18 Μαρ 2018

Κάποτε ο κυνηγός…


Κάποτε ο κυνηγός...
Η Ελένη Σαραντίτη έγραψε το 1996 το μυθιστόρημα «Κάποτε ο κυνηγός…». Τίτλος εμπνευσμένος από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα», το οποίο προτάσσεται.
“Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε
να ‘ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί·
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει·…”

Αφηγήτρια είναι η Ευριδίκη, ένα νεαρό κορίτσι γεννημένο στην Τασκένδη από γονείς, παιδιά πολιτικών προσφύγων. Από την Τασκένδη στα Τρίκαλα βιώνει μαζί με την οικογένειά της μια πολύ δύσκολη προσαρμογή σε συνθήκες διαφορετικές από αυτές που ονειρεύονταν με την επιστροφή στην πατρίδα. Άλλη κουλτούρα, άλλη ζωή, άλλες αντιλήψεις και άλλη παιδεία.  Παράλληλα νιώθει τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα που δεν μπόρεσαν όμως  να αναπτυχθούν γιατί «ο σκληρός κυνηγός, που είναι η ζωή, άλλα είχε ορίσει…»
Συναρπαστικό μυθιστόρημα γραμμένο με τρυφερότητα,  προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις.
Το μυθιστόρημα έχει βραβευτεί με τον Έπαινο UNESCO Παγκόσμιου Διαγωνισμού Παιδικού και Εφηβικού Βιβλίου (1997), το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου και το Βραβείο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (1997).
Μεταφέρουμε αποσπάσματα.
Κάποτε ο κυνηγός…
…Η γιαγιά μου η Ανάστα, απ’ τα χωριά της Σπάρτης, χήρα στα είκοσι πέντε της, ο λόγος ο Εμφύλιος, κι αμέσως μετά τη λήξη του, το  ΄49, με τον πατέρα μου εξάχρονο και καχεκτικό, της Κατοχής παιδί, περπάτησε συνολικά δεκαέξι μέρες, πότε σέρνοντας και πότε βαστώντας αγκαλιά, πότε παρακαλώντας τον και πότε δέρνοντάς τον για να προχωρήσει, το μικρούλη Πάνο, το γιο της και πατέρα μου, προτού πατήσει μαζί μ’ άλλους εννέα, συγγενείς και φίλους από την περιοχή, τα χώματα της Αλβανίας, εξαντλημένοι από πείνα, δίψα, κρύο και άλλα πολλά, απερίγραπτα βάσανα. Νύχτα κυρίως μετακινούνταν. Είχαν πικραθεί, είχαν ταλαιπωρηθεί, είχαν κατηγορηθεί από γνωστούς και φίλους. Και από συγγενείς. Και ο καιρός δεν περίμενε. Έπρεπε να φύγουν. Κατά κάποιο τρόπο να σταθούν. Έστω και σε ξένες πατρίδες. Η Αλβανία σταθμός φιλόξενος, χόρτασαν, ζεστάθηκαν, γιατρεύτηκαν από τις αρρώστιες και τις κακουχίες, ντύθηκαν τα απλά ρούχα που τους προσφέρθηκαν και ξεκίνησαν γι’ αλλού. Μακρύτερα. Έφτασαν στην Ουγγαρία.
«Μάτια μου, μας καλοδέχτηκαν στη Βουδαπέστη. Και το παιδί, ο πατέρας σου μαθές, ησύχασε κάπως. Όχι τελείως. Σκάνταλο παιδί. Ζαβολιάρικο. Στον παιδικό σταθμό πιλάτευε τα παιδιά του κόσμου. Αλλά τα ’παιρνε τα γράμματα. “Να τονε προσέχεις”, μου ’λεγαν. “Ξεφτέρι το παιδί σου”. Τον πρόσεχα. Είχα δα και τίποτ’ άλλο;»
Μα μετά από λίγο η γιαγιά συνέχιζε ζωηρότερα:
«Αλλά πώς δεν είχα. Είχα. Είχα την ελπίδα μου. Ότι ο κόσμος θα σιάξει. Ότι θα διορθωθεί. Κι ότι θ’ αδελφωθούν όλοι κι ότι όλα θα ’ναι καλύτερα από πρώτα. Ε, τότε θα ξαναγύρναγα πίσω στο σπίτι μας. Πίσω στο περιβόλι μας και στο μικρούλι λιακωτό απ’ όπου αγναντεύεις μέχρι πέρα, μέχρι τη θάλασσα και τα καράβια που τραβούν για την Αφρική. Θα γύρναγα. Οπωσδήποτε θα γύρναγα. Το ’λεγα, το ξανάλεγα σαν ήθελα να πάρω κουράγιο, γιατί ό,τι και να πεις η ξενιτιά είναι κομμάτι πικρή. Τι είπες; Α, που δε βρήκα έναν άντρα καλό και σωστό για να συνεχίσουμε μαζί τη ζωή. Δεν τ’ αποφάσιζα. Το παιδί βλέπεις. Ήταν και οι μετακινήσεις…»

Πράγματι. Μετά από πέντε χρόνια άλλη μετακίνηση. Στην Τασκένδη τώρα, στο σπιτάκι του συνοικισμού, με τη θεριεμένη βυσσινιά απ’ έξω και τα τρία μηλόδεντρα. Προηγήθηκαν προστριβές, απογοητεύσεις, διαψεύσεις, ελλείψεις, υποσχέσεις. Ακολούθησε η αφαίρεση της ιθαγένειας, άγριες μέρες και πνιγμένες στο κλάμα, την παίδεψε η πατρίδα στη νιότη της, την αποτελείωνε και στην ωριμότητά της.
«Ίδια κακιά μητριά, παιδί μου, μα εγώ να την αγαπάω. Και πώς! Να μην αγαπάς τις λιακάδες της και τα μικρούλια ξωκλήσια και τη μυρωδιά της συκιάς; Αμ εκείνη η θάλασσα! Πώς αντέχεται; Πώς τα βγάζεις πέρα με την ομορφιά της; Και τη ζωηράδα της. Αλλιώτικα νερά. Αλλιώτικη χώρα, παιδί μου, μη θαρρείς πως τα παραλέω, που δηλαδή είν’ ο δικός μου ο τόπος. Μπα! Που είν’ το σπιτάκι μας εκεί στα ριζά της Βαβύλας, πνιγμένο στο πράσινο και στις μυρωδιές. Μπα! Ο τόπος σού λέω. Ο τόπος. Κι όσοι με πίκραναν, ε, περασμένα ξεχασμένα…» έλεγε συχνά και με κοίταζε με αποφασιστικότητα, αλλά αργότερα, κι αφού πληροφορήθηκε διάφορα γεγονότα πραγματικά πικρά και τελείως απρόσμενα, σταμάτησε ν’ ανασύρει μνήμες από την πατρίδα. Τουλάχιστο μπροστά μας.
Στο μεταξύ ο πατέρας μεγάλωνε, καταλάγιαζε, μια χαρά παλικάρι, καθηγητής, φυσικός, συνάντησε τη μητέρα στο Ταλάς, ορεινό παραθεριστικό κέντρο της Κιργκιζίας, κι έγιναν αχώριστοι σε όλη τη διάρκεια της άδειάς τους. Από τα μέρη του Βόλου φερμένοι οι δικοί της, για την ακρίβεια από τον Αλμυρό, παρόμοια με τη γιαγιά κυνηγημένοι, δασκάλα, μοναχοπαίδι κι αυτή, Όκτια το όνομά της, δηλαδή Οκτωβρία, πολλά παιδιά ονομάστηκαν έτσι, σε ανάμνηση της Επανάστασης.
«Έχω τη μάνα μου μαζί μου», της είπε. «Ταλαιπωρημένη γυναίκα αλλά βαστάει. θα δεις. Δεν πρόκειται να την αφήσω. Ούτε όταν συνταξιοδοτηθεί».
«Και καλά θα κάνεις. Άλλωστε και ποιον άλλον έχει εκτός από σένα;» απάντησε η μάνα, και ο πατέρας:
«Εκτός από μας δηλαδή», και χαμογέλασε κι αυτός, και ήταν η πιο συγκινημένη και λιγόλογη πρόταση γάμου που άκουσα ποτέ μου. Το παλιό ζιζάνιο είχε γίνει ένας άντρας που με το ζόρι εκδήλωνε τα αισθήματά του. Ακόμα και τα πιο δυνατά.

Ο χειμώνας αγριεύει με το που μπαίνει στην πόλη της Τασκένδης. Νυχτώνει νωρίς κι οι δρόμοι μοιάζουν στοιχειωμένοι άμα χρειαστεί να τους περπατήσεις αργοπορημένος. Φυσάει κι ένας αέρας ποταμίσιος, υγρός και φορτωμένος αρχαίες αναπνοές, και όχι μόνο αναπνοές φυτών αλλά και αναπνοές ανθρώπων, βαριές, πνιγμένες στην αγωνία, στο μόχθο, στο φόβο, στην ελπίδα. Σταυροδρόμι ξακουστό, από τον 7ο αιώνα, κέντρο απ’ όπου ξετυλίγονταν οι δρόμοι που οδηγούσαν στο εσωτερικό της Ασίας και της Κίνας, διάσημη από τότε για το εμπόριό της, η Τασκένδη, η πόλη που μ’ έθρεψε, που παραστάθηκε σε όλους μας, όχι και με λίγη έγνοια, έζησε μεγάλες αλλαγές στο κύλισμα του χρόνου, γνώρισε πολλούς και διάφορους κυρίους, γεύτηκες χαρές μα και πίκρες, Άραβες, Τούρκοι, Μογγόλοι, Ρώσοι. Και μετά οι πρόσφυγες. Χιλιάδες κυνηγημένα πουλιά κι ο φόβος της γερμανικής προέλασης γινόταν κραυγή που σηκωνόταν μέχρι τα ουράνια. Κι αργότερα, στα 1962, ήρθε η φρίκη των σεισμών. Διηγιόταν η γιαγιά μου:
«Μήνες πέρασαν, αλλά μου φαινόταν ότι ακόμα έτρεμε η γη, έτρεμαν τα πόδια μου και η καρδιά μου. Έπειτα συνηθίσαμε, κάπως ησυχάσαμε, σταματήσαμε να θρηνούμε τα θύματα, τις καταστροφές και ξαναφτιάξαμε την πόλη. Όχι, παιδί μου, στην ελληνική κοινότητα δεν είχαμε θύματα. Αλλά οι άλλοι; Ο ξένος κόσμος δεν είν’ άνθρωποι κι αυτοί; Μανούλες δεν τους γέννησαν, δεν τους κανάκεψαν; Αλλιώς, και πρέπει να το ξέρεις, η ανοικοδόμηση μας έδωσε χαρά, η Τασκένδη άρχισε να δείχνει πόλη ευρωπαϊκή. Κι ακόμα πρέπει να μάθεις ότι εμείς οι Έλληνες της Τασκένδης δουλέψαμε πολύ γι’ αυτήν. Στις οικοδομές, στους δρόμους, στις πλατείες, στους σταθμούς. Παντού. Κι έτσι έγινε σαν την καλή χαρά. Όμορφη. Όπως τη γνώρισες. Κι ακόμα ωραιότερη στα δικά μας τα μάτια, γιατί εμείς είχαμε ζήσει το μεγάλο κακό κι είχαμε στην αρχή χάσει κάθε ελπίδα. Κακώς βέβαια, γιατί η ελπίδα στο βάθος δε σ’ εγκαταλείπει. να το ξέρεις. Και να το βάλεις καλά μέσα σου: πρώτα βγαίνει η ψυχή από τον άνθρωπο κι έπειτα η ελπίδα. Έχε το κατά νου. Και προπαντός τώρα…»
Λόγια της γιαγιάς, που μιλούσε με σιγουριά και σε κοίταζε κατάματα. Πάντα.
Κουβέντες και για το σπίτι που τους πρωτοστέγασε στην Τασκένδη:
«Τι να σου πω, πουλάκι μου. Ένα σπίτι, σαν να βγήκε από τα παραμύθια. Δε λέω, μικρό. Και το αποχωρητήριο απ’ έξω. Και σειρές από ολόιδια σπίτια σχεδόν κολλητά. Μα ήταν το κηπάκι στη φάτσα του κι άμα έσιαχνε ο καιρός, πνιγόταν στα λουλούδια και στ’ αρώματα, να λιγοθυμάς. Έβαλα και κουρτινάκια κεντημένα ριζοβελονιά με σχέδια που είχα συγκρατήσει από τα εργόχειρα της συχωρεμένης της μάνας μου, σταφύλια και κυπαρίσσια στο κέντρο και γύρω τους μια αλυσιδίτσα πράσινη. Και τριαντάφυλλα στις δυο κάτω άκρες. Α, όμορφη δουλειά ό,τι και να πεις. Αμ τα μαξιλαράκια; Στο ίδιο μοτίβο. Ριγμένα σε κάθε γωνιά, ακόμα και στις καρέκλες της κουζίνας. Α, ωραίες μέρες τότε. Μα καμιά φορά τύχαινε να με πιάνει το πλάνταγμα. Για τον τόπο μου. Ερχόταν και μ’ επισκεφτόταν σαν το κακό πουλί. Και μου ’σφιγγε, το λαιμό η αποθυμιά. Και σαν πού να πεις τον πόνο σου; Παλιότερα, στις αργίες και τις σχόλες, έπαιρνα από το χέρι τον Πανούλη μου, τον πατέρα σου, και πηγαίναμε εκδρομή προς το ποτάμι. Το κοίταζα και θυμόμουνα τα παλιά. Έτσι όπως κύλαγε μου φαινόταν ότι μου έφερνε χαιρετισμούς από την πατρίδα. Παφλαγμός και φιλί. Αεράκι και γνέψιμο. Φχαριστιόμουν έτσι, παρηγοριόμουν στην ξένη γη. Και το παιδί έπαιζε. Με ξυλαράκια, πετραδάκια, κομμάτια από φλοιούς. Έκανε τον καραβοκύρη, το στρατιώτη, τον ταξιδιώτη; Ποτέ δε μου ’πε. Ποτέ δεν τον ρώτησα. Δε ρωτάς το παιδί για τα όνειρά του, μόνο κοιτάς να ’ναι όνειρα ευτυχισμένα. Και του παιδιού μου τα μάτια έλαμπαν εκεί κάτω, κοντά στον Τσιρτσίκ που άλλαζε συνέχεια τα νερά του και χρωματιζόταν κάθε απόγευμα και διαφορετικά. Αναλόγως. Αναλόγως με το τι έσερνε μαζί του ο ουρανός. Πηγαίναμε που λες. Κάποτε όμως αραιώσαμε. Μου φαινόταν κομμάτι αγριότερος ο ποταμός. Και ήταν. Σαν να μη μας γνώριζε πια. Είχαμε ξενέψει.

Αργότερα άλλαξαν γειτονιά. Μεταφέρθηκαν σε νεόκτιστο διαμέρισμα, στο κέντρο, με περισσότερες ανέσεις και λιγότερη χάρη, κι ήθελες και τριάντα τέσσερα σκαλοπάτια να το ανεβείς, μα πλησιέστερα στο εργοστάσιο κοπής όπου δούλευε η γιαγιά και φυσικά στο Πανεπιστήμιο όπου φοιτούσε ο πατέρας και στο οποίο αργότερα δίδαξε, αποκτώντας αμέτρητους φίλους ανάμεσα στους φοιτητές γιατί είχε εκείνη τη ζωηράδα και τη συγκίνηση που τόσο αρέσουν στους νέους.
Ε, μετά τη γνωριμία με τη μητέρα ακολούθησε ο γάμος, ακολουθήσαμε κι εμείς, και μας παραχωρήθηκε διαμέρισμα μεγαλύτερο, με μια πλατιά βεράντα απ’ όπου έβλεπες πέρα μακριά, μια βεράντα που τους μήνες του καλοκαιριού γινόταν το ωραιότερό μας δωμάτιο. Όλα τα καινούρια διαμερίσματα της Τασκένδης είχαν βεράντες σαν τη δική μας. Βαμμένες, στολισμένες, ανθισμένες, δροσερές, έδιωχναν μακριά τη ζέστη και την κάψα και συγκέντρωναν φίλους και συγγενείς σε βράδια όλο γλύκα και συντροφικότητα.
Αργότερα ακολούθησε και η έκδοση του πρώτου βιβλίου του πατέρα, που όχι, δεν ήταν επιστημονικό. Ποίηση ήταν. Γραμμένη στα ρωσικά. Που έκανε αίσθηση. Καλά, τους περισσότερους στίχους τούς αποστήθισα, μα διστάζω να τους μεταφέρω στα ελληνικά, ο πατέρας μού έμαθε ότι η ποίηση χάνει αρκετά κατά τη μεταφορά της από τη μια γλώσσα στην άλλη, και μοναχά τις πιο απλές λέξεις τολμώ να μεταφράσω, τις ευκολότερες εικόνες, και πάλι δεν ξέρω αν τα καταφέρνω όταν λέω:
Το ξέφωτο που ονειρευόμουν εσύ δεν ήσουν
Και ούτε ήσουν το αμπέλι που μου τάραζε τον ύπνο
απ’ την αποθυμιά
Κι απ’ τη λαχτάρα του στραγγισμένου
από το μεσημέρι ήλιου
Δεν ήσουν το τραγούδι του λιγόθυμου αηδονιού…
Μα βράχος ήσουν να πιαστώ και να’ ακουμπήσω.

Βέβαια ποτέ δε σιγουρεύτηκα αν ορισμένοι από τους στίχους του ήταν γραμμένοι για γυναίκα, για ιδέα ή για τόπο. Δε θέλησε να ξανοιχτεί, «Ο καθένας όπως το συλλαμβάνει…» μου είπε κάποτε κι άλλαξε συζήτηση. Εννοείται ότι ορισμένα αντίτυπα από τα βιβλία του ήρθαν εδώ μαζί μας, εδώ, στον κάμπο των Τρικάλων. Εδώ, σε τούτο το σπιτάκι όπου φτάσαμε στο τέλος ενός κοπιαστικού, ενός εξουθενωτικού είν’ η αλήθεια ταξιδιού(…)
*
(…) Αν έγραφα στη Ρεγγίνα εκείνη τη νύχτα…Αν αφηνόμουν ελεύθερη να μιλήσω στη φιλενάδα μου. Τι λύτρωση που θα ήταν! Μα αδυνατούσα. Καλά καλά δεν μπορούσα μήτε στον εαυτό μου να αφεθώ. Τυχαίνει, όχι συχνά βέβαια, να μην μπορείς να εκφραστείς. Να μη βρίσκεις τις λέξεις. Ή κι αν τις ξετρυπώνεις, να τις φοβάσαι. Οι λέξεις πολλές φορές καίνε. Ή γυμνώνουν. Κι άλλοτε πληγώνουν. Κι άλλοτε ξεγελούν. Και ξεσηκώνουν…Σε τρελαίνουν καμιά φορά οι λέξεις. Μεγεθύνονται. Στροβιλίζονται. Σε χτυπούν κατακέφαλα. Σου σφίγγουν το νου, κι έπειτα σβήνουν, χάνονται και σ’ αφήνουν αποσβολωμένο…
Έτσι κι εκείνη τη νύχτα. Αισθανόμουν πως με είχαν βάλει στόχο όλες οι λέξεις του κόσμου κι εγώ, σκεπασμένη με την κουβέρτα ίσαμε το κεφάλι, τις έδιωχνα, μα αυτές ξαναγυρνούσαν στη στιγμή κι έκαναν κύκλους γύρω από ένα πρόσωπο, που δεν ήταν άλλο από το πρόσωπό του και που μια μου φαινόταν οικείο και κοντινό, μια φάνταζε απόμακρο και ξένο. Κατάξενο. Κι έλιωνε. Εξαφανιζόταν σαν ένα κομμάτι πάγος. Κι έπειτα που με ξαναπλησίαζε ακτινοβολώντας, εγώ βαστούσα την καρδιά μου, πίεζα το λαιμό μου να μην ακουστούν λυγμοί ή αναστεναγμοί, γιατί στέναζα μέσα μου σιωπηλά, κι ακόμα δε γνωρίζω αν ήταν στεναγμοί λύπης ή γογγύσματα ευτυχίας.
Αν τιθάσευα την καρδιά μου, αν νικούσα τις λέξεις, θα σηκωνόμουν και γραμμή θα πήγαινα στο παράσπιτο, κι εκεί, στο τραπέζι της κουζίνας, θα αφηνόμουν. Θα της έγραφα:
Αγαπημένη μου Ρεγγίνα,
Πώς είναι να ερωτεύεσαι; Πώς είναι να σ’ επισκέπτεται η αγάπη στα ξαφνικά; Χωρίς προειδοποίηση, δίχως ένα γνέψιμο, μια προετοιμασία – τίποτα. Να είσαι κάτω από τη βαλανιδιά, με ξέπλεκα μαλλιά και παλιοπάπουτσα, με το ξεβαμμένο μακό μπλουζάκι, κουρασμένη, ατημέλητη, νηστική από το πρωί, σκονισμένη από το δρόμο και ιδρωμένη, ένα τίποτα δηλαδή, και παρ’ όλα αυτά να σε βρίσκει. Εκεί που δεν το περιμένεις. Να σε πλησιάζει σιγανά, να σου μιλά ξαφνικά, και να ’χει το πιο ωραίο πρόσωπο του κόσμου. Ένα πρόσωπο σαν των αγγέλων. Λουσμένο στο φως. Μόνο τα φτερά τού έλειπαν. Μα μπορεί και να μην του έλειπαν. Ίσως τα είχε διπλωμένα. Και τα ξεκούραζε για να πετάξει πάλι. Γιατί θα φύγει. Και γρήγορα μάλιστα. Θα ταξιδέψει. Για την Αγγλία. Για τις σπουδές του. Αλλά και το ταξίδι να μην ήταν, πάλι θα ’φευγε. Βλέπεις είναι γιος του εργοδότη μας. Του αφέντη και άρχοντά μας. Και δημοτικού συμβούλου. Και της κυρίας Ερασμίας επίσης, που το παίζει σπλαχνική, ενώ δεν είναι. Μεγαλοκυρία. Μέλος πολλών σωματείων. Δραστήρια. Πασίγνωστη. Από παλιά οικογένεια οπλαρχηγών. Καλά, δεν φαντάζεσαι…Και πώς να φανταστείς; Αυτοί οι «εξέχοντες πολίτες» σ’ εμάς παραχώρησαν την αποθήκη του κτήματός τους. Σε άθλια κατάσταση. Τέτοια που ανατριχιάζω. Ριγώ κάθε φορά που σκέφτομαι το ρημαγμένο σκέλεθρο όπου μας έστειλαν. Ούτε γουρούνια. Ούτε άρρωστα και μολυσμένα σκυλιά. Μην κοιτάς που εμείς το κάναμε κούκλα, αυτοί για εκεί μας είχαν, για το αχούρι. Κι η πληρωμή γι’ αυτό; Ω, μην τα συζητάς. Το στράγγιγμα του πατέρα. Συχνά και της μητέρας μου. Και της γιαγιάς. Επιστάτης σού λέει. Στα λόγια. Ας μην ήταν το συμπλήρωμα της μάνας που κάνει καθαριότητα σε δυο κτίρια, ειλικρινά δε θα τα βγάζαμε πέρα, γιατί η αμοιβή που δίνουν στον πατέρα, ε, δε συζητιέται…Χαρτζιλίκι.
Επιστάτης! Το σωστότερο είναι σκλάβος. Μουζίκος. Να, σαν κι εκείνους που διαβάζαμε μικρές στα παιδικά αναγνώσματα και σπαράζαμε. Και εξαγριωνόμαστε. Αλλά ο πατέρας μου δεν εξαγριώνεται. Σαν να έχει συμβιβαστεί. Ο πατέρας μου ο καθηγητής! Που σαν τελείωνε την παράδοση οι φοιτητές δεν ξεκολλούσαν από τα έδρανα. Που σαν έμπαινε στο σπίτι όλοι μας γεμίζαμε χαρά και ενεργητικότητα. Που τα ποιήματά του τα παρουσίασαν στο θέατρο Σβερτκλόφ και δημιουργήθηκε το αδιαχώρητο. Θυμάσαι; Τον θυμάσαι πώς έλαμπε; Αχ, Θεέ μου! Τώρα τις νύχτες πέφτει αποκαμωμένος. Κοιμάται με τα χέρια σταυρωμένα. Να τα φιλήσω μου ’ρχεται, έτσι που τα βλέπω πρησμένα και σκασμένα. Παλιότερα διάβαζε Νεύτωνα, διάβαζε Σαίξπηρ και Νίλσον και Μπαλζάκ. Παπαδιαμάντη. Τώρα πού καιρός…Πού κουράγιο. Οπού προσφέρει το αίμα του σταγόνα σταγόνα. Σ’ αυτούς. Που δεν τον λογαριάζουν σαν άνθρωπο καν. Παιδί αυτής της οικογένειας είναι ο Σωτήρης. Καταλαβαίνεις…Ή μήπως όχι; Γιατί, θα μου πεις, τι σημασία έχουν αυτά, αν η καρδιά στέλνει τα δικά της σήματα, κι επιτέλους πού ζούμε; Στο Μεσαίωνα; Ρεγγίνα μου, ο Μεσαίωνας δεν είναι μόνο μια μεγάλη σκοτεινή περίοδος της Ιστορίας, είναι και νοοτροπία, είναι και πεποιθήσεις, είναι και τρόπος σκέψης και τρόπος ζωής, που σίγουρα υπάρχει και στις μέρες μας. Και μάλιστα δεν κρύβεται. Ορισμένες φορές προκαλεί. Για να επιβάλλεται. Και να διαιωνίζεται έτσι…
Αχ, Ρεγγίνα μου. Τι λέω τώρα…Τι φταίει εκείνος. Τι χρωστά ο Σωτήρης για τις αμαρτίες τους. Μα πάλι θα μου πεις: Καλά, δεν τους βλέπει; Κρίση δεν έχει; Θα σου απαντήσω ότι η κρίση μας θολώνει όταν έχει να κάνει με πρόσωπα αγαπημένα. Κι έπειτα, τι θαρρείς πως είναι…Παιδί είναι ακόμα. Γιατί άντε να περπατά στα είκοσι. Κι αν είναι μεγαλωμένος έτσι στα πούπουλα, πολύ φοβάμαι ότι δε θα έχει καν αισθανθεί ούτε μια σταλιά από την πίκρα του κόσμου. Από τις δυσκολίες και τους καημούς. Αυτό είναι, Ρεγγίνα μου, αυτό. Άγνοια. Αλλά ίσως πάλι πεις ότι η άγνοια σήμερα δεν επιτρέπεται. Σήμερα που η γνώση προσφέρεται έτσι εύκολα. Και η πληροφόρηση επίσης. Όμως τι σου είπα πριν για το Μεσαίωνα; Και μην ισχυριστείς ότι το ίδιο θα’ ναι κι αυτός, γιατί θα βάλω τις φωνές. Αυτός είναι άλλου κόσμου πλάσμα. Σαν να κατοικούσε σε άλλο πλανήτη έμοιαζε. Δεν είδες πώς έλαμπε; Δεν είδες βέβαια, αλλά σου το ’πα. Έλαμπε, Ρεγγίνα μου, να, στ’ ορκίζομαι, διασκόρπιζε ένα φως. Τόσο λαμπρό που τρόμαξα. Είπα πως θα ’τανε παιχνίδι του ήλιου. Ίσως. Αλλά αυτό το φως με σημάδεψε. Κατάκαρδα σου λέω, και τι να κάνω τώρα…Τι να κάνω ώσπου να ξημερώσει. Να ’ρθει η μέρα, να βγω στους δρόμους, μην τυχόν και τον συναντήσω. Γιατί θα τον συναντήσω. Σύντομα μάλιστα. Όσο γι’ αυτό είμαι σίγουρη. Μου το ’παν τα μάτια του. Με άφησαν να το καταλάβω τα χέρια του. Που τα άπλωσε στα δικά μου χέρια κι εκεί τα ακούμπησε, σχεδόν για πάντα. Αλήθεια σού λέω. Μια αφή απαλή και ζεστή. Και διαρκείας. Να. Ακόμα έχω στα δάχτυλά μου την έξαψη από το χάδι του. Στα μάτια μου έμεινε το κοίταγμά του. Και για την ώρα δε θέλω να δω τίποτ’ άλλο. Μα δεν περνά, δεν περνά τούτη η νύχτα. Ατέλειωτη είναι πια;

Έτσι θα της έγραφα της φιλενάδας μου. Κι αυτή θα καταλάβαινε. Αλλά πού ξέρεις; Ίσως το γράμμα δε χρειαζόταν. Τα πολύ αγαπημένα πρόσωπα μας καταλαβαίνουν κι από μακριά. Μας νιώθουν. Δονούνται μαζί μας. Ή διαβάζουν τον αέρα. Και τα σημάδια του. Σαν τους Ινδιάνους. (αποσπάσματα)
Ελένη Σαραντίτη, Κάποτε ο κυνηγός…, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2009, 8η έκδοση

Το χτύπημα στη Χελωνοσπηλιά (Μάρτης 1821) και η δίκη του Χοντρογιάννη (Μάρτης 1830)

Είναι εκείνη η περίοδος του χρόνου, όπου χωριά, πόλεις και μητροπόλεις ερίζουν για το πού πρωτοβάρεσε επαναστατικό καριοφίλι, με παράτες, πανηγυρικούς και τοπικιστικές υπερβολές. Χωρίς να θέλουμε να μπούμε στο παιχνίδι «Εδώ πρωτοεπαναστατήσαμε, όχι εκεί πρωτοξεσηκωθήκαμε, όχι παραπέρα πρωτοχτυπήσαμε τους Τούρκους» θα προσεγγίσουμε ένα από τα πρώτα προεπαναστατικά περιστατικά και το πώς το αντιμετώπισε το νεοσύστατο ελληνικό Κράτος.
Ο 50χρονος Γιάννης Χοντρογιάννης, παλιός κλέφτης και κάπος επί πολλά χρόνια στην υπηρεσία του Κερπινιώτη κοτζαμπάση Ασημάκη Ζαΐμη, τα χαράματα της 18ης του Μάρτη του 1821 έχει στήσει ενέδρα με καμιά 15αριά παλικάρια του στα βράχια της «Χελωνοσπηλιάς» στην ακριανή στενωσιά της κοιλάδας της Κατσάνας, πάνω στο δημόσιο δρόμο που οδηγεί από τα Καλάβρυτα στην Τριπολιτσά. Στην ενέδρα αυτή πέφτουν τρεις καβαλάρηδες, δυο γραικοί και ένας μαύρος οθωμανός στρατιώτης, με κάμποσα μουλάρια. Επρόκειτο για τον Νικολή Γιαννακόπουλο, τον υπηρέτη και γραμματικό του Βυτινιώτη τοκογλύφου Νικολή Ταμπακόπουλου, τον υπηρέτη του και ένα στρατιώτη της φρουράς του Τουρκαλβανού σπαχή Σεΐντ-αγά από του Λάλα της Ηλείας. Οι ένοπλοι πιάνουν αιχμαλώτους τους τρεις καβαλάρηδες και διαπιστώνουν ότι οι κύριοι στόχοι τους, ο τοκογλύφος Ταμπακόπουλος και ο Σεΐντ-αγάς, ειδοποιημένοι για τη χωσιά, έχουν ξεφύγει και έχουν καταφύγει στο κοντινό χωριό της Λυκούριας. Μέσα στις επόμενες ώρες ο τοκογλύφος και ο σπαχής, με τη βοήθεια των ντόπιων κοτζαμπάσηδων και των Τούρκων της γειτονικής κοιλάδας του Φονιά (δλδ του Φενεού), ξέφυγαν τελείως από τον Χοντρογιάννη και τους συντρόφους του και διέφυγαν στην Αρκαδία, για να μεταφέρουν έτσι την είδηση για την ενέδρα στο σαράι του Οθωμανού πασά στην Τριπολιτσά. Ο Καϊμακάμης Μεχμέτ Σαλήχ με διάταγμά του στις 20 του Μάρτη επικηρύσσει το Χοντρογιάννη και τους άνδρες του ως ληστές, αλλά πολύ γρήγορα τα περιστατικά στην Πάτρα και στην Καλαμάτα, ουσιαστικά το ξέσπασμα της Επανάστασης, κάνει φανερό ότι δεν επρόκειτο για ένα τυχαίο ληστρικό περιστατικό.
Στα τέλη του 1829, ο Νικολής Γιαννακόπουλος προσφεύγει στο Πρωτόκλητο Δικαστήριο της Αχαΐας, που έδρευε τότε στη Βοστίτσα, και ασκεί αγωγή εναντίον του Χοντρογιάννη για το περιστατικό της Χελωνοσπηλιάς. Τον κατηγορεί ότι εκείνη την ημέρα τον έγδυσε, τον βασάνισε και του αφαίρεσε ό, τι κουβαλούσε, η αξία των οποίων έφτανε περίπου στα 13.000 γρόσια.
Ο νόμος τον οποίον εκμεταλλεύθηκε ο Γιαννακόπουλος για να κινηθεί δικαστικά εναντίον του Χοντρογιάννη ήταν το ΙΒ΄ Ψήφισμα της Δ΄ ψευτοΕθνοσυνέλευσης του Άργους του 1829, την οποίαν είχε συγκαλέσει ο Καποδίστριας για να κατευνάσει τις αντιδράσεις κοτζαμπάσηδων και αστών εναντίον του.
Το ΙΒ΄ Ψήφισμα προέβλεπε τα εξής:
Για τις διαφορές που είχαν ανακύψει ανάμεσα σε «ομογενείς» από τις 23 Φλεβάρη του 1821 –όταν και ο Υψηλάντης κήρυξε την Επανάσταση στην Μολδοβλαχία- έως και τον Γενάρη του 1828 -όταν έφτασε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας-, και που είχαν χαρακτήρα εγκλήματος (κλοπές, ληστείες, τραυματισμοί, ανθρωποκτονίες κλπ), θα στήνονταν ειδικά έκτακτα τριμελή δικαστήρια, τα λεγόμενα «Κριτήρια Επιείκειας», που θα δίκαζαν ανέκκλητα, δηλαδή χωρίς δυνατότητα άσκησης έφεσης. Οι δικαστές που θα τα αποτελούσαν θα επιλέγονταν από τους αντίδικους και από την Κυβέρνηση, ενώ αυτά θα δίκαζαν με βάση το κατά τόπους εθιμικό δίκαιο και την αρχή της επιείκειας.
Για να εξετάσουμε νομικά το συγκεκριμένο ψήφισμα, πρέπει να παρατηρήσουμε κατ’ αρχάς τα εξής:
Στο πεδίο της Δικαιοσύνης, όπως αποτυπώθηκε και από τα νομοθετικά κείμενα της Επανάστασης, διεξαγόταν μεγάλη μάχη ανάμεσα στο «παλιό» και το «νέο» δίκαιο.
Οι εκπρόσωποι του παρελθόντος και του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής, οι κοτζαμπασήδες και η Εκκλησία, που σύρθηκαν στον Αγώνα μόνο με την προοπτική να είναι αυτοί που θα αντικαταστήσουν την δεσποτική εξουσία των Οθωμανών, σαμποτάριζαν ανοιχτά τις προσπάθειες να μεταλαμπαδευτούν στο ντόπιο δίκαιο ρυθμίσεις που γέννησε ο Διαφωτισμός και η ριζοσπαστικοποίηση της Γαλλικής Επανάστασης. Πρότασσαν την διατήρηση των υποτυπωδών δικαστικών διαδικασιών που είχαν αναπτυχθεί -με την ανοχή πάντα των Οθωμανών- στα χρόνια της σκλαβιάς, που προέβλεπαν έκτακτα δικαστικά συμβούλια που συστήνονταν κατά περίπτωση, αποτελούμενα από αιρετούς κοτζαμπάσηδες ή κληρικούς, και τα οποία δίκαζαν εφαρμόζοντας ένα ασαφές μείγμα βυζαντινών και τοπικών δικαιικών ρυθμίσεων, αλλά και τις προσωπικές περί δικαίου αντιλήψεις των μελών αυτών των συμβουλίων. Όλα τα χρόνια του Αγώνα, εκμεταλλευόμενοι τόσο την πολιτική τους ισχύ επί των αμόρφωτων πληθυσμών, αλλά και την ανυπαρξία ενός οργανωμένου κράτους, οι παραπάνω επέβαλαν στους πολίτες να προσφεύγουν σε αυτούς για να αναζητήσουν το δίκιο τους και ούτε καν στα όποια δικαστικά όργανα της Προσωρινής Επαναστατικής διοίκησης.
Η αντίπερα όχθη, των μορφωμένων στην Ευρώπη αστών, εμπόρων, εφοπλιστών κλπ, πάλευε για την εισαγωγή σχεδόν αυτούσιων νομοθετικών ρυθμίσεων από την Γαλλία και την Ιταλία. Η νέα όμως αυτή κοινωνική τάξη δεν κατόρθωσε να επικρατήσει ολοκληρωτικά στη διαπάλη για την εξουσία, με αποτέλεσμα οι όποιες ευρωπαϊκής καταγωγής νομοθετικές ρυθμίσεις να εισάγονται στο νεοελληνικό δίκαιο αποσπασματικά και αποκομμένες τόσο από τη φιλοσοφία που τις γέννησε όσο και από την ελληνική πραγματικότητα.
Με την έλευσή του ο Καποδίστριας εναντιώθηκε στις προσπάθειες τόσο των μεν όσο και των δε να επιβάλλουν την πολιτική που εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους, και άρχισε να οργανώνει ένα απολυταρχικό κράτος, στα πρότυπα της τσαρικής Ρωσίας προμοτάροντας μια κάστα «ευγενών» της δικιάς του αρεσκείας, διαφορετικούς τόσο από τους «τουρκοκοτζαμπάσηδες», όπως τους αποκαλούσε, όσο και τους ποτισμένους με τις δηλητηριώδεις κατ’ αυτόν αντιλήψεις της Γαλλικής Επανάστασης αστούς.
Γι’ αυτό και καθυστέρησε χαρακτηριστικά να ρυθμίσει τα της Δικαιοσύνης, λαμβάνοντας τα πρώτα σοβαρά μέτρα για την οργάνωσή της όταν άρχισε να συνειδητοποιεί ότι ο λαϊκός ενθουσιασμός για την έλευσή του είχε κοπάσει και είχαν αρχίσει να εμφανίζονται οι πρώτες οργανωμένες αντιπολιτευτικές κινήσεις.
Ένα από τα πρώτα μέτρα που έλαβε για να καταλαγιάσουν κάποιες από τις έριδες που διατηρούσαν σε αναβρασμό τους Έλληνες πολίτες, ήταν και το παραπάνω Ψήφισμα. Σε αυτό το ψήφισμα, το οποίο επεδίωκε να λύσει διαφορές που προέκυψαν κυρίως στο περιθώριο των εχθροπραξιών των εμφυλίων, φαινόταν σαν να υπερισχύουν οι ρυθμίσεις του «παλιού» δικαίου. Παραμερίζονται οι ψηφισμένοι μέχρι τότε νόμοι, οι διαφερόμενοι επιλέγουν οι ίδιοι τους Κριτές τους, δίνεται βάρος στην επιείκεια, η οποία μέχρι τότε είχε επιβληθεί ως θεμελιώδης αρχή των διαφόρων κρισολογιών, κυρίως λόγω της αδυναμίας να εφαρμοστούν σκληρές ποινές κ.ο.κ. Τόσο όμως από το κείμενό του, όσο και από μια σειρά διευκρινιστικών εγκυκλίων, γίνεται φανερό ότι και με αυτό ο Καποδίστριας επιδίωκε να έχει τον απόλυτο έλεγχο στο ποιοι θα καταδικάζονταν και πώς: Αφ’ ενός μεν εισαγόταν και ένας τρίτος κριτής – εκπρόσωπος της Κυβέρνησης με αποφασιστική ψήφο, και αφ’ ετέρου τα έκτακτα αυτά δικαστήρια του ΙΒ΄ Ψηφίσματος περιορίζονταν στην κατάγνωση ή μη της ενοχής του κατηγορουμένου, με την επιμέτρηση της ποινής να γίνεται αργότερα αυθαίρετα από την Κυβέρνηση.
Μετά την άσκηση της αγωγής, λοιπόν, από τον Γιαννακόπουλο, συστήθηκε το προβλεπόμενο από το Ψήφισμα έκτακτο δικαστήριο και συνεδρίασε τον Μάρτη του 1821. Το απαρτίζανε οι παρακάτω: Από τη μεριά του Γιαννακόπουλου, ο Ιωάννης Φεϊζόπουλος –Βοστιτσάνος αγωνιστής που ανήκε στο κολοκοτρωνέϊκο φιλορωσικό κόμμα. Από την πλευρά του Χοντρογιάννη ο Χριστόδουλος Καλιοντζής -νομομαθής που ήταν ένας από τους πρώτους που άσκησαν το δικηγορικό επάγγελμα στον τόπο και ο οποίος σύμφωνα με τα κατάστιχα του Δικαστηρίου της Βοστίτσας που φυλάσσονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, είχε εκπροσωπήσει σε διάφορες δίκες και τους Λονταίους, δηλαδή τα μεγαλοστελέχη του αγγλικού αντιπολιτευόμενου στον Καποδίστρια Κόμματος. Και από την πλευρά της Κυβέρνησης στο Δικαστήριο αυτό συμμετείχε ο Πρόεδρος του Πρωτόκλητου Δικαστηρίου της Βοστίτσας και παλιός συναγωνιστής των Υψηλάντηδων, Νικόλαος Φλογαΐτης.
Η απόφαση που πάρθηκε ήταν καταδικαστική για τον Χοντρογιάννη, με τις ψήφους του κριτή της πλευράς του Γιαννακόπουλου και του Πρόεδρου Φλογαΐτη.
Από τις «γνώμες» που εξέδωσαν οι Δικαστές, αλλά και από μια απόρρητη επιστολή που έστειλε ο Φλογαΐτης στον Υπουργό της Δικαιοσύνης όταν του διαβίβαζε τον φάκελο της υπόθεσης, ανακύπτουν αρκετά νομικά ερωτήματα για θεωρητικά μάλιστα ζητήματα που ακόμα δεν είχαν λυθεί ούτε στην Ευρώπη, την περίοδο εκείνη μετάβασης από το ένα οικονομικοκοινωνικό σύστημα στο άλλο.
Για παράδειγμα, κατά πόσον οι μαρτυρικές καταθέσεις ατόμων που δεν είδαν με τα μάτια τους τα κρινόμενα περιστατικά, αλλά άκουσαν γι’ αυτά αργότερα, μπορούν αδιαμφισβήτητα να ληφθούν υπ’ όψη από τους δικαστές και να παράξουν βέβαιη απόδειξη.
Κατά πόσον ο όρκος του Γιαννακόπουλου για το τι ακριβώς του αφαιρέθηκε από το Χοντρογιάννη μπορεί να γίνει δεκτός από το Δικαστήριο και να παράξει και αυτός πλήρη απόδειξη.
Και τέλος, κατά πόσο εύρισκαν εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίσταση οι μεγαλύτερες νομικές κατακτήσεις του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, οι αρχές του τεκμηρίου αθωότητας και in dubio pro reo, σε περίπτωση αμφιβολίας η κρίση να είναι υπέρ του κατηγορουμένου.
Ένα σημαντικό πρόβλημα, όμως, ήταν άλλο: Οι εναντίον του Χοντρογιάννη γνώμες αγνοούν επιδεικτικά το περιβάλλον μέσα στο οποίο πραγματοποιήθηκε το συγκεκριμένο «έγκλημα». Κλείνουν τα μάτια μπροστά στις συνθήκες αλλά και στην ταυτότητα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εμπλεκομένων.
Το κυριότερο νομικό ζήτημα είναι το εξής: Το Ψήφισμα απαιτούσε να έχουμε «πράξη έχουσα τον χαρακτήρα του εγκλήματος». Κανείς πλέον δεν αμφιβάλλει για το ότι όντως ο Χοντρογιάννης επιτέθηκε στον Γιαννακόπουλο, του άσκησε βία και του αφαίρεσε τα πράγματα που είχε εκείνη τη στιγμή στην κατοχή του –πράξεις δηλαδή που στοιχειοθετούν σήμερα το έγκλημα της ληστείας, το οποίο εκείνη την εποχή αναφερόταν ως «γδύσιμο». Το παραδέχεται και ο ίδιος ο Χοντρογιάννης, τόσο σε αναφορές του προς την διοίκηση, όσο και σε κατοπινές ανακρίσεις του, που έγιναν όταν βγήκαν στο κλαρί, ληστές, τα παιδιά του.
Αυτή όμως η «ληστεία», αυτό το «γδύσιμο», ήταν άραγε πράξη έχουσα τον χαρακτήρα του εγκλήματος; Μήπως ήταν πράξη ενταγμένη στα επαναστατικά γεγονότα, άρα και εκτός του πεδίου εφαρμογής του ΙΒ΄ Ψηφίσματος;
Για το περιστατικό της Χελωνοσπηλιάς υπάρχουν δύο προσεγγίσεις. Η μία, στηριγμένη στα ιστορικά έργα κυρίως του Φιλήμονα και του Σπυρίδωνα Τρικούπη, θέλει τον Ασημάκη Ζαΐμη να διατάζει τον Χοντρογιάννη να επιτεθεί μόνο στον Σεΐντ-αγά και έτσι να δοθεί το σύνθημα για τον ξεσηκωμό. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η παρουσία του Ταμπακόπουλου και του Γιαννακόπουλου στο πλευρό του Σεΐντ-αγά ήταν συμπτωματική και το «γδύσιμο» του Γιαννακόπουλου μια άτυχη στιγμή, η οποία δεν αλλοιώνει τον εθνεγερτικό χαρακτήρα του χτυπήματος. Η δεύτερη άποψη, στηριγμένη στις μαρτυρίες των συμπολεμιστών του Ταμπακόπουλου, Φωτάκου, Γενναίου Κολοκοτρώνη, του στενού συνεργάτη του Καποδίστρια Σπηλιάδη, αλλά και στα ντοκουμέντα της δίκης του 1830, θέλει τον Ασημάκη Ζαΐμη να διατάζει τον Χοντρογιάννη να χτυπήσει τον Ταμπακόπουλο για καθαρά ληστρικούς λόγους, βάζοντας στην άκρη τα «επαναστατικά – εθνεγερτικά» χαρακτηριστικά του περιστατικού.
Η πραγματικότητα βρίσκεται ακριβώς στη σύνθεση των δύο αυτών θεωριών. Αναμφίβολα ο Χοντρογιάννης έστησε την ενέδρα στη Χελωνοσπηλιά μετά από διαταγή του Ασημάκη Ζαΐμη και αναμφίβολα ο στόχος του ήταν ο φοροεισπράχτορας Ταμπακόπουλος και όποιος άλλος τον συνόδευε. Όμως τη δεδομένη στιγμή ο Ταμπακόπουλος δεν ήταν ο αγωνιστής της Επανάστασης, αυτός που τον Αύγουστο του 1827 θα έπεφτε με το καριοφίλι στο χέρι στο πεδίο της μάχης των Τρικόρφων, χτυπημένος από βόλι στρατιώτη του Ιμπραήμ. Εκείνη τη στιγμή, τον Μάρτη του 1821, ο Ταμπακόπουλος ήταν ένας τοκογλύφος, ο οποίος γυρνούσε στις επαρχίες του Μοριά και εισέπραττε χρήματα από τους φόρους των ραγιάδων, με τους Οθωμανούς να τον διευκολύνουν στη δουλιά του παρέχοντάς του και στρατιωτική συνοδεία. Στο πρόσωπο του Ταμπακόπουλου εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε ένας Ρωμιός, αλλά ένας ακόμα εκπρόσωπος του Οθωμανικού δεσποτισμού.
Στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί η μελέτη όχι μόνο των μαρτυρικών καταθέσεων της δίκης, αλλά και της αλληλογραφίας του Ταμπακόπουλου με τον αδερφό του και τους κοτζαμπάσηδες των Καλαβρύτων.
Μέσα από αυτά τα ντοκουμέντα προκύπτουν τα εξής:
Από τα τέλη του Γενάρη του 1821 ο τοκογλύφος Νικολής Ταμπακόπουλος βρίσκεται στα Καλάβρυτα και πιέζει την κοινότητα να του ξεπληρώσει αυτά που του χρωστάγανε. Στο σημείο αυτό πρέπει να ανοίξουμε μια παρένθεση και να δούμε πώς λειτουργούσαν οι τοκογλύφοι της περιόδου εκείνης. Πάγια τακτική των κοτζαμπασήδων που δραστηριοποιούνταν ως δημογέροντες και προεστοί στο σύστημα των αυτοδιοικούμενων κοινοτήτων που είχε αναπτυχθεί με την διευκόλυνση των Οθωμανών, ήταν να προκαταβάλουν εκείνοι στην οθωμανική διοίκηση το ποσό των φόρων που αντιστοιχούσε στην επαρχία τους. Τα χρήματα αυτά θα τα έβγαζαν μέσα στο χρόνο και μάλιστα με το παραπάνω, καταπιέζοντας φυσικά τους χωρικούς: Θα τους μοσχοπουλούσαν τον καρπό για να σπείρουν και θα τους έπαιρναν μισοτιμής τα προϊόντα που θα παρήγαγαν. Τα κέρδη χρηματοδοτούσαν την πολυτελή τους διαβίωση, τα μπαξίσια στους οθωμανούς αξιωματούχους, αλλά και την απόκτηση νέων γαιών που τις αγόραζαν κοψοχρονιά από εξαθλιωμένους αγρότες. Αυτές οι συμπεριφορές ήσαν που έκαναν τους κοτζαμπάσηδες πολύ πιο μισητούς από τους αλλόθρησκους Οθωμανούς στα μάτια των ραγιάδων, και καταγραφές αυτού του μίσους τις βλέπουμε σε όλες τις μαρτυρίες της εποχής.
Για να προκαταβάλουν όμως τα τεράστια ποσά των φόρων στους Οθωμανούς έπρεπε να βρουν ρευστό. Κι έτσι κατέφευγαν στους τοκογλύφους. Αυτοί τους ανάγκαζαν να υπογράφουν γραμμάτια που αναλάμβαναν χρέη τόσο ατομικά όσο και ως εκπρόσωποι των κοινοτήτων που διοικούσαν. Οι τοκογλύφοι αυτοί, μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις ακολουθώντας το παράδειγμα των κοτζαμπάσηδων, υπενοικίαζαν και οι ίδιοι φόρους επαρχιών και χωριών, υποκαθιστώντας έτσι τον Οθωμανικό εισπραχτικό μηχανισμό.
Ένας τέτοιος ήταν ο Ταμπακόπουλος και στα πλαίσια αυτών των καθηκόντων του βρισκόταν με πολυμελή οθωμανική στρατιωτική συνοδεία στα Καλάβρυτα. Εκείνες τις μέρες, όπως διηγείται και ο ίδιος σε επιστολή προς τον αδερφό του στις 9 του Μάρτη, αξίωνε από τους δημογέροντες των Καλαβρύτων είτε να του αποπληρώσουν τα προηγούμενα χρέη, είτε να τα αναγνωρίσουν και να τα ανανεώσουν υπογράφοντας νέες «ομολογίες», νέα γραμμάτια.
Οι Καλαβρυτινοί κοτζαμπάσηδες όμως είχαν μεγαλύτερες σκοτούρες στο κεφάλι τους από τον βυτινιώτη τοκογλύφο. Ο Ταμπακόπουλος στην επιστολή του προς τον αδελφό του δεν παραπονιέται μόνο για το πώς αδιαφορούν για τα αιτήματά του οι κοτζαμπάσηδες, αλλά και για κάτι «βρωμόλογα» που διαδίδονται εκείνες τις μέρες στα Καλάβρυτα και αλλού. Γράφει μάλιστα: «ο άγιος θεός να δώση δια να παύσουν αυτά τα βρωμόλογα, διότι ευρίσκομαι εις μεγάλην δυστυχίαν. Επάσχισαν και πάσχουν με όλους τους τρόπους οι πολυχρόνιοι βουτζούχηδες του Μορέως μαζί με τον πολυχρόνιον κιαμακάμπεη δια να εβγάλουν από το στόμα του ενού και του άλλου αυτά τα βρωμόλογα». Τα… “βρωμόλογα” ήσαν οι φήμες για τον επικείμενο ξεσηκωμό, ενώ τα στελέχη του οθωμανικής εξουσίας χαρακτηρίζονται από τον Ταμπακόπουλο σε αυτήν του την ιδιωτική επιστολή “πολυχρόνιοι”…
Νωρίτερα, στα τέλη του Γενάρη είχε λάβει χώρα η συνέλευση της Βοστίτσας, στην οποία κοτζαμπάσηδες και αρχιερείς του βόρειου Μοριά συγκρούστηκαν με τον υπερενθουσιώδη εκπρόσωπο της Φιλικής Εταιρείας Παπαφλέσσα, και, αγνοώντας τις κινήσεις του Υψηλάντη στην Μολδοβλαχία, αποφασίζουν την καθυστέρηση του ξεσηκωμού. Δεν κρύβουν μάλιστα τους μύχιους φόβους τους από την επικείμενη Επανάσταση. Ο Καλαβρυτινός κοτζαμπάσης Σωτήρης Χαραλάμπης είχε πει χαρακτηριστικά: «Αλλ’ ημείς εδώ, αφού σκοτώσωμεν τους Τούρκους, εις ποίον θα παραδοθώμεν, ποίον θα έχωμεν ανώτερον; Ο ραγιάς ευθύς αφού πάρει τα όπλα, δεν θα μας ακούη και δεν θα μας σέβεται, και θα πέσωμεν εις τα χέρια εκείνου (δεικνύων τον Νικήταν), ο οποίος προ ολίγου δεν ημπορούσε να κρατήση το περούνι να φάγη».
Η κατάσταση όμως ήταν εκτός ελέγχου, και οι Οθωμανοί αντιλήφθηκαν ότι κάτι ετοιμαζόταν και ζήτησαν διασφαλίσεις, καλώντας στην Τριπολιτσά τους σημαντικότερους προεστούς και κληρικούς του Μοριά. Οι παράγοντες της Βοστίτσας, των Καλαβρύτων και των Πατρών ξαναμαζεύονται, στην Αγία Λαύρα αυτή τη φορά, στις 11 με 13 ή 14 του Μάρτη και αποφασίζουν να διασκορπιστούν σε ασφαλείς περιοχές, περιμένοντας να δουν την εξέλιξη των πραγμάτων. Ταυτόχρονα γράφουν επιστολές σε φιλικούς ζητώντας τους διευκρινίσεις για τις προθέσεις της Ανωτάτης Αρχής και πληροφορίες, αλλά και σε Οθωμανούς και γνωστούς Έλληνες συνεργάτες των Οθωμανών, παρακαλώντας τους να καθησυχάσουν το σαράι στην Τριπολιτσά. Αποδέκτης μιας τέτοιας επιστολής ήταν και ο Ταμπακόπουλος, ο οποίος όμως αρνιόταν πεισματικά να αναχωρήσει από τα Καλάβρυτα αν δεν είχε στα χέρια του χρήματα ή έστω ανανεωμένα γραμμάτια. Στα Καλάβρυτα βρίσκονταν μόνο οι Οθωμανοί και ο Ταμπακόπουλος. Ο σημαντικότερος κοτζαμπάσης της περιοχής, ο Σωτήρης Χαραλάμπης, μετά την διάλυση της μάζωξης στην Αγία Λαύρα είχε καταφύγει στην Ζαρούχλα. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Αντρέας Ζαΐμης κρύβονταν στην Μονή της Παναγιάς της Χρυσοποδαρίτισσας στα Νεζερά. Στην Κερπινή, στο αρχοντικό των Ζαΐμηδων βρίσκονταν ο Ασημάκης Ζαΐμης και ο Ασημάκης Φωτήλας. Οι δυο τους φαίνεται ότι δεν συμμερίζονταν τους ενδοιασμούς του Χαραλάμπη και του Παλαιών Πατρών Γερμανού, αλλά έγερναν μάλλον προς τον ενθουσιασμό του Λόντου και του Αντρέα Ζαΐμη υπέρ της Επανάστασης. Ο Φωτήλας, μάλιστα, είχε και κάτι πιο πρακτικό στο μυαλό του και, σύμφωνα με την μαρτυρία του Σπηλιάδη, το μοιράζεται με τον συνονόματό του Ζαΐμη: «εις την επανάστασιν τον υποδεικνύει και την απόσβεσιν του χρέους του».
Ο κύβος είχε ριφθεί. Ο Ασημάκης Ζαΐμης υπογράφει στον Ταμπακόπουλο όσα γραμμάτια ήθελε, αναλαμβάνοντας τα χρέη της κοινότητας και των άλλων Καλαβρυτινών κοτζαμπασήδων εξ ολοκλήρου στο όνομά του. Το αποτέλεσμα θα ήταν να απομακρυνθεί ο ενοχλητικός συνεργάτης των Οθωμανών, Ταμπακόπουλος, από τα Καλάβρυτα και μαζί του οι ακόμα πιο ενοχλητικοί στρατιώτες του Σεΐντ-αγά. Ταυτόχρονα, όμως, ο πονηρός Ασημάκης Ζαΐμης είχε και ένα άλλο σχέδιο: Να στείλει στο κατόπι του τον έμπιστό του Χοντρογιάννη να τον σκοτώσει και να του αφαιρέσει τα υπογεγραμμένα από αυτόν γραμμάτια. Με αυτό το χτύπημα αφ’ ενός μεν θα εξασφαλιζόταν ο Ζαΐμης από τις όποιες τυχόν απαιτήσεις του Ταμπακόπουλου, στην περίπτωση που θα αποτύγχανε η Επανάσταση, αλλά και θα πραγματοποιείτο ένα γερό χτύπημα στην Οθωμανική Εξουσία –εκπρόσωπος της οποίας θεωρείτο από όλους, κοτζαμπάσηδες και ραγιάδες, ο Ταμπακόπουλος. Εκείνες τις μέρες μάλιστα πραγματοποιούνταν αρκετά παρόμοια χτυπήματα, τα περισσότερα των οποίων οφείλονταν στον επαναστατικό ενθουσιασμό των οπλαρχηγών και του λαού και όχι τόσο σε παρακίνηση κοτζαμπασήδων. Είναι χαρακτηριστική μάλιστα η επιστολή που έστειλε στο Σολιώτη, μετά το χτύπημα που πραγματοποίησε εναντίον Τούρκων στο Αγρίδι, ο προστάτης του, Σωτήρης Χαραλάμπης: «Καπετάν Νικολάκη: Τι έκαμες; Θα πάρης τα παιδιά των αρχόντων εις τον λαιμόν σου. Ας μείνη το ό, τι έγινε μυστικόν».
Το ότι ο Ταμπακόπουλος ήταν συνεργάτης των Οθωμανών δεν σημαίνει και ότι ήταν τουρκόφιλος: Άλλωστε η μετέπειτα δράση του και ο θάνατός του στο πεδίο της μάχης απέδειξε ότι παρά τους αρχικούς του ενδοιασμούς από πολύ νωρίς δραστηριοποιήθηκε στην υπόθεση του Αγώνα. Βέβαια η συμμετοχή του στα πολιτικά πράγματα των πρώτων Επαναστατικών χρόνων, στο πλευρό της παράταξης των κοτζαμπασήδων, επιβεβαιώνει το ότι η συμμετοχή αυτής της τάξης στον Αγώνα ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης και το όραμά τους ήταν να συνεχίσουν ό, τι ακριβώς έκαναν και όταν είχαν τους Οθωμανούς πάνω απ’ το κεφάλι τους: Ο Ταμπακόπουλος ήταν από τους πρώτους που μαζί με τον προστάτη του Κανέλλο Δεληγιάννη υπέγραψαν την πραξικοπηματική Διακήρυξη των Καλτεζών και τη σύσταση της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Πάλι μαζί με τον Κανέλλο Δεληγιάννη, ήταν τα πρώτα μέλη των Εφοριών, των επιτροπών που καταρτίζανε τα φορολογικά κατάστιχα και αποτελούνταν από τους ίδιους που τα καταρτίζανε και επί Τουρκοκρατίας. Μάλιστα η υπογραφή αυτών των δύο, Δεληγιάννη και Ταμπακόπουλου, βρίσκεται σε αίτημα μιας τέτοιας επιτροπής προς την Προσωρινή Διοίκηση να στείλει στρατιωτική δύναμη να καταπνίξει την εξέγερση των χωρικών του Δάρα, που αρνούνταν να πληρώσουν τους φόρους τους στους ίδιους ακριβώς που τους έπιναν το αίμα επί Τουρκοκρατίας. Και τέλος, όπως ακριβώς και επί Τουρκοκρατίας, ο Ταμπακόπουλος εκμεταλλεύεται την οικονομική του ρευστότητα και την μεγάλη του περιουσία και προ-αγοράζει φόρους ολόκληρων χωριών, όπως π.χ. μαθαίνουμε και από την αναφορά που έστειλαν στην Προσωρινή Διοίκηση οι χήρες του χωριού Λουκά Μαντίνειας, παραπονούμενες εναντίον του.
Όπως και να ‘χει, είναι ξεκάθαρο ότι η πράξη του Χοντρογιάννη, ακόμα και αν ήταν υποκινούμενη από έναν Κοτζαμπάση και τα δικά του ταπεινά κίνητρα, ήταν πράξη βαθιά επαναστατική, που εντάσσεται αναμφίβολα στα γεγονότα του ’21, ακόμα και αν στράφηκε εναντίον ρωμιού. Όπως άλλωστε είπε και ο ίδιος ο Χοντρογιάννης σε μια αναφορά του προς τον Καποδίστρια: «εις εκήνην την στηγμήν κατά την οποίαν οι έληνες εκίνουν τα όπλα κατά των τούρκον εφόνεβαν και όσους χριστιανούς ήθελον να ακολουθούν αυτούς ος προδόντες της πατρίδος».
Εξετάζοντας την δίκη του 1830 και την ανάσυρση της ιστορίας αυτής τότε, εννιά χρόνια μετά το περιστατικό και δύο χρόνια μετά τον θάνατο του άμεσα ενδιαφερόμενου «θύματος», θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ήταν υποκινούμενη από στελέχη του καποδιστριακού φιλορωσικού κόμματος για να πληγεί το κύρος και η περιουσία ενός εκ των ηγετών του αντιπολιτευόμενου αγγλικού κόμματος, του Αντρέα Ζαΐμη. Άλλωστε και οι μετέπειτα δικαστικές περιπέτειες του Αντρέα Ζαΐμη επί Όθωνα με τους γιους του Ταμπακόπουλου, είχαν χρωματιστεί πολύ έντονα κομματικά.
Όσον αφορά στη δίκη του 1830, είναι χαρακτηριστικό ότι ο ενάγων, ο Γιαννακόπουλος, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία του προστάτη του Χοντρογιάννη Αντρέα Ζαΐμη με τον προστάτη του Ταμπακόπουλου, Κανέλλο Δεληγιάννη, είχε αποζημιωθεί για όσα του αφαιρέθηκαν στη Χελωνοσπηλιά ήδη από τον Μάη του 1821 και μάλιστα «έμεινε ευγνώμων και ευχάριστος»! Επομένως δεν είχε τον παραμικρό λόγο να προσφύγει στην Δικαιοσύνη το 1830!
Στη συνέχεια των παραπάνω, έχουμε τα εξής: Τα παιδιά του Χοντρογιάννη βγαίνουν στο κλαρί στα 1830. Σε επιστολή τους προς τους διώκτες τους αναφέρουν: «εις τας αρχάς της επαναστάσεως αποσταλμένος ο πατέρας μας από τους άρχοντας δια να βαρέση τον Σεΐτην, τον οποίον τον εβάρεσε καθώς ήτον διωρισμένος, επήρεν όμως μερικόν πράγμα το οποίον το έδωσεν εις τους οποίους τον έστειλαν. Τώρα λοιπόν εσηκώθη ένας Νικόλαος Γιαννακόπουλος από Αλωνίσταινα και μας ζητεί το πράγμα αυτό λέγοντας ότι ήτον ιδικόν του και ότι ήτον σύντροφος με τον Τούρκον αυτόν. Ημείς από αυτό τίποτες δεν είναι επάνω μας, ώστε ποιος μας έβαλεν ότι είχομεν πατρικόν μας και μητρικόν μας πράγμα εις μεσέγγυον, και εις τούτο γνωρίζομεν ότι αδικούμεθα».
Η Καποδιστριακή διοίκηση για να εξαναγκάσει τα Χοντρογιαννόπουλα να παραδοθούν συλλαμβάνει τον γέρο πατέρα τους και τον κλείνει χωρίς δίκη στο Μπούρτζι του Ναυπλίου. Εκεί βρήκε ο θάνατος τον Χοντρογιάννη. Οι γιοί του όμως συνέχισαν την ληστρική τους δράση.
Τον Γενάρη του 1836 τρία από τα Χοντρογιαννόπουλα πραγματοποιούν μια πολύ ριψοκίνδυνη καταδρομική εισβολή στο κέντρο της πόλης του Αιγίου, καταλαμβάνουν το αρχοντικό του μεγαλέμπορα Λέοντα Μεσσηνέζη και κρατούν για λίγες ώρες όμηρους τους ένοικούς του, αλλά τελικά συλλαμβάνονται, δικάζονται και καταδικάζονται σε θάνατο. Η εκτέλεσή τους έγινε το Δεκέμβρη του 1836, εκεί που πέθανε ο πατέρας τους, στο Μπούρτζι του Ναυπλίου. Από τα Χοντρογιαννόπουλα που έμειναν οι δύο, ο Ηλίας και ο Αναστάσης, έδρασαν για πολλά ακόμα χρόνια ως ληστές, με τα κατορθώματά τους να τραγουδιούνται από την δημοτική μούσα και να καταγράφονται από περιηγητές, ενώ δολοφονήθηκαν το 1847 και το 1848 αντίστοιχα.
Δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη κατακλείδα από την αποτύπωση του κλίματος της εποχής από τον Μακρυγιάννη:
«Πατρίς, να μακαρίζης γενικώς όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν δια σένα να σ’ αναστήσουνε […] όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνης εκείνους οπού πρωτοθυσιάστηκαν […]. Αυτείνοι σε ανάστησαν και τέλος πάντων, πατρίδα, αυτείνοι κατατρέχονται από τους Εκλαμπρότατους, από τους Εξοχώτατους, από τον Κυβερνήτη σου κι’ αδελφούς του. Ο Αυγουστίνος κι’ ο Βιάρος αυτείνων των σκοτωμένων τις γυναίκες και κορίτζα κυνηγούν. Αυτούς τους αγωνιστάς κατατρέχουν και τους λένε να πάνε να διακονέψουν: «Ποιος σας είπε, τους λένε, να σηκώσετε άρματα να δυστυχήσετε;» Έχουνε δίκαιον, ότι ο Ζαΐμης χρώσταγε των Τούρκων ένα μιλιούνι γρόσια, και οι Ντεληγιανναίγοι και οι Λονταίγοι και οι άλλοι, κι’ ο Μεταξάς, κόντες της πιάτζας, χωρίς παρά, κι’ ο Κωλέτης ένας γιατρός, ο Μαυροκορδάτος τζιράκι της Κωσταντινοπόλεως. Τους φκειάσαν αυτείνοι οι διακονιαραίγοι, οι αγωνισταί, Εκλαμπρότατους, τους λευτέρωσαν από τους Τούρκους κι’ από τα χρέη, οπού χρώσταγαν των Τούρκων, κ’ έγιναν τώρα μεγάλοι και τρανοί. Γύμνωσαν και τους Τούρκους, παίρνοντας το βίον τους, και το έθνος το γύμνωσαν και το αφάνισαν, γιόμωσαν φατρίες και κακίες τους ανθρώπους του αγώνος. Τους καταδιαιρούν και γιομόζουν αυτείνοι αγαθά.»
Αναλυτικά όλα τα παραπάνω εκτίθενται στη μελέτη μου «Η Δίκη του Χοντρογιάννη» http://traversada.blogspot.gr/2013/12/hdikhtouhontrogianni.html
Εικόνες:
01: Πραματευτές σε ορεινό δρόμο της Πελοποννήσου. Σχέδιο του D. Cox Jr από το βιβλίο του Christopher Wordsworth, “Greece: Pictorial, Descriptive and Historical”, Λονδίνο, 1844.
02: Η πρώτη σελίδα της απόφασης του Πρωτόκλητου Δικαστηρίου της Βοστίτσας για τη δίκη του Χοντρογιάννη, ΓΑΚ.
03: Η θέα από τη θέση Χελωνοσπηλιά προς την κοιλάδα της Κατσάνας.
04: Το μνημείο που έχει αναγερθεί στη Χελωνοσπηλιά.

Σοκ έχει προκαλέσει στις ΗΠΑ ένα βίντεο............

Σοκ έχει προκαλέσει στις ΗΠΑ ένα βίντεο που δείχνει δεσμοφύλακες σε μια φυλακής της Καλιφόρνια να κοιτάζουν γελώντας κοροϊδευτικά έναν κρατούμενο να «σπαρταράει» με σπασμούς στο πάτωμα του κελιού του και κατόπιν να πεθαίνει.
Ο Andrew Holland, που είχε διαγνωστεί με σχιζοφρένεια από τα 20 του χρόνια, είχε μια αρκετά ταραχώδη ζωή και μπαινόβγαινε συχνά στις φυλακές. Στις αρχές του 2017, ενώ εξέτιε την ποινή του για ένα μικροαδίκημα στην φυλακή του Σαν Λούι Ομπίσπο, βίωσε ένα ψυχωσικό επεισόδιο και άρχισε να χτυπά επανειλημμένα τον εαυτό του. Οι δεσμοφύλακες, θέλοντας να αποτρέψουν τυχόν αυτοτραυματισμό, έδεσαν τον 36χρονο άνδρα σε μια καρέκλα περιορισμού όπου τον άφησαν για 46 ολόκληρες ώρες, χωρίς να τον ανταποκρίνονται στα επίμονα αιτήματά του να τον λύσουν και χωρίς να καλέσουν γιατρό.

Στη συνέχεια, όταν τον έλυσαν προσωρινά και τον μετέφεραν στο κελί του για να καθαρίσουν την καρέκλα της απομόνωσης από τις ακαθαρσίες και τα περιττώματα (αφού δεν τον είχαν αφήσει καν να πάει στην τουαλέτα), ένας θρόμβος αίματος απο το πόδι του άνδρα μεταφέρθηκε στους πνεύμονές του και ο 36χρονος ξεψύχησε από πνευμονική εμβολή.
Λίγους μήνες μετά τον θάνατο του Holland, η κομητεία του Σαν Λούι Ομπίσπο έδωσε στην οικογένεια του αποζημίωση ύψους 5 εκατομμυρίων δολαρίων, ανακοινώνοντας ότι το σύστημα των φυλακών θα αναβαθμιστεί με αφορμή «αυτήν την ανείπωτη τραγωδία». Πράγματι, η καρέκλα περιορισμού έπαψε να χρησιμοποιείται στα σωφρονιστικά ιδρύματα της χώρας, ενώ πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν τη βελτίωση των συνθηκών κράτησης για κρατούμενους με ψυχολογικά προβλήματα, ώστε να αποφευχθούν παρόμοια τραγικά περιστατικά στο μέλλον.
Το βίντεο που δημοσιεύτηκε εχθές από την εφημερίδα Tribune of San Luis Obispo αποτελεί ένα μοντάζ από υλικό τουλάχιστον 100 ωρών που κατέγραψαν οι κάμερες ασφαλείας της φυλακής. Σε αυτό οι δεσμοφύλακες εμφανίζονται να πλησιάζουν τον δεμένο κρατούμενο για να του προσφέρουν φαγητό και νερό και να περιστρέψουν τα άκρα του, ώστε να μη δημιουργηθούν θρόμβοι – κάτι που ωστόσο δεν έκαναν ούτε αρκετά συχνά ούτε σωστά, αφού δεν διαθέτουν την απαιτούμενη εκπαίδευση.

Στη συνέχεια μεταφέρουν τον 36χρονο στο κελί του και τον ρίχνουν γυμνό στο πάτωμα με μια κουβέρτα. Λίγη ώρα μετά ο άνδρας εμφανίζεται να έχει σπασμούς και, όταν επιτέλους μπαίνουν στο κελί του νοσηλευτές για να του προσφέρουν ιατρική βοήθεια, οι δεσμοφύλακες αρχίζουν να γελούν και να αστειεύονται, παρατηρώντας τον Holland να ξεψυχά μπροστά στα μάτια τους.

Βίντεο κι έγγραφο που καίνε την ηγεσία των χρυσαύγουλων!


Τα χρυσαύγουλα συνομιλούν κι αποκαλύπτουν τον ρόλο της ΧΑ
Στέλεχος κι υπεύθυνος για την Τοπική Οργάνωση της Νίκαιας ο Ρουπακιάς!

Βίντεο κι έγγραφο που καίνε την ηγεσία των χρυσαύγουλων
Το αναγνωστέο έγγραφο 249
Το σημαντικότερο έγγραφο από αυτά που αναγνώστηκαν την Πέμπτη 15/3/2018 στη δίκη της Χρυσής Αυγής,
είναι ο «κατάλογος υπευθύνων τοπικών οργανώσεων» που κατασχέθηκε σε έφοδο του ΣΔΟΕ στα γραφεία της λογίστριας της Χρυσής Αυγής και συζύγου του οικονομικού διευθυντή της Χρυσής Αυγής, Μαίης Γεννατά.
Όπως φαίνεται από τα έγγραφα, οι ελεγκτές του ΣΔΟΕ έβγαλαν λαυράκι, αφού στα ονόματα των υπευθύνων των τοπικών οργανώσεων περιλαμβάνεται το όνομα του Ρουπακιά, πλάι σε αυτό του Πατέλη, όσον αφορά την τοπική οργάνωση της Νίκαιας.
Βίντεο κι έγγραφο που καίνε την ηγεσία των χρυσαύγουλωνΟι δικηγόροι της οργάνωσης δεν προσέβαλαν τη γνησιότητα του εγγράφου (όπως έκαναν στην περίπτωση του Καταστατικού του 1987),
ομολογώντας έτσι τη στελεχική ιδιότητα του Ρουπακιά και εκθέτοντας ανεπανόρθωτα την ηγεσία της Χρυσής Αυγής που μιλούσε για «περαστικό» και «απλό ψηφοφόρο».
Τα ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής, Γιάννης Λαγός και Ηλίας Κασιδιάρης, μαζί με τον Αρχηγό της οργάνωσης, Νίκο Μιχαλολιάκο, έχουν καταγραφεί από τον κοριό της ΕΥΠ να συνομιλούν,
προκειμένου να συγκαλύψουν τον ρόλο Ρουπακιά στην οργάνωση, στη διάρκεια συνομιλίας του Λαγού με το μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και οδηγό του Μιχαλολιάκου, Σωτήρη Δεβελέκο.

Ακούστε το σχετικό ηχητικό


ΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΝΑΤΟ-ΕΕ-ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥΣ


ΚΚ Τουρκίας: Καμπάνια για αποδέσμευση από το ΝΑΤΟ, κλείσιμο των αμερικανονατοϊκών βάσεων



Εντεί­νει τον αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κό αγώνα το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμμα Τουρ­κί­ας (TKP), εγκαι­νιά­ζο­ντας κα­μπά­νια συλ­λο­γής υπο­γρα­φών και πλα­τιάς ενη­μέ­ρω­σης του λαού με κύρια αι­τή­μα­τα την απο­δέ­σμευ­ση της χώρας από το ΝΑΤΟ και το κλεί­σι­μο των αμε­ρι­κα­νο­να­τοϊ­κών στρα­τιω­τι­κών βά­σε­ων.

Σε σχε­τι­κή ανα­κοί­νω­ση που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στην εβδο­μα­διαία κομ­μα­τι­κή εφη­με­ρί­δα “Boyun Egme”, το ΚΚ Τουρ­κί­ας χα­ρα­κτη­ρί­ζει «ανοη­σί­ες» την προ­σπά­θεια της κυ­βέρ­νη­σης Ερ­ντο­γάν να προσ­δώ­σει αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στην πε­ρι­στα­σια­κά αντι­δυ­τι­κή ρη­το­ρι­κή του τούρ­κου προ­έ­δρου και καλεί το λαό να δώσει έναν πραγ­μα­τι­κό αγώνα ενά­ντια στους ιμπε­ρια­λι­στι­κούς σχε­δια­σμούς.

Κά­νο­ντας λόγο για «υπο­κρι­τι­κό πα­τριω­τι­σμό» της κυ­βέρ­νη­σης Ερ­ντο­γάν, η οποία την ώρα που στα λόγια κα­ταγ­γέ­λει τις ΗΠΑ και την ΕΕ επι­χει­ρεί ταυ­τό­χρο­να να ανα­προ­σαρ­μό­σει τις συμ­μα­χί­ες μαζί τους, το ΚΚ Τουρ­κί­ας επι­ση­μαί­νει ότι είναι ανα­γκαίο «να απαλ­λα­χθεί η χώρα από τον ιμπε­ρια­λι­σμό όχι ως ξένη δύ­να­μη, αλλά ως κα­θε­στώς εκ­με­τάλ­λευ­σης μέρος του οποί­ου είναι η τουρ­κι­κή αστι­κή τάξη».

Το κεί­με­νο της συλ­λο­γής υπο­γρα­φών, που το TKP θέτει υπ’ όψη του τουρ­κι­κού λαού, ανα­φέ­ρει, με­τα­ξύ άλλων, τα εξής: 
«Η Τουρ­κία πρέ­πει να απο­δε­σμευ­τεί από το ΝΑΤΟ και όλες οι βά­σεις των ΗΠΑ στη χώρα να κλεί­σουν». 
Ο λαός κα­λεί­ται να υπο­γρά­ψει για τα εξής. 
1) Να κλεί­σουν οι βά­σεις ΝΑ­ΤΟ-ΗΠΑ στην Τουρ­κία, 2) Κα­τά­σχε­ση και απο­συ­ναρ­μο­λό­γη­ση των πυ­ρη­νι­κών όπλων που φυ­λάσ­σο­νται στις βά­σεις αυτές (π.χ. Ιν­τσιρ­λίκ), 
3) Απο­δέ­σμευ­ση από το ΝΑΤΟ, επι­στρο­φή όλων των τούρ­κων στρα­τιω­τών που βρί­σκο­νται σε απο­στο­λές και βά­σεις του ΝΑΤΟ στο εξω­τε­ρι­κό.

Στο πλαί­σιο αυτό, το τε­λευ­ταίο διά­στη­μα ανα­πτύσ­σει δρα­στη­ριό­τη­τα και η Κομ­μου­νι­στι­κή Νε­ο­λαία Τουρ­κί­ας (TKG), η νε­ο­λαία του ΚΚ Τουρ­κί­ας, με σειρά συ­γκε­ντρώ­σε­ων, ομι­λιών, ανα­κοι­νώ­σε­ων και ενη­μέ­ρω­σης του λαού, σε χώ­ρους δου­λειάς, πα­νε­πι­στή­μια και γει­το­νιές.


ΑΠΟ ATEXNOS

Παρακαλώντας να περάσουν οι ώρες, οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες, τα χρόνια…

        


Παρακαλώντας να περάσουν οι ώρες για να έρθει η νύχτα και να ξαναβυθιστείς στους εφιάλτες των ονείρων σου οι οποίοι ωχριούν μπροστά στους εφιάλτες της ζωής σου! Παρακαλώντας να περάσουν οι μέρες για να έρθει η ώρα να πάρεις την ψευτοσύνταξη ή το ψευτοεπίδομα που σου δίνουν, γιατί του προηγούμενου μήνα τελείωσε γρήγορα και εδώ και μέρες τρέφεσαι με αέρα κοπανιστό! Παρακαλώντας να περάσουν οι εβδομάδες για να βγεις από τα μνημόνια και την εποπτεία και να στρωθούν τα μεγάλα τραπέζια της Αριστεράς για να φας σκ@τά με τη ρίγανη μέχρι να σκάσεις! Παρακαλώντας να περάσουν οι μήνες για να σου πάρουν το σπίτι και να τελειώσεις με το βασανιστήριο των τραπεζών που χτυπούν το τηλέφωνό σου, των δικαστικών κλητήρων που βροντούν την πόρτα σου, των ΜΑΤατζήδων που κοπανούν το κεφάλι σου, των αριστερών που σου πρήζουν τ’ @ρχίδι@ κραυγάζοντας ακόμα και τώρα «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη»! Παρακαλώντας να περάσουν τα χρόνια για να έρθει η ώρα να ψοφήσεις και να ησυχάσεις!
Και αντί να μετράς τις ώρες σου, τις μέρες σου, τις εβδομάδες σου, τους μήνες σου, τα χρόνια σου γιατί να μην μετρήσεις τα δικά τους για να απαλλαγείς κι εσύ και η κοινωνία από αυτούς τους κανίβαλους;!

Κ. Νότνολ

Σπέρνουν βάσεις - ορμητήρια πολέμου σε όλη τη χώρα


Σύρος και Αλεξανδρούπολη στο επίκεντρο του αμερικανικού ενδιαφέροντος

Το αμερικανικό catamaran που κατέπλευσε την Παρασκευή στη Σύρο
Το αμερικανικό catamaran που κατέπλευσε την Παρασκευή στη Σύρο
Η ομιλία του Αμερικανού πρέσβη, Τζ. Πάιατ, την περασμένη Τετάρτη, στο 1ο «The Sea Nation Conference», επιβεβαίωσε ότι προχωρά με ταχύτατους ρυθμούς η υλοποίηση όσων συμφώνησαν οι κυβερνήσεις ΗΠΑ και Ελλάδας κατά την επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον, τον περασμένο Οκτώβρη.
Το καινούργιο στοιχείο που πρόσθεσε η ομιλία Πάιατ, ήταν η επαλήθευση του σχεδιασμού να αποτελέσει το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης σημείο αναφοράς για τις επιχειρησιακές στρατιωτικές ανάγκες και τα ενεργειακά σχέδια των ΗΠΑ στα Βαλκάνια. Το δεύτερο που αποκαλύφθηκε, είναι ότι ανάλογοι σχεδιασμοί υπάρχουν και για τη Σύρο, όπου οι Αμερικανοί έχουν ήδη βάλει στο χέρι το Ναυπηγείο και τώρα συζητούν την αξιοποίηση του νησιού και για στρατιωτικούς σκοπούς.
«Απόβαση» στη Σύρο
Ειδικά σε ό,τι αφορά τη Σύρο, είχε προηγηθεί, την περασμένη βδομάδα, η επίσκεψη της ναυτικής ακολούθου της πρεσβείας των ΗΠΑ στο νησί. Δεν πέρασαν λίγα 24ωρα, και στο λιμάνι της Ερμούπολης κατέφτασε την Παρασκευή 16 Μάρτη το πρώτο μεγάλο πολεμικό πλοίο του Αμερικανικού Ναυτικού, τύπου catamaran, που ελλιμενίστηκε για λόγους «αναψυχής» του 36μελούς πληρώματος (βλέπε και σελ. 16).
Είναι ωστόσο βέβαιο ότι οι σχεδιασμοί των ΗΠΑ ξεπερνούν κατά πολύ την αξιοποίηση του λιμανιού της Σύρου αποκλειστικά για λόγους «αναψυχής» για τα πληρώματα των ιμπεριαλιστικών αποστολών τους, καθώς από διάφορες πλευρές διαρρέονται σχέδια ακόμα και για ανάδειξη του νησιού σε μια δεύτερη, «μικρή Σούδα» για τις στρατιωτικές ανάγκες των ΗΠΑ.
Ακόμα και η αγορά από την αμερικανική «ONEX» των Ναυπηγείων της Σύρου προδίδει τη στρατιωτική αξιοποίηση του νησιού. Πρόκειται για έναν πολυεθνικό όμιλο, με έδρα τη Νέα Υόρκη, που διαχειρίζεται κεφάλαια πολλών δισ. ευρώ, σε τομείς όπως η πληροφορική και οι τηλεπικοινωνίες, η πολιτική προστασία και η διαχείριση κρίσεων, η αεροπορική υποστήριξη, η νανοτεχνολογία, η τεχνολογία υλικών κ.ά.
Σύμφωνα με το επιχειρηματικό σχέδιο για τα ναυπηγεία, η εταιρεία σκοπεύει να αναπτύξει τομείς όπως οι μετασκευές μέσων εξόρυξης υδρογονανθράκων, οι κατασκευές αμυντικών ναυτικών συστημάτων, οι μετασκευές - κατασκευές εξειδικευμένων πλωτών μέσων και η επέκταση των υπηρεσιών «Mega Yachting». Πρόκειται δηλαδή για επένδυση άμεσα συνδεδεμένη με τα ενεργειακά σχέδια των ΗΠΑ στην περιοχή και βέβαια με την υποστήριξη της στρατιωτικής τους παρουσίας στην Ανατ. Μεσόγειο.
Στις «παράπλευρες» δραστηριότητες περιλαμβάνονται η συνεργασία με πανεπιστημιακές και τεχνικές σχολές για τη δημιουργία εξειδικευμένων τμημάτων ή και σχολών θεωρητικής και πρακτικής εκπαίδευσης επαγγελμάτων σχετικών με τη ναυτιλία, η δημιουργία έδρας Ναυπηγικής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου κ.ά. Καθόλου τυχαία, άλλωστε, πέρα από τα ναυπηγεία, η «ONEX» έχει καταθέσει επενδυτικές προτάσεις και για δύο ακόμα υποδομές και εκτάσεις του νησιού, το στρατόπεδο «Λοχαγού Ζαφείρη» και τα «ερείπια Λαδόπουλου».
Προχωρά η Αλεξανδρούπολη
Πιο γρήγορα πάντως φαίνεται πως εξελίσσονται τα σχέδια για την Αλεξανδρούπολη, όπου την περασμένη βδομάδα βρέθηκε στρατιωτικός αξιωματούχος των ΗΠΑ, για επαφές που αφορούν την εγκατάσταση βάσης ελικοπτέρων σε τμήμα του λιμανιού της πόλης.
Στην αναφορά του για το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, ο Αμερικανός πρέσβης είπε από το ναυτιλιακό συνέδριο: «Η στρατηγική θέση αυτού του λιμανιού βρέθηκε σε πρώτο πλάνο πέρυσι, όταν στοιχεία της 10ης Αεροπορικής Ταξιαρχίας των ΗΠΑ το χρησιμοποίησαν ως βάση για ελικόπτερα και φορτία κατά την επιστροφή τους στις ΗΠΑ από τη Ρουμανία (...) Και είμαι βέβαιος ότι θα δούμε ισχυρό αμερικανικό επενδυτικό ενδιαφέρον στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης και στο σχετιζόμενο σταθμό υγροποιημένου φυσικού αερίου».
Θυμίζουμε ότι λίγους μήνες νωρίτερα, ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει τη Βόρεια Ελλάδα «πυλώνα της στρατηγικής των ΗΠΑ στην περιοχή», πύλη εισόδου στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και δυνάμει «ενεργειακό κόμβο, με τον αγωγό TAP, με τον προτεινόμενο αγωγό IGB, με τον προτεινόμενο τερματικό σταθμό Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (LNG) στην Αλεξανδρούπολη».
Από τότε, όπως όλα δείχνουν, έτρεξε πολύ νερό στ' αυλάκι. Η κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου TAP, που θα μεταφέρει αέριο από τα κοιτάσματα του Αζερμπαϊτζάν στην ΕΕ, βρίσκεται σε εξέλιξη, ενώ σχεδιάζονται επίσης ο διασυνδετήριος ελληνοβουλγαρικός αγωγός φυσικού αερίου IGB, η κατασκευή πλωτού σταθμού υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ) στη θαλάσσια περιοχή έξω από την Αλεξανδρούπολη, η κατασκευή μεγάλου εμπορευματικού κέντρου στην Αλεξανδρούπολη, η σιδηροδρομική σύνδεση με τη Βουλγαρία κ.ά.
Αλλες βάσεις και εξοπλιστικά συμβόλαια
Μιλώντας για βάσεις, θυμίζουμε ότι στην 110 Πτέρυγα Μάχης, στη Λάρισα, βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και μέρες η διαδικασία μεταστάθμευσης αμερικανικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών τύπου «MQ-9 Reaper», τουλάχιστον για ένα εξάμηνο, με το μανδύα της συνεκπαίδευσης. Τα αεροσκάφη αυτά συνοδεύονται από τεχνικό κλιμάκιο και άλλο προσωπικό (ασφάλεια, επικοινωνίες κ.λπ.) του αμερικανικού στρατού, που υπολογίζεται στα 100 άτομα.
Τα «MQ-9 Reaper» έχουν εμβέλεια πτήσης 1.850 χιλιόμετρα και μπορούν να ελέγχουν από την Αφρική και τη διώρυγα του Σουέζ έως την ενδοχώρα της Λευκορωσίας στα βόρεια, όπου η Ρωσία έχει αναπτύξει συστήματα «S-400», όπως και μεγάλους σχηματισμούς αρμάτων μάχης, ως απάντηση στην «αντιπυραυλική ασπίδα» του ΝΑΤΟ. Είναι φανερός, επομένως, ο προσανατολισμός που αποκτούν αυτά τα αεροσκάφη με τη στάθμευσή τους σε ελληνικό έδαφος και ειδικότερα στη Λάρισα, χωρίς να αποκλείονται και άλλες στρατιωτικές εγκαταστάσεις, όπως το Καστέλι Ηρακλείου.
Παράλληλα, κυβέρνηση και ΗΠΑ επεκτείνουν τις εγκαταστάσεις της αμερικανοΝΑΤΟικής βάσης στη Σούδα, ώστε να μπορεί να εξυπηρετεί ακόμα περισσότερα πλοία, αλλά και μετεγκατάσταση Αμερικανών πεζοναυτών. Ανάλογες εργασίες έχουν γίνει και στον Αραξο, όπου προετοιμάζεται η εγκατάσταση «ειδικών» όπλων, ακόμα και πυρηνικών, αλλά και στην Πρέβεζα.
Στοιχείο, όμως, της βαθύτερης ελληνικής εμπλοκής στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, στη βάση της συμφωνίας κυβέρνησης - ΗΠΑ, είναι και τα εξοπλιστικά προγράμματα που αναλαμβάνει να υλοποιήσει η Ελλάδα με την αμερικανική πολεμική βιομηχανία, με «κορωνίδα» τον εκσυγχρονισμό των «F16», για τον οποίο έκανε ξεχωριστή αναφορά στην ομιλία του ο Ντ. Τραμπ, «καλωσορίζοντας» ως ...καλό πελάτη τον Ελληνα πρωθυπουργό στο Λευκό Οίκο τον περασμένο Οκτώβρη.
Η συμφωνία αυτή, ύψους 1,1 δισ. ευρώ, σε καιρούς που ο λαός καλείται να σφίξει κι άλλο το ζωνάρι για να υπηρετηθεί ο στόχος της ανάκαμψης, σερβίρεται με περιτύλιγμα την «προστιθέμενη αξία» που θα προκύψει από τις μετασκευές των αεροσκαφών για την εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Αλλά και με την επίκληση του κινδύνου που σηματοδοτεί η ένταση της τουρκικής επιθετικότητας στο Αιγαίο που, σύμφωνα με την κυβέρνηση, καθιστά αναγκαία, χωρίς καθυστέρηση, τη συμφωνία με τις ΗΠΑ.
Το «Παπανικολής» στη συνοδεία αεροπλανοφόρου
Σε μια τελευταία εξέλιξη, πέρα από τις πολλές κοινές ασκήσεις και συνεκπαιδεύσεις ελληνικών και αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων, εδώ και λίγες μέρες το υποβρύχιο «Παπανικολής» του Πολεμικού μας Ναυτικού έχει ενταχθεί στη συνοδεία του αμερικανικού αεροπλανοφόρου του 6ου Στόλου «Ιβο Τζίμα», που πλέει στην Ανατ. Μεσόγειο. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για υλοποίηση της συμφωνίας που είχαν κάνει τον Ιούλη του 2017 ο Ελληνας αρχηγός ΓΕΕΘΑ, Ευ. Αποστολάκης, και ο Αμερικανός ομόλογός του, κατά την επίσκεψη του πρώτου στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το «Παπανικολής» (S-120) εντάχθηκε στην αμερικανική αποστολή με αίτημα των Αμερικανών και είναι η πρώτη φορά μετά το 1974 που Ελλάδα και ΗΠΑ συνεργάζονται σε διμερές ναυτικό επίπεδο.

TOP READ