10 Μαρ 2014

ΕΝΙΣΧΥΕΤΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΕΝΩΣΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΤΕΙΝΕΤΑΙ Η ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ

ΕΝΙΣΧΥΕΤΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΕΝΩΣΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΤΕΙΝΕΤΑΙ Η ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ

Η ενίσχυση του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τη Συνθήκη που ονομάτισαν «Σύνταγμα», δηλαδή η επιβολή πολιτικής ενίσχυσης του κεφαλαίου, των ευρωενωσιακών μονοπωλίων και μέτρων διασφάλισής της, στην εποχή του ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού, διαπερνά ολόκληρο το κείμενο της Συνθήκης, από την ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς έως το σύνολο της οικονομικής πολιτικής.
Ετσι στον τομέα οικονομικής και νομισματικής πολιτικής προβλέπει «τη θέσπιση οικονομικής πολιτικής που βασίζεται στο στενό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των κρατών - μελών, την εσωτερική αγορά, καθώς και τον καθορισμό κοινών στόχων, και ασκείται σύμφωνα με την αρχή της ανοιχτής οικονομίας αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό» (άρθρο ΙΙΙ-177), με μόνες εγγυημένες ελευθερίες (άρθρο Ι-4, θεμελιώδεις ελευθερίες) την ελευθερία εγκατάστασης και διακίνησης προσώπων, αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίου. Είναι οι τέσσερις (4) ελευθερίες του Μάαστριχτ (που έχει καταψηφίσει μόνο το ΚΚΕ, ενώ τη Συνθήκη αυτή την έχουν ψηφίσει όλα τα άλλα κόμματα της Βουλής) που εξασφαλίζουν την κερδοφορία των ευρωπαϊκών μονοπωλίων και πιο αναλυτικά αναφέρονται στο άρθρο ΙΙΙ-130 παραγρ. 2. Ας το δούμε αναλυτικά.
Η εσωτερική αγορά
Η ΕΕ θεσπίζει τα μέτρα για την εγκαθίδρυση ή τη διασφάλιση της εσωτερικής αγοράς, η οποία περιλαμβάνει χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα, εντός του οποίου διασφαλίζεται η ελευθερία κίνησης προσώπων, υπηρεσιών, εμπορευμάτων, κεφαλαίων και η ελευθερία εγκατάστασης (άρθρο ΙΙΙ-130).
Πρόκειται για τις τέσσερις ελευθερίες, που είναι οι μόνες ελευθερίες τις οποίες εγγυάται η ΕΕ στο άρθρο Ι-4, για τις «Θεμελιώδεις ελευθερίες και απαγόρευση των διακρίσεων». Το άρθρο αναφέρει:
«H Ενωση εγγυάται στο εσωτερικό της την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, υπηρεσιών, εμπορευμάτων και κεφαλαίων, καθώς και την ελευθερία εγκατάστασης, σύμφωνα με το Σύνταγμα».
Στα πλαίσια της ελευθερίας εγκατάστασης απαγορεύονται κάθε είδους περιορισμοί στην ελεύθερη εγκατάσταση υπηκόων, αλλά και στην ίδρυση πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιριών κρατών - μελών στο έδαφος άλλου κράτους - μέλους, σύμφωνα με το άρθρο ΙΙΙ-137.
Στα πλαίσια της ελευθερίας εγκατάστασης προβλέπεται επίσης ευρωπαϊκός νόμος - πλαίσιο που διευκολύνει την ανάληψη και άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων και αποσκοπεί στην αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων, καθώς και στο συντονισμό των νομοθετικών και άλλων διατάξεων των κρατών - μελών που αφορούν την ανάληψη και άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων (άρθρο ΙΙΙ-141).
Στα πλαίσια της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, προβλέπεται η κατάργηση κάθε περιορισμού στην παροχή υπηρεσιών από πλευράς υπηκόων (και εταιριών) κράτους - μέλους στο έδαφος άλλου κράτους - μέλους, με δυνατότητα κατάργησης των πιο πάνω περιορισμών και για τους υπηκόους τρίτων (εκτός ΕΕ χωρών) στο έδαφος των κρατών - μελών (εφόσον είναι εγκαταστημένοι στο έδαφος της ΕΕ) σύμφωνα με το άρθρο ΙΙΙ-144.
Μέσα από τις ρυθμίσεις αυτές (ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών) προωθείται η απελευθέρωση των λεγόμενων κλειστών επαγγελμάτων (π.χ. δικηγορικού, συμβολαιογραφικού, φαρμακευτικού κλπ.), ώστε μεγάλες κεφαλαιουχικές εταιρίες από τις μεγαλύτερες καπιταλιστικές χώρες της ΕΕ να εγκατασταθούν στις μικρότερες χώρες, όπως π.χ. η Ελλάδα, καθώς και η απελευθέρωση της αγοράς παντός είδους υπηρεσιών, κύρια αυτών που αφορούν την παροχή κοινωνικών αγαθών, όπως των υπηρεσιών υγείας, πρόνοιας, αλλά και της εκπαίδευσης κλπ.
Στα πλαίσια της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων, η ΕΕ περιλαμβάνει τελωνειακή ένωση (που εκτείνεται στο σύνολο των εμπορευματικών συναλλαγών) και συνεπάγεται απαγόρευση των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών και όλων των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδύναμου αποτελέσματος μεταξύ των κρατών - μελών και υιοθέτηση κοινού δασμολογίου στις σχέσεις τους με τρίτες χώρες σύμφωνα με το άρθρο ΙΙΙ-151.
Επιπλέον, απαγορεύονται οι ποσοτικοί περιορισμοί τόσο επί των εισαγωγών όσο και επί των εξαγωγών, καθώς και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος μεταξύ των κρατών - μελών της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο ΙΙΙ-153.
Πρόκειται για μέτρα που καταργούν την προστασία των εγχώριων προϊόντων κάθε κράτους - μέλους και πλήττουν βασικά τις χώρες που βρίσκονται σε υποδεέστερη θέση εντός της ΕΕ, με αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και το ξεκλήρισμα αυτοαπασχολουμένων στις πόλεις και φτωχομεσαίων αγροτών, σε όφελος των μονοπωλίων στο χώρο και της βιομηχανίας και του εμπορίου και των υπηρεσιών, αλλά και τη συγκέντρωση της γης και των καλλιεργειών σε καπιταλιστές. Αυτά τα μέτρα έχουν συμβάλει στο να έχει η χώρα μας ένα συνεχώς αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα (τεράστια αύξηση εισαγωγών, συρρίκνωση εξαγωγών).
Στα πλαίσια της ελευθερίας κίνησης κεφαλαίων απαγορεύονται οι οποιοιδήποτε περιορισμοί μεταξύ κρατών - μελών και προωθείται επίσης η μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία κίνησης κεφαλαίων μεταξύ κρατών - μελών της ΕΕ και τρίτων χωρών σύμφωνα με το άρθρο ΙΙΙ-156.
Αυτό έχει ως συνέπεια επιχειρήσεις να κλείνουν π.χ. στην Ελλάδα και να εγκαθίστανται σε χώρες με ακόμη πιο φτηνή εργατική δύναμη για μεγαλύτερα κέρδη. Ετσι και η ανεργία αυξάνεται και οι πιέσεις στην εργατική τάξη να αποδεχτεί ακόμη πιο σκληρούς όρους πώλησης της εργατικής της δύναμης με την εφαρμογή των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων (ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, μείωση μισθών, ανατροπή κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, ιδιωτικοποίηση -εμπορευματοποίηση της Εκπαίδευσης, της Υγείας, της Πρόνοιας κλπ.). Δηλαδή αύξηση της φτώχειας και της εξαθλίωσης.
Κανόνες του ανταγωνισμού
Στο άρθρο Ι-13 αναφέρεται η «θέσπιση των κανόνων ανταγωνισμού που είναι αναγκαίοι για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς» ως αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ. Ως προς τον ανταγωνισμό η Συνθήκη θεσπίζει συγκεκριμένους κανόνες. Ετσι:
  • Ενώ κατ' αρχήν απαγορεύονται οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων και οι εναρμονισμένες πρακτικές που μπορούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό (αρθρ. ΙΙΙ-161 παρ. 1), σε τελευταία ανάλυση τέτοιες αποφάσεις και πρακτικές επιτρέπονται μεταξύ επιχειρήσεων, όταν πρόκειται να εξασφαλίσουν τα συμφέροντα των πολυεθνικών και των μεγάλων οικονομικών ομίλων, με το πρόσχημα ότι τέτοιες συμφωνίες και πρακτικές μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση της παραγωγής και της διανομής των προϊόντων και τάχα μπορούν να ευνοήσουν και τους καταναλωτές (άρθρο ΙΙΙ-161 παρ. 3).
  • Τα κράτη - μέλη υποχρεούνται στα πλαίσια του ανταγωνισμού να προχωρήσουν στην απελευθέρωση όλων των αγορών και υπηρεσιών που παρέχονται από δημόσιες επιχειρήσεις (άρθρο ΙΙΙ-166).
  • Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μεριμνά για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού και εξετάζει τις τυχόν παραβιάσεις τους από τα κράτη - μέλη, προτείνοντας μέτρα για τον τερματισμό τους. Αν τα κράτη - μέλη δε συμμορφωθούν, μπορεί να εκδώσει απόφαση που θα βεβαιώνει τις παραβιάσεις και θα τα καλεί να λάβουν διορθωτικά μέτρα (άρθρο ΙΙΙ-165).
  • Απαγόρευση της άσκησης κλαδικών πολιτικών από τα κράτη -μέλη, καθώς και της ενίσχυσης, με οποιαδήποτε μορφή, εγχώριων επιχειρήσεων, με λίγες εξαιρέσεις, που αφορούν κύρια ενισχύσεις σε τελείως φτωχές περιοχές (άρθρο ΙΙΙ-167).
Φορολογικές διατάξεις
Απαγορεύεται σε κράτος - μέλος να επιβάλλει άμεσα και έμμεσα σε προϊόντα άλλων κρατών - μελών εσωτερικούς φόρους υψηλότερους από τους φόρους που επιβαρύνουν τα ομοειδή εθνικά προϊόντα, όπως και φόρους σε προϊόντα κρατών - μελών που οδηγούν στην έμμεση προστασία άλλων προϊόντων (άρθρο ΙΙΙ-170). Με ευρωπαϊκό νόμο ή ευρωπαϊκό νόμο- πλαίσιο θεσπίζονται μέτρα για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των ειδικών φόρων κατανάλωσης και λοιπών έμμεσων φόρων, ώστε να εφαρμοστεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (άρθρο ΙΙΙ-171).
Οικονομική και νομισματική πολιτική
Οικονομική πολιτική
Σύμφωνα με το άρθρο ΙΙΙ-177, έχουμε στενό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των κρατών - μελών και οι οικονομικές πολιτικές ασκούνται σύμφωνα με την αρχή της ανοιχτής οικονομίας της αγοράς, με ελεύθερο ανταγωνισμό.
Σύμφωνα με το άρθρο ΙΙΙ-179, καθιερώνεται (στα πλαίσια του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών) πολυμερής εποπτεία των οικονομικών πολιτικών των κρατών - μελών από την ΕΕ.
Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο συντάσσει σχέδιο γενικών προσανατολισμών των οικονομικών πολιτικών των κρατών - μελών και παρακολουθεί τις οικονομικές εξελίξεις σε κάθε κράτος -μέλος και στην Ενωση, καθώς και τη συμμόρφωση των οικονομικών πολιτικών προς τους γενικούς προσανατολισμούς και προβαίνει σε συνολική αξιολόγηση.
Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να απευθύνει προειδοποίηση στα κράτη - μέλη και το Συμβούλιο συστάσεις.
Ολα τα παραπάνω κρίνονται αναγκαία για την με μεγαλύτερη συνέπεια απαρέγκλιτη εφαρμογή των αποφάσεων της ΕΕ σε κάθε κράτος - μέλος, προκειμένου ως μοχλοί να ωθούν στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, και σε επιχειρήσεις και κλάδους διαφορετικών κρατών - μελών μεταξύ τους, προκειμένου από καλύτερες θέσεις να ανταγωνιστούν τα αμερικανικά και ιαπωνικά μονοπώλια. Για παράδειγμα, ανάλογη απόφαση πήραν στο Εαρινό Συμβούλιο Κορυφής του Μάρτη 2005, προκειμένου να προωθηθούν γοργά οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις της Συνόδου της Λισαβόνας, σύμφωνα με τις οποίες θα μπορούν να εκμεταλλεύονται με μεγαλύτερη ένταση περισσότερη μισθωτή εργασία, γιατί θα απομυζούν έτσι μεγαλύτερη μάζα υπεραξίας, δηλαδή περισσότερα κέρδη.
Σύμφωνα με το άρθρο ΙΙΙ-184 τα κράτη - μέλη αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξετάζει την τήρηση δημοσιονομικής πειθαρχίας με δύο κριτήρια: α) κατά πόσο ο λόγος δημοσιονομικού ελλείμματος προς ακαθάριστο εγχώριο προϊόν και β) κατά πόσο ο λόγος δημοσίου χρέους προς ακαθάριστο εθνικό προϊόν υπερβαίνουν την τιμή αναφοράς, που στην περίπτωση του δημοσίου χρέους καθορίζεται στο 3% και στην περίπτωση του δημόσιου χρέους στο 60%, σύμφωνα με το Σύμφωνο Σταθερότητας και σχετικό Πρωτόκολλο υπ. αριθμ. 10, που προσαρτάται στη Συνθήκη. Αν ένα κράτος - μέλος δεν πληροί ένα ή και τα δύο κριτήρια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συντάσσει έκθεση.
Το Συμβούλιο αποφασίζει αν υπάρχει υπερβολικό έλλειμμα και εκδίδει συστάσεις προς τα κράτη - μέλη προκειμένου να τερματιστεί η κατάσταση εντός δεδομένης προθεσμίας. Αν κράτος - μέλος επιμένει να μην εφαρμόζει τις συστάσεις του Συμβουλίου, το Συμβούλιο μπορεί να εκδώσει απόφαση προειδοποίησης στο κράτος - μέλος να λάβει μέτρα για μείωση του ελλείμματος, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας και το καλεί να υποβάλει εκθέσεις για να εξεταστεί η προσπάθεια προσαρμογής.
Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, με απόφαση του Συμβουλίου, αυτό μπορεί να εφαρμόσει ή να εντείνει ένα ή περισσότερα από μέτρα - κυρώσεις που αφορούν:
α) Στην απαίτηση το κράτος - μέλος να δημοσιεύσει πρόσθετες πληροφορίες προτού εκδώσει ομολογίες και χρεόγραφα.
β) Στην κλήση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων να αναθεωρήσει την πολιτική δανεισμού έναντι του κράτους - μέλους.
γ) Στην κατάθεση έντοκα, από το εν λόγω κράτος - μέλος στην Ενωση, ποσού κατάλληλου ύψους, μέχρι το Συμβούλιο να κρίνει ότι διορθώθηκε το υπερβολικό έλλειμμα.
δ) Στην επιβολή προστίμου κατάλληλου ύψους.
Επιπλέον, οι αρχηγοί των κρατών - μελών, στα πλαίσια της Διακυβερνητικής Διάσκεψης, συμπεριέλαβαν στο τέλος της Συνθήκης και την υπ. αριθμ. 17 Δήλωση, σχετικά με το άρθρο ΙΙΙ-184 της Συνθήκης. Σ' αυτήν επαναλαμβάνουν την προσήλωσή τους στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ως πλαίσιο για το συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών των κρατών - μελών της ΕΕ, καθώς και στους στόχους της Λισαβόνας. Ταυτόχρονα, επισημαίνουν ότι τα κράτη - μέλη αναμένουν προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και συμβολές των κρατών - μελών αναφορικά με την ενίσχυση και διευκρίνιση της εφαρμογής του Συμφώνου Σταθερότητας. Τελειώνοντας, λένε ότι η Δήλωσή τους αυτή δεν προδικάζει τις μελλοντικές συζητήσεις σχετικά με το Σύμφωνο.
Αυτή την τελευταία αναφορά φαίνεται πως αξιοποιούν δυνάμεις όπως ο ΣΥΝ, για να εξαπατήσουν τους λαούς ότι δήθεν το Σύμφωνο μπορεί ν' αλλάξει και να γίνει Σύμφωνο με κοινωνικούς δείκτες υπέρ των συμφερόντων των λαϊκών στρωμάτων. Πρόκειται για απάτη. Δεν πρόκειται να αλλάξουν οι στόχοι και οι κατευθύνσεις του Συμφώνου Σταθερότητας. Μόνο ενίσχυση και διευκρίνιση ορισμένων πλευρών του, προς όφελος των ηγετικών δυνάμεων της ΕΕ, πρόκειται ίσως να προωθηθούν. Αυτό φαίνεται σαφώς από την πιο πάνω Δήλωση.
Είναι αυτό το Σύμφωνο Σταθερότητας και η πιο πάνω περιγραφείσα εποπτεία το μέσο και το πρόσχημα για την εφαρμογή μακροχρόνιας πολιτικής λιτότητας σε βάρος των εργαζόμενων και των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων, καθώς και για την πολιτική της συνεχούς μείωσης των κρατικών δαπανών για τους κοινωνικούς τομείς (Παιδεία, Υγεία, Πρόνοια, Κοινωνικά Ασφαλιστικά Ταμεία, Δικαιοσύνη κλπ.), όπως επίσης και για την εμπορευματοποίηση των πιο πάνω τομέων.
Νομισματική πολιτική
Η χάραξη και η εφαρμογή νομισματικής πολιτικής για τα κράτη -μέλη, με νόμισμα το ευρώ, αποτελεί τομέα αποκλειστικής αρμοδιότητας της ΕΕ (άρθρο Ι-13) και γίνεται από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία είναι θεσμικό όργανο της ΕΕ.
Το ΕΣΚΤ ενεργεί σύμφωνα με την αρχή της ανοιχτής οικονομίας της αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό (άρθρο ΙΙΙ-185).
Το Συμβούλιο, με σύνθεση όπου δικαίωμα ψήφου έχουν μόνο τα κράτη - μέλη που συμμετέχουν στην ΟΝΕ, θεσπίζει μέτρα για τα κράτη - μέλη που συμμετέχουν στην ΟΝΕ, προκειμένου να ενισχυθεί ο συντονισμός και η εποπτεία της δημοσιονομικής τους πειθαρχίας και να χαράσσονται ως προς τα εν λόγω κράτη - μέλη οι προσανατολισμοί της οικονομικής πολιτικής, ώστε να είναι συμβατοί με τους καθοριζόμενους στο σύνολο των κρατών - μελών της ΕΕ και να διασφαλίζεται η εποπτεία τους (άρθρο ΙΙΙ-194).
Στόχος για τα ευρωπαϊκά μονοπώλια παραμένει όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ να ενταχθούν στη Νομισματική Ενωση. Τα κράτη - μέλη για τα οποία το Συμβούλιο δεν έχει αποφασίσει ότι πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις, χαρακτηρίζονται ως «κράτη - μέλη για τα οποία ισχύει παρέκκλιση». Τουλάχιστον ανά διετία, ή μετά από αίτημα κράτους - μέλους όπου ισχύει παρέκκλιση, η Κομισιόν και η ΕΚΤ υποβάλλουν έκθεση στο Συμβούλιο σχετικά με την πρόοδο των εν λόγω κρατών - μελών στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους για την επίτευξη της ΟΝΕ. Μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Κομισιόν, το Συμβούλιο εκδίδει ευρωπαϊκή απόφαση που καθορίζει ποια από τα κράτη - μέλη στα οποία ισχύει η παρέκκλιση πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις και καταργεί τις παρεκκλίσεις για τα κράτη - μέλη αυτά (άρθρο ΙΙΙ-198). Σ' αυτά τα κράτη - μέλη ασκούνται ακόμη πιο αντεργατικές εκμεταλλευτικές πολιτικές προκειμένου να ξεπεράσουν την «παρέκκλιση», χωρίς όχι μόνο να θιγεί το κεφάλαιο, αλλά να ωφεληθεί κιόλας τα μέγιστα, είτε μέσω της σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων δημοσιονομικής πολιτικής, είτε με άγρια λιτότητα, είτε με τις αντεργατικές μεταρρυθμίσεις ή κυρίως με συνδυασμό όλων των παραπάνω.
Για την απασχόληση
Α. Η ΕΕ και τα κράτη - μέλη εργάζονται για την ανάπτυξη συντονισμένης στρατηγικής για την απασχόληση (άρθρο ΙΙΙ-203).
Κύριοι στόχοι της ανάπτυξης συντονισμένης στρατηγικής για την απασχόληση από την ΕΕ και τα κράτη - μέλη είναι:
  • Η προαγωγή δημιουργίας εξειδικευμένου, εκπαιδευμένου και ευπροσάρμοστου εργατικού δυναμικού (απασχολήσιμου).
  • Μια αγορά εργασίας που να ανταποκρίνεται ταχέως στις εξελίξεις της οικονομίας (βλ. ανταγωνιστικότητα, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων).
Β. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εξετάζει ετησίως την κατάσταση της απασχόλησης στην ΕΕ και εγκρίνει σχετικά συμπεράσματα (βάσει κοινής ετήσιας έκθεσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής) (άρθρο ΙΙΙ-206).
Βάσει των πιο πάνω συμπερασμάτων, το Συμβούλιο (μετά από πρόταση της Επιτροπής) χαράζει κατ' έτος κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες τα κράτη - μέλη λαμβάνουν υπόψη στις πολιτικές τους για την απασχόληση.
Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές συνάδουν προς τους γενικούς προσανατολισμούς που διαμορφώνονται από το Συμβούλιο για την οικονομική πολιτική των κρατών - μελών.
Κάθε κράτος - μέλος υποβάλλει στο Συμβούλιο και την Επιτροπή ετήσια έκθεση για τις κυριότερες διατάξεις που θεσπίζει για την εφαρμογή της πολιτικής του για την απασχόληση, υπό το πρίσμα των πιο πάνω κατευθυντήριων γραμμών.
Κάθε χρόνο (με βάση τις πιο πάνω εκθέσεις) το Συμβούλιο εξετάζει την εφαρμογή των πολιτικών απασχόλησης των κρατών - μελών και μπορεί να εκδίδει συστάσεις προς τα κράτη - μέλη.
Γ. Στα πλαίσια των πιο πάνω στόχων της συντονισμένης στρατηγικής για την απασχόληση προωθούνται συγκεκριμένες ρυθμίσεις στη Συνθήκη:
  • Αναγνωρίζεται το δικαίωμα των εργαζομένων να αποδέχονται κάθε πραγματική προσφορά εργασίας (απασχολησιμότητα) και να διακινούνται ελεύθερα για το σκοπό αυτό στο έδαφος των κρατών - μελών (άρθρο ΙΙΙ-133) (κινητικότητα). Τώρα αν θα βρίσκουν δουλιά αυτό είναι άλλο ζήτημα. Αλλωστε οι άνεργοι στην ΕΕ φτάνουν τα 30 εκατομμύρια και το μόνιμο πρόβλημα ιδιαίτερα των νέων ανθρώπων είναι ότι δεν μπορούν να βρουν δουλιά, γιατί οι θέσεις εργασίας στον καπιταλισμό αυξάνονται με μικρότερους ρυθμούς από την αύξηση της ανεργίας.
  • Ιδρύεται Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο με στόχο να προωθεί μέσα στην ΕΕ τις δυνατότητες απασχόλησης και τη γεωγραφική και επαγγελματική κινητικότητα των εργαζομένων και να διευκολύνει την προσαρμογή στις μεταλλαγές της βιομηχανίας και στις αλλαγές των συστημάτων παραγωγής (άρθρο ΙΙΙ-219).
  • Αναγνωρίζεται το δικαίωμα των εργαζομένων σε ένα όριο μέγιστης διάρκειας εργασίας, σε ημερήσιες και εβδομαδιαίες περιόδους ανάπαυσης, καθώς και σε ετήσια περίοδο αμειβόμενων διακοπών (άρθρο ΙΙ-91).
Αυτά μεταξύ άλλων σημαίνουν κατάργηση του 8ωρου, διευθέτηση του χρόνου εργασίας κατά το δοκούν από τους εργοδότες, μερική απασχόληση, παροχή άδειας σε χρόνο και διάρκεια που θα αποφασίσει ο εργοδότης και μάλιστα εδώ μπορεί να θεωρηθεί ότι αφήνεται πεδίο για κατάργηση του επιπλέον του μισθού κατά την περίοδο της άδειας, όπως και για κατάργηση επιδομάτων Πάσχα και Χριστουγέννων, δηλαδή του 13ου και 14ου μισθού.
Δ. Για την καλύτερη προώθηση της στρατηγικής της ΕΕ για την απασχόληση, προωθείται ο κοινωνικός εταιρισμός, δηλαδή η ταξική συνεργασία. Σ' αυτό συμβάλλουν οι ξεπουλημένες συνδικαλιστικές ηγεσίες που βάζουν πλάτη στο ξεθεμελίωμα των εργασιακών δικαιωμάτων, όχι μόνο σε κρατικό επίπεδο, αλλά και στο επίπεδο της ΕΕ, με συγκεκριμένες ρυθμίσεις της Συνθήκης, όπως:
  • Η Επιτροπή προωθεί τη διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους σε επίπεδο ΕΕ και θεσπίζει όλα τα μέτρα που είναι πρόσφορα για να διευκολύνεται ο διάλογος μεταξύ τους (άρθρο ΙΙΙ-211).
  • Ο διάλογος μεταξύ κοινωνικών εταίρων σε επίπεδο ΕΕ μπορεί να οδηγεί, εφόσον οι κοινωνικοί εταίροι το επιθυμούν, σε σύναψη συμβατικών σχέσεων, ενδεχομένως και συμφωνιών.
Οι συμφωνίες που συνάπτονται σε επίπεδο ΕΕ εφαρμόζονται, είτε σύμφωνα με τις διαδικασίες και πρακτικές των ενδιαφερομένων κοινωνικών εταίρων και κρατών - μελών, είτε σε τομείς όπως των όρων εργασίας, της κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση απόλυσης, της συλλογικής υπεράσπισης των συμφερόντων εργαζομένων και εργοδοτών, των συνθηκών απασχόλησης των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στο έδαφος της ΕΕ, όταν το ζητούν από κοινού τα υπογράφοντα μέρη, με ευρωπαϊκούς κανονισμούς ή αποφάσεις που εκδίδονται από το Συμβούλιο (μετά από πρόταση της Επιτροπής) (άρθρο ΙΙΙ-212).
Πρόκειται για μια πολύ επικίνδυνη ρύθμιση, που επιχειρεί να αχρηστεύσει και να δυσκολέψει την ταξική πάλη σε εθνικό επίπεδο και ιδίως στην πάλη για συλλογικές συμβάσεις εργασίας σε γενικό και κλαδικό ή και εργοστασιακό επίπεδο.
Ε. Για την απασχόληση και προστασία των αλλοδαπών (υπηκόων τρίτων χωρών), η ΕΕ δεν έχει σε καμία περίπτωση διάθεση για νομιμοποίηση όλων των μεταναστών που υπάρχουν στο έδαφός της.
Το αντίθετο μάλιστα. Στα πλαίσια της κοινής πλέον μεταναστευτικής πολιτικής επιδιώκει την αποτελεσματική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, μια συγκεκριμένη (την αναφέρει ως «δίκαιη») μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στα κράτη - μέλη και ενισχυμένη πρόληψη και καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης (άρθρο ΙΙΙ-267).
Επιδιώκει δηλαδή να αξιοποιήσει μόνο εκείνους τους μετανάστες που θεωρεί αναγκαίους για την ανταγωνιστικότερη ανάπτυξη των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και να τους χρησιμοποιήσει ως εφεδρεία απέναντι στις διεκδικήσεις των ντόπιων εργατικών τάξεων των κρατών - μελών. Θέλει δηλαδή συγκεκριμένο αριθμό μεταναστών, όσους έχουν ανάγκη τα μονοπώλια, και μάλιστα όσα δουλεύουν σχεδόν «τσάμπα».
Μόνο οι υπήκοοι τρίτων χωρών που έχουν άδεια να εργάζονται στο έδαφος των κρατών - μελών δικαιούνται συνθηκών εργασίας αντίστοιχων (όχι ίδιων) με εκείνες που απολαύουν οι πολίτες της ΕΕ (άρθρ. ΙΙ-75 παρ. 3).
Αυτό σημαίνει ότι όσοι δεν έχουν άδεια εργασίας, αν δεν απελαθούν, θα είναι αντικείμενο μαύρης εργασίας και στυγνών συνθηκών εκμετάλλευσης και θα γίνεται προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν ενάντια στις διεκδικήσεις της ντόπιας εργατικής τάξης των κρατών - μελών. Ετσι όμως θα καλλιεργούνται φαινόμενα ρατσισμού και θα μεγαλώνει η προσπάθεια για τη διάσπαση της εργατικής τάξης, στην οποία ανήκουν τόσο οι ντόπιοι, όσο και οι ξένοι εργάτες.
Μόνο οι αλλοδαποί που διαμένουν και διακινούνται νόμιμα στο εσωτερικό της ΕΕ έχουν δικαίωμα στις παροχές κοινωνικής ασφάλειας και στα κοινωνικά πλεονεκτήματα (άρθρο ΙΙ-94 παρ. 2).
Αυτό σημαίνει ότι οι υπόλοιποι θα έχουν (αν έχουν) ανασφάλιστη εργασία και καμία πρόσβαση στις κοινωνικές υπηρεσίες, ούτε π.χ. όταν αρρωστήσουν δε θα μπορούν να έχουν περίθαλψη στα δημόσια νοσοκομεία. Πρόκειται για μια πρακτική που ήδη βιώνουν οι μετανάστες που βρίσκονται στην πατρίδα μας και στερούνται άδεια παραμονής και εργασίας. Αυτό είναι το ταξικό πρόσωπο της καπιταλιστικής ΕΕ και της περίφημης ελεύθερης αγοράς εργασίας, που αποτελεί το θεμέλιό της.

ΕΠΙΘΕΤΙΚΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ
Η ιμπεριαλιστική δράση της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι καθορισμένη με σαφήνεια στη Συνθήκη. Και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού επιδιώκει στο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών σε παγκόσμιο επίπεδο την εξασφάλιση όσο το δυνατό μεγαλύτερων μεριδίων στην αγορά, στις σφαίρες επιρροής, απέναντι στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία, και άλλα ιμπεριαλιστικά κράτη. Επομένως είναι αντικειμενικά υποχρεωμένη να βρίσκεται σε ετοιμότητα, ασκώντας ανάλογη εξωτερική πολιτική, αλλά και δυναμώνοντας τη στρατιωτική της ικανότητα αφού συμμετέχει σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Στη συνέχεια λοιπόν αποκαλύπτουμε αυτές τις πλευρές της ιμπεριαλιστικής φύσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης και την ενδυνάμωσή τους.
Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ)
Στο άρθρο Ι-16 αναφέρεται:
«Η αρμοδιότητα της Ενωσης στο πεδίο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας καλύπτει όλους τους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και το σύνολο των ζητημάτων που αφορούν την ασφάλεια της Ενωσης, συμπεριλαμβανομένου και του προοδευτικού καθορισμού κοινής αμυντικής πολιτικής, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε κοινή άμυνα.
Τα κράτη μέλη υποστηρίζουν ενεργά και ανεπιφύλακτα την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας της Ενωσης με πνεύμα πίστης και αλληλεγγύης... Απέχουν από κάθε ενέργεια αντίθετη με τα συμφέροντα της Ενωσης ή βλαπτική για την αποτελεσματικότητά της».
Τα παραπάνω σε συνδυασμό με το άρθρο ΙΙΙ-294 σημαίνει ότι τα κράτη μέλη όχι μόνο δεν μπορούν να εναντιωθούν στην ΚΕΠΠΑ, και την πολιτική κοινής άμυνας, ή να τις αγνοήσουν, αλλά τις στηρίζουν ενεργητικά, με κάθε μέσο, που σημαίνει εξασφάλιση από κάθε κράτος μέλος της επιχειρησιακής ικανότητας της ΕΕ να προωθεί τα συμφέροντά της στις εξωτερικές σχέσεις και με στρατιωτικά και μη στρατιωτικά μέσα.
Στη Συνθήκη (άρθρο ΙΙΙ-292) περιλαμβάνεται μια υποκριτική και προσχηματική αναφορά στους στόχους δράσης της ΕΕ στη διεθνή σκηνή, που είναι δήθεν η προώθηση της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η αρχή της ισότητας και της αλληλεγγύης, ο σεβασμός των αρχών του καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ και του διεθνούς δικαίου. Μιλάμε για υποκριτική και προσχηματική αναφορά, γιατί έχουμε πληθώρα παραδειγμάτων, όπου οι πιο πάνω αρχές αποτελούν το μανδύα της ιμπεριαλιστικής πολιτικής της ΕΕ. Ακόμη και η τυπική τους έκφραση, αποτελεί στάχτη στα μάτια των λαών προκειμένου να κάμπτονται οι αντιδράσεις τους και να ανέχονται ή να υποτάσσονται στην πολιτική του ευρωενωσιακού κεφαλαίου.
Ως προς το πραγματικό τους περιεχόμενο από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων, καταπατούνται καθημερινά και εντός της ΕΕ και εκτός των συνόρων των κρατών μελών της, όπως π.χ. στη Γιουγκοσλαβία και στο Κόσσοβο βομβαρδισμός και πόλεμος,(διαμελισμός της και στη συνέχεια κατοχή στη Βοσνία και στο Κόσσοβο με στόχο την απόσχισή του, στο όνομα της προστασίας δήθεν των δικαιωμάτων των αλβανοφώνων). Αλλά και η ταχτική της ΕΕ απέναντι στη Λευκορωσία, δείχνει το ίδιο, γιατί, αφού απέτυχε η προσπάθεια αλλαγής της κυβέρνησης της χώρας, μέσω της υποστήριξης της αντιπολίτευσης στις εκλογές, επιχειρείται εκβιασμός της χώρας να υποταχθεί στις επιδιώξεις της ΕΕ, μέσω του παγώματος των οικονομικών σχέσεων. Αλλο παράδειγμα είναι η στάση της ΕΕ απέναντι στην Κούβα (στήριξη ουσιαστικά του εμπάργκο των ΗΠΑ, στήριξη των χρηματοδοτούμενων από τις ΗΠΑ δυνάμεων, που επιδιώκουν την ανατροπή της σοσιαλιστικής επανάστασης και την επάνοδο στον καπιταλισμό). Το αυτό ισχύει και με τη στάση της έναντι του Ισραήλ και των Παλαιστινίων (εξίσωση θύτη και θύματος, στήριξη ουσιαστικά της επιθετικής πολιτικής του Ισραήλ που καθημερινά οδηγεί στο αιματοκύλισμα και στην καταστροφή κάθε υποδομής του παλαιστινιακού λαού, αρνούμενο στο λαό αυτό το δικαίωμα στην πατρίδα του).
Στο ίδιο άρθρο βεβαίως αποκαλύπτονται και οι πραγματικοί στόχοι της ΕΕ στις σχέσεις της με τρίτες χώρες, που δεν είναι άλλοι από «τη διαφύλαξη των θεμελιωδών συμφερόντων της ΕΕ», δηλαδή των συμφερόντων του ευρωενωσιακού κεφαλαίου, και η «προώθηση της ενσωμάτωσης όλων των χωρών στην παγκόσμια οικονομία» (δηλαδή η βαθιά ενσωμάτωσή τους στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα).
Στο άρθρο ΙΙΙ-297 αναφέρεται ότι όταν μια διεθνής κατάσταση απαιτεί επιχειρησιακή δράση εκ μέρους της ΕΕ, το Συμβούλιο εκδίδει τις αναγκαίες ευρωπαϊκές αποφάσεις που προσδιορίζουν στόχους, περιεχόμενο και μέσα που πρέπει να τεθούν στη διάθεση της ΕΕ. Οι αποφάσεις αυτές δεσμεύουν τα κράτη - μέλη όσον αφορά τις θέσεις που υιοθετούν κατά τη διεξαγωγή της δράσης τους. Σε περίπτωση σοβαρών δυσχερειών σε κράτος - μέλος κατά την εφαρμογή μιας τέτοιας απόφασης, το εν λόγω κράτος - μέλος προσφεύγει στο Συμβούλιο. Οι λύσεις που αναζητούνται δεν μπορούν να αντιβαίνουν στους στόχους της δράσης, ούτε να βλάπτουν την αποτελεσματικότητά της.
Ολ' αυτά σημαίνουν, π.χ., υποχρεωτική συμμετοχή σε πόλεμο που διεξάγει η ΕΕ ενάντια σε άλλο κράτος, ακόμη και αν αυτή η συμμετοχή για κάποιο κράτος μέλος της ΕΕ είναι επιζήμια. Το σίγουρο βεβαίως είναι ότι η ζημιά χτυπά τους λαούς που είναι θύματα των επιχειρησιακών δράσεων της ΕΕ.
Σύμφωνα με το άρθρο ΙΙΙ-305, τα κράτη - μέλη συντονίζουν τη δράση τους στα πλαίσιο των διεθνών οργανισμών και διασκέψεων.
Υποστηρίζουν τις θέσεις της ΕΕ εντός των εν λόγω οργανισμών και διασκέψεων.
Τα κράτη μέλη που είναι μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας (κάτι επίκαιρο για τη χώρα μας που είναι τώρα μη μόνιμο μέλος του ΣΑ) θα υπερασπίζονται τις θέσεις και τα συμφέροντα της ΕΕ στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Οταν η ΕΕ έχει καθορίσει θέση ως προς συγκεκριμένο θέμα της ημερήσιας διάταξης του ΣΑ τα κράτη - μέλη που είναι μέλη του ΣΑ ζητούν να κληθεί ο ΥΠΕΞ της ΕΕ για να παρουσιάσει τη θέση της ΕΕ.
Προκειμένου να υπάρχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στην προώθηση της κοινής εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ και να παρεμβάλλονται τα μικρότερα δυνατά εμπόδια στην προώθησή της, η Συνθήκη περιλαμβάνει συγκεκριμένες ρυθμίσεις. Ας τις δούμε.
  • Τα στρατηγικά συμφέροντα και οι στόχοι της ΕΕ στον τομέα της ΚΕΠΠΑ, λαμβάνονται στο ανώτατο δυνατό επίπεδο. Στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (άρθρ. ΙΙΙ-293). Το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών κινείται μέσα στις πιο πάνω κατευθύνσεις. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (που για τις νομοθετικές πράξεις συναποφασίζει), εδώ απλώς ερωτάται και ενημερώνεται για τις εξελίξεις της ΚΕΠΠΑ (άρθρ. Ι-40 και ΙΙΙ-304), ενώ δεν ερωτάται για τις συμφωνίες ΚΕΠΠΑ (άρθρ. ΙΙΙ-325 παρ. 6).
  • Οι υπάρχοντες σήμερα περιορισμοί στην ενισχυμένη συνεργασία για την ΚΕΠΠΑ, απορρίπτονται από τη Συνθήκη. Η ενισχυμένη συνεργασία για την ΚΕΠΠΑ δεν περιορίζεται πλέον στην εφαρμογή μιας κοινής δράσης ή μιας κοινής θέσης. (άρθρ. Ι-44 και ΙΙΙ-419 παρ. 2). Ανοίγει έτσι ο δρόμος για τη δημιουργία «σκληρού πυρήνα» κρατών - μελών της ΕΕ στα ζητήματα της ΚΕΠΠΑ.
  • Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (αρμόδιο για τον έλεγχο νομιμότητας των πράξεων των οργάνων της ΕΕ), δεν έχει αρμοδιότητα για την ΚΕΠΠΑ, όπως και για την ΚΠΑΑ (άρθρο ΙΙΙ-376), με ελάχιστες και όλως επουσιώδεις εξαιρέσεις.
  • Οταν μια τρίτη χώρα, στις σχέσεις της με την ΕΕ, δε συμμορφώνεται στις επιδιώξεις της ΕΕ, η Συνθήκη προβλέπει (άρθρ. ΙΙΙ-322 ) τη δυνατότητα επιβολής στη χώρα αυτή περιοριστικών μέτρων, που αφορούν στη μείωση εν όλω ή εν μέρει των οικονομικών και χρηματοοικονομικών σχέσεων. Μια τέτοια απόφαση επιβολής γενικά περιοριστικών μέτρων λαμβάνεται ομόφωνα από το Συμβούλιο (με εποικοδομητική αποχή) και στη συνέχεια τα μέτρα εξειδικεύονται με μια απόφαση ή ένα κανονισμό, που λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία.
Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Αμυνας(ΚΠΑΑ)
Στο άρθρο Ι-41: με τίτλο «Ειδικές διατάξεις σχετικά με την κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας», αναφέρεται:
«Η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Αμυνας αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Εξασφαλίζει στην Ενωση επιχειρησιακή ικανότητα βασισμένη σε μη στρατιωτικά και στρατιωτικά μέσα. Η Ενωση μπορεί να κάνει χρήση των μέσων αυτών σε αποστολές εκτός της Ενωσης προκειμένου να διασφαλίζει τη διατήρηση της ειρήνης, την πρόληψη των συγκρούσεων και την ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας, σύμφωνα με τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Η εκτέλεση των καθηκόντων αυτών βασίζεται στα μέσα που παρέχουν τα κράτη - μέλη.
Η κοινή πολιτική ασφάλειας και αμυνας περιλαμβάνει τον προοδευτικό προσδιορισμό κοινής αμυντικής πολιτικής της Ενωσης. Η κοινή αμυντική πολιτική θα οδηγήσει στην κοινή άμυνα όταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο λάβει σχετική απόφαση με ομοφωνία. Στην περίπτωση αυτή, συνιστά στα κράτη - μέλη την έκδοση της απόφασης αυτής σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες. Η πολιτική της Ενωσης κατά την έννοια του παρόντος άρθρου δε θίγει τον ειδικό χαρακτήρα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας ορισμένων κρατών - μελών, σέβεται τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Συνθήκη του Βορείου Ατλαντικού, (σ.σ. ΝΑΤΟ), για ορισμένα κράτη - μέλη, που θεωρούν ότι η κοινή άμυνά τους υλοποιείται στο πλαίσιο του Οργανισμού Βορειο-Ατλαντικού Συμφώνου, και είναι συμβατή με την κοινή πολιτική ασφάλειας και αμυνας που θεσπίζεται στο πλαίσιο αυτό.
Τα κράτη - μέλη θέτουν στη διάθεση της Ενωσης, για την εφαρμογή της κοινής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, στρατιωτικές και μη στρατιωτικές δυνατότητες, προκειμένου να συμβάλουν στους στόχους που καθόρισε το Συμβούλιο. Τα κράτη μέλη που συγκροτούν μεταξύ τους πολυεθνικές δυνάμεις μπορούν επίσης να θέτουν τις δυνάμεις αυτές στη διάθεση της κοινής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. Τα κράτη - μέλη δεσμεύονται να βελτιώσουν προοδευτικά τις στρατιωτικές τους δυνατότητες. Δημιουργείται Οργανισμός στον τομέα της ανάπτυξης αμυντικών δυνατοτήτων, της έρευνας, των προμηθειών και των εξοπλισμών (Ευρωπαϊκός Οργανισμός Αμυνας) για να προσδιορίζει τις επιχειρησιακές ανάγκες, να προωθεί μέτρα για την ικανοποίησή τους, να συμβάλλει στον προσδιορισμό και, ενδεχομένως, στην υλοποίηση κάθε μέτρου πρόσφορου για την ενίσχυση της βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης του αμυντικού τομέα, να συμμετέχει στον προσδιορισμό ευρωπαϊκής πολιτικής δυνατοτήτων και εξοπλισμών και να επικουρεί το Συμβούλιο στην αξιολόγηση της βελτίωσης των στρατιωτικών δυνατοτήτων».
Από τα παραπάνω συνάγεται η ένταση της στρατιωτικοποίησης της ΕΕ, ένα ακόμη γεγονός που αποκαλύπτει την ενίσχυση των ιμπεριαλιστικών της χαρακτηριστικών. Και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Η στρατιωτικοποίηση αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ολοένα και αυξανόμενης αντιδραστικοποίησης της αστικής τάξης στην εποχή του ιμπεριαλισμού και της άκρατης επιθετικότητας του κεφαλαίου. Είναι ένας από τους μοχλούς για το μοίρασμα της παγκόσμιας αγοράς και των σφαιρών επιρροής στα πλαίσια των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Και το βασικό μέσο εξαπόλυσης ή συμμετοχής σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους.
Η ΚΠΑΑ αναπόσπαστο κομμάτι της ΚΕΠΠΑ, που εξασφαλίζει στην ΕΕ επιχειρησιακή ικανότητα βασισμένη σε μη στρατιωτικά και σε στρατιωτικά μέσα.
Η ΕΕ μπορεί να κάνει χρήση των μέσων αυτών σε αποστολές εκτός της ΕΕ (δράση εκτός συνόρων της ΕΕ) προκειμένου να διασφαλίσει μεταξύ άλλων την πρόληψη των συγκρούσεων (προληπτικοί πόλεμοι).
Οι σχετικές ευρωπαϊκές αποφάσεις ως προς τα παραπάνω εκδίδονται από το Συμβούλιο ομόφωνα, με την έννοια που αναφέραμε και πιο πάνω για τις σχετικές αποφάσεις στα πλαίσια της ΚΕΠΠΑ και σύμφωνα με το άρθρο ΙΙΙ-300 σημείο 4, της Συνθήκης.
Η ΚΠΑΑ περιλαμβάνει τον προοδευτικό προσδιορισμό κοινής αμυντικής πολιτικής της ΕΕ, που θα οδηγήσει στην κοινή άμυνα, όταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο λάβει σχετική απόφαση ομόφωνα.
Από το ίδιο άρθρο Ι-41 γίνεται φανερό:
Τα κράτη - μέλη δεσμεύονται να βελτιώσουν προοδευτικά τις στρατιωτικές τους δυνατότητες. Δημιουργείται οργανισμός στον τομέα ανάπτυξης αμυντικών δυνατοτήτων, έρευνας, προμηθειών και εξοπλισμών (Ευρωπαϊκός Οργανισμός Αμυνας).
Σημαίνει περαιτέρω στρατιωτικοποίηση της ΕΕ για να παίζει το ρόλο της ως ιμπεριαλιστικού κέντρου και στον στρατιωτικό τομέα και νέο κυνήγι εξοπλισμών.
Σημαίνει εξοπλιστικά προγράμματα που να ικανοποιούν την πιο πάνω επιθετική πολιτική ασφάλειας της ΕΕ (προμήθεια επιθετικού τύπου συστημάτων, που σε τίποτα δεν ωφελούν την αμυντική θωράκιση της χώρας).
Σημαίνει επίσης, αλλαγή της δομής των Ενόπλων Δυνάμεων, ώστε η τελευταία να προσαρμόζεται στην αποτελεσματική άσκηση της επιθετικής πολιτικής άμυνας της ΕΕ (δυνάμεις ταχείας επέμβασης) και τη δημιουργία επαγγελματικού - μισθοφορικού στρατού, για αποστολές κύρια εκτός των συνόρων της χώρας.
Η ΚΠΑΑ της ΕΕ για την ώρα δεν έρχεται σε αντίθεση με το ΝΑΤΟ και τις δομές του. Αναγνωρίζεται ο ρόλος του ΝΑΤΟ ως ο μηχανισμός άμυνας και ασφάλειας των χωρών μελών της ΕΕ που είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Εδώ βεβαίως έγινε συμβιβασμός ως προς αυτό σε Σύνοδο του ΝΑΤΟ, ανάμεσα σε Γαλλογερμανικό άξονα και ΗΠΑ, όταν ο γαλλογερμανικός άξονας πρόβαλε την άποψη της αυτοτελούς από το ΝΑΤΟ ανάπτυξης στρατιωτικοπολεμικής δράσης της ΕΕ.
Οι αποστολές της ΕΕ στα πλαίσια της ΚΠΑΑ, εκτός των συνόρων της ΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο ΙΙΙ-309 («αποστολές τύπου Petersburg») διευρύνονται, καθώς σ' αυτές προστίθενται οι κοινές διαδικασίες αφοπλισμού, οι στρατιωτικές συμβουλές και η βοήθεια, η πρόληψη συγκρούσεων και η σταθεροποίηση μετά τη σύγκρουση.
Βασική πλευρά των στρατιωτικών αποστολών της ΕΕ εκτός των συνόρων της (στα πλαίσια της ΚΠΑΑ), είναι η καταπολέμηση αυτού που οι ιμπεριαλιστές χρησιμοποιούν ως πρόσχημα για επεμβάσεις, δηλαδή της τρομοκρατίας. Στα πλαίσια αυτά προβλέπεται και η στήριξη τρίτων χωρών για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στο έδαφός τους, ή για την επιβολή της «δημοκρατίας», δηλαδή της ιμπεριαλιστικής δημοκρατίας.
Η ενίσχυση του τομέα στρατιωτικοποίησης απαιτείται και για στρατιωτικές επεμβάσεις στο εσωτερικό των κρατών - μελών. Ετσι στο άρθρο Ι-43 με τίτλο «Ρήτρα αλληλεγγύης» αναφέρεται:
«Η Ενωση κινητοποιεί όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών, για την πρόληψη μιας τρομοκρατικής απειλής στο έδαφος των κρατών - μελών, την προστασία των δημοκρατικών θεσμών και του άμαχου πληθυσμού από ενδεχόμενη τρομοκρατική επίθεση, την παροχή συνδρομής σε κράτος - μέλος στο έδαφός του, μετά από αίτηση των πολιτικών του αρχών, σε περίπτωση τρομοκρατικής επίθεσης».
Σχετικά με «την πρόληψη τρομοκρατικής απειλής», πρόκειται για υιοθέτηση της προληπτικής στρατιωτικής δράσης, ενάντια σε άλλα κράτη και λαούς σύμφωνα με το έγγραφο Σολάνα που παρουσιάστηκε στη Σύνοδο της Θεσσαλονίκης και κατά το πρότυπο του αμερικανικού δόγματος τον προληπτικού χτυπήματος. Στο όνομα μιας «απειλής» από ένα κράτος ή ένα λαό που δεν υποτάσσεται στην ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων και στην ΕΕ, η Ενωση επεμβαίνει στρατιωτικά και τα κράτη - μέλη συμμετέχουν ενεργά στ' αυτόν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις συγκαλύπτονται, ακόμη και οι στρατιωτικές, πίσω από υποτιθέμενες καλές υπηρεσίες στους λαούς τους οποίους θέλουν να υποτάξουν.
Ετσι στη Συνθήκη αναφέρεται: «Οι αποστολές περιλαμβάνουν: κοινές δράσεις αφοπλισμού, ανθρωπιστικές αποστολές και αποστολές διάσωσης, αποστολές με στόχο την παροχή συμβουλών και βοήθειας επί στρατιωτικών θεμάτων, αποστολές πρόληψης των συγκρούσεων και διατηρήσεις της ειρήνης, επέμβαση μαχίμων δυνάμεων στηδιαχείριση κρίσεων, μεταξύ άλλων με αποστολές αποκατάστασης της ειρήνης και επιχειρήσεις σταθεροποίησης μετά το τέλος των συγκρούσεων» (άρθρο ΙΙΙ-309)
Ταυτόχρονα η στρατιωτική επέμβαση στο εσωτερικό των κρατών, στο όνομα της τρομοκρατικής απειλής ή ενέργειας ή για την «προστασία των δημοκρατικών θεσμών», δείχνει καθαρά πως στόχος είναι το λαϊκό κίνημα κάθε χώρας. Ετσι ακόμη και με πόλεμο προασπίζουν την καπιταλιστική εξουσία και οικονομία. Και η ΕΕ επιδιώκει να καταργήσει και με στρατιωτικά μέσα το δικαίωμα κάθε λαού να αποφασίζει ο ίδιος σε ποιο κοινωνικοιοκονομικό σύστημα, με ποια πολιτική εξουσία θέλει ο ίδιος να ζήσει.
Τα κράτη - μέλη είναι ελεύθερα να επιλέξουν τα μέσα εκπλήρωσης της υποχρέωσης αλληλεγγύης τους (Δήλωση υπ' αριθμ. 19 της Διακυβερνητικής Διάσκεψης). Επιπλέον, προβλέπεται ομοφωνία (με εποικοδομητική αποχή), όταν η εφαρμογή της ρήτρας αλληλεγγύης έχει αμυντικές επιπτώσεις (άρθρ. ΙΙΙ-309).
Η Συνθήκη επιτρέπει επίσης σε μια περιορισμένη ομάδα κρατών - μελών να κινηθεί γρηγορότερα προς το στόχο μιας κοινής Ευρωπαϊκής Αμυνας. Ετσι, περιλαμβάνει διατάξεις για:
  • Τη δυνατότητα του Συμβουλίου να εμπιστευτεί την ανάθεση στρατιωτικής αποστολής σε μία ομάδα κρατών - μελών (άρθρ. Ι-41 παρ. 5 και ΙΙΙ-310), σε συνεργασία με τον ΥΠΕΞ της ΕΕ.
  • Τη δυνατότητα μιας «μόνιμα διαρθρωμένης συνεργασίας» μεταξύ εκείνων των κρατών - μελών που επιθυμούν να συνεργαστούν πιο στενά στον τομέα της άμυνας και που έχουν τη δυνατότητα να το πράξουν (άρθρ. Ι-41 παρ. 6 και ΙΙΙ-312). Γι' αυτό θα απαιτηθεί μια απόφαση του Συμβουλίου παρμένη με ειδική πλειοψηφία, που πρέπει να εκδοθεί μέσα σε 3 μήνες μετά την ανακοίνωση της σχετικής πρόθεσης των κρατών - μελών (άρθρ. ΙΙΙ-312 παρ. 2).
Βεβαίως στο θέμα της στρατιωτικοποίησης υπάρχουν αντιθέσεις, είναι διαφορές συμφερόντων και διαφαίνεται ότι θα οξύνεται και θα μεγαλώνει ο ανταγωνισμός στον τομέα της άμυνας. Ο σκληρός πυρήνας της ΕΕ, μεθοδεύοντας να αντιμετωπίσει προοπτικά τον ανταγωνισμό του και στην άμυνα με τις ΗΠΑ, διαμορφώνει σκληροπυρηνικούς σχηματισμούς, ανεξάρτητα από προσωρινούς συμβιβασμούς, όπως είχαμε στη Νάπολη στη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών, με τη γερμανογαλλοβρετανική συμφωνία για ευρωπαϊκή άμυνα συμβατή με τις ΝΑΤΟικές δεσμεύσεις.
Η ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ ΑΠΑΙΤΕΙ ΕΝΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ
Η πολεμική δράση, που θύματά της είναι αντικειμενικά και οι λαοί της Ευρωπαϊκής Ενωσης, απαιτεί την ένταση της καταστολής στο εσωτερικό των κρατών - μελών. Τον «εχθρό λαό» φοβούνται και παίρνουν τα μέτρα τους. Αλλωστε η όξυνση των εσωτερικών αντιφάσεων του συστήματος με αντανάκλαση στην όξυνση των ταξικών αντιθέσεων λόγω της πολιτικής της ΕΕ και των κρατών - μελών, μπορεί να ανοίγει το δρόμο όχι μόνο στην ανάπτυξη εργατικών και λαϊκών κινημάτων αμφισβήτησης της εξουσίας του κεφαλαίου στα κράτη - μέλη, αλλά να ωθεί στην πολιτική αντεπίθεση για την ανατροπή τους. Ολ' αυτά θέλουν να εμποδίσουν με την καταστολή, σύμφυτη της αντιδραστικής πορείας της ΕΕ και κατοχυρώνονται στη Συνθήκη. Ας το παρακολουθήσουμε.
Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης
Είναι το κατ' εξοχήν πεδίο όπου εκφράζεται και γιγαντώνεται η καταστολή (στο όνομα της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος) με τη θεσμοθέτηση και επέκταση αντιδημοκρατικών νομοθετικών και άλλων μέτρων (Ευρωτρομονόμος, ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, συμφωνίες έκδοσης μεταξύ ΕΕ - ΗΠΑ κλπ.) και μηχανισμών καταστολής (Ευρωπόλ, σύστημα πληροφοριών Σένγκεν, αστυνομική συνεργασία, Eurojust, ευρωπαϊκή Εισαγγελία κλπ.).
Σημαντικότερες πλευρές αυτού του πλαισίου είναι:
Α) Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (στο ανώτατο δυνατό θεσμικό επίπεδο της ΕΕ) καθορίζονται οι προσανατολισμοί του νομοθετικού και επιχειρησιακού προγραμματισμού στο χώρο ελευθερίας, ασφάλειας, δικαιοσύνης (άρθρ. ΙΙΙ-258).
Β) Η ΕΕ αναπτύσσει πλέον κοινή πολιτική στους τομείς του ασύλου, της μετανάστευσης, του ελέγχου των εξωτερικών συνόρων (άρθρ. ΙΙΙ-257). Πρόκειται για συντονισμό ενεργειών για τη δημιουργία της ΕΕ φρουρίου.
Στα πιο πάνω πλαίσια:
  • Η ΕΕ αναπτύσσει πολιτική με στόχο να δημιουργηθεί σταδιακά ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης των εξωτερικών συνόρων (άρθρ. ΙΙΙ-265).
  • Γίνεται λόγος για αποτελεσματική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, για καθορισμό των δικαιωμάτων των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα σε κράτη μέλη, για απομάκρυνση και επαναπατρισμό των παράνομα διαμενόντων (άρθρ. ΙΙΙ-267).
  • Συμπεριλαμβάνεται ειδική αναφορά σε ένα «κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου», το οποίο προβλέπει τη θέσπιση ενιαίου καθεστώτος και διαδικασίας για τη χορήγηση και ανάκληση παροχής ασύλου (άρθρ. ΙΙΙ-166).
Γ) Προβλέπεται η σύσταση μόνιμης επιτροπής εντός του Συμβουλίου, για να διασφαλιστεί η προώθηση και η ενίσχυση της επιχειρησιακής συνεργασίας σε θέματα εσωτερικής ασφάλειας (άρθρ. ΙΙΙ-261) (ενάντια στον εσωτερικό εχθρό δηλαδή, τους λαούς και τις διεκδικήσεις τους).
Δ) Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις (άρθρ. ΙΙΙ-270 επόμ.)
  • Προβλέπεται διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των δικαστικών ή άλλων ισοδύναμων αρχών των κρατών - μελών κατά την άσκηση ποινικών διώξεων και την εκτέλεση αποφάσεων και αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, με τη θέσπιση ελαχίστων κανόνων (βλ. π.χ. ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης) (Αρθρ. ΙΙΙ-270).
  • Προβλέπεται θέσπιση ελαχίστων κανόνων για τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων στους τομείς της ιδιαίτερα σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση. Μεταξύ των τομέων εγκληματικότητας για τους οποίους προβλέπεται η πιο πάνω θέσπιση ελάχιστων κανόνων για ορισμό των ποινικών αδικημάτων και κυρώσεων, είναι η τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα (Αρθρ. ΙΙΙ-271) (βλ. Ευρωτρομονόμος και τρομονόμος Ι και ΙΙ στη χώρα μας).
Παίρνοντας υπόψη την από 6.12.2001 απόφαση - πλαίσιο του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, όπου δίνεται ο ορισμός της τρομοκρατίας, γίνεται φανερό ότι πρωταρχικός στόχος (υπό το πρόσχημα αντιμετώπισης της τρομοκρατίας του οργανωμένου εγκλήματος), είναι το χτύπημα του λαϊκού κινήματος και των ριζοσπαστικών μορφών πάλης του, που μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να βάλουν σε δύσκολη θέση και να αμφισβητήσουν την κυριαρχία της πλουτοκρατίας.
Μάλιστα προβλέπεται και δυνατότητα επέκτασης των τομέων όπου μπορούν να θεσπιστούν ελάχιστοι κανόνες για τον ορισμό ποινικών αδικημάτων και κυρώσεων, με ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου, ύστερα από έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Επανακαθορίζεται η αποστολή της Eurojust (άρθρ. ΙΙΙ-273), που είναι η στήριξη και ενίσχυση του συντονισμού και της συνεργασίας μεταξύ εθνικών αρχών για την έρευνα και δίωξη σοβαρών εγκλημάτων βάσει επιχειρήσεων που διεξάγονται και πληροφοριών που παρέχονται από τις αρχές των κρατών - μελών και την Europol.
Επεκτείνονται όμως οι αρμοδιότητές της, καθώς στα καθήκοντα της Eurojust μπορεί να ανήκουν: α) η έναρξη ποινικών ερευνών και η εισήγηση σε εθνικές αρχές για την έναρξη ερευνών και ειδικότερα για κίνηση ποινικών διώξεων που διεξάγονται από αρμόδιες εθνικές αρχές, (ειδικότερα των διώξεων για αδικήματα κατά των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ) και β) ο συντονισμός των πιο πάνω ερευνών.
Υπάρχει πρόβλεψη για σύσταση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, για την καταπολέμηση αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ (άρθρ. ΙΙΙ-274) με δυνατότητα επέκτασης των αρμοδιοτήτων της έπειτα από απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και στην καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση.
Ως αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας προβλέπονται η καταζήτηση, η δίωξη και η παραπομπή ενώπιον της Δικαιοσύνης σε σύνδεση με την Europol, των δραστών αδικημάτων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ και των συνεργών τους. Ασκεί μάλιστα ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων των κρατών - μελών την ποινική δίωξη αυτών των αδικημάτων!!!
Αστυνομική συνεργασία
Ενσωματώνεται στη συνθήκη ο ρόλος και η αποστολή της Ευρωπόλ (άρθρ. ΙΙΙ-276) ως κατασταλτικού μηχανισμού με αρμοδιότητα την υποστήριξη και ενίσχυση της δράσης των αστυνομικών αρχών των κρατών - μελών, καθώς και της αμοιβαίας συνεργασίας τους.
Επιπλέον όμως, ενδυναμώνεται η εξουσία της, καθώς από οργανισμός διακρατικής φύσης μετατρέπεται σε Οργανισμό της ΕΕ, ενώ επιπρόσθετα, ευρωπαϊκός νόμος - πλαίσιο καθορίζει το πεδίο δράσης και τα καθήκοντά της, που μπορεί να περιλαμβάνουν (και με τη χρήση μέσων όπως το ηλεκτρονικό φακέλωμα) και το συντονισμό, τη διοργάνωση και τη διεξαγωγή ερευνών και επιχειρησιακών δράσεων από κοινού με τις αρμόδιες αρχές κρατών - μελών ή στο πλαίσιο κοινών ομάδων ερευνών, ενδεχομένως σε σύνδεση με την Eurojust, μέσα στο έδαφος των κρατών - μελών, σε συνεργασία με τις αρχές των συγκεκριμένων κρατών - μελών.
Εντελώς υποκριτικά στη Συνθήκη γίνεται λόγος για ευρωπαϊκό νόμο που θα καθορίσει όρους ελέγχου των δραστηριοτήτων της Ευρωπόλ από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με τη συμμετοχή των εθνικών Κοινοβουλίων (άρθρ. ΙΙΙ-276).
Την ίδια ώρα όμως, στο άρθρ. ΙΙΙ-377 της Συνθήκης, προβλέπεται ρητά ότι εξαιρείται από την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ), που ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των οργάνων της ΕΕ, ο έλεγχος του κύρους και της αναλογικότητας των επιχειρησιακών δράσεων των αστυνομικών αρχών, στα πλαίσια του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.
Ενσωματώνεται στη Συνθήκη η δυνατότητα ανάληψης δράσης των αστυνομικών αρχών κρατών - μελών στο έδαφος άλλου κράτους - μέλους, σε συνεργασία και συμφωνία με τις αρχές του κράτους - μέλους αυτού (άρθρ. ΙΙΙ-277).
Αυτό προβλέπεται να γίνεται με την έκδοση ευρωπαϊκού νόμου ή νόμου - πλαισίου από το Συμβούλιο, ύστερα από ομόφωνη απόφαση και αφού προηγηθεί διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο οποίος νόμος θα καθορίζει τις σχετικές προϋποθέσεις και τα όρια εντός των οποίων θα αναπτύσσεται μια τέτοια δράση.
ΕΚΧΩΡΗΣΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Η αναγκαιότητα της δράσης με όσο γίνεται ενιαίο τρόπο του ευρωενωσιακού κεφαλαίου, δηλαδή της συνένωσης σε κοινούς σκοπούς του κεφαλαίου των ξεχωριστών κρατών - μελών της ΕΕ, απαιτεί και τη δυνατότητα επιβολής διακρατικών κρατικομονοπωλιακών ρυθμίσεων, αλλά και άμβλυνση των ενδοενωσιακών αντιθέσεων ανάμεσα στα κράτη - μέλη. Αλλωστε ο ανταγωνισμός, σύμφυτο του καπιταλισμού, εκφράζεται και μέσα στην ΕΕ, αφού μαζί με τα κοινά συμφέροντα υπάρχουν και τα ιδιαίτερα κάθε κράτους - μέλους. Αυτή επομένως η αναγκαιότητα της ενιαίας δράσης, απαιτεί και εκχώρηση κάποιων κυριαρχικών δικαιωμάτων από τα κράτη - μέλη στα όργανα της ΕΕ, γεγονός που αποβαίνει σε βάρος των λαών. Ας το δούμε πιο συγκεκριμένα πώς καθορίζεται από τη Συνθήκη.
Ενδεικτικά, ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις
Α) Στο Αρθρο Ι-11 της Συνθήκης με τίτλο «Θεμελιώδεις αρχές», αναφέρεται ρητά ότι εκχωρούνται κυριαρχικά δικαιώματα:
«Η οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της Ενωσης διέπεται από την αρχή της δοτής αρμοδιότητας... Σύμφωνα με την αρχή της δοτής αρμοδιότητας, η Ενωση ενεργεί εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που της απονέμουν τα κράτη μέλη με το Σύνταγμα για την επίτευξη των στόχων που αυτό ορίζει. Κάθε αρμοδιότητα η οποία δεν απονέμεται στην Ενωση στο πλαίσιο του Συντάγματος ανήκει στα κράτη μέλη... στους τομείς οι οποίοι δεν υπάγονται στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, η Ενωση παρεμβαίνει μόνο εφόσον και κατά το βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ενωσης».
Β) Στο Αρθρο Ι-12, με τίτλο «Κατηγορίες αρμοδιοτήτων», αναφέρεται:
«Οταν το Σύνταγμα απονέμει στην Ενωση αποκλειστική αρμοδιότητα σε συγκεκριμένο τομέα, μόνον η Ενωση δύναται να νομοθετεί και να εκδίδει νομικά δεσμευτικές πράξεις, ενώ τα κράτη μέλη έχουν την εν λόγω δυνατότητα μόνο εάν εξουσιοδοτούνται προς τούτο από την Ενωση ή μόνο για να εφαρμόσουν τις πράξεις της Ενωσης... Τα κράτη μέλη ασκούν τις αρμοδιότητές τους κατά το μέτρο που η Ενωση δεν έχει ασκήσει τη δική της ή αποφάσισε να παύσει να την ασκεί».
Επομένως εδώ γίνεται καθαρό πως υπάρχουν τομείς στους οποίους τα κράτη - μέλη έχουν εκχωρήσει κυριαρχικά τους δικαιώματα στην ΕΕ. Στο ίδιο άρθρο αναφέρεται:
«Η Ενωση έχει αρμοδιότητα να καθορίζει και να θέτει σε εφαρμογή κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένου του προοδευτικού καθορισμού κοινής αμυντικής πολιτικής. Σε ορισμένους τομείς και υπό τους όρους που προβλέπει το Σύνταγμα, η Ενωση έχει αρμοδιότητα να αναλαμβάνει δράσεις για την υποστήριξη, το συντονισμό ή τη συμπλήρωση της δράσης των κρατών μελών...».
Αυτά σημαίνουν πως μαζί με την εξωτερική πολιτική, την πολιτική ασφάλειας και άμυνας, την οποία η ΕΕ τη θεωρεί δική της αρμοδιότητα, μπορεί να παρεμβαίνει στα κράτη - μέλη και σε τομείς που η ΕΕ κρίνει ότι η πολιτική που εφαρμόζουν δε συνάδει μ' αυτήν της ΕΕ. Μπορεί βεβαίως η πολιτική αυτή να είναι σε όφελος του κεφαλαίου του συγκεκριμένου κράτους - μέλους, αλλά η ΕΕ κρίνει αν είναι προς το συμφέρον γενικά του ευρωενωσιακού κεφαλαίου. Και εδώ γίνεται φανερό πως παρεμβαίνει ή για να ενισχύσει τα ευρωενωσιακά μονοπώλια των ισχυρών κρατών ή επειδή κρίνει ότι γενικά δεν υπηρετούνται αποτελεσματικά τα συμφέροντα του κεφαλαίου ενός κράτους - μέλους, κυρίως απ' αυτά που βρίσκονται σε υποδεέστερη θέση. Παράδειγμα, η παρέμβαση στην Ελλάδα για το ζήτημα του νόμου περί «Βασικού Μετόχου».
Ταυτόχρονα, η Συνθήκη καθορίζει στο ίδιο άρθρο την αρμοδιότητα συνδιαμόρφωσης πολιτικής και συναποφάσεων από την ΕΕ και τα κράτη - μέλη ως εξής:
«Οταν το Σύνταγμα απονέμει στην Ενωση συντρέχουσα αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη σε συγκεκριμένο τομέα, η Ενωση και τα κράτη μέλη δύνανται να νομοθετούν και να εκδίδουν νομικά δεσμευτικές πράξεις στον τομέα αυτό. Τα κράτη μέλη ασκούν τις αρμοδιότητές τους κατά το μέτρο που η Ενωση δεν έχει ασκήσει τη δική της ή αποφάσισε να παύσει να την ασκεί».
Στο άρθρο Ι-13 με τίτλο «Οι τομείς της αποκλειστικής αρμοδιότητας» αναφέρονται οι τομείς στους οποίους εκχωρούνται κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών - μελών και είναι οι εξής:
«Τελωνειακή ένωση, θέσπιση των κανόνων ανταγωνισμού που είναι αναγκαίοι για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, νομισματική πολιτική, για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής, κοινή εμπορική πολιτική.
Η Ενωση έχει επίσης αποκλειστική αρμοδιότητα για τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας όταν η σύναψη αυτή προβλέπεται σε νομοθετική πράξη της Ενωσης ή είναι απαραίτητη για να μπορέσει η Ενωση να ασκήσει την εσωτερική της αρμοδιότητα ή κατά το μέτρο που ενδέχεται να επηρεάσει τους κοινούς κανόνες ή να μεταβάλει την εμβέλειά τους».
Στο άρθρο Ι-16 με τίτλο «Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας», αναφέρεται:
«Η αρμοδιότητα της Ενωσης στο πεδίο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας καλύπτει όλους τους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και το σύνολο των ζητημάτων που αφορούν την ασφάλεια της Ενωσης, συμπεριλαμβανομένου και του προοδευτικού καθορισμού κοινής αμυντικής πολιτικής, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε κοινή άμυνα.
Τα κράτη - μέλη υποστηρίζουν ενεργά και ανεπιφύλακτα την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας.Απέχουν από κάθε ενέργεια αντίθετη προς τα συμφέροντα της Ενωσης ή βλαπτική για την αποτελεσματικότητά της».
Από τα παραπάνω γίνεται φανερή η υποχρεωτική προσαρμογή της εξωτερικής πολιτικής των κρατών - μελών μ' αυτήν της ΕΕ ακόμη και αν αυτό δημιουργεί προβλήματα σε κάποιο κράτος - μέλος. Βεβαίως η ενσωμάτωση στην ΕΕ είναι συνειδητή επιλογή αφού έτσι ικανοποιούνται τα μέγιστα τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως υπάρχουν περιπτώσεις που επιλογές της ΕΕ στην εξωτερική πολιτική δημιουργούν οξύνσεις ή έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα κρατών - μελών, ιδιαίτερα αυτών που βρίσκονται σε υποδεέστερη θέση. Παράδειγμα η αναγνώριση των διεκδικήσεων της Τουρκίας στο Αιγαίο σε βάρος κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, τα οποία από τη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι ακόμη (1999) με την απόφαση της ΕΕ για ένταξη της Τουρκίας, η Ενωση όχι μόνο δε στήριξε τα δικαιώματα της Ελλάδας, αλλά αναγνώρισε την ύπαρξη διεκδικήσεων σε βάρος της παραπέμποντάς τες για λύση ως πρόβλημα των δύο κρατών και μάλιστα μέσω του Δικαστηρίου της Χάγης. Αυτό ως γεγονός δημιουργεί προβλήματα στις σχέσεις των δύο κρατών, καθορίζει ως προς αυτές τις σχέσεις την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας σε βάρος μάλιστα κυριαρχικών δικαιωμάτων του λαού της και οξύνει τις αντιθέσεις σε περιφερειακό επίπεδο. Ολ' αυτά αποβαίνουν σε βάρος των λαϊκών συμφερόντων.
Στο άρθρο Ι-33 με τίτλο «Οι νομικές πράξεις της Ενωσης» αναφέρεται:
«Τα θεσμικά όργανα, για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ενωσης, χρησιμοποιούν ως νομικές πράξεις, τον ευρωπαϊκό νόμο, τον ευρωπαϊκό νόμο - πλαίσιο, τον ευρωπαϊκό κανονισμό, την ευρωπαϊκή απόφαση, τις συστάσεις και τις γνώμες.
Ο ευρωπαϊκός νόμος αποτελεί νομοθετική πράξη γενικής ισχύος. Είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος - μέλος.
Ο ευρωπαϊκός νόμος - πλαίσιο αποτελεί νομοθετική πράξη που δεσμεύει κάθε κράτος - μέλος στο οποίο απευθύνεται όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών.
Ο ευρωπαϊκός κανονισμός αποτελεί μη νομοθετική πράξη γενικής ισχύος για την εφαρμογή νομοθετικών πράξεων και ορισμένων διατάξεων του Συντάγματος. Δύναται να είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και να ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος - μέλος ή να δεσμεύει κάθε κράτος - μέλος στο οποίο απευθύνεται όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, να αφήνει όμως την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών.
Η ευρωπαϊκή απόφαση αποτελεί μη νομοθετική πράξη, δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της. Οταν ορίζει αποδέκτες, είναι δεσμευτική μόνο για αυτούς».
Βεβαίως, τα παραπάνω ζητήματα δεν είναι εντελώς νέα. Για παράδειγμα, πολλές φορές στην προπαγάνδα των κυβερνήσεων προβάλλεται η «υποχρεωτικότητα προσαρμογής» στην ΕΕ, στις αποφάσεις της, στις οδηγίες της και τους κανονισμούς της. Ιδιαίτερα έντονα εμφανίζεται στην αγροτική πολιτική. Το νέο που εμφανίζεται με τις ορολογίες όπως «γενική ισχύς», «δεσμευτικό», είναι η επιδίωξη της ΕΕ να δρα στα πλαίσια των ενδοϊμπεριαλιστικών αναγκών ως ενιαία οντότητα σε όφελος των ευρωενωσιακών μονοπωλίων, γιατί έτσι δημιουργούνται καλύτερες συνθήκες δράσης στην παγκόσμια αγορά και στο μοίρασμά της. Αλλά αυτό απαιτεί και αντιμετώπιση των ενδοενωσιακών αντιθέσεων, λόγω των ιδιαίτερων καπιταλιστικών συμφερόντων κάθε κράτους - μέλους. Για παράδειγμα, στο πρόσφατο Εαρινό Συμβούλιο, πήραν μέτρα παρακολούθησης και παρέμβασης για την ταχύτερη εφαρμογή των αποφάσεων που προωθούν την ενδιάμεση αναθεώρηση της Συνόδου της Λισαβόνας. Δηλαδή, μέτρα για την παρακολούθηση και διόρθωση στην πορεία, αν δεν εφαρμόζονται ολοκληρωμένα, της προώθησης της πολιτικής των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, στα πλαίσια της μεγαλύτερης προσπάθειας συσσώρευσης κεφαλαίου και της συγκεντροποίησής του προκειμένου να μεγαλώσουν οι διαστάσεις των μονοπωλίων. Και όλ' αυτά στα πλαίσια της «ανταγωνιστικότητας». Που σημαίνει μέτρα που διασφαλίζονται με διακρατικομονοπωλιακή ρύθμιση σε επίπεδο ΕΕ για ένταση της εκμετάλλευσης, με το φτήνεμα της εργατικής δύναμης, ως μέσο που δημιουργεί επενδυτικές για το κεφάλαιο συνθήκες για μεγαλύτερη καπιταλιστική ανάπτυξη, διέξοδο στην ύφεση και δυνατότητα να αντεπεξέρχονται τα ευρωενωσιακά μονοπώλια στον ανταγωνισμό με αυτά των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, στη διεθνή αγορά, στη διείσδυση σε περιοχές όπως η Νοτιοανατολική Ασία, (Κίνα, Ινδία), αλλά και Λατινική Αμερική και Αφρική.

ΔΙΑΚΡΑΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΕ


Τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, η λειτουργία και δράση τους, καθώς και ο τρόπος λήψης των αποφάσεων αποτελούν επίσης μοχλούς επιβολής της αντιλαϊκής πολιτικής σε κάθε κράτος - μέλος. Η συνθήκη είναι σαφής και ως προς αυτό.
Θεσμικά όργανα της ΕΕ
Α. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Βασική πλευρά στη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι η πρόβλεψη της Συνθήκης για «τα ευρωπαϊκά κόμματα» (σ.σ. πολιτικά κόμματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο), με σκοπό τη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτικής συνείδησης, (άρθρ, Ι - 46).
Το καθεστώς λειτουργίας και δράσης των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων καθορίζεται από ευρωπαϊκό νόμο. Το ίδιο και οι κανόνες για τη χρηματοδότησή τους, (άρθρ. ΙΙΙ - 331 ).
Ο «νόμος σχετικά με το καταστατικό και τη χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων» αναφέρει ότι για την αναγνώρισή τους πρέπει «να διασφαλίζει ότι το καταστατικό και οι δραστηριότητες του ευρωπαϊκού πολιτικού κόμματος σέβονται τους βασικούς στόχους της Ενωσης... σύμφωνα με τη Συνθήκη ίδρυσης της ΕΕ, και ιδίως το άρθρο 191 (σ.σ. Συνθήκη Μάαστριχτ)». Επίσης, καθιερώνεται «διαδικασία επαλήθευσης της τήρησης των υποχρεώσεων αυτών» και παρέχεται η «δυνατότητα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να διαγράφει την επίσημη καταχώριση ενός κόμματος το οποίο δεν ανταποκρίνεται πλέον στους όρους καταχώρισης».
Η ΕΕ απαιτεί την υποταγή των ευρωπαϊκών κομμάτων στους «βασικούς στόχους της Ενωσης», που καθορίζονται από τις Συνθήκες συγκρότησής της (Μάαστριχτ, Αμστερνταμ, Νίκαιας, Λισαβόνας κλπ.) και ελέγχει αν δρουν με πολιτική και πρόγραμμα προώθησης των «βασικών στόχων της Ενωσης». Αν δεν δρουν, τα διαλύει.
Επομένως, ευρωπαϊκό κόμμα που να είναι αντίθετο με την ΕΕ, που να αγωνίζεται για τη διάλυσή της, δεν μπορεί να υπάρχει και να δρα. Αυτή η πραγματικότητα είναι μια ακόμη απόδειξη, πόσο βαθιά ταξική, υπέρ του κεφαλαίου, είναι η ΕΕ. Αλλά, πράγματι, η δημοκρατία του καπιταλισμού δεν είναι τίποτε διαφορετικό από τη στυγνή δικτατορία των μονοπωλίων. Αυτήν θέλει η ΕΕ να υπηρετήσουν τα ευρωπαϊκά κόμματα και οι πολιτικές δυνάμεις, που συμβάλλουν στη συγκρότησή τους, σύμφωνα με τις επιταγές της.
Το άρθρο 191 της Συνθήκης Μάαστριχτ, όπως τροποποιήθηκε στη Συνθήκη Νίκαιας, ορίζει ότι «τα κόμματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την ολοκλήρωση στα πλαίσια της Ενωσης. Συμβάλλουν στη δημιουργία ευρωπαϊκής συνείδησης και στην έκφραση της πολιτικής βούλησης των πολιτών της Ενωσης». Αυτό σημαίνει ότι το ευρωπαϊκό κόμμα λειτουργεί και δρα για την ΕΕ, παρεμβαίνει συνολικά στην πολιτική ζωή και τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις κάθε χώρας - μέλους της. Αυτό είναι σε βάρος των λαών, δυσκολεύει την ταξική πάλη, γιατί δημιουργείται ένας ακόμη μοχλός επιβολής της θέλησης και των συμφερόντων των μονοπωλίων και υποταγής των λαών.
Απ' όλ' αυτά συνάγεται το συμπέρασμα ότι αυτά τα κόμματα συγκροτούνται ενάντια στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της κατά της εξουσίας των μονοπωλίων σε κάθε κράτος - μέλος, ενισχύοντας τη δράση των κυβερνήσεων και της ίδιας της ΕΕ, προκειμένου να ενσωματώνονται οι λαοί στις αντιδραστικές πολιτικές της. Επιδιώκεται ο περιορισμός, αν είναι δυνατό ακόμη και η εξαφάνιση, κάθε φωνής και δράσης των πολιτικών δυνάμεων που έχουν αντιιμπεριαλιστικό, αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα και αντιπαλεύουν την ΕΕ, επιδιώκοντας την αποδυνάμωσή της έως τη διάλυσή της. Δράση που συνδέεται με την ανατροπή του καπιταλισμού σε κάθε χώρα και το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Επειδή, λοιπόν, πρωταρχικό πεδίο της ταξικής πάλης είναι το έθνος - κράτος, το κράτος των μονοπωλίων σε κάθε χώρα της ΕΕ πρέπει να ανατραπεί για να πάρουν οι λαοί τις τύχες τους στα χέρια τους, ιδιαίτερος, στρατηγικής σημασίας στόχος με τη δημιουργία των ευρωπαϊκών κομμάτων είναι το χτύπημα στις λαϊκές συνειδήσεις της αναγκαιότητας ανάπτυξης της ταξικής πάλης πρωταρχικά στο εθνικό επίπεδο. Γεγονός που θα συμβάλει και στην κοινή πανευρωπαϊκή και διεθνή αντιιμπεριαλιστική αντικαπιταλιστική πάλη. Και αυτό γιατί σύμφωνα με τα παραπάνω, οι συνθήκες ωρίμανσης των παραγόντων για τη ρήξη και την ανατροπή δεν μπορούν να δημιουργηθούν ταυτόχρονα σ' όλες τις χώρες.
Με δεδομένα όλα τα παραπάνω, καθώς και την αρμοδιότητα που δίνεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να αποφασίζει πλέον για κάποια ζητήματα, (έως τώρα οι αποφάσεις του είναι γνωμοδοτικές), όπως επίσης και το γεγονός της ταύτισης των λεγόμενων συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και των αντίστοιχων ευρωομάδων τους, σε όλες τις κεντρικές - στρατηγικές αλλά και μερικότερες πολιτικές και προσανατολισμούς της ΕΕ. Καθώς επίσης και το ρόλο που παίζουν κόμματα του τύπου του ΣΥΝ και ορισμένων άλλων που συμμετέχουν στο «αριστερό ευρωπαϊκό κόμμα», που στην ουσία αποδέχονται και στηρίζουν τις βασικές στρατηγικές επιλογές της ΕΕ, όπως και άλλες πολιτικές δυνάμεις, που επίσης αποδέχονται και στηρίζουν τις πιο πάνω επιλογές, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι, στα πλαίσια της Συνθήκης, ενισχύεται ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υπέρ του ευρωενωσιακού κεφαλαίου.
Ενισχύεται ο ρόλος του σε βάρος των λαών, γιατί οι στρατηγικές επιλογές του μεγάλου κεφαλαίου, που βρίσκεται πίσω από το οικοδόμημα της ΕΕ, μπορούν να προωθηθούν αποτελεσματικά, αφού θα θεωρούνται και αποφάσεις του.
Είναι, επομένως, άκρως υποκριτικά όσα λέγονται ότι με την ενίσχυση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μειώνεται τάχα το λεγόμενο δημοκρατικό έλλειμμα της ΕΕ, καθώς ενισχύεται το πλέον δημοκρατικό και άμεσα εκλεγμένο από τους λαούς της ΕΕ όργανο.
Τομείς ενίσχυσης του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
Ενδεικτικά αναφέρουμε ορισμένους απ' αυτούς.
  • Εχουμε επέκταση της λεγόμενης συναπόφασης, καθώς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ασκεί από κοινού με το Συμβούλιο νομοθετικά και δημοσιονομικά καθήκοντα (άρθρ. Ι-20).
  • Στον τομέα των διεθνών συμφωνιών, η έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γίνεται γενικός κανόνας, με κάποιες εξαιρέσεις, όπου υπάρχει διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, (άρθρ. ΙΙΙ - 323).
  • Αρκετές αποφάσεις που μέχρι σήμερα ενέπιπταν στις αποκλειστικές αρμοδιότητες του Συμβουλίου, υπόκεινται με τη Συνθήκη στην έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπως η απόφαση δρομολόγησης ενισχυμένης συνεργασίας (άρθρ. ΙΙΙ - 419), η χρησιμοποίηση της ρήτρας ευελιξίας (άρθρ. Ι - 18), η απόφαση για επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (άρθρ. ΙΙΙ - 274).
  • Ομως, στον τομέα της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει απλώς δικαίωμα ενημέρωσης (άρθρ. ΙΙΙ - 304). Εδώ φαίνεται και το εύρος της δημοκρατίας τους. Δεν εμπιστεύονται ούτε σ' ένα δικό τους όργανο έναν από τους βασικούς πυλώνες της ιμπεριαλιστικής τους πολιτικής.
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
Με τη Συνθήκη επέρχονται αλλαγές στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που απαρτίζεται από τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών - μελών, καθώς και από τον πρόεδρό του και τον πρόεδρο της Επιτροπής, οι οποίοι όμως δεν έχουν δικαίωμα ψήφου, με συμμετοχή και του ΥΠΕΞ της ΕΕ.
Ο πρόεδρος εκλέγεται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία, για θητεία 2,5 χρόνων, μια φορά ανανεώσιμη (άρθρ. Ι - 22).
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με την έκδοση ευρωπαϊκών αποφάσεων και όχι απλά συμπερασμάτων στις διάφορες συνόδους κορυφής, όπως ξέραμε μέχρι τώρα, οι οποίες είναι δεσμευτικές ως προς όλα τα μέρη τους (άρθρ. Ι - 33), καθορίζει τους γενικούς πολιτικούς προσανατολισμούς και προτεραιότητες της ΕΕ (άρθρ. Ι - 21), δίνοντας έτσι ουσιαστικά και τις κατευθύνσεις των μέτρων και των πολιτικών που προτείνονται από την Επιτροπή και λαμβάνονται από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Ουσιαστικά, στη Συνθήκη κατοχυρώνεται αυτό που έως τώρα υπήρχε ως προς τον πολιτικό ρόλο και τις αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αφού οι συμμετέχοντες σ' αυτό συνδιαμόρφωναν και συναποφάσιζαν στις Συνόδους Κορυφής την πολιτική της ΕΕ, άρα και των κρατών - μελών, αποφάσιζε δηλαδή τις διακρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις, (το ίδιο κάνει και τώρα), που εφαρμόζονται από τα κράτη - μέλη.
Συμβούλιο Υπουργών (Συμβούλιο)
Το Συμβούλιο ασκεί από κοινού με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο νομοθετικά και δημοσιονομικά καθήκοντα, καθώς επίσης και καθήκοντα χάραξης πολιτικών (εννοείται στα πλαίσια των ευρωπαϊκών αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου) και συντονισμού (άρθρ. Ι-23). Στο επίπεδο του Συμβουλίου αλλάζει το μέχρι σήμερα ισχύον σύστημα εναλλασσόμενης εξάμηνης προεδρίας του κάθε κράτους - μέλους, καθώς φαίνεται ότι προωθείται ομαδική προεδρία 3 κρατών - μελών για περίοδο 18 μηνών, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του κυρωτικού της Συνθήκης νόμου, (σελ. 6).
Ομως, η Προεδρία του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων, που διαμορφώνει την εξωτερική δράση της ΕΕ, σύμφωνα με τις γενικές στρατηγικές που καθορίζει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ασκείται μόνιμα από τον εκάστοτε ΥΠΕΞ της ΕΕ, (άρθρ. Ι - 24 παρ. 7).
Για τον υπουργό Εξωτερικών της ΕΕ (ΥΠΕΞ)
Με τη Συνθήκη καθιερώνεται θέση ΥΠΕΞ της ΕΕ (άρθρ. Ι - 28), ο οποίος διορίζεται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (με ειδική πλειοψηφία) και με τη συμφωνία του προέδρου της Επιτροπής.
Ο ΥΠΕΞ της ΕΕ θα διαθέτει διπλό καπέλο (θα συγκεντρώνει τις αρμοδιότητες του μέχρι σήμερα Υπατου Εκπροσώπου και του μέχρι σήμερα Επιτρόπου Εξωτερικών Σχέσεων) και θα κατέχει θέση Αντιπροέδρου της Επιτροπής. Επιπλέον, θα προεδρεύει του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων. Πρόκειται για ένα πρόσωπο με πολύ σημαντικές αρμοδιότητες, όπως η συμβολή στην επεξεργασία και η ευθύνη για την εφαρμογή της ΚΕΠΠΑ και της ΚΠΑΑ.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Επιτροπή)
Η Επιτροπή ασκεί συντονιστικά, εκτελεστικά και διαχειριστικά καθήκοντα. Μεριμνά για την εφαρμογή της Συνθήκης και των μέτρων που θεσπίζονται από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Επιβλέπει την εφαρμογή του Δικαίου της ΕΕ (υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου της ΕΕ), (άρθρ. Ι - 26 παρ. 1).
Η Επιτροπή έχει τη γενική νομοθετική πρωτοβουλία (οι νομοθετικές πράξεις της ΕΕ μπορούν να εκδίδονται μόνο βάσει πρότασης της Επιτροπής, δηλαδή στο 99% περίπου των περιπτώσεων), εκτός αν ορίζεται άλλως στη Συνθήκη, (άρθρ. Ι - 26 παρ. 2).
Τα μέλη της Επιτροπής επιλέγονται (για 5ετή θητεία) βάσει των γενικών τους ικανοτήτων και της προσήλωσής τους στην ευρωπαϊκή ιδέα, (άρθρ. Ι - 26 παρ. 4).
Μέχρι το 2014 διατηρείται ως προς τη σύνθεση της Επιτροπής η αρχή «ένας Επίτροπος ανά κράτος - μέλος με πλήρη δικαιώματα». Μετά, η Επιτροπή θα αποτελείται από αριθμό μελών ο οποίος, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου της και του αντιπροέδρου της, που είναι και ΥΠΕΞ της ΕΕ, θα αντιστοιχεί στα 2/3 του αριθμού των κρατών - μελών, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφασίσει ομόφωνα και αλλάξει τον πιο πάνω αριθμό.
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ)
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ) είναι ο θεματοφύλακας, το όργανο που εξασφαλίζει την ενότητα και τη συνοχή στην τήρηση του δικαίου της ΕΕ κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της Συνθήκης.
Αποφαίνεται, μεταξύ άλλων, επί των προσφυγών που ασκούνται από κράτη - μέλη, θεσμικά όργανα ή φυσικά ή νομικά πρόσωπα και προδικαστικά, κατόπιν αιτήματος εθνικών δικαστηρίων, επί της ερμηνείας του Δικαίου της ΕΕ ή επί του κύρους πράξεων που εκδόθηκαν από τα θεσμικά όργανα, (άρθρ. Ι - 29). Στα πιο πάνω πλαίσια:
Η Επιτροπή, μέσα από μια συγκεκριμένη διαδικασία, μπορεί να προσφύγει στο ΔΕΕ, εάν κρίνει ότι ένα κράτος - μέλος παραβιάζει υποχρέωσή του που προκύπτει από τη Συνθήκη, (άρθρ. ΙΙΙ - 360).
Ομοίως και για τον ίδιο πιο πάνω λόγο, μπορεί να προσφύγει στο ΔΕΕ και ένα κράτος - μέλος, (άρθρ. ΙΙΙ-361).
Στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις, αν το ΔΕΕ διαπιστώσει ότι κράτος - μέλος παρέβη υποχρέωσή του εκ της Συνθήκης, το διατάσσει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης του ΔΕΕ. Αν το συγκεκριμένο κράτος - μέλος δε συμμορφωθεί, τότε το ΔΕΕ, διαπιστώνοντας τη μη συμμόρφωση του κράτους - μέλους, μπορεί να του επιβάλει την καταβολή κατ' αποκοπήν ποσού ή χρηματικής ποινής, (άρθρ. ΙΙΙ-362).
Επειδή το ΔΕΕ είναι αρμόδιο να αποφαίνεται προδικαστικά για την ερμηνεία της Συνθήκης και για το κύρος και την ερμηνεία των πράξεων των οργάνων και οργανισμών της ΕΕ, η Συνθήκη προβλέπει (άρθρ. ΙΙΙ - 369), πως όταν ένα τέτοιο ζήτημα προκύπτει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, τα μεν κατώτερα έχουν τη δυνατότητα, τα δε ανώτατα έχουν την υποχρέωση να παραπέμψουν το σχετικό ζήτημα στο ΔΕΕ.
Σε σχέση με το διορισμό των δικαστών, η Συνθήκη προβλέπει τη σύσταση 7μελούς επιτροπής νομομαθών προσωπικοτήτων, η οποία γνωμοδοτεί σχετικά με την επάρκεια των υποψηφίων, (άρθρ. ΙΙΙ - 357).
Με τη Συνθήκη ενισχύεται η δικαστική προστασία των ιδιωτών, δεδομένου ότι οι αιτήσεις ακύρωσης εκ μέρους φυσικών ή νομικών προσώπων, μπορούν πλέον να στρέφονται και κατά κανονιστικών πράξεων της ΕΕ, που τα αφορούν άμεσα, χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα, (άρθρ. ΙΙΙ - 365 παρ. 4).
Με στόχο την ενίσχυση της πίεσης για τη μεταφορά ενός ευρωπαϊκού νόμου - πλαισίου (ν-π) στο εθνικό δίκαιο των κρατών - μελών, ενισχύεται η δυνατότητα επιβολής κυρώσεων, στο πλαίσιο της προσφυγής της Επιτροπής κατά κράτους - μέλους, σε περίπτωση παντελούς απουσίας μέτρων μεταφοράς στο εσωτερικό Δίκαιο ενός ν-π. Εισάγεται η δυνατότητα της Επιτροπής, να σωρεύει στην αρχική προσφυγή για τη διαπίστωση της παράβασης του υπό κρίση κράτους - μέλους και το αίτημα καταβολής κατ' αποκοπήν ποσού ή χρηματικής ποινής. Ετσι, επιταχύνεται κατά πολύ ο χρόνος επιβολής της σχετικής κύρωσης από το ΔΕΕ, (άρθρ. ΙΙΙ - 362 παρ. 3).
Στο κεφάλαιο περί Δικαστηρίου εντάσσονται (προβλέπονταν σε άλλο μέρος στις μέχρι τώρα Συνθήκες) οι εξαιρέσεις δικαιοδοσίας του ΔΕΕ.
Παραμένει η γενική εξαίρεση δικαιοδοσίας σε ό,τι αφορά την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) - με δύο εντελώς επουσιώδεις εξαιρέσεις - και την Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Αμυνας (ΚΠΑΑ), (άρθρ. ΙΙΙ - 376).
Παραμένει, επίσης, η εξαίρεση δικαιοδοσίας σε ό,τι αφορά τον έλεγχο του κύρους ή της αναλογικότητας επιχειρησιακών δράσεων των υπηρεσιών επιβολής του νόμου, στο πλαίσιο του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, (άρθρ. ΙΙΙ - 377).
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό πως το ΔΕΕ αποτελεί έναν ακόμη μοχλό ενίσχυσης και προώθησης της πολιτικής του ευρωενωσιακού κεφαλαίου σε βάρος των λαών. Δείχνει την ολοένα και μεγαλύτερη αντιδραστικοποίηση και της ΕΕ και των κρατών - μελών κατά των λαών. Γιατί το ΔΕΕ μπορεί να ακυρώνει κάθε πιθανή κατάκτηση ενός λαού, κράτους - μέλους της ΕΕ, ως αποτέλεσμα της ταξικής πάλης, αφού θα έρχεται σε αντίθεση με την πολιτική της ΕΕ ή οι κυβερνήσεις ταμπουρωμένες πίσω απ' αυτό και προβάλλοντας τον «μπαμπούλα» της καταδίκης θα αντιστέκονται σε διεκδικήσεις δίκαιων αιτημάτων, π.χ. στην καθολική εφαρμογή του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου. Αλλά αυτή η υπόθεση είναι αντικειμενικά ζήτημα συσχετισμού δύναμης. Και η δύναμη των λαών είναι ανεξάντλητη.
Διαδικασία λήψης αποφάσεων
Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει η Συνθήκη και αφορούν στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων, απ' τη μια ενισχύουν τις δυνατότητες των ηγετικών ιμπεριαλιστικών κρατών - μελών της ΕΕ, να προωθούν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους, διαμορφώνοντας και κατάλληλες συμμαχίες με ορισμένα άλλα κράτη - μέλη που βρίσκονται σε υποδεέστερη θέση εντός της ΕΕ, από την άλλη κάνουν πιο ευέλικτη τη λειτουργία και τη δράση της για την προώθηση των συμφερόντων του ευρωενωσιακού κεφαλαίου, με δεδομένο ότι οι ενδοενωσιακές αντιθέσεις είναι ισχυρές τόσο ανάμεσα στα ισχυρά κράτη όσο και μεταξύ των ισχυρών και αυτών που είναι σε υποδεέστερη θέση. Βεβαίως, αυτό δε γίνεται αυτόματα φανερό, αφού π.χ. για πολλά ζητήματα ισχύει ακόμη η ομοφωνία, στην οποία όλοι φαίνεται να συμπλέουν, αφού οι αποφάσεις της ΕΕ υπηρετούν τα γενικά συμφέροντα του κεφαλαίου όλων των κρατών - μελών. Αλλά στις πιθανότητες που μια απόφαση μπορεί να «μπλοκαριστεί», έχουν μεριμνήσει να παίρνεται απόφαση χωρίς ομοφωνία, ακόμη και αν αυτό έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα κράτους - μέλους της ΕΕ από τρίτη χώρα. Γενικότερα, βεβαίως, είτε με ομοφωνία, είτε με ειδική πλειοψηφία οι αποφάσεις της ΕΕ είναι επώδυνες για τους λαούς, αφού ενισχύουν την ταξική τους εκμετάλλευση από το κεφάλαιο. Ας δούμε ενδεικτικά πώς παίρνονται οι αποφάσεις.
1) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στις πλείστες των περιπτώσεων, αποφασίζει με συναίνεση (άρθρ. Ι - 21 παρ. 4), εκτός των περιπτώσεων που ορίζει η Συνθήκη.
2) Ως προς τις αποφάσεις στο Συμβούλιο Υπουργών (Συμβούλιο)
α) Το Συμβούλιο αποφασίζει κατά κανόνα με ειδική πλειοψηφία (άρθρ. Ι - 23), εκτός των περιπτώσεων που ορίζει η Συνθήκη, όπου αποφασίζει με ομοφωνία.
β) Η ειδική πλειοψηφία στη λήψη αποφάσεων επεκτείνεται σε θέματα εμπορικής πολιτικής (άρθρ. ΙΙΙ - 315 παρ. 4), Κοινωνικής Ασφάλισης των κοινοτικών εργαζομένων (άρθρ. ΙΙΙ - 136), αστυνομικής συνεργασίας (άρθρ. ΙΙΙ - 276), δικαστικής συνεργασίας σε αστικά θέματα (άρθρ. ΙΙΙ - 269), δικαστικής συνεργασίας σε ποινικά θέματα (άρθρ. ΙΙΙ - 270, 271).
γ) Η ομοφωνία για απόφαση στα πλαίσια του Συμβουλίου εξακολουθεί να ισχύει για τη σύσταση της θέσης του Ευρωπαίου Εισαγγελέα, με παράλληλη πρόβλεψη «γέφυρας» για την επέκταση των αρμοδιοτήτων του (άρθρ. ΙΙΙ - 274), καθώς και για μια σειρά άλλα θέματα, όπως του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου με πρόβλεψη «γέφυρας» για το πέρασμα στην ειδική πλειοψηφία (άρθρ. Ι - 55), της φορολογίας (άρθρ. ΙΙΙ - 171), και των ιδίων Πόρων της ΕΕ, (άρθρ. Ι - 54).
Ομοφωνία προβλέπεται, επίσης, στην απόφαση του Συμβουλίου για εξουσιοδότηση προς κράτη - μέλη για καθιέρωση ενισχυμένης συνεργασίας σε θέματα ΚΕΠΠΑ. Η ομοφωνία είναι επίσης ο βασικός κανόνας για τη λήψη αποφάσεων στα πλαίσια της ΚΕΠΠΑ.
Στο Μέρος ΙΙΙ της Συνθήκης (αναφέρεται στις πολιτικές της ΕΕ) προβλέπεται ομοφωνία για τη λήψη αποφάσεων από το Συμβούλιο, αλλά και σε άλλα σημεία που προβλέπεται ομοφωνία, όπως π.χ. για την έκδοση του ευρωπαϊκού νόμου για το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (άρθρ. Ι - 55), η Συνθήκη εισάγει τις λεγόμενες «γέφυρες», που είναι ένας τρόπος για να παρακάμπτεται η ομοφωνία. Πιο συγκεκριμένα, η Συνθήκη προβλέπει (βλ. π.χ. άρθρ. ΙΙΙ - 444, άρθρ. Ι - 55) ότι, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπου το Συμβούλιο πρέπει να αποφασίζει ομόφωνα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μπορεί επίσης ομόφωνα να θεσπίσει ευρωπαϊκή απόφαση, που να επιτρέπει στο Συμβούλιο να αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία στο συγκεκριμένο τομέα ή περίπτωση.
3) Στη Συνθήκη, αναφορικά με τις αποφάσεις, τόσο του ΕΣ όσο και του Συμβουλίου, όπου απαιτείται ομοφωνία, το δικαίωμα «βέτο», δεν αναφέρεται ρητά πουθενά. Αντίθετα, προωθείται η λογική της «εποικοδομητικής αποχής», η οποία δεν εμποδίζει την έκδοση ομόφωνης απόφασης (βλ. π.χ. άρθρ. ΙΙΙ - 341 για αποφάσεις του ΕΣ και άρθρ. ΙΙΙ - 343 για αποφάσεις του Συμβουλίου).
Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για την έννοια της «εποικοδομητικής αποχής», είναι το άρθρ. ΙΙΙ - 300 της Συνθήκης, που είναι σχετικό με τις αποφάσεις που λαμβάνονται στα πλαίσια της ΚΕΠΠΑ. Εκεί ρητά αναφέρεται (στην παρ. 1) ότι κάθε κράτος -μέλος του Συμβουλίου που απέχει κατά την ψηφοφορία, μπορεί να συνοδεύσει την αποχή του με τυπική δήλωση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν υποχρεούται να εφαρμόσει την ευρωπαϊκή απόφαση, αλλά αποδέχεται ότι αυτή δεσμεύει την ΕΕ. Εκφράζοντας πνεύμα αμοιβαίας αλληλεγγύης, το μεν εν λόγω κράτος -μέλος απέχει από οποιαδήποτε δράση, η οποία ενδέχεται να αντιτίθεται ή να εμποδίζει τη δράση της ΕΕ βασίζεται στην εν λόγω απόφαση, τα δε λοιπά κράτη - μέλη σέβονται τη θέση του. Μόνο εάν τα μέλη του Συμβουλίου που συνόδευσαν την αποχή τους με την πιο πάνω δήλωση αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 1/3 των κρατών - μελών και ο πληθυσμός τους συγκεντρώνει τουλάχιστον το 1/3 του πληθυσμού της ΕΕ, η απόφαση δεν εκδίδεται.
Μπορεί κανείς πολύ εύκολα να αντιληφθεί πόσο αρνητική και επιζήμια για τα συμφέροντα της χώρας μας μπορεί να είναι η λογική της «εποικοδομητικής αποχής» που προβλέπει η Συνθήκη, στην περίπτωση π.χ. που στα πλαίσια της ΚΕΠΠΑ, το Συμβούλιο λάβει μια απόφαση σχετικά με την Τουρκία, η οποία θα είναι τελείως αντίθετη με τα συμφέροντα της Ελλάδας. Η χώρα μας θα κληθεί να απέχει, όμως θα υποχρεωθεί να αποδεχτεί την απόφαση και μάλιστα να απέχει από κάθε ενέργεια που ενδέχεται να αντιτίθεται ή να εμποδίζει τη δράση της ΕΕ που θα βασίζεται στην πιο πάνω απόφαση.
Ρόλος των Εθνικών Κοινοβουλίων
Στη Συνθήκη προβλέπεται ότι τα όργανα της ΕΕ μπορούν να ελέγχουν τα Εθνικά Κοινοβούλια.
Οσον αφορά το ρόλο των Εθνικών Κοινοβουλίων σε σχέση με τις αποφάσεις και πράξεις των οργάνων της ΕΕ, αυτός περιορίζεται, από σχετικό Πρωτόκολλο (υπ. αριθ. 1) που είναι προσαρτημένο στη Συνθήκη, σε απλή, εκ των υστέρων μάλιστα, ενημέρωση. Ειδικότερα, τα έγγραφα διαβουλεύσεων της Επιτροπής (πράσινες βίβλοι, λευκές βίβλοι και ανακοινώσεις), τα σχέδια ευρωπαϊκών νομοθετικών πράξεων, οι ημερήσιες διατάξεις και τα αποτελέσματα των συνόδων του Συμβουλίου, διαβιβάζονται απ' ευθείας στα Εθνικά Κοινοβούλια. Τα τελευταία όμως δεν έχουν την παραμικρή δυνατότητα παρέμβασης ως προς το περιεχόμενο των πιο πάνω κειμένων.
Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, γίνονται συζητήσεις για τα πιο πάνω κείμενα στην αρμόδια Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων ή στις αρμόδιες Διαρκείς Κοινοβουλευτικές Επιτροπές, όπως και γενικές συζητήσεις γύρω από τα ζητήματα της ΕΕ, ακόμα και σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών, οι οποίες όμως έχουν καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα. Η Βουλή δεν μπορεί, ούτε στο ελάχιστο, να δεσμεύσει την κυβέρνηση και τους υπουργούς της για τις θέσεις που θα εκφράσουν στις Συνόδους των οργάνων της ΕΕ όπου συμμετέχουν.
Κάθε Εθνικό Κοινοβούλιο μπορεί, μέσα σε προθεσμία 6 εβδομάδων από την ημερομηνία διαβίβασης ενός σχεδίου ευρωπαϊκής νομοθετικής πράξης, να απευθύνει προς τα όργανα της ΕΕ αιτιολογημένη γνώμη, όπου να εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους εκτιμά ότι το εν λόγω σχέδιο δε συνάδει με την αρχή της επικουρικότητας, (άρθρ. 6 Πρωτοκόλλου)
Τα όργανα της ΕΕ, απλώς λαμβάνουν υπόψη τους τις αιτιολογημένες γνώμες που εκδίδουν τα Εθνικά Κοινοβούλια, χωρίς να δεσμεύονται στο ελάχιστο να τις υιοθετήσουν και να πράξουν οτιδήποτε σύμφωνα με τις γνώμες αυτές, (άρθρ. 7 εδ. α΄ Πρωτοκόλλου).
Ακόμα και στην περίπτωση που οι πιο πάνω αιτιολογημένες γνώμες, ότι ένα σχέδιο ευρωπαϊκής νομοθετικής πράξης δε συνάδει με την αρχή της επικουρικότητας, αντιπροσωπεύουν το 1/3 του συνόλου των ψήφων που έχουν τα Εθνικά Κοινοβούλια (κάθε Εθνικό Κοινοβούλιο έχει 2 ψήφους), ή το 1/4 των ψήφων για σχέδιο ευρωπαϊκής νομοθετικής πρότασης που αφορά τη δικαστική και την αστυνομική συνεργασία, στα πλαίσια του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το σχέδιο επανεξετάζεται από το όργανο της ΕΕ που το εξέδωσε. Μετά την επανεξέταση, το αρμόδιο όργανο της ΕΕ μπορεί, χωρίς δεσμεύσεις, να αποφασίσει να διατηρήσει, να τροποποιήσει ή να αποσύρει το σχέδιο, (άρθρ. 7 εδ. γ΄ Πρωτοκόλλου).
Βέβαια προβλέπεται δυνατότητα προσφυγής από κράτος - μέλος, ή από Εθνικό Κοινοβούλιο στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ), προκειμένου αυτό να αποφανθεί για αιτίαση παραβίασης από ευρωπαϊκή νομοθετική πράξη της αρχής της επικουρικότητας (άρθρ. 8 Πρωτοκόλλου).
Ομως ποιο κράτος μέλος ή Εθνικό Κοινοβούλιο θα προσφύγει σ' αυτή τη δικαστική διαδικασία και με ποια προσδοκία να έχει αυτή θετική κατάληξη για το προσφεύγον μέρος, όταν ήδη το όργανο της ΕΕ που εξέδωσε το συγκεκριμένο σχέδιο έχει απορρίψει τις σχετικές αιτιάσεις, στα πλαίσια της εξυπηρέτησης, κατά την εκτίμησή του, των συμφερόντων της ΕΕ;
Η ιδιότητα του μέλους της ΕΕ
Κριτήρια για να γίνει μια χώρα μέλος της ΕΕ είναι:
Να είναι ευρωπαϊκή χώρα, (βεβαίως είναι ένα θέμα τι σημαίνει ευρωπαϊκή χώρα, το οποίο δε διευκρινίζεται στη Συνθήκη), και να σέβεται τις αξίες της ΕΕ.
Ως προς το περιεχόμενο που δίνει η ΕΕ στις αξίες, γίνεται κατανοητό ότι αυτές είναι οι αξίες των μονοπωλίων του κέρδους, της εκμετάλλευσης. Οπως έχει δείξει η μέχρι τώρα πρακτική της, και για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ευρωενωσιακού κεφαλαίου, η ΕΕ και τα κράτη - μέλη δε διστάζουν να κάνουν πολέμους, να καταστέλλουν λαϊκά κινήματα να φυλακίζουν πρωτοπόρους αγωνιστές να ποινικοποιούν τη συνδικαλιστική και την πολιτική δράση. Επομένως, φραστικές αναφορές στην ελευθερία, την ειρήνη, την ισότητα, τη δημοκρατία, κλπ. αποτελούν στάχτη στα μάτια, ενώ τέτοιες π.χ. αξίες δεν πάρθηκαν υπόψη, έστω και τυπικά, για την εισδοχή στην ΕΕ των βαλτικών χωρών. Χωρών, δηλαδή, όπου μεγάλα τμήματα του πληθυσμού τους, ρωσικής καταγωγής, στερούνται των στοιχειωδών πολιτικών τους δικαιωμάτων, απαγορεύεται η δράση κομμουνιστικών κομμάτων (και μάλιστα σε κάποια απ' αυτές ο ηγέτης του ΚΚ βρίσκεται στη φυλακή), ξαναστήνονται μνημεία προς τιμήν του ναζισμού, θεωρείται ο χιτλερικός στρατός απελευθερωτικός και διώκονται ως προδότες όσοι αντιστάθηκαν στις χιτλερικές ορδές, μέσα από τις γραμμές του σοβιετικού στρατού.
Τομείς όπου η ΕΕ αναλαμβάνει υποστηρικτικές, συντονιστικές ή συμπληρωματικές δράσεις
Πρόκειται κύρια για τους λεγόμενους κοινωνικούς τομείς, στους οποίους, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, η ΕΕ δεν προτίθεται να αναλάβει μεγάλες και συγκεκριμένες δεσμεύσεις έναντι των κρατών - μελών και των λαών τους. Απλώς επιθυμεί να παρεμβαίνει, κύρια στην κατεύθυνση της εξυπηρέτησης των υπόλοιπων πολιτικών της, προς όφελος των συμφερόντων της πλουτοκρατίας.
Για την Υγεία
Εδώ αξίζει αναφοράς η ρύθμιση της Συνθήκης (άρθρ. ΙΙΙ - 278), που προβλέπει ότι η ΕΕ συμπληρώνει τη δράση των κρατών - μελών για τη μείωση της βλάβης που προκαλούν στην υγεία τα ναρκωτικά.
Από εδώ προκύπτει η φιλοσοφία που διαπερνά ολόκληρη την ΕΕ, σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα και που δεν είναι άλλη από τη διάκριση των ναρκωτικών σε μαλακά και σκληρά, την αποποινικοποίηση της χρήσης των ναρκωτικών ουσιών και τη χορήγηση υποκατάστατων στα εξαρτημένα από ουσίες άτομα.
Για τον Πολιτισμό
Η ΕΕ προωθώντας τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου και στον τομέα του Πολιτισμού, που τον αντιμετωπίζει ως εμπόρευμα, προβάλλει την κοινή (την ευρωπαϊκή) πολιτιστική κληρονομιά, σεβόμενη ταυτόχρονα τάχα και την πολιτισμική πολυμορφία των κρατών - μελών (άρθρ. ΙΙΙ - 280). Αλλωστε, η βιομηχανία θεάματος - ακροάματος και όχι μόνο είναι αρκετά κερδοφόρα για το μεγάλο κεφάλαιο και δεν είναι τυχαίο ότι αναπτύσσεται οξύτατος διεθνής ενδομονοπωλιακός ανταγωνισμός στο συγκεκριμένο τομέα. Πολύ περισσότερο που η Τέχνη αποτελεί μορφή κοινωνικής συνείδησης και ενδιαφέρει την αστική τάξη ως ένας μοχλός διαμόρφωσης υποταγμένων λαϊκών συνειδήσεων στις αξίες της και τα συμφέροντά της.
Για τον Τουρισμό
Η ΕΕ συμπληρώνει τη δράση των κρατών - μελών στον τομέα αυτό, ιδίως με την προαγωγή της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων της ΕΕ, στοχεύοντας να ενθαρρύνει τη δημιουργία περιβάλλοντος ευνοϊκού για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων στον τομέα αυτό (άρθρ. ΙΙΙ - 281). Δηλαδή, πάνω απ' όλα τα κέρδη των μεγάλων ξενοδοχειακών επιχειρήσεων.
Για την Παιδεία
Εδώ η δράση της ΕΕ έχει στόχους (άρθρ. ΙΙΙ - 282), μεταξύ άλλων, να ευνοεί την κινητικότητα φοιτητών και εκπαιδευτικών, μεταξύ άλλων μέσω της ακαδημαϊκής αναγνώρισης διπλωμάτων και περιόδων σπουδών (εδώ μπαίνει το ζήτημα των ισοτιμιών των τίτλων), καθώς επίσης και να προωθεί τη συνεργασία μεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και να αναπτύσσει την ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειριών για τα κοινά προβλήματα των εκπαιδευτικών συστημάτων των κρατών - μελών (εδώ μπαίνει και το ζήτημα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των σχολείων πολλών ταχυτήτων).
Η ΕΕ εφαρμόζει πολιτική επαγγελματικής εκπαίδευσης με στόχους, μεταξύ άλλων, α) τη διευκόλυνση της προσαρμογής στις μεταλλαγές της βιομηχανίας (ευέλικτο και προσαρμόσιμο εργατικό δυναμικό), β) τη βελτίωση της αρχικής επαγγελματικής εκπαίδευσης και συνεχούς επιμόρφωσης, ώστε να διευκολύνεται η επαγγελματική ένταξη και επανένταξη στην αγορά εργασίας (διά βίου εκπαίδευση και απασχολησιμότητα) και γ) την τόνωση της συνεργασίας μεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων στον τομέα της κατάρτισης (σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας), (άρθρο ΙΙΙ - 283).
Πρόκειται για πολιτική πλήρους υποταγής της επαγγελματικής εκπαίδευσης στις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου, για την εξασφάλιση μισοειδικευμένου, φτηνού και ευέλικτου εργατικού δυναμικού.
Για τον Αθλητισμό
Η ΕΕ μόλις τα τελευταία χρόνια συμπεριέλαβε τον Αθλητισμό στις δράσεις της και τον συμπεριλαμβάνει και στη Συνθήκη (άρθρ. ΙΙΙ - 282). Στα πλαίσια της ανάπτυξης της βιομηχανίας του αθλητικού θεάματος και κύρια της εκμετάλλευσης των τηλεοπτικών δικαιωμάτων από τους αθλητικούς αγώνες, η ΕΕ ενδιαφέρεται για την προώθηση σε ευρωενωσιακό επίπεδο του επαγγελματικού - επιχειρηματικού αθλητισμού. Γι' αυτό και στο σχετικό άρθρο της Συνθήκης γίνεται λόγος για συμβολή της ΕΕ στην προώθηση των ευρωπαϊκών επιδιώξεων του αθλητισμού και για δράση της που στοχεύει στην προαγωγή της ορθής διεξαγωγής και του ανοιχτού χαρακτήρα των αθλητικών αναμετρήσεων.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Αυτές αποτελούν το επιστέγασμα της Συνθήκης, προκειμένου να μπορεί να μπει σε ισχύ. Ας τις δούμε.
1) Στο μέρος αυτό προβλέπονται κυρίως η κατάργηση των προηγούμενων Συνθηκών, η διαδοχή και η νομική συνέχεια.
Α) Η θέση σε ισχύ της παρούσας Συνθήκης, θα επιφέρει την κατάργηση των ιδρυτικών συνθηκών της ΕΚ και της ΕΕ και των τροποποιήσεών τους (δηλαδή του συνολικού πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου), με εξαίρεση των Συνθηκών προσχώρησης των κρατών - μελών, που παραμένουν σε ισχύ (άρθρ. ΙΙΙ - 437).
Β) Η ΕΕ που ιδρύεται με την παρούσα Συνθήκη (κακώς και παραπλανητικά γίνεται λόγος για ίδρυση νέας ΕΕ), διαδέχεται την ΕΕ που ιδρύθηκε με τη συνθήκη του Μάαστριχτ και την ΕΚ, (άρθρ. ΙΙΙ - 438 παρ. 1).
Γ) Η νομική συνέχεια εξασφαλίζεται, (άρθρ. ΙΙΙ - 438 παρ. 2 - 5) μέσα από:
  • Τη συνέχεια των οργάνων που υπάρχουν κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας Συνθήκης και την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους (με την επιφύλαξη των μεταβατικών διατάξεων για τα θεσμικά και λοιπά όργανα).
  • Τη διατήρηση των έννομων αποτελεσμάτων των πράξεων παράγωγου δικαίου (οδηγιών, κανονισμών κλπ.) και των υπόλοιπων στοιχείων του κοινοτικού κεκτημένου (όπως οι συμφωνίες από τα κράτη - μέλη για τη λειτουργία της ΕΕ, οι Δηλώσεις που έγιναν στο πλαίσιο των διακυβερνητικών διασκέψεων κλπ.), μέχρι να καταργηθούν ή να τροποποιηθούν, καθώς και τη διατήρηση της νομολογίας των μέχρι σήμερα ΔΕΚ και Πρωτοδικείου (δηλαδή του οργάνου που με τη Συνθήκη αποκαλείται πλέον Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης) ως πηγή ερμηνείας του Δικαίου της ΕΕ και των αντίστοιχων διατάξεων της παρούσας Συνθήκης.
  • Τη συνέχιση των διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί, πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας Συνθήκης.
Πρόκειται για ρυθμίσεις που επιβεβαιώνουν μέσα από έναν άλλο δρόμο ότι αυτό που εξετάζουμε δεν είναι σύνταγμα, αλλά μια διεθνής Συνθήκη.
2) Η Συνθήκη επιφέρει μεταβολές στις διαδικασίες αναθεώρησής της, ως συνθήκης της ΕΕ.
α) Τροποποιεί ουσιωδώς τη συνήθη διαδικασία αναθεώρησης, (άρθρ. ΙV - 443).
  • Προβλέπεται δυνατότητα και του ΕΚ να υποβάλει σχέδιο αναθεώρησης.
  • Θεσμοποιείται ο ρόλος της Συνέλευσης ως πρώτου σταδίου της διαδικασίας αναθεώρησης, για να δοθεί επίφαση δημοκρατικότητας στην όλη διαδικασία, αφού τον τελευταίο και αποφασιστικό λόγο για το περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων έχει η Διακυβερνητική Διάσκεψη, προς την οποία η Συνέλευση απλώς απευθύνει συστάσεις.
  • Προβλέπεται ότι σε περίπτωση αντιμετώπισης δυσχερειών για την επικύρωση της αναθεωρητικής συνθήκης από ένα ή περισσότερα κράτη - μέλη, που δεν υπερβαίνουν το 1/5 του συνόλου των κρατών - μελών, το θέμα παραπέμπεται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, για υπέρβαση του αδιεξόδου. (Εδώ έχουμε εμπειρία από τη μη επικύρωση κάποιων συνθηκών από ορισμένα κράτη - μέλη, π.χ. της Δανίας ή της Ιρλανδίας, όπου ακολουθήθηκε η μέθοδος των πιέσεων και κάποιων ανταλλαγμάτων, ώσπου τελικά να επικυρωθούν οι συνθήκες).
β) Εισάγει απλουστευμένη διαδικασία αναθεώρησης της Συνθήκης ως προς τις διατάξεις της που περιέχονται στο Μέρος ΙΙΙ και αφορούν στις πολιτικές και τη λειτουργία της ΕΕ (άρθρ. ΙV - 444, 445).
Κύρια πλευρά της συγκεκριμένης απλουστευμένης διαδικασίας αναθεώρησης αποτελούν οι λεγόμενες «γέφυρες» περάσματος από την ομοφωνία στην ειδική πλειοψηφία για την έκδοση των αποφάσεων από το Συμβούλιο (άρθρ. ΙV - 444). Κάθε πρωτοβουλία που λαμβάνεται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας διαβιβάζεται στα εθνικά κοινοβούλια. Στο βαθμό που κάποιο αντιδράσει, η πρωτοβουλία δεν προχωρεί.
Η σ' αυτό το σημείο αναφερθείσα απλουστευμένη διαδικασία αναθεώρησης της Συνθήκης, μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα επικίνδυνη και επιζήμια για κράτη - μέλη όπως η χώρα μας, αφού μπορεί να εφαρμοστεί και για αποφάσεις που παίρνονται στα πλαίσια της ΚΕΠΠΑ.
Η κυβέρνηση κάθε κράτους - μέλους, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή η Επιτροπή, μπορεί να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σχέδια για ολική ή μερική αναθεώρηση των διατάξεων της Συνθήκης, σχετικά με τις εσωτερικές πολιτικές και δράσεις της ΕΕ.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει ομόφωνα και ύστερα από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή, ευρωπαϊκή απόφαση, η οποία τροποποιεί ολικά ή μερικά τις συγκεκριμένες διατάξεις της Συνθήκης. Η πιο πάνω απόφαση όμως για να ισχύσει, πρέπει να επικυρωθεί από τα κράτη - μέλη (άρθρ. ΙV - 445).
Εννοείται ότι οι τροποποιήσεις αυτές δεν μπορούν να αγγίξουν θεμελιώδεις αξίες της ΕΕ, όπως η άκρως ανταγωνιστική οικονομία της αγοράς και, τούτο αναφέρεται ρητά, ούτε μπορούν να προσθέσουν στην ΕΕ περισσότερες αρμοδιότητες απ' αυτές που της απονέμει η Συνθήκη.
Πρόκειται για τη διάλυση των όποιων αυταπατών σκορπίζουν ορισμένες δυνάμεις ότι τάχα η ΕΕ του κεφαλαίου, μπορεί να γίνει κοινωνική, προσθέτοντας στις αρμοδιότητές της και δράσεις και πολιτικές, για τις οποίες, μέχρι και αυτή τη Συνθήκη δεν επιθυμεί να αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις, αλλά τις αφήνει για τα κράτη - μέλη. Αναφέρομαι ασφαλώς στους τομείς που η Συνθήκη προβλέπει απλώς υποστηρικτικές, συντονιστικές ή συμπληρωματικές δράσεις (τομείς όπως η Υγεία, η Παιδεία, ο Πολιτισμός, ο Αθλητισμός).
3) Λοιπές διατάξεις
Ως προς το πεδίο εδαφικής εφαρμογής της Συνθήκης, αξίζει να αναφέρουμε ότι από αυτό εξαιρούνται οι δύο βρετανικές βάσεις στην Κύπρο (στο Ακρωτήρι και τη Δεκέλεια), όπου θα εξακολουθήσει να ισχύει το ειδικό καθεστώς που προβλέπεται στο πρωτόκολλο «για τις κυρίαρχες βάσεις της Βρετανίας στην Κύπρο», (βλ. άρθρ. ΙV - 440 παρ. 6 β).
Διατηρείται η διάταξη περί ισχύος των πρωτοκόλλων και παραρτημάτων της Συνθήκης ως πρωτογενούς Δικαίου (δηλ. αναπόσπαστου τμήματος της Συνθήκης) (άρθρ. ΙV - 442).
Ορίζεται ότι η Συνθήκη συνάπτεται για απεριόριστη διάρκεια (άρθρ. ΙV - 446) και επίσης ότι θα αρχίσει να ισχύει την 1.11.2006, εφόσον έχουν κατατεθεί όλα τα έγγραφα επικύρωσης (άρθρ. ΙV - 447).
Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει προσανατολισμός μέχρι τότε, όλα τα κράτη - μέλη να επικυρώσουν τη Συνθήκη.
Σε σχετική Δήλωση υπ. αριθ. 30 της Διακυβερνητικής που ακολουθεί το κείμενο της Συνθήκης, ορίζεται τι θα γίνει αν μετά παρέλευση 2 ετών από την υπογραφή της Συνθήκης (η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 29.10.2004), τα 4/5 των κρατών - μελών έχουν επικυρώσει τη Συνθήκη και ένα ή περισσότερα κράτη - μέλη αντιμετωπίζουν δυσχέρειες όσον αφορά στην επικύρωση αυτή (προσέξτε διατύπωση: «αντιμετωπίζουν δυσχέρειες»). Το θέμα θα υποβληθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, προφανώς για να πάρει μέτρα αντιμετώπισης των πιο πάνω δυσχερειών, όπως άλλωστε έπραξε και κατά το παρελθόν στις περιπτώσεις της Δανίας και της Ιρλανδίας.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Η ΕΕ καθιερώνεται ως νομικό πρόσωπο που «νομοθετεί και εκδίδει και νομικά δεσμευτικές πράξεις, ενώ τα κράτη - μέλη έχουν την εν λόγω δυνατότητα μόνο εάν εξουσιοδοτούνται προς τούτο από την Ενωση ή μόνο για να εφαρμόσουν τις πράξεις της Ενωσης». Επίσης, όπως φαίνεται από τη Συνθήκη «ο ευρωπαϊκός νόμος αποτελεί νομοθετική πράξη γενικής ισχύος, δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος - μέλος».
Επιπλέον, καταργείται το δικαίωμα «βέτο» και περιορίζονται οι αποφάσεις που απαιτούν ομοφωνία σε ακόμη περισσότερα θέματα. Τα πιο ισχυρά κράτη θα μπορούν ευκολότερα απ' ό,τι πριν, να εμποδίζουν αποφάσεις που αντιβαίνουν στα συμφέροντά τους και να επιβάλλουν τη θέλησή τους.
Από την κριτική παρουσίαση της Συνθήκης και της συνοπτικής ερμηνείας που παρουσιάσαμε γίνεται φανερό ότι ενισχύεται ο χαρακτήρας της ΕΕ ως ιμπεριαλιστικού κέντρου που συντονίζει τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας των κρατών - μελών τα οποία εκχωρούν κυριαρχικά δικαιώματα εκπροσώπησης χωρίς να χάνουν την κρατική οντότητά τους. Ενισχύεται πιο πολύ η ανισότητα και ανισοτιμία υπέρ των πιο ισχυρών χωρών (σκληρός πυρήνας), ωστόσο κερδισμένη σε εξουσία, προνόμια και κέρδη είναι η αστική τάξη κάθε κράτους - μέλους, ακόμη και αν προέρχεται από κράτος σε υποδεέστερη θέση εντός της Ενωσης σε σχέση με τα ισχυρά ηγετικά κράτη, και το μερίδιό της είναι μικρότερο από την πίτα μοιρασιάς.
Επομένως, η νέα Συνθήκη είναι συνθήκη υπέρ του μεγάλου ευρωενωσιακού κεφαλαίου, όπως και όλες οι μέχρι τώρα συνθήκες της ΕΕ και προηγούμενα της ΕΟΚ. Δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, γιατί η ίδια η ΕΕ είναι η Ενωση του κεφαλαίου. Οι λαοί δεν μπορούν να περιμένουν τίποτε το θετικό από τη συμμετοχή και την υποταγή σ' αυτή την Ενωση. Η μόνη λύση είναι σήμερα η απειθαρχία, η ανυπακοή και η πάλη για την αποδέσμευση από αυτήν και για τη διάλυσή της. Που συνδέεται με την κοινωνικοπολιτική πάλη για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου σε κάθε κράτος - μέλος, για να αρχίσει να «ξυλώνεται» αυτή η καπιταλιστική Ενωση σε συνδυασμό, βεβαίως, με τον κοινό αγώνα των λαών της Ενωσης. Μόνο έτσι μπορεί ν' ανοίξει ο δρόμος για μια άλλη Ευρώπη. Την Ευρώπη των λαών, της ειρήνης, της ισότιμης συνεργασίας, του σοσιαλισμού.
Η επικύρωση της Συνθήκης από την Ελληνική Βουλή δε σημαίνει νομιμοποίησή της στη συνείδηση του λαού, ούτε μπορεί να σταματήσει την πάλη ενάντια στην εφαρμογή της και στην ΕΕ συνολικότερα.
Συνολικά, το περιεχόμενο του «ευρωσυντάγματος» είναι σε πλήρη αρμονία με τις τρέχουσες πολιτικές της ΕΕ, την άκρατη φιλελευθεροποίηση και στήριξη του καπιταλιστικού κέρδους, το χτύπημα όλων των κατακτήσεων των εργαζομένων, τη στρατιωτικοποίηση, την ανάπτυξη της καταστολής με τον ευρωστρατό, την ευρωαστυνομία, τους τρομονόμους. Με ένα τέτοιο περιεχόμενο, είναι πρακτικά αδύνατο για όσους δεν είναι ειδικοί στην εξαπάτηση να ισχυριστούν ότι το «Σύνταγμα» είναι ένα βήμα προς τη δημοκρατία και την πρόοδο. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας ακόμα κρίκος στην αλυσίδα του Μάαστριχτ, του Αμστερνταμ και της Νίκαιας που δένει τους λαούς.
Οι λαοί δε χρειάζονται «ευρωσύνταγμα» ούτε καν Ευρωπαϊκή Ενωση.
Γι' αυτό, το ΚΚΕ λέει «όχι» στο «ευρωσύνταγμα» και σε κάθε παραλλαγή του. Προοδευτικό «ευρωσύνταγμα» στην ΕΕ του κεφαλαίου και του πολέμου δεν μπορεί να υπάρξει.
Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να εξανθρωπιστεί, μόνο να ανατραπεί. Οι αγώνες θα δυναμώσουν, αυτό φοβούνται οι ιμπεριαλιστές και αυξάνουν τα κατασταλτικά και στρατιωτικά μέτρα. Αλλά η ιστορία, όσο και αν έχει πισωγυρίσματα και ζικ - ζακ στην κοινωνική εξέλιξη, νομοτελειακά περνά σε ανώτερη βαθμίδα. Ετσι και ο καπιταλισμός είναι ιστορικά ξεπερασμένος και άρα υπερώριμος, για να αντικατασταθεί από το σοσιαλισμό για την κομμουνιστική κοινωνία. Και σίγουρα θα 'ρθει η ώρα που ο νεκροθάφτης του θα τον στείλει στον τάφο της ιστορίας, κάνοντας τη δική του έφοδο για το δικό του ουρανό.

TOP READ