Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //
Μικρή περιήγηση στην υπόθεση του βιβλίου του Θίοντορ Ντράιζερ «Ο χρηματιστής»
Αναφερόμενοι στη Βόρεια Αμερική και δη τις ΗΠΑ η σκέψη των προοδευτικών ανθρώπων πηγαίνει συνήθως σε αρνητικούς συνειρμούς, όπως βαρβαρότητα, πολιτισμικά υποπροϊόντα, ράμπο με στολή στρατιωτική σε διάφορα μέρη του κόσμου σφάζοντας αθώους ανθρώπους κλπ. και βέβαια το γνωστό σύνθημα «Αμερικάνοι, φονιάδες των λαών». Όμως, υπάρχουν πολλά αξιόλογα στον τομέα της τέχνης στη χώρα αυτή, αλλά δεν είναι αυτά που προβάλλονται στα μεγάλα εμπορικά διαφημιστικά κυκλώματα. Η χώρα των κατ’ εξοχήν καπιταλιστικών σχέσεων λογικό είναι να έχει μια λογοτεχνία που να αντικατοπτρίζει τις σχέσεις αυτές καλύτερα μια και τα από κοντά βιωμένα αποτελούν την ύλη του συγγραφέα. Το αμερικάνικο όνειρο του να κάνεις λεφτά, η χώρα των “απεριόριστων δυνατοτήτων” έχει προσελκύσει από την ίδρυσή της μετανάστες και τυχοδιώκτες απ’ όλο τον κόσμο. Μέσα στο πλήθος των πολιτιστικών «προϊόντων» του ανθρώπινου υποβιβασμού και της ευτέλειας υπάρχουν και τα λογοτεχνικά δείγματα που λάμπουν από αλήθεια και ανθρωπιά αναδεικνύοντας  μια ανεβασμένη κοινωνική συνειδητοποίηση της απανθρωπιάς και της κατάντιας της λύσσας του κέρδους.
Η μια πλευρά ενός ονείρου
Στο βιβλίο του Θίοντορ Ντράιζερ (Theodore Dreiser, 1871-1945) «Ο Χρηματιστής» (εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1994, μετάφραση του Κώστα Αλάτση) εκφράζεται η μια πλευρά του «ονείρου», η πλευρά που είναι για λίγους όνειρο, ενώ για τους πολλούς είναι εφιάλτης. Εκδόθηκε το 1912 και βοήθησε τον Ντράιζερ να αφήσει τη δημοσιογραφία και να αφοσιωθεί πια στη λογοτεχνία. Το μυθιστόρημα βασίζεται στη ζωή του Τσαρλς Τ. Γερκς, το λεγόμενο «βασιλιά των αστικών συγκοινωνιών», στη γρήγορη άνοδό του, στην κατοπινή εγκατάλειψή του από τους κύριους εκπροσώπους του κατεστημένου στην πόλη του και στη θριαμβευτική επιστροφή του στην οικονομική και κοινωνική ζωή του Σικάγου. Στον «Χρηματιστή» ο συγγραφέας κάνει μια κοινωνική ανατομία, αλλά και  ψυχογραφία της νοοτροπίας του γρήγορου κέρδους με κάθε τρόπο, ακόμα και τον πιο αθέμιτο. Ο πρωταγωνιστής πετυχαίνει και ο συγγραφέας μας δείχνει πώς η «success story» του μόνο με αθέμιτους τρόπους μπορούσε να γίνει. Όμως, νεαρός πρωταγωνιστής με τους τρόπους του προκαλούσε τα ήθη των κυρίαρχων κύκλων της εποχής του και καταλήγει στη φυλακή για να επιβληθεί, βεβαίως, στο τέλος οριστικά. Στο πρώτο κεφάλαιο γνωρίζουμε τους γονείς του Φρανκ  Άλτζερνον Κάουπεργουντ, όπως λέγεται ο πρωταγωνιστής του βιβλίου. Ο πατέρας του από τραπεζοϋπάλληλος προάχθηκε σε θέση ταμία με πολύ καλό μισθό, η μητέρα του ήταν θρησκευόμενη και ο ίδιος από τα δέκα του χρόνια έδειχνε τάσεις «γεννημένου» αρχηγού που ήθελε να ξέρει τα πάντα σχετικά με την οικονομία και την πολιτική από τα δέκα με δεκαπέντε του χρόνια και με μεγάλο ενδιαφέρον μάλιστα για τα χρηματιστήρια: «Ήταν χρηματιστής από ένστικτο κι όλες τις γνώσεις που σχετίζονται με τη μεγάλη τέχνη του χειρισμού κεφαλαίων τις είχε στο αίμα του, όπως έχει ένας ποιητής τις συγκινήσεις και τα λεπτά συναισθήματα της ζωής. Αυτό το μέσο ανταλλαγής, ο χρυσός, τον ενδιέφερε πάρα πολύ» (σελ. 15). Ύστερα, σε μια πορεία ο αναγνώστης παρακολουθεί πώς αποκτάει ο μικρός Κάουπεργουντ την αλαζονεία της επιβολής, την αυτοπεποίθηση του πετυχημένου και πώς αυτό εκφράζεται στις σχέσεις του με τους άλλους συμπεριλαμβανομένων των γυναικών. Είναι πια ο άνθρωπος που μπορεί και αγοράζει και που όλες οι σχέσεις του στη ζωή εκφράζονται ουσιαστικά σε χρήμα, όλα μετριούνται σε δολάρια.
Μια δύναμη που ταυτίζεται με τη δύναμη του χρήματος
«Και πάλι ήταν τόσο ολοφάνερο, με τόσο πολλούς τρόπους φανερό, πως η λύση ήταν η δύναμη, η μεγάλη πνευματική και φυσική δύναμη. Να, αυτοί οι γίγαντες του εμπορίου και του χρήματος μπορούσαν να κάνουν ό, τι ήθελαν στη ζωή – και έκαναν. Είχε ήδη άφθονες αποδείξεις γι αυτό στο περιβάλλον του. Και, το χειρότερο, οι μικροί φρουροί του λεγόμενου νόμου και της ηθικής – οι εφημερίδες, οι ιεροκήρυκες, η αστυνομία κι οι δημόσιοι ηθικολόγοι γενικά – που καταγγέλλουν τόσο φωναχτά το κακό στους ταπεινούς χώρους, δείλιαζαν όλοι τους προκειμένου για τη διαφθορά στα υψηλότερα στρώματα. Δεν τολμούσαν να βγάλουν άχνα μέχρι τη στιγμή που κάποιος γίγαντας τύχαινε να πέσει, οπότε και ξεφώνιζαν χωρίς πια να κινδυνεύουν. Τότε, ω Θεέ μου, τι παρλαπίπες! Τι τυμπανοκρουσίες! Τι μπουρμπουλήθρες φαρισαϊκής ηθικολογίας – τα γνωστά τετριμμένα» (σελ. 171/172).
Μαθαίνουμε από την πορεία της ανόδου ενός μεγιστάνα προς τον πλήρη απανθρωπισμό του και μάλιστα μαθαίνουμε μέσω από την ευαισθητοποιημένη, φιλοσοφικά και ψυχογραφικά ανατομική παρουσίασή της ολόκληρη την ψυχολογία – ή μάλλον ψυχοπάθεια- αλλά και την οικονομική βάση μιας κοινωνίας που δεν μπορεί παρά να γεννάει τέτοια ανθρωπόμορφα τέρατα αμβλύνοντας σαν απαραίτητο αντίβαρο τις αντιστάσεις της κοινωνίας ενάντια στην αισχρή εκμετάλλευση και στην αδίστακτη ηδονή του κέρδους. Το βιβλίο του Ντράιζερ κλείνει με ένα κεφάλαιο-επίλογο, «Το μαγικό κρύσταλλο»: «Οι τρεις μάγισσες που χαιρέτησαν τον Μάκβεθ στην ξεραμένη ρεικιά θα μπορούσαν με τη σειρά να είχαν φωνάξει στον Κάουπεργουντ: «Χαίρε, Φρανκ Κάουπεργουντ, αφέντη ενός μεγάλου τροχιοδρομικού δικτύου! Χαίρε, Φρανκ Κάουπεργουντ, χτίστη ενός ατίμητου πύργου! Χαίρε, Φρανκ Κάουπεργουντ, πάτρωνα των τεχνών και κάτοχε αμύθητου πλούτου! Θα ‘σαι ξακουστός από τώρα και πέρα». Αλλά, όπως κι οι Τρεις Μοίρες, θα ψεύδονταν, γιατί, μέσα στη δόξα υπήρχαν κι οι στάχτες του καρπού της Νεκρής Θάλασσας – μια συμφωνία που δεν μπορούσε ούτε να φλογιστεί από επιθυμία ούτε να ικανοποιηθεί με τη χλιδή. Μια καρδιά που από πολύ καιρό είχε κουραστεί από τις εμπειρίες. Μια ψυχή που ήταν τόσο στερημένη από ψευδαισθήσεις όσο κι η σελήνη από αέρα. […] Χαίρε, Φρανκ Κάουπεργουντ, αφέντη και μη αφέντη, πρίγκιπα ενός κόσμου ονείρων που πραγματικότητά του είναι το χάσιμο των ψευδαισθήσεων!»  (σελ. 627/628).