Γράφει ο Βασίλης Κρίτσας //
Τις προάλλες, ο αρχηγός της επίσημης αγαπημένης στο Βελιγράδι, όταν αυτή σήκωσε το τιμημένο, γνωστοποίησε με μια συγκινησιακά φορτισμένη ανακοίνωση πως αυτή θα είναι η τελευταία χρονιά που θα τον βρει στα γήπεδα ως παίκτη. Μια σεζόν που μπορεί να μην το βρίσκει στα χρώματα της αγαπημένης του Βασίλισσας για ένα ιδανικό φινάλε (εκεί όπου αγαπήθηκε από τον κόσμο της ΑΕΚ, αλλά προδόθηκε από τους διοικούντες), θα του χαρίσει όμως έναν τελευταίο τελικό Κυπέλλου Ελλάδας και μάλιστα με μια ομάδα της Α2, το Φάρο Κερατσινίου, που ήταν και το τελευταίο (απάνεμο) λιμάνι της πολυετούς καριέρας του.
Και τώρα που αυτή φτάνει στο τέλος της, οι φίλοι του μπάσκετ θα το θυμούνται για μια σειρά αγωνιστικούς λόγους: την έκτη αίσθηση που είχε αναπτύξει στο ριμπάουντ, το ανορθόδοξο αλλά άκρως αποτελεσματικό σουτάκι από το στήθος, την μπασκετική ευφυΐα που του επέτρεψε να παίξει τόσα χρόνια στο κορυφαίο επίπεδο, μολονότι υστερούσε σε φυσικά προσόντα, τον τελευταίο τίτλο της ΑΕΚ, που περίμενε 32 χρόνια για να ξαναγίνει βασίλισσα, το μαγικό καλοκαίρι των εφήβων το 95′ που τους ανέβασε στην κορυφή του κόσμου, την τρελή διετία της εθνικής Ανδρών, από το 05′ ως το 06′ με αυτόν αρχηγό και προπαντός τον άθλο απέναντι στους Αμερικάνους στη Σαϊτάμα, που αποτελεί την τελευταία καταγραμμένη ήττα τους σε διεθνείς διοργανώσεις.
Θα το θυμούνται όμως και για όσα έκανε εκτός γηπέδων. Την τρελή προφητεία του για το χρυσό στο Βελιγράδι μετά από τρεις ήττες της Εθνικής σε ισάριθμα φιλικά, τη μεταγραφή του στον Άρη γιατί είχε αναπτύξει αίσθημα μέσω διαδικτυακής αλληλογραφίας με τους οπαδούς της ομάδας που το γούσταραν, το κέρασμα στους οπαδούς της Σιένα και σε ένα ολόκληρο γήπεδο για τα γενέθλιά του, το πάθος του που τον κράτησε στα παρκέ ως τα σαράντα του και βασικά την ειλικρίνειά του, όταν απαρνούνταν πχ το προσωνύμιο “Διόσκουροι” που του κόλλησαν μαζί με τον Χατζή, με τον οποίο είχε αδιάφορες σχέσεις. Ή όταν αποφάσισε να κυκλοφορήσει την αυτοβιογραφία του, ενόσω ακόμα έπαιζε, από την οποία είναι παρμένος και ο τίτλος της ανάρτησης. Εκεί όπου δεν είχε πρόβλημα να μιλήσει ανοιχτά για όλα, χωρίς μαλλιά στη γλώσσα, και να καρφώσει από το συγκάτοικό του Σοφοκλή, που ροχάλιζε δυνατά καμιά φορά, και δεν μπορούσε να ελέγξει τη δύναμή του, μέχρι τους διοικούντες του δικεφάλου που κορόιδευαν ανοιχτά αυτόν και τους συμπαίκτες του και είχαν διαρρεύσει σενάρια πως είχε χρηματιστεί για να έχει μειωμένη απόδοση στους τελικούς με τον Ολυμπιακό, που έφεραν τελικά τον τίτλο με την ανατροπή από 0-2.
Για αυτό κι οι απανταχού μπασκετόφιλοι εύχονται να κάνει πράξη την απειλή του από το αποχαιρετιστήριο μήνυμά του και να μείνει στο χώρο, έστω και από κάποιο άλλο πόστο, που θα τον κάνει να νιώθει πιο άβολα, χωρίς αθλητική περιβολή.
Υγ: από την αυτοβιογραφία του είναι παρμένος και ο επίλογος του κειμένου, όπου ο Κακιούζης αναφέρεται μεταξύ άλλων στην τότε γγ της ΚΕ του ΚΚΕ, Αλέκα Παπαρήγα.
Αν μου έμεινε κάτι ακόμη από την εκδήλωση στο Μέγαρο, ήταν η προσωπικότητα δύο ανθρώπων: Της γενικής γραμματέως του ΚΚΕ, Αλέκας Παπαρήγα και του βουλευτού του Συνασπισμού Φώτη Κουβέλη.
(…)
Εξίσου θετική εικόνα σχημάτισα και για τη γραμματέα του ΚΚΕ. Καταρχάς ήταν η μόνη πολιτική αρχηγός από τα μεγάλα κόμματα, πέραν του πρωθυπουργού φυσικά, που μας τίμησε. Η Παπαρήγα μπορεί να φαίνεται λαϊκή, να είναι γυναίκα και ως εκ τούτου να απέχει των αθλητικών γεγονότων, ωστόσο μας τίμησε και για αυτό την τιμώ και εγώ. Είναι σημαντικό οι πολιτικοί που κατέχουν τις τύχες του λαού μας στα χέρια τους να είναι άνθρωποι με επίπεδο, σοβατρότητα, υπευθυνότητα και σφαιρική αντίληψη. Και το γεγονός ότι πιάσαμε κουβέντα με την Παπαρήγα για μπάσκετ, σε μένα λέει κάτι.
Αν κάνει κάπου λάθος σε κάτι από τα παραπάνω ο Κακιούζης, δεν είναι στη συμπάθειά του για τον Κουβέλη. Αλλά στο στερεότυπο ότι η Αλέκα ως γυναίκα απέχει των αθλητικών γεγονότων. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία..