Συνέντευξη στον Anton Saefkov //
Δημοσιεύουμε σήμερα το δεύτερο μέρος της συνέντευξης που παραχώρησε, με τη μορφή γραπτών ερωτοαπαντήσεων, ο Βίκτορ Γκρόσμαν (ή Στέφεν Βέχσλερ), ο Αμερικάνος που δραπέτευσε στο Ανατολικό Βερολίνο και κατέγραψε τις αναμνήσεις του στο βιβλίο “Crossing the river”, στο συνεργάτη του Ατέχνως Αντόν Σαέφκοβ. Το πρώτο μέρος της συνέντευξης μπορείτε να το θυμηθείτε εδώ. Η ομαδοποίηση των ερωτήσεων κατά τις απαντήσεις (και κάποια κενά που μπορεί να προκύπτον κατά συνέπεια) είναι επιλογή του ίδιου του Β. Γκρόσμαν, που ακόμα κι έτσι, πάντως, δίνει πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τον υπαρκτό σοσιαλισμό και τα οφέλη που απολάμβαναν οι λαοί αυτών των χωρών, που είναι αξιοζήλευτα για τη συντριπτική πλειοψηφία στο σημερινό “ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο”.
Πες μας λίγα πράγματα για το Μπάουτσεν και τις προσπάθειές σου να δεθείτε οι λιποτάκτες και μετανάστες εκεί με την τοπική κοινωνία, να δραστηριοποιηθείτε πολιτιστικά, πολιτικά κτλ. Πώς ήταν η ζωή σου εκεί ως εργάτη βιομηχανίας, συγκριτικά με τις ΗΠΑ; Σήμερα μοιάζει απίστευτη η ευκολία με την οποία εσύ –και κάθε εργάτης- μπορούσες να ξεκινήσεις σπουδές, ακόμη και στη Νομική! Εξήγησέ το μας λίγο αυτό, πώς δηλαδή ξεκίνησες να σπουδάζεις για δεύτερη φορά.
Μετά την εγκατάστασή μου στη -περίπου 45000 κατοίκων- πόλη Μπάουτσεν, πληροφορήθηκα πως στη συγκεκριμένη πόλη οι Σοβιετικοί έφερναν όλους τους λιποτάκτες των δυτικών στρατιωτικών δυνάμεων. Πιθανότατα γιατί ήταν μια πόλη τέτοιου μεγέθους που δεν επέτρεπε να σε «χάσουν απ’ τα μάτια τους», ενώ ήταν στη μεγαλύτερη δυνατή απόσταση από τα δυτικά σύνορα. Αρχικά εγκαταστάθηκα μαζί με τρεις Βρετανούς σε ένα ξενοδοχείο, ενώ λίγο αργότερα μας βρήκανε υπενοικιαζόμενα δωμάτια σε σπίτια. Σύντομα έπιασα δουλειά σε μια βιομηχανία που κατασκεύαζε βαγόνια τρένων, όπως και στις ΗΠΑ ως ανειδίκευτος εργάτης. Η δουλειά δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολη, αλλά έκανα ό,τι μπορούσα. Δουλεύαμε σε μια μικρή ομάδα 4-5 ατόμων, κομμάτι μιας «μπριγάδας» περίπου 30 ατόμων. Μερικά πράγματα που διέφεραν από την αντίστοιχη εμπειρία μου στις ΗΠΑ, ήταν πως υπήρχε ένα -σχεδόν δωρεάν- μεσημεριανό γεύμα για όλους, πως είχαμε ένα δωμάτιο για το πρωινό και το κολατσιό μας με δωρεάν καφέ για τα διαλείμματα, κατά το οποίο συχνά-πυκνά γίνονταν και μικρές συνελεύσεις προσωπικού. Συνολικά, δεν υπήρχε αυτός ο καθημερινός ανταγωνισμός με τους προϊσταμένους και τους εργοδότες που είχα ζήσει στις ΗΠΑ, όπου έπρεπε να παλέψεις για κάθε Cent. Επίσης, οι μέρες αδείας ήταν περισσότερες, ενώ δε χανόντουσαν όταν άλλαζες χώρο εργασίας. Το πιο εντυπωσιακό ήταν όμως οι στιγμές που ακούγονταν στο εργοστάσιο από τα μεγάφωνα η ανακοίνωση εκ της διοικήσεως: «Όποιος εργαζόμενος ενδιαφέρεται να σπουδάσει νομική, παρακαλείται να το δηλώσει στο τμήμα προσωπικού». Εκείνη την εποχή, 1952-53, μιας και είχαν απολυθεί όλοι οι δικαστικοί που υπήρξαν μέλη του ναζιστικού κόμματος ή εφάρμοζαν συνειδητά τη πολιτική του, υπήρχε τεράστια ανάγκη για νέους…
Ήμασταν περίπου 40 λιποτάκτες στη πόλη. Αμερικανοί, Βρετανοί, Γάλλοι και Βορειοαφρικανοί, οι οποίοι κυρίως θέλανε ν’ αποφύγουν την αποστολή στο πόλεμο του Βιετνάμ (το Μαρόκο, η Αλγερία και η Τυνησία ήταν ακόμη αποικίες), συν ένας Ολλανδός και κάποιοι ακόμη. Αν και καταβάλλονταν κάθε προσπάθεια για να παρέχεται σε όλους κατοικία, δουλειά και οικονομική βοήθεια, προκύπτανε συνεχώς προβλήματα. Εκείνη την εποχή, 1952-54, η ζωή στην DDR και ειδικά στην επαρχία ήταν κάπως μονότονη. Τηλεόραση δεν υπήρχε ακόμη, οπότε πολλοί εκ των λιποτακτών ξημεροβραδιάζονταν στα μπαρ και συχνά τριγυρνούσαν μεθυσμένοι. Γι αυτό οι σοβιετικές αρχές –και μετά το 1953 αυτές της DDR– αποφάσισαν να ξεκινήσουν τη λειτουργία μιας λέσχης για τους λιποτάκτες και γενικότερα τους μετανάστες που ζούσαν στη πόλη, στην οποία ορίστηκα ως «υπεύθυνος πολιτισμού» (εκτός των άλλων γιατί πέρα από αγγλικά μιλούσα καλούτσικα γερμανικά και -σε έναν βαθμό- γαλλικά).
Οργάνωνα τουρνουά πινγκ-πονγκ, μπιλιάρδου, σκάκι, είχαμε μαθήματα αγγλικών για τις νέες γερμανίδες συζύγους όσων από εμάς εν τω μεταξύ είχαν παντρευτεί εκεί, βραδιές κινηματογράφου και χορού, εκδρομές για σκι και διάφορα άλλα. Δεν ήταν πάντα εύκολο. Οι άντρες αυτοί μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες, μόνο λίγοι ξέρανε γερμανικά, ενώ πολλοί από αυτούς δεν είχαν λιποτακτήσει για πολιτικούς λόγους, αλλά λόγω προβλημάτων με το αλκοόλ, επειδή δεν άντεχαν τη στρατιωτική πειθαρχία, ή λόγω άλλων σημαντικότερων παραβατικών συμπεριφορών. Παράλληλα, το 1953 οργανώθηκε ένας ετήσιος κύκλος εκπαίδευσης για όλους μας, στόχος του οποίου ήταν αφενός να μάθουμε καλύτερα γερμανικά κι αφετέρου να επιλέξουμε ανάμεσα σε τέσσερα επαγγέλματα, του κλειδαρά, του ξυλουργού ή του τορναδόρου (εγώ διάλεξα το τελευταίο). Κάποιοι έπειτα ενσωματώθηκαν αρκετά καλά στη τοπική κοινωνία, ειδικά όσοι είχαν φέρει μαζί τους γυναίκες ή τις γνώρισαν εκεί και ξεκίνησαν οικογένεια. Ένας, αφροαμερικανός, έγινε αργότερα από τους πιο αγαπημένους τραγουδιστές της DDR. Άλλοι όμως δεν τα κατάφεραν ποτέ και εξαφανίστηκαν ξανά προς το δυτικό Βερολίνο, παρ’ ότι γνωρίζαν πως εκεί τους περιμένει η ποινή για τη λιποταξία τους. Εγώ κι άλλοι δύο σπουδάσαμε κιόλας, με εμένα προσωπικά να διαλέγω τη δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο Karl Marx στη Λειψία.
Υποτροφίες για όλους· βρεφονηπιακοί σταθμοί για γονείς που σπουδάζανε· σπουδές σε μικρές ομάδες που είχαν διάφορες κοινές δραστηριότητες σ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών· συχνή πρακτική άσκηση, ώστε να εφαρμοστεί η θεωρητική γνώση στη πράξη· συμμετοχή των φοιτητών στο μάζεμα της σοδειάς στη περιοχή κ.ά. Πώς αξιολογείς το εκπαιδευτικό σύστημα στα ΑΕΙ της DDR, έχοντας και την αντίστοιχη εμπειρία του Harvard;
Οι σπουδές διέφεραν πολύ από το Harvard. Εκεί οι περισσότεροι παρακολουθούσαμε μαθήματα άσχετων μεταξύ τους ειδικοτήτων και ουσιαστικά ειδικευόμασταν σε συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο -όπως ιατρική, νομική ή διοίκηση- μετά τα 4 πρώτα χρόνια, που θεωρούνταν “Bachelor“. Δε νομίζω δηλαδή πως από το Harvard αποφοίτησα όντας προετοιμασμένος ν’ ασκήσω κάποιο συγκεκριμένο επάγγελμα. Στη Λειψία αντίθετα, τα πράγματα ήταν εξ’ αρχής χωρισμένα· όλοι οι φοιτητές του -αυτοδιοικούμενου- τμήματός μου θ’ αποφοιτούσαν ως δημοσιογράφοι, ενώ τα δύο πρώτα χρόνια όλοι παρακολουθούσαμε υποχρεωτικά τα ίδια μαθήματα. Μεγάλη διαφορά ήταν και ότι χωριζόμασταν εξαρχής σε σχετικά μικρές ομάδες των 25 ατόμων (μικτές αντρών και γυναικών), στις οποίες διεξάγονταν μαθήματα/σεμινάρια κτλ. Οι ομάδες αυτές όμως γίνονταν και ο πυρήνας της κοινωνικής, πολιτιστικής και πολιτικής ζωής κάθε φοιτητή. Κάθε τέτοια ομάδα εξέλεγε κάθε τόσο τους εκπροσώπους της, συνεδρίαζε, δραστηριοποιούνταν πολιτικά ως ομάδα, οργάνωνε πολιτιστικές εκδηλώσεις, πήγαινε πού και πού στο σινεμά ή στο θέατρο μαζί κτλ.
Όπως όλοι οι φοιτητές τότε, πηγαίναμε κι εμείς στα χωριά και στους -μόλις δημιουργηθέντες- παραγωγικούς συνεταιρισμούς (σ.μ. τα γνωστά ως κολχόζ στην ΕΣΣΔ, στην DDR είχαν το ακρωνύμιο LPG) για να βοηθήσουμε στο μάζεμα της σοδειάς. Μια φορά είχαμε συμμετάσχει στην απομάκρυνση των τελευταίων μπάζων από την εποχή του πολέμου, παράλληλα με το χτίσιμο ενός νέου σταδίου. Άλλη μία πήγαμε για δύο εβδομάδες σ’ ένα εργοστάσιο επεξεργασίας λιθάνθρακα, βοηθώντας στη γραμμή παραγωγής. Τέτοιες δράσεις δεν ήταν υποχρεωτικές, ενώ λαμβάναμε και κάποια πληρωμή γι αυτές -ειδικά για το λιθάνθρακα ήταν το κανονικό ημερομίσθιο-. Ωστόσο όσοι ήταν σωματικά υγιείς σίγουρα αισθάνονταν μια κοινωνική πίεση προκειμένου να συμμετέχουν.
Οι σπουδές ήταν εντελώς δωρεάν, ενώ όλοι λαμβάναμε και μια συμβολική υποτροφία. Όχι πολλά λεφτά. Αφού όμως το ενοίκιο στις εστίες, τα γεύματα στις λέσχες και οι μετακινήσεις για φοιτητές κόστιζαν ελάχιστα, κανείς δε χρειαζόταν να δουλεύει παράλληλα με τις σπουδές. Για όσους φοιτητές/φοιτήτριες είχαν μωρά, υπήρχε -σχεδόν δωρεάν- βρεφονηπιακός σταθμός εντός του πανεπιστημίου, όπου κρατούνταν και μωρά λίγων μηνών· εγώ και η γυναίκα μου τον αξιοποιήσαμε. Κάθε χρονιά πριν τις καλοκαιρινές διακοπές είχαμε μια πρακτική διάρκειας έξι εβδομάδων: Το πρώτο έτος σε τυπογραφείο· το δεύτερο αναλάμβανες σ’ ένα χωριό την έκδοση τοπικής εφημερίδας· το τρίτο πήγαινες σε μία καθημερινή εφημερίδα ή ραδιοφωνικό σταθμό.
Επίσης κάτι ενδιαφέρον ακόμα: Όταν σπούδαζα στο Harvard υπήρχαν ακόμη χωριστές εστίες αντρών και γυναικών, που είχαν μεγάλη απόσταση μεταξύ τους. Οι κανόνες ήταν εξαιρετικά αυστηροί: Στις γυναικείες εστίες απογορεύονταν οποιαδήποτε επίσκεψη από άλλο φοιτητή, ενώ στις αντρικές μόνο περιορισμένα και μόνο νωρίς το απόγευμα! Στη Λειψία ήταν μια ευχάριστη έκπληξη το γεγονός ότι οι εστίες αντρών και γυναικών ήταν κολλητά η μία στην άλλη, ενώ δεν υπήρχε κανένας περιορισμός στη μεταξύ τους επικοινωνία.
Στο Harvard όσο «ωρίμαζε» η εποχή του Μακαρθισμού, τόσο βάρυνε η ατμόσφαιρα για κάθε αριστερό φοιτητή, ενώ οι κομμουνιστές αναγκαζόμασταν να κρατάμε κρυφή την ιδιότητα και τις οργανώσεις μας. Και στη Λειψία όμως, κυρίως μετά τα γεγονότα στην Ουγγαρία το 1956, επίσης «βάρυνε η ατμόσφαιρα»: Συζητήσεις πάνω σε πολιτικά προβλήματα, είτε αφορούσαν την ίδια τη χώρα είτε τις άλλες χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, δε μπορούσαν να γίνουν δημόσια· το ίδιο και συζητήσεις σχετικά με την περίφημη έκθεση του Χρουστσόφ για το Στάλιν. Κατά μία έννοια η DDR (κι ακόμη περισσότερο η μοναδική σχολή δημοσιογραφίας της χώρας) θύμιζε λίγο κάστρο υπό πολιορκία, συγκρίσιμο ίσως με τη Κωνσταντινούπολη πριν από 500 χρόνια. Αυτό βέβαια άλλαζε κατά διαστήματα, ανάλογα με τις πολιτικές εξελίξεις.
Τα αστικά ΜΜΕ περιγράφουν την DDR σαν μια μουντή, μουγκή χώρα, στην οποία ο κόσμος φοβόταν να εκφραστεί. Εσύ περιγράφεις -με τα σκαμπανεβάσματά της- μια κοινωνία εκφραστικότατη και πλούσια σε πολιτιστικές δραστηριότητες, στη μουσική, στο θέατρο, το κινηματογράφο κ.ά. Πες μας κάτι παραπάνω γι αυτή τη πτυχή της ζωής στην DDR.
Την εποχή που χτίστηκε το τείχους του Βερολίνου ζούσες πλέον στη πόλη. Μπορείς να μας περιγράψεις λίγο τη κατάσταση εκείνων των ημερών; Τι οδήγησε τη κυβέρνηση της DDR να πάρει ένα τέτοιο μέτρο;
Μετά τις σπουδές ήρθα στο Βερολίνο, όπου αρχικά έμεινα σ’ ένα υπενοικιαζόμενο δωμάτιο, ενώ η γυναίκα μου έμεινε στη Λειψία. Έπειτα, μέσα σε περίπου ένα χρόνο μας παραχωρήθηκε ως νέο ζευγάρι με παιδί, δικό μας διαμέρισμα, ενώ άλλα δύο χρόνια αργότερα, μετά την έλευση και του δεύτερου γιου μας, μας δόθηκε ένα πιο όμορφο κι ευρύχωρο διαμέρισμα, στο οποίο κατοικώ μέχρι και σήμερα. Σαν παιδί της πόλης από τη Νέα Υόρκη, ταίριαξα πολύ καλά στο (ανατολικό) Βερολίνο.
Μόνο μετά το 1961 και το τείχος, επήλθε η καθολική διαίρεση της πόλης, όπως είναι γνωστή σήμερα· μέχρι τότε πρακτικά οι άνθρωποι κινούνταν ελεύθερα ανάμεσα στη δυτική και την ανατολική πλευρά της πόλης, είτε πεζοί είτε με οχήματα. Επειδή όμως το «δυτικό» μάρκο είχε πολύ μεγαλύτερη αξία από το «ανατολικό», υπήρχαν συνεχή κι εντεινόμενα κρούσματα λαθρεμπορίου. Πολλοί Ανατολικοβερολινέζοι δούλευαν για χαμηλότερους μισθούς στη δυτική πλευρά της πόλης· όμως, μπορούσαν εκεί να μετατρέψουν τα «δυτικά» τους μάρκα σε «ανατολικά», μπορούσε λ.χ. μια καθαρίστρια από το ανατολικό Βερολίνο, αν δούλευε στο δυτικό, να φέρνει εν τέλει σπίτι περισσότερα χρήματα από έναν μηχανικό που επέλεγε να παραμένει και να εργάζεται κανονικά στην ανατολική πλευρά. Ανατροφοδοτούνταν έτσι φαινόμενα μαζικής διαφθοράς, τα οποία αντανακλούνταν και σε πολιτικό επίπεδο. Μόνο με το τείχος μπήκε ένα τέλος σε αυτά. Προσωπικά βέβαια ακόμη και πριν χτιστεί το τείχος, ως λιποτάκτης του αμερικάνικου στρατού, δεν είχα τολμήσει ποτέ να περάσω στο δυτικό Βερολίνο, από φόβο μην με πιάσει η αμερικάνικη στρατονομία, έστω και κατά λάθος. Γι αυτό το λόγο κι επειδή και η γυναίκα μου δεν είχε συγγενείς στα δυτικά, το τείχος δε μας στοίχισε τρομερά.
Άλλωστε, το ανατολικό Βερολίνο είχε πάρα πολλά να προσφέρει. Το θέατρο του Bertolt Brecht, που μετά το θάνατό του συνέχισε να το διευθύνει η γυναίκα του, ήταν εκείνη την εποχή από τα καλύτερα στο κόσμο, κι εμείς δεν χάναμε ούτε μία παράσταση. Δύο εξαιρετικές σκηνές όπερας –η όπερα είναι πολύ αγαπητή στη Γερμανία-, μία από τις οποίες, η «παράξενη όπερα» (“Komische Oper”), είναι πιθανότατα η καλύτερη της Ευρώπης. Δεκάδες ακόμη υψηλού επιπέδου θέατρα, όλα πολύ φτηνά. Ο κινηματογράφος είχε ταινίες από όλο τον κόσμο – σχεδόν όλες τις νέες ποιοτικές ταινίες από τη δυτική Ευρώπη, τη Δυτική Γερμανία και τις ΗΠΑ μπορούσε να τις δει ο καθένας πολύ φτηνά στα σινεμά (και ό,τι δεν παιζόταν όποιος ήθελε το έβλεπε στη «δυτική τηλεόραση»). Λόγω αυτής της γκάμας επιλογών σε ταινίες, αλλά και στην ενημέρωση τόσο από τη Δύση όσο και από την Ανατολή –όπου τα πάντα ήταν μεταγλωττισμένα στα γερμανικά-, πολλοί λέγανε τότε πως οι Ανατολικογερμανοί «ήταν ο καλύτερα πληροφορημένος λαός του κόσμου»!
Όμως υπήρχαν πάντα και προβλήματα, κυρίως σε σχέση με τη ποικιλία των καταναλωτικών αγαθών. Τα κύρια προϊόντα διατροφής πάντα ήταν υπεραρκετά, όπως και τα βασικά είδη ρούχων· αν όμως ήθελες κάτι πιο μοδάτο κι εξεζητημένο, έπρεπε να ήσουν τυχερός και να ‘χεις το νου σου πότε και πού θα ήταν διαθέσιμο προς πώληση. Αρκετοί είχαν συγγενείς στη Δυτική Γερμανία που τους στέλνανε δώρα, πολλές φορές εντελώς περιττά, πολιτικά όμως αποτελεσματικά. Βασικά, το πρόβλημα ήταν πως οι άνθρωποι είχαν περισσότερα χρήματα, απ’ όσα μπορούσαν εύκολα να ξοδέψουν· η παραγωγή δηλαδή ποτέ δε κατάφερνε να καλύψει τη ζήτηση. Αφού τα ενοίκια, τα προϊόντα διατροφής και τα πάγια έξοδα ήταν τόσο φτηνά (όπως και βιβλία ή δίσκοι) πάντα ο κόσμος αναζητούσε κάτι παραπάνω. Έδινε αρκετά χρήματα σε ταξίδια, στη θάλασσα στο βορρά και προς τη Βαλτική, στα βουνά, στην Ουγγαρία, Βουλγαρία, την Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία· έχτιζε ή ανακαίνιζε μικρές εξοχικές κατοικίες, σε σημείο που πάνω από το μισό πληθυσμό διέθετε τέτοιες μέχρι τη δεκαετία του ‘80· ή μάζευε λεφτά για ένα νέο αυτοκίνητο (χωρίς ποτέ να υπάρχει ανάγκη για δάνειο, πίστωση ή δόσεις), αλλά συνήθως διαθέσιμα ήταν μόνο τα μικρά μοντέλα δίχρονων κινητήρων που κατασκευάζονταν στη χώρα (Trabant) και κάποια σοβιετικά και τσέχικα.
Παρότι πάντως πού και πού υπήρχαν τέτοιου τύπου ελλείψεις στα μαγαζιά, η ζωή ήταν τόσο φτηνή και πολιτιστικά/δημιουργικά τόσο πλούσια, που προσωπικά μπορώ να πω ότι ζούσα ευτυχισμένος – αν και εκνευριζόμουνα με διάφορες επιλογές που έκρινα λανθασμένες.