26 Οκτ 2018

Στα τσακίδια οι φονιάδες του ΝΑΤΟ και τα βαποράκια τους – VIDEO της ΚΝΕ για τις βάσεις

Τη δική της απάντηση δίνει η ΚΝΕ στον Πάνο Καμμένο, που από τον αέρα εκπομπής διερωτόνταν αν θα ήταν προτιμότερο οι βάσεις τις οποίες ετοιμάζεται να φυτέψει σε όλη την Ελλάδα να βρίσκονται στην Τουρκία: «Να πάνε στα τσακίδια οι φονιάδες του ΝΑΤΟ και οι βάσεις τους μαζί με τα βαποράκια τους, Τσίπρα και Καμμένο». Στο βίντεο περιλαμβάνεται και μια “ωδή” σε διαχρονικές εκδηλώσεις αμερικανολατρείας των ελληνικών αστικών κυβερνήσεων (και της σημερινής αντιπολίτευσης) από το αλήστου μνήμης “Στρατηγές μου, ιδού ο στρατός σας” μέχρι και το “διαβολικά καλό” Ντόναλτ Τραμπ:

Αμπέμπε Μπικίλα – Πού πας ξιπόλυτος στα αγκάθια;

Η παροιμία για αυτούς που τρέχουν ξιπόλυτοι στα αγκάθια, είναι ασφαλώς μεταφορική, απέκτησε όμως σχεδόν κυριολεκτική σημασία στην περίπτωση του Αιθίοπα Αμπέμπε Μπικίλα, που έτρεχε ξιπόλυτος στους πλακόστρωτους δρόμους της Ρώμης, καταφέρνοντας παρόλα αυτά να νικήσει στο Μαραθώνιο αγώνα δρόμου και να πάρει το χρυσό στους Ολυμπιακούς Αγώνες της “αιώνιας πόλης”, σε έναν πολύ δυνατό συμβολισμό  για το τι μπορεί να πετύχει η ήπειρός του, η Αφρική, παρά τα φτωχά μέσα που διαθέτει.
Ο ίδιος βέβαια είχε απορρίψει τα παπούτσια, γιατί τον στένευαν και γιατί είχε συνηθίσει να τρέχει ξιπόλυτος στις προπονήσεις, παρά την προσπάθεια του προπονητή του να τον πείσει να τα βάλει, για να μη γίνει ρεζίλι η χώρα του. Οι δημοσιογράφοι που κάλπυταν τον αγώνα, δε θεώρησαν πως αξίζει να ασχοληθούν ιδιαίτερα με τον “παρακατιανό” δρομέα. Αυτός με τη σειρά του θα τους διέψευδε και θα τους ανάγκαζε να ασχολούνται μαζί του για μια δεκαετία σχεδόν κι ας ξεκίνησε σε μεγάλη σχετικά ηλικία να τρέχει σε επαγγελματικό επίπεδο.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, πήρε το χρυσό μετάλλιο και στους αγώνες του Τόκιο, αυτή τη φορά φορώντας αθλητικά παπούτσια, με το δεύτερο αθλητή να μπαίνει στο στάδιο τέσσερα λεπτά αργότερα, ενώ ο ίδιος κάθε άλλο παρά εξαντλημένος ένιωθε, έχοντας όρεξη για διατάσεις και μια επιπρόσθετη διαδρμοή. Κι αυτό, παρόλο που είχε χάσει ένα μεγάλο μέρος της προετοιμασίας, λόγω εγχείρισης σκωληκοειδίτιδας.
Η ξιπολυσιά του Μπικίλα δεν ήταν η μόνη ιδιαίτερη πρωτιά που είχε. Το βασικό ήταν πως έγινε ο πρώτος μαύρος Αφρικανός που έπαιρνε χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο, εκφράζοντας συμβολικά -κι άθελά του ίσως- την αφύπνιση της ηπείρου του, σε μια δεκαετία που σημαδεύτηκε από το ισχυρό αντι-αποικιοκρατικό κίνημα και τη συγκρότηση πολλών ανεξάρτητων κρατών. Το 64′ στο Τόκιο έγινε μάλιστα ο πρώτος που κατακτά δύο ολυμπιακές νίκες σε αυτό το αγώνισμα, σφραγίζοντας την κυριαρχία του.
Ο Μαραθώνιος ήταν το στοιχείο του. Γεννήθηκε άλλωστε ανήμερα της διεξαγωγής του αγωνίσματος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες το 1932. Μεγάλωσε ως βοσκός στα περίχωρα της Αντίς Αμπέμπα, σε μεγάλο υψόμετρο, μαθαίνοντας από μικρός να διανύει μαζί με το κοπάδι του μεγάλες αποστάσεις και να διαχειρίζεται τη σχετική έλλειψη οξυγόνου. Μπήκε στην Αυτοκρατορική Φρουρά του Σελασιέ αλλά αρχικά καταπιάστηκε με άλλα αθλήματα (όπως το χόκεϊ επί χόρτου), μέχρι να ανακαλύψει το ταλέντο του ο προπονητής του και να τον κατευθύνει στο Μαραθώνιο. Μολονότι ξεκίνησε σχετικά μεγάλος, σύντομα αναδείχτηκε κορυφαίος δρομέας της χώρας του, ενώ κατάπιε και το παγκόσμιο ρεκόρ του Ζάτοπεκ, για να έρθει η καταξίωση στους αγώνες της Ρώμης, όπου βρέθηκε σχεδόν τυχαία, αντικαθιστώντας ένα δρομέα που τραυματίστηκε. Τα επόμενα χρόνια κέρδισε διάφορους διεθνείς αγώνες, μεταξύ άλλων και την κλασική διαδρομή στην Αθήνα, αλλά δεν κατάφερε να τριτώσει το καλό στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Πόλης του Μεξικού το 68′, καθώς τραυματίστηκε στη διάρκεια του αγώνα κι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει.
Οι συμπατριώτες του τον υποδέχτηκαν υμνώντας το όνομά του -όπως διαβάζουμε στο Ριζοσπάστη.
Αμπέμπε, είσαι – πραγματικός ήρωας.
Αμπέμπεείσαι – η δόξα της Αιθιοπίας.
Αμπέμπε, είσαι – το χαμόγελο της χώρας.
Αμπέμπε, είσαι – το αγαπημένο παιδί της πατρίδας.
Αμπέμπε, είσαι – λουλούδι που άνθισε.
Ο αυτοκράτορας τον γέμισε ακριβά δώρα, για να τον συλλάβει όμως μετά από ένα αποτυχημένο πραξικόπημα της φρουράς εναντίον του -ο ίδιος ήταν μέλος του σώματος, χωρίς να έχει όμως άμεση συμμετοχή στα γεγονότα. Τελικά οι… υπηρεσίες του προς την πατρίδα -δηλαδή τα μετάλλιά του- του εξασφάλισαν χάρη και του γλίτωσαν τη ζωή.
Το 69′ όμως ένα τροχαίο ατύχημα -όπου κάποιες πηγές αναφέρουν ότι έπεσε σε χαντάκι, προσπαθώντας να αποφύγει διαδηλωτές…- τον άφησε παράλυτο από τη μέση και κάτω, τερματίζοντας πρόωρα την αθλητική του πορεία, αν και συμμετείχε, συμβολικά περισσότερο, στο αγώνισμα της τοξοβολίας, στους Ολυμπιακούς του Μονάχου το 72′.
Ένα χρόνο αργότερα, στις 25 Οκτώβρη του 1973 μα εσωτερική αιμοραγία θα έκοβε πρόωρα το νήμα της ζωής του, αφήνοντας ωστόσο πίσω μια αξεπέραστη φήμη κι έναν από τους πιο δυνατούς συμβολισμούς, που μόνο ο αθλητισμός μπορεί να χαρίσει.

Ελένη Ράντου: Εμένα αυτό το “Πρώτη Φορά Αριστερά” με άφησε ορφανή. Καλά έκανε το ΚΚΕ και έμεινε μακριά από αυτήν την ιστορία…


Η δημοφιλής ηθοποιός Ελένη Ράντου έδωσε πρόσφατα μια συνέντευξη στη Χριστίνα Γαλανοπούλου για τη Lifo, όπου σε κάποιο σημείο, η συζήτηση πηγαίνει στα πολιτικά, κι εκεί καταφέρνει να πει κάποια σωστά πράγματα, δείχνοντας όμως και τις αντιφάσεις της. Ας δούμε το σχετικό απόσπασμα.
Λοιπόν, δεν φοβάμαι να σου πω ότι εμένα αυτό το «πρώτη φορά αριστερά» με σόκαρε. Μου μετακίνησε έναν πολύ σημαντικό άξονα μέσα μου. Ήθελα να πιστεύω ότι υπάρχει ένας χώρος που δεν θα βρεθεί ποτέ στην εξουσία γιατί είναι ιδανικός. Κι ότι αν βρεθεί θα συνεχίσει να είναι ιδανικός. Ε, εντάξει. Αυτό καταλύθηκε! Με άφησε ορφανή πολιτικά αυτό το πράγμα, με άφησε χωρίς πολιτική πατρίδα. Πολλή ορφάνια.
— Τι παρομοίωση..!
Ναι, γιατί από την αρχή πίστευα ότι δεν έπρεπε να αναμιχθεί η αριστερά με την εξουσία. Και πολύ καλά έκανε το κλασικό ΚΚΕ που έμεινε μακριά από αυτή την ιστορία. Μερικοί χώροι δεν είναι για να πραγματοποιήσουν ποτέ μία κυβερνητική αλλαγή – είναι για να βάζουν το όριο. Εννοείται ότι δεν πιστεύω ότι ο κομμουνισμός είναι κάτι εφαρμόσιμο. Είναι, όμως, κάποιες αξίες που οφείλουν να υπάρχουν για να δημιουργούν ενοχές και αντιστάσεις στην κοινωνία, όταν αρχίσει να κανιβαλίζεται πολύ άσχημα.
Όντως οι κομμουνιστές πολύ καλά έκαναν και έμειναν έξω από αυτήν την ιστορία. Υποθέτουμε πως αυτούς εννοεί η Ράντου λέγοντας “το κλασικό ΚΚΕ”. Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει άλλο, ούτε η κυβερνώσα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια άλλη κομμουνιστική εκδοχή -λόγου χάρη το “μεταμοντέρνο ΚΚΕ”, το “νεο-ΚΚΕ” ή κάτι παρόμοιο. Κι όντως, τα κυβερνητικά κοστούμια δεν είναι ραμμένα για τα μέτρα του και για το στόχο που έχει μπροστά του το ΚΚΕ.
Ναι αλλά οι κομμουνιστές και το κόμμα τους υπάρχουν ακριβώς για να βρεθούν στην εξουσία, κι ας φαίνεται αυτό για κάποιους σαν όνειρο για τη Δευτέρα Παρουσία, κι όχι για να βάζουν απλώς κάποια όρια κι αντιστάσεις, να δημιουργούν ενοχές στην κοινωνία, για να κοκκινίζει λίγο -όχι πολύ όμως- και να κρατάει τα προσχήματα (καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο).
Κι αν οι αρχές τους, το πρόγραμμά τους, ο κομμουνισμός με δυο λόγια, φαίνεται σε κάποιους ουτοπικός, “μη εφαρμόσιμος” όπως μας λέει η Ράντου, ας μην αγνοούν πως δεν υπάρχει χειρότερη ουτοπία από το να περιμένει κανείς να αλλάξει προς το καλύτερο αυτό το σύστημα, του οργανωμένου κανιβαλισμού, χωρίς επανάσταση -που σημαίνει αλλαγή τάξης στην εξουσία, και προϋποθέτει να βρεθούμε στην εξουσία.
Ας σημειώσουμε επίσης πως η ίδια η Ράντου θα όφειλε να σταθεί αυτοκριτικά για τη δική της στάση στο ΣΕΗ, όταν συντάχθηκε με την κίνηση των (“ανεξάρτητων” κι επώνυμων) “Ενωμένων Ηθοποιών, μολονότι η ίδια ήταν θεατρικός παραγωγός -δηλαδή αντικειμενικά στη θέση του εργοδότη-επιχειρηματία, κι όχι σε αυτή του απλού ηθοποιού. Να σταθεί αυτοκριτικά, όχι γιατί δεν εφάρμοσε τις… κομμουνιστικές αρχές -που η ίδια θεωρεία ανεφάρμοστες- αλλά ακριβώς γιατί έβαλε τότε εμπόδια στο να μπουν αντιστάσεις κι εμπόδια στον κανιβαλισμό και την άγρια εκμετάλλευση που επικρατούν στο χώρο της.
Κι όταν συμβούν αυτά τα απλά, μετά μπορούμε να συζητήσουμε και για το αν μπορεί ή όχι να κοκκινίσει κάποτε η κοινωνία, όχι από ντροπή, ούτε από θάνατο, αλλά από ζωή.

Ιωάννης Ράλλης – Ο χρήσιμος δοσίλογος των αστών

Μπορεί το όνομα του Τσολάκογλου να έγινε συνώνυμο του δοσιλόγου, ο σημαντικότερος ωστόσο μεταξύ των τριών πρωθυπουργών της κατοχής ήταν χωρίς αμφιβολία ο Ιωάννης Ράλλης. Από παλιό τζάκι, ήταν ο μόνος που διέθετε κάποιο πολιτικό έρεισμα, λόγος εξάλλου που επιλέχθηκε από τους κατακτητές μετά την παταγώδη αποτυχία των προκατόχων του να άρουν την εξάπλωση του αντιστασιακού κινήματος, όπου κυριαρχούσε το ΕΑΜ. Η πιο πολιτική από τις τρεις δοσιλογικές κυβερνήσεις, συγκροτήθηκε εξαρχής με άξονα τον αντικομμουνισμό, συσπειρώνοντας τόσο την εγχώρια αστική τάξη, όσο και τα υπόλοιπα στρώματα που φοβούνταν τη δυναμική το ΕΑΜ, με το βλέμμα στραμμένο στη μεταπολεμική κατάσταση. Δεν είναι τυχαίο πως και η εξόριστη κυβέρνηση, παρότι κατήγγειλε δια στόματος βασιλιά Γεωργίου Β’ την κυβέρνηση Ράλλη ως προδοτική, αποδεδειγμένα στην πορεία αξιοποίησε και ενσωμάτωσε τα μέλη του βασικού δημιουργήματος του Ράλλη, των Ταγμάτων Ασφαλείας, στον αγώνα της να διασφαλίσει τη διαίωνιση της αστικής εξουσίας την επαύριο της απελευθέρωσης. Χαρακτηριστικές σε αυτή την κατεύθυνση ήταν εξάλλου οι καταθέσεις σημαντικών αστών πολιτικών στη δίκη των δοσιλόγων υπέρ του Ράλλη. Όπως ομολόγησε με κυνική ειλικρίνεια ο πρώην διοικητής της Εθνικής Τράπεζας και μελλοντικός εμφυλιακός πρωθυπουργός Δημήτρης Μάξιμος στη δίκη το 1945: “Δι’όλους εμάς, που εζήσαμεν εδώ, τα τάγματα υπήρξαν χρησιμώτατα”. Πιο αποκαλυπτικός ακόμα, ο Γεώργιος Στράτος, μετέπειτα υπουργός στρατιωτικών στον Εμφύλιο “Όλος ο πολιτικός κόσμος διεμαρτυρήθη και προς την κυβέρνησιν Τσουδερού και προς την κυβέρνησιν Παπανδρέου  διότι κατεδίκασαν τα τάγματα, ενώ η ζωή μας εκινδύνευεν εδώ”. Σε παρόμοιο μήκος κύματος, ο “Νέστωρ” της μεταπολίτευσης Παναγιώτης Κανελλόπουλος κατέθεσε πως τα “τάγματα ασφαλείας έγιναν συνεπεία των εγκλημάτων του ΕΛΑΣ”.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1878, ήταν γιος του Δημητρίου Ράλλη, σημαίνοντος πολιτικού που υπήρξε επανειλημμένα πρωθυπουργός της χώρας στο διάστημα 1897-1921. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα, τη Γαλλία και τη Γερμανία κι εργάστηκε ως δικηγόρος.  Αναμείχθηκε στην οργάνωση του αντάρτικου που προωθούσε τα συμφέροντα του ελληνικού κράτους στην οθωμανοκρατούμενη Μακεδονία, ως συνιδρυτής του Μυστικού Ελληνικού Μακεδονικού Κομιτάτου το 1904. Η πολιτική του καριέρα ξεκίνησε το 1906, όταν εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής, κάτι που θα πετύχαινε σχεδόν χωρίς διακοπή ως το 1936. Υπηρέτησε ως υπουργός ναυτικών στη βραχύβια κυβέρνηση του πατέρα του το 1920. Ως στέλεχος των Λαϊκών του Παναγή Τσαλδάρη, πέρασε από το Υπουργείο Εξωτερικών, Εσωτερικών κι αεροπορίας, ήρθε όμως σε σύγκρουση με τον πρωθυπουργό και παραιτήθηκε. Το 1936 κατόρθωσε να επανεκλεγεί και να τεθεί επικεφαλής ομάδας “ανεξάρτητων” βουλευτών. Κατά “παράδοξο” τρόπο, ήταν πολέμιος της μεταξικής δικτατορίας, παρότι είχε συμπορευτεί μαζί του παλαιότερα στο ζήτημα της μοναρχικής παλινόρθωσης, διαδραματίζοντας ρόλο στο Κίνημα της Κρήτης στα Χανιά το 1938.
Ανέλαβε πρωθυπουργός της κατοχικής “Ελληνικής Πολιτείας” τον Απρίλη του 1943, κρατώντας επίσης τα χαρτοφυλάκια Γεωργίας, Επισιτισμού και Άμυνας. Από την πρώτη στιγμή της ανάληψης των καθηκόντων έδωσε το στίγμα του στο διάγγελμά του, καλώντας σε συστράτευση με τον Άξονα για την καταπολέμηση του κομμουνιστικού κινδύνου: Πρέπει καλώς πάντες να κατανοήσωμεν…ότι διεξάγων ο Άξων σκληρόν αγώνα κατά του επαπειλούντος τον πολιτισμόν, φοβερού κομμουνιστικού κινδύνου, δικαιούται να έχει τουλάχιστον την αξίωσιν όπως μη δημιουργεί εις αυτόν ο ελληνικός λαός περιπλοκάς και όπως μη παρεμβάλλει εμπόδια εις το βαρύτατον τούτον έργον του.”
Τα “εμπόδια” βέβαια δεν ήταν άλλα παρά η ηρωϊκή δράση του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, την οποία προσπάθησε παντοιοτρόπως να αντιμετωπίσει. Αρχικά εξήγγειλε αμνηστία σε όσους αντάρτες παρέδιδαν τα όπλα τους ως τις 24 Μάη του 1943. Η παταγώδης αποτυχία του μέτρου οδηγεί στη συγκρότηση ειδικών στρατοδικείων από τις 9 Μάη της ίδιας χρονιάς, τη στιγμή που οι κομμουνιστές άρχιζουν να ενοχοποιούνται στην κατοχική προπαγάνδα ακόμα και για τη μαύρη αγορά. παράλληλα, ο Ιωάννης Ράλλης προσπάθησε να διασπάσει την απόλυτη κυριαρχία του ΕΑΜ στο εργατικό κίνημα, συγκροτώντας στις 14 Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς εργατικό συνέδριο με εγκάθετους τους καθεστώτος, υπέρ της “εθνικής ενότητας”.
Το βαρύ πυροβολικό της αντιμετώπισης των ανταρτών ήταν βέβαια τα Τάγματα Ασφαλείας, μια πρωτοβουλία του Ράλλη, που απέσπασε τη συναίνεση των Γερμανών, μετά από χρόνια δισταγμών ως προς τον εξοπλισμό ντόπιων δοσιλογικών εθελοντικών σωμάτων. Υπήρχε εξάλλου ήδη το προηγούμενο λίγους μήνες πριν, της ανασυγκρότησης της διαβόητης Milice στη Γαλλία του Βισί, ενώ ο ίδιος ο Ράλλης είχε θέσει ως όρο τη δυνατότητα δημιουργίας των ευζωνικών ταγμάτων θεωρώντας πως ακόμα και “η χωροφυλακή είχεν υποστεί κάπως την επίδραση των κομμουνιστών”, εκτίμηση όχι εντελώς αδικαιολόγητη, αν αναλογιστεί κανείς πως πιθανότατα η ίδια η ΟΠΛΑ ξεκίνησε από πυρήνες του ΚΚΕ στα σώματα ασφαλείας.
Μέσω των ταγμάτων ασφαλείας, οι ναζιστικές στρατιωτικές αρχές πετύχαιναν “να εξοικονομηθεί γερμανικό αίμα”, μέσω της αξιοποίησης της “αντικομμουνιστικής μερίδας του ελληνικού λαούς, έτσι ώστε να εκδηλωθεί φανερά και να εξαναγκαστεί σε απροκάλυπτη εχθρότητα κατά της κομμουνιστικής μερίδας”. Με τη σειρά τους οι ντόπιοι συνεργάτες και τα ταξικά συμφέροντα που αυτοί εκπροσωπούσαν, προλείαιναν το έδαφος για την αναμέτρηση που θα ακολουθούσε ανεξαρτήτως της έκβασης του πολέμου. Τα πρώτα τέσσερα τάγματα δημιουργήθηκαν τον Ιούνη του 1943, με βάση την ως τότε άοπλη φρουρά του Αγνώστου Στρατιώτη, ενώ σταδιακά εξαπλώθηκαν στην επαρχία. Με τη στενή έννοια βέβαια, τα “Τάγματα Ασφαλείας” διακρίνονταν από τα ευζωνικά, καθώς προέρχονταν από αξιωματικούς του ελληνικού στρατού και αντικομμουνιστές τοπικούς παράγοντες που ζητούσαν εξοπλισμό από τους Γερμανούς κατά του ΕΛΑΣ. Τα όρια βέβαια μεταξύ των διάφορων -επίσημων κι ανεπίσημων-  ένοπλων αντικομμουνιστικών σχηματισμών ανά την επικράτεια, είτε “αντιστασιακών” είτε αμιγώς δοσιλογικών ήταν βέβαια ρευστά, όπως αποδεικνύει και η πορεία αρκετών μελών τους που διέρχονταν από τη μια οργάνωση στην άλλη, ή από τον “απλό” αντικομμουνιστικό αγώνα στην ανοιχτή συνεργασία με τον κατακτητή, συχνά σε συνάρτηση με το βαθμό στον οποίο είχαν πληγεί από τον ΕΛΑΣ νωρίτερα. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως ως “Ράλληδες” ή “Γερμανοτσολιάδες” (λόγω της αμφίεσης των ευζώνων) έφτασαν να αποκαλούνται γενικά οι ένοπλοι συνεργάτες του κατακτητή.
Μια άλλη “παρακαταθήκη” του Ράλλη, ήταν η αναδιοργάνωση της Ειδικής Ασφάλειας, ώστε να προσανατολιστεί πιο αποτελεσματικά στην καταστολή του εαμικού κινήματος και της δράσης των κομμουνιστών. Διάσημα θύματα των δολοφονικών μεθόδων της υπηρεσίας ήταν η ηρωϊκή κομμουνίστρια Ηλέκτρα Αποστόλου, αλλά και η αστή αντιστασιακή Λέλα Καραγιάννη.
Ο Ιωάννης Ράλλης αντιμετωπίστηκε, δεδομένης της βαρύτητας των πράξεων του, με σχετική επιείκια από Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων, με την έννοια ότι γλίτωσε την εκτέλεση, ποινή που είχε προτείνει ο επίτροπος του δικαστηρίου. Αν προλάβαινε να ζήσει λίγο περισσότερο μάλιστα, ίσως να είχε τύχει μιας ακόμα ευμενέστερης μεταχείρισης, όπως συνέβη με την πλειοψηφία των δοσιλόγων μετεμφυλιακά εξάλλου. Ωστόσο τον πρόλαβε ο θάνατος στη φυλακή ως ισοβίτη από καρκίνο του πνεύμονα, μια μέρα σαν σήμερα, στις 25 Οκτώβρη 1946.

Μια ακόμα ... «κάθαρση»



   Πηγή: Eurokinissi

Η κυβέρνηση αξιοποιεί την προφυλάκιση του Γ. Παπαντωνίου και της συζύγου του, για τις μίζες των εξοπλιστικών προγραμμάτων, στο πλαίσιο της προσπάθειάς της να καλλιεργήσει στο λαό την αίσθηση ότι «ξεμπερδεύει με το παλιό πολιτικό σύστημα», ότι «αντιμετωπίζονται οι αιτίες της χρεοκοπίας του» και έτσι να εξασφαλίσει λαϊκή ανοχή στην πολιτική της.

Οσο σημαντικό όμως είναι για το λαό το να διερευνώνται εξονυχιστικά τέτοιες υποθέσεις διαφθοράς, να δικάζονται και να τιμωρούνται κυβερνητικά στελέχη που ενεπλάκησαν σε αυτές, άλλο τόσο σημαντικό είναι να μην επικρατήσει ο αποπροσανατολισμός που επιχειρεί η κυβέρνηση.

Οσο μεγάλη πρόκληση είναι για το λαό την ίδια στιγμή που τον καλούν να μειώνει τις απαιτήσεις του, να παραιτείται από τις ανάγκες του, να ακούει για τα εκατομμύρια των ευρώ που κυκλοφορούν σε μαύρες σακούλες ανάμεσα σε επιχειρηματικούς ομίλους και αστούς πολιτικούς, άλλο τόσο πρόκληση είναι το να ενδύεται η κυβέρνηση το μανδύα του αρχάγγελου της κάθαρσης όταν συνεχίζει και εντείνει την πολιτική στήριξης των κερδών επιχειρηματικών ομίλων, των ΝΑΤΟικών εξοπλισμών, της ιμπεριαλιστικής εμπλοκής, που είναι η ρίζα των σκανδάλων μέσα στο σημερινό ούτως ή άλλως σάπιο σύστημα.


Αλλωστε, υπάρχει πλούσια πείρα από ανάλογες διώξεις, που επικεντρώθηκαν σε συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα, αποτελώντας την κολυμβήθρα του Σιλωάμ συνολικά για το αστικό πολιτικό σύστημα. Που αξιοποιήθηκαν για να κρυφτεί ότι η διαφθορά και η διαπλοκή είναι φαινόμενα σύμφυτα με το κυνήγι του καπιταλιστικού κέρδους, ότι εκεί βρίσκεται η μήτρα όλων αυτών των φαινομένων. Γι' αυτό, άλλωστε, δεν υπάρχει καπιταλιστικό κράτος στον κόσμο, όπου να μην αποκαλύπτονται κάθε τόσο σοβαρές υποθέσεις διαφθοράς, με εμπλοκή κορυφαίων μονοπωλιακών ομίλων («Siemens», «Novartis», «VolksWagen» κ.λπ.), χρηματισμό πολιτικών προσώπων. Υποθέσεις που έχουν και γεωπολιτικές προεκτάσεις ή αντανακλούν πλευρές του εμπορικού πολέμου, των οξυμένων ανταγωνισμών ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Ο λαός δεν πρέπει να επιτρέψει στην κυβέρνηση να κρύψει πίσω από το «δέντρο» της σκανδαλολογίας γύρω από τα εξοπλιστικά προγράμματα το «δάσος» των εκατομμυρίων ευρώ που ...νόμιμα κάθε χρόνο εξοικονομούνται από το υστέρημά του για τις ΝΑΤΟικές δαπάνες. Γιατί το σκάνδαλο των σκανδάλων είναι ακριβώς το γεγονός ότι ο λαός ματώνει για να πιάνεται η ΝΑΤΟική νόρμα του 2% για εξοπλισμούς όχι για την προάσπιση της εδαφικής κυριαρχίας της χώρας, αλλά για στήριξη των πολεμοκάπηλων αμερικανοΝΑΤΟικών ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών. Κι αυτό αποτελεί «ευαγγέλιο» για όλες τις κυβερνήσεις στην Ελλάδα, όπως και για τη σημερινή ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.

Σε αυτό το έδαφος, του χορού των εκατομμυρίων, αναφύονται και τα κάθε λογής σκάνδαλα, ο χρηματισμός πολιτικών προσώπων. Η υποκρισία του ΣΥΡΙΖΑ όπως και όλων των αστικών κομμάτων γύρω από τη διαφθορά αποκαλύπτεται, όταν π.χ. απορρίπτουν τις προτάσεις του ΚΚΕ για ονομαστικοποίηση των μετοχών, για κατάργηση του τραπεζικού και του εμπορικού απορρήτου, για απαγόρευση των «οφσόρ» εταιρειών.

Γι' αυτό, εκτός από τις ποινικές ευθύνες που διερευνούν τα δικαστήρια, ο λαός πρέπει να αποδώσει τις διαχρονικές πολιτικές ευθύνες στο αστικό πολιτικό σύστημα, σε όλες τις κυβερνήσεις και τα κόμματα του κεφαλαίου. Να επικεντρώσει στις αιτίες της διαφθοράς, στο γιατί, ενώ οι κυβερνήσεις ανεβοκατεβαίνουν, αυτές παραμένουν γεννώντας κάθε τόσο και νέα σκάνδαλα. 
Να εστιάσει στην ανάπτυξη της πάλης του για να αναμετρηθεί με αυτές τις αιτίες, για να ανατρέψει το σάπιο σύστημα της εκμετάλλευσης που αναπαράγει και όλα τα φαινόμενα της διαπλοκής.

Το άρθρο αναδημοσιεύεται από τη στήλη «Η Αποψή μας», του «Ριζοσπάστη», Παρασκευή 26 Οκτώβρη 2018.

902.gr 

Κλάους Μπάρμπι – Ο “χασάπης της Λυών” στην υπηρεσία των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών

H χρήση ακόμα και υψηλόβαθμων ναζί από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες μετά τον πόλεμο, στα πλαίσια της καταπολέμησης της ΕΣΣΔ δεν ήταν μεμονωμένο φαινόμενο, μια από τις πιο σκανδαλώδεις περιπτώσεις όμως αποτελεί εκείνη του Κλάους Μπάρμπι, του επονομαζόμενου “χασάπη της Λυών”, που για δεκαετίες γλίτωσε τη σύλληψη και τη λογοδοσία για τα εγκλήματά του, χάρη κυρίως στην προστασία που απολάμβανε από τους νέους μεταπολεμικούς του συμμάχους.
Γεννήθηκε το 1913 ως εκτός γάμου παιδί δυο δασκάλων, που παντρεύτηκαν λίγους μήνες μετά τη γέννησή του. Μεγάλο πλήγμα ήταν για εκείνον ο θάνατος του πατέρα του το 1933, κατά δήλωση του ίδιου του Μπάρμπι λόγω όψιμων επιπλοκών των τραυμάτων του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1933 εντάσσεται στη χιτλερική νεολαία, ενώ μετά από πολλές αποτυχημένες απόπειρες κατορθώνει να πάρει απολυτήριο, μένει όμως άνεργος. Αποφασίζει να δηλώσει εθελοντής σε στρατόπεδο εργασίας της NSDAP, όπου γίνεται ακόμα φανατικότερος οπαδός του εθνικοσοσιαλισμού. Το 1935 συναντά τον αρχηγός των Ες-Ες Χάινριχ Χίμλερ, που τον εντάσσει στην οργάνωσή του καθώς και στην Υπηρεσία Ασφάλειας του Βερολίνου, όπου καταδιώκει ομοφυλόφιλους και Εβραίους. Ανεβαίνει γρήγορα στην ιεραρχία του κόμματος και τον Ες-Ες και μετά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την κατάληψη της Ολλανδίας διορίζεται για λογαριασμό της Υπηρεσίας Ασφαλείας στο Άμστερνταμ, όπου καταδιώκει αλύπητα Εβραίους και αντιστασιακούς. Το αποκορύφωμα της δολοφονικής του δράσης έρχεται με τη μετάθεσή του στη Λυών το 1942, όπου αναλαμβάνει διοικητής της τοπικής Γκεστάπο. Με την ιδιότητα του αυτή είναι υπεύθυνος για το βασανισμό και την εκτέλεση πολυάριθμων μελών της γαλλικής αντίστασης, με γνωστότερο τον Ζαν Μουλέν, ενώ διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράδοση των Εβραίων της περιοχής στους ναζί.
Το 1944 κατορθώνει έγκαιρα να διαφύγει από τη Γαλλία τις παραμονές της απελευθέρωσής της και πηγαίνει στο Ντορτμουντ, συνεχίζοντας τη σταδιοδρομία του στην Υπηρεσία Ασφαλείας. Μετά τη γερμανική συνθηκολόγηση το 1945 βγαίνει στην παρανομία, ενώ οι γαλλικές αρχές τον καταδιώκουν. Δυο χρόνια αργότερα καταδικάζεται στη Λυών ερήμην σε θάνατο, την ίδια ακριβώς περίοδο ωστόσο ξεκινά η συνεργασία του με την αμερικανική μυστική υπηρεσία CIC (Counter Intelligence Corps), καθώς οι Αμερικανοί θεωρούσαν πολύτιμη την εμπειρία και την τεχνογνωσία του για την αντιμετώπιση της κομμουνιστικής επιρροής στην Ευρώπη. Με τη βοήθεια της CIC καθώς και καθολικών Κροατών κληρικών, ο Μπάρμπι μετανάστευσε στην πρωτεύουσα της Βολιβίας Λα Πας, ενώ τα επόμενα χρόνια συνεχίζονται δίκες εναντίον του τόσο στην ΟΔΓ, όσο και στη Λυών, με επίκεντρο το ρόλο του σφαγή του Σαν Ζενί – Λαβάλ και τους τουφεκισμους στη φυλακή Μονλίκ της Λυών.
Στο μεταξύ ο Μπάρμπι λαμβάνει με ψευδώνυμο την βολιβαριανή υπηκοότητα, ενώ διατελεί και σύμβουλος της στρατιωτικής δικτορίας της χώρας μετά το 1964, ενώ περίπου την ίδια περίοδο γίνεται και έμμισθος συνεργάτης των μυστικών υπηρεσιών της ΟΔΓ, με μισθό 500 μάρκων το μήνα. Το 1972 η Μπεάτε Κλάρσφλεντ για λογαριασμό της “Διεθνούς Λίγκας κατά του αντισημιτισμού και του ρατσισμού” εντοπίζει στη διάρκεια έρευνας εναντίον ναζί εγκληματιών πολέμου το Μπάρμπι στη Λα Πας. Έκτοτε η γαλλική και  δυτικογερμανική κυβέρνηση, εκτεθειμένη από τη συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών με τον Μπάρμπι, ζητούν επανειλημμένα την έκδοσή του, με το βολιβαριανό ανώτατο δικαστήριο να απαιτεί από το Γάλλο πρόεδρο Ζωρζ Πομπιντού την καταβολή 5.000 δολαρίων, κάτι που ο ίδιος απορρίπτει. Το 1974, ο Μπάρμπι, νιώθοντας απόλυτα προστατευμένος δίνει συνέντευξη στη Λα Πας όπου κομπάζει για τη δραστηριότητά του κατά τον πόλεμο, που “απέτρεψε να γίνει η Γαλλία σοσιαλιστική δημοκρατία”.
Συνεχίζει παράλληλα να αναμειγνύεται ενεργά στα στρατιωτικά κινήματα της Βολιβίας, υποστηρίζοντας το 1980 το πραξικόπημα του στρατηγού Λουίς Γκαρσία Μέσα. Η αρχή του τέλους έρχεται για εκείνον μετά την αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού στη χώρα το 1983, όταν και συνελήφθη για κατάχρηση κι εκδόθηκε στη Γαλλία. Η πολύκροτη δίκη του στη Λυών ξεκίνησε στις 11 Μάη 1987 με τον ίδιο να μην εμφανίζεται στο μεγαλύτερο μέρος της ακροαματικής διαδικασίας. Τελικά μετά από σχεδόν δυο μήνες ο Μπάρμπι καταδικάζεται για 177 εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας σε ισόβια. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι η υπεράσπιση έκανε χρήση της γαλλικής νομοθεσίας που προέβλεπε την απαλλαγή Γάλλων αξιωματικών και πολιτών για παρόμοια εγκλήματα στην Αλγερία αλλά και στη διάρκεια του καθεστώτος του Βισύ, πετυχαίνοντας έτσι τη μείωση του κατηγορητηρίου. Ο Μπάρμπι τελικά έφυγε από τη ζωή λίγα χρόνια αργότερα, σαν σήμερα το 1991, από καρκίνο σε προχωρημένο στάδιο.

Κάποτε στο μαγευτικό Πέραμα


Επιστολικό Δελτάριο του 1904 - Πειραιεύς Πέραμα


Του Στέφανου Μίλεση

Το Πέραμα αναπόσπαστο κάποτε προάστειο του Πειραιά, αποτελούσε στα τέλη του 19ου αιώνα, αρχές του 20ου, έναν μαγευτικό πευκόφυτο προορισμό με ήρεμα γαλάζια νερά και ελάχιστα σπίτια αλιέων. Όμως δεν ήταν συνοικισμός, απλά κάποια διάσπαρτη παρουσία ψαράδων. Κάποιοι από αυτούς είχαν στήσει μάλιστα και κάποια μαγαζάκια, που προσέφεραν σε χαμηλές τιμές ψάρια και καλή ρετσίνα.

Πέραμα 1897
Το Πέραμα αν και απέχει από τον Πειραιά λιγότερο από δέκα περίπου χιλιόμετρα, φάνταζε τότε πολύ μακρινός και απόμερος προορισμός. Το τέρμα της διαδρομής οριοθετούσε το λεγόμενο "πέρασμα", το ακρότατο δηλαδή σημείο από όπου έπαιρνε κάποιος την βάρκα για να περάσει απέναντι στη Σαλαμίνα.

Το Πέραμα το 1912
Για πολλά χρόνια αποτελούσε την γραφικότερη ακτή του Πειραιά, καθώς τα πευκοδάση του έφταναν μέχρι τη θάλασσα.
Ο πληθυσμός του Περάματος πολλαπλασιάστηκε από το 1920 και μετά και κύρια με την καταστροφή του '22 όταν δημιουργήθηκε εκεί ο προσφυγικός συνοικισμός. Η εγκατάστασή τους ωστόσο δεν άλλαξε το τοπίο της περιοχής και το μόνο που διαφοροποίησε ήταν πως στην έρημη κάποτε ακτή του τσαλαβουτούσαν στα νερά του "χίλοι διάβολοι" όπως περιγράφει ο δημοσιογράφος Γ. Α. Μπουκουβάλας στην εφημερίδα "Πρωΐα", τα παιδιά του προσφυγικού συνοικισμού που ξεσήκωναν με τις φωνές τους τον τόπο ολόγυρα.

Το Πέραμα αποτελούσε για χρόνια έναν τόπο διακοπών, ειδικά για τις λαϊκές οικογένειες που κατασκήνωναν κάτω από τα πεύκα του από τις αρχές κιόλας του καλοκαιριού. Παράλληλα λόγω του απόμακρου αποτελούσε καταφύγιο για ζευγαράκια νέων της εποχής. Για όλους αυτούς τους λόγους επικράτησε τόσο μεταξύ των παραθεριστών όσο στον ημερήσιο τύπο να αποκαλείται το "Μαγευτικό Πέραμα". Δροσιά, δάση, ωραίες ακρογιαλιές κατάλληλες για μπάνια, εστιατόρια με φθηνές τιμές, βιλίτσες με όλα τα κομφόρ και με λογικό ενοίκιο, φρέσκα πάντοτε ψάρια και θαλασσινά συνοδεία πάντοτε ρετσίνας. 

Το Καλοκαίρι στο Πέραμα Πειραιώς.
 Στο μαγευτικό Πέραμα με τα αναπαυτικά οχήματα
της ΕΗΣ Πειραιώς - Περάματος (1933)


Από τα μέσα της δεκαετίας του '20 οι ταρσανάδες και τα μικρά καρνάγια ήδη ξεκινούν σιγά-σιγά την μετεγκατάστασή τους από τον Πειραιά στο Πέραμα. Έτος σταθμός είναι το 1928 που όλα τα μεγάλα ναυπηγεία ξύλινων σκαφών και ιστιοφόρων μεταφέρθηκαν από τον λιμένα των Αλών μπροστά δηλαδή από τον σημερινό Ηλεκτρικό Σταθμό Πειραιώς και τον διπλανό Άγιο Διονύσιο όπου βρισκόντουσαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Περάματος. Τα Ναυπηγεία ακολούθησαν στη νέα τους τοποθεσία και ένα ολόκληρο πλήθος από εργαζόμενους σ΄ αυτά. Οι νέοι οικιστές του Περάματος ήταν ξυλουργοί, μαραγκοί και ένα πλήθος από ειδικότητες που είχαν να κάνουν με τα ξυλοναυπηγεία. Αυτοί αποτέλεσαν και τη βάση, τον πυρήνα ενός πληθυσμού που βρήκε το Πέραμα στις αρχές της δεκαετίας του '30 να διαθέτει περί τους 10.000 κατοίκους. 

Στο μεταξύ και ο Πειραιάς κάτω από την πίεση της ανάπτυξης, όλη τη δεκαετία του '30, "έσπρωχνε" τα εργοστάσια και της βιοτεχνικές μονάδες προς την περιφέρειά του. Οι "Μύλοι" Πειραιώς, τα εργοστάσια Λιπασμάτων και Τσιμέντων και πλήθος άλλων παραγωγικών μονάδων, μετακινούνταν διαρκώς ολοένα και μακρύτερα από το κέντρο της πόλης με μεγάλο μέρος τους να κινείται με κατεύθυνση το Πέραμα.

Ήδη από το Νοέμβριο του 1930 είχαν ξεκινήσει οι εργασίες κατασκευής τροχιοδρομικής γραμμής που θα συνέδεε τον Πειραιά με το Πέραμα. Ο Χρήστος Λεβάντας σε άρθρο του στην εφημερίδα "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ" ανέφερε το 1930 πως η σκέψη σύνδεσης του Περάματος με τον Πειραιά μέσω τροχιοδρομικής γραμμής (ΤΡΑΜ) ήταν πολύ παλιά. Χρειάστηκε όμως να περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι την πραγματοποίησή της, έργο που οφείλεται στην θέρμη του Υπουργού Συγκοινωνίας Αβραάμ. Βέβαια θα χρειασθεί αρκετός καιρός ακόμη μέχρι τη λειτουργία της γραμμής, που εγκαινιάστηκε στις 20 Ιουλίου του 1936.

Στο Πέραμα με την άνεση του Τραμ


Μέχρι και τη κατασκευή της γραμμής Πειραιάς - Πέραμα η προσέγγιση των γραφικών ακτών γίνονταν είτε με λεωφορεία που αναχωρούσαν από το Ρολόι (Δημαρχείο του Πειραιά), είτε με τα βενζινόπλοια (βενζίνες) που αναχωρούσαν ακριβώς έναντι του ρολογιού για τη Σαλαμίνα αφού έκαναν πρώτα μια στάση στο εξοχικό Πέραμα. 


Στην παραλία του Περάματος το 1930



Και ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο συγκοινωνιακών μέσων, λεωφορείων και βενζινόπλοιων, ήταν τόσο μεγάλος, ώστε εξαιτίας αυτού γεννήθηκαν και οι φωνές των ναυτών από τα πλοία της λεγόμενης Κούλουρ Λάινς (Κουλουριώτικων γραμμών), παράδοση που διατηρήθηκε μέχρι και τις μέρες μας.
- Άλλος για το Πέραμα με τη "Ραμόνα" που πετάει και δεν κολυμπάει...

Οι ναύτες αποκαλούσαν τα λεωφορεία της γραμμής του Περάματος "Σέσουλες" ενώ οι οδηγοί των λεωφορείων αποκαλούσαν με την σειρά τους τις βενζίνες "σκυλοπνίχτες".
- Μακριά από τις Σέσουλες! φώναζαν οι ναύτες.
- Το νου σας στις σκυλοπνίχτες, απαντούσαν οι οδηγοί. 

Και το Πέραμα παρέμενε παρόλα αυτά ένας μαγευτικός προορισμός όλη της προπολεμική περίοδο. Και οι Πειραιώτες που επέλεγαν να πάνε οδικώς στο Πέραμα, άρχιζαν το σταυροκόπημα λίγο μετά την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου που τελείωναν οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι και ξεκινούσαν οι κακοτράχηλοι χωματόδρομοι με τις μεγάλες λακούβες. Το κούνημα εξαιτίας του δρόμου διαρκούσε σε όλη την διαδρομή μέχρι που φαίνονταν τα πρώτα σπίτια του συνοικισμού του Περάματος από όπου ο δρομάκος ήταν σχετικά στρωτός. Και δεν ήταν λίγος ο κόσμος που επέλεγε να ταξιδέψει με τα λεωφορεία αντί των βενζινών καθώς τα πρώτα ήταν φθηνότερα και τακτικότερα.

Ουρά για επιβίβαση στο λεωφορείο της διαδρομής Πέραμα - Πειραιάς 
(Από την ταινία "Ταξίδι" του 1962)
Το Πέραμα παρέμενε μια μαγευτική τοποθεσία παρά την αυθαίρετη δόμηση, τα "Καρνάγια" και τα κατοπινά ναυπηγεία. Το 1934 ο ζωγράφος και σκιστογράφος Βάσος Γερμενής ξεκινά με το μικρό σκάφος του τη "Νιόβη" από το επίσης γραφικό Τουρκολίμανο μαζί με τον αρθρογράφο Δ. Καλλονά και για λογαριασμό της εφημερίδας "Βραδυνή" ταξιδεύουν από θαλάσσης μέχρι το Πέραμα. Το δημοσιογραφικό αυτό ταξίδι δεν είναι τυχαίο καθώς τη χρονιά εκείνη το Πέραμα έγινε Κοινότητα. 

Από εκείνο το ταξίδι καταγράφουν σκηνές μοναδικές που αφορούν στην άνθηση των Ναυπηγείων και στον οργασμό της ναυτικής εργασίας που κυριαρχεί εκεί. Ο μεν Καλλονάς μας δίνει μια περιγραφή μοναδική, ο δε Γερμένης διανθίζει την περιγραφή μέσα από τα σκίτσα του.

"Ξαπλωμένο στα πόδια του Αιγάλεω, το Πέραμα δίνει την εντύπωση μιας μικροσκοπικής βιομηχανικής πόλεως που περιβάλλεται όμως από τα πεύκα του όρους Αιγάλεω. Πρόκειται για έναν συνοικισμό που χαϊδεύεται από τους αφρούς των κυμάτων κι εδώ έχει στήσει το λιμέρι της η περηφάνια των ελληνικών θαλασσών......


Το Πέραμα της ζωγράφου Μαρίας Πωπ


Ανάμεσα στα καράβια και στα ναυπηγεία μικρά σπιτάκια από ξύλο ως επί το πλείστον, που μοιάζουν στην παραλία σαν ψεύτικα, γλυκαίνουν κάπως τις σκληρές γραμμές του συνόλου, δίνουν κάποιο τόνο γραφικότητος, που φτάνει σε ειδυλλιακή χάρη στα παραλιακά κέντρα, στα μικρομάγαζα και στα σπίτια του προσφυγικού συνοικισμού που προβάλλουν μέσα από τον πευκώνα του Αιγάλεω".

Ο Γερμενής που άφησε τα σκίτσα του για το γραφικό Πέραμα είναι που θα γίνει ο επίσημος ζωγράφος του Αυτοκράτορα Χαϊλέ Σελασιέ και θα διασκοσμήσει στο τέλος και το Μαυσωλείο του στην Αιθιοπία. 


"Ναυπηγεία στο Πέραμα" του Βάσου Γερμενή
(Εφημ. "Βραδυνή" φ. 16/8/1934)
 
Οι πριονιστάδες του Περάματος (σκίτσο Β. Γερμενή)
(Εφημερίδα "Βραδυνή" φ. 16/8/1934


Μεταπολεμικά το Πέραμα συνεχίζει να είναι η συνοικία των αντιθέσεων με τα ναυπηγεία και τον εργατόκοσμο να κυριαρχούν, αλλά με κάποια σημεία πευκόφυτα κάτω από τα οποία δεσπόζουν πρόχειρα ταβερνάκια, να συνεχίζουν να δίνουν έναν τόνο γραφικότητας έστω και σε περιορισμένο βαθμό στην εργατούπολη. 



Στις εγκαταστάσεις της ΣΕΛΛ στο Πέραμα στάθμευε
ειδικό φυλάκιο (Φρουρά) Καυσίμων της Βασιλικής Χωροφυλακής


Το 1962 στην ταινία "Ταξίδι" του Ντίνου Δημόπουλου με τον Νίκο Κούρκουλο και την Αλίκη Βουγιουκλάκη, έχουν καταγραφεί σπουδαίες εικόνες. Οι εργαζόμενοι στα ναυπηγεία, στους ταρσανάδες και στα καρνάγια, έχουν τα σπίτια τους στην παραλία ανάμεσα στα καΐκια και σε κάθε είδους πλεούμενο. Ζωή και εργασία βρίσκονται στην παραλία, συνυπάρχουν σε παράλληλη τροχιά. Το τέλος της δεκαετίας του '60 σήμανε το τέλος κάθε ίχνους γραφικότητας από τον Δήμο πλέον του Περάματος.  


Σκηνή από την ταινία "Ταξίδι" του 1962. Κάτω από τα πεύκα του Περάματος
Παραλία Περάματος δεκαετία '60

Στα ταβερνάκια του Περάματος, δεκαετία '30

Ωτοσκοπία

Τον Ιανουάριο του 1943, το πλοίο «Città di Genova» (Πόλη της Τζένοβα), που χρησιμοποιήθηκε από την ιταλική φασιστική κυβέρνηση για στρατιωτικές αποστολές, ξεκίνησε από την Πάτρα για να μεταφέρει στην Ιταλία 158 έλληνες αιχμαλώτους πολέμου, με αποστολή να τους παραδώσει στις ιταλικές φασιστικές δυνάμεις στο Μπάρι. Ανάμεσά στους 158 υπήρχαν και 30 έλληνες έφεδροι αξιωματικοί που κατάγονταν από τη Ζάκυνθο. Το «Città di Genova», όμως, δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει στον προορισμό του. Στις 13.15΄ της 21ης Ιανουαρίου 1943, καθώς έπλεε στην Ανδριατική, περίπου 25 μίλια δυτικά από το αλβανικό νησί Σάσων (αλβανικά: Sazan ή Sazanit), δέχτηκε δύο τορπίλες από το αγγλικό υποβρύχιο «Tigris» με αποτέλεσμα να βυθιστεί μέσα σε λίγα λεπτά και να χάσουν τη ζωή τους 173 άτομα, με πρώτους τους έλληνες αιχμαλώτους. [1]
Είναι περιττό να σημειώσω ότι για την αιχμαλωσία και το θάνατο των παραπάνω θυμάτων όπως και των άλλων Ελλήνων που υπήρξαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θύματα του ναζισμού και του φασισμού συνέβαλαν στο μέγιστο βαθμό οι έλληνες συνεργάτες των κατακτητών, με πρώτους εκείνους που ανήκαν στην άρχουσα τάξη. Μάλιστα, στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρήθηκε υπεύθυνος για την αιχμαλωσία και μεταγωγή στην Ιταλία των τριάντα εφέδρων αξιωματικών που πνίγηκαν στην Αδριατική, όταν βυθίστηκε το «Cittá di Genova» που τους μετέφερε, κάποιος ζακυνθινός αριστοκράτης, ο Φραγκίσκος (ή Κέκος) Μερκάτης.
Όπως αναφέρει ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας, ο γνωστός από τη δίκη για τη δολοφονία του Λαμπράκη, ο Μερκάτης κατείχε «στην ιεραρχία του Ζακυνθινού δωσιλογισμού την πρώτη θέση» [2]. Έτσι, όταν οι Ιταλοί αξιωματικοί προσθαλάσσωσαν κάποιο υδροπλάνο τους (1 Μαΐου 1941) στο λιμάνι της Ζακύνθου χωρίς να βρουν αντίσταση (στο νησί δεν υπήρχε από ημέρες καμιά στρατιωτική δύναμη), ο Μερκάτης ήταν από εκείνους που, μαζί μ’ έναν αστυνόμο και μια ομάδα χωροφυλάκων, πρόσφεραν πρώτοι τις υπηρεσίες τους στον ιταλικό φασισμό. Πιο συγκεκριμένα, ο αριστοκράτης μας ανέλαβε υπηρεσία ως νομικός και πολιτικός σύμβουλος της ιταλικής διοίκησης, ενώ ο αστυνόμος με τους χωροφύλακές του συνέλαβαν και παρέδωσαν δεμένους στους Ιταλούς (2 Μαΐου 1941) δυο Άγγλους που κρύβονταν στο νησί· κι από τότε χάθηκαν τα ίχνη τους.
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, τη δίωξη κατά του αστυνόμου και του Μερκάτη για τα εγκλήματα που διέπραξαν στη διάρκεια της φασιστικής κατοχής στη Ζάκυνθο ανέλαβε ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας. Για το λόγο αυτό, είναι μάλλον προτιμότερο να μεταφέρουμε κάποια αποσπάσματα από τις δικές του άμεσες μαρτυρίες:
«[Εναντίον του αστυνόμου] κινήθηκε ποινική δίωξη για παράβαση της 6 Συντακτικής Πράξεως περί δωσιλόγων, με την κατηγορία πως παρέδωσε συμμάχους στον εχθρό και ύστερα από πρότασή μου βγήκε σύμφωνο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, που τον παρέπεμπε να δικαστεί γι’ αυτή την πράξη στο Δικαστήριο Ζακύνθου. Ο παραπεμπόμενος αστυνόμος άσκησε έφεση κατά του βουλεύματος αυτού και το Συμβούλιο Εφετών Πατρών δέχτηκε την έφεση και τη σχετική πρόταση του Εισαγγελέως, που υποστήριξε, πως όλες οι κατηγορίες κατά του αστυνόμου είναι σκευωρίες κομμουνιστών και τον… απάλλαξε από την κατηγορία!!!». Τα τρία θαυμαστικά ανήκουν στον ίδιο τον Δελαπόρτα. Ακόμα και το ένα θαυμαστικό θα αρκούσε για «να υπογραμμίσει το απίστευτο» του λόγου για τον οποίο αθωώθηκε ο δωσίλογος αστυνόμος: «σκευωρίες κομμουνιστών!» [3]. Εδώ, όμως, η στίξη με τρία θαυμαστικά συνδηλώνει τη μεγάλη αφέλεια του Δελαπόρτα, που πίστευε πως θα καταδικαζόταν ο αστυνόμος. Η επόμενη αφέλειά του, σχετικά με την καταδίκη του Μερκάτη, ήταν ακόμα μεγαλύτερη.
Ο Φραγκίσκος (ή Κέκος) Μερκάτης, αμέσως μετά την απελευθέρωση, τρομοκρατημένος από την οργή του λαού της Ζακύνθου εναντίον του για τη συνεργασία του με τον εχθρό και για τα εγκλήματα που είχε διαπράξει στη διάρκεια της φασιστικής του θητείας, κατέφυγε ως «ασθενής» στο Νοσοκομείο της Ζακύνθου. Λάθος του. Τη νύχτα, κάποιος μπήκε στο νοσοκομείο και του έκοψε σύριζα τα δυο του αυτιά με ξυράφι. Κι ύστερα, τα πήρε μαζί του και χάθηκε μέσα στη νύχτα. Για την πράξη αυτή, όπως μας πληροφορεί ο Δελαπόρτας, «Δεν στάθηκε δυνατόν να διωχθεί κανένας για φυσικός ή ηθικός αυτουργός […] γιατί οι δράστες έμειναν άγνωστοι, κρυμμένοι ή προφυλαγμένοι μέσα στο γενικό μίσος που έτρεφε η Ζάκυνθος κατά του Μερκάτη και που κρατούσε τα στόματα κλειστά» [4]. Και πέρασαν τα χρόνια, και παραγράφηκε το «έγκλημα» του ακρωτηριασμού που άφησε άωτο τον Μερκάτη — πού να βρεθεί τότε κανένας φουστάνος και πώς να βρεθούν αυτιά για να του τα κολλήσει… (Πάντως, μετά από πολλά χρόνια, κι αφού είχε περάσει ο χρόνος της παραγραφής, κάποιος ψιθύρισε ότι τα δυο κομμένα αυτιά του Μερκάτη τα διατηρούσε βυθισμένα σ’ ένα βάζο με αντισηπτικά κάποιος φαρμακοποιός, του οποίου ο αδελφός ήταν μεταξύ των τριάντα ομήρων που πνίγηκαν στα νερά της Αδριατικής, τον Ιανουάριο του 1943. Αλλά δεν ήταν αυτός ο «φυσικός αυτουργός» της λαϊκής νέμεσης…)
Ο Φραγκίσκος Μερκάτης, μετά την απώλεια των αυτιών του, κατέφυγε για την επούλωση των οπών [5] στην Πάτρα, κι όταν ασκήθηκε εναντίον του δίωξη για τα εγκλήματά του, δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο Δωσιλόγων και καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Ήξερε καλά τι θα ακολουθούσε.
«Από δω και πέρα ο Μερκάτης αποτελεί το κλασικότερο παράδειγμα προστατευτισμού και ευνοϊκής μεταχείρισης, που έδειχνε προνομιακά για τα χαϊδεμένα του παιδιά, τους δωσιλόγους, το Κράτος και τις περισσότερες φορές και η Δικαιοσύνη. Πολύ υψηλά ιστάμενα πρόσωπα συντελέσανε, ώστε όχι μόνο να μην εκτελεσθεί η θανατική καταδίκη του Μερκάτη, αλλά να μην έμπει ούτε ώρα φυλακή, ούτε ως νοσηλευόμενος να μπει σε νοσοκομείο φυλακών ή άλλο υπό φρούρηση, ως κατάδικος. Του επιτρέψανε να μένει σε ιδιωτικό σπίτι [στην Πάτρα] αφρούρητος! Για να μην κάμει πολύ κακήν εντύπωση αυτό το μεγάλο σκάνδαλο, εβρήκανε μία φόρμουλα να εμφανίζεται ο Μερκάτης, πως βρίσκεται σε κωματώδη κατάσταση, δηλαδή πως είναι ετοιμοθάνατος και ελάχιστες μέρες, αν όχι ώρες, του μένουν να ζήσει. Τα περί κωματώδους καταστάσεως τα πιστοποιούσαν εγγράφως με πιστοποιητικά ή με ενόρκους βεβαιώσεις οι περισσότεροι και οι καλύτεροι γιατροί των Πατρών. […] Αυτά τα πιστοποιητικά […] η ανώτερη Δικαιοσύνη τ’ αποδέχονταν και τα υιοθετούσε, χωρίς να προκαλέσει μία εξέταση του Μερκάτη από ομάδα ανωτέρων στρατιωτικών γιατρών», γράφει ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας, κλείνοντας το φάκελο αυτής της υπόθεσης.[6]
Η κυβέρνηση άλλαξε το νόμο που δεν επέτρεπε να προσβάλει κανείς με ανακοπή τις αποφάσεις των Δικαστηρίων Δωσιλόγων κι έτσι ο καταδικασμένος σε θάνατο Μερκάτης άσκησε ανακοπή. Η δίκη ορίστηκε για τις 4 Απριλίου 1947, αλλά ούτε σ’ αυτή τη δίκη εμφανίστηκε, και απορρίφθηκε η ανακοπή του. Προφανώς, «ήξερε» τι θα συμβεί στη συνέχεια, αφού είχαν ήδη παρέμβει στην υπόθεσή του κάποια «πολύ υψηλά ιστάμενα πρόσωπα», όπως λέει ο εισαγγελέας, υπονοώντας τον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης και τον Γενικό Επίτροπο Δωσιλόγων και Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου. Μετά από λίγο «οι μεγάλοι του προστάτες», λέει ο Δελαπόρτας, «πέτυχαν και του δόθηκε πλήρης χάρη. Μάλιστα διατάχθηκε και του αποδόθηκε και η περιουσία του που είχε δημευτεί από το Δικαστήριο. Τότε ζωντάνεψε και καρδάμωσε ο Μερκάτης και πήγε κι έζησε στην Κηφισιά όπου μετά πολλά χρόνια, σε βαθιά γεράματα, επέθανε.» [7]
Ελπίζω να μην έχετε την αυταπάτη ότι κάτι τέτοιοι τύποι σαν τον Μερκάτη και τον αστυνόμο τελικά «τιμωρούνται από το Θεό» και πάνε στην κόλαση…
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Μια λεπτομερή περιγραφή της βύθισης του «Città di Genova», μπορείτε να δείτε: α) στη διεύθυνση: www.soced.eu, Voci dal Sud, Anno VI° 4 Aprile 2010, «La guerra e le tragedie del mare» [http://www.sosed.eu/vocidalsud/vds-10-04-APR/vds%20-10%20-%2004%20-%20apr%20-%20pag%2022.pdf ] και
2. Παύλος Γ. Δελαπόρτας, Το σημειωματάριο ενός πιλάτου, Θεμέλιο, Αθήνα 1977, σελ. 161. Το βιβλίο αυτό αποτέλεσε τη βασική πηγή για όλες τις πληροφορίες τις σχετικές με τα γεγονότα της Ζακύνθου και τον Μερκάτη, καθώς και με όσα ακολούθησαν στην υπόθεση αυτή μετά τον πόλεμο.
3. Στο ίδιο, σελ. 177
4. Στο ίδιο, σελ. 162-163
5. Στο ίδιο, σελ. 166. Ο Δελαπόρτας θα τον δει κάποια στιγμή αργότερα, μετά την καταφυγή του Μερκάτη στην Πάτρα: «Δοκίμασα κάποια φρίκη που ήταν χωρίς αυτιά. Δύο τρύπες έδειχναν τη θέση που άλλοτε ήταν τα αυτιά».
6. Στο ίδιο, σελ. 164
7. Στο ίδιο, σελ. 167

Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ. Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΗΘΩΝ

  

Στην προηγούμενη συζήτηση σταθήκαμε, συντρόφισσες, στην επανάσταση της καθημερινότητας στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Εννοείται πως αυτή η επανάσταση δεν εξαντλείται μόνο στον τομέα της κοινωνικής διατροφής με το πέρασμα στα σπίτια-κομμούνες, την κοινωνική διαπαιδαγώγηση ή την προστασία της μητρότητας. Αυτή η επανάσταση είναι πολύ πιο βαθιά, σύνθετη και πολύπλευρη. Αγκαλιάζει σχεδόν όλους τους τομείς της ζωής μας, έχοντας αντανάκλαση με ιδιαίτερη δύναμη στα ήθη και τη σκέψη. Κάποτε οι ιστορικοί θα μελετούν με ενδιαφέρον τη γραφική εποχή μας, τη γεμάτη κίνηση, ρήξη με το παλιό, αναζήτησης νέων τρόπων ζωής, οικονομίας, νέων βάσεων αμοιβαίων σχέσεων των ανθρώπων. Εμείς δε διανοούμαστε πόσο πλούσια είναι η ζωή μας με φύτρα του μέλλοντος. Δεν μπορούμε ακόμα να διακρίνουμε ότι στα πεδία των μαχών του εμφύλιου πολέμου, που είναι ποτισμένα με δάκρυα, αίμα και θραύσματα του παρελθόντος, ανοίγουν ορμητικά το δρόμο τους τα φρέσκα, τα δυνατά και μεστά βλαστάρια του κομμουνιστικού μέλλοντος… Ας τα λερώνει ακόμα η σκόνη των αιώνων που σηκώθηκε από τον ανεμοστρόβιλο της θυελλώδους σύγκρουσης των δυο εχθρικών κόσμων, ας θολώνει ακόμα το φρέσκο αίμα την καθαρότητα του φρέσκου βλασταριού… Τα βλαστάρια αυτά υπάρχουν, σαν ανοιξιάτικα ρυάκια, ανοίγουν το δρόμο τους μέσα από το στρώμα του χιονιού, μαλακώνοντας τους παγωμένους όγκους και καθαρίζοντας τη γη με το ζεστό χάδι του ανοιξιάτικου ήλιου που χαρίζει ζωή.
Κοιτάξτε γύρω: Είναι άραγε αυτή η ίδια Ρωσία που ξέραμε πριν πέντε χρόνια; Είναι άραγε αυτοί οι ίδιοι εργάτες, αγρότες, ακόμα και «μικροαστοί», που ζούσαν επί τσαρισμού; Οι σκέψεις, οι αισθήσεις, οι προσπάθειες, τα καθήκοντα –όλα έγιναν άλλα, ασυνήθιστα, όπως είναι ασυνήθιστη και καινούργια όλη η κατάσταση της Σοβιετικής Ρωσίας. Όταν συναντάς όσους ζουν στο αστικό-καπιταλιστικό σύστημα, μοιάζει ότι τρέξαμε μπροστά αιώνες ολόκληρους και από εκεί, από την απόσταση των επόμενων αιώνων, εκτιμάμε την πορεία των γεγονότων. Στις καθυστερημένες επαναστατικά χώρες ξέρουμε από την πείρα μας ότι με το μυαλό καταλαβαίνουν, αλλά ακόμα δεν έγινε «κομμάτι της ψυχής» για τα αδέρφια μας πίσω από τα αστικά σύνορα. Μερικές φορές τρομάζουμε από τη «σοφία» μας, από την πλούσια πείρα που μας έδωσε η επανάσταση. Σε τέτοιο ύψος μας ανέβασε η Ιστορία. Αυτή η πείρα μας απομάκρυνε από το κοντινό ζωντανό παρελθόν και μας πλησίασε στο μέλλον. Μας είναι ευκολότερο να κοιτάμε μπροστά, παρά πίσω. Βλέπουμε περισσότερα απ’ όσα βλέπαμε πριν τη μεγάλη ανατροπή, ξέρουμε περισσότερα απ’ όσα ξέρουν οι σύντροφοί μας που δεν έζησαν τα τέσσερα χρόνια του αγώνα και της πυρετικά βιαστικής, πειραματικής οικοδόμησης του «συντομότερου δρόμου» προς τον κομμουνισμό.
Όσα λάθη και να έγιναν είναι η πείρα της επανάστασής μας, η πιο γενναία πείρα οικοδόμησης της ζωής, η προσπάθεια της οργανωμένης θέλησης της κολεκτίβας των πολλών εκατομμυρίων να υποτάξουν τις τυφλές δυνάμεις της οικονομίας. Η εργατική επανάσταση της Ρωσίας άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο της ανθρώπινης ιστορίας. Και όσο δύσκολος και μακρύς και να είναι ο δρόμος για την πραγματοποίηση του κομμουνισμού, σε όλη του την άνθιση, η αρχή έγινε. Και το προλεταριάτο, με σταθερή πια πίστη στον εαυτό του, στον ιστορικό του ρόλο και στη σημασία του για την οικοδόμηση της κοινωνίας, θα προχωρά απαρέγκλιτα στον τελικό του στόχο. Αυτός ο στόχος έπαψε να είναι μόνο ένα όνειρο. Το προλεταριάτο με προτεταμένα τα χέρια κατάφερε να νιώσει με τα ακροδάχτυλά του τη ρεαλιστικότητά του, την ύπαρξή του…
Η εξέλιξη που προκάλεσε η Οκτωβριανή Επανάσταση είχε αντανάκλαση, πρώτ’ απ’ όλα, στη σκέψη, στην προσέγγιση στη ζωή του ίδιου του προλεταριάτου. Δείτε τον εργάτη: Τέτοιος ήταν πριν την επανάσταση; Τότε ήταν ένας ανελεύθερος δούλος ή χτυπημένος από την ανάγκη αλλά πειθήνιος ή οργισμένος αλλά αδύναμος. Δεν πίστευε στον εαυτό του. Και τους κανόνες, τους άδικους κανόνες και τους νόμους που τον καταπίεζαν και τον ταπείνωναν, τους θεωρούσε παντοτινούς και απαράλλαχτους. Εάν του έλεγαν: «Αρκεί τα εκατομμύρια των προλετάριων να το θελήσουν και θα γίνουν κύριοι της ζωής», θα κουνούσε δύσπιστα το κεφάλι.
Και τώρα; Φυσικά το προλεταριάτο ζει στην πείνα, φυσικά είναι κακοντυμένο και κακοποδεμένο, φυσικά υπομένει ατέλειωτες στερήσεις και κάνει ανεξάντλητες θυσίες. Όμως πιστεύει στον εαυτό του, στις δυνάμεις του. Έμαθε πια τη μεγάλη νέα αλήθεια, ότι η ζωή, οι νόμοι, η καθημερινότητα –όλα αλλάζουν, εάν καθοδηγεί την κοινωνία μια άλλη τάξη. Άλλη ήταν η κατάσταση τον καιρό του τσάρου, των εργοστασιαρχών και των γαιοκτημόνων και έγινε άλλη κατά την κυριαρχία των εργαζόμενων. Ο εργάτης νιώθει τον εαυτό του αφέντη της ζωής, δημιουργό της. Ας μη δημιουργεί πάντα σωστά, όμως δημιουργεί, και σε αυτό το δύσκολο μάθημα της συνειδητής υποταγής στη θέληση της κολεκτίβας των νόμων της οικονομικής ανάπτυξης, σε αυτήν τη νίκη της θέλησης της κοινωνίας πάνω στις τυφλές δυνάμεις της οικονομίας βρίσκεται η μεγάλη νίκη της εργαζόμενης ανθρωπότητας.
Ας πάρουμε την εργάτρια. Εδώ η αλλαγή είναι πιο συνειδητή. Το πιο χαρακτηριστικό είναι ότι στις πλατιές γυναικείες μάζες αναπτύχθηκε η αίσθηση της κοινότητας, η συνείδηση της σχέσης τους με την κολεκτίβα, των υποχρεώσεών τους σχετικά με την κοινωνία, με την εργατική δημοκρατία. Αυτό είναι ιδιαίτερα νέο στη γυναίκα που για αιώνες ήταν διαπαιδαγωγημένη έτσι, ώστε να γνωρίζει το χρέος μόνο προς την οικογένεια. Η εργάτρια ή η γυναίκα του εργάτη τώρα όχι μόνο ξέρει καλά ότι είναι πολίτης με πλήρη δικαιώματα, αλλά και ότι, αν δεν εκπληρώνει κάποια κοινωνική χρέωση, θα αναζητεί τη δικαίωση από τον ίδιο της τον εαυτό: Τα παιδιά εμποδίζουν, όπως και το νοικοκυριό. Και θα σημειώσει ανυπερθέτως: Έχουμε πολύ λίγα παιδικά ιδρύματα, οι κοινωνικές τραπεζαρίες δεν κάνουν για τίποτα! Εάν όλα ήταν τακτοποιημένα, θα μπορούσε να δουλεύει για το Κόμμα, στο τμήμα, στην ένωση.
Η επανάσταση όχι μόνο έβγαλε τη γυναίκα στο χώρο της κοινωνικής ζωής από την κλειστή, πνιγηρή ατμόσφαιρα της οικογένειας, αλλά και της εμφύσησε με απίθανη ταχύτητα την αίσθηση της σύνδεσης με την κολεκτίβα. Οι εργάτριες, οι εξωκομματικές εργαζόμενες γυναίκες, οι σύζυγοι των εργατών, η αγρότισσα –αυτές ήταν οι εθελόντριες των κόκκινων Σαββάτων. Περίπου 150 χιλιάδες εργαζόμενες γυναίκες σε 16 κυβερνεία συμμετείχαν στα Σάββατα το 1920. Αυτό μαρτυρά την άνοδο της κοινωνικότητας, τη συνείδηση ότι μόνο με συλλογικές προσπάθειες μπορεί να ξεμπερδέψουμε με την καταστροφή, τις επιδημίες, το κρύο και την πείνα.
Τα κόκκινα Σάββατα, δηλαδή η εθελοντική εργασία για την κολεκτίβα, συμπληρώνουν την εργασιακή υποχρέωση. Η εργασία παύει να είναι μόνο ανάγκη (εργασία του δούλου, εργασία του εργάτη, που τον σπρώχνει η ανάγκη), γίνεται κοινωνική, κοινωνικό χρέος, όπως ήταν στα πολύ παλιά χρόνια, όταν κάθε μέλος του γένους συμμετείχε στην εξυπηρέτησή του. Δείτε αυτές τις σειρές των εξωκομματικών εργατριών, των αντιπροσώπων μας, που αφήνουν τις δουλειές τους στο σπίτι για να προλάβουν να πάνε στο Σάββατο, όπου θα ξεφορτώσουν καύσιμα, θα καθαρίσουν το δρόμο από το χιόνι, θα ράψουν ασπρόρουχα για τους κοκκινοφρουρούς, θα ράψουν για τα παιδιά, θα μαζέψουν και θα τακτοποιήσουν στα νοσοκομεία ή τα στρατόπεδα κλπ. Πολλές από αυτές έχουν τη δική τους οικογένεια, το δικό τους νοικοκυριό και, επομένως, τις δικές τους δουλειές στο σπίτι, που η εργάτρια μπορεί να κάνει τη μοναδική ελεύθερη μέρα της βδομάδας. Όμως μέσα της έχει πια γεννηθεί και αναπτύσσεται η συνείδηση ότι είναι ωφελιμότερο να αφήσει το μικρό ατομικό της νοικοκυριό, από το να μην προλάβει να βοηθήσει προσωρινά το λαϊκό νοικοκυριό, δίνοντάς του τα εργατικά της χέρια για την υλοποίηση επείγουσας, πρωτοπόρας κοινωνικής εργασίας. Και η γυναίκα αφήνει τις σπιτικές της δουλειές ατελείωτες, για να προλάβει στο Σάββατο.
Θα πείτε: Ναι, αλλά αυτές οι εξωκομματικές εργάτριες και αγρότισσες είναι ακόμα μια μειοψηφία!... Σωστά. Είναι ακόμα λίγες. Όμως, και αυτό είναι ενδεικτικό, ο αριθμός τους αυξάνεται και δεν πέφτει. Έπειτα, είναι σοβαρό ότι έτσι φέρονται όχι μόνο οι κομμουνίστριες, αλλά και οι εξωκομματικές. Και τέλος, η συμπεριφορά αυτής της μειοψηφίας διαπαιδαγωγεί τις πλατιές μάζες στο ίδιο πνεύμα. Θα ακούσετε κάποια εργάτρια που δεν πηγαίνει στο κόκκινο Σάββατο με πόσο πάθος, μερικές φορές και φλογερά υπερασπίζεται το δικαίωμά της να παραμελήσει την εθελοντική κοινωνική δουλειά. Θα σας αναφέρει δέκα προφάσεις γιατί αυτή ακριβώς έχει το ηθικό δικαίωμα να μη συμμετέχει στα κόκκινα Σάββατα. Είναι πια σπάνιο να συναντήσεις στην πόλη εργάτρια (η αγρότισσα είναι άλλη υπόθεση) που απλά θα γυρίσει την πλάτη σε αυτήν την ερώτηση. Η συνείδηση της σχέσης μεταξύ του βαθμού καλής λειτουργίας της κοινωνικής οικονομίας και της δυνατότητας να ικανοποιούνται λόγω αυτής οι προσωπικές ανάγκες έχει δυναμώσει πολύ αυτά τα τέσσερα χρόνια. Δεν υπάρχουν καύσιμα και τα βαγόνια με τα ξύλα στέκονται. Χρειάζεται να γίνει κόκκινο Σάββατο… Άρχισε επιδημία –χρειάζεται κόκκινο Σάββατο για τον καθαρισμό της πόλης! Και δείτε, οι εργάτες με την ηθική τους καταδίκη χαρακτηρίζουν όσους δε συνεισφέρουν οι ίδιοι τη δική τους δουλειά στην κοινωνική εργασία και απαιτούν από το περιφερειακό συμβούλιο να ικανοποιεί τις ανάγκες τους. Δημιουργείται ένας νέος κώδικας ηθικής, νέες βάσεις ηθικότητας. Εμφανίζονται νέες έννοιες –λιποτάκτης της δουλειάς. Η αστική κοινωνία καταδίκαζε τους τεμπέληδες, τον απρόθυμο εργαζόμενο. Όμως η δουλειά στην αντίληψη της αστικής τάξης ήταν ατομική υπόθεση. Αν θέλεις δούλεψε, αν θέλεις πέθανε από την πείνα ή κατάφερε να κάνεις άλλους να δουλέψουν για σένα. Το τελευταίο, το «ταλέντο του επιχειρηματία» έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης, το θεωρούσαν ποιότητα που άξιζε ιδιαίτερο σεβασμό. Εάν ο αστικός κόσμος καταδίκαζε τον τεμπέλη, το έκανε μόνο στο μέτρο που ο άνθρωπος δε δούλευε για τον εαυτό του, αλλά για κάποιον άλλο. Εάν επιπλέον δεν έδινε πλήρως όλη του την εργασιακή ενέργεια, κατά την άποψη της αστικής ηθικής έκλεβε στο λογαριασμό το αφεντικό, μείωνε το κέρδος του και γι’ αυτό η αστική τάξη καταδίκαζε την τεμπελιά και την απροθυμία ως ελάττωμα. Όμως ο γιόκας του επιχειρηματία ή ο μικρός ευγενής, που απλά συμπεριλαμβανόταν στην υπηρεσία για τον τίτλο και τα παράσημα, μπορούσε να είναι ο πιο μεγάλος χασομέρης και κοπρίτης, χωρίς να υπόκειται σε καταδίκη για λιποταξία από τη δουλειά. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να δουλεύει ή όχι –αυτή είναι προσωπική του υπόθεση, ατομική– αυτή ήταν η άποψη του αστικού κόσμου. Σημειώστε, ακόμα κι αν ένας αγρότης, μικροϊδιοκτήτης, παρατούσε το νοικοκυριό του από ραθυμία ή τεμπελιά, η αστική κοινωνία δεν τον καταδίκαζε για τη βλάβη που προκαλούσε στην κοινωνική οικονομία, αλλά μόνο τον έψεγε για βλακεία –δεν ξέρει, τάχα, ο άνθρωπος να φροντίσει για το ίδιο του το όφελος.
Η σχέση με την εργασία στην αστική κοινωνία και στην εργατική δημοκρατία είναι διαφορετική και από εδώ προκύπτει η εμφάνιση νέων ηθών, που διαπαιδαγωγούν τον εργαζόμενο λαό σε άλλο πνεύμα, τον κάνουν να σκέφτεται και να αισθάνεται διαφορετικά.
Από τη δική μας σχέση προς την εργασία απορρέει μια νέα σχέση με μια ολόκληρη σειρά φαινομένων, διαμορφώνεται ένα νέο μέτρο ηθικότητας, δηλαδή κανόνων, που καθορίζουν τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και τη σχέση του ανθρώπου με την κολεκτίβα. Στην αστική κοινωνία η ηθικότητα καθόριζε κυρίως τους κανόνες επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, ενώ οι σχέσεις με την κοινωνία απλά συμπλήρωναν το γενικό κώδικα (το σύνολο των κανόνων) της προσωπικής ηθικής. Οι κανόνες που καθόριζαν τις υποχρεώσεις του ανθρώπου προς την κοινωνία ήταν πολύ λιγότεροι από τους κανόνες που καθόριζαν τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Στους πρώτους εντάσσονταν η υπεράσπιση της πατρίδας, η υπηρεσία προς «τον τσάρο και την πατρίδα» και το πολύ σχετικό «ου φονεύσεις»· στους δεύτερους ένας μακρύς κατάλογος εντολών που ξεπήδησαν στο έδαφος της υπεράσπισης των συμφερόντων της ατομικής ιδιοκτησίας και των ατομικών συμφερόντων: Μην κλέβεις, μην τεμπελιάζεις, μην παίρνεις τη γυναίκα από το νόμιμο σύζυγο, μην κλέβεις πάνω από το συνηθισμένο στις εμπορικές συναλλαγές, να είσαι εγκρατής κλπ.
Στη δικτατορία του προλεταριάτου οι κανόνες ηθικής προκύπτουν άμεσα από τα συμφέροντα της κολεκτίβας. Εάν η πράξη σου δε βλάπτει την κολεκτίβα, δεν αφορά κανέναν. Αντίθετα, στην εργατική δημοκρατία καταδικάζεται ό,τι εκτιμάται στο αστικό σύστημα. Ποια είναι, για παράδειγμα, η σχέση προς τον έμπορο στο αστικό κράτος; Εάν στα λογιστικά βιβλία του είναι όλα εντάξει, αν δε στήσει ψεύτικη χρεοκοπία και δεν κλέψει φανερά στο ζύγι και δεν κοροϊδέψει τους αγοραστές, τον έμπορο όχι μόνο δεν τον βάζουν φυλακή, αλλά, αντίθετα, τον επιβραβεύουν με τιμητικούς τίτλους: Του «εμπόρου πρώτης τάξεως», «κληρονομικού, επίτιμου πολίτη» κλπ.
Τώρα, από τον καιρό της επανάστασης, η σχέση μας με το εμπόριο και τους εμπόρους άλλαξε ριζικά. Τον «τίμιο έμπορο» τον λέμε μαυραγορίτη. Όχι μόνο δεν επιβραβεύουμε τον έμπορο με τιμητικούς τίτλους, αλλά τον τραβολογάμε στο τμήμα της ΤσεΚα και τον κλείνουμε στο στρατόπεδο για καταναγκαστικά έργα. Γιατί αυτό; Επειδή ξέρουμε ότι μπορούμε να χτίσουμε τη νέα κομμουνιστική οικονομία μόνο με το τράβηγμα όλων των ενήλικων πολιτών στην παραγωγική εργασία. Όποιος δε δουλεύει, όποιος ζει σε βάρος των άλλων, με μη εργασιακό εισόδημα, δηλαδή δεν κάνει παραγωγική δουλειά, βλάπτει την κολεκτίβα, τη δημοκρατία. Γι’ αυτό καταδιώκουμε τους μαυραγορίτες, τους εμπόρους, τους προαγοραστές, όλους όσοι ζουν με μη εργασιακό εισόδημα. Τους καταδικάζουμε.
Από τις αλλαγμένες συνθήκες της καθημερινότητας ξεπηδούν νέα ήθη, νέοι κανόνες κοινής ζωής (ηθική). Φυσικά, σε τρία-τέσσερα χρόνια, ακόμα και σε δεκαετίες, δεν αλλάζεις την ανθρωπότητα σε έναν νέο τρόπο, δεν τους κάνεις όλους πραγματικούς κομμουνιστές. Όμως είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτό το φαινόμενο ήδη εκδηλώνεται φανερά και μπορούμε μόνο να εκπλησσόμαστε από το πόσο γρήγορα η ψυχολογία, δηλαδή η σκέψη μας, προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες και αρχίζει να επεξεργάζεται νέους κανόνες επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων.
Όμως η επανάσταση είναι περισσότερο αισθητή στον τομέα της σχέσης μεταξύ των φύλων. Ο παγκόσμιος πόλεμος, όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και σε όλες τις εμπόλεμες χώρες, κλόνισε τη σταθερότητα της αστικής οικογένειας. Πρώτο, με την αύξηση της γυναικείας εργασίας που δημιούργησε την οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών, δεύτερο, με την αύξηση του αριθμού των γεννήσεων εκτός γάμου. Μπροστά στο θάνατο ξεθώριασαν όλες οι διαταγές της αστικής ηθικής. Το ερωτευμένο ζευγάρι συναντιόταν χωρίς να λογαριάζει τις εντολές της Εκκλησίας και τις αστικές προκαταλήψεις. Η αύξηση των παιδιών εκτός γάμου έγινε ένα τόσο διαδεδομένο φαινόμενο, που, όπως σας έχω ήδη πει σε μια από τις συζητήσεις μας, οι αστικές κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν για τις μητέρες εκτός γάμου τα ίδια δικαιώματα για βοηθήματα με τις νόμιμες συζύγους των στρατιωτών.
Στη Σοβιετική Ρωσία, όπου από τους πρώτους μήνες της επανάστασης καταργήθηκε ο θρησκευτικός γάμος και η διαφορά μεταξύ παιδιών γεννημένων εντός και εκτός γάμου (διάταγμα της 18 και 19 Δεκέμβρη 1917) και όπου με τη γενική υποχρέωση για εργασία καθιερώθηκε η αναγνώριση της γυναίκας ως μονάδας εργασίας για τη λαϊκή οικονομία, ο γάμος φυσικά άρχισε να χάνει την παλιά του αποστολή.
Στην αστική κοινωνία ο γάμος είναι μια αμοιβαία συναλλαγή του άντρα και της γυναίκας, ένα συμβόλαιο που επικυρώνεται από μάρτυρες, στο οποίο μπαίνει και η θεία σφραγίδα ώστε να είναι σταθερό και απαραβίαστο. Ο άντρας παίρνει τη γυναίκα να ζει σε βάρος του, υποχρεώνεται να την ταΐζει και να την συντηρεί, όμως αυτή από την πλευρά της αναλαμβάνει την υποχρέωση να προφυλάσσει και να διαφυλάσσει το βιός του, να εξυπηρετεί τον ίδιο (προσωπικά ή οργανώνοντας το νοικοκυριό με τη βοήθεια μισθωτών υπηρετών) και τους απογόνους του, τους κληρονόμους της περιουσίας του, να του δείχνει ανεπίληπτη πίστη, για να μη ρίξει στους ώμους του συζύγου τη συντήρηση ενός παιδιού άλλου άντρα.
Η μοιχεία της συζύγου παραβιάζει την ισορροπία της ατομικής-οικογενειακής οικονομίας· εννοείται ότι η αστική τάξη καταδιώκει ανελέητα τις γυναίκες αν «απατήσουν» το νόμιμο σύζυγο-τροφοδότη. Ενώ αν «απατήσει» ο σύζυγος, η αστική τάξη κάνει τα στραβά μάτια –η συμπεριφορά του σε αυτήν την περίπτωση δεν υπονομεύει τα συμφέροντα της ατομικής-οικογενειακής οικονομίας.
Έχετε σκεφτεί γιατί καταδίωκε έτσι η αστική κοινωνία την ανύπαντρη μητέρα; Εάν η ερωτική σχέση δεν είναι καταχωρημένη, αν δηλαδή δεν υπάρχει γάμος, ποιος θα «ταΐζει» και θα συντηρεί το παιδί; Προφανώς, το παιδί θα βαρύνει είτε τους γονείς της κοπελιάς που «αμάρτησε», πράγμα που δεν είναι προς συμφέρον της ατομικής-οικογενειακής οικονομίας –του πατερούλη– είτε θα αναγκαστεί να συντηρεί το παιδί η τοπική αυτοδιοίκηση ή το κράτος, ένα φαινόμενο εντελώς ανεπιθύμητο για το αστικό σύστημα που δεν αγαπά να επιβαρύνεται με καθήκοντα κοινωνικής πρόνοιας.
Σημειώστε και ότι από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, που η γυναίκα αρχίζει να συντηρεί τον εαυτό της με τη μισθωτή εργασία, η σχέση προς την ανύπαντρη μητέρα αλλάζει βαθμιαία ακόμα και στον αστικό κόσμο. Σειρά ολόκληρη μυθιστορημάτων και πολλών έργων διανοητών του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού είναι αφιερωμένη στο ζήτημα του «δικαιώματος των γυναικών στη μητρότητα», στην υπεράσπιση των ανύπαντρων μητέρων.
Στην εργατική δημοκρατία, όπου τα ατομικά νοικοκυριά –εν πάση περιπτώσει στην πόλη– υποχωρούν, ακριβέστερα τείνουν να υποχωρούν μπροστά στην κοινωνική κατανάλωση (σπίτια-κομμούνες, σοβιετικές τραπεζαρίες και άλλες μορφές κοινωνικής κατανάλωσης), όπου αναπτύσσεται το δίκτυο των ιδρυμάτων κοινωνικής διαπαιδαγώγησης και όπου κάθε γυναίκα εργάζεται, όπως και ο άντρας, έχει το δικό της σιτηρέσιο, ξεχωριστά από τον άντρα, το ζήτημα του γάμου παίρνει νέα μορφή. Οι άνθρωποι στην εργατική δημοκρατία δε συναντιούνται από οικονομικό υπολογισμό, όχι για να γίνουν «οικογενειάρχες» (αν και τώρα ακόμα ο υπολογισμός παίζει ρόλο, για παράδειγμα, ο υπολογισμός του διπλού σιτηρεσίου με τη βοήθεια του γάμου), αλλά από αμοιβαία έλξη. Το ερωτευμένο ζευγάρι δεν έχει λόγο να κλείσει συμβόλαιο. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ο ένας στον άλλο υλικά, επειδή το διαμέρισμα, τα καύσιμα, τα προϊόντα και τα ρούχα ο καθένας τα παίρνει με βάση το συσσίτιο ή τα εντάλματα και όχι μέσω του ή της συζύγου, αλλά άμεσα σύμφωνα με τον υπολογισμό της εργασίας τους για την κολεκτίβα από το ίδρυμα όπου πραγματοποιείται η εργασία τους. Εννοείται ότι στο βαθμό που η δημοκρατία μας δεν είναι σε θέση, λόγω αυτής της φτώχειας, να πραγματοποιεί τις υποχρεώσεις της σε σχέση με τους εργαζόμενους και στην πράξη να υλοποιήσει αυτό που ορίζεται από την πολιτική της, αναγκαζόμαστε και τώρα να συμπληρώνουμε με προϊόντα από την ελεύθερη αγορά, να κάνουμε νοικοκυριό στο ατομικό διαμέρισμα, να φροντίζουμε για καύσιμα κλπ. Σε σχέση με αυτά και ο γάμος μέχρι τώρα για πολλούς αποτελεί μια ορισμένη υλική συναλλαγή. Για παράδειγμα, μια γυναίκα βρίσκεται με έναν άντρα όχι επειδή τον αγαπά ή της αρέσει, αλλά γιατί –βλέπετε;– «έχει δωμάτιο στο σπίτι των σοβιέτ» ή ο άντρας βρίσκεται με μια γυναίκα επειδή, αν υπάρχει διπλό ένταλμα για ξύλα, θα ξεχειμωνιάσει ευκολότερα!...
Όμως τέτοια γεγονότα είναι τερατώδεις παραμορφώσεις, αναβιώσεις του παρελθόντος, που θα αγκιστρώνονται στα ήθη μας μέχρι να νικήσει η εργατική δημοκρατία την καταστροφή. Είναι σημαντικό να παρακολουθούμε τη γενική γραμμή της ανάπτυξης, και αυτή η γενική γραμμή δείχνει ότι ο μακροχρόνιος, δηλαδή ο τυπικός γάμος στη σοβιετική δημοκρατία δίνει λίγα οφέλη, και γι’ αυτό ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν ανύπαντροι φυσικά αυξάνεται.
Αλήθεια, εξετάζοντας τις συνθήκες της μεταβατικής περιόδου, όταν η εργατική δημοκρατία δεν είναι ακόμα σε θέση να βάλει την κοινωνική κατανάλωση στο ύψος που πρέπει, που το δίκτυο των ιδρυμάτων κοινωνικής εξασφάλισης είναι αδύναμο και που η εργατική δημοκρατία δεν μπορεί να αναλάβει το κάθε μέλος της που δεν είναι ικανό για εργασία, το διάταγμα για το οικογενειακό δίκαιο αναφέρει: Κάθε σύζυγος είναι υποχρεωμένος να συντηρεί τον άλλο σε περίπτωση αδυναμίας του να δουλέψει. Αυτό είναι μέτρο της μεταβατικής περιόδου που θα απονεκρωθεί μόλις η οικονομική ζωή της εργατικής δημοκρατίας μπει σε τάξη και θα είναι δυνατή η πλατιά ανάπτυξη της κοινωνικής πρόνοιας. Στην πράξη, αυτή η πρόβλεψη του νόμου δίνει λίγα στους συζύγους. Τι σημαίνει «σε περίπτωση αδυναμίας του να δουλέψει», όταν το σιτηρέσιο δίνεται στον κάθε σύζυγο χωριστά; Σημαίνει να μοιράζεσαι τη μερίδα σου. Αυτό δε θα το κάνουν πολλοί. Και συνήθως το ζήτημα λύνεται έτσι: Εάν ο ένας από τους συζύγους δεν μπορεί να δουλέψει, ο άλλος θα χτυπήσει τις πόρτες όλων των κοινωνικών ιδρυμάτων που μπορούν να πάρουν τον ανίκανο για εργασία στο κοινωνικό σιτηρέσιο: Σε σανατόρια, νοσοκομεία, γηροκομεία ή ιδρύματα για αναπήρους. Και κανείς δε θα κατηγορήσει τον υγιή σύζυγο επειδή έβαλε το ανίκανο για εργασία «άλλο του μισό» στη συντήρηση της κοινωνίας, αν και το διάταγμα προβλέπει για τους συζύγους αλληλοβοήθεια τη στιγμή της αδυναμίας για δουλειά.
Φαίνεται φυσικό ότι η κοινωνία εξολοκλήρου πρέπει να δείχνει φροντίδα στο ανίκανο για εργασία μέλος της, και όχι δυο ξεχωριστοί άνθρωποι, έστω και αν τους ένωνε αμοιβαία αγάπη. Το βάρος των υλικών φροντίδων πρέπει να το σηκώνει η κολεκτίβα, η κοινωνία. Γιατί όσο ο άνθρωπος μπορεί να δουλεύει, βοηθά με τη δουλειά του να δημιουργηθούν εκείνα τα αγαθά, εκείνα τα αποθέματα, εκείνοι οι πόροι, από τους οποίους μετά η κοινωνία πρέπει να τον βοηθήσει τη στιγμή της αρρώστιας, των γηρατειών, της αναπηρίας.
Ο γάμος παρουσιάζεται στο νέο κόσμο. Μπροστά στα μάτια μας πραγματοποιείται μια μεγάλη αλλαγή στις αμοιβαίες σχέσεις του έγγαμου ζευγαριού και, πράγμα ιδιαίτερα περίεργο, η νέα καθημερινότητα, τα νέα ήθη αντανακλώνται ακόμα και στις οικογένειες της πρώην αστικής τάξης. Από τότε που οι αστές κυριούλες, αυτά τα, μέχρι πρόσφατα, παράσιτα πλημμύρισαν τα σοβιετικά μας ιδρύματα και άρχισαν οι ίδιες να βγάζουν το ψωμί τους, υιοθέτησαν αμέσως έναν ανεξάρτητο τόνο σε σχέση με τους συζύγους τους. Συμβαίνει συχνά η γυναίκα να βγάζει περισσότερα από τον άντρα και τότε η υπάκουη και υποταγμένη σύζυγος γίνεται η κεφαλή της οικογένειας. Η γυναίκα βιάζεται για την υπηρεσία, ενώ ο άντρας μένει να κόβει τα ξύλα, να ζεσταίνει το μάτι, πηγαίνει για ψώνια στην αγορά. Κάποτε αυτές οι κυριούλες πάθαιναν κρίσεις υστερίας αν ο άντρας τους δεν τους έδινε λεφτά για καινούργιο ανοιξιάτικο καπέλο, για ένα ζευγάρι καινούργια παπούτσια. Τώρα η σύζυγος ξέρει ότι από τον άντρα δεν μπορεί να ζητήσει τίποτα. Και τις υστερίες της, καθώς προσπαθεί να αποκτήσει εντάλματα ή συμπληρωματικό σιτηρέσιο, τις κάνει στο γραφείο της διαχείρισης ή του προϊστάμενου τροφοδοσίας.
Για να είμαστε δίκαιοι πρέπει, ωστόσο, να πούμε ότι η γυναίκα της πρώην αστικής τάξης συχνά με μεγάλη γενναιότητα –θα έλεγα με μεγαλύτερη γενναιότητα από τους ξελιγωμένους διανοούμενους συζύγους– κουβαλάει όλα τα βάρη της σύγχρονης μεταβατικής εποχής, μαθαίνοντας να συνδυάζει την υπηρεσία και το νοικοκυριό, παλεύοντας με τις στερήσεις και τις ατέλειωτες ακαταστασίες της ζωής μας. Είναι επίσης χαρακτηριστικό και κάτι άλλο –ακόμα και σε αυτές τις οικογένειες παρατηρείται η τάση να απλοποιούν το νοικοκυριό, να περνούν στην κοινωνική διατροφή, να δίνουν τα παιδιά στο «παιδικό σπίτι», με μια λέξη να ξεφορτώνουν με κάθε τρόπο την οικογένεια. Αυτό, ας γίνεται μόνο κάτω από την επίδραση της «αναγκαιότητας», όμως στο μέτρο της αφομοίωσης του ατομικού νοικοκυριού από το λαϊκό αυτή η αναγκαιότητα δε θα μειώνεται αλλά θα μεγαλώνει, επομένως η τάση, που υπάρχει από σήμερα κιόλας, θα δυναμώνει στα ήθη και τις συνήθειες και συνεπώς η οικογένεια με την αστική έννοια θα απονεκρώνεται. Στη θέση της θα αναπτυχθεί, θα δημιουργηθεί μια νέα οικογένεια –η οικογένεια της κολεκτίβας των εργαζόμενων, όπου η κοινότητα της εργασίας, η ενότητα των συμφερόντων, των προσπαθειών και των καθηκόντων, και όχι η συγγένεια εξ αίματος, θα συνδέει γερά τους ανθρώπους, θα τους διαπαιδαγωγεί σε πραγματικά πνευματικά αδέλφια.
Οι νέες συνθήκες παραγωγής και το σύστημα της οικονομίας γεννούν μια νέα καθημερινότητα. Η αλλαγμένη καθημερινότητα θα δημιουργήσει και νέους ανθρώπους, πραγματικούς κομμουνιστές στο πνεύμα και τη θέληση.
Στο βαθμό που ο γάμος παύει να δίνει υλικά οφέλη σε όσους παντρεύονται, χάνει τη σταθερότητά του. Σημειώστε ότι οι σύζυγοι τώρα χωρίζουν πολύ πιο εύκολα από πριν. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει αγάπη ή αφοσίωση, οι άνθρωποι δεν προσπαθούν με κάθε θυσία να διατηρήσουν την οικογένεια. Δεν τους δένει πια, όπως παλιότερα, η υποχρέωση των γονιών προς τα παιδιά. Η εκκλησιαστική γαμήλια τελετή παύει να είναι απαραβίαστη. Φυσικά, και αυτό το φαινόμενο δεν είναι γενικό, απέχει από το να έχει γίνει ο κανόνας, όμως το ότι υπάρχει, αναπτύσσεται και θα αναπτύσσεται στο βαθμό που θα δημιουργήσουμε κομμουνιστικές μορφές ζωής, αυτό είναι αναμφισβήτητο.
Η εργατική δημοκρατία έκανε ήδη μια προσπάθεια να διαχωρίσει «την κουζίνα από το γάμο». Το κομμουνιστικό σύστημα θα βοηθήσει να καθαρίσει η έγγαμη σχέση από κάθε στοιχείο υλικού υπολογισμού, οφέλους. Δείτε πόσο συχνά υπάρχουν τώρα ιδιόμορφες μορφές γάμου. Τα έγγαμα ζευγάρια δε συνδέουν καθόλου τις σχέσεις τους με το χτίσιμο «φωλιάς».
Παλιότερα, εάν ένας άνθρωπος ετοιμαζόταν να παντρευτεί, σκεφτόταν και λογάριαζε –θα μπορέσει να επιτρέψει στον εαυτό του την πολυτέλεια να συντηρεί σύζυγο; Σε ποιο βαθμό αυτό θα του είναι «ωφέλιμο»; Η κοπέλα προχωρώντας στο γάμο λογάριαζε με τι θα την εξασφαλίσει ο άντρας; Και οι δυο μαζί, πρώτ’ απ’ όλα, στο μέτρο των δυνάμεων και των οικονομικών τους, αποκτούσαν «σπιτάκι». Όποιος ήταν πιο εύπορος προσπαθούσε, αποκτώντας γυναίκα, να αποκτήσει και διαμερισματάκι, όποιος ήταν φτωχότερος αγόραζε έστω ένα δικό του σαμοβάρι. Όλα αυτά ήταν ένα ξεκίνημα του «νοικοκυριού», του «σπιτιού»… Και ζούσαν οι σύζυγοι υποχρεωτικά μαζί. Εκτός αν χώριζε τον άντρα από τη γυναίκα ο καθημερινός μπελάς. Όμως αυτό ήταν ένα φαινόμενο όχι κανονικό, όχι κοινά αποδεκτό.
Τώρα το ζευγάρι είναι ερωτευμένο, αλλά ζουν χώρια. Ο άντρας και η γυναίκα, μερικές φορές «για εξασφάλιση» (όταν οι άνθρωποι είναι ερωτευμένοι, θέλουν πάντα να εξασφαλίσουν την αγάπη για πάντα), πετάγονται στο επιτροπάτο, καταχωρίζουν το γάμο σύμφωνα με το σοβιετικό νόμο και μένουν χώρια. Η σύζυγος στη μια άκρη της πόλης, ο σύζυγος στην άλλη. Η γυναίκα στη Μόσχα, ο άντρας στην Τασκένδη. Βλέπονται πότε-πότε, δουλεύουν και οι δυο. Η δουλειά, οι υποχρεώσεις στην κοινωνία είναι πάνω απ’ όλα… Συχνότερα αυτός ο γάμος συναντιέται ανάμεσα στους κομμουνιστές, που έχουν πιο αναπτυγμένη την αίσθηση του κοινωνικού χρέους. Και σημειώστε, παλιότερα η γυναίκα καταγινόταν ιδιαίτερα με το να έχει «δικό της νοικοκυριό»: Πώς γίνεται χωρίς ιδιόκτητο τσουκάλι; Αυτό δεν είναι οικογένεια… Τώρα, αντίθετα, ο άντρας παραμιλάει τι καλά που θα ’τανε να αποκτήσει δικό του διαμερισματάκι, δικό του γεύμα, να έχει πάντα τη γυναίκα του χεριού του, ενώ η γυναίκα, ιδιαίτερα αυτό το μέρος των εργαζόμενων γυναικών που μεγαλώνει, που ασχολούνται με δημιουργική δουλειά της δημοκρατίας, ούτε ν’ ακούσουν δε θέλουν για «δικό τους σπιτάκι». «Καλύτερα να χωρίσω μ’ αυτόν, παρά να συμφωνήσω με την οικογενειακή ζωή, το νοικοκυριό και τις τιποτένιες σπιτικές φροντίδες. Τώρα μπορώ να δουλεύω για την επανάσταση, ενώ τότε… Τότε θα σκλαβωθώ. Όχι, καλύτερα να χωρίσω». Και οι άντρες αναγκάζονται να συμβιβαστούν.
Φυσικά, δε συμβιβάζονται όλοι. Υπήρχαν περιπτώσεις που οι άντρες, αγανακτισμένοι από το ότι οι γυναίκες ασχολούνται περισσότερο στο γυναικείο τμήμα απ’ όσο με τον άντρα και το νοικοκυριό, έκαιγαν τα χαρτιά του γυναικείου τμήματος! Όμως το θέμα δεν είναι οι ξεχωριστές περιπτώσεις.
Πρέπει να εξετάζουμε τα φαινόμενα στη διαδικασία της ανάπτυξής τους. Πρέπει να ορίζουμε προς τα πού τείνει αυτή η ανάπτυξη, προς την ενίσχυση ή προς την εξάλειψη της οικογένειας στις συνθήκες της εργατικής δημοκρατίας· και εάν ορίσουμε τη γραμμή της ανάπτυξης της οικονομίας μας, θα γίνει σαφές: Η εργατική κολεκτίβα θα αφομοιώσει και θα διαλύσει βαθμιαία στο εσωτερικό της την παλιά αστική οικογένεια.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό φαινόμενο, που εμφανίζεται ολοκληρωτικά από τις αλλαγμένες οικονομικές σχέσεις και από το γεγονός ότι στην εργατική δημοκρατία η γυναίκα είναι αυτοτελής εργασιακή μονάδα, είναι η αλλαγή της σχέσης μας προς την ανύπαντρη μητέρα. Πού είναι τώρα ο άντρας που δεν παντρεύεται μόνο και μόνο επειδή η αγαπημένη του γυναίκα είχε άλλον πριν από αυτόν; Η «παρθενία» ήταν απαραίτητη στην ατομική ιδιοκτησία. Η «νομιμότητα» του παιδιού ήταν απαραίτητη στην αστική κοινωνία, πρώτο, για να οριστεί ποιος είναι υποχρεωμένος να ταΐζει το παιδί1, δεύτερο, για να κληροδοτηθεί η περιουσία στα παιδιά εξ αίματος.
Για την εργατική δημοκρατία, όπου δεν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία και όπου οι γονείς δεν μπορούν να αφήνουν κληρονομιά στα παιδιά, είναι αδιάφορο σε ποιο γάμο γεννήθηκε το παιδί, ενδιαφέρον έχει μόνο το παιδί, ο μελλοντικός εργαζόμενος.
Γι’ αυτό το παιδί είναι υποχρεωμένη να το φροντίσει η δημοκρατία, είτε αυτό το παιδί είναι καρπός γάμου με επικύρωση είτε χωρίς τήρηση των τυπικοτήτων. Από εδώ προκύπτει η νέα προσέγγιση στη γυναίκα-μητέρα: Η δημοκρατία εξασφαλίζει κάθε μάνα χωρίς να κάνει διάκριση μεταξύ των ανύπαντρων και των παντρεμένων σύμφωνα με το νόμο και χωρίς να ενδιαφέρεται σε τι συνθήκες θα γεννήσει το παιδί, με αναγνώριση του παιδιού από τον πατέρα ή χωρίς αυτή.
Είναι αλήθεια ότι συναντάμε ακόμα και τώρα αναβιώσεις του παρελθόντος. Έτσι, κατά τη συμπλήρωση ερωτηματολογίων υπάρχει συχνά το ανόητο ερώτημα: Παντρεμένη ή ανύπαντρη; Στην πολιτοφυλακή ζητάνε πιστοποιητικό γάμου κλπ., γεγονότα που δείχνουν ότι η εξουσία του παρελθόντος είναι ακόμα δυνατή και ότι δεν μπορεί η εργαζόμενη ανθρωπότητα να απαλλαχτεί αμέσως από τις προκαταλήψεις της αστικής κοινωνίας. Όμως γίνεται αισθητό και φανερό ακόμα ένα βήμα προς τα μπροστά: Πού είναι τώρα οι αυτοκτονίες των κοριτσιών, ανύπαντρων μητέρων; Πού είναι οι παιδοκτονίες των δύστυχων μητέρων, που ήθελαν να κρύψουν την «ντροπή» τους; Για ντροπή της εκτός γάμου μητρότητας ούτε που γίνεται πια λόγος. Ο γάμος γίνεται όλο και περισσότερο υπόθεση προσωπική, ενώ, αντίθετα, η μητρότητα εξελίσσεται σε αυτοτελή κοινωνική υποχρέωση και υποχρέωση σοβαρή, ουσιαστική. Ο γάμος μπορεί και πρέπει να υπόκειται στη ρύθμιση της κοινωνίας μόνο στο βαθμό που το θέμα αφορά άρρωστους ανθρώπους. Όμως αυτό είναι πια ένα ιδιαίτερο ζήτημα. Εδώ το θέμα αφορά το Λαϊκό Επιτροπάτο Υγείας.
Λόγω της αλλαγής των οικογενειακών-γαμήλιων σχέσεων, αλλάζει και η σχέση μας με την πορνεία. Η πορνεία, στη μορφή που ανθίζει στην αστική κοινωνία, βρίσκει όλο και λιγότερο χώρο στην εργατική δημοκρατία. Η πορνεία είναι καρπός της απόλυτης έλλειψης εξασφάλισης των γυναικών και της εξάρτησής τους από τους άντρες. Με την εισαγωγή της γενικής εργασιακής υποχρέωσης και της ανάγκης όλων των πολιτών να έχουν εργασία, η επαγγελματική πορνεία, φυσικά, συρρικνώνεται, μειώνεται.
Επειδή στη χώρα μας υπάρχει η εργατική δημοκρατία, παλεύει εναντίον της, όμως την παλεύει όχι ως πορνεία, αλλά ως ένα φαινόμενο λιποταξίας από τη δουλειά. Η επαγγελματίας πόρνη είναι ένα άτομο που δεν εμπλουτίζει την κολεκτίβα με την εργασία του, αλλά αποσπά ένα μέρος του ξένου σιτηρέσιου. Ένα τέτοιο άτομο η εργατική δημοκρατία το διώκει και το τιμωρεί.
Καταδικάζοντας, όμως, τις πόρνες, παλεύοντας ενάντιά τους ως μη εργαζόμενα στοιχεία, δεν τις ξεχωρίζουμε σε ειδική κατηγορία. Για μας, για την εργατική δημοκρατία, δεν είναι καθόλου σημαντικό αν η γυναίκα πουλιέται σε έναν άντρα ή σε πολλούς ταυτόχρονα, αν είναι επαγγελματίας πόρνη που δε ζει από τη χρήσιμη εργασία της αλλά από την πώληση των χαδιών της στο νόμιμο σύζυγο ή στους περαστικούς πελάτες που εναλλάσσονται, τους αγοραστές του γυναικείου σώματος. Όλες οι γυναίκες-λιποτάκτες της δουλειάς, που δε συμμετέχουν στην εργασιακή υποχρέωση και δεν κάνουν δουλειές για τα μικρά παιδιά στην οικογένεια, εξισώνονται με τις πόρνες ως προς την εξαναγκαστική εργασιακή υποχρέωση. Κι εδώ δεν μπορούμε να κάνουμε διάκριση μεταξύ της πόρνης ή της πλέον νόμιμης συζύγου που ζει συντηρούμενη από τον άντρα της, όποιος κι αν είναι αυτός ο σύζυγος, ακόμα και ο ίδιος ο «κομισάριος»…
Εδώ τραβάμε μια εξισωτική γραμμή μεταξύ όλων των λιποτακτών της εργασίας. Από την άποψη της εργατικής κολεκτίβας, μια γυναίκα οφείλει να καταδικάζεται όχι γιατί πουλάει το σώμα της, αλλά γιατί το ίδιο με τις νόμιμες, αλλά μη εργαζόμενες συζύγους, δεν κάνει ωφέλιμη εργασία για την κολεκτίβα. Αυτή είναι μια νέα, εντελώς νέα προσέγγιση στην πορνεία, που υπαγορεύεται από τα συμφέροντα της εργατικής κολεκτίβας.
Η επαγγελματική πορνεία τελειώνει στη χώρα μας. Σε μεγάλα κέντρα, όπως η Μόσχα και η Πετρούπολη, οι επαγγελματίες πόρνες δεν είναι πια δεκάδες χιλιάδες όπως παλιά, αλλά εκατοντάδες. Αυτό είναι βήμα προς τα μπρος. Όμως δεν πρέπει να πλανιόμαστε με την ιδέα ότι τάχα η πορνεία εξαλείφθηκε από τη χώρα μας. Όσο η γυναίκα εξαρτάται από τον άντρα, όσο η μισθωτή εργασία δεν εξασφαλίζει στις γυναίκες την κάλυψη των αναγκών τους, όσο γύρω υπάρχει καταστροφή και αταξία στη ζωή των γυναικών, η πορνεία θα υπάρχει, αν και σε συγκαλυμμένη μορφή. Σε τι διαφέρει από την πορνεία όταν μια Σοβιετική γυναίκα δίνεται σε έναν άντρα που δεν αγαπά, για να πάρει αύξηση ή σιτηρέσιο; Σε τι διαφέρει από την πορνεία το να πηγαίνει με έναν άντρα για ψηλές μπότες, για ζάχαρη κι αλεύρι; Σε τι διαφέρει από την πορνεία, όταν η γυναίκα παντρεύεται μόνο επειδή «έχει δωμάτιο στο σπίτι των σοβιέτ»; Σε τι διαφέρει από την πορνεία, όταν η εργάτρια ή η αγρότισσα που πάει για αλεύρι αναγκάζεται να δίνεται στο συνοδό του τρένου για μια θέση στη σκεπή ή στον προϊστάμενο του τμήματος φύλαξης για να κρατήσει το αλεύρι για τα παιδιά;
Όλα αυτά είναι πορνεία, αλλά με νέα πια μορφή. Βαριά, ντροπιαστική και πικρή για τη γυναίκα, βλαβερή για την εργατική δημοκρατία, επειδή μειώνει την υγεία του πληθυσμού (διαδίδει τα αφροδίσια νοσήματα) και υπονομεύει την αίσθηση της συντροφικότητας. Όμως δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι αυτή η μορφή πορνείας είναι ένα βήμα προς τα μπρος σε σχέση με την επαγγελματική πορνεία. Τότε η γυναίκα, που ζούσε με την επιχείρηση των χαδιών της, ήταν ένα χαρακτηρισμένο μέλος της κοινωνίας, αντικείμενο περιφρόνησης. Ο άντρας, αγοράζοντας τη φροντίδα της επαγγελματία πόρνης, θεωρούσε ότι είχε το δικαίωμα να βασανίσει και να εξευτελίσει όπως ήθελε τη γυναίκα. Η πόρνη δεν τολμούσε να παραπονεθεί, να διαμαρτυρηθεί. Το «κίτρινο δελτίο» επέτρεπε τα πάντα. Και αν αυτό έλειπε, η γυναίκα φοβόταν να διαμαρτυρηθεί για τη βαναυσότητα του άντρα που την είχε αγοράσει, για να μην την παραδώσει στα χέρια της αστυνομίας και να μην την αναγκάσει να δηλωθεί ως πόρνη. Τώρα οι σχέσεις είναι κάπως διαφορετικές. Όταν η γυναίκα έχει στην τσέπη το βιβλιάριο εργασίας, παύει να είναι αντικείμενο μόνο αγοραπωλησίας. Εάν συνευρίσκεται με «υλική συναλλαγή», το κάνει με εκείνον που της αρέσει περισσότερο. Η πονηριά (υπολογισμός) παίζει ρόλο στο βαθμό που το οικονομικό και το χρηματικό στοιχείο έχει θέση στις 9/10 των περιπτώσεων συμφωνίας για αστικό γάμο. Και ο άντρας, προσέξτε, έχει εντελώς άλλη σχέση με την επαγγελματία πόρνη, την «κοπελιά», από τη γυναίκα με την οποία συναντήθηκε κοινή συναινέσει. Σε αυτήν τη γυναίκα δεν κάνεις τον παλικαρά, δε θα επιτρέψει να την χλευάσεις, αυτή, ακόμα πιο γρήγορα από τη νόμιμη σύζυγο, «δεν ικανοποίησε», έφυγε και ήταν τέτοια.
Στο βαθμό που η γυναικεία εργασία δεν εξασφαλίζει πλήρως τις ανάγκες της γυναίκας, στο βαθμό που και στην εργατική δημοκρατία οι γυναίκες συνήθως δουλεύουν σε κατηγορίες χειρότερα πληρωμένης δουλειάς, η πορνεία, στη συγκαλυμμένη της μορφή, θα υπάρχει σαν βοηθητική επιχείρηση ή σαν δηλωμένος γάμος από υπολογισμό, πράγμα που στην ουσία σημαίνει το ίδιο. Τώρα, με τη στροφή της σοβιετικής οικονομικής πολιτικής σε νέα κατεύθυνση, εμφανίζεται στον ορίζοντα το απειλητικό φάσμα της αυξανόμενης ανεργίας των γυναικών. Αυτό το φαινόμενο, που έχει ήδη εκδηλωθεί, επιφέρει την επιστροφή στην πορνεία στη χειρότερη, την επαγγελματική της μορφή. Αναπόφευκτα, με τη στροφή της οικονομικής πολιτικής θα σταματήσει η διαδικασία της γέννησης και διαμόρφωσης της νέας καθημερινότητας, των νέων ηθών και της νέας σχέσης μεταξύ των φύλων, που αντιστοιχούν περισσότερο στα καθήκοντα της κομμουνιστικής κοινωνίας. Όμως δεν εντάσσεται στα καθήκοντά μας το να εξετάσουμε τη διαδικασία της αντίστροφης προσαρμογής σε παρωχημένες μορφές. Η υπόθεση της εργατικής τάξης προχωράει. Για την οικοδόμηση του κομμουνισμού από το παγκόσμιο προλεταριάτο είναι σημαντικότερο να καταργήσει όχι τη διαδικασία προσαρμογής στις προηγούμενες συνθήκες των οικονομικών σχέσεων, αλλά να πάρει υπόψη τα επιτεύγματα και τις αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν μπροστά στα μάτια μας την περίοδο άνθισης της δικτατορίας της εργατικής τάξης. Η πείρα της οικοδόμησης των νέων μορφών της ζωής πρέπει να καταγραφεί, να ληφθεί υπόψη και να αξιοποιηθεί.
Είναι γεγονός –ο γάμος εξελίσσεται, τα οικογενειακά δεσμά αδυνατίζουν, η μητρότητα μετατρέπεται σε κοινωνική λειτουργία.
Με τα φαινόμενα που περιγράψαμε δεν εξαντλείται το εμπειρικό υλικό από τον τομέα της αλλαγής της καθημερινότητας και των ηθών στην εποχή της δικτατορίας που παρέχει η Ρωσική Επανάσταση. Όμως μια λεπτομερέστερη ανάλυση όλων αυτών των φαινομένων θα μας εξέτρεπε. Θα γυρίσουμε σε αυτά στις συζητήσεις για την εξέλιξη της οικογένειας. Προς το παρόν όμως, θα σημειώσουμε μια ακόμη φορά ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση και η οικοδόμηση της νέας μορφής παραγωγής επιβεβαίωσαν στη ζωντανή εμπειρία των επαναστατικών χρόνων ότι η θέση της γυναίκας στην κοινωνία και το γάμο καθορίζεται ολοκληρωτικά από το ρόλο της στην παραγωγή και το βαθμό της συμμετοχής της στη λαϊκή οικονομία. Η εργασία είναι το μέτρο της κατάστασης της γυναίκας: Η μισθωτή εργασία στο ατομικό-οικογενειακό νοικοκυριό την υποδούλωσε, η εργασία για την κολεκτίβα φέρνει την απελευθέρωσή της.

Βοηθήματα για τους ακροατές σχετικά με τη διάλεξη:
 1. Н. Крупская: «Война и деторождение» («Коммунист» № 1-2)
2. Н. Севешко: «Ещё о больном вопросе» («Коммунист» № 1-2)
3. Бюлетень Ц.О. работниц № 4 (тезисы об аборте и тезисы о мерах борьбы с проституций).
4. А. Коллонтай. «Тезисы о коммунистической морали в области брачных отношений» («Коммунист» № 12-13)
5. А. Коллонтай. «Семья и коммунизм» («Коммунист» № 7)
6. А. Коллонтай. «Проституция и меры борьбы с ней»
7. С. Равич. «Борьба с проституцей в Петрограде» («Коммунист» № 1-2)


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

* Η μετάφραση έγινε από τα ρωσικά από το βιβλίο А. Коллонтай, «Положкеие Женщины в эволюции хозяйства (Лекций, читанные в Университете имени Я. М. Свердлова)», [Η θέση της γυναίκας στην εξέλιξη της Οικονομίας (Διαλέξεις στο πανεπιστήμιο Ι. Μ. Σβέρντλοφ)], Государственное Издательство, Москва 1922.

1. Για τα συμφέροντα της ατομικής ιδιοκτησίας η αστική τάξη δεν μπορούσε να αναγνωρίσει στα εκτός γάμου παιδιά το δικαίωμα της συντήρησής τους από τους ανύπαντρους πατέρες τους. Μια τέτοια αναγνώριση δικαιώματος θα είχε συνέπεια το «διασκορπισμό» της περιουσίας –ένα φαινόμενο απολύτως απαράδεκτο για την καπιταλιστική συσσώρευση. 

TOP READ