Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ-ΛΕΝΙΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΥ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Ο αναρχισμός σαν ιδεολογικό ρεύμα αναπτύχθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα. Το αυθόρμητο που κυριαρχεί στο νεαρό εργατικό κίνημα, η έλλειψη πολιτικής πείρας συναντιέται με τις ουτοπικές θεωρίες των Μαξ Στίρνερ, Προυντόν κλπ. Ο Μαρξ έλεγε «ότι πίσω από κάθε φράση των αναρχικών χαμογελά ο μικροϊδιοκτήτης, που διαμαρτύρεται, γιατί ο καπιταλισμός αλώνει την ιδιοκτησία του». Στην εμφάνισή του ο αναρχισμός εκφράζει τη διαμαρτυρία στρωμάτων που αποτελούν ουσιαστικά κατάλοιπα της φεουδαρχίας στον καπιταλισμό και όχι το καινούργιο που φέρνει η εργατική τάξη. Γι’ αυτό το λόγο και ο αναρχισμός είχε κυρίως επιρροή σε αγρότες, μεσαία στρώματα της πόλης και καθυστερημένα τμήματα της εργατικής τάξης. Ο αναρχισμός είχε επιρροή σε χώρες και περιοχές όπως η Ιταλία, Ισπανία, Βαλκάνια, Λατινική Αμερική, όπου αυτά τα στρώματα αποτελούσαν ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού.
Από την απομάκρυνση του Μπακούνιν και των οπαδών του από την Α΄ Διεθνή μέχρι σήμερα ο αναρχισμός και οι αναρχικοί έχουν καταγράψει μια πορεία αντιπαράθεσης με το μαρξισμό-λενινισμό και το εργατικό κίνημα. Σήμερα, σε συνθήκες που διαμορφώνονται όροι για ριζοσπαστικοποίηση τμημάτων του λαού και της νεολαίας σαν αποτέλεσμα της όξυνσης των κοινωνικών προβλημάτων από τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, η προσπάθεια κύκλων και μηχανισμών της άρχουσας τάξης για ενίσχυση και ανασυγκρότηση ενός «αναρχικού αυτόνομου αντιεξουσιαστικού» ρεύματος είναι εμφανής. Στόχος διπλός. Από τη μια η προσπάθεια να διαμορφώσουν ένα ακόμα ανώδυνο «κανάλι» διοχέτευσης της δυσαρέσκειας και της διαμαρτυρίας, από την άλλη να ενισχύσουν μηχανισμούς που θα οδηγούν το κίνημα να δίνει την αντιπαράθεση με τους όρους και στο έδαφος που θέλει το σύστημα.
Η ενίσχυση βέβαια αυτού του ρεύματος δεν είναι δυνατό να προκύψει μόνο ως επιλογή κέντρων και μηχανισμών χωρίς να υπάρχει και συγκεκριμένη κοινωνική βάση ευάλωτη σε αυτή την κατεύθυνση. Στο βαθμό που δεν υπερισχύσει στο κίνημα η αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή γραμμή πάλης, μπορεί μέρος της αγανάκτησης και αμφισβήτησης της κυρίαρχης πολιτικής, ιδιαίτερα από τη νεολαία, να στραφεί και σε τέτοιου είδους κατευθύνσεις. Αλλωστε υπάρχουν και μια σειρά ακόμα στοιχεία που την ευνοούν: Το ιδεολογικό περιβάλλον των τελευταίων χρόνων που χαρακτηρίζεται από τον έντονο αντικομμουνισμό και την αντισοσιαλιστική προπαγάνδα, η προώθηση ατομικών προτύπων, η γενική ενίσχυση του ατομισμού, η ενίσχυση «πλουραλιστικών προτύπων», η αποθέωση της θεωρίας της «ελευθερίας επιλογής», η ένταση της καταστολής, της κρατικής τρομοκρατίας κλπ.
Θα πρέπει να σημειώσουμε επίσης ότι ελευθεριακές, αναρχικές και αναρχοσυνδικαλιστικές αντιλήψεις δε συναντάμε μόνο σε αναρχικές ομάδες αλλά και σε άλλες δυνάμεις όπως το ΝΑΡ και ο χώρος των ΕΑΑΚ στην εκπαίδευση, ενώ ακόμα και η Νεολαία του ΣΥΝ με τις θέσεις της «χαϊδεύει αυτιά» των αναρχοαυτόνομων ομάδων. Κρίναμε σκόπιμο για μια πιο ολοκληρωμένη ενημέρωση των αναγνωστών να τελειώσουμε το άρθρο με ένα κεφάλαιο σύντομης περιγραφής του αναρχικού ρεύματος στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Μια πλήρης αναφορά στην εξέλιξη του ρεύματος αυτού από την μεταπολίτευση έως σήμερα ξεφεύγει από τα όρια του παρόντος άρθρου.
Στο άρθρο αυτό θα προσπαθήσουμε να κωδικοποιήσουμε τα βασικά ζητήματα αντιπαράθεσής μας με τις αναρχοαυτόνομες αντιλήψεις, αποδεικνύοντας παράλληλα ότι αυτές δεν είναι καινούργιες, αλλά αναμάσημα αντιλήψεων που επέδρασαν στο εργατικό κίνημα στις αρχές της συγκρότησής του. Επίσης να αποκαλύψουμε την αντιδραστικότητά τους, κρίνοντας τόσο τη θεωρητική άποψη όσο και την πράξη των αναρχικών.
Χρειάζεται να διευκρινίσουμε ότι ο αναρχισμός δε βασίζεται σε ένα συγκροτημένο σύστημα φιλοσοφίας και ιδεών, αλλά κυρίως σε ένα συνονθύλευμα αντιλήψεων διάφορων φιλοσόφων.

ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Η πλειοψηφία της νεολαίας στον καπιταλισμό και ιδιαίτερα στο ιμπεριαλιστικό στάδιό του ζει σε μια αντίφαση. Από τη μια διαμορφώνεται η αντίληψη, τόσο αντικειμενικά όσο και μέσα από συστηματική προπαγάνδα, ότι ζει σε μια «ελεύθερη κοινωνία», ότι έχει «ελευθερία επιλογής» σε όλους τους τομείς της ζωής της. Από την άλλη, μέσα στην ίδια τη ζωή αντιλαμβάνεται ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι. Μπροστά της ορθώνονται οι ταξικοί φραγμοί στη μόρφωση, τον πολιτισμό, την έκφραση, τη δημιουργία, η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα για το εργασιακό μέλλον, η αφαίρεση δικαιωμάτων και κατακτήσεων, ο αυταρχισμός.
Ο καπιταλισμός και η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία παρουσιάζονται σαν ελεύθερη κοινωνία. Το αστικό σύνταγμα λέει ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι. Η αλήθεια είναι ότι ο εργάτης στον καπιταλισμό είναι ελεύθερος σε σχέση με το δούλο και το δουλοπάροικο που αναγκάζονταν με φυσικό ή νομικό καταναγκασμό να δουλεύουν για το δουλοκτήτη και το φεουδάρχη αντίστοιχα, αποτελούσαν μέρος της ιδιοκτησίας τους. Η εκμετάλλευση και καταπίεση στον καπιταλισμό είναι συγκαλυμμένη. Η ελευθερία που προσφέρει ο καπιταλισμός έχει σαν όριό της τον οικονομικό καταναγκασμό που λέει με απλά λόγια ότι όποιος δεν πουλήσει την ικανότητα του για δουλιά (την εργατική του δύναμη) στον καπιταλιστή δε θα μπορέσει να ζήσει. Ο εργάτης, το παιδί του εργάτη που θα γίνει εργάτης, ο φτωχός αγρότης, ο μικρομεσαίος υφίσταται την καταπίεση της οικονομικής λειτουργίας του καπιταλισμού που στηρίζεται στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Αυτή η οικονομική λειτουργία βέβαια προστατεύεται νομικά και πολιτικά, όλος ο κρατικός μηχανισμός λειτουργεί με στόχο την προστασία της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και των κερδών. Οι περίφημες «κρατικές παρεμβάσεις» δεν κάνουν τίποτα άλλο από αυτό, οι νόμοι, οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, οι αντιλαϊκές πολιτικές. Στον καπιταλισμό σαν πρώτο δικαίωμα αναγνωρίζεται αυτό της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, η ελευθερία του καπιταλιστή. Αυτό είναι ελευθερία για την ελάχιστη μειοψηφία της καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι οικονομικοί νόμοι του καπιταλισμού λειτουργούν αντικειμενικά με τέτοιο τρόπο ώστε ο πλούτος συγκεντρώνεται σε όλο και πιο λίγα χέρια και οι κρατικές παρεμβάσεις κινούνται στα πλαίσια αυτών των νόμων, φροντίζουν να εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη λειτουργία τους. Οταν αμφισβητείται πολιτικά η ελευθερία του καπιταλιστή, δηλαδή όταν αμφισβητείται η ελευθερία του κέρδους, η ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, η εξουσία του, έχουμε ειδικά σκληρά μέτρα σε πολιτικό επίπεδο, πολιτική αντίδραση, καταστολή, αυταρχισμό, διώξεις, δίκες μέχρι και κατάργηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, φασισμό και δικτατορίες.
Ο μαρξισμός-λενινισμός θεωρεί ότι ελευθερία σημαίνει η δυνατότητα του ανθρώπου να κατανοήσει τις αντικειμενικές συνθήκες της φυσικής και κοινωνικής πραγματικότητας και να δράσει με βάση αυτή τη γνώση και κατανόηση για να την αλλάξει προς το συμφέρον του. Για παράδειγμα ο άνθρωπος στην πρωτόγονη κοινωνία δεν μπορούσε να είναι ελεύθερος από τα φυσικά φαινόμενα εφόσον δεν είχε τη δυνατότητα να παρέμβει και σε ένα βαθμό να επιβληθεί στο φυσικό περιβάλλον. Η ελευθερία του ανθρώπου δεν μπορεί να ξεπεράσει φυσικά όρια (π.χ. κανένας δεν μπορεί να αγνοήσει το νόμο της βαρύτητας και να πετάξει επειδή μόνο το θέλει). Δεν μπορεί όμως να υπάρξει ούτε έξω από τις κοινωνικές συνθήκες. Κανένας δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητος από την κοινωνία στην οποία ζει. Τα δεδομένα κατανόησης της αναγκαιότητας και των αντικειμενικών συνθηκών τα δίνει η κοινωνία. Και αυτό βέβαια σχετίζεται και με το επίπεδο της πολιτιστικής ανάπτυξης της κοινωνίας. Π.χ. δε θα μπορούσε στη φεουδαρχία να διαπιστωθεί επιστημονικά η αναγκαιότητα μιας κοινωνίας χωρίς ταξική εκμετάλλευση, όπως μπορεί να γίνει κατανοητή στον καπιταλισμό, όχι γιατί οι καταπιεσμένοι δε θα το ήθελαν αλλά γιατί δε θα μπορούσαν αντικειμενικά να το προσεγγίσουν με τα μέσα που διέθεταν (πείρα, ανάπτυξη της παραγωγής, επιστήμη) και ακόμα περισσότερο να χαράξουν δραστηριότητα για να το πετύχουν.
Η ελευθερία λοιπόν για το μαρξισμό-λενινισμό είναι σχετική. Η έννοια ελευθερία έχει ταξικό περιεχόμενο. Δηλαδή ελευθερία για την πλειοψηφία της ανθρωπότητας, για την εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα σημαίνει κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, σημαίνει κοινωνική ιδιοκτησία και διαφέρει ριζικά από τον τρόπο με τον οποίο ορίζουν την ελευθερία οι αστοί και μικροαστοί διανοητές.
Η αταξική κομμουνιστική κοινωνία χαρακτηρίζεται από τους κλασσικούς σαν βασίλειο της ελευθερίας γιατί τότε η ανθρωπότητα απαλλαγμένη από τις αντιθέσεις του καπιταλισμού, από τους κοινωνικούς περιορισμούς θα μπορεί να θέσει ολοκληρωμένα στην υπηρεσία της τις νομοτέλειες κίνησης της κοινωνίας και της φύσης. Τότε «...η ελεύθερη ανάπτυξη του κάθε ατόμου, αποτελεί την προϋπόθεση της ελεύθερης εξέλιξης της κοινωνίας» (Κ. Μαρξ).
Οι αναρχικοί είναι οπαδοί της «απόλυτης ελευθερίας». Η ρίζα αυτής της αντίληψης είναι μικροαστική. Δηλαδή εκφράζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον καπιταλισμό μικροαστικά στρώματα που βλέπουν την ύπαρξή τους να αμφισβητείται από την καπιταλιστική ανάπτυξη, την ιδιοκτησία τους να χάνεται, να καταστρέφεται από το μονοπώλιο. Διεκδικούν το «δικαίωμά τους» στη μικρή ιδιοκτησία. Αυτή είναι η βάση του αναρχισμού, ανεξάρτητα αν αναρχικές ομάδες αναφέρονται στην εργατική τάξη και την εκμετάλλευση. Κάθε ιδεολογικό ρεύμα στη κοινωνία αντανακλά ταξική θέση, αντανακλά ταξικά συμφέροντα. Ο «κλασσικός» αναρχισμός άλλωστε δηλώνει σαν στόχο του την οικοδόμηση μιας κοινωνίας που θα στηρίζεται στην ομοσπονδία αυτοδιοικούμενων κοινοτήτων μικρών παραγωγών-ιδιοκτητών.
Η αναρχική άποψη περί ελευθερίας φιλοσοφικά στηρίζεται στην αντίληψη ότι το άτομο είναι ελεύθερο «φυσικά» και ανεξάρτητο από την κοινωνία. Αρα η ένταξή του στη κοινωνία συνοδεύεται από καταπίεση. Αυτή η θέση μοιάζει με τη φιλελεύθερη αντίληψη περί ελευθερίας και ουσιαστικά παραγνωρίζει ότι το άτομο είναι προϊόν της κοινωνίας. Βέβαια εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι υπάρχουν διαφορές. Οι βασικοί εκφραστές του αναρχικού ατομισμού ήταν ο Στίρνερ[1] και ο Προυντόν[2]. Στη πορεία Μπακούνιν[3] και Κροπότκιν[4] υιοθέτησαν «άναρχο-κομμουνιστικά δόγματα» τα οποία δε στηρίζονταν στην ατομική ιδιοκτησία αλλά στην κοινοτική, εκφράζοντας ιδεολογικά τους άκληρους αγρότες της Ρωσίας. Τα πειράματα του Μπακούνιν και του Κροπότκιν για «ελεύθερες αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες» στα πλαίσια του καπιταλισμού οδηγήθηκαν, όπως και τα ανάλογα των ουτοπικών σοσιαλιστών στις αρχές του 19ου αιώνα, σε τραγική αποτυχία.
Χαρακτηριστικό για την αντίληψη του αναρχισμού για την ελευθερία είναι το παρακάτω απόσπασμα: «Οσο υπάρχει έστω και ένας φυλακισμένος άνθρωπος κανείς μας δε θα είναι ελεύθερος» - «όσο υπάρχουν φυλακές είμαστε όλοι φυλακισμένοι» - «η ρήξη με το οικογενειακό καθεστώς, το σαμποτάρισμα της σχολικής πλήξης, η άρνηση του χακί εκβιασμού του στρατού, οι κοπάνες, οι λούφες, οι συγκρούσεις με τα αφεντικά, η απαξίωση της λαμπρής καριέρας- όλες αυτές οι καθημερινές απειθαρχίες συνιστούν μια αντισυμβατική προσωπική στάση…».

ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ

Ο μαρξισμός - λενινισμός θεωρεί ότι η καπιταλιστική εκμετάλλευση είναι η βάση του σημερινού καπιταλιστικού συστήματος. Δε θα μπορούσε να υπάρχει καπιταλισμός χωρίς να στηρίζεται στην εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Και όταν λέμε εκμετάλλευση την εννοούμε με την οικονομική και όχι την ηθική έννοια. Με τον όρο καπιταλιστική εκμετάλλευση εννοούμε ότι οι καπιταλιστές, οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής καρπώνονται την υπεραξία που είναι αποτέλεσμα της απλήρωτης εργασίας.
Το κράτος για τους μαρξιστές-λενινιστές είναι όργανο εξουσίας της εκάστοτε άρχουσας τάξης, που το χρησιμοποιεί για να επιβάλει τα ταξικά της συμφέροντα. Στον καπιταλισμό το κράτος επιβάλλει και περιφρουρεί τα συμφέροντα των κεφαλαιοκρατών. Το κράτος λοιπόν αποτελεί μέρος του εποικοδομήματος της κοινωνίας (μαζί με τους άλλους αστικούς θεσμούς και την κυρίαρχη ιδεολογία), το οποίο στηρίζεται και εκφράζει την οικονομική βάση της κοινωνίας, δηλαδή τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Το κράτος διαμορφώνεται ιστορικά σαν μια αναγκαιότητα που προκύπτει από τον ταξικό διαχωρισμό της κοινωνίας και την εμφάνιση της εκμετάλλευσης.
Οι αναρχικοί αντίθετα θεωρούν ότι αιτία ύπαρξης της εκμετάλλευσης και κατά συνέπεια της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης είναι η εξουσία. Γι’ αυτό και θέτουν σαν πρώτο το ζήτημα της κατάργησης του κράτους. Η αντίληψή τους περί κράτους στηρίζεται ακριβώς στη θέση τους για απόλυτη ελευθερία. Η ύπαρξη εξουσίας και κράτους -σύμφωνα με τους αναρχικούς- περιορίζει την αυτονομία και διαχωρίζει ταξικά την κοινωνία. Κάθε άτομο και κάθε κοινότητα θα πρέπει να είναι απόλυτα αυτόνομα. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρχει κεντρική διοίκηση και οργάνωση της κοινωνίας. Το μοντέλο αυτό όταν προσπάθησαν να το εφαρμόσουν στην Ισπανία κατά τη διάρκεια του εμφυλίου συνέβαλαν στην αποδιοργάνωση της Ισπανικής δημοκρατίας και στην ήττα των δημοκρατικών δυνάμεων από τους φασίστες.
Οι αναρχικοί δίνουν στην εξουσία και στο κράτος μεταφυσικό χαρακτήρα. Αν η εξουσία και το κράτος σε κάθε κοινωνία δεν εκφράζουν πολιτικά αυτήν την τάξη που κυριαρχεί σε οικονομικό πρώτα από όλα επίπεδο, αν δεν εκφράζουν την οικονομική κυριαρχία μιας τάξης, τότε τι εκφράζουν; Μήπως εκφράζουν μια θολή μεταφυσική κυριαρχία που πηγάζει από πού; Πώς εξηγούν ότι η ιστορική εμφάνιση του κράτους ακολουθεί τον ταξικό διαχωρισμό της ανθρώπινης κοινωνίας;
Το ζήτημα είναι ότι δεν μπορούμε να μιλάμε περί κράτους γενικά. Δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει ποτέ γενικά κράτος και γενικά εξουσία. Κάθε κράτος και εξουσία στην ανθρώπινη ιστορία είχε και έχει σαφές ταξικό περιεχόμενο, είναι μηχανισμός καταπίεσης μιας τάξης από μια άλλη. Η αταξική αντίληψη των αναρχικών για το κακό Κράτος τους οδηγεί στην άρνηση και της αναγκαιότητας της εργατικής εξουσίας, της δικτατορίας του προλεταριάτου. Οι κομμουνιστές θεωρούν ότι η αταξική, η αναπτυγμένη κομμουνιστική κοινωνία θα είναι και α-κρατική, για τον απλούστατο λόγο, θα έχει εξαλειφθεί ο λόγος ύπαρξης του κράτους που δεν είναι άλλος από την ύπαρξη των τάξεων.
Η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη είναι όμως απαραίτητος όρος για τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό. Αυτό ήταν συμπέρασμα του Μαρξ πριν από την Παρισινή Κομμούνα και επιβεβαιώθηκε από αυτήν. Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι η εξουσία της εργατικής τάξης που σε συμμαχία με τα υπόλοιπα φτωχά λαϊκά στρώματα έχει σαν βασικό καθήκον τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Τα βασικά μέσα παραγωγής κοινωνικοποιούνται. Η οικονομία μπαίνει σε κεντρικό πανεθνικό σχεδιασμό. Η ταξική πάλη συνεχίζεται και μετά την επανάσταση και μετά την κατάληψη της εξουσίας. Αυτή η ταξική πάλη παίρνει διάφορες μορφές. Η προσπάθεια ιμπεριαλιστικής επέμβασης δε σταματάει, η αναγκαστική ύπαρξη σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό μικρής εμπορευματικής παραγωγής διατηρεί προϋποθέσεις καπιταλιστικής παλινόρθωσης, η ιδεολογική διαπάλη οξύνεται. Μέχρι να εξαλειφθούν τα παραπάνω και άλλες αντιθέσεις όπως η αντίθεση πνευματικής - χειρωνακτικής εργασίας κλπ., είναι αντικειμενική και η ύπαρξη του κράτους. Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι με μια έννοια «μισό-κράτος» γιατί στηρίζεται στη μαζική συμμετοχή και ενεργοποίηση της εργατικής τάξης και των συμμάχων, γιατί είναι όργανο καταπίεσης της μειοψηφίας από τη πλειοψηφία, γιατί από τη στιγμή της συγκρότησής του έχει το σπόρο της σταδιακής απονέκρωσής του, λειτουργεί με στόχο να διαμορφώσει τις συνθήκες, τις προϋποθέσεις απονέκρωσής του. Το κράτος είναι αντικειμενικά αναγκαίο στο βαθμό που η ανάπτυξη της κοινωνίας δεν έχει φτάσει σε τέτοιο επίπεδο ώστε να ισχύει το «από καθέναν ανάλογα με τις ικανότητές του στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του», δηλαδή κομμουνιστική κατανομή και άρα να έχουν διαμορφωθεί οι αντικειμενικοί όροι για την εξάλειψή του. Με αυτήν την έννοια η δικτατορία του προλεταριάτου διαφέρει ποιοτικά από το κράτος και την εξουσία των εκμεταλλευτικών συστημάτων που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα.
Οι σύγχρονοι αναρχικοί αξιοποιούν την επικράτηση της αντεπανάστασης στην Ανατολική Ευρώπη για να στηρίξουν την επιχειρηματολογία τους ότι η εξουσία ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις αναπαράγει την εκμετάλλευση, να επιβεβαιώσουν τη θεωρία που διατύπωνε ο Τζ. Οργουελ[5] στη «Φάρμα των Ζώων». Σε όλη την πορεία τους έπαιρναν «ίσες αποστάσεις» ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και το σοσιαλιστικό στρατόπεδο και σήμερα φτάνουν να χειροκροτούν την ανατροπή του σοσιαλισμού.
Σε αυτήν την άποψη θα βρούμε τη ρίζα του συνθήματος: «Ούτε κομμουνισμός ούτε δημοκρατία, κάτω ο κρατισμός, ζήτω η αναρχία». Και επίσης την εξήγηση της παρακάτω ανάλυσης: «Σήμερα οι δυνάμεις που υποστηρίζουν την ανατροπή δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τις νέες συνθήκες κυριαρχίας, το νεοφιλελευθερισμό και τη Νέα Τάξη, αλλά και τα εντός του κινήματος αριστερά, συνδικαλιστικά και μεταρρυθμιστικά υπολείμματα του «Παλαιού Κόσμου» και της «Παλαιάς Τάξης Πραγμάτων» που μάχονται με νύχια και με δόντια για τον εξωραϊσμό του υπάρχοντος κοινωνικού και πολιτικού καθεστώτος, για τη διάσωση του έθνους-κράτους και του εθνικού καπιταλισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός και ο αντίπαλός του, ο προστατευτισμός του κράτους είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, όπως ήταν το ίδιο και το δίπολο της καπιταλιστικής Δύσης και της γραφειοκρατικής Ανατολής, πράγμα που ταλάνισε το παλιό επαναστατικό κίνημα και ως ένα βαθμό το κατάντησε όργανο της σοβιετικής αυτοκρατορίας την εποχή της διπολικής τάξης πραγμάτων. Η κατάρρευση των καθεστώτων του αν-υπαρκτού σοσιαλισμού και της παραδοσιακής αριστεράς άνοιξε το δρόμο για νέες ευκαιρίες στο αντικαπιταλιστικό κίνημα. Για μας όχι μόνο δεν έχει φτάσει το τέλος της ιστορίας αλλά μόλις τώρα αρχίζει…»[6].
Η αλήθεια όμως βρίσκεται στην αντίθετη κατεύθυνση. Μια σειρά παρεκκλίσεις από τον επιστημονικό κομμουνισμό οδήγησαν στις ανατροπές και όχι η εφαρμογή των κατευθύνσεών του. Τις αιτίες των ανατροπών δεν μπορούμε να τις αναζητήσουμε στην αναπαραγωγή εκμετάλλευσης η οποία δεν υπήρχε, αλλά στην ιδεολογική υποχώρηση στον ιμπεριαλισμό σε συνδυασμό με αδυναμίες στην αντιμετώπιση σύνθετων καθηκόντων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ

Οι κομμουνιστές θεωρούν ότι η ταξική πάλη είναι η κινητήρια δύναμη της Ιστορίας στις ταξικές κοινωνίες. Η ιστορία όλης της ανθρωπότητας είναι ιστορία αντιπαράθεσης κοινωνικών τάξεων. Οι κομμουνιστές μελετώντας την ιστορική εξέλιξη των οικονομικών σχέσεων, την ιστορική διαμόρφωση των τάξεων έχουν τη δυνατότητα να βγάλουν γενικότερα συμπεράσματα για την κοινωνική εξέλιξη, να διατυπώσουν νόμους που διέπουν αυτήν την εξέλιξη.
Οι νόμοι αυτοί είναι χρήσιμοι όχι μόνο για την ερμηνεία της κοινωνικής εξέλιξης αλλά για την καθοδήγηση της ταξικής πάλης και της κοινωνικής επανάστασης. Η διαμόρφωση και επεξεργασία του επιστημονικού κομμουνισμού από τους Μαρξ-Ενγκελς αρχικά και στη συνέχεια από το Λένιν αποτέλεσε καθοριστικό βήμα στην κοινωνική εξέλιξη. Η εργατική τάξη (το προλεταριάτο) που είναι πρωτοπορία της κοινωνίας με τη καθοδήγηση του κόμματός της μπορεί συνειδητά να αξιοποιήσει αυτές τις νομοτέλειες για την αλλαγή της κοινωνίας, για την κοινωνική επανάσταση. Ο αναρχισμός είναι μια καθαρά αντιεπιστημονική θεωρία. Ο ίδιος ο Μπακούνιν έλεγε ότι «ο δικός μου σοσιαλισμός δεν είναι επιστημονικός όπως του Μαρξ είναι ενστικτώδης»[7].
Οι αναρχικοί δε δέχονται σαν πρωτοπορία την εργατική τάξη. Γι’ αυτούς δεν είναι η αντικειμενική θέση της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό που ορίζει την πρωτοπορία, αλλά η θέληση για εξέγερση. Ο Μπακούνιν θεωρούσε ότι τέτοιο ρόλο μπορούσε να παίξει η νεολαία και ιδιαίτερα οι φοιτητές και το λούμπεν προλεταριάτο.
Οι αναρχικοί αρνούνται τις νομοτέλειες στην ανθρώπινη ιστορία και βέβαια στην ταξική πάλη. Θεοποιούν το ρόλο της βούλησης, του αυθόρμητου και του τυχαίου στην εξέλιξη της ιστορίας, χωρίς να αναγνωρίζουν την ιστορική διαμόρφωση της συνείδησης σε συνάρτηση με τις αντικειμενικές συνθήκες, με τη θέση στην παραγωγή. Γι’ αυτούς η επανάσταση είναι μια εξέγερση που θα έρθει κάτω από την αυθόρμητη δράση των μαζών, μέσα από μια διαδικασία συνεχών «ρήξεων» και «αντιπαράθεσης» με το κράτος. Δεν έχει αξία η διαδικασία προετοιμασίας των μαζών για την επανάσταση, η χειραφέτησή τους από την αστική πολιτική. Σήμερα αυτή η άποψη σε ορισμένους αναρχικούς φτάνει να συγγενεύει με τις θεωρίες για το τέλος των ιδεολογιών: «Κανέναν δε συγκινεί πια καμιά μεγάλη υπόσχεση, καμιά σημαία, κανένα λάβαρο ούτε κόμμα, ούτε οργάνωση, ούτε συνδικάτο, ούτε σωματείο που αναζητά ακόμη τη δικαίωση στο παρελθόν του και με τρικλοποδιές και πονηριά την επιβεβαίωση στο παρόν και στο μέλλον. Οποιος θέλει να μπει στο παιχνίδι του αγώνα θα πρέπει να αποβάλει κριτικά και ίσως επώδυνα όλα τα σημάδια του παρελθόντος που κρέμονται σαν αντίκες πάνω από το κεφάλι του. Η συγκρότηση του μετώπου αντίστασης και ρήξης με το καθεστώς δε μπορεί να μεταφραστεί σε παντοπωλείο ή σούπερ μάρκετ παλαιών ιδεών, σχημάτων και οργανώσεων… η εικόνα του αγωνιστικού παρελθόντος δεν παρέχει πια κανένα εχέγγυο, για να μην πούμε μόνο δυσπιστία. Οι διατεταγμένες πορείες των μπλοκ με στρατιωτικούς βηματισμούς, οι καταγγελίες και οι θυροκολλήσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οξύνσεις των πολιτικών αντιπαραθέσεων των κομμάτων, οι λαϊκίστικες κορώνες και η σχιζοειδής υπερβολή των ακροαριστερών, ακόμα και των αναρχικών, δε συγκινούν παρά μόνο τους ευσυγκίνητους… χρειάζεται κριτική ρήξη με το παρελθόν, σύνθεση και άνοιγμα για να είμαστε αυτό που μπορούμε να γίνουμε… ρήξη με το παρελθόν σημαίνει ρήξη με τα επιτροπάτα και τα καπετανάτα των -ισμών, ρήξη με τις εμμονές των ιδεολογιών, ρήξη με τη γκρίνια και την ανέχεια των αιρέσεων…»[8].
Ετσι με κάποιο «μαγικό» και μεταφυσικό τρόπο οι «μάζες» θα εξεγερθούν και θα καταργήσουν το κράτος. Αυτό επί της ουσίας σημαίνει ότι οι αναρχικοί αρνούνται την πολιτική πάλη και την ταξική πάλη, αρνούνται τη συνειδητή δράση των μαζών για την ανατροπή του καπιταλισμού. Συνέπεια αυτής της αντίληψης αλλά και της άρνησης κάθε είδους οργανωμένης πάλης στο όνομα της «αντί ιεραρχίας» και της «αυτοοργάνωσης» είναι ότι αρνούνται την ύπαρξη και το ρόλο του Κόμματος. «Γνωρίζουμε πως η συνεργασία, η αλληλεγγύη και ο συντονισμός της δράσης μας, έξω και πέρα από κάθε ρυμούλκηση σαστισμένων «αυθεντιών» και «πρωτοποριών» είναι η λυδία λίθος της αποτελεσματικότητας του αγώνα για την αυτοδιαχειριζόμενη κοινωνία… παίρνουμε τη ζωή μας στα χέρια μας έξω και πέρα από διαμεσολαβήσεις όποιων επίδοξων «πρωτοποριών», «σωτήρων» και «αυθεντιών», «καμία εμπιστοσύνη στα κόμματα (μικρά ή μεγάλα), στους πολιτικούς και στην πολιτική»[9].
Οι αντιλήψεις των αναρχικών οδηγούν αντικειμενικά στον πολιτικό αφοπλισμό του προλεταριάτου, την υποταγή του στην αστική πολιτική. Αυτό τους οδηγεί σε επικίνδυνες αποπροσανατολιστικές και διασπαστικές απόψεις για τους στόχους που πρέπει να έχει το κίνημα. Χαρακτηριστική είναι και η θέση «αυτοδιαχειριζόμενου» στεκιού για την κατάσταση στην εκπαίδευση κατά τη διάρκεια των μαθητικών κινητοποιήσεων κατά του νόμου Αρσένη: «Οποιος μιλάει για την εκπαίδευση και ζητάει 12χρονο υποχρεωτικό σχολείο είναι ή ηλίθιος ή Κνίτης».
«Το σχολείο είναι ένας θεσμός αναγκαίος για τη στήριξη, ύπαρξη και διαιώνιση του κρατικού μηχανισμού. Ενας θεσμός που στόχος του είναι η ένταξη καλογρασαρισμένων γραναζιών στην παραγωγική διαδικασία του συστήματος… ο καθηγητής είναι αυτός που πρέπει να καταφέρει μέσα από ένα πραγματικό οπλοστάσιο ποινών και κανόνων την ομαλή λειτουργία αυτού του βάρβαρου και απάνθρωπου θεσμού. Είναι εκείνος που σαν αυθεντία και παντογνώστης θα διακηρύξει την υποταγή κατέχοντας ξεχωριστή θέση στην αίθουσα, την έδρα… είναι αυτός που θα σπρώξει έξυπνα τους νέους στον ανταγωνισμό, βαθμολογώντας τους, κριτικάροντας την κάθε τους κίνηση και τιμωρώντας τους σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα του σχολείου, το ποινολόγιο… έτσι ανενόχλητος και ασφαλής στην έδρα του ή στο καγκελόφραχτο γραφείο του θα συνεχίσει να βαθμολογεί απρόσιτος, προτάσσοντας τους νέους στη ρουφιανιά, το γλείψιμο και την υποταγή… Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πως είναι δυνατόν να απαιτούν αύξηση των μισθών τους (για να κάνουν τη δουλειά τους πιο ενδιαφέρουσα) όταν παράλληλα δε δείχνουν καμία διάθεση να απορρίψουν τον εξουσιαστικό ρόλο που τους επιβλήθηκε… Δημόσια δωρεάν παιδεία για την ΟΛΜΕ και το υπουργείο είναι μια παιδεία πλήρως οργανωμένη και ελεγχόμενη από το κράτος (με στόχο την άριστη μεταφορά τη κυρίαρχης ιδεολογίας στους μαθητές) η οποία απλά θα προσφέρεται στο μαθητή δωρεάν… το ζήτημα για εμάς δεν είναι η δημόσια δωρεάν παιδεία αλλά μια παιδεία ελεύθερη… ο συγκεκριμένος αγώνας των καθηγητών στον οποίο δε διακρίνεται μια συνολικότερη αμφισβήτηση των κυρίαρχων επιλογών μπορεί να ζητά αλληλεγγύη από άλλα κοινωνικά κομμάτια και κυρίως από τους μαθητές; Δεν ξεχνάμε το τι συνέβη όταν οι ίδιοι οι μαθητές μέσα από καταλήψεις είχαν να αντιμετωπίσουν εκτός των άλλων και τους καθηγητές τους… απαιτείται τελικά η αμφισβήτηση του ρόλου του καθηγητή και τελικά η απόρριψή του…».
Ενδεικτικός είναι ακόμα ο τρόπος που οι αναρχικοί αναλύουν μια σειρά ζητήματα όπως το Παλαιστινιακό: «Αλληλεγγύη στην Ιντιφάντα: κατά του Σιωνιστικού κράτους του Ισραήλ και του προτεκτοράτου του Αραφάτ».
«Το Ισραήλ είναι ένα κράτος που κινδυνεύει από την «τρομοκρατία», που απειλείται και όπως για κάθε κράτος η φυσική του αντανακλαστική κίνηση είναι να δολοφονεί…οι σφαγές των κρατών και η αντίσταση των καταπιεσμένων μας θυμίζουν πως Ελευθερία και Εξουσία δε συμβιβάζονται… η νέα Ιντιφάντα είναι μια κοινωνική εξέγερση ενάντια τόσο στην ισραηλινή κατοχή όσο και στις κατασταλτικές δυνάμεις της παλαιστινιακής αρχής και των παλαιστίνιων εξουσιαστών…η νέα Ιντιφάντα χτύπησε την «εθνική ενότητα» που όπως ονειρεύεται κάθε κρατιστής, ονειρεύονταν και οι παλαιστίνιοι εξουσιαστές με επικεφαλής τον Αραφάτ… η προοπτική ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους δε μπορεί παρά να αποτελεί μια προοπτική εκτόνωσης του κοινωνικού πολέμου. Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας αλλά και η «εθνική ενότητα» για την αντιμετώπιση των ισραηλινών κυριάρχων τείνουν να εγκλωβίσουν την κοινωνική εξέγερση στο στόχο της «δημιουργίας ενός νέου ανεξάρτητου κράτους».

ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ

Μη αναγνωρίζοντας την ταξική πάλη και το ρόλο της στην επαναστατική εξέλιξη ένα μέρος των αναρχικών υποστηρίζει την ατομική τρομοκρατία. Αυτό το είδαμε και με αφορμή τις συλλήψεις και δίκες της «17Ν» και την προσπάθεια να τους εμφανίσουν σαν λαϊκούς αγωνιστές. Η υποστήριξη στην ατομική τρομοκρατία αναδεικνύει την έλλειψη εμπιστοσύνης τους στις μάζες και τις αυταπάτες ότι με ενέργειες ατομικής τρομοκρατίας (δολοφονίες, δολιοφθορές κλπ.) μπορούν να ανατρέψουν τον καπιταλισμό… «να περιμένω να γίνει επανάσταση αυτό δε γίνεται. Η αναμονή είναι ο καθημερινός βιασμός μου από το σύστημα, δεν μπορώ να τη δεχτώ ως επαναστατική πρακτική. Περίμενα πάρα πολύ…»[10].
Ο Μαρξ και ο Λένιν έκαναν σοβαρή κριτική στη θέση για ατομική τρομοκρατία. Στην εποχή του Μαρξ εμφανίζεται ο περίφημος Νετσάγιεφ[11] ενώ ο Λένιν έκανε πολεμική στο άρθρο του για τον «επαναστατικό τυχοδιωκτισμό» στους επαναστάτες - σοσιαλιστές για τη θέση τους για την ατομική τρομοκρατία. Εκτός από το ανόητο και το ανεδαφικό της ατομικής τρομοκρατίας υπάρχει από τη φύση της και το στοιχείο της προβοκάτσιας. Οι Μαρξ και Ενγκελς με κείμενα τους ανέδειξαν ότι η τυχοδιωκτική δράση του Νετσάγιεφ που συνδέονταν με το Μπακούνιν λειτούργησε προβοκατόρικα[12] με αποτέλεσμα να χτυπηθεί το ρωσικό δημοκρατικό επαναστατικό κίνημα. Ανεξάρτητα το πόσο συνδέεται άμεσα ή έμμεσα η ατομική τρομοκρατία με μηχανισμούς του κράτους λειτουργεί προβοκατόρικα, τυχοδιωκτικά για να αποπροσανατολίζει το επαναστατικό κίνημα από τα βασικά του καθήκοντα. Να δημιουργεί το έδαφος για να συκοφαντείται το κίνημα και ταυτόχρονα να διαμορφώνει όρους, ώστε η μάχη να δίνεται στο έδαφος του αντιπάλου με τρόπο που συμφέρει την άρχουσα τάξη.

Ο ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Με βάση τις παραπάνω θέσεις μπορούμε να καταγράψουμε μια ιστορική πορεία που αναδεικνύει τον αντιδραστικό ρόλο που έπαιξαν οι αναρχικοί στην ιστορία από την εποχή της εμφάνισης του αναρχισμού σαν ρεύμα (μέσα 19ου αιώνα) μέχρι σήμερα.
Συνοψίζοντας τις βασικές τους θέσεις:
- Υποστηρίζουν την «απόλυτη ατομική ελευθερία».
- Παλεύουν για μια «ουτοπική» κοινωνία-ομοσπονδία αυτοδιοικούμενων κοινοτήτων.
- Αρνούνται τις νομοτέλειες της ταξικής πάλης και την πρωτοπορία της εργατικής τάξης.
- Αδυνατούν να κατανοήσουν το χαρακτήρα της εκμετάλλευσης.
- Δίνουν στο κράτος και την εξουσία μεταφυσικό περιεχόμενο.
- Αντιστρέφουν τη σχέση βάσης-εποικοδομήματος. Θεωρούν ότι το κράτος γεννά την εκμετάλλευση. Δεν αντιλαμβάνονται δηλαδή το κράτος σαν αναγκαιότητα που προκύπτει στις ταξικές κοινωνίες.
- Υποστηρίζουν την ατομική τρομοκρατία.
Οι παραπάνω αντιλήψεις όπως είναι φυσικό διαμορφώνουν ένα αντιδραστικό πλαίσιο δράσης που ανεξάρτητα από προθέσεις και διακηρύξεις έρχεται σε σύγκρουση με την επαναστατική πάλη του προλεταριάτου. Οι αντιλήψεις αυτές οδήγησαν και στην ιδεολογική και πολιτική χρεοκοπία του αναρχισμού στον 20ό αιώνα που έπαψε να αποτελεί σοβαρή δύναμη στο εργατικό κίνημα.
Ορισμένα ιστορικά στοιχεία της αντιπαράθεσης παραθέτουμε στη συνέχεια.
Οι Μαρξ - Ενγκελς άσκησαν σοβαρή κριτική στις φιλοσοφικές-ιδεαλιστικές θέσεις των Προυντόν, Στίρνερ που ουσιαστικά θεοποιούσαν το άτομο και την απόλυτη ελευθερία του, την ατομική ιδιοκτησία. Μάλιστα το έργο του «Η αθλιότητα της Φιλοσοφίας» ο Μαρξ το αφιερώνει για να κάνει πολεμική στις φιλοσοφικές θέσεις του Προυντόν, ενώ κριτική στον Στίρνερ γίνεται μέσα από το έργο του Ενγκελς «Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασσικής Γερμανικής φιλοσοφίας» και στην «Αγία Οικογένεια».
Ο Μπακούνιν εμφανίζεται σαν θεωρητικός του αναρχοκομμουνισμού με ένα κράμα ουτοπικών σοσιαλιστικών ιδεών και προυντονισμού (ο ίδιος θεωρούσε τον Προυντόν δάσκαλό του). Στην Α΄ Διεθνή (Διεθνή Ενωση των Εργατών) ξεσπά αντιπαράθεση ανάμεσα στον Κ. Μαρξ και στον Μπακούνιν γύρω από σημαντικά θεωρητικά ζητήματα σε σχέση με το Κράτος, την ταξική πάλη κλπ. Ο Μπακούνιν και οι οπαδοί του μετά από σκληρή διαπάλη διαγράφονται από τη Διεθνή. Η Παρισινή Κομμούνα έρχεται να επιβεβαιώσει τη μαρξιστική θέση για την επαναστατική εξουσία και τα καθήκοντά της. Ο Μπακούνιν συνδέεται με το Νετσάγιεφ, υποστηρίζει την ατομική τρομοκρατία και διαμορφώνει σχέδια εξέγερσης. Οι οπαδοί του Μπακούνιν παίζουν σοβαρό ρόλο στο προβοκάρισμα των ταξικών αγώνων της εποχής.
«Κληρονόμος» των ιδεών του Μπακούνιν ήταν ο Κροπότκιν. Η περίοδος που έζησε ο Κροπότκιν και ανέπτυξε τις θεωρίες του είναι η περίοδος που ο καπιταλισμός περνά στο ανώτατο ιμπεριαλιστικό του στάδιο. Ο αναρχισμός ταυτίζεται με την μικροαστική διαμαρτυρία όχι στον καπιταλισμό που αναπτύσσεται αλλά στον καπιταλισμό που αρχίζει να σαπίζει και γίνεται πιο επιθετικά αντικομμουνιστικός. Ο πρώτος ιμπεριαλιστικός πόλεμος βρίσκει τον Κροπότκιν να παίρνει σοβινιστικές θέσεις. Ο Κροπότκιν αρχίζει να αναζητά «φύτρα του κομμουνισμού, νησίδες κομμουνισμού» στα πλαίσια του καπιταλισμού προσεγγίζει ολοένα το ρεφορμισμό. Ταυτόχρονα η Οκτωβριανή Επανάσταση και η εγκαθίδρυση της σοσιαλιστικής εξουσίας βρίσκει τους περισσότερους αναρχικούς με την πλευρά της αντεπανάστασης. Χαρακτηριστικός είναι ο ρόλος τους στην ανταρσία της Κροστάνδης[13] ενάντια στη σοβιετική εξουσία.
Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα διαμορφώνεται στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα ένα ρεύμα αναρχοσυνδικαλιστικό με βασική επιρροή σε Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Αργεντινή κλπ. Ουσιαστικά αποτελεί προσπάθεια προσαρμογής του αναρχισμού στις νέες συνθήκες του ιμπεριαλισμού. Το αναρχοσυνδικαλιστικό ρεύμα αρνείται την πολιτική πάλη του προλεταριάτου, έχει έντονα ρεφορμιστικά στοιχεία, αναμασά τις θεωρίες των ομοσπονδιών των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών, προπαγανδίζει τις θεωρίες της άμεσης δράσης και τις πράξεις ατομικής τρομοκρατίας και σηκώνει σημαντικό βάρος στην αντισοσοσιαλιστική, αντισοβιετική προπαγάνδα στην περίοδο οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ενωση. Είναι χαρακτηριστική η φράση του Ντουρούτι (αρχηγού των ισπανών αναρχικών) την περίοδο της διχτατορίας του Πριμόντε Ριβιέρα «προτιμάμε τη διχτατορία της δεξιάς αστικής τάξης από τη διχτατορία των κομμουνιστών». Αυτή την τακτική εξέφρασαν και οι αναρχικοί τη περίοδο του εμφυλίου στην Ισπανία. Στην Ισπανία είχαν διαμορφωθεί δύο αναρχοσυνδικαλιστικές οργανώσεις, η FAI (Ομοσπονδία Αναρχικών Ιβηρικής) και η CNT (Εθνική Συνομοσπονδία Εργατών). Είχαν επιρροή σε ορισμένα μέρη της Ισπανίας. Στη Βαρκελώνη προσπάθησαν να εφαρμόσουν το κοινωνικό τους πρότυπο. Από τα πρώτα μέτρα που πήραν ήταν να ανοίξουν τις φυλακές και να απελευθερώσουν κάθε εγκληματικό στοιχείο που στελέχωσε αργότερα τις φασιστικές μονάδες. Αρνήθηκαν κάθε συντονισμό με την κεντρική κρατική εξουσία της Δημοκρατικής Ισπανίας, συνέβαλαν στην αποδιοργάνωση και μαζί με τους τροτσκιστές ανέπτυξαν μια εκτεταμένη αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Με αυτό τον τρόπο αποτέλεσαν αντικειμενικά την «5η φάλαγγα του Φράνκο» που δρούσε στα μετόπισθεν, συνέβαλαν στη φασιστική νίκη και στην ήττα των δημοκρατικών δυνάμεων.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο οι αναρχικοί επιστρατεύονται στα πλαίσια της ψυχροπολεμικής αντισοβιετικής και αντισοσιαλιστικής προπαγάνδας. Στηρίζουν κάθε αντεπαναστατική προσπάθεια στη σοσιαλιστική Ευρώπη (Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία)[14]. Η επιρροή τους περιορίζεται σε χώρους διανοουμένων και της φοιτητικής νεολαίας. Το αναρχικό ρεύμα συναντιέται με τις θεωρίες διάφορων αστών και μικροαστών κοινωνιολόγων για νέες αντιθέσεις που γίνονται κυρίαρχες (π.χ. μεταξύ γονιών - παιδιών, μεταξύ των δύο φύλων, ο καταναλωτισμός, τα περιβαλλοντικά ζητήματα, σεξουαλική απελευθέρωση κλπ.), για εξαφάνιση της εργατικής τάξης, για την αυτονομία των κινημάτων κλπ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του Ντανιέλ Κον Μπεντίντ[15] αναρχικού φοιτητή «ηγέτη» του Μάη του ’68. Ο αναρχισμός μπλέκεται με νέες «αριστερίστικες» και «νεοτροτσκιστικές» αντιλήψεις με κύρια χαρακτηριστικά την κριτική σε φαινόμενα της ζωής στο σύγχρονο καπιταλισμό στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες και την πολεμική στο «ξεπερασμένο» κομμουνιστικό κίνημα, τη Σοβιετική Ενωση και το σοσιαλισμό. Αυτές οι αντιλήψεις δανείζουν και δανείζονται επιχειρήματα στην αντισοσιαλιστική τους προπαγάνδα από τους μαοϊκούς και τους ευρωκομουνιστές.

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΑΝΑΡΧΙΚΟ ΡΕΥΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΗΜΕΡΑ

Στο 19ο αιώνα έδρασαν αναρχικές ομάδες στον Πύργο και την Πάτρα κάτω και από την επιρροή Ιταλών αναρχικών. Με την άνοδο του εργατικού κινήματος οι ομάδες αυτές σύντομα περιθωριοποιούντια και διαλύονται. Ουσιαστικά η συγκροτημένη εμφάνιση των αναρχο-αυτόνομων (α/α) στις σύγχρονες συνθήκες γίνεται στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Στις φοιτητικές κινητοποιήσεις του ’79-’80 ενάντια στο ν. 815 τροφοδοτούνται από αριθμό φοιτητών που έχει προέλθει από τη διάσπαση του «Ρήγα Φεραίου» (νεολαία του «ΚΚΕ εσ») και την ίδρυση της «Β΄ Πανελλαδικής» (αποτέλεσε τον πυρήνα των Αριστερών Συσπειρώσεων της δεκαετίας του ’80), καθώς και φοιτητές που έχουν αποχωρήσει από μαοϊκές οργανώσεις εξαιτίας της κρίσης του μαοϊσμού και των πολιτικών φορέων του («ΚΚΕ (μ-λ)», ΕΚΚΕ κλπ.). Ενας άλλος παράγοντας υπήρξε η αυθόρμητη ριζοσπαστικοποίηση φοιτητικών μαζών με τα παράλληλα κενά στην ιδεολογική-πολιτική παρέμβαση της ΚΝΕ. Ο τότε υπουργός πολιτισμού της ΝΔ Ανδρέας Ανδριανόπουλος δήλωνε την ημέρα των φοιτητικών εκλογών του 1980 στην εφημερίδα «Καθημερινή»: «Οι αναρχοαυτόνομοι είναι μια μεγάλη ελπίδα για την επανανακάλυψη των αξιών της ελευθερίας από την ελληνική νεολαία και τον απεγκλωβισμό της από τα μαρξιστικά δεσμά».
Το ρεύμα αυτό συνδέθηκε με περιθωριακά ρεύματα μουσικής, τέχνης και τρόπου ζωής (όπως το πανκ) που ήταν «μόδα» εκείνη τη περίοδο και ενισχύθηκαν από την άρχουσα τάξη και τους μηχανισμούς της στην προσπάθειά τους να διαμορφώσουν αντίβαρο στην παρέμβαση της ΚΝΕ στα ζητήματα του πολιτισμού. Από την πρώτη στιγμή ανέπτυξαν μια έντονη αντι-ΚΝΕ δραστηριότητα (βλ. Χημείο κλπ.). Ιδιαίτερα ενισχύθηκαν για να παίξουν αυτό το ρόλο από το ΠΑΣΟΚ. Για παράδειγμα η Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς και Αθλητισμού χρηματοδοτούσε και ενίσχυε έντυπα και εκδηλώσεις τέτοιων ομάδων.
Η πορεία αυτών των ομάδων δεν είναι ευθύγραμμη, συνδέεται με στιγμές του κινήματος και με τις πολιτικές εξελίξεις. Ο χώρος αυτός δεν μπόρεσε από μόνος του να αποκτήσει ερείσματα στο νεολαιίστικο κίνημα. Αξιοποιήθηκε από άλλες δυνάμεις στην αντι-ΚΚΕ εκστρατεία και κυρίως από «αριστεριστές» του «Ρήγα Φεραίου» αλλά και την Ν. ΠΑΣΟΚ. Παράγοντας που συντέλεσε να ξεφουσκώσει αυτό το ρεύμα ήταν η άνοδος της επιρροής της ΚΝΕ και των αντιιμπεριαλιστικών συνθημάτων στο κίνημα της νεολαίας.
Η κρίση στο Κόμμα και την ΚΝΕ και οι ανατροπές του σοσιαλισμού στα χρόνια ’89-’91 συμπίπτουν και με τις μαθητικές κινητοποιήσεις ’90-’91 ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ (νόμοι Κοντογιαννόπουλου - Σουφλιά), ενώ ταυτόχρονα είναι και η περίοδος του πρώτου Τρομονόμου. Η έντονη καταστολή των μαθητικών κινητοποιήσεων που φτάνει στη δολοφονία του Ν. Τεμπονέρα, η φετιχοποίηση της μορφής της κατάληψης, η αδύναμη παρέμβαση της ΚΝΕ, ενισχύουν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 αυτές τις ομάδες με μικρές ηλικίες.
Αυτή την περίοδο διαμορφώνεται η «Συνεργασία Αναρχικών Ομάδων και Ατόμων για την Πολύμορφη Δράση» που περιλαμβάνει έναν αριθμό αναρχικών ομάδων («Συσπείρωση Αναρχικών», εφημερίδα «Εξέγερση», εφημερίδα «Αναρχική Παρέμβαση», ομάδα «Οτανις», ομάδα «Ξανά στους Δρόμους» κλπ.). Η άρχουσα τάξη προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την αρνητική συγκυρία για το λαϊκό κίνημα για να ξεμπερδεύει μια για πάντα με την αντιιμπεριαλιστική πορεία του Πολυτεχνείου. Παράλληλα οι «αριστεριστές» που συγκροτούν τα ΕΑΑΚ (αποτελούνται από τις δυνάμεις της τότε «ΚΝΕ-ΝΑΡ», «Αριστερών Συσπειρώσεων» και τα απομεινάρια του «Ρήγα Φεραίου» και εκείνη την εποχή έχουν σημαντική επιρροή στο φοιτητικό κίνημα) δίνουν πολιτική κάλυψη στην προβοκατόρικη δράση α/α ομάδων θεωρώντας τους κοινωνικούς αγωνιστές.
Από το ’90 μέχρι το ’95 διαμορφώνονται στον α/α χώρο δύο ακόμα ομάδες. Η μια είναι αυτή που συσπειρώνεται γύρω από την εφημερίδα «Αλφα» και αποτελεί μια προσπάθεια να διαμορφωθεί ένα πιο πολιτικό πλαίσιο δράσης των α/α παίρνοντας αποστάσεις από τα «μπάχαλα» - όπως αποκαλούν τους υπόλοιπους - η οποία «εξαφανίζεται» γύρω στο 1997 -1998. Η άλλη είναι μετεξέλιξη της ΣΑΚΕ (Συνεπής Αριστερή Κίνηση Ελλάδας) σε «Ενωση για την Επαναστατική Ανατροπή» που εκδίδει την εφημερίδα «Κόντρα».
Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου το 1995 είναι καθοριστικά. Στις 15.11 εξελίσσεται δολοφονική επίθεση των α/α με μολότοφ ενάντια στα μέλη της ΚΝΕ που υλοποιούσαν την απόφαση της ΕΦΕΕ για περιφρούρηση του Πολυτεχνείου. Το προβοκατόρικο σχέδιο ολοκληρώνεται στις 17 και 18 Νοέμβρη με την κατάληψη του κτιρίου του Πολυτεχνείου, την άρση του ασύλου, την επέμβαση των ΜΑΤ και τη σύλληψη 500 ατόμων. Την επόμενη χρονιά η απόφαση φορέων του λαϊκού κινήματος να συγκροτήσουν Επιτροπή Εορτασμού, προσπάθεια στην οποία πρωτοστατεί το ΚΚΕ και η ΚΝΕ, βάζει εμπόδιο στη συνέχιση της προβοκατόρικης δράσης τους στις ημέρες του Πολυτεχνείου και διαμορφώνει τις προϋποθέσεις ώστε η επέτειος του Πολυτεχνείου να ξαναπάρει αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο και να διασφαλιστεί η πορεία στην Αμερικάνικη Πρεσβεία.
Η άνοδος της επιρροής της ΚΝΕ στο νεολαιίστικο κίνημα, ιδιαίτερα στο μαθητικό και το φιλειρηνικό αντιιμπεριαλιστικό, η ακύρωση της προβοκάτσιας στους εορτασμούς του Πολυτεχνείου, η διασφάλιση της αντιιμπεριαλιστικής πορείας της 17ης Νοέμβρη, η άνοδος της ΠΚΣ στα ΑΕΙ και ΤΕΙ βάζει αυτές τις ομάδες στο περιθώριο. Η δράση τους στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 συντονίζεται με την προσπάθεια της κυβέρνησης να συκοφαντήσει το ρόλο της ΚΝΕ στους αγώνες μαθητών και φοιτητών, παίρνει χαρακτηριστικά αντικομμουνιστικών συμμοριών με οργανωμένες επιθέσεις ενάντια σε μέλη της ΚΝΕ και του ΚΚΕ, σε γραφεία του Κόμματος, σε σχολές κλπ. Σε αυτή την προσπάθειά τους για μια ακόμη φορά βρίσκουν τη συγκαλυμμένη ή απροκάλυπτη στήριξη μιας μερίδας του αστικού Τύπου (Ελευθεροτυπία, Αυγή), των αριστερίστικων ομάδων και του ΣΥΝ.
Στη διαδήλωση ενάντια στην επίσκεψη του Κλίντον στην Αθήνα το 1999, έγινε ολοφάνερη η σχέση αυτού του χώρου με κρατικούς και παρακρατικούς μηχανισμούς, ακόμα και με ξένες υπηρεσίες. Η συντονισμένη δράση τους με τις δυνάμεις καταστολής συνέβαλε στο να μετατραπεί η Αθήνα σε πεδίο μάχης, στο να γνωρίσει η μαζική αντιιμπεριαλιστική διαδήλωση της νεολαίας και του λαού της Αθήνας μια άγρια καταστολή. Αντίστοιχο ρόλο έπαιξαν και τον Ιούνη του 2003 στη Θεσσαλονίκη, που αποτέλεσε σταθμό της δράσης αυτού του χώρου.
Σήμερα βασικές ομάδες που τοποθετούνται στο χώρο αυτό είναι: Η «Συνεργασία Αναρχικών Ατόμων και Ομάδων για την Πολύμορφη Δράση» που αυτοπροσδιορίζεται και σαν «Μπλακ Μπλοκ» και κινείται σε πανελλαδικό επίπεδο. Εκδίδει τη βδομαδιάτικη εφημερίδα «Διαδρομή Ελευθερίας», που έχει τιράζ -σύμφωνα με τους εκδότες της- 10.000 αντίτυπα και διακινείται σε διάφορα σημεία της Ελλάδας. Η ομάδα αυτή λειτουργεί επίσης και δύο χώρους στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη με το όνομα «Αναρχική Αρχειοθήκη» και έχει σαν στόχο την προώθηση της «αναρχικής παράδοσης». Γύρω από την εφημερίδα «Κόντρα» λειτουργεί η «Ενωση για την Επαναστατική Ανατροπή». Αυτή η ομάδα εμφανίζεται και σαν «Ινστιτούτο Κοινωνικών Μελετών» και θεωρεί τον εαυτό της «αντιεξουσιαστική μαρξιστική - λενινιστική συλλογικότητα». Με αφορμή τον Τρομονόμο, στη συνέχεια τις δίκες της 17Ν και την εξάμηνη προεδρία της Ελλάδας στην ΕΕ, διαμορφώθηκε μια ομάδα απαρτιζόμενη κυρίως από παλιούς αναρχικούς που εμφανίζεται με δύο μορφές: τη «Συσπείρωση Ενάντια στην Κρατική Τρομοκρατία» και την «Αντιεξουσιαστική Κίνηση Σαλόνικα 2003» (τώρα εμφανίζεται σαν «Αντιεξουσιαστική Κίνηση»). Η ομάδα αυτή αποτελεί την πιο συγκροτημένη προσπάθεια παρέμβασης του αναρχο-αυτόνομου χώρου. Αυτή η προσπάθεια συνδέεται με νέα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί, κυρίως ένταση της κρατικής καταστολής, ένταση της δυσαρέσκειας και της αμφισβήτησης από λαϊκά στρώματα. Σύμφωνα με τις διακηρύξεις της επιδιώκει να μην ταυτιστεί με το λεγόμενο «μπλακ μπλοκ», να βγάλει τον αναρχο-αυτόνομο χώρο από το περιθώριο και να συνδεθεί με αγώνες του λαού. Τον Οκτώβρη του 2003 οργάνωσαν πανελλαδική συνάντηση και αποφάσισαν να προχωρήσουν σε πανελλαδική κίνηση, να δημιουργήσουν την «Αντιεξουσιαστική Κίνηση Φοιτητών» και να ιδρύσουν αντιεξουσιαστικά κέντρα στις πόλεις, να εκδόσουν πανελλαδική εφημερίδα, τη «Βαβυλωνία». Στόχος τους είναι να μην περιοριστούν σε αυτούς που αυτό-προσδιορίζονται ιδεολογικά σαν αναρχικοί, αλλά να διαμορφώσουν ένα ευρύτερο αντιεξουσιαστικό, αντικαπιταλιστικό ρεύμα συγκεντρώνοντας ευρύτερες ριζοσπαστικές δυνάμεις. Σε ορισμένες πρωτοβουλίες τους συνεργάζονται και συντονίζονται με άλλες αυτόνομες και αριστερίστικες κινήσεις.
Τέλος, υπάρχει ένας αριθμός αυτοδιαχειριζόμενων στεκιών και καταλήψεων που ξεκίνησαν να λειτουργούν στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και αποτελούν κέντρα δράσης αυτού του χώρου. Προσπαθούν μέσα από αυτή τη δράση να αποκτήσουν έρεισμα σε τοπικό επίπεδο μέσα από σειρά πολιτικών, πολιτιστικών εκδηλώσεων, ενασχόληση με τοπικά προβλήματα κλπ. Στην Αθήνα λειτουργούν 10 στέκια και σε άλλες πόλεις 13. Τέτοια στέκια υπάρχουν επίσης και σε ορισμένες Πανεπιστημιακές σχολές. Σε αυτούς τους χώρους συνυπάρχουν επιρροές από όλες τις «τάσεις» και ομάδες του αναρχο-αυτόνομου χώρου, ενώ σε ορισμένα συμμετέχουν και αριστεριστές.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Β. Ι. Λένιν: «Επαναστατικός Τυχοδιωκτισμός». Απαντα, τ. 6, σελ. 381-385, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και Επανάσταση». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
Ι. Β. Στάλιν: «Αναρχισμός ή Σοσιαλισμός». Απαντα, τ. Α', σελ. 323-324, 379-382, 398-405, έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ.
Ουίλιαμ Ζ. Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», σελ. 136 - 139, εκδόσεις «ΓΝΩΣΕΙΣ».
Φ. Γ. Πολιάνσκι: «Σοσιαλισμός και Σύγχρονος Αναρχισμός», εκδόσεις: «ΓΝΩΣΕΙΣ».
Κ. Μαρξ - Φ. Ενγκελς: «Η Αγία Οικογένεια». εκδόσεις «Αναγνωστίδη».


Ο Κύριλλος Παπασταύρου είναι μέλος του Γραφείου του ΚΣ της ΚΝΕ.
[1] Μαξ Στίρνερ (1806-1856): Ψευδώνυμο του Σμίτ Κασπάρ. Γερμανός φιλόσοφος, νεοχεγγελιανός και ιδεολόγος του αναρχισμού. Ο Στίρνερ ουσιαστικά πρόβαλε τον αναρχικό ατομισμό. Θεωρούσε σαν δημιουργική δύναμη της ιστορίας την αυτοσυνείδηση. Απορρίπτοντας κάθε κανόνα ηθικής και συμπεριφοράς θεωρούσε ότι πηγή του δικαίου και της ηθικής είναι η δύναμη κάθε ξεχωριστής προσωπικότητας. Ο μηδενισμός και ο αναρχισμός είναι η βασική συνισταμένη των θεωριών του που την περίοδο 1840-1860 επηρέασαν έναν αριθμό μικροαστών διανοούμενων, όπως ο Μ. Α. Μπακούνιν, ο Φ. Νίτσε κλπ. Οι Μαρξ - Ενγκελς στο έργο τους «Η Γερμανική Ιδεολογία» απέδειξαν το αβάσιμο της κριτικής του Στίρνερ ενάντια στον κομμουνισμό και κατέρριψαν τις θεωρίες του.
[2] Προυντόν Πιερ Ζοζέφ (1809-1865): Γάλλος μικροαστός σοσιαλιστής θεωρητικός του αναρχισμού. Εγινε γνωστός από το βιβλίο του «Τι είναι ιδιοκτησία;» (1840) όπου διακήρυττε ότι η ιδιοκτησία είναι κλοπή. Τη περίοδο 1844-1845 γνωρίζεται στο Παρίσι με τους εξόριστους νεοχεγγελιανούς και τον Κ. Μαρξ. Στο έργο του «Σύστημα οικονομικών αντιφάσεων ή φιλοσοφία της αθλιότητας» προτείνει τον ειρηνικό δρόμο μετασχηματισμού της κοινωνίας με τη μεταρρύθμιση των πιστώσεων και της κυκλοφορίας και επιτίθεται δριμύτατα ενάντια στον κομμουνισμό. Ο Μαρξ στο έργο του «Η αθλιότητα της Φιλοσοφίας» κατέκρινε με τη σειρά του τις ιδέες του Προυντόν. Το 1848 εκλέγεται βουλευτής της Συντακτικής Συνέλευσης. Αναπτύσσει θεωρίες για τη Συνεργασία των τάξεων και την κατάργηση του κράτους. Το 1849 καταδικάζεται 3 χρόνια για προσβολή στο πρόσωπο του Προέδρου Λουδοβίκου Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Το 1851 επιδοκιμάζει το πραξικόπημα του Βοναπάρτη θεωρώντάς το ιδιότυπη κοινωνική επανάσταση. Το 1858 φυλακίζεται ξανά για αντικληρικό έργο, δραπετεύει και διαφεύγει στο Βέλγιο. Επιστρέφει το 1862. Στο τέλος της ζωής του επεξεργάζεται το Πρόγραμμα των οπαδών της αμοιβαιότητας.
[3] Μπακούνιν Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς (1814-1876): Ρώσος επαναστάτης ένας από τους ιδρυτές του αναρχισμού. Φοίτησε στη σχολή Πυροβολικού της Πετρούπολης, αποστρατεύτηκε το 1835. Το 1840 φεύγει στο εξωτερικό. Προσχώρησε στους «αριστερούς χεγκελιανούς». Παίρνει μέρος σε διάφορες εξεγέρσεις σε όλη την Ευρώπη. Το 1850 συλλαμβάνεται στη Σαξονία και παραδίνεται στις τσαρικές αρχές από τους Αυστριακούς. Το 1857 στέλνεται εξορία στη Σιβηρία. Το 1861 δραπετεύει και μέσω Ιαπωνίας-ΗΠΑ επιστρέφει στην Ευρώπη. Το 1864-1867 ζει στην Ιταλία όπου και διαμορφώνει τις βασικές αναρχικές αντιλήψεις επηρεασμένος από τον Προυντόν. Μέχρι το θάνατό του 1876 στη Βέρνη, ταξιδεύει σε Γαλλία - Ελβετία - Ιταλία προπαγανδίζει τις ιδέες του, παίρνει μέρος σε διάφορες εξεγέρσεις. Στα τέλη του 1864 προσχώρησε στη Διεθνή Ενωση των Εργατών (Α΄ Διεθνή). Συγκρότησε τη μυστική «Διεθνή Αδελφότητα» με στόχο την υπονόμευση και τη διάσπαση της Διεθνούς. Οι Μαρξ - Ενγκελς άνοιξαν αποφασιστικό μέτωπο ενάντια στις αντιλήψεις αλλά και στην τακτική του Μπακούνιν. Το 1872 στο Συνέδριο της Χάγης ο Μπακούνιν και οι οπαδοί του διώχνονται από τη Διεθνή
[4] Κροπότκιν Πιοτρ Αλεξέγεβιτς (1842-1921): Ρώσος θεωρητικός του αναρχισμού, κοινωνιολόγος, γεωγράφος και γεωλόγος. Καταγόταν από παλιά πριγκιπική οικογένεια. Υπήρξε ακόλουθος του τσάρου. Διαμορφώνει δημοκρατική επαναστατική άποψη κατά την περίοδο που υπηρετούσε στη Σιβηρία. Το 1872 ταξιδεύει σε Βέλγιο και Ελβετία και προσχωρεί στην πτέρυγα της Διεθνούς που ακολουθούσε το Μπακούνιν. Επέστρεψε στη Ρωσία και ανέπτυξε επαναστατική δράση. Συνελήφθη το 1874, το 1876 δραπετεύει και φεύγει στο εξωτερικό όπου ζει πάνω από 40 χρόνια. Αναπτύσσει την αναρχική θεωρία που ονομάζει αναρχικό κομμουνισμό. Το 1905-1907 τάσσεται υπέρ της επανάστασης. Το 1907 παίρνει μέρος σαν προσκεκλημένος στο 5ο Συνέδριο του ΣΔΕΡΚ. Το 1914 με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου παίρνει θέση υπεράσπισης της πατρίδας. Το 1917 γυρνά στη Ρωσία. Σε λόγο του στο Κρατικό Συμβούλιο στη Μόσχα κάνει λόγο για κοινωνική ειρήνη. Παρά το γεγονός ότι ήταν αντίπαλος του κράτους εκτίμησε το διεθνή ρόλο της Οκτωβριανής Επανάστασης και του ρόλου των Σοβιέτ. Το 1919 -1920 συναντήθηκε με το Λένιν. Το 1920 απευθύνθηκε στο διεθνές προλεταριάτο με έκκληση να εμποδίσει τη στρατιωτική επέμβαση των χωρών τους στη Ρωσία. Ο Κροπότκιν παρουσίασε ένα πλούσιο επιστημονικό έργο στον τομέα της γεωγραφίας και γεωλογίας.  
[5] «Αναρχικός» Βρετανός συγγραφέας-δημοσιογράφος που όπως αποδείχτηκε πρόσφατα το όνομά του υπήρχε στις λίστες της Ιντέλιτζεντ Σέρβις για τη χρηματοδότηση αντικομμουνιστικής προπαγάνδας, ενώ ο ίδιος είχε φτιάξει λίστα κομμουνιστών και αριστερών δημοσιογράφων που είχε παραδώσει στις βρετανικές αρχές την περίοδο του ψυχρού πολέμου.
[6] Από την ιδρυτική διακήρυξη της «Αντιεξουσιαστικής Κίνησης».
[7] Μ. Μπακούνιν: «Ο Θεός και το Κράτος».
[8] Από την ιδρυτική διακήρυξη της «Αντιεξουσιαστικής Κίνησης».
[9] Προκήρυξη αυτοδιαχειριζόμενου στεκιού.
[10] Από προκήρυξη αναρχικών.
[11] Νετσάγεφ Σεργκέι Γκενάγεβιτς (1847-1882). Παράγοντας του ρωσικού επαναστατικού κινήματος. Πήρε μέρος στις φοιτητικές ταραχές 1868-69. Τον Ιανουάριο του 1869 αφού διέδωσε ότι πιάστηκε δήθεν από τη τσαρική αστυνομία έφυγε στη Μόσχα και το Μάρτιο πέρασε έξω από τα σύνορα. Στη Γενεύη παρουσιάστηκε σαν αντιπρόσωπος επαναστατικής επιτροπής που δήθεν δραπέτευσε και έτσι απέκτησε την εμπιστοσύνη του Μπακούνιν. Το Σεπτέμβρη του 1869 επέστρεψε στη Μόσχα δήθεν σαν εξουσιοδοτημένος από το Ρώσικο τμήμα της ανύπαρκτης «Παγκόσμιας Επαναστατικής ένωσης». Ιδρυσε τμήμα της μυστικής εταιρίας «Λαϊκή Εκδίκηση» που δήθεν υπήρχε παντού. Το Νοέμβρη δολοφόνησε το μέλος της οργάνωσής του φοιτητή Ι. Ι. Ιβάνοφ με το πρόσχημα ότι είναι προδότης επειδή έβλεπε με δυσπιστία τις προθέσεις του. Το Δεκέμβρη του 1869 ξεκίνησαν συλλήψεις και κατέφυγε στο εξωτερικό. Η πολεμική των Μαρξ - Ενγκελς στο Νετσάγεφ και η αποκάλυψη της προβοκατόρικης δράσης του πείθουν το Μπακούνιν και άλλους επαναστάτες να διακόψουν κάθε σχέση μαζί του. Τον Ιανουάριο του 1871 ξεκινά η περίφημη «Δίκη Νετσάγεφ» που οδήγησε στη παραπομπή 87 ρώσων δημοκρατών και επαναστατών σε δίκη. Η ευρωπαϊκή αντίδραση προσπαθούσε να την παρουσιάσει σαν δίκη της Α΄ Διεθνούς. Η Α΄ Διεθνής διαχωρίζει επίσημα τη θέση της από το Νετσάγεφ. Τον Αύγουστο του 1871 συλλαμβάνεται στη Ζυρίχη και παραδίδεται στις τσαρικές αρχές. Το 1873 καταδικάζεται για το φόνο του φοιτητή Ιβάνοφ. Πέθανε το 1882 στη φυλακή.
[12] Ο Νετσάγιεφ και Μπακούνιν έστελναν επιστολές που καλούσαν για εξέγερση στη Ρωσία και πράξεις ατομικής τρομοκρατίας, με παραλήπτες ανθρώπους που είχαν παλιότερα συνδεθεί με το δημοκρατικό κίνημα. Οι επιστολές με ευκολία έπεσαν στα χέρια της τσαρικής ασφάλειας οι οποίοι αποκάλυψαν προετοιμασία εξέγερσης. Με αυτό το πρόσχημα οι τσαρικές αρχές προχώρησαν σε μαζικές συλλήψεις δημοκρατών.
[13] «Το χαρακτηριστικότερο στα γεγονότα της Κροστάνδης είναι ακριβώς οι ταλαντεύσεις του μικροαστικού στοιχείου. Τίποτε σχεδόν διαμορφωμένο, ξεκάθαρο, συγκεκριμένο δεν υπάρχει. Νεφελώδη συνθήματα όπως «ελευθερία», «ελεύθερο εμπόριο», «απελευθέρωση από το ζυγό», «σοβιέτ χωρίς μπολσεβίκους» ή «επανεκλογή των σοβιέτ» ή «λύτρωση από τη δικτατορία του κόμματος» κλπ. Τόσο οι μενσεβίκοι όσο και οι σοσιαλεπαναστάτες διακηρύσσουν ότι το κίνημα της Κροστάνδης είναι «δικό τους» κίνημα... Ολόκληρη η συμμορία των λευκοφρουρών κινητοποιείται αστραπιαία για την Κροστάνδη, με ταχύτητα, μπορεί να πει κανείς τηλεγράφου... Πάνω από μισή εκατοντάδα ρωσικές εφημερίδες των λευκοφρουρών που κυκλοφορούν στο εξωτερικό, επιδίδονται σε μια λυσσαλέα καμπάνια «για την Κροστάνδη». Οι μεγάλες τράπεζες, όλες οι δυνάμεις του χρηματιστικού κεφαλαίου διοργανώνουν εράνους για την υποστήριξη της Κροστάνδης. Η δήλωση του Μάρτοφ στη βερολινέζικη εφημερίδα του ότι η Κροστάνδη δε διακήρυξε μόνο μενσεβικικά συνθήματα, αλλά κι απέδειξε ακόμα, ότι είναι δυνατό ένα αντιμπολσεβίκικο κίνημα, που να μην υπηρετεί εντελώς τους λευκοφρουρούς, τους καπιταλιστές και τους γαιοκτήμονες, η δήλωση αυτή αποτελεί κλασικό παράδειγμα ενός αυτάρεσκου μικροαστού νάρκισσου. Ας κλείσουμε λοιπόν τα μάτια μπρος στο γεγονός, ότι όλοι οι γνήσιοι λευκοφρουροί χειροκροτούσαν τους αποστάτες της Κρονστάνδης και ότι συγκέντρωναν χρήματα για την υποστήριξή της από τις τράπεζες». Β. Ι. Λένιν «Σχετικά με τη φορολογία σε είδος». Απαντα, τ. 43, σελ. 246-247.
[14] Οι αναρχικοί στη Δ. Ευρώπη καλούσαν σε αλληλεγγύη στους αντεπαναστάτες το 1956 στην Ουγγαρία, το 1968 στην Τσεχοσλοβακία, το 1980 στην Πολωνία. Μάλιστα ειδικά για την Ουγγαρία θεωρούν ότι ήταν επανάσταση με αναρχικά χαρακτηριστικά. Για την Ουγγαρία έχει γράψει ιδιαίτερα ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης που θεωρείται θεωρητικός του «αυτόνομου» χώρου.
[15] Ο Ν. Κ. Μπεντίντ ακολουθώντας με συνέπεια την αντικομμουνιστική του πορεία σήμερα είναι βουλευτής των Γερμανών Πρασίνων, από τους φανατικούς χειροκροτητές των ανατροπών των σοσιαλιστικών καθεστώτων, οπαδός της ΕΕ και θερμός υποστηρικτής του ΝΑΤΟϊκού πολέμου ενάντια στην ΟΔ Γιουγκοσλαβίας.