Διήγημα της Βαγγελιώς Καρακατσάνη //
Το απομεσήμερο, ο Κωστής κατέβαινε το σοκάκι δακρυσμένος αλλά τα γυαλιά ηλίου που φορούσε έκρυβαν τα μάτια του απ’ τους περαστικούς. Δεν ήταν ούτε η πρώτη φορά ούτε επρόκειτο να ήταν η τελευταία που τα έβαζε με τη Ρηνιώ. Κι αυτή η επιμονή της να του ρίχνει το φταίξιμο για την ανεργία που τους τρύπαγε το στομάχι και προπάντων την ψυχή κι είχε διεισδύσει σα δαίμονας ανάμεσα στα στέφανά τους, τον είχε σακατέψει. Δεν ήταν μονάχα πως είχανε καιρό πολύ να βρεθούν ερωτικά και σχεδόν είχαν ξεχάσει τι εστί έρως, μα ήταν που είχαν απομακρυνθεί συναισθηματικά ο ένας από τον άλλο σε σημείο που θα έλεγε κανείς αβίαστα πως δεν πάει άλλο έτσι, κάτι πρέπει να γίνει…
Ο Κωστής όμως επέμενε… όποτε μάλωναν κατέβαινε κάτω, έβρισκε τα συντρόφια, αντάλλασαν μια δυο κουβέντες και στάνιαρε. Έπαιρνε ανάσες. Εκείνη που ανανέωνε τις δυνάμεις της δεν είχε καταλάβει κανείς, αλλά όσο πέρναγε ο καιρός, έχωνε τα σουβλιστά λόγια της όλο και πιο μέσα στην καρδιά του.
«Άντρας είσαι ‘συ, πανάθεμά σε; Εεεε; Άντρας; Να περιμένεις απ’ τη γυναίκα σου να φέρει το ψωμί στο σπίτι;»
Κι αυτός έστεκε εκεί, στη μέση της εξώπορτας, έτοιμος να τελειώσει η κυρά του το ξέσπασμά της και να σηκωθεί να φύγει για να μη δει τα μάτια του τα βουρκωμένα.
Εκεί καταμεσής της σιδερένιας πόρτας, κάτω ακριβώς απ’ το κασαλίκι, ορθός, άπραγος κι αμίλητος… Τι να της έλεγε; Πως είχε άδικο; Πως δεν έφταιγε εκείνος που χτύπησε η κρίση και το δικός τους σπιτικό; Όταν είχε δουλειά καθόταν; Δεν καθόταν! Τσάντες κουβαλούσε τα εφόδια του σπιτικού τους κάθε Σάββατο που πληρώνονταν. Τσάντες απ’ τον κρεοπώλη, από τον ψαρά, από τον μανάβη, τσάντες και από το σούπερ μάρκετ… και όταν πήγαινε σπίτι φώναζε γλυκά και χαμογελαστά:
«Ρηνιώ, έλα να με βοηθήσεις, μην πλακώσουν αμάξια και κλείσουμε την κυκλοφορία» και ‘κείνη έβλεπε τις τσάντες και δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά της:
«Κωστή μου, τόσα πράγματα τι θα τα κάνουμε; Λόχο ταΐζουμε, λόχο!» έλεγε κρυφογελώντας και κουβαλούσε χωρίς να πονάνε ούτε τα χέρια της, ούτε η μέση της, ούτε τα πόδια της από τα βάρη.
Αλλά τότε ήταν αλλιώς… άλλες εποχές! Ο κόσμος ζούσε πλουσιοπάροχα. Και ο πιο φτωχός είχε το κατιτίς του… Έβλεπε κι αυτός μία στο τόσο άνοιξη, αλλά έβλεπε… Τώρα είχε πέσει βαρυχειμωνιά και δεν φαινόταν άνοιξη πουθενά, όχι για τους φτωχούς αλλά για κανέναν! Μόνο οι μεγαλοκαρχαρίες του πλούτου εξακολουθούσαν να γεμίζουν τα σεντούκια τους με χρυσό. Η φτωχολογιά περίμενε ουρά έξω απ’ τα ενεχυροδανειστήρια για να σκοτώσει όσο όσο τα ενθύμια και τα δώρα και να αγοράσει με τα λιγοστά χρήματα που θα της έδιναν οι αετονύχηδες τα αναγκαία.
Κι ο Κωστής έβλεπε τι γίνονταν στον κόσμο καθώς και μελετηρός ήταν, και κυκλοφορούσε και στο σωματείο πήγαινε, συχνά πυκνά. Η γυναίκα του πού να τα μάθει; Κλεισμένη όλη μέρα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού παρέα με την τηλεόραση ή τις κουτσομπόλες της γειτονιάς, που δεν ήξεραν τίποτα άλλο παρά να παρακολουθούν και να σχολιάζουν τα καθέκαστα; Μόνο όταν μάλωνε η Ρηνιώ με τον Κωστή, μόνο τότε δεν πήγαιναν σπίτι της γιατί ήξεραν, πως άμα έπιανε πάνω στο θυμό της καμία στο στόμα της, θα έψαχνε την πόρτα για να φύγει. Έτσι, για να αποφύγουν την συμπλοκή καθόταν σπίτια τους, έκλειναν και τις κουρτίνες ή τα παντζούρια μόλις ξεκινούσε ο καυγάς κι όταν πήγαιναν την άλλη μέρα στης Ρηνιώς και τις ρωτούσε αν άκουσαν τίποτα, εκείνες αθώες κι ανήξερες καθώς έδειχναν, σήκωναν τα χέρια τους ψηλά και φύλαγαν σταυρό, άσχετα που είχαν ακούσει τα πάντα πίσω απ’ τα πατζουροπαραθυρόφυλλά τους.
Η συζήτηση για την κρίση και τον χαρακτήρα της είχε ανάψει για τα καλά… στην τηλεόραση κάθε βράδυ πρόσθεταν και μια καινούργια λέξη τη μια γκόλντεν μπόι, την άλλη μπίζνες, έτσι που να μην καταλαβαίνει ο κόσμος τι και γιατί γίνεται και να περνάνε τα αντιλαϊκά μέτρα αβίαστα…
Φόροι, μείωση μισθών και ανεργία είχαν φέρει τους εργαζόμενους σε τραγική θέση. Κάθε σπίτι μέτραγε και ένα άνεργο… κι ήταν τόσο μαζικά εξαπλωμένη η εξαθλίωση, που ούτε τα μέσα ενημέρωσης των εφοπλιστών και των βιομηχάνων μπορούσαν να κρύψουν τη σαπίλα του συστήματός τους…
Το πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμο ήταν να σε πάρει από κάτω, να νιώθεις ανίκανος να προσφέρεις στην οικογένεια σου, στους ανθρώπους που αγαπάς, να νιώθεις φταίχτης που έχεις χάσει τη δουλειά σου, πως δεν είχες επαρκή προσόντα και ικανότητες για να σε κρατήσουν τα αφεντικά… Και τούτο το ήξερε ο Κωστής. Το ήξερε καλά! Γι’ αυτό και το πάλευε όσο μπορούσε καλύτερα, με ό,τι όπλα είχε, με την επαναστατημένη σκέψη του και την συλλογική δράση του… αν έμενε στα ξεσπάσματα της Ρηνιώς την είχε άσχημα, θα ‘χε χάσει από χέρι. Δεν έπαυε όμως να τον στεναχωρεί αυτή η κατάσταση.
«Είναι δυνατόν, αναλογίζονταν, η γυναίκα μου να με θεωρεί τεμπέλη και οκνηρό; Να πιστεύει πως περιμένω από αυτήν να με θρέψει με τις σκάλες και το καθάρισμα δυο τριών σπιτιών;»
Αυτό που τον στενοχωρούσε περισσότερο είναι πως ερχόταν ολοταχώς πόλεμος κι αντί να τους βρει ενωμένους σαν μια γροθιά, όχι μόνο αυτούς, όλους τους εργάτες, θα τους βρει ο καθένας και πάνω του… Ο ένας θα κοιτάει δεξιά, ο άλλος αριστερά, κι όλοι μαζί να χορεύουν το χορό που παίζουν τα αφεντικά. Και τούτος ο πόλεμος δεν είναι όνειρο χειμερινής νυκτός, ούτε πόλεμος τηλεοπτικός. Θα είναι πόλεμος πραγματικός, με θύματα τους λαούς και θύτες τους καπιταλιστές και το περίγυρο τους. Συνέχεια του πολέμου που διεξαγόταν καθημερινά, με άλλα, λιγότερο βίαια μέσα…
Άντε όλα τούτα να τα καταλάβει η Ρηνιώ που το μόνο που την ένοιαζε ήταν, τι θα βάλει στο τσικάλι της να μαγειρέψει, λες και το φαΐ που στερούνταν εκείνοι και η φτωχολογιά δεν ήταν ο πλούτος που συσσώρευαν οι καπιταλιστές. Μια φορά δεν κρατήθηκε και της το είπε νέτα σκέτα:
Ρηνιώ, αν θες να ‘χουμε φαΐ πρέπει να ‘ρθεις στην απεργία πριν μας πάρουν και τα βρακιά μας και μας βάλουν να σκοτωθούμε αναμεταξύ μας.
Και η απεργία θα μου δώσει εμένα φαί; Αέρα κοπανιστό φέρνεις όποτε πηγαίνεις… Μπα θες και του λόγου σου αέρα κοπανιστό να σου σερβίρω από αύριο;
Τ’ ακούς Ρηνιώ; Όσο και να παλεύουμε μονάχοι, άκρη δεν βρίσκουμε… Όλοι οι φτωχοί στο ίδιο καζάνι βράζουμε… κι άμα βράσει το τσικάλι, το καπάκι θα πετάξει, το έχει πει ο Μαρξ και έχει γίνει πράξη.
Μωρέ άσε με εκεί που αρνέυγω… Μη με βγάζεις όξω από τα ρούχα μου Σαββατιάτικα και με κολάσεις. Ούτε στην εκκλησία δεν θα με αφήσεις να πάω αύριο σατανά, ε σατανά!. Τράβα να βρεις τους υπόλοιπους δαιμονισμένους στο σωματείο, που τα βρίσκεται, πριν αρχίσω πάλι γιατί δεν έχω όρεξη. Μόνο τράβα!
Όταν την παντρεύτηκε ο Κωστής το ‘ξερε πως η Ρηνιώ δεν είχε ιδέα από πολιτική και σωματεία, αλλά δεν τον ένοιαζε και πολύ. Ποτέ άλλωστε δεν του είχε μπει εμπόδιο στη δική του ενασχόληση και δράση. Η αλήθεια ήταν πως κι εκείνη από μέσα της προτιμήσουμε να πηγαίνει ο Κωστής της στο σωματείο, παρά να πηγαίνει σε κανένα καφενείο να μπεκρουλιάζει με τους αργόσχολους. Τώρα όμως τα πράγματα ήταν αλλιώς, γιατί είχαν σφίξει για τα καλά τα ζωνάρια κι ό,τι κι αν έκανε ο κακόμοιρος, που δεν έφερνε ψωμί στο σπιτικό της, ήταν κακώς καμωμένο. Εκείνο αποκλειστικά ήταν το κριτήριο: παίρνει λεφτά καλώς είναι καμωμένο, δεν παίρνει καλιά να μην κάνει πράμα. Κι όλα ετούτα γίνονταν, ώρες και φορές, ένας κόμπος στο λαρύγγι του Κωστή που όλο έλεγε να πάρει αέρα κι όλο τον έπνιγε.
Έτσι κυλούσε άσχημα και τραγικά η ζωή τους, ώσπου μια μέρα, μια Τρίτη μεσημέρι, χτύπησε το τηλέφωνο σπάζοντας τη γενική μελαγχολία που είχε πέσει στο σπιτικό τους. Η Ρηνιώ παρατάει το τσικάλι που ‘χε βάλει για να ψήσει λίγα φασόλια που ‘χε μαζέψει απ’ το περβόλι της η γειτόνισσα η κυρά Κατίνα και της τα είχε πάει γιατί είχε καταλάβει πως δεν είχαν τίποτα σπουδαίο για φαγητό. Αφήνει η Ρηνιώ το τσικάλι πάνω στη φωτιά να ψήνεται το φαΐ και σηκώνει το ακουστικό του τηλεφώνου. Από την άλλη άκρη της γραμμής ακούει μια φωνή να της λέει:
«Η κυρία Παπαδάκη;»
«Ναι, η ίδια» τ’ αποκρίνεται.
«Κυρία Παπαδάκη ο άντρας σας είχε ένα μικρό ατύχημα με το μηχανάκι. Είναι καλά: Μην ανησυχείτε. Ελάτε στα έκτακτα του νοσοκομείου να τον παραλάβετε.»
Η Ρηνιώ τα ‘χασε! Αν είναι δυνατόν. Ο άντρας της, ο Κωστής της, ο άνθρωπός της, το καμάρι της, ο μερακλής της, ο αγωνιστή της, ο σύντροφός της, να μην γυρίσει σπίτι αλλά να πάει στα επείγοντα… «Άραγε να ’χει κάτι σοβαρό και να μην της το είπαν… Αλλά αν είχε κάτι σοβαρό δεν θα της έλεγαν να τον παραλάβει… θα της έλεγαν απλώς να πάει…»
Τη μια σκεφτόταν τα χειρότερα και την άλλη τα καλύτερα… Μέση οδό δεν μπορούσε να βρει… και το ‘χε δει το κακό όνειρο. «Ήτανε, λέει, ένας δρόμος σαν αυτόν έξω απ’ το σπίτι της, στενός και γεμάτος λακκούβες από λασπόνερα κι ήτανε νύχτα. Κι εκείνη πήγαινε σιγά σιγά κι ήθελε να τον περάσει μα ήταν αδύνατο τόσο μεγάλες που ήταν οι λακκούβες. Εκεί που περπατούσε έντρομη, είδε μπροστά της τη συχωρεμένη τη μάνα της που κρατούσε από ένα σκοινί μια αγελάδα, μια αγελάδα πολύ μεγάλη που μούγκριζε αφηνιασμένη. Κι εκεί που προχωρούσε, ακούει τη μάνα της να της λέει: «Μη φοβάσαι παιδί μου, μα θα κάνω πολλά χρόνια να σ’ ανταμώσω, μόνο πρόσεχε!» και μόλις τελειώνει, εξαφανίζονται οι μάνα, η αγελάδα και οι λακκούβες και ο δρόμος γίνεται βατός για να περάσει η Ρηνιώ».
Κι όπως έσβηνε το όνειρο πετάχτηκε απάνω η Ρηνιώ κι έμπηξε τις φωνές:
«Κωστή, Κωστή, η μάνα μου με καλεί κοντά της!»
«Δεν είναι τίποτα Ρηνιώ, κοιμήσου!» της αποκρίθηκε εκείνος.
«Το ‘δα σου λέω στ’ όνειρο…»
«Κοιμήσου, κι αύριο το πρωί τα συζητάμε.» είπε εκείνος κι άλλαξε πλευρό.
Ξύπνησε βέβαια από το φόβο της η Ρηνιώ, αλλά τα καθησυχαστικά λόγια του Κωστή τη μαλάκωσαν κάπως κι έτσι μπόρεσε να κλείσει τα μάτια της, δυο τρεις ώρες ακόμα, ώσπου να ξημερώσει.
Αλλά τώρα, καθώς ετοιμαζόταν στο πι και φι για ο νοσοκομείο, μαύρα φίδια την έζωναν. «Αν έχει ο Κωστής της κάτι σοβαρό, ποιος άραγε θα την ηρεμήσει; Αν η ζωή της, η ανάσα της, η αναπνοή της έχει κάτι σοβαρό, ποιος θα της βρεθεί; Και που θα βρούμε λεφτά να πληρώσουμε τους γιατρούς; Άραγε, θα χρειαστούν θεραπείες και φάρμακα και πώς θα τα αγοράσουμε; Εδώ, καλά-καλά, δεν μπορούμε να ζήσουμε..» Σκεφτόταν καθώς κατέβαινε τις σκάλες για να βγει τρέχοντας λίγο παρακάτω, στην κεντρική λεωφόρο, να πάρει ταξί για το νοσοκομείο.
Κι ύστερα, του ‘ριχνε μέσα της την ευθύνη για ό,τι συνέβαινε και σιγοψιθύριζε: «Αναθεματισμένη η ώρα που ‘φυγε το πρωί, και του το ‘πα: Έχε το νου σου γιατί η συχωρεμένη μου στείλε σημάδι! Αλλά δεν άκουσε ο κερατάς, που να τον πάρει ο διάολος να τον σηκώσει. Σε τέτοιους μπελάδες που μας βάζει, τέτοια εποχή! Τον καιρό διάλεξε ο ψευτοεπαναστάτης… την ώρα διάλεξε ο αναθεματισμένος!»
Έπειτα αναρωτιόνταν «ο Κωστής μου είναι έμπειρος οδηγός, πώς στο καλό χτύπησε; Αυτός οδηγεί παπάκι εδώ και τριάντα κοντά χρόνια, και λίγα λέω πως στο καλό έγινε ό,τι έγινε;» Χτύπησε, τον χτύπησαν ιδέα δεν είχε. Κι ούτε την ένοιαζε προς το παρόν. Εκείνο που την έκαιγε τώρα ήταν «ο άντρας της να ‘ναι καλά… Α, και να μην του μείνει κουσούρι… Βοήθησέ με Παναγία μου, βοήθησέ τον κι αυτόν τον άπιστο κι εγώ θα του αλλάξω μυαλά, θα τον κάνω να πιστέψει Παναγία μου, βοήθησέ μας… τι είναι αυτό που μας βρήκε Παναγία μου, δεν μας έφταναν όλα τα άλλα;» διερωτόταν μέσα της και τα μάτια της έτρεχαν ποταμός…
Ύστερα συλλογίστηκε την κατάστασή τους, το Σωματείο που τους πήγαινε συχνά πυκνά τρόφιμα και πιο αραιά ρούχα, την επανασύνδεση του ρεύματος, που είχαν πετύχει μετά από διαμαρτυρία στη ΔΕΗ, τους συντρόφους που τους καλούσαν στα σπίτια τους για να γελάσει λίγο το χειλάκι τους, και μονολόγησε: «Ανάθεμά σε τύραννε, ανάθεμά σε… Εδά θα με κάνεις να πιστέψω τον κομμουνισμό. Αυτό μόνο μού λείπει…»
Μετά από λίγη ώρα περισυλλογής και σιωπής η Ρηνιώ μήτε έκλαιγε, μήτε γελούσε, μόνο κοίταζε έξω από το τζάμι του ταξί παρατηρώντας τη φτωχολογιά που πηγαινόρχονταν στους δρόμους. Λες κι ήταν σε αφασία… Κι εκεί που έβλεπε γύρω τριγύρω την φτώχια και την απελπισία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των ανθρώπων που συναντούσε το ταξί στο δρόμο του, ολοκλήρωσε τις σκέψεις της, που φεγγοβολούσαν τώρα κι άστραφταν και πλημμύριζαν φωτιά το μέσα της:
«Ας είναι καλά και θα πάω κι εγώ να γραφτώ στο Σωματείο… Μόνο να ‘ναι καλά ο άντρας μου, ο σύντροφός μου! Μόνο να ‘ναι καλά!»
Αφιερωμένο στην 4η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΠΑΜΕ