7 Φεβ 2018

“Η Χρυσή Αυγή είναι ένα κακέκτυπο του Χιτλερισμού-Ναζισμού” – Όταν ο Μίκης κατακεραύνωνε τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής

Το θυμήθηκε μια συντρόφισσα στον τοίχο της και το βρήκε από το πολύτιμο αρχείο του Ριζοσπάστη. Μια δήλωση του Μίκη Θεοδωράκη από το -όχι και τόσο μακρινό- 2015, όπου χαρακτήριζε τους χρυσαυγίτες κακέκτυπο των ναζί και του χιτλερισμού, καταδικάζοντας κατηγορηματικά τη θεωρία των δύο άκρων και την προσπάθεια εξομοίωσης του φασισμού με τον κομμουνισμό, που έγινε ο νεκροθάφτης του πρώτου, όπως σημειώνεται στη γραπτή δήλωση.
Η δήλωση αυτή είχε δοθεί στη δημοσιότητα τον Ιούλιο του 15′ από το Γραφείο Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ, ενώ ο Μίκης Θεοδωράκης τότε είχε προταθεί ως μάρτυρας κατηγορίας για τη δίκη της Χρυσής Αυγής, από την πολιτική αγωγή των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ που είχαν δεχτεί τη δολοφονική επίθεση των νεοναζί στο Πέραμα. Άραγε τι θα έλεγε στη δίκη αυτή ο Μ. Θεοδωράκης, ως μάρτυρας κατηγορίας; Ότι οι νεοναζί αγαπάνε την πατρίδα τους, αλλά με έναν τρόπο εριστικό;
Ακολουθεί το κείμενο της δήλωσης του Μίκη Θεοδωράκη.
«Η Χρυσή Αυγή από την άποψη της ιδεολογίας, της οργάνωσης και των εκδηλώσεών της είναι ένα κακέκτυπο του Χιτλερισμού – Ναζισμού. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι ο Ναζισμός μπορεί να στηρίζεται στη φασιστική θεωρία του Μουσολίνι, όμως στην πράξη εξελίχθηκε από τον Αδόλφο Χίτλερ σε μια τεράστια εγκληματική μηχανή, που ξεπερνά σε βαρβαρότητα όλες τις απάνθρωπες πράξεις μέσα στην παγκόσμια Ιστορία. Ο Χίτλερ, καλλιεργώντας συστηματικά τα εγκληματικά ένστικτα των οπαδών του, δημιούργησε μιαν απάνθρωπη μηχανή φόβου, πόνου και θανάτου με την ομαδική εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων χωρίς διάκριση εθνοτήτων, φυλών και ηλικιών.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο φασισμός όσο και ο ναζισμός είχαν ως βασικό τους στόχο την εξόντωση του κομμουνισμού. Δεν υπολόγισαν όμως σωστά τη θέληση των λαών και την απόφαση της Ιστορίας να είναι ο κομμουνισμός ο νεκροθάφτης τους. Μπροστά σ’ αυτή την τιτάνια μάχη ανάμεσα στους δύο θανάσιμους εχθρούς, η προσπάθεια ορισμένων μαύρων πολιτικών αντιπάλων σήμερα να εξομοιώσουν αυτούς τους δύο, καταντά γελοία και βλάσφημη απέναντι στους χιλιάδες νεκρούς, που με επικεφαλής τον Κόκκινο Στρατό έμπηξαν την κόκκινη σημαία στην καρδιά του τέρατος στο Βερολίνο, στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η σημαντική ανάπτυξη της Χρυσής Αυγής οφείλεται στη βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση που πλήττει τη χώρα και το λαό μας τουλάχιστον τα πέντε τελευταία χρόνια σε συνδυασμό με την αδυναμία της πολιτικής εξουσίας που αντί να βρει λύσεις στα μεγάλα προβλήματα που μας καταδυναστεύουν, μας οδηγεί σε όλο και βαθύτερες δοκιμασίες. Εννοείται ότι δεν θα πρέπει να παραγνωρίζουμε και την πολύπλευρη στήριξη που είχε η Χρυσή Αυγή από μηχανισμούς του συστήματος και από διάφορα συμφέροντα εντός και εκτός Ελλάδος.
Για όποιον έχει μελετήσει την σύγχρονη Ιστορία και ειδικά της Γερμανίας, αυτή η ανοδική πορεία της Χρυσής Αυγής είναι πανομοιότυπη με την άνοδο και την πλήρη επικράτηση του Χίτλερ, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε τη βαθιά εθνική, οικονομική και κοινωνική κρίση στη δεκαετία του 1920-1930 και την αγωνία και το θυμό του γερμανικού λαού εκείνης της εποχής.
Ενα από τα κύρια ιδεολογικά όπλα του Γερμανού δικτάτορα υπήρξε η φυλετική του θεωρία, ο ρατσισμός. Η Χρυσή Αυγή τον μιμείται και σ’ αυτό το σημείο σπέρνοντας το μίσος κατά των ξένων μεταναστών με πράξεις βίαιες, που προσβάλλουν το λαό και τη χώρα μας και που έχουν ως βάση τη φυλετική θεωρία του Ναζισμού.
Για την κατάκτηση της απόλυτης εξουσίας, ο Χίτλερ επέλεξε έναν διπλό δρόμο: Την παράνομη τρομοκράτηση και τη νόμιμη συμμετοχή στο ανώτατο όργανο εξουσίας, τη γερμανική βουλή.
Και στο σημείο αυτό η τακτική της Χρυσής Αυγής είναι πανομοιότυπη με εκείνη των Χιτλερικών – Ναζιστών.
Οι Γερμανοί είχαν οργανώσει Ομάδες Εφόδου, στην αρχή άοπλες και στη συνέχεια με οπλισμό και στρατιωτική πειθαρχία. Ξεκίνησαν με μερικές εκατοντάδες για να φτάσουν στα δύο εκατομμύρια την εποχή της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία. Οι ομάδες αυτές κατ’ αρχήν έκαναν τη εμφάνισή τους με καθημερινές στρατιωτικού τύπου παρελάσεις, για να φτάσουν αργότερα σε επιθέσεις, ξυλοδαρμούς και καταστροφές μαγαζιών και Συναγωγών. Ακόμα και σε φόνους.
Το ίδιο και η Χρυσή Αυγή οργάνωσε τις δικές της Ομάδες Εφόδου με ομοιόμορφες στολές και στρατιωτική πειθαρχία, με στρατιωτικά γυμνάσια, στρατιωτικές παρελάσεις και βίαιες ενέργειες, ξυλοδαρμούς, καταστροφές, μαχαιρώματα και τέλος με φόνους, όπως αυτός του Παύλου Φύσσα.
Από ένα σημείο και πέρα άρχισαν να εξοπλίζονται με πολεμικά όπλα και να εξελίσσονται σε τακτικό στρατό με εκπαίδευση αξιωματικών. Αυτός ο μεγάλος εξοπλισμός φανερώνει τις διασυνδέσεις τους με σημαντικά ελληνικά και προ παντός ξένα κέντρα ναζιστικής ιδεολογίας.
Οπως προαναφέραμε, στο δρόμο προς την κατάκτηση της απόλυτης δικτατορικής εξουσίας και κατά το παράδειγμα του Χίτλερ, σχημάτισαν κόμμα ακολουθώντας το νόμιμο τρόπο της εισόδου στη Βουλή των Ελλήνων με στόχο να καταλύσουν με τη βοήθεια των Ομάδων Εφόδου, οι οποίες όπως φαίνεται προκαλούν δέος και εντυπωσιάζουν ορισμένα στρώματα της Κοινωνίας, ώστε να αυξάνεται η εκλογική τους δύναμη.
Προς την κατεύθυνση αυτή βοηθούν, όπως είπαμε, και οι τραγικές συνθήκες μέσα στις οποίες έχουν ρίξει το λαό μας οι σύγχρονες πολιτικές συγκυρίες.
Η λύση θα ήταν να περιλάβουν οι συντάκτες του σημερινού Συντάγματος ένα άρθρο που να απαγορεύει την οποιασδήποτε μορφής δημόσια έκφραση της ναζιστικής εγκληματικής ιδεολογίας και πρακτικής, δεδομένου ότι και η χώρα μας υπήρξε θύμα της ναζιστικής θηριωδίας. Η παράλειψη ενός τέτοιου άρθρου οδηγεί σε τραγικο-κωμικές καταστάσεις όπως η τωρινή παρουσία βουλευτών που έρχονται από τις φυλακές σιδηροδέσμιοι για να αγορεύσουν και να ψηφίσουν.
Προσωπικά θεωρώ την κατάσταση αυτή ως βλασφημία (με τον επιεικέστερο χαρακτηρισμό) απέναντι στην ιερότητα αυτού του ανώτατου οργάνου της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Βουλής των Ελλήνων.
Στην περίοδο 1967 – 1974 βιώσαμε την τραγωδία της στρατιωτικής δικτατορίας.
Θα πρέπει όμως να υπογραμμίσω στο σημείο αυτό, ότι η δικτατορία που οραματίζονται οι κατηγορούμενοι εκπρόσωποι της Χρυσής Αυγής θα ήταν δεκάδες φορές χειρότερη. Γιατί ο Παπαδόπουλος είχε μοναδικό του στήριγμα τις ένοπλες δυνάμεις, ενώ η Χρυσή Αυγή έχει, όπως και ο Χίτλερ, και την συμπαράσταση πολλών εξαπατημένων Ελλήνων ψηφοφόρων.
Αθήνα 20/4/2015
Μίκης Θεοδωράκης».
Και το ρητορικό ερώτημα είναι: τι έχει αλλάξει στο μεσοδιάστημα από όσα πολύ σωστά σημειώνει στη δήλωσή του ο Μίκης Θεοδωράκης και οι νεοναζί έγιναν… “εριστικοί πατριώτες”;

Αθύρματα του λαϊκισμού



Ένα από όλα όσα εκνευρίζουν έναν σκεπτόμενο άνθρωπο είναι και η καραμέλλα τού λαϊκισμού. Δεν είναι καθόλου σπάνιο το φαινόμενο να βλέπουμε τους αρχηγούς των δυο ισχυρότερων (και όχι μόνο) κομμάτων τού κοινοβουλίου να τσακώνονται για το αν και ποιος από τους δυο είναι λαϊκιστής. Το φαινόμενο είναι παλιό και, βεβαίως, δεν έχουμε την αποκλειστικότητά του στην Ελλάδα. Σ' όλον τον κόσμο σχεδόν τα ίδια γίνονται. Θα έλεγε κανείς ότι μετά τον πόλεμο επικράτησε παγκοσμίως ο λαϊκισμός. Δεν θα είχε άδικο.

Εφ' όσον λαϊκίζω σημαίνει παριστάνω τον λαϊκό, υποδύομαι τον άνθρωπο του λαού, είναι λογικό να προσθέσουμε και το νοιάζομαι δήθεν για τον λαό. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλές χώρες (της Ελλάδος συμπεριλαμβανομένης) υπήρξαν και υπάρχουν συντηρητικά κόμματα στο όνομα των οποίων περιλαμβάνεται ο όρος "λαϊκός". Τρία γνωστά παραδείγματα στον τόπο μας είναι το -πάλαι ποτέ κραταιό- δεξιό "Λαϊκό Κόμμα", ο ακραία δεξιός "Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός" και η ναζιστική εγκληματική πολιτική οργάνωση "Λαϊκός Σύνδεσμος Χρυσή Αυγή". Και, βέβαια, μη ξεχνάμε ότι στο ευρωκοινοβούλιο τα δεξιά κόμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης συγκροτούν την πολυπληθέστερη ομάδα του, η οποία ονομάζεται "Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα".


Η επικράτηση των λαϊκιστών στο μεταπολεμικό δυτικό σκηνικό εξελίχθηκε σε πλήρη κυριαρχία τους μετά την ήττα τού σοσιαλισμού στα τέλη τού προηγούμενου αιώνα. Μοιραία, λοιπόν, εφ' όσον η εξουσία βρέθηκε στα χέρια εκείνων που υποκρίνονταν πως νοιάζονται για τον λαό, συν τω χρόνω επικράτησαν αλλαγές και μεταρρυθμίσεις οι οποίες σηματοδότησαν την άνοδο των κλειστών κοινωνιών αντί των ανοιχτών. Για να το πούμε πιο απλά, η λαϊκιστική εξουσία εξελίχθηκε σε εξουσία επί του λαού και όχι σε λαϊκή εξουσία.

Σ' αυτό συνέτεινε τα μέγιστα η πολυθρύλητη παγκοσμιοποίηση, τόσο σε πολιτικό όσο -κυρίως- σε οικονομικό επίπεδο. Χάρη στην "φιλολαϊκή" πολιτική των λαϊκιστών, γινόμαστε μάρτυρες του φαινομένου να ευημερούν τα κράτη και να δυστυχούν οι πολίτες τους. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ, την ισχυρότερη χώρα του κόσμου, σχεδόν ένας στους έξι κατοίκους επιβιώνει χάρη στα κουπόνια σίτισης ενώ στην Γερμανία, την ατμομηχανή της Ευρώπης με τα τεράστια πλεονάσματα, τέσσερα εκατομμύρια εργαζόμενοι (εργαζόμενοι, όχι άνεργοι!) ζουν στα όρια της φτώχειας ή και κάτω από αυτά.

Χάρη στις δήθεν λαϊκές πολιτικές επιλογές, άρχισε να εμφανίζεται τελευταία και το απίστευτο φαινόμενο διόγκωσης της ανεργίας σε χώρες όπου η αμοιβή της εργασίας δεν ξεπερνάει το ένα δολλάριο ημερησίως, όπως το Μπαγκλαντές, η Ταϊλάνδη και οι Φιλιππίνες. Και χάρη σ' αυτές τις επιλογές θερίζει η πείνα σε χώρες των οποίων οι οικονομικοί δείκτες αποτελούν όνειρο για πολλούς, όπως η Ινδία και η Βραζιλία.

Το χειρότερο σύμπτωμα αυτών των επιλογών είναι η καταρράκωση των μεγάλων λαϊκών μαζών. Όταν ένας άνθρωπος πεινάει, όταν χάνει την δουλειά του και γίνεται παρίας, όταν αδυνατεί να στηρίξει την οικογένειά του ή να ταΐσει τα παιδιά του, χάνει όχι μόνο την αυτοπεποίθησή του αλλά και την αξιοπρέπειά του. Χάνει την προσωπικότητά του, την ταυτότητά του. Γίνεται άθυρμα. Κι έτσι μετασχηματίζεται σε χωράφι όπου καρπίζουν παράσιτα και σαπρόφυτα πάσης φύσεως, όπως ο ρατσισμός, ο εθνικισμός, ο φασισμός.

Απότοκο αυτής της εξέλιξης είναι το φαινόμενο που παρατηρείται κυρίως σε πρώην σοσιαλιστικές χώρες, όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Ουκρανία κλπ., χώρες όπου η εξουσία βρίσκεται στα χέρια δημοκρατικά εκλεγμένων λαϊκιστών. Η ταχύτητα, η αποφασιστικότητα και η προκλητικότητα με την αποία αυτοί οι "λαϊκοί" ηγέτες αποδομούν το κράτος δικαίου και τα λαϊκά δικαιώματα σοκάρει πολλές φορές ακόμη και την ακραία νεοφιλελεύθερη ηγεσία τής Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αυτά τα φαινόμενα γίνονται εντονώτερα σε χώρες που έχουν οικονομικά προβλήματα, όπως η Ελλάδα. Σ' αυτές τις χώρες, δίπλα στην πολιτική τυραννία εγκαθίσταται και η οικονομική, δημιουργώντας ένα πανίσχυρο δίδυμο το οποίο αποδομεί την ίδια την δημοκρατία. Κι όσο περισσότερο αποδομείται η πραγματική δημοκρατία, τόσο εδραιώνονται οι λαϊκιστές ηγέτες, εκμεταλλευόμενοι την ευπιστία των μεγάλων λαϊκών μαζών, οι όποιες όμως έχουν ήδη καταντήσει άθυρμα στα χέρια τους, όπως σημειώσαμε πρωτύτερα.

Αν όλα όσα είπα ακούστηκαν στον αναγνώστη κάπως αφοριστικά ή έστω υπερβολικά, ας αναλογιστεί το δημοψήφισμα του 2015 και θα καταλάβει τι θέλω να πω. Ο τρόπος με τον οποίο το Όχι ενός ολόκληρου λαού μετατράπηκε σε Ναι (δήθεν προς το συμφέρον του) από έναν ηγέτη, ο οποίος μετά από λίγο επανεκλέχτηκε πανηγυρικά παρά την αυθαιρεσία του, είναι χαρακτηριστικός.


Αντί για επίλογο, αντιγράφω ένα απόσπασμα από τον επίλογο των "Απομνημονευμάτων" του δωσίλογου πρωθυπουργού Γεωργίου Τσολάκογλου, ο οποίος πίστευε μέχρι τέλους ότι υπηρέτησε τον ελληνικό λαό και εξέφρασε την βούλησή του. Δυστυχώς, ο συγγραφέας δεν σημειώνει πουθενά αν οι διαπραγματεύσεις του με τους γερμανούς κράτησαν λιγώτερο ή περισσότερο από 17 ώρες...
Δικαιούμαι να νομίζω ότι εις τον ιδιότυπον αγώνα, που ανέλαβον, επετέλεσα το καθήκον μου, προέταξα τα στήθη μου, προήσπισα τα εθνικά και τ' ανθρώπινα δικαιώματα του Λαού, εμόχθησα διά την επιβίωσιν της φυλής και εχάραξα την αντίστασιν. Εν τω μέσω της γενικής εξαθλιώσεως και εν τω μέσω πλανών και παρεξηγήσεων, δεν επηρεάσθημεν από την επικρατούσαν σύγχισιν, αλλά παρεμείναμεν οι σθεναροί λειτουργοί της ανωτέρας ηθικής και διοικητικής αντιλήψεως και οι γρανιτώδεις βράχοι, προ των οποίων εθραύοντο και ωπισθοχώρουν τα διαρκή κύματα των επιδιωκόντων το σάρωμα όλων και την ισοπέδωσιν. Αλλοίμονον αν επ' ελάχιστον εκλονιζόμεθα. (...) Αισθάνομαι υπερηφάνειαν (...) υφίσταμαι τα πάντα αγογγύστως, επειδή το "βάσταξα" κατά την πρωθυπουργίαν μου "Ελληνικό".
[Γεωργίου Κ. Σ. Τσολάκογλου, "Απομνημονεύματα", εκδόσεις Ακροπόλεως, 1959]

χαιρετά ναζιστικα

Θα μπορούσε να είναι τρολιά, hoax, αλλά δυστυχώς η πραγματικότητα ξεπερνά πολλές φορές και την πιο νοσηρή φαντασία.
Μια ελληνική βιοτεχνία διαφημίζει στα αποκριάτικα -και όχι μόνο- προϊόντα της που κόβουν την ανάσα, κατά τα λεγόμενα της ίδιας της εταιρίας, μια ναζιστική στολή για παιδιά! Προφανώς η ανάσα εδώ κόβεται από τη ναζιστική μπόχα, γιατί δυσκολευόμαστε να σκεφτούμε κάποιον άλλο λόγο.
Η περιγραφή του προϊόντος δεν το αναφέρει πουθενά ως “ναζιστική στολή”. Αλλά το υψωμένο χέρι του παιδιού που χαιρετά ναζιστικα και η σβάστικα στο περιβραχιόνιό του δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας. Ένα άλλο συγκριτικό πλεονέκτημα του προϊόντος, για τους φασίστες που ενδιαφέρονται ίσως να την αγοράσουν είναι η ελληνική του κατασκευή, ώστε να νιώθουν εθνικά υπερήφανοι που ενισχύουν τις ελληνικές επιχειρήσεις -με προϊόντα για τους ναζί.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο πως το προϊόν δεν υπάγεται στην κατηγορία των αποκριάτικων στολών, αλλά αυτών για την “28η Οκτωμβρίου”, όπως αναφέρεται, πιθανότατα για να ταυτιστεί ακόμα περισσότερο ο υποψήφιος αγοραστής της στολής με την επιχείρηση.
Ακόμα κι αν η δικαιολογία είναι πως η σχολή προορίζεται για θεατρικά δρώμενα, παιδικές παραστάσεις κτλ (όπου κάποιος πρέπει να παίζει το ρόλο του κακού Γερμανού), η επιχείρηση γνωρίζει πολύ καλά το αγοραστικό κοινό στο οποίο απευθύνεται και φροντίζει να το δείξει με το κατάλληλο στήσιμο της διαφήμισης.
Κι έτσι έχουμε ιδανικό συνδυασμό του τερπνού με το ωφέλιμο, και του επιχειρησιακού κέρδους με την εθνική περηφάνια, που είναι όμως λίγο σύνθετη έννοια και μπλέκει ενίοτε και με το δωσιλογισμό…

Φρήντριχ Έμπερτ: Ένας επάξιος προδότης της (εργατικής) τάξης του

Ο Φρήντριχ Έμπερτ γεννημένος σαν σήμερα το 1871 στη Χαϊδελβέργη, κερδίζει μέχρι σήμερα την αναγνώριση της γερμανικής αστικής τάξης και της ιστοριογραφίας της για τη “μετριοπάθειά” του στις κρίσιμες για την εξουσία της καμπές στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως αμέσως μετά τη λήξη του, όταν -“μετριοπαθώς” πάντα -τσάκισε με τη συνεργασία του στρατού την εξέγερση των Σπαρτακιστών. Δεν είναι τυχαίο ότι το παλαιότερο πολιτικό ίδρυμα της Γερμανίας, που ιδρύθηκε το 1925, το Friedrich-Ebert-Stiftung φέρει το όνομά του και διαθέτει παραρτήματα σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Ήταν γιος αρχιράφτη και σε ηλικία 14 ετών ξεκίνησε την εκπαίδευσή του ως σελοποιός. Από το 1889 εντάσσεται στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (SPD) και ξεκινάει τη συνδικαλιστική του δράση στο χώρο των σελοποιών. Λόγω της δραστηριότητας του αυτής, δέχεται συχνά ενοχλήσεις της αστυνομίας κι αλλάζει τακτικά τόπους κατοικίας και δουλειάς. Το 1893 αναλαμβάνει συντάκτης της “Εφημερίδας των πολιτών της Βρέμης”, του τοπικού κομματικού οργάνου, ενώ ένα χρονο αργότερα γίνεται επικεφαλής του SPD στην πόλη, ενώ η αναρρίχησή του στο κόμμα τον φέρνει το 1905 στο Βερολίνο, όπου γίνεται γραμματέας του. Το 1912 εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής στο Ράιχσταγκ και μετά το θάνατο του ιστορικού συνιδρυτή του SPD Άουγκουστ Μπέμπελ το 1913 αναλαμβάνει μαζί με τον Χούγκο Χάαζε την ηγεσία του κόμματος. Με το ξέσπασμα του Α’Παγκοσμίου πολέμου, ο Έμπερτ τάχθηκε υπέρ των πολεμικών πιστώσεων, μάλιστα έχασε δυο από τους τρεις γιους του στη μάχη (ο τρίτος και συνονόματός του Φρίντριχ Έμπερτ, ακολούθησε αρχικά τα πολιτικά χνάρια του πατέρα του στο SPD, μετά τον πόλεμο ωστόσο τάχθηκε υπέρ της συνένωσης σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών στο Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα -SED-στην επικράτεια της μετέπειτα ΓΛΔ, διετέλεσε μάλιστα δήμαρχος του Αν.Βερολίνου από το 1948 ως το 1967. Η μοναχοκόρη του Έμπερτ Αμαλία έφυγε από τη ζωή μόλις 31 ετών). Αντίθετα ο Χούγκο Χάαζε και η μειοψηφία που τον στήριζε εσωκομματικά (ανάμεσα της κι ο Καρλ Λήμπκνεχτ) είχε ταχθεί από την πρώτη στιγμή κατά του πολέμου, διαφωνία που οδήγησε τελικά στη διάσπαση του κόμματος, με την ίδρυση του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (USPD) το 1917, από τους κόλπους του οποίου προήλθε το Γενάρη του ’19 και το ΚΚΓ.
Με τη σύζυγο Λουίζα και τους τρεις γιους του, Φρήντριχ, Γκέοργκ και Χάινριχ (1898)
Το Γενάρη του 1918, κατά τη διάρκεια της μεγαλύτερης ως τότε αντιπολεμικής απεργίας στο Βερολίνο κι άλλες περιοχές, με συμμετοχή ενός εκατομμυρίου εργατών, έπαιξε διαλυτικό ρόλο, εμφανιζόμενος αρχικά να υποστηρίζει την απεργία, μόνο και μόνο για να συμβάλει στο γρήγορο τερματισμό της, επικαλούμενος προσχηματικά ότι “δε βοηθούσε στην ταχεία επίτευξη ειρήνης”. Από το φθινόπωρο του ’18 εντείνει τις προσπάθειες του για σχηματισμό κυβέρνησης σε συνεργασία με τους αστούς, ενώ εμφανίστηκε διατεθειμένος αρχικά ακόμα και για τη διατήρηση της μοναρχίας. Το φάσμα της Οχτωβριανής Επανάστασης κι ο κίνδυνος εξάπλωσης της στη Γερμανία τον στοίχειωνε, όπως φαίνεται και στην ομιλία που απηύθυνε σε ηγετικά στελέχη του SPD, που εμφανίζονταν διστακτικά στο ενδεχόμενο ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών: „Αν δε θελήσουμε τώρα συνεννόηση με τα αστικά κόμματα και την κυβέρνηση, τότε θα αφήσουμε τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους, τότε θα καταφύγουμε στην επαναστατική τακτική, θα σταθούμε στα πόδια μας και θα αφήσουμε τη μοίρα μας στο Κόμμα της Επανάστασης. Όποιος έζησε τα πράγματα στη Ρωσία, δε μπορεί να εύχεται στο όνομα των συμφερόντων του προλεταριάτου, να συμβεί σε εμάς μια τέτοια εξέλιξη. Αντίθετα, πρέπει να βγάλουμε τα κάστανα από τη φωτιά, πρέπει να δούμε αν θα αποκτήσουμε αρκετή επιρροή ώστε να επιβάλουμε τα αιτήματα μας και αν γίνεται, να τα συνδέσουμε με τη σωτηρία της χώρας μας, γιατί είναι το αναθεματισμένο μας χρέος και καθήκον να το κάνουμε.”
Βλέποντας ότι οι διαθέσεις του κόσμου τρέπονταν σε δυνάμει επαναστατική κατεύθυνση, άλλαξε στάση στο θέμα της μοναρχίας, εξορκίζοντας τον τότε αρχηγό του κράτους, πρίγκηπα Μαξιμιλιανό της Βάδης, να ωθήσει τον Κάιζερ σε παραίτηση και να εμπιστευτεί το SPD για να αποσοβήσει κοινωνικά ανατρεπτικές εξελίξεις: ” Αν ο αυτοκράτορας δεν παραιτηθεί, η κοινωνική επανάσταση είναι αναπότρεπτη. Αλλά εγώ δεν τη θέλω, τη μισώ μάλιστα σαν πανούκλα” . Καταλύτης των εξελίξεων ήταν η εξέγερση των ναυτών στο Κίελο, στις αρχές Νοέμβρη, που γρήγορα επεκτάθηκε σε όλη τη Γερμανία (η “Νοεμβριανή επανάσταση” όπως αποκαλείται στη γερμανική ιστοριογραφία)κι έτσι στις 9.11.1918 ο Κάιζερ παραιτείται κι ο πρίγκηπας αναθέτει στον Έμπερτ την καγκελαρία.
Απευθυνόμενος στο πλήθος το Νοέμβρη του 1918, στην πύλη του Βραδεμβούργου
Ύψιστη προτεραιότητα του νέου καγκελαρίου ήταν η αποτροπή μιας επανάληψης της επανάστασης του Οκτώβρη στη Γερμανία. Δεδομένου ότι πολλά από τα συμβούλια εργατών και στρατιωτών που είχαν σχηματιστεί στις μεγάλες πόλεις απαιτούσαν την ενότητα των δύο σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, έπεισε τον Χούγκο Χάαζε να μπει μαζί με το USPD στο λεγόμενο Συμβούλιο των Πληρεξούσιων του Έθνους (Rat der Volksbeauftragten), με επόμενο άμεσο στόχο τη διεξαγωγή εκλογών για Εθνοσυνέλευση. Το Συμβούλιο των Πληρεξουσίων θα ασκούσε θεωρητικά έλεγχο στους υπουργούς των αστικών κομμάτων που συμμετείχαν στην κυβέρνηση. Αν και θεωρητικά ισότιμος, ο ρόλος του Χάαζε κατέστη σύντομα απλά διακοσμητικός.
Στις 10 Νοέμβρη, ο αρχηγός της Ανώτατης Στρατιωτικής Δίοικησης (OHL) Βίλχελμ Γκρύνερ πρότεινε τηλεφωνικά στον Έμπερτ εξ ονόματος του στρατού τη στήριξη του στην κυβέρνηση, με αντάλλαγμα τη διατήρηση της Ανώτατης Διοίκησης ως είχε. Κοινός στόχος των δύο ανδρών ήταν η αιματηρή καταστολή του ριζοσπαστισμού των Γερμανών εργατών και στρατιωτών, παρότι οι επιμέρους στοχεύσεις ήταν διαφορετικές: ο Έμπερτ ήλπιζε-μάταια όπως απέδειξε η ιστορική πορεία-να καταστήσει το στρατό έμπιστο όργανο της αστικής δημοκρατίας, ενώ ο Γκρύνερ να αποκαταστήσει τον πολιτικό ρόλο του στρατού, ιδρύοντας έναν πόλο που θα αντιστρατευόταν το-“προδοτικό” για τους στρατιωτικούς, κοινοβουλευτικό πολίτευμα.  Η νέα αυτή συμμαχία σύντομα δοκιμάστηκε στην πράξη, όταν ο στρατός κατ’εντολή του καγκελαρίου άνοιξε πυρ τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς κατά στασιαστών ναυτών που είχαν καταλάβει το λεγόμενο “Ανάκτορο του Βερολίνου”, ιστορικό κτίριο στο κέντρο της πόλης, γεγονός που στάθηκε αφορμή για διάλυση της εύθραυστης συμμαχίας με το USPD. Αποκορύφωμα βέβαια της αντεπαναστατικής σύμπραξης σοσιαλδημοκρατίας και στρατού ήταν η βίαιη καταστολή της εξέγερσης των Σπαρτακιστών το Γενάρη του 1919, με τραγικό επίλογο τη δολοφονία των Λούξεμπουργκ και Λήμπκνεχτ από τα παραστρατιωτικά σώματα των Φράικορπς, με άμεση προσωπική συνέργεια του σοσιαλδημοκράτη υπουργού αμύνης Γκούσταβ Νόσκε.
Για τις συνθήκες των ημερών, ο Χούγκο Χάαζε, ο οποίος, χωρίς να συμφωνεί με τους Σπαρτακιστές είχε προσπαθήσει να μεσολαβήσει για την αποφυγή της αιματοχυσίας μεταξύ των επαναστατών και της κυβέρνησης, έγραφε στην ξαδέρφη του: „Δεν μπορείς να φανταστείς την κατάσταση στο Βερολίνο. Η Λευκή Τρομοκρατία κυριαρχεί όπως μόνο στο πάλαι ποτέ τσαρικό καθεστώς…Οι Λάνστμπεργκ, Σάιντεμαν και Έμπερτ, που παριστάνουν τους θεματοφύλακες της νομιμόητας, αφήνουν το ασκέρι, που μάζεψαν και φανάτισαν από στοιχεία παλιών αξιωματικών και υπαξιωματικών και γιόκες αστών, να κάνει ό,τι θέλει”.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, το SPD κέρδισε τις εκλογές στις 19 Γενάρη 1919, σχηματίζοντας κυβέρνηση με το καθολικό Κεντρώο Κόμμα και τους φιλελεύθερους. Στις 11 Φλεβάρη ο Έμπερτ ορκίστηκε πρόεδρος του Ράιχ της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Στην εναρκτήρια ομιλία του δεν δίστασε να επικαλεστεί την εργατική του καταγωγή και την πίστη του στις σοσιαλιστικές ιδέες. Λίγους μήνες αργότερα, τον Απρίλη του 1919, η κυβέρνησή του έδειξε πλήρη ανοχή στην αιματηρή καταστολή της βραχύβιας “Δημοκρατίας των Συμβουλίων” του Μονάχου, καθιστώντας τη βαυαρική πρωτεύουσα έκτοτε οριστικά σφηκοφωλιά ακραίων εθνικιστών και του εκκολαπτόμενου ναζιστικού κινήματος.
Μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος του Καπ στις αρχές του 1920, χάρη σε γενική απεργία στην οποία είχε καλέσει και η κυβέρνησή του, κατέστειλε το λεγόμενο “Κόκκινο στρατό του Ρουρ”, ο οποίος υποστηριζόταν από το USPD, κι απαιτούσε εκτός από την αντιμετώπιση των πραξικοπηματιών, την κοινωνικοποίηση της βαριάς βιομηχανίας, η καρδιά της οποίας βρισκόταν στο Ρουρ. Στις εκλογές του 1920 το SPD βγήκε αποδυναμωμένο, σχημάτισε ωστόσο εκ νέου κυβέρνηση συμμαχίας με αστικά κόμματα. Η δεύτερη θητεία του σημαδεύτηκε από σειρά προβλημάτων στην εσωτερική κι εξωτερική πολιτική, κάτι που οδήγησε σε άρση εμπιστοσύνης των αντιδραστικών κύκλων που τον στήριζαν στα πρώτα χρόνια της εξουσίας του. Αυτή η αλλαγή εκφράστηκε όχι μόνο με την αποχώρηση του SPD από την κυβέρνηση, αλλά και  με τη λεγόμενη δίκη του Μαγδεβούργου στις αρχές του 1925, η οποία ξεκίνησε με αφορμή μήνυση του Έμπερτ κατά δημοσιογράφου που τον κατηγόρησε ως συνυπαίτιο της στρατιωτικής ήττας του ’18. Στη διάρκεια της δίκης, ο Γκρύνερ κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας, γνωστοποιώντας για πρώτη φορά δημόσια την τηλεφωνική τους συνομιλία το Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς. Το δικαστήριο καταδίκασε μεν το δημοσιογράφο για προσβολή αρχηγού κράτους, δέχτηκε ωστόσο ότι η ουσία των κατηγοριών του περί εσχάτης προδοσίας ευσταθούσαν, επικαλούμενο τον-στην πραγματικό απεργοσπαστικό βέβαια- ρόλο του Έμπερτ στη γενική απεργία του Γενάρη. Εξαιτίας της δίκης ο Έμπερτ ανέβαλε επέμβαση σκωληκοειδίτιδας, κι έτσι στις 28 Φλεβάρη κατέληξε κατά τη διάρκεια του χειρουργείου λόγω περιτονίτιδας.

Το Limburg είναι ολλανδικό! …..ή μήπως όχι;

Μη διανοηθείτε να αποκαλέστε πολίτες των Κάτω Χωρών Ολλανδούς όταν βρεθείτε σε κουβέντες που θέλετε να κάνετε για την ονομασία της ΠΓΔΜ γιατί θα λάβετε πληρωμένη απάντηση. Διότι Ολλανδοί είναι επίσημα μόνο οι κάτοικοι δυο εκ των δώδεκα επαρχιών των Κάτω Χωρών. Υπάρχει η Βόρεια Ολλανδία με πρωτεύουσα το Χάρλεμ και η Νότια Ολλανδία με πρωτεύουσα την Χάγη. Κάτω Χώρες τις λέμε διότι η μεγαλύτερη τους έκταση βρίσκεται κάτω από την στάθμη της θάλασσας – εκτός από τις αποικίες της Καραϊβικής που κατέχει ακόμη το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, όπως αποκαλούμε εμείς το Koninkrijk der Nederlanden.
Μια άλλη λεπτομέρεια είναι ότι στο οικόσημο των Κάτω Χωρών αναγράφεται ως μότο το «Je maintiendrai» (θα αντέξω) στα γαλλικά και όχι στα φλαμανδικά. Βέβαια, τα γαλλικά έχουν ένα προβληματάκι στην «Ολλανδία» αφού δίπλα της βρίσκεται το Koninkrijk België ή Royaume de Belgique ή Königreich Belgien όπως αποκαλείται στις τρεις επίσημες τους γλώσσες το Βέλγιο. Μια σατανική σύμπτωση θέλει να βρίσκεται το γνωστό (ελέω συνθήκης της ΕΕ) Μάαστριχτ στην επαρχία Limburg των κάτω χωρών που συνορεύει με την επαρχία Limburg ή Limbourg του Βελγίου.
Στο βελγικό Limburg και στην ευρύτερη περιοχή του ομιλούν τόσο την γαλλική όσο και τα φλαμανδικά αλλά και τα γερμανικά ενώ η επίσημη γλώσσα είναι τα φλαμανδικά. Οι Γάλλοι με τον μεγάλο τους στρατηλάτη Ναπολέοντα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην διαίρεση του φλαμανδικού έθνους.
Όπως και στην δικιά μας χώρα έτσι και στις Κάτω Χώρες και το Βέλγιο υπάρχουν τοπικές διάλεκτοι και διαφορές στην προφορά της γλώσσας. Μερικοί εθνικά υπερήφανοι κάτοικοι των Κάτω Χωρών θεωρούν ότι οι Βέλγοι Φλαμανδοί κακώς επέλεξαν το Βέλγιο και έτσι τους κατατάσσουν στους προδότες.
Πως θα σας φαινόταν λοιπόν, αν είχατε μεγαλώσει ανάμεσα στα δύο Limburg και είχατε μάθει από την καθημερινή τριβή με τους κατοίκους των περιοχών αυτών τα φλαμανδικά και αν διαμένατε για κάποιο διάστημα στο Άμστερνταμ;
Σαφώς και θα νιώθατε την ανάγκη να επικοινωνήσετε στις καθημερινές σας δουλειές με τους Ολλανδούς – ναι στην Ολλανδία ανήκει το Άμστερνταμ – στην γλώσσα τους. Κακή επιλογή όμως.
Διότι αν πέσετε σε εθνικόφρονα, αντί για θαυμασμό για την εκμάθηση γλώσσας θα εισπράττατε μια σειρά από βρισιές. Αφού ο Ολλανδός θα θεωρούσε ότι είσαστε ένας από τους Βέλγους ή μένετε στο België. Άρα συνιστάται να απαντάτε στα αγγλικά και ακόμη και στα γερμανικά στους εν λόγω «πατριώτες», οι οποίοι δεν δείχνουν να τους κακοφαίνεται όταν μιλάνε με κάποιο άτομο φλαμανδικά – άρα το άτομο καταλαβαίνει την γλώσσα – αλλά ακούν απαντήσεις σε άλλη γλώσσα.
Πιθανόν να σας φαίνεται παράλογο όλο αυτό, να γελάτε, να τους θεωρείτε αστείους ή απλά βλάκες και αμόρφωτους. Ε ναι, περίεργα πράγματα συμβαίνουν στον κόσμο.
Τόσο περίεργα ώστε κάθε ομοιότητα με άλλα συμβάντα σε άλλες χώρες δεν είναι καθόλου τυχαία. 

Κύριε Μίκη Θεοδωράκη, οι χρυσαυγίτες είναι μόνο ναζί.




Κύριε Μίκη Θεοδωράκη, οι χρυσαυγίτες είναι μόνο ναζί.- (του Γεράσιμου Χολέβα)

 


      
Ο κύριος Μίκης Θεοδωράκης δήλωσε σε συνέντευξη του στο STAR, με αφορμή το συλλαλητήριο της Αθήνας το Σάββατο:


«Θα μου πεις γιατί όχι τη Χρυσή Αυγή. Αγαπούν την πατρίδα. Ναι, την αγαπούν, αλλά με ένα τρόπο εριστικό. Είναι μόνο η πατρίδα και όλοι άλλοι είναι… Εγώ την πατρίδα μου την αγαπώ γιατί αγαπάει όλες τις πατρίδες του κόσμου» (η δήλωση εδώ από το 1.02 έως το 1.15).
    Οι χρυσαυγίτες είναι πολιτικοί και ιδεολογικοί απόγονοι των ταγματασφαλιτών. 

    Οι ταγματασφαλίτες δεν αγαπούσαν με κανέναν τρόπο την πατρίδα τους. Ο όρκος τους φτάνει για να το καταλάβουμε. 


    
 Οι χρυσαυγίτες είναι «η σπορά των νικημένων του 1945» όπως περήφανα έχει δηλώσει σε ναζιστικό ντελίριο ο αρχηγός τους ο Μιχαλολιάκος. 

     Οι χρυσαυγίτες μαθαίνουν σε παιδάκια να φωνάζουν «Heil Hitler» και να χαιρετούν ναζιστικα, όπως έκανε ο υπαρχηγός τους ο Παππάς. 

    Οι ναζί δεν αγαπούν καμία πατρίδα και κανέναν άνθρωπο. 

    Για την βαρβαρότητα και την φρίκη του ναζισμού έμαθα και μέσα από το μεγαλειώδες σας έργο.

    Οι χρυσαυγίτες δεν αγαπούν την πατρίδα με κανέναν τρόπο.  

    Κύριε Μίκη Θεοδωράκη, οι χρυσαυγίτες είναι μόνο ναζί.-



ΣΧΕΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ




Οι οργανωτές στην Αθήνα του συλλαλητηρίου για τη Μακεδονία προσπάθησαν να αποφύγουν τα λάθη της Θεσσαλονίκης που αποκάλυπταν τόσο την ταυτότητα των οργανωτών όσο και τη στόχευσή τους. Με τον εθνικιστικό λόγο προσπάθησαν να αποσπάσουν και να καρπωθούν τη λαϊκή συναίνεση, ισοπεδώνοντας τις ταξικές αντιθέσεις πίσω από μια πλαστή εικόνα εθνικής ενότητας. Με τον καλυμμένα φασιστικό λόγο σε ρόλο θεραπευτή και με  λεκτικά, περί εθνικής ενότητας, τσιρότα επιχείρησαν να πείσουν για τον τρόπο επούλωσης  …τραυμάτων  που δημιουργούν οι αντιθέσεις στο κοινωνικό σώμα.
               Γι’ αυτό το σκοπό επιστρατεύτηκε και ο Μίκης Θεοδωράκης και αυτός, ασμένως όπως αποδείχτηκε, δέχτηκε την πρόσκληση. Κι ακούγοντάς τον να δηλώνει  προς τα αδέλφια του φασίστες, τρομοκράτες, ναζιστές, αναρχικούς, τραμπούκους,  μ’  ένα …ιδιότυπο χιούμορ ακατανόητο, ότι θα μιλήσει με «λόγια σταράτα και πατριωτικά», όπως τον δίδαξε σε όλη του τη ζωή ο κυρίαρχος λαός  και να συμπληρώνει  στη συνέχεια της ομιλίας του πως περιφρονεί και μάχεται το φασισμό «σε όλες του τις μορφές και προπαντός στην πιο απατηλή και επικίνδυνη μορφή του. Την αριστερόστροφη», ο πειρασμός για ψυχολογικές  ερμηνείες της συμπεριφοράς του συνθέτη που απαξίωσε λαϊκούς αγώνες και αγωνιστές, από τους οποίους ξεπήδησε το μεγάλο έργο του και με το οποίο τους εξέφρασε, δεν είναι αμελητέος.
 Συγχρόνως,  η συνειδητοποίηση, τόσο βασανιστική,   της αναντιστοιχίας πολιτικών επιλογών και καλλιτεχνικού έργου του συνθέτη προκαλεί ευρύτερους προβληματισμούς για τη «σχέση προσωπικότητας και καλλιτεχνικού έργου». Η άποψη του Κ. Βάρναλη μοιάζει να δίνει μια απάντηση σ’ αυτούς τους προβληματισμούς.
               «Ξεχωρίζουμε δυο μεγάλους «τύπους» καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο καλλιτέχνης ή εκφράζει ό,τι είναι ή εκφράζει ό,τι θα ήθελε να είναι (ο,τι του λείπει). Στην πρώτη περίπτωση θα ίσχυε το αξίωμα: «ό,τι ο άνθρωπος και το έργο του». Αλλά και στην περίπτωση αυτή: α) Ο καλλιτέχνης μπορεί να εκφράζει όχι ολάκερο τον εαυτό του, μα το καλύτερο μέρος του, ό,τι δηλαδή ή αξίζει ή συμφέρει να εκφραστεί (…) β) Ο καλλιτέχνης μπορεί  να εκφράζει όχι τον εαυτό του, όπως είναι, μα τον εαυτό του, όπως τον νομίζει, πώς είναι· δηλαδή την ιδέα που έχει για τον εαυτό του. Αν άξαφνα ο Αλή πασάς έγραφε ποιήματα, θα υμνούσε τη θεά δικαιοσύνη, γιατί χε την ιδέα, πως είναι δίκιος. Στην περίπτωση αυτή θα ίσχυε αλλιώς το αξίωμα: «ό,τι η ιδέα του ανθρώπου για τον εαυτό του, τέτιο είναι και το έργο του». Δηλαδή το αξίωμα αχρηστεύεται.
               Μα κάθε άνθρωπος είναι σύνθεση της ατομικής του ιδιοσυστασίας και του περιβάλλοντος· του υποκειμένου και του αντικειμένου, του Εγώ και του Συ. Η ατομικότητα μονάχη δεν είναι, λέγει ο Ντυρκέμ, ο «αποχρών λόγος» των ατομικών πράξεων. Η ατομικότητα εκφράζει με ιδιοτυπία το διανοητικό και συναισθηματικό περιεχόμενο της ομαδικής ζωής. Επομένως κι ο καλλιτέχνης εκφράζει, θέλει δεν θέλει, μέσα στο έργο του είτε κατά τρόπο καταφατικό είτε κατά τρόπον αρνητικό τα έξω απ’ αυτόν κοινωνικά προστάγματα. Π.χ. αν ο Σολωμός μέσα στα ποιήματά του παρουσιάζεται υμνητής  του ιδεαλιστικού έρωτα αυτό δεν θα πει, πως η βαθύτερη φύση του έκλινε σ’ αυτήν την φυσιολογική εκτροπή, μα πως ο ιδεαλισμός είτανε ο κυρίαρχος τρόπος της σκέψης και του συναισθήματος και της καλαισθησίας εκείνου του καιρού. Ο Σολωμός δηλαδή δεν ύμνησε τον καλύτερο έρωτα από δική του προτίμηση, μα υπακούοντας στην τότε φιλοσοφική και αισθητική μόδα.
               Όταν λοιπόν νοήσουμε τον άνθρωπο σύνθετο μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν μπορούμε να εφαρμόζουμε το αξίωμα, που είπαμε, γιατί δεν μένει τίποτες άλλο στο άτομο παρά μονάχα η ικανότητα να εκφράζει καλαισθητικά την εποχή του βάζοντας στο έργο του την ατομική του  σφραγίδα –κάνοντας έργο προσωπικό. Μα τότες το αξίωμα πρέπει να διατυπωθεί έτσι: «κάθε έργο με τάλαντο είναι έργο που δεν μοιάζει με τα άλλα της ίδιας σχολής». Επειδή όμως κανένας άνθρωπος  δεν μπορεί να ξεφύγει τη μοίρα του περιβάλλοντός του, οι θιασώτες της υπερφυσικής και υπερλογικής καταγωγής  της Τέχνης πιστεύουνε, πως ακριβώς οι μεγάλοι δημιουργοί βγαίνουν από το περιβάλλον τους, δηλαδή από τον κόσμο της αναγκαιότητας και πηδούνε σαν ελικόπτερα στον κόσμο της απόλυτης ελευθερίας!
               Οσοι υποστηρίζουνε την αντιστοιχία ανάμεσα στον άνθρωπο και στο έργο του θέλουνε προ πάντων να υποστηρίζουνε, πως ένα έργο καλαισθητικά τέλειο δεν μπορεί να προέρχεται από ψυχή ηθικά ατελή. ‘Ητοι η καλλιτεχνική ενέργεια ανάγεται στην ηθική ικανότητα του  ανθρώπου. Π.χ. το έργο του Βιγιόν δε μπορεί να είναι μέγα, γιατί ο ποιητής του είτανε του σκοινιού  και του παλουκιού (…)
               Εμείς ωστόσο δεν πρέπει να  είμαστε θύματα του ίδιου a priori τυπικού  ορθολογισμού. Πρέπει να ξέρουμε, πως η καλλιτεχνική δημιουργία είναι μια ξέχωρη ικανότητα της ψυχής καθώς και του ματιού, του αφτιού και του χεριού. Δεν προϋποθέτει καθόλου την ισοδύναμη ανάπτυξη όλων των άλλων ψυχικών και σωματικών ικανοτήτων. ¨Ολες βέβαια μπαίνουνε σε ενέργεια την ώρα της δημιουργίας, μα η συμβολή τους στο καλό ή κακό αποτέλεσμα δεν εξαρτάται από την τελειότητά τους. Ανήθικοι, τρελοί, ανώμαλοι τύποι μπορεί να είναι μέγιστοι καλλιτέχνες (πολλοί υποστηρίξανε, πως η μεγαλοφυία είναι μια μορφή τρέλας) όπως μπορεί οι πιο ισόρροποι, ηθικοί και κανονικοί τύποι να ναι γελοίοι καλλιτέχνες –ή επιστήμονες, ή πολιτικοί, ή στρατηγοί ή ό,τι άλλο θέλετε. Σ’ αυτά τα ζητήματα  το αποτέλεσμα μονάχα λογαριάζεται. Άλλωστε, όταν ο καλλιτέχνης δημιουργεί ένα έργο ωραίο, το δημιουργεί με τα καλύτερά του στοιχεία. Την ώρα εκείνη είναι τέλειος. Μόνο ο πρόστυχος  άνθρωπος, που εξυπηρετεί πρόστυχους σκοπούς, δε θα κάνει ποτές καλλιτέχνημα ηθικό»
                ( Κ. Βάρναλη, Αισθητικά-Κριτικά, τ. α. σελ. 76-78 εκδ. Κέδρος, 1981)  

Σκάνδαλο





Με τίτλους όπως «το σκάνδαλο των σκανδάλων», που «θα ταράξει συθέμελα το πολιτικό σύστημα», εγκαινιάζει η κυβέρνηση έναν ακόμη γύρο σκανδαλολογίας, αυτήν τη φορά με την υπόθεση της φαρμακοβιομηχανίας «Novartis» που πάει στη Βουλή. Με δεδομένο ότι στη δικογραφία εμπλέκονται μια σειρά από κορυφαία στελέχη των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, είναι βέβαιο ότι ο καβγάς με τον ΣΥΡΙΖΑ, στο πλαίσιο του μεταξύ τους ανταγωνισμού για το ποιος υπηρετεί καλύτερα την «κάθαρση» και τη «διαφάνεια», θα λειτουργήσει εντελώς αποπροσανατολιστικά για το λαό τους επόμενους μήνες. Γι' αυτό χρειάζεται, πίσω από τις κραυγές και τους κάλπικους διαχωρισμούς, να αναδειχτεί το πραγματικό σκάνδαλο. Κι αυτό δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι μια χούφτα μονοπώλια κρατάνε στα χέρια τους και χρησιμοποιούν με στόχο το κέρδος την έρευνα, την παραγωγή και διακίνηση φαρμάκων από τα οποία εξαρτάται η υγεία, ακόμα και η ζωή εκατομμυρίων ασθενών. Οτι σ' αυτό το σάπιο σύστημα το φάρμακο είναι κερδοφόρο εμπόρευμα και στη βάση αυτή αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε μονοπώλια, για την επικράτηση στην αγορά, την απόσπαση του μεγαλύτερου δυνατού κέρδους. Οτι συνήθως τέτοιες αποκαλύψεις για χρηματισμούς και «αθέμιτες πρακτικές» στον ανταγωνισμό είναι αποτέλεσμα του επιχειρηματικού πολέμου, όπου ο ένας ανταγωνιστής βγάζει τα άπλυτα του άλλου στη φόρα, που τον περιμένει στη γωνία για να κάνει το ίδιο. Και τέλος ότι το αστικό κράτος, ανεξάρτητα από κυβέρνηση και «νόμους για τη διαφάνεια», είναι «νύχι - κρέας» με τα μονοπώλια και στη βάση αυτή αναπτύσσονται με νόμιμα και λιγότερο νόμιμα μέσα η διαπλοκή, η διαφθορά και πάει λέγοντας.

Σεμινάρια συστράτευσης στην απάτη της «δίκαιης ανάπτυξης»


Ως σεμινάριο καλλιέργειας αυταπατών για τη «δίκαιη» διαχείριση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και αθώωσης του συστήματος μπορούν να χαρακτηριστούν οι παρεμβάσεις κυβερνητικών στελεχών στην «αναπτυξιακή» φιέστα της κυβέρνησης, που ολοκληρώθηκε χτες στην Πάτρα. Τι φταίει κατά την κυβέρνηση για την κακοδαιμονία του λαού; Ο Γ. Δραγασάκης εντόπισε ως αιτία τον «κρατικοδίαιτο πελατειακό καπιταλισμό», που βασίστηκε στη «διαπλοκή των οικονομικών συμφερόντων με το κράτος και το πολιτικό σύστημα»... Οι μύδροι του αντιπροέδρου της κυβέρνησης ενάντια στο «κρατικοδίαιτο μοντέλο» είναι χιλιοειπωμένα παραμύθια. Η κυβέρνηση προσπαθεί, όπως και οι προκάτοχοί της, να κρύψει ότι δεν υπάρχουν καπιταλιστικές επενδύσεις δίχως την άμεση και έμμεση στήριξη από το αστικό κράτος. Το κράτος είναι αυτό που προσφέρει το αντεργατικό νομικό πλέγμα, για να διατηρείται στον πάτο η τιμή της εργατικής δύναμης. Προσφέρει επίσης άμεση και έμμεση χρηματοδότηση, φοροαπαλλαγές, επιδοτήσεις ασφαλιστικών εισφορών και κάθε μορφής «πόρους» για να έχουν «κίνητρα» οι επενδυτές. Επίσης, τα συνθήματα περί κρατικοδίαιτου καπιταλισμού δεν είναι καθόλου πρωτότυπα, έχουν ειπωθεί χιλιάδες φορές από κυβερνήσεις που ευαγγελίζονταν την «αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης». Είναι βεβαίως συνθήματα που αξιοποιήθηκαν για το «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» ανάμεσα σε επιχειρηματικούς ομίλους και για το ξαναμοίρασμα της επιχειρηματικής πίτας...
***
Αλλωστε, στο ίδιο συνέδριο που ο Γ. Δραγασάκης ανακοίνωνε το... τέλος του «κρατικοδίαιτου καπιταλισμού», παρέμβαση έκανε και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας Αλ. Χαρίτσης, καταθέτοντας στοιχεία που προκαλούν ζάλη. Είπε ο τελευταίος: «Κινηθήκαμε άμεσα για τη διοχέτευση ουσιαστικής ρευστότητας στην οικονομία και χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και των επενδύσεων (...) Η Ελλάδα βρέθηκε για τρίτη συνεχόμενη χρονιά στην κορυφή της Ευρώπης στον τομέα της απορρόφησης, αφού έφερε 11 δισ. ευρώ (...) Οι συμφωνίες που έχουμε συνάψει με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων έφεραν στην ελληνική οικονομία άλλα 2,5 δισ. ευρώ το 2017 (...) Συνολικά περισσότερα από 8 δισ. ευρώ έπεσαν στην οικονομία από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (...) Εχουμε δρομολογήσει με την ΕΤΕπ μια σειρά έργων ύψους 7 δισ. ευρώ»... Ολα αυτά τα εκατομμύρια φεύγουν με πολύμορφες παρεμβάσεις από την τσέπη των εργαζομένων και καταλήγουν σε μονοπωλιακούς ομίλους, χρηματοδοτώντας τις επενδύσεις τους με κρατικό χρήμα.
***
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ισχυρίζεται ότι ένας «υγιής» καπιταλισμός, σαν αυτόν που υπερασπίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι απαλλαγμένος από διαφθορά και σκάνδαλα, σαν εκείνα που αποκαλύπτονται αυτές τις μέρες. Τι προσπαθεί να κρύψει; Οτι τέτοια φαινόμενα είναι σύμφυτα με το σύστημα, αποτελούν το απαραίτητο συνοδευτικό στο κυνήγι του καπιταλιστικού κέρδους. Οτι η «διαπλοκή» αστικών κυβερνήσεων και κομμάτων με το κεφάλαιο είναι αγιάτρευτο σύμπτωμα μιας οικονομίας που λειτουργεί με κριτήριο την ανταγωνιστικότητα, το ποιο μονοπώλιο θα κυριαρχήσει έναντι των ανταγωνιστών του. Γι' αυτό, το σύστημα συνέχεια αναδίδει την μπόχα του, ανεξάρτητα από το ποιοι κυβερνούν. Επίσης, με τις αναφορές του στις εξελίξεις στα Βαλκάνια και τη θέση της Ελλάδας, ο Γ. Δραγασάκης έκανε σαφή έναν ακόμα στόχο της ελληνικής αστικής τάξης: «Η Ελλάδα περνώντας στη νέα φάση - είπε - με δυναμισμό και αισιοδοξία μπορεί να διεκδικήσει ένα νέο ρόλο στα Βαλκάνια, στην ευρύτερη περιοχή και διεθνώς». Και συμπλήρωσε ότι σχέδιο για τα Βαλκάνια έχουν πολλές χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Τουρκία και η Αλβανία. Σε αυτό το φόντο, σημείωσε την ανάγκη να έχει και η Ελλάδα το δικό της σχέδιο, κάτι που επιβεβαιώνει και τους λόγους που η κυβέρνηση βιάζεται για την «ευρωατλαντική ολοκλήρωση» της περιοχής, με κρίκο και τη συμφωνία που επιδιώκεται για το όνομα της ΠΓΔΜ.
***
Την αλλαγή του «κλίματος» έναντι της Ελλάδας από τις αγορές επιστράτευσε ο Ευ. Τσακαλώτος, αναφερόμενος στον τελευταίο χρόνο που η κυβέρνηση επιθετικά προώθησε την υλοποίηση του μνημονίου για να μπει η χώρα σε «τροχιά ανάπτυξης». Βεβαίως, τόσο από τον υπουργό Οικονομικών όσο και απ' όλα τα κυβερνητικά στελέχη έλειψε κάθε αναφορά στις απώλειες που επέβαλαν η σημερινή και οι προηγούμενες κυβερνήσεις στους εργαζόμενους τα χρόνια της κρίσης, αφού όλα τα δικαιώματα που έχασαν θεωρούνται από την κυβέρνηση και το κεφάλαιο «περασμένα - ξεχασμένα» ή «παθογένειες» που πρέπει να μείνουν στην ιστορία. Με λίγα λόγια, οι υπουργοί της συγκυβέρνησης αποτύπωσαν με τις παρεμβάσεις τους όλο τον στρατηγικό σχεδιασμό της αστικής τάξης για την ανάκαμψη της κερδοφορίας της: Και τη «γεωστρατηγική αναβάθμιση», και τα επιχειρηματικά κίνητρα, και το απαραίτητο ξεκαθάρισμα, και την προώθηση όλων των αναδιαρθρώσεων.
***
Φυσικά, δεν θα μπορούσε να λείπει η σοσιαλδημοκρατική «πινελιά», σαν αυτή που έβαλε ο Αλ. Φλαμπουράρης, απογειώνοντας την κοροϊδία σε βάρος των εργαζομένων. Ούτε λίγο ούτε πολύ, είπε ότι τα μέτρα που προωθεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ εντάσσονται στο «σοσιαλιστικό μετασχηματισμό» της κοινωνίας. Ως μέρος αυτού του «μετασχηματισμού» (που μάλλον δεν έχουν πάρει χαμπάρι ακόμα στην ΕΕ, στο ΔΝΤ και στα αστικά επιτελεία), ο Φλαμπουράρης παρουσίασε τα επιδόματα διαχείρισης της ακραίας φτώχειας, που ανακατεύουν την εξαθλίωση, αντί για μέτρα ουσιαστικής προστασίας και Πρόνοιας. Αυτόν το μηχανισμό, με τον οποίο η κυβέρνηση παίρνει από τους φτωχούς για να δώσει ένα ξεροκόμματο στους φτωχότερους, ο υπουργός Επικρατείας τον παρουσίασε ως «αναδιανομή» και ως ...βήμα προς το σοσιαλισμό, επιβεβαιώνοντας ότι σκοπός της κυβέρνησης είναι, από τη μία, να συντηρεί κάθε είδους αυταπάτες και, από την άλλη, να κρατά εξαρτημένο ένα τμήμα των εξαθλιωμένων από επιδόματα φτώχειας, την ίδια στιγμή που στο κεφάλαιο παρέχει πακτωλό δισεκατομμυρίων ευρώ.

Ευρωατλαντικό «πατρόν»


Η δημοσιοποίηση της πρότασης Νίμιτς επιβεβαιώνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι το πλαίσιο και το χρονοδιάγραμμα της διαπραγμάτευσης για το Σκοπιανό τίθενται από τους επικίνδυνους σχεδιασμούς ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ στην περιοχή της Βαλκανικής. Σε αυτούς τους σχεδιασμούς, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ έχει αναβαθμισμένο ρόλο, προσδοκώντας νέες «ευκαιρίες» και οφέλη για την ελληνική αστική τάξη, όχι για το λαό.
Αλλωστε, σε Ελλάδα και ΠΓΔΜ κανείς δεν το κρύβει ότι το «επείγον» της «ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης», ανταγωνιστικά προς τα σχέδια της Ρωσίας να διατηρήσει και να επεκτείνει την επιρροή της στα Βαλκάνια, είναι που θέτει στο τραπέζι με τόσο επιτακτικό τρόπο τη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων ανάμεσα στις δυο χώρες.
Απ' αυτήν τη σκοπιά, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ακόμα και στο ονοματολογικό, ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ συνδέει άμεσα τις αλλαγές που καλούνται να κάνουν τα Σκόπια με τα διάφορα στάδια ένταξής τους στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, ενώ επαφίεται στην καλή προαίρεση της ΠΓΔΜ να αποφασίσει αν και ποιες αλλαγές θα κάνει στο Σύνταγμά της, που τροφοδοτεί τον αλυτρωτισμό. Είναι εξόφθαλμο, επομένως, ότι το σχέδιο Νίμιτς είναι κομμένο και ραμμένο με ευρωατλαντικό «πατρόν» και δεν χωράει καμιά συζήτηση.
Από την άλλη, η πρόταση που ετοιμάζει η ελληνική κυβέρνηση με τη μορφή «συμφώνου» για το Σκοπιανό, έχει για προμετωπίδα τις εγγυήσεις ότι η Ελλάδα θα διευκολύνει την ένταξη των Σκοπίων σε ΝΑΤΟ και ΕΕ. Με αυτόν τον τρόπο, η «ευρωατλαντική ολοκλήρωση» των Βαλκανίων και επομένως οι σχεδιασμοί ΝΑΤΟ - ΕΕ αναγορεύονται σε κυρίαρχους παράγοντες και καθοριστικό κριτήριο στη διαπραγμάτευση με την ΠΓΔΜ.
Βέβαια, οι σχεδιασμοί αυτοί δεν ξεκινάνε τώρα. Επεκτείνονται πολύ πίσω στο παρελθόν, όταν η ΕΕ αποφάσιζε τη διάλυση της πρώην ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και με την ιμπεριαλιστική επέμβαση του ΝΑΤΟ χαράσσονταν ξανά τα σύνορα στη Βαλκανική. Συνέχεια στις σημερινές συνθήκες είναι η επιτάχυνση της «ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης», με αναβαθμισμένο ρόλο της Ελλάδας.
Με άλλα λόγια, οι μακελάρηδες των Βαλκανίων, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ, παρουσιάζονται σήμερα ως «εγγυητές» τάχα της σταθερότητας και της ειρήνης στην περιοχή, ενώ και η Ελλάδα προσαρμόζει το ρόλο της: Από ορμητήριο για τους ΝΑΤΟικούς βομβαρδισμούς το 1999, που επισφράγισαν το διαμελισμό της πρώην Γιουγκοσλαβίας, γίνεται ο «σημαιοφόρος» της ένταξης των κρατών της Βαλκανικής στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ.
Μάλιστα, επειδή η διαδικασία επείγει και προκειμένου να μη χαθεί το «ορόσημο» της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούλη, η ελληνική κυβέρνηση, στο «σύμφωνο» που ετοιμάζει, εμφανίζεται να αναγνωρίζει την «αδυναμία» της κυβέρνησης Ζάεφ να διαμορφώσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία για αλλαγές στο Σύνταγμα, κουκουλώνοντας το ζήτημα του αλυτρωτισμού και περιορίζοντας την αντιπαράθεση στο θέμα του ονόματος. Μια τέτοια συμφωνία όχι μόνο δεν αποτελεί λύση, αλλά αντίθετα, όσο κι αν φορέσει «φιλειρηνική προβιά», αναπαράγει τους κινδύνους, δεν είναι προς όφελος του ελληνικού και των άλλων λαών της περιοχής.
Απάντηση στο σχέδιο Νίμιτς και τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες δεν αποτελούν τα εθνικιστικά και αλυτρωτικά συνθήματα, όπως αυτά που ακούστηκαν στα πρόσφατα συλλαλητήρια, «Η Μακεδονία είναι ελληνική», «Η Μακεδονία είναι μία και είναι Ελλάδα», την ίδια ώρα μάλιστα που δεν ειπώθηκε λέξη ενάντια στους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς.
Στην πραγματικότητα, αυτά τα συνθήματα εκφράζουν αλυτρωτισμό, αφού στην ουσία αμφισβητούν το γεγονός ότι η γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας, με βάση τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, «μοιράστηκε» σε τρία κράτη (Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία). «Ανοίγουν» έτσι την Κερκόπορτα της αμφισβήτησης συνόρων, σε συνθήκες μάλιστα που ανοίγει η συζήτηση για αναθεώρηση της Λοζάνης από την Τουρκία, «βούτυρο στο ψωμί» των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών.
Πολύ περισσότερο που στα θολά νερά του εθνικισμού ψαρεύουν πολιτικές δυνάμεις από τη ΝΔ, που υπερθεματίζει των ευρωατλαντικών σχεδίων, κάνοντας κριτική στην κυβέρνηση για ανικανότητα, μέχρι φασιστικές δυνάμεις, όπως η εγκληματική Χρυσή Αυγή.
Υπάρχει δραματική πείρα και μάλιστα μπόλικη στα Βαλκάνια, για το πού οδήγησαν οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί και ανταγωνισμοί, η εμπλοκή της Ελλάδας για λογαριασμό του κεφαλαίου, πού οδήγησε η ενίσχυση του αλυτρωτισμού και του εθνικισμού. Αυτή η πείρα πρέπει να αξιοποιηθεί για να δυναμώσει ο αγώνας ενάντια στα ιμπεριαλιστικά σχέδια ΝΑΤΟ - ΕΕ και τη συμμετοχή της χώρας για λογαριασμό της αστικής τάξης, να δυναμώσει η διεθνιστική αλληλεγγύη.

TOP READ