Γράφει ο Θανάσης Αλεξίου //
Αφού όσοι/όσες συντάχτηκαν με την κυβερνώσα Αριστερά πόνταραν στο «πολιτικό κεφάλαιο» Τσίπρα που φέρνοντας  το τρίτο Μνημόνιο μεταμορφώθηκε σε «εθνικό» ηγέτη, όπως το ζητούσαν εξάλλου πολλοί στο ΣΥΡΙΖΑ (Μπαλτάς κ.ά.) αλλά και μερίδες της αστικής τάξης, τώρα που «δεν τους βγήκε» ποντάρουν σε άλλο πρόσωπο, σε νέο αρχηγό που τα «λέει» αντιμνημονιακά. Εδώ η πολιτική παρουσιάζεται ως εναλλαγή προσώπων και «μίξη»  πολιτικών διαχείρισης (μνημονιακός/αντιμνημονιακός, ευρώ/δραχμή κ.λπ.). Γιατί όμως να πιστέψουμε στα πρόσωπα; Μήπως και τα σημερινά δεν ήταν μέχρι χθες άφθαρτα; Γιατί δηλαδή  να δούμε την κοινωνία ως άθροισμα ατόμων (μεθοδολογικός ατομισμός, νεοκλασσική θεωρία, θεωρία της «ορθολογικής επιλογής» κ.λπ.) και όχι ως δομή κοινωνικών σχέσεων (που είναι)   με τα άτομα να φέρουν λειτουργίες και ρόλους της δομής; Εξάλλου δεν ήταν ο σημερινός πρωθυπουργός που ως πρόσωπο υποσχόταν, «διαρρηγνύοντας  μάλιστα τα ιμάτιά του», ότι θα ακύρωνε εν μία νυκτί και με ένα νόμο, επευφημούμενος μάλιστα από όλο το φάσμα της αντιμνημονιακής Αριστεράς, το μνημόνιο, για να περάσει ο ίδιος σήμερα (ως μέρος ενός συστήματος σχέσεων) μεταμεσονύκτια το πιο ταξικό μνημόνιο με ένα νόμο και σε ένα άρθρο; Αλήθεια πού ήταν τότε αυτή η Αριστερά αλλά και τα πρόσωπα, που σήμερα «βγαίνουν στα κεραμίδια», για να μας προφυλάξουν από τις αυταπάτες;
Αυτά λοιπόν τα «επιφανή» πρόσωπα της αντιμνημονιακής Αριστεράς, αφού συμβάλανε, τουλάχιστον από το 2012, στην εξαπάτηση του εκλογικού σώματος και αφού «φτάσαν στην πηγή και αρκετοί από αυτούς ήπιαν και νερό» (ως υπουργοί, γραμματείς, πρόεδροι οργανισμών, μέλη επιτροπών  κ.ά., του ΣΥΡΙΖΑ και της Βουλής), απευθύνονται τώρα στην κοινωνία (ως ταγοί) για να διαχειριστούν τη θολούρα του δημοψηφίσματος. Για να φτιάξουν, δηλαδή, από το «συγκυριακό», το συμπτωματικό, «το γαμώτο», κ.ο.κ., λαϊκό κίνημα. Πότε όμως  πρόλαβαν να αναστοχαστούν, πότε πρόλαβαν να κάνουν την αυτοκριτική τους και πότε πρόλαβαν να βγάλουν τα αναγκαία διδάγματα για να πειστούμε, ας μου επιτραπεί η έκφραση, ότι δεν μας δεν μας δουλεύουν, αφού μέχρι τα μέσα Ιουλίου αλλά και σήμερα υποστηρίζουν, παρόλο που καταψήφισαν το μνημόνιο, την κυβέρνηση της Αριστεράς; Και στις δύο περιπτώσεις ο ταξικός-λαϊκός παράγοντας  μπαίνει στην άκρη, πόσο μάλλον όταν ο διάχυτος βουλησιαρχισμός που εδώ υπάρχει, καθώς αποκόβει το πολιτικό στοιχείο από το οικονομικό-ταξικό του περιεχόμενο, καλλιεργεί νέες αυταπάτες, ενδεχομένως, -αν λάβουμε υπόψη τη σημερινή συγκυρία-, πιο επικίνδυνες για το λαό και την χώρα. Ούτε επιτρέπεται να μας διαφεύγει επίσης ότι η φαινομενική αναβάθμιση του λαού (στον οποίο αποτείνονται) σημαίνει στην πραγματικότητα τη βαθιά  απαξίωσή του (όπως περίπου στον Μοντερνισμό του  Σεφέρη), καθώς διαιωνίζονται οι αποστάσεις ανάμεσα στο λαό και τα «επιφανή» πρόσωπα (μεσαία στρώματα: διανοούμενοι, καλλιτέχνες κ.λπ.) που μονοπωλούν την εκπροσώπηση και κατά αυτόν τον τρόπο αναπαράγονται άνισες θέσεις και ασύμμετρες σχέσεις.
Αν όμως τα πράγματα ήταν τόσο απλά, αν δηλαδή ήταν μόνο ζήτημα προσώπων ή ακόμη και πολιτικών, αν  δεν υπήρχε ταξικό βάθος, δηλαδή καπιταλισμός  (παρεμπιπτόντως αυτός  δεν ονοματίζεται ούτε από τους μνημονιακούς,  ούτε από τους αντιμημονιακούς), οι ταξικές αντιθέσεις θα αίρονταν με την κατάληψη της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το γεγονός όμως  ότι αυτές συνεχίζουν να υπάρχουν και να εμφανίζονται πιο οξυμένες μας υποχρεώνει να σκεφτούμε το πρόβλημα, όχι με όρους προσώπων, αλλά με όρους  κοινωνικών σχέσεων, με όρους βάσης και υπερδομών ώστε να θέσουμε το πρόβλημα στη σωστή του διάταξη. Να εκτιμήσουμε δηλαδή ορθά τις πεπερασμένες δυνατότητες του πολιτικού στοιχείου (εποικοδόμημα), χωρίς να αποκλείονται υπό όρους (ιστορικά προσδιορισμένους) οι αναδράσεις,  πόσο μάλλον όταν στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ έλειπε εξαρχής μια συμπαγής κοινωνική βάση με σαφή προγραμματικό λόγο. Ποιος θα έθετε λοιπόν  το ζήτημα στη σφαίρα παραγωγής ή, ακόμη και στη σφαίρα κυκλοφορίας και διανομής για να εφαρμοστούν κεϋνσιανές πολιτικές;
Ουσιαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως και  η Αριστερά της «ήττας», της αισθητικής, του πολιτισμού κ.λ.π., κοντολογίς η πολιτισμική Αριστερά (ΚΚΕ εσωτερικού, Συνασπισμός, ανανεωτική Αριστερά, Αριστερά της ρήξης κ.λπ.), αναδείχτηκαν ιστορικά ως διαταξικά μορφώματα αποφεύγοντας παντοιοτρόπως την εννοιολόγηση του κοινωνικού ζητήματος με ταξικούς όρους. Προσδοκώντας στη διευθέτηση ζητημάτων στη σφαίρα αναπαραγωγής βρέθηκαν να αγωνίζονται πρωτίστως για την προάσπιση τρόπων ζωής και κατανάλωσης (όπως τα νέα κοινωνικά κινήματα), πράγμα που έφερνε την Αριστερά, αφού δεν υπήρχε πλέον ταξικό διακύβευμα, όλο και πιο κοντά στη «συνεργασία των τάξεων». Ως γνωστόν αυτή αποτυπώθηκε ιστορικά στη «συναίνεση» εργατικής τάξης και κεφαλαίου (φορντισμός/κεϋνσιανισμός). Ουσιαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η ιστορική Σοσιαλδημοκρατία, φετιχοποιώντας το πολιτικό στοιχείο και παίρνοντας τοις μετρητοίς τις επαγγελίες της αστικής κοινωνίας για ισότητα, ενσωματώθηκαν (ρεφορμισμός). Ούτε η πλατιά εργατική βάση, τουλάχιστον της Σοσιαλδημοκρατίας, απέτρεψε αυτή την εξέλιξη. Συνεπώς «το να παίζουμε τους πολίτες», μας αφορά εν μέρει και μόνο όσον αφορά τη θεσμική μας θέση. Παρόλα αυτά, η ταυτότητα του πολίτη και ο χώρος που ενεργοποιείται, δηλαδή η αστική κοινωνία, δεν λέει και πολλά, -εκτός από προνομιακός χώρο ακτιβισμού μεσαίων στρωμάτων-, επειδή την ίδια στιγμή η καπιταλιστική συνθήκη που μας προσδιορίζει κοινωνικό-ταξικά (ως αστούς, ως εργάτες, ως μισθωτούς κ.λπ.) υποσκάπτει εν τέλει την διακηρυχθείσα ισότητα της αστικής κοινωνίας. Με αυτή την έννοια η περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ διδακτική, καθώς πάνω της προσμετρούνται τόσο τα όρια του πολιτικού στοιχείου (κινηματικού/ακτιβιστικού, αυθόρμητου κ.λπ.), όσο και ο συγκεχυμένος (ιδεολογικός) λόγος κοινωνικών στρωμάτων που (έστω και να ήθελαν) αδυνατούν εξαιτίας της αμφίσημης ταξικής τους θέση.