γίνουνταν κι αυτοί, όπως κι οι παλιοί, νούμερα της φυλακής. Όμως τούτος σα να ήταν κάπως διαφορετικός. Τις περισότερες ώρες κάθονταν ξαπλωμένος κι αγνάντευε τις αντικρυνές βουνοκορφές απ’ το βορινό παράθυρο. Στη συνηθισμένη «ανάκριση» απάντησε κοφτά:
– Με λένε Σισμάνη Χαρίλαο. Είμαι τυπογράφος. Με κατηγορούν για κατασκοπεία…
Όσο σύντομη η «κατάθεση», τόσο περισότερα και τα ερωτηματικά. Κι ο ίδιος με τη στάση του έριχνε νερό στο μύλο της περιέργειας. Έδειχνε αφηρημένος, δεν έκανε παρέα με άλλους, δεν παραπονιόνταν. Μερικοί τον πέρασαν για σπασμένο και προσπαθούσαν να του δώσουν κουράγιο, άλλοι για κουτούτσικο κι άρχισαν τα άνοστα αστεία. Το ζήτημα μπερδεύονταν πιο πολύ, γιατί κανένας απ’ τους καινούργιους δεν τον ήξερε. Τον είχαν πάει στο «Μεταγωγών» απ’ το μπουντρούμι, την ώρα που ξεκινούσαν για τις φυλακές.
– Εμένα μού κόβει το μάτι, λέει ο Πασάς. Τον έσπασαν στο ξύλο και του έστριψε…
– Κρίμα! είσαι και δάσκαλος, απαντάει ο Λάβρακας. Ιδέα δεν έχεις από ψυχολογία. Την απολογία του ετοιμάζει.
Στη δεύτερη βόλτα στάθηκαν δίπλα στο Σισμάνη.
-Σύντροφε Χαρίλαε! του σύστησε ο Θαλαμάρχης. Ρίξτο και λίγο όξω.
– Δε σκέφτουμαι τη δίκη, αν ενοείς αυτό, απάντησε ήρεμα. Δεν έχω και τι να σκεφτώ. Δεν υπάρχει τίποτα σε βάρος μου κι αυτοί έχουν απλοποιήσει πάρα πολύ τα πράματα. Πρώτα αποφασίζουν ποιον θα στείλουν  στον άλλο κόσμο κι ύστερα φτιάχνουν το κατηγορητήριο… Ίσως να το έχει η φυλακή, μπορεί και η περίσταση. Κοιτάζεις απ’ το παράθυρο τα περασμένα και νοσταλγείς, όσο σκληρά κι αν ήταν. Μπορεί και η ψυχή τ’ ανθρώπου να είναι έτσι φτιαγμένη. Φτάνεις στην κορφή κι αγναντεύεις πίσω με λαχτάρα, προτού πάρεις τη στροφή. Και η δύση μού θύμισε μια παλιά σκηνή. Τον καιρό του ΕΛΑΣ πέτυχα σε μια πλαγιά του Παρνασού. Στον ορίζοντα μακριά είχε σύνεφα πολά. Πουπουλένια – βαμβακένια, σταχτιά – κρουστά – αφράτα. Ο ουρανός έμιαζε με το Αιγαίο – ακρογιάλια δαντελωτά, όχτες τραχές, αμέτρητοι κόρφοι και λιμνούλες γαλάζιες… Άλλη μια φορά… Όμως εμείς δεν είχαμε καιρό να χαρούμε τις ομορφιές της φύσης. Τώρα εδώ μάς δίνεται η ευκαιρία να εμφανίσουμε το φιλμ που το τραβούσαμε τότε στα πεταχτά…
– Τέτοια εποχή και ονειροπολήματα! Κούνησε το κεφάλι ο Πασάς.
– Ακριβώς! Στις απότομες καμπές το ονειροπόλημα είναι ο χυμός της ζωής, το φτερό της προόδου. Ακούστηκε βόμβος αεροπλάνου κι ο Σισμάνης συνέχισε: Πόσον καιρό δε στάθηκε ο Δαίδαλος κι ο Ίκαρος εκεί στα άξινα ακρογιάλια της Κρήτης μπροστά στο απέραντο πέλαγος, ονειροπολώντας να φτιάξουν φτερά!… Κάποιος άλλος αγνάντευε απ’ το παράθυρο τη γειτονιά, τη βυθισμένη στη φτώχια και την κακομοιριά, κι έγραψε, πως θα ρθεί ένας καιρός… Κι άλλοι αργότερα κοσκίνισαν τα πέταξαν τις ουτοπίες, πρόστεσαν καινούργια κι έφτιαξαν το Μεγάλο Όνειρο. Ακόμα και κει, όπου το όνειρο «έγινε έργο ζωντανό», στη θέση του φύτρωσαν άλλα. Χωρίς όνειρο δε ζει η ανθρωπότητα.
– Βρήκε και τον καιρό και τον τόπο… φουρκίστηκε ο Σκάλας, που ήταν καταδικασμένος σε θάνατο και μάταια περίμενε απάντηση στην έφεση.
– Ίσως να έχεις δίκιο, σύντροφε, θα κάνουμε ό,τι μπορούμε να σταματήσουν οι δίκες, οι εκτελέσεις, όμως πέρα απ’ αυτό… Πόσοι άλλοι πριν από μας δε βρέθηκαν μπροστά σε μια τέτια στιγμή!… Κι έφυγαν, αφήνοντάς μας για κληρονομιά τους χορούς, τα τραγούδια, τα όνειρά τους. Κι ήρθε η δική μας σειρά να τα συνεχίσουμε. Κι ύστερα από μας θα ρθούν άλλοι… Άλλωστε ο θάνατος, είτε στο κρεβάτι, είτε στο απόσπασμα, είτε κάπου αλλού, θάνατος είναι, ο ίδιος πάντοτε, διαφέρει μόνο από το τι θα αφήσει πίσω του. Και τι θα κερδίσουμε να σκαλίζουμε συνέχεια την ίδια πληγή! Θα φαρμακώσουμε μόνο όσες μέρες μάς απομένουν, που μπορεί να είναι λίγες, όμως, ποιος ξέρει, μπορεί να είναι και πολλές.
Ο Πασάς, σαν είδε το φύλακα της υπηρεσίας στο προαύλιο, τράβηξε το Λάβρακα απ’ τα μπράτσα και μορμούρισε:
– Θεοπάλαβος! Θα τον στείλουν στο Στρατοδικείο κι αυτός, αντί να φροντίσει για μάρτυρες, δικηγόρο… αεροβατεί…
– Κι εγώ σου λέω, δεν μπορείς να μπεις στην ψυχή τ’ ανθρώπου. Κάνει τον υπερεπαναστάτη, γιατί δεν υπάρχει τίποτα σε βάρος του. Περιμένει σήμερα – αύριο να τον αφήσουν να βγει και να χαρεί τις ομορφιές της φύσης.
Ο Σισμάνης έμεινε πάλι μόνος. Θυμάται. Ο καθηγητής των ελληνικών στο Γυμνάσιο τούς είχε βάλει να γράψουν έκθεση «εντυπώσεις από μια εκδρομή». Του γύρισε το τετράδιο μουρμουρίζοντας: «Σισμάνη! είσαι ονειροπόλος. Στη ζωή προκόβουν οι θετικοί άνθρωποι, οι πρακτικοί κι όχι οι φαντασιόπληκτοι…»
Είχε γράψει για ένα χωριουδάκι, τη Χαραυγή, ξαπλωμένο αναπαυτικά στα πόδια του βουνού, για ένα ανοιξιάτικο γλυκό απόβραδο, για τον καπνό π’ ανέβαινε απ΄ τα τζάκια, τις νοικοκυρές, που μπαινόβγαιναν στα σπίτια, τα παιδιά, που έπαιζαν στις ρούγες, για τη χαρούμενη – ήσυχη κι ευτυχισμένη αγροτική ζωή… Τέτιο χωριό δεν είχαν βρει στην εκδρομή. Δεν αποκλείεται και να μην υπήρχε τέτιο χωριό. Όμως αυτός έτσι το ήθελε και έτσι το έγραψε. Το παρατσούκλι άρεσε. Το πήραν οι συμαθητές του και τον πείραζαν κι αν δεν τον έδιωχναν λίγο αργότερα απ’ το σχολιό, ίσως σήμερα να μην τον έλεγαν Σισμάνη…
Έτσι. Από παιδί είχε τη λόξα. Κι έγινε σωστή αρώστια στα Μεγάλα Χρόνια. Βοήθησαν κι οι συνθήκες. Τον περισότερο καιρό, θαμένος μες τη γη, μακριά απ’ τον κόσμο, μακριά απ’ το φως. Σαν τέλιωνε τη δουλιά, ξάπλωνε στο στρώμα μοναχός κι ονειροπολούσε. Τη νύχτα, όταν είχε σκοτάδι και καλόν καιρό, ανέβαινε στην ταράτσα κι αγνάντευε τα φώτα, κι αγνάντευε τ’ άστρα , κι άκουγε τη βοή της πόλης, κι ονειροπολούσε τον καινούργιο κόσμο…
Κι η αγάπη του είχε κάτι το ονειροπόλο. Είχαν πάει εκδρομή. Μαζί κι η Στέλα. Κάποια στιγμή ξεκόπηκαν. Της πέταξε ένα κλωναράκι πεύκο, του έριξε ένα λιθαράκι. Την κυνήγησε από πέτρα σε πέτρα, από δέντρο σε δέντρο και κει στο λαγγαδάκι γλύστρησε η κοπελιά. Της πρόσφερε ένα αγριοτριαντάφυλο κι αυτή μια μαργαρίτα…
Όταν του έδωσαν εντολή να κλειστεί στο χειροκίνητο τυπογραφείο, του είπαν: Κανένας δε θα μάθει, πού θα πας και τι θα κάνεις». Κι έμεινε πάλι μόνος. Κι ονειροπολούσε κι έκανε σχέδια να έβρισκε έναν τρόπο να έστελνε ένα μήνυμα στη Στέλα. Κι έφτιασε ένα πακέτο χαρτί με τη «μαργαρίτα» ζωγραφισμένη δίπλα στο λαγγαδάκι. Και της απάντησε με τον ίδιο τρόπο.
Κάποτε το ονειροπόλημα πέρασε απ’ την άλλη πάντα. Ένα φεγγάρι αντάμωσε τη Στέλα στο βουνό. «Να παντρευτούμε!» τον πάλαιβε εκείνη. Αυτός αλιώς ονειρευόταν την οικογενειακή ζωή… Να έρχονταν η χιλιάκριβη η Λευτεριά. Να γίνονταν ησυχία. Να είχαν ένα σπιτάκι με λουλούδια στην αυλή. Να γυρίζουν απ’ τη δουλιά και να πηγαίνουν ξένιαστοι περίπατο… Κι ήρθαν τα μεταβαρκιζιανά και τώρα…
Μπήκε κάποιος κι έδωσε στο θαλαμάρχη μια τσαλακωμένη εφημερίδα. Είχε τη φωτογραφία του Σισμάνη κι έγραφε… και τι δεν έγραφε! Στέλεχος, φυλακές, εξορίες, τυπογραφεία, κώδικες, ασύρματοι… Ούτε θεοπάλαβος ούτε κομμουνιστής του γλυκού νερού. Οι δυό φίλοι κοιτάχτηκαν στα μάτια και για πρώτη φορά συμφώνησαν: Την είχε πατήσει και για αυτό τώρα έλεγε μεγάλες κουβέντες. Την ίδια στιγμή φώναξαν το Σισμάνη στο γραφείο. Ο διευθυντής τού διάβασε ένα κομάτι απ’ το κατηγορητήριο και μισή ώρα σχεδόν συνέχισε την κατήχηση. Ο Σισμάνης ούτε και πρόσεχε. Απ’ το παραθύρι φαίνονταν η κοιλάδα και η αντικρυνή πλαγιά ως την κορφή του λόφου. Πρασινάδα σκέπαζε τη γη κι από πάνω έσκυβαν οι ασημένιες ελιές. Γάργαρος ο ουρανός κι ο τόπος γελούσε κάτω απ’ τις αχτίδες του ήλιου. Κοίταζε και ροφούσε λαίμαργα την ομορφιά, τα χρώματα…
– Τ’ άκουσες; του έκοψε τους ρεμβασμούς ο διευθυντής.
– Τα ξέρω απόξω. Μου τα είπαν χίλιες φορές στην Ασφάλεια.
– Και τι σκέφτεσαι να κάνεις; Ξέρεις τι σε περιμένει.
– Θα παραδεχθώ την ενοχή μου και τελιώνει η υπόθεση, τ’ απάντησε να τον ξεφορτωθεί.
Άστραψε το μάτι του διευθυντή.
– Τότε, κάτσε και γράψε μια έκθεση.
Ο Σισμάνης σα να συνήρθε.
– Καλύτερα στο δικαστήριο. Θα είναι και πολύς κόσμος εκεί.
Την άλλη μέρα ξανά στο γραφείο. Ο διευθυντής βιάστηκε να φωνάξει ένα δικό του δικηγόρο.
– Κάποιος γνωστός σου με παρακάλεσε να αναλάβω την υπόθεση. Θα ήθελα να ξέρω, αν θα ομολογήσεις την ενοχή σου.
– Όσα λέει η ασφάλεια είναι ψέματα απ’ το «Α» ως το «Ω». Αν τα παραδεχτώ, θα με καταδικάσουν εκατό φορές σε θάνατο.
– Για τη γενική, την πολιτική ευθύνη μιλάω. Τις καταθέσεις θα τις μπαλώσουμε. Πρέπει να σιγουρευτώ, να περάσω απ’ τις διάφορες υπηρεσίες και να επισπεύσω τη δίκη. Δεν είναι σωστό να κάθεσαι υπόδικος.
Ο Σισμάνης τώρα κατάλαβε τις συνέπειες. Το κόμμα ήταν σχεδόν διαλυμένο. Όξω δεν είχε κανένα συγγενή, για να φροντίσει. Η Στέλα, κι αν έμαθε, πως πιάστηκε και παράνομη να μην ήταν, τι μπορούσε να κάνει! Είχε μόνο μια ελπίδα. Να παραταθεί όσο το δυνατό περισσότερο η υποδικία, μήπως γίνονταν καμιά γενικότερη αλαγή. Κείνη η φράση «Θα παραδεχτώ την ενοχή μου» θα τον έστελνε μια ώρα γρηγορότερα στον άλλο κόσμο… κι απότομα πάλι στη σκηνή η «λόξα» του. Οι άλλοι δεν είχαν καμιά σχέση με τη δική του υπόθεση . Τους κόλησαν σ’ αυτόν μόνο και μόνο να τους στείλουν στο στρατοδικείο. Αν άλαζαν οι μάρτυρες τις καταθέσεις, μπορούσαν να γλυτώσουν τουλάχιστον εκείνοι. Κούνησε το κεφάλι, ούτε καταφατικά, ούτε αρνητικά, κι ο δικηγόρος τού περιέγραψε σε χοντρές γραμμές το σχέδιο της δίκης.
Γύρισε στο θάλαμο και ξάπλωσε πικραμένος. «Έκανα μια βλακεία και μισή», σκέφτηκε. «Σισμάνης! στο επισκεπτήριο», ακούστηκε μια φωνή στο προαύλιο. «Ο δικηγόρος, είπε μέσα του, κάτι ξέχασε και γύρισε πίσω. Θα του πω: “Δεν έχω ανάγκη από υπεράσπιση” κι έτσι θα κερδίσω κάμποσο καιρό». Στα κάγκελα στέκονταν μια γριούλα.
– Ήρθα, παιδί μου, για το Βαγγέλη μου. Σου έφερα και σένα ένα πακέτο τσιγάρα απ’ τη θεία σου την Ευανθία.
Ο Σισμάνης δεν κάπνιζε. Στην πόλη δεν είχε ούτε Ευανθία, ούτε άλλη θεία. Ετοιμάστηκε να πει: «Κυρούλα! κάνεις λάθος», όμως δίπλα στέκονταν ο φύλακας. Θα την τραβούσαν στο «ιδιαίτερο» και θα την έδερναν να μαρτυρήσει από πού ήταν τα τσιγάρα. Τα έβαλε στη τσέπη, ευχαρίστησε τη γριούλα έστειλε χαιρετίσματα στη θεία την Ευανθία και γύρισε στο θάλαμο. Ο Ταρσής, που έκανε βόλτες, ζήτησε τσιγάρο απ’ το Σκάλο.
– Πού να το βρω; τ’ απάντησε κείνος, μουτρωμένος. Σαν κι είχα επισκεπτήριο;
Ο Χαρίλαος έβγαλε το πακέτο, μοίρασε τα τσιγάρα και, κει που ετοιμάζονταν να πετάξει το κουτί, είδε σε μια γωνιά τη «μαργαρίτα» ζωγραφισμένη δίπλα στο ρεματάκι. Ξεχείλισε η καρδιά του από χαρά. Ξάπλωσε κι άρχισε ξανά το ονειροπόλημα. Πού να βρίσκεται; Ίσως στον ίδιο τάφο, το δικό του, ίσως στην ίδια δουλιά. Κοιτάζει τη «μαργαρίτα» με λαχτάρα και κουβεντιάζει νοερά: Στέλα! σ’ ευχαριστώ. Μείνε ήσυχη. Έχω κουράγιο. Ό,τι κι αν συμβεί… Αν σ’ άκουγα και παντρευόμαστε, μπορεί να είχες σήμερα κάποιον δίπλα σου, ώσπου να περάσει ο πόνος και να φτιάξεις ξανά όνειρα…»
Οι δικαστές το πρωί, την ώρα του καφέ, μελέτησαν «επισταμένα» τη δικογραφία των και τώρα σοβαροί καν… δίκαιοι ανέβηκαν στις έδρες τους. Οι «αυτόπτες» μάρτυρες κοκίνιζαν στην αίθουσα αναμονής. Τα σώματα του εγκλήματος – τυπογραφικά στοιχεία, φορητοί ασύρματοι, κρυπτογραφικοί κώδικες…- κουβαλήθηκαν στο διπλανό δωμάτιο. Οι δικηγόροι πιάνουν θέσεις. Οι δημοσιογράφοι – αρκετά πολλοί τη φορά αυτή – πάνε κι έρχονται. Πυκνώνει το ακροατήριο. Από στόμα σε στόμα είχε διαδοθεί, πως θα γινόταν μια συντριπτική αποκάλυψη.
Τελιώσαν οι μάρτυρες κατηγορίας – υπεράσπισης δε χρειάζονταν – και δόθηκε ο λόγος στο Χαρίλαο και γιατί αυτόν έφερναν σαν αρχηγό και γιατί με την απολογία του ήθελαν να σπάσουν το ηθικό των άλλων.
– Ομολογώ, κ. δικαστές. Είμαι και κατάσκοπος, και προδότης, και μίσθαρνο όργανο. Όμως ποιος έφταιξε να γίνω τέτιος και χειρότερος; Πρώτη και καλύτερη η βάβω μου. Καθόμαστε τις μεγάλες νύχτες του χειμώνα στο τζάκι και μας έλεγε παραμύθια για δράκους και βασιλόπουλα…Δεύτερος ο δάσκαλος. Όταν διηγούνταν  τους μύθους της αρχαιότητας, εμείς κρεμόμαστε απ’ τα χείλη του. Έφταιγε κι ο χαρακτήρας μου. Ήμουν ονειροπόλος… Έβλεπα με τη φαντασία τον Άη – Γιώργη, λεβέντη κι όμορφο, να χτυπάει με το κοντάρι του, το θεριό να σπαρταράει, να ψοφάει και τον κόσμο να τρέχει λεύτερος για νερό στη βρύση… έβλεπα τον Ηρακλή να πατάει το νευρώδικο πόδι του στο λαιμό της Λερναίας Ύδρας, να κόβει ένα ένα τα κεφάλια και να καίει την πληγή με το δαυλό να μη φυτρώσουν ξανά.
…Και λαχταρούσα κι ονειροπολούσα να γινόμουν κι εγώ σαν αυτούς…Θα πείτε: Γιατί τα λέω αυτά; Για να καταλάβετε την αιτία, που οδηγεί τον άνθρωπο ως εδώ, γιατί, αν δεν βρούμε την αιτία, δε θα γιατρέψουμε την αρώστια. Ονειροπολούσα κι έλεγα: Γιατί να μισεί ο άνθρωπος τον άνθρωπο;! Γιατί να πεινάει ο κόσμος;! Όσα ξοδεύονται για το θάνατο, αν πήγαιναν για τη ζωή!… Να φτιάχναμε μια κοινωνία γεμάτη χαρά – αγάπη – ειρήνη!…
Ο Πρόεδρος σκύλιασε.
– Φτάνει! Φτάνει! Αυτό είναι κομμουνιστική προπαγάνδα.
Ο Σισμάνης έσιωσε το κορμί, σήκωσε πιο ψηλά το κεφάλι.
– Κύριοι δικαστές! Αφήστε με να τελιώσω. Σας λέω, τι σκεφτόμουν τότε. Το τι πιστεύω τώρα, θα το ακούσετε αμέσως.
– Αυτό μας ενδιαφέρει. Πες το με δυο λόγια και τελιώνουμε.
– Ως τα σήμερα έχουν γίνει ένα σωρό δίκες. Οι ίδιοι μάρτυρες, οι ίδιες καταθέσεις, μόνο οι κατηγορούμενοι αλάζουν. Άλλοι καταδικάστηκαν σε πολύχρονη φυλακή, άλλοι σε θάνατο. Κάμποσοι έχουν εκτελεστεί κιόλας… όμως σε καμιά περίπτωση δεν αποδείχτηκε η ενοχή. Και χρειάζονταν μια ανοιχτή ομολογία να δικαιολογήσει τις παλιές καταδίκες και να δημιουργήσει προηγούμενο για τις μελλοντικές. Έτσι κλείστηκε μια συμφωνία άγραφη. Οι μάρτυρες να αλάζουν βασικά τις καταθέσεις, να πουν δηλ. ένα μέρος της αλήθειας. Έτσι θα με διευκόληναν να γλυτώσω το κεφάλι μου. Τους ευχαριστώ, γιατί εκπλήρωσαν τις υποσχέσεις τους. Ένας  ομολόγησε, πως δεν βρήκαν τυπογραφείο, ο άλλος, πως μ’ έπιασαν στο δρόμο χωρίς σακάκι και δεν κουβαλούσα στην πλάτη ασυρμάτους κι άλλα τέτια κι οι τσέπες του παντελονιού μου είναι – κοιτάχτε – ολότελα τρύπιες κι αν έβαζε μέσα τους κώδικες, τακρυπτογραφήματα… θα τα έχανε… Ο «ενοικιαστής», όταν είδε τη φωτογραφία μου στις εφημερίδες, πήγε στην Ασφάλεια και κατέθεσε πως καθόμουν στο σπίτι του. Εδώ αμφιβάλλει αν ήμουν εγώ… Τώρα έρχεται η σειρά μου να εκπληρώσω εγώ την υπόσχεσή μου. Να αναλάβω την ευθύνη μου… Το συγκεκριμένο κατηγορητήριο σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται να το παραδεχτώ. Αφού το αναίρεσαν οι ίδιοι οι μάρτυρες. Οι συγκατηγορούμενοι δεν είχαν καμιά σχέση και επαφή με μένα…
– Σ’ αφαιρώ το λόγο! Σ’ αφαιρώ το λόγο! πετάχτηκε ο Πρόεδρος.
– Κύριε Πρόεδρε! Δε με κατάλαβες. Σημασία έχει η γενική πολιτική του ΚΚ κι όχι αν είναι ή όχι σωστή μια συγκεκριμένη καταγγελία. Σ’ αυτό σκέφτουμαι να φτάσω.
– Αφήστε τον, κ. Πρόεδρε, παρακάλεσε ο συνήγορος, που δεν είχε χάσει τελίως τις ελπίδες. Αυτό μας χρειάζεται.
– Αυτό μόνο! Αυτό! Φώναξε ο Πρόεδρος.
– Πραγματικά. Η πολιτική μου – δηλαδή του Κόμματος. Εγώ δεν έχω ξεχωριστή πολιτική δική μου – είναι πέρα για πέρα αντεθνική, προδοτική, ξενόδουλη. Γι’ αυτό υπάρχουν αποδείξεις, όσες θέλετε. Στα σύνορα – απ’ την μια άκρη ως την άλλη – σ’ όλες τις βουνοκορφές, τα διάσελα, τα σταυροδρόμια…χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες και περισσότεροι ακόμη κομμουνιστές και εαμίτες φρουρούν και θα φρουρούν στον αιώνα τον άπαντα τη λευτεριά και ανεξαρτησία της Πατρίδας μας.
– Κάτω! Κάτω! Κάτσε κάτω! ούρλιαξε ο Πρόεδρος.
– Όσο για τη Σοβιετική Ένωση, έχει δικά της εδάφη. Δεν της χρειάζουνται ξένα. Το κακό βρίσκεται κάπου αλλού. Αν κατέβαινε λίγο παρακάτω ο Ταλμπούχιν , δεν θα είχε κότσια να κάνει επέμβαση ο Τσώρτσιλ κι αργότερα ο Τρούμαν κι ο λαός μας θα ήτο σήμερα λεύτερος…
Τα τελευταία λόγια άλλοι τ’ άκουσαν κι άλλοι όχι. Στην αίθουσα επικρατούσε πανδαιμόνιο. Ο Πρόεδρος χτυπούσε το κουδούνι και στρίγγλιζε. Οι δικαστές, παρά την εθιμοτυπία, φώναζαν: Σε θάνατο! Σε θάνατο! Οι χωροφυλάκοι προσπαθούσαν να βγάλουν το Σισμάνη όξω απ΄την αίθουσα…
Οι σκοτινές δυνάμεις δεν πέτυχαν μια «συντριπτική  αποκάλυψη», όμως και το όνειρο του Χαρίλαου του Σισμάνη να βοηθήσει κάπως τους συντρόφους του, έμεινε όνειρο.
Τρεις μέρες αργότερα, πολύ πρωί, ξεκίνησε η συνοδεία. Το απόσπασμα πήρε θέση, γέμισε τα όπλα επιδειχτικά, τα σήκωσε και τα έφερε «επί σκοπόν». Ο Σισμάνης κοίταζε τα γύρω βουναλάκια, το γαλάζιο ουρανό, τον ήλιο, που πρόβαινε στην ανατολή κι, όταν ο επικεφαλής τον ρώτησε «τελευταία σου θέληση;» απάντησε σιγά:
Πόσο όμορφη θα είναι
αύριο η ζωή!»


(Διατηρήθηκε η ορθογραφία και η σύνταξη του συγγραφέα)