Γράφει η ofisofi //
Η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή το 2007 καθιέρωσε να γιορτάζεται στις 30 Σεπτεμβρίου κάθε χρόνου η Ημέρα μνήμης των Εθνικών Ευεργετών.
Ο όρος Εθνικός Ευεργέτης μου προκαλούσε πάντα μεγάλη απορία γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω το είδος, το μέγεθος και την αξία της ευεργεσίας που ο καθένας από αυτούς πρόσφερε στην Ελλάδα.  Βέβαια αν κοιτάξει κανείς γύρω του σε όλη την επικράτεια από το πιο μικρό χωριό  έως τη μεγάλη πόλη  θα βρει κτίρια με το όνομά τους  ή κάποιες υποτροφίες για τις σπουδές νέων ή την προικοδότηση κοριτσιών. Θετικά όλα αυτά, αλλά το ερώτημα είναι πώς έγιναν τόσο πλούσιοι αυτοί οι άνθρωποι και κατά πόσο συνέβαλαν  με τον πλούτο τους στην ανάπτυξη  και την πρόοδο της Ελλάδας  τόσο οικονομικά όσο και πνευματικά. Η εξέλιξη της Ελλάδας διαχρονικά, η φτώχεια, η εγκατάλειψη, ο αναλφαβητισμός, η απουσία ιατρικής και φαρμακευτικής φροντίδας, ο μαρασμός της επαρχίας, η αστυφιλία, η  μετανάστευση, οι πελατειακές σχέσεις, η ρουσφετοκρατία, οι άγριες συνθήκες εργασιακής εκμετάλλευσης, οι κάθε είδους ανισότητες και η ίδια η μορφή και η δομή  του νεοελληνικού κράτους, δεν μαρτυρούν  τη συμβολή τους στην ανάπτυξή της παρά μόνο την ατομική ή οικογενειακή τους ευημερία, την πολιτική  ανάδειξη αρκετών από αυτούς και την  προβολή  τους μέσα από τις φιλανθρωπικές δραστηριότητες και τις  αγαθοεργίες. Να σε κάψω Γιάννη να σ’ αλείψω μέλι, που λέει ο λαός.
Το φαινόμενο αυτό είναι σύνθετο και πολύπλοκο και βεβαίως δεν αναλύεται ούτε εξαντλείται σε αυτές τις λίγες γραμμές που απλά το σκιαγραφούν  Καλό είναι  όμως να το μελετήσουμε σε συνδυασμό με τις ιστορικές συνθήκες, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές, της εποχής που γεννήθηκε, δηλαδή του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα και σε συνάρτηση πάντα με την εμφάνιση και ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος και τις αλλαγές που έφερε στην παγκόσμια οικονομία.
Τα χρόνια εκείνα οι έλληνες Φαναριώτες, οι έμποροι και οι καραβοκύρηδες  ίδρυαν παροικίες έξω από τα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Έλληνες της διασποράς, όπως λέγονται. Αυτές οι παροικίες δημιουργήθηκαν σε περιοχές σημαντικές για την άσκηση του αποικιοκρατικού εμπορίου.  Ας μην ξεχνάμε ότι η αποικιοκρατική πολιτική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων κυριαρχούσε  σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Οι πάροικοι ασχολούνταν με εργασίες που τους διαφοροποιούσαν μεταξύ τους και οι οικονομικές δραστηριότητές τους ήταν σχετικές με την ιδιαίτερη πατρίδα τού καθένα αλλά και το κομμάτι του παγκόσμιου κεφαλαίου που εξυπηρετούσαν με τη δράση τους. Οι παροικίες των  Ελλήνων εξυπηρετούσαν γαλλικά, αυστριακά, βρετανικά ή ρωσικά συμφέροντα ανάλογα με το έδαφος στο οποίο βρίσκονταν.
Ήδη από τα τέλη του 17ου αι. και τις αρχές του 18ου με τις Συνθήκες του Κάρλοβιτς (1699)  και του Πασσάροβιτς (1718) δόθηκαν σημαντικά προνόμια σε αυτούς που ήθελαν να φύγουν από την Ανατολή και την Βαλκανική και να πάνε στην Αυστρία, Ουγγαρία, Τρανσυλβανία. Τα προνόμια αυτά διαμόρφωναν ευνοϊκές συνθήκες για όσους ήθελαν να ασχοληθούν  με το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Για παράδειγμα η κυβέρνηση της Αυστρίας, επειδή δεν είχε προσβάσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, προσπάθησε με προνόμια να δελεάσει τους εμπόρους  των περιοχών αυτών. Ο δρόμος για την Ανατολή περνούσε από τη Μακεδονία και τη Θράκη. Αυτές οι περιοχές εφάρμοζαν το σύστημα της μονοκαλλιέργειας εξασφαλίζοντας φτηνές πρώτες ύλες στα ευρωπαϊκά κέντρα μεταφέροντάς τες από τα οθωμανικά εδάφη. Στην ουσία το σύστημα αυτό  το είχαν επιβάλει οι μεγάλες αποικιοκρατικές χώρες και εξυπηρετούσε το εξωτερικό εμπόριο με αυτές.
Κατά τον 18ο αιώνα η οικονομική ανάπτυξη των ελληνικών περιοχών της οθωμανικής αυτοκρατορίας χαρακτηριζόταν ακριβώς από αυτή τη διαδικασία. Οι πραματευτές μετέφεραν τις πρώτες ύλες στην Ευρώπη και σιγά σιγά  αποκτώντας χρήματα μετατρέπονταν σε εμπόρους και σταδιακά  εξελίσσονταν σε τραπεζίτες  συνδέοντας τα συμφέροντά τους με εκείνα των αποικιοκρατών και αποκτούσαν παντοδυναμία ως άτομα αφού κάθε εμπορική και οικονομική δραστηριότητα συνδεόταν με την αποικιοκρατία και τον ανερχόμενο καπιταλισμό .
Γι’ αυτό το λόγο αν και οι Έλληνες πάροικοι ήταν πολύ πλούσιοι, η σχέση τους και η εξάρτησή τους από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και καταμερισμό της εργασίας δεν τους επέτρεπε να αναπτύξουν της παραγωγικές δυνάμεις της χώρας τους παρά μόνο στο βαθμό που το απαιτούσαν  οι ανάγκες της αγοράς.
Αυτός ήταν ο ρόλος των εμπόρων του παροικιακού ελληνισμού το 18ο και αρχές του 19ου αιώνα. Όσοι προσπάθησαν να διαφοροποιηθούν είτε χρεωκόπησαν  είτε άλλαξαν επάγγελμα.
Αν παρατηρήσει κανείς τις περιοχές που ιδρύθηκαν οι ελληνικές παροικίες θα διαπιστώσει ότι κυριαρχούσαν η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία. Επομένως υπήρχε έντονος ανταγωνισμός ανάμεσα σε αυτές τις χώρες για το ποια θα κυριαρχήσει στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στη θάλασσα της Μεσογείου. Η κάθε δύναμη ήθελε να αξιοποιήσει για λογαριασμό της την εμπορική ναυτιλία και οι συνθήκες ευνόησαν την ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας.
Η Αγγλία χαρακτηριστικά αξιοποίησε τους Φαναριώτες που τους διόριζε πρόξενους αλλά τους πουλούσε και καράβια για να γίνουν καραβοκύρηδες και επιπλέον οι Άγγλοι παρουσιάζονταν προστάτες των νεοελληνικών γραμμάτων ( π.χ η Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης ήταν κάτω από την επίσημη προστασία του αγγλικού Προξενείου της Σμύρνης).
Ανάλογα συμπεριφέρθηκε και η Ρωσία μετά τα Ορλωφικά και τη Συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή (1774) που ώθησε πολλούς Έλληνες να καταφύγουν στη Ρωσία και να ιδρύσουν τις γνωστές ελληνικές παροικίες.
Στα σχολικά βιβλία της ιστορίας μαθαίνουμε ότι η Συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή ήταν ευνοϊκή για τους Έλληνες και κυρίως για τους κατοίκους των νησιών του Αιγαίου. Τα καράβια τους μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα με ρώσικη σημαία.
Όμως υπάρχει η διαφορετική  άποψη ότι οι Έλληνες των παροικιών στη Ρωσία μέχρι κάποιο βαθμό εξυπηρετούσαν τα σχέδια της τσαρικής Ρωσίας για το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη διείσδυση των ρωσικών κεφαλαίων στην Ανατολή . Συγχρόνως όμως βοηθούσαν και τα αγγλικά και τα γαλλικά κεφάλαια να διεισδύσουν στη Ρωσία
Δεν αμφισβητείται η ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας αλλά αυτή θα πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με τις παραγωγικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας που δεν ήταν αναπτυγμένες  και κατά πόσο συνέβαλε στο να δημιουργηθεί και να ανδρωθεί μια ελληνική  αστική τάξη.  Αυτό που συνέβη ήταν ο μονομερής προσανατολισμός των ελληνικών κεφαλαίων στην θάλασσα πνίγοντας κάθε άλλη αναπτυξιακή και παραγωγική προσπάθεια. . Ενδεικτική  είναι  η παρακμή διαφόρων κέντρων μεταποίησης των τοπικών προϊόντων (Αμπελάκια, Ζαγορά κ.α). Η Ελλάδα δεν χρειαζόταν εκβιομηχάνιση.
Τον 18ο αιώνα πολλοί Έλληνες αποφάσισαν να ξενιτευτούν  και να αποκτήσουν χρήματα και πλούτη. Στην ξενιτιά γίνονταν πάροικοι και σιγά σιγά άλλαζαν οικονομική και κοινωνική θέση, γίνονταν αστοί. Αυτό ήταν το όνειρό τους , ο στόχος τους(π.χ. ο Σίμων Σίνας ύστερα από τα Ορλωφικά ήταν ένα ραγιάς κατεστραμμένος έμπορος  από τη Μοσχόπολη. Βρέθηκε στην αυλή του Φραγκίσκου του Α΄, ο οποίος , μετά από 35 χρόνια προσφοράς υπηρεσιών στο αυστριακό κράτος, τον έχρισε βαρώνο).
Οι έλληνες των παροικιών λοιπόν γίνονταν αστοί και το κεφάλαιο που συγκέντρωναν  δημιουργούσε  τις προϋποθέσεις να δημιουργηθεί εθνική αστική τάξη στην Ελλάδα. Κινούνταν μέσα σε μια αστική  ευρωπαϊκή κοινωνία αλλά για να μπορέσουν να ξεχωρίσουν έπρεπε να διαμορφώσουν οι ίδιοι εθνικά χαρακτηριστικά.
Αυτό μπορούσαν να το πετύχουν με την καλλιέργεια της εθνικής αστικής κουλτούρας και την προώθηση των οικονομικών συμφερόντων προς τη μεριά της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Τα συμφέροντα αυτά όμως δεν ήταν ανεξάρτητα από το αποικιακό εμπόριο και τις ευρωπαϊκές δυνάμεις που το ασκούσαν ανατολικά.
Ο στόχος τους ήταν να μετατρέψουν την ιδιαίτερη πατρίδα τους  και την Οθωμανική Αυτοκρατορία μέσα στην οποία υπαγόταν σε χώρο του υπανάπτυκτου καπιταλισμού. Ουσιαστικά τους ενδιέφερε η παραγωγή πρώτων υλών, κυρίως αγροτικών, απαραίτητων στο ευρωπαϊκό εμπόριο.  Επομένως  ο στόχος τους δεν ήταν η ανάπτυξη αλλά η υπανάπτυξη , διότι η ιδιαίτερη πατρίδα τους εξακολουθούσε να είναι  εξαρτημένη και από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και τα συμφέροντά τους στην περιοχή.
Για τους λόγους αυτούς ο ελληνικός αστικός πολιτισμός και η αστική ιδεολογία καλλιεργήθηκαν στις κοινότητες των παροικιών του 18ου και του 19ου αιώνα , δηλαδή εκτός του κυρίως  ελλαδικού χώρου. Αυτό είχε ως συνέπεια να πρωταρχίσει στις παροικίες ο νεοελληνικός διαφωτισμός, πνευματική κίνηση για την αφύπνιση των υπόδουλων  Ελλήνων. Αυτή η κίνηση όμως δεν είχε ενιαίο χαρακτήρα διότι οι διαφωτιστές δεν εκφράζανε όλοι την ίδια κοινωνική δύναμη. Οι μεγαλέμποροι, οι πλοιοκτήτες, οι τραπεζίτες δεν ήθελαν ταραχές , αναστατώσεις και ανακατατάξεις διότι πηγή του πλούτου τους ήταν τα εμπορεύματα που έρχονταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Συγχρόνως όμως  θεμελιώνονταν οι βάσεις για τη δημιουργία καινούριων ιδεολογικών ρευμάτων μέσα και έξω από την Ελλάδα. Δρούσαν και ιδεολόγοι του ελληνικού αστισμού που διαφοροποιούνταν μεταξύ τους αλλά και με τους μεγαλεμπόρους. Χαρακτηριστική η περίπτωση του Ρήγα Φεραίου ,ο οποίος όρθωσε το ανάστημά του όχι μόνο απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά και στις ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις και σε όσους τις στήριζαν σε κάθε περιοχή. Η δολοφονία του έγινε με τη συνεργασία παροίκων μεγαλεμπόρων, ευρωπαϊκών  κυβερνήσεων και της Πύλης.
Επομένως  άλλο τι ήθελαν και άλλο τι συνέπειες είχε αυτό που ήθελαν. Αυτό φάνηκε κυρίως μετά την Επανάσταση του 1821 καθώς το νεοσύστατο ελληνικό κράτος δεν οδηγήθηκε σε αστική , δημοκρατική ανάπτυξη.
Γιατί συνέβη αυτό;
Διότι οι πλούσιοι πάροικοι με τη δράση τους δεν φρόντιζαν για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της Ελλάδας και την οικονομική της ανεξαρτησία. Ενδιαφέρονταν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις του βιομηχανικού πλέον κεφαλαίου. Εξασφάλιζαν φτηνές πρώτες ύλες , τις προωθούσαν στις αγορές των ευρωπαϊκών μητροπόλεων και από εκεί στα εργοστάσια για τη μεταποίησή τους. Στη συνέχεια αναζητούσαν προνομιακές αγορές για τα βιομηχανικά προϊόντα και με αυτό τον τρόπο στήριζαν όχι την ελληνική οικονομία αλλά την παγκόσμια αποικιοκρατική και καπιταλιστική αγορά. Αυτοί πλούτιζαν όχι η πατρίδα .
Οι συνέπειες αυτής της τακτικής φάνηκαν στην μετεπαναστατική Ελλάδα με την υποστήριξη της μιας ή της άλλης ξένης δύναμης και την επιβολή της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας. Στο μεταξύ η εμπορική ναυτιλία συνέχιζε την ανάπτυξή της σε βάρος όλων των άλλων κλάδων της εθνικής οικονομίας της νεοελληνικής κοινωνίας. Τα όποια βιομηχανικά κέντρα παρακμάζουν γιατί έτσι επιτάσσει το συμφέρον της μιας ή της άλλης ξένης δύναμης. Παράδειγμα η ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας το 1841 που συνδέεται με το εφοπλιστικό κεφάλαιο και  με την  Αγγλία, τη μεγαλύτερη αποικοκρατική δύναμη της εποχής. Γι αυτό άλλωστε βασικός μέτοχος της Εθνικής Τράπεζας είναι  το αγγλικό κεφάλαιο και ακολουθούν  οι Γεώργιος Σταύρος (πάροικος Βιέννης), οικογένεια Σίνα( πάροικοι Αυστρίας), Γ. Αντωνόπουλος(πάροικος Τεργέστης), Νικ. Ζωσιμάς (πάροικος Ρωσίας), Τοσίτσας ( πάροικος Αλεξάνδρειας) κ.α.
Οι αρνητικές συνέπειες από τη μονόπλευρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μπορούσαν να φανούν λιγότερο αρνητικές και να μειωθεί η σημασία τους με τις διάφορες  «αγαθοεργίες και κοινωφελείς» δραστηριότητες των παροίκων, αυτών που ονομάστηκαν Εθνικοί Ευεργέτες.
Το παροικιακό κεφάλαιο  προσανατολίστηκε στην ανάπτυξη της θαλάσσιας βιομηχανίας γιατί τη θεωρούσε υλική βάση του νεοελληνικού κράτους, το οποίο με τη σειρά του εξελισσόταν σε πολιτικό φορέα της συνεργασίας της ελληνικής αστικής τάξης με την παγκόσμια αποικοκρατία. Ουσιαστικά ο παροικιακός ελληνισμός συνδέθηκε με το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο. Και αυτό πάλι ήταν συνδεμένο με την παραγωγική διαδικασία του βιομηχανικού κεφαλαίου. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος που επέζησαν και αναπτύχθηκαν οι παροικίες δίπλα στα μεγάλα λιμάνια αλλά γιγαντώθηκαν όσες βρίσκονταν στις αγορές του βιομηχανικού κεφαλαίου στην Ανατολή.
Σε αυτές τις συνθήκες οι Έλληνες πάροικοι έπαιζαν το ρόλο της αστικής τάξης σε μια σειρά βαλκανικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας  και στην Αίγυπτο και γι’ αυτό προστατεύονταν και είχαν προνόμια.
Το ερώτημα είναι αν εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των επαρχιών αυτών ή τα συμφέροντα των αποικιοκρατών  και γιατί οι αποικιοκράτες είχαν ανάγκη την ελληνική παροικιακή αστική τάξη.
Η απάντηση στο ερώτημα είναι ότι ο πάροικος λειτουργούσε με διττό και αντιφατικό ρόλο. Από τη μια μεριά αποδεσμεύεται από τη ντόπια αγορά της πατρίδας του και από την άλλη εξαρτάται από το ελλαδικό κεφάλαιο. ( π.χ. Τοσίτσας, Σκαραμαγκάς κ.α βρίσκονται σε πολύ ευνοϊκή θέση εξ αιτίας των προνομίων που τους είχε παραχωρήσει ο Μωχάμετ Άλη που συνεργαζόταν μαζί τους όχι μόνο για την εκμετάλλευση της αιγυπτιακής γης αλλά και των φελλάχων.)
Από τον 18οαι. έως και τον 19ο συντελούνται τεράστιες αλλαγές στους έλληνες παροίκους, γιατί μεγάλες είναι και οι αλλαγές και οι εξελίξεις στην παγκόσμια καπιταλιστική  οικονομία και συμπεριφορά. Ο νεοέλληνας πάροικος του 19ου αι. ενδιαφέρεται εκτός των άλλων και για την αστική – δημοκρατική οργάνωση του κράτους καθώς  αυτή ήταν μια αξία ανερχόμενη σε παγκόσμια κλίμακα.
Συγχρόνως προβάλλεται η ανάγκη δημιουργίας , προβολής και επιβολής  μιας παροικιακής ιδεολογίας για να προωθήσει το «μεγάλο ιστορικό προορισμό της»,  η οποία διαμόρφωσε καταλυτικά τον ψυχισμό του πάροικου « εθνικού ευεργέτη» και τον έκανε να διαθέτει ένα μέρος της περιουσίας του για πολιτισμικά κοινωφελή έργα στην Ελλάδα και στις παροικίες. Πίστευαν δηλαδή ότι βοηθούν στην εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού και υποστήριζαν την επέκταση του ελληνισμού με την πολιτική της «Μεγάλης Ιδέας» κυρίως μέσα από την επικράτηση παντού του ελληνοορθόδοξου χριστιανικού πνεύματος. Στην ουσία επέβαλαν όχι μόνο την οικονομική τους κυριαρχία αλλά και την πνευματική , πολιτιστική , ιδεολογική  τόσο στους κατοίκους  του ελλαδικού χώρου όσο και σε εκείνους των παροικιών  – ελλήνων και ντόπιων.  Το όνειρό τους να  εξισωθεί κάποτε η Ελλάδα με την Ευρώπη , δηλαδή με τις αποικιοκρατικές δυνάμεις της Ευρώπης και να παίξει σημαντικό ρόλο στο χώρο της Εγγύς Ανατολής. Η Ελλάδα των τριών ηπείρων και των πέντε θαλασσών.
Και πάλι όμως  αυτά τα κοινωφελή έργα και η οικονομική ευμάρεια των πλουσίων ελλήνων  δεν βοήθησαν  στην ανάπτυξη της οικονομίας ούτε στην καλυτέρευση των συνθηκών της ζωής στο εσωτερικό της Ελλάδας. Το αντίθετο συνέβη.
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου στην Ελλάδα παρατηρείται έξαρση του μεταναστευτικού φαινομένου προς τις ΗΠΑ. Είναι η εποχή που ο καπιταλισμός περνάει στη φάση του ιμπεριαλισμού με τη δημιουργία μονοπωλίων, χρηματιστικού κεφαλαίου, εξαγωγές κεφαλαίων και οι πολυεθνικές ενώσεις μοιράζουν την παγκόσμια αγορά και τα παγκόσμια εδάφη ανάλογα με τα συμφέροντά τους.
Γιατί λοιπόν μεταναστεύουν οι Έλληνες;
Διότι  η ελληνική οικονομία δεν αναπτύχθηκε ποτέ ανεξάρτητα από τις ξένες δυνάμεις και τα ξένα κεφάλαια. Η δραστηριότητα των πλούσιων παροίκων  και οι επιρροές  τους στην Ελλάδα βοήθησαν  να γίνει  μια χώρα υποτελής στο ξένο κεφάλαιο με καπιταλιστική υπανάπτυξη , της οποίας η παραγωγική διαδικασία είχε σχέση με το τι ήθελαν και τι δεν ήθελαν οι ξένες δυνάμεις και όχι οι ανάγκες των ανθρώπων αυτού του τόπου, ο ίδιος ο τόπος. Η Ελλάδα έγινε αποικιακό εξάρτημα των μεγάλων καπιταλιστικών χωρών. Η ελληνική  κοινωνία και η  αγορά παραδόθηκαν  στις χώρες αυτές.  Η ανεργία και οι άθλιες συνθήκες ζωής των λαϊκών στρωμάτων στις πόλεις και των αγροτών στην επαρχία  οδηγούν στη μαζική μετανάστευση  τους , στην ουσία στην εξαγωγή φτηνής εργατικής δύναμης   και αυτό το φαινόμενο οδηγεί σε όξυνση της υπανάπτυξης της ελληνικής αγοράς και σε ακόμη μεγαλύτερη εξάρτηση της από το ξένο κεφάλαιο.
Η εισαγωγή ξένων κεφαλαίων και η σύναψη απανωτών δανείων ειδικά το διάστημα 1880 -1914 φέρουν τη σφραγίδα των πλούσιων ελλήνων παροίκων ή ανθρώπων του περιβάλλοντός τους, οι οποίοι πρωτοστάτησαν όχι μόνο στο δανεισμό της χώρας από τους ξένους αλλά και από τους ίδιους παίζοντας το ίδιο ρόλο με αυτούς. Δεν τους ενδιέφερε η ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας και η δημιουργία μιας ανεξάρτητης και δημοκρατικής χώρας αλλά τα συμφέροντά τους που ήταν δεμένα με το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο.

Η ίδια ιστορία συνεχίζεται και στις μέρες μας. Ο τύπος και τα διάφορα μέσα προβάλλουν δωρεές και έργα των σύγχρονων «ευεργετών» , βιομηχάνων, εφοπλιστών, εταιρειών και λοιπών.  Άλλωστε δεν είναι τυχαία και η καθιέρωση Ημέρας μνήμης των Ευεργετών .
Τα ονόματα τους  τόσο των παλαιότερων όσο και των νεότερων, είναι γνωστά .Δεν είναι απαραίτητο να αναφερθούν.  Η ιστορία τους  όμως και το έργο τους πρέπει να διαβαστούν  κάτω από τους μεγάλους τίτλους  με τους οποίους  μας τους παρουσιάζουν  και μας τους επιβάλουν χρόνια και χρόνια , απομυθοποιημένοι και απογυμνωμένοι από το περίβλημα της αίγλης που η κυρίαρχη ιδεολογία τους έχει ντύσει.
Ας  προβληματιστεί ο καθένας  ποιοι είναι όλοι αυτοί που ανέλαβε η πολιτεία να τιμήσει, πώς έκαναν τις περιουσίες τους, τι επιδιώκουν κάνοντας μια δωρεά, κοινωφελή έργα και αγαθοεργίες, τι θέλουν να κρύψουν, τι θέλουν να πετύχουν .
Ας αναλογιστεί τις σχέσεις τους με την εξουσία, τις δυνάμεις καταστολής, τη στάση τους στις  κρίσιμες ιστορικές στιγμές .

Η προσέγγιση του θέματος  και οι απόψεις που αναπτύχθηκαν  σε πολύ γενικές γραμμές έχουν ως βάση την ανάλυση του Νίκου Ψυρούκη στο βιβλίο Το Νεοελληνικό Παροικιακό φαινόμενο, εκδόσεις Επικαιρότητα 1983.