23 Αυγ 2019

Ύμνοι και κολακείες για την «εταιρική κοινωνική ευθύνη»

 


  Πηγή: Eurokinissi

Σε αποθέωση της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας», αλλά και της περιβόητης «εταιρικής κοινωνικής ευθύνης» που αθωώνει τη δράση του κεφαλαίου, εξελίχθηκε η επίσκεψη του πρωθυπουργού, Κυρ. Μητσοτάκη, στο Μάτι, στο οικόπεδο που έχουν εναποτεθεί τα καμένα δέντρα που υλοτομήθηκαν από την πυρόπληκτη περιοχή.

Ο Κυρ. Μητσοτάκης καυχήθηκε πως το οικόπεδο που είχε μετατραπεί σε εστία μόλυνσης, καθαρίστηκε μέσα σε ένα μήνα «δίχως να επιβαρυνθεί το ελληνικό δημόσιο ούτε ένα ευρώ» από μεγάλες κατασκευστικές εταιρείες  που ανέλαβαν το έργο του θρυμματισμού, της μεταφοράς και της αξιοποίησης της καύσιμης ύλης στην τσιμεντοβιομηχανία, «στα πλαίσια των δράσεων της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης». Αντιθέτως, η σύμβαση της προηγούμενης κυβέρνησης δεν ήταν δωρεάν και δεν προέβλεπε τη μεταφορά των καμένων δέντρων από το οικόπεδο, όπως είπε. Επίσης, δεσμεύτηκε πως «με τον ίδιο τρόπο» θα απομακρυνθεί η υπόλοιπη καύσιμη ύλη που θα μαζευτεί.


Φυσικά, η «εταιρική κοινωνική ευθύνη» για τα καμένα που επιδεικνύουν οι επιχειρηματικοί όμιλοι, μόνο ως ειρωνεία μπορεί να εκληφθεί, αν σκεφτούμε τις ευθύνες του κατασκευαστικού κεφαλαίου συνολικά και των μεγαλοεργολάβων για την παράδοση ολόκληρων περιοχών στο έλεος των εμπρηστών. 

Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, σε ένα χρόνο θα είναι έτοιμο το νέο χωροταξικό σχέδιο της πυρόπληκτης περιοχής, ενώ για την ανασυγκρότηση της δήλωσε πως «προχωράμε στη σύσταση μιας Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας με τη συμμετοχή των δήμων, της Περιφέρειας, αλλά κυρίως της Κοινωνίας των Πολιτών, ώστε να σηματοδοτήσουμε και με αυτό τον τρόπο ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης»!!!

Στον διάλογο που είχε με κατοίκους της περιοχής, επανέλαβε πως με τη λήξη της αντιπυρικής περιόδου θα γίνει επανασχεδιασμός της πολιτικής προστασίας και της δασικής πολιτικής για να υπάρχουν δράσεις πρόληψης. Ωστόσο, με αφορμή την φετινή αντιπυρική περίοδο, τόνισε πως «στέλνουμε ένα μήνυμα πως το κράτος μπορεί να λειτουργήσει με διαφορετικό τρόπο, με το ίδιο στελεχιακό δυναμικό, με τα ίδια κονδύλια (...), απλά τοποθετήσαμε τους κατάλληλους ανθρώπους στην κατάλληλη θέση και εμφυσήσαμε μια διαφορετική κουλτούρα λογοδοσίας, ταχύτητας, αποτελεσματικότητας», γεγονός που δεν δημιουργεί αισιοδοξία για καμιά ριζική τομή στον τομέα της δασοπροστασίας.

902.gr

Η πολιτική της ΕΕ για το περιβάλλον και οι μονοπωλιακοί ανταγωνισμοί


Τα τελευταία χρόνια οι «ανησυχίες» των ιμπεριαλιστικών ενώσεων, της ΕΕ, των κομμάτων του κεφαλαίου, των αστικών επιτελείων, ανάμεσά τους και οι ΜΚΟ, περιορίζονται μόνο στο ζήτημα της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Αυτή η επιλεκτική ανησυχία δεν είναι τυχαία. Γιατί αυτή είναι η ατζέντα που βάζουν μπροστά οι επιχειρηματικοί όμιλοι και από κοντά η ΕΕ και τα αστικά κόμματα με βάση τα συμφέροντά τους, τους σχεδιασμούς που έχουν ιεραρχήσει.
Γιατί εκτός από το ζήτημα της υπερθέρμανσης, το περιβάλλον δέχεται όλο και μεγαλύτερες καταστροφικές επιδράσεις από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Θα χρειαζόταν ολόκληρο βιβλίο για να καταγράψει κανείς τις περιβαλλοντικές «επιδόσεις» των μονοπωλίων και των πολιτικών τους εκφραστών, τον κατάλογο των περιβαλλοντικών εγκλημάτων του σύγχρονου καπιταλισμού σε βάρος του πλανήτη και των λαών που τον κατοικούν.
Φυσικές καταστροφές, εξάντληση φυσικών πόρων, καταστροφή δασών, επικίνδυνοι για την ανθρωπότητα γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί, πυρηνικά και τοξικά απόβλητα, επικίνδυνα διατροφικά προϊόντα, καταστροφή οικοσυστημάτων και ρύπανση φυσικών αποθεμάτων και ακόμη στρατιωτικές επεμβάσεις, πόλεμοι, θαλάσσια ρύπανση και καταστροφή θαλάσσιων οικοσυστημάτων, διασυνοριακή μεταφορά αέριων τοξικών ρύπων, απερήμωση και διάβρωση, τα φονικά μικροσωματίδια, η ηχορύπανση, οι ραδιενεργές και ηλεκτρομαγνητικές (κεραίες, υποσταθμοί, γραμμές υπερύψηλης τάσης) ακτινοβολίες, η ρύπανση και υφαλμύρωση των υπόγειων νερών, η νιτροποίηση εδαφών και νερών, οι τεράστιες φυσικές καταστροφές, τα βιομηχανικά ατυχήματα μεγάλης έκτασης, μαζί και το εργασιακό περιβάλλον, είναι μερικά από τα αποτελέσματα του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης.

Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό, παρά την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνικής που επιτρέπουν αποτελεσματικά μέτρα προστασίας της φύσης, γίνεται με κίνητρο το επιχειρηματικό καπιταλιστικό κέρδος, στο οποίο θυσιάζεται η μακρόχρονη πρόβλεψη, ακόμη και η βραχυπρόθεσμη όταν το ποσοστό κέρδους το απαιτεί, των αρνητικών συνεπειών, φυσικών και κοινωνικών.
Στις συνθήκες της μεγάλης παραγωγής, με τις τεράστιες δυνατότητες των πολύ αναπτυγμένων τεχνολογικά μέσων παραγωγής, το ανελέητο κυνήγι του κέρδους από τα μονοπώλια προκαλεί τεράστιες καταστροφές στον πλανήτη, καταλήστευση των φυσικών πόρων. Παρά τα τεράστια επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα, το ένα τρίτο του πλανήτη είναι καταδικασμένο να λιμοκτονεί, να ζει (όσοι επιβιώνουν) σε άθλιες συνθήκες.
Κροκοδείλια δάκρυα για το περιβάλλον
Η ΕΕ και οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών δίνουν συχνά όρκους πίστης για έναν «βιώσιμο πλανήτη» και εξαγγέλλουν μέτρα για τη «σωτηρία» του. Την ίδια ώρα, η ΕΕ και τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, που τάχα κόπτονται για τη διάσωση του περιβάλλοντος, πολλαπλασιάζουν τις πολεμικές δαπάνες και βομβαρδίζουν όπου Γης για τα συμφέροντά τους, μακελεύοντας λαούς και προκαλώντας ανεπανόρθωτη καταστροφή στο περιβάλλον.

Τα κροκοδείλια δάκρυά τους αποκαλύπτονται στους πετσοκομμένους προϋπολογισμούς και στην αντίληψη «κόστους - οφέλους» σε βάρος των λαϊκών αναγκών, που θεωρεί «μη επιλέξιμα» τα αντιπλημμυρικά, αντισεισμικά, αντιπυρικά έργα στη δασοπυρόσβεση και τη δασοπροστασία και πολλά άλλα, με ολέθριες συνέπειες, όπως είδαμε με τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι και τις θανατηφόρες πλημμύρες στη Μάνδρα, στην Κρήτη και αλλού.
Το ερώτημα επομένως που τίθεται είναι: Οι πολιτικές της ΕΕ και των αστικών κυβερνήσεων στοχεύουν στην προστασία του περιβάλλοντος ή στην πραγματικότητα στοχεύουν στην ενίσχυση των καπιταλιστικών επενδύσεων, ώστε το κεφάλαιο να βγάλει κέρδος και απ' τα προβλήματα που το ίδιο προκαλεί;
Από το 1973, η Επιτροπή εκδίδει πολυετή προγράμματα δράσης για το περιβάλλον (EAP) που καθορίζουν μελλοντικές νομοθετικές προτάσεις και στόχους για την περιβαλλοντική πολιτική της ΕΕ.
Το 2013, το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο ενέκριναν το 7ο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον για το διάστημα μέχρι το 2020, υπό τον τίτλο «Ευημερία εντός των ορίων του πλανήτη μας», ένας από τους βασικούς στόχους του οποίου είναι η λεγόμενη «βιώσιμη ανάπτυξη», δηλαδή το πώς η «αποδοτική χρήση των πόρων» θα φέρει κέρδη στους επιχειρηματικούς ομίλους.
Στη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το Δεκέμβρη του 2015, συμφωνήθηκε ο περιορισμός της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη σε επίπεδα πολύ κατώτερα των 2 βαθμών Κελσίου πάνω από τα επίπεδα της προβιομηχανικής εποχής. Είναι η γνωστή Συμφωνία του Παρισιού.
Η ΕΕ μάλιστα έχει δεσμευτεί να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου τουλάχιστον κατά 40% κάτω από τα επίπεδα του 1990 έως το 2030, προσδιορίζοντας παράλληλα την ενεργειακή απόδοση κατά 27% και αυξάνοντας το ποσοστό της χρήσης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο 27% της τελικής κατανάλωσης. Το πλάνο αυτό εμφανίζεται ως το σημείο καμπής για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Η Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα
Η Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, προϊόν προσωρινών συμβιβασμών, όπως απέδειξε η στάση της κυβέρνησης των ΗΠΑ, ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικά κέντρα και ισχυρές καπιταλιστικές χώρες, ούτε θέλει ούτε μπορεί στην πραγματικότητα να αντιμετωπίσει τα οξυμένα περιβαλλοντικά προβλήματα που προκαλεί ο καπιταλιστικός τρόπος ανάπτυξης, αφού αντιμετωπίζει το περιβάλλον ως μέσο αύξησης της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων, λεηλατεί τους φυσικούς πόρους, ενώ επιδρά καταστροφικά όχι μόνο με την ανεξέλεγκτη άντλησή τους, αλλά και με τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους σε όλο τον πλανήτη.
Οι «πράσινες» τεχνολογίες και η λεγόμενη «πράσινη οικονομία», που προωθούνται στο όνομα της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, αποσκοπούν στο να ανοίξουν νέα επενδυτικά πεδία στα μονοπώλια με μεγάλα και γρήγορα κέρδη.
Στο επίκεντρο των ευρωενωσιακών επιδιώξεων βρίσκεται η επικράτηση των ομίλων της στον ανταγωνισμό των ΗΠΑ - Κίνας - Ρωσίας, ιδίως στο πεδίο της λεγόμενης «πράσινης ανάπτυξης» και των «ανανεώσιμων πηγών ενέργειας», όπου η ΕΕ έχει σχετικό πλεονέκτημα, έχοντας αναπτύξει τέτοιες τεχνολογίες. Είναι χαρακτηριστικά και τα φιλόδοξα σχέδια σε αυτήν την κατεύθυνση που θέτουν ισχυρά μονοπώλια (Κίνας, Γερμανίας κ.λπ.) στην αυτοκινητοβιομηχανία, για την ευρεία παραγωγή ηλεκτροκίνητων οχημάτων.
Σημαντική πτυχή της Συμφωνίας του Παρισιού είναι και η πρόβλεψη για τη χρηματοδότηση των φτωχών, λιγότερο αναπτυγμένων χωρών, σε Αφρική, Ασία κ.α., για να ανταποκριθούν δήθεν στους στόχους που μπαίνουν. Δεν είναι παρά ένα ακόμη μέσο διείσδυσης των μεγάλων ομίλων σε νέες αγορές, για τον αυστηρότερο έλεγχο και τη μεγαλύτερη λεηλασία των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των λαών τους.
Παράλληλα, στόχος της ΕΕ και των κυβερνήσεων για την επένδυση στον τομέα των ΑΠΕ και στη λεγόμενη «πράσινη οικονομία» είναι και η λεγόμενη «ενεργειακή ασφάλεια», καθώς επιδιώκουν την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ενεργειακή απεξάρτηση από άλλες δυνάμεις, όπως είναι η Ρωσία, με φόντο τους εντεινόμενους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς.
Οι δυσκολίες όμως που καταγράφονται στην ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας και οι ανταγωνισμοί που εντείνονται οδήγησαν ορισμένα ιμπεριαλιστικά κέντρα να εναντιώνονται για τα δικά τους συμφέροντα σε δήθεν «πράσινες πολιτικές» άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Π.χ. οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν από τη Συμφωνία του Παρισιού.
Οι οξύτατοι οικονομικοί ανταγωνισμοί αποκαλύπτονται και από το γεγονός ότι και μέσα στις ΗΠΑ διάφορες πολιτείες και συγκεκριμένες μεγάλες εταιρείες είχαν εκφράσει τη σοβαρή αντίρρησή τους στη σχετική προαναγγελία του Τραμπ, όχι γιατί τους πήρε ο πόνος για το περιβάλλον, αλλά γιατί, όπως λένε, μπορούν να επωφεληθούν μακροπρόθεσμα από το συγκριτικά χαμηλότερο κόστος των ΑΠΕ.

Το «Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών»
Ως βασικός μηχανισμός για την καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη στην ΕΕ παρουσιάζεται το «Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών», γνωστό ως ΣΕΔΕ. Τέτοια «συστήματα εμπορίου ρύπων» σε παγκόσμιο επίπεδο έχει στο επίκεντρό της και η Συμφωνία του Παρισιού.
Τι είναι το ΣΕΔΕ; Είναι ένα πραγματικό «χρηματιστήριο εκπομπών ρύπων». Βιομηχανίες και κλάδοι που εκπέμπουν αέρια θερμοκηπίου χαμηλότερα από το πλαφόν που τους έχει τεθεί μπορούν να πωλούν, για την ποσότητα που δεν κάλυψαν, «δικαιώματα ρύπανσης» αποκτώντας πρόσθετα κέρδη.
Από την άλλη μεριά, επιχειρηματικοί όμιλοι με ενεργοβόρες εγκαταστάσεις μπορούν να αγοράσουν το «περίσσευμα» αυτό αποκτώντας το «δικαίωμα» να ρυπαίνουν κατά το δοκούν. Το λογαριασμό βέβαια πληρώνουν τα λαϊκά νοικοκυριά, στα οποία οι όμιλοι μετακυλούν το κόστος. Αυτός ο μηχανισμός επικερδούς αγοραπωλησίας της ίδιας της ρύπανσης όχι απλώς δεν προστατεύει, αλλά αποδεδειγμένα έχει εντείνει την υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
Πέρα από το ζήτημα ότι στο όνομα της αντιμετώπισης της υπερθέρμανσης του πλανήτη ανοίγει ένα κερδοφόρο πεδίο επιχειρηματικής δράσης στον τομέα της λεγόμενης «πράσινης οικονομίας», όπως προαναφέρθηκε, ένα άλλο ενδεικτικό στοιχείο είναι ότι - όπως η ίδια η ΕΕ ομολογεί - λαμβάνει ως κριτήριο «το κόστος της ανάληψης δράσης σε σύγκριση με το κόστος της αδράνειας», με βάση τη γνωστή πολιτική της περί «κόστους - οφέλους».
Η προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας είναι μία δευτερεύουσα πλευρά... Χαρακτηριστικό ακόμη των κινήτρων ΕΕ και αστικών κυβερνήσεων γι' αυτήν τη στρατηγική, είναι ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν βλέπουν με κακό μάτι κάποιες μεταβολές που θα φέρει η υπερθέρμανση του πλανήτη, όπως το λιώσιμο των «αιώνιων» πάγων στην Αρκτική, δεδομένου ότι μαζί με τους θυελλώδεις χειμώνες και τα καυτά καλοκαίρια θα μπορούσε να προσφέρει και νέους δρόμους εμπορίου, ακόμη και νέα εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα υδρογονανθράκων.
Ταυτόχρονα, τμήματα του κεφαλαίου μπορεί και να προσβλέπουν ως επιχειρηματική ευκαιρία ορισμένες από τις προβλεπόμενες συνέπειες (π.χ. η άνοδος της στάθμης της θάλασσας θα αναγκάσει παράκτιες πόλεις να δώσουν πολλή δουλειά στον κατασκευαστικό τομέα, είτε για μεταφορά τμημάτων τους σε υψηλότερα εδάφη είτε για αντιπλημμυρικά μέτρα στο θαλάσσιο μέτωπο).
Θα ρωτήσει κάποιος: Δεν πρέπει να μειωθούν οι ρύποι; Η μείωση των εκπομπών ρύπων που επιδρούν αρνητικά στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον είναι αναγκαία. Για να επιτευχθεί απαιτείται να λαμβάνονται μέτρα εγγενούς ασφάλειας, δηλαδή πρόληψης του κινδύνου στην πηγή, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που δίνει η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας.
Τέτοια μέτρα όμως είναι αδύνατο να εφαρμοστούν στο πλαίσιο του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης και της ελεύθερης αγοράς, όπου το κριτήριο που κυριαρχεί για όλα τα παραπάνω είναι η μακρόχρονη διασφάλιση της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων και όχι η προστασία της υγείας των εργαζομένων και του περιβάλλοντος, που έρχεται σε δεύτερο και τρίτο πλάνο.
Μπορεί αυτός που προκαλεί το πρόβλημα να το λύσει;
Είναι τουλάχιστον πρόκληση οι πολιτικοί εκπρόσωποι των μονοπωλίων, ΕΕ και κυβερνήσεις, αυτοί που ανεβάζουν και κατεβάζουν τα όρια των εκπομπών ρύπων, της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, του εξασθενούς χρωμίου στο πόσιμο νερό ανάλογα με τα συμφέροντα των βιομηχανιών, να εμφανίζονται ως «προστάτες» του περιβάλλοντος.
Εκτός από τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ηλιακή, αιολική, υδροηλεκτρική), που μόνο στο πλαίσιο μιας οικονομίας σχεδιασμένης για να ικανοποιεί εργατικές - λαϊκές ανάγκες η αξιοποίησή τους θα μπορούσε να έχει πραγματικά θετικό για την προστασία του περιβάλλοντος αντίκτυπο, σήμερα, σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες, εμφανίζονται νέες τεχνολογικές δυνατότητες που δεν ολοκληρώνονται ή μένουν αναξιοποίητες, είτε λόγω αυξημένου κόστους είτε λόγω του ότι η έρευνα για το εάν είναι πραγματικά δυνατή και ασφαλής η εφαρμογή τους δεν συνεχίζεται, είτε και επειδή σχεδιάζεται οι νέες αυτές τεχνολογίες να αξιοποιηθούν σε ένα νέο γύρο ανταγωνισμών των μονοπωλίων.
Είναι προφανές (και αναμενόμενο) ότι και νέες επιστημονικά δυνατότητες, όταν κριτήριο είναι το κέρδος, αντιμετωπίζονται ως πεδία που τα κεφάλαια μπορεί να βρουν κερδοφόρα διέξοδο. Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής είναι δύσκολο να ξεχωρίσει και η επιστημονική αλήθεια.
Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι η πορεία των μέτρων αντιμετώπισης της υπερθέρμανσης του πλανήτη θα ήταν πολύ διαφορετική αν στον κόσμο κυριαρχούσε ο τρόπος παραγωγής που έχει στο επίκεντρο την ικανοποίηση των εργατικών - λαϊκών αναγκών και γι' αυτό εξορισμού πρέπει να φροντίζει για το περιβάλλον, ως θεμελιακό παράγοντα της ευημερίας των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων.

Οι κινητοποιήσεις για το περιβάλλον
Το τελευταίο διάστημα γνωρίζουν μεγάλη προβολή διάφορες κινητοποιήσεις που γίνονται για το περιβάλλον, κυρίως από νέους σε ηλικία ανθρώπους, που παίρνουν χαρακτηριστικά καμπάνιας για τους κινδύνους από την «κλιματική αλλαγή».
Οι κινητοποιήσεις αυτές πατάνε πάνω στη δίκαιη αγανάκτηση των λαϊκών στρωμάτων για την καταστροφή, τη ρύπανση και τη μόλυνση του περιβάλλοντος. Χρειάζεται, όμως, το περιεχόμενο και τα αιτήματά τους να βάζουν το μαχαίρι στην καρδιά του προβλήματος.
Μια πλευρά είναι ότι από τους διάφορους διοργανωτές, τα αιτήματα που προβάλλονται (π.χ. για δεσμευτικούς στόχους μείωσης εκπομπών έως το 2030) ταυτίζονται πλήρως με τους στόχους που βάζουν η ΕΕ και οι κυβερνήσεις της με βάση τις πολιτικές προτεραιότητες που προαναφέρθηκαν.
Πρέπει να προβληματίσει κάθε νέο άνθρωπο το ότι πάνω σε αυτό πατάνε οι κυβερνήσεις σε όλα τα κράτη - μέλη, που καπηλεύονται τη γνήσια αγωνία και ανησυχία των νέων ανθρώπων και παρουσιάζουν τις κινητοποιήσεις για το περιβάλλον ως «ισχυρή εντολή» να υλοποιήσουν τις καταστροφικές για το περιβάλλον πολιτικές τους.
Ενα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι ότι σε μεγάλο βαθμό, επιχειρείται στις κινητοποιήσεις αυτές να περάσει ως αντίληψη το ζήτημα της «ατομικής ευθύνης». Γιατί δεν κάνεις ανακύκλωση; Γιατί χρησιμοποιείς πλαστικές σακούλες; Γιατί εκτυπώνεις στο σχολείο και τη σχολή σου; Γιατί παίρνεις το αυτοκίνητό σου; Μέχρι και... γιατί τρως κρέας; Την ίδια αποπροσανατολιστική κατεύθυνση υπηρετεί και το σύνθημα για την «ευθύνη των γενεών», ότι δηλαδή φταίνε οι πατεράδες και οι μανάδες μας, οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας.
Πρόκειται για προκλητική επιχείρηση μετατόπισης της ευθύνης από τα μονοπώλια και τις κυβερνήσεις τους στον εργαζόμενο, στις εργατικές - λαϊκές οικογένειες, όταν, σύμφωνα με αστικές έρευνες, «100 εταιρείες αποτελούν την πηγή άνω του 70% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από το 1988». Αυτή είναι η πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί με την πολιτική της ΕΕ και των κυβερνήσεων.
Αλήθεια, αυτοί δεν είναι που αδειοδοτούν τη λειτουργία των βιομηχανιών, κλείνοντας τα μάτια στις καταγγελίες για τις καταστροφικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, βάζοντας τις σφραγίδες τους στις κατά παραγγελία μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων; Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της «ΑΓΕΤ Ηρακλής» στο Βόλο με την καύση των αποβλήτων.
Ενα ζήτημα που επίσης αποσιωπάται συνήθως και από τους κάθε λογής ακτιβιστές, είναι το ποιος πληρώνει τις «πράσινες οικονομίες» που προωθούνται στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος, με βάση την αρχή της ΕΕ «ο ρυπαίνων πληρώνει».
Τέλη για τις πλαστικές σακούλες με Οδηγίες της ΕΕ, φόροι στις εργατικές - λαϊκές οικογένειες για τις ΑΠΕ, όπως και στην Ελλάδα, αναγκαστική απόσυρση των παλιών αυτοκινήτων για να πιαστούν οι στόχοι της μείωσης των εκπομπών για τις φτωχές οικογένειες που δεν μπορούν να τα αντικαταστήσουν.
Και από την άλλη έχουμε φοροαπαλλαγές και μειώσεις στη φορολογία στους επιχειρηματικούς ομίλους και προκλητικούς πακτωλούς χρηματοδοτικών ενισχύσεων - χρήματα από όλα τα τέλη που προαναφέραμε και από τη γενικότερη φορολεηλασία των εργαζομένων - για να επενδύσουν στους κερδοφόρους τομείς της «πράσινης οικονομίας».
Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», η ΕΕ δικαιολογεί μέχρι και τη γενίκευση του χαρατσιού των διοδίων στην Ελλάδα, αποδεικνύοντας τελικά ότι ο εργαζόμενος πληρώνει πάντα το μάρμαρο.
Σε αυτό τον αποπροσανατολισμό των εργαζομένων σημαντικό ρόλο παίζουν και διάφορες ΜΚΟ, που με ευθύνη των ηγετικών τους ομάδων νοθεύουν το περιεχόμενο των αιτημάτων, αμβλύνουν το λόγο τους και, ανεξάρτητα από διακηρύξεις για την προστασία του περιβάλλοντος, συμπλέουν τελικά με τις στρατηγικές επιλογές του μεγάλου κεφαλαίου.
Αποδέχονται τη φιλοσοφία της αντιλαϊκής, βαθιά ταξικής αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει», πιέζουν για το παραπέρα χαράτσωμα των εργαζομένων μέσα από την προώθηση των περιβαλλοντικών φόρων, αποδέχονται, στο όνομα του «εφικτού», αντιπεριβαλλοντικές κατά βάση Συνθήκες (όπως η Συμφωνία του Παρισιού), αναγνωρίζουν χώρο φιλοπεριβαλλοντικής δράσης στο κεφάλαιο.
Μπροστά σε αυτόν τον αποπροσανατολισμό, αυξάνονται οι ευθύνες του εργατικού κινήματος για να μην αποκόπτονται ο αγώνας και κάθε διεκδίκηση που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος από τον πραγματικό πυρήνα του προβλήματος, τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης, τα μονοπώλια, τις ενώσεις τους, όπως η ΕΕ, και την εξουσία τους. Η προστασία του περιβάλλοντος είναι πρώτα απ' όλα υπόθεση των εργαζομένων, δεδομένου ότι αφορά την ίδια την επιβίωσή τους, την υγεία και τη ζωή τους.

Οι θέσεις του ΚΚΕ
Στον αντίποδα αυτής της πολιτικής, το ΚΚΕ προβάλλει τη θέση ότι η προστασία του περιβάλλοντος, προς όφελος του λαού, προϋποθέτει έναν ριζικά διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης.
Ο πλανήτης κινδυνεύει από την ίδια την καπιταλιστική ανάπτυξη ως σύνολο και γι' αυτό η αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος είναι αδύνατη κάτω από τις συνθήκες κυριαρχίας των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής.
Γι' αυτό και η προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας των εργαζομένων δεν μπορεί να αφεθεί στα χέρια των καπιταλιστών, αλλά να γίνει στοιχείο της πάλης του εργαζόμενου λαού για την εργατική εξουσία, την ανατροπή των μονοπωλίων και των ιμπεριαλιστικών ενώσεων που τα υπηρετούν.
Δεν ξεχνάμε ότι το δρόμο - και προς αυτήν την κατεύθυνση - τον έχει ήδη ανοίξει η νίκη της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Με την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής από την εργατική εξουσία, στο πλαίσιο μιας οικονομίας και κοινωνίας που είχαν στο επίκεντρό τους την ικανοποίηση των διευρυνόμενων λαϊκών αναγκών, εξασφάλισε μια σταθερή, συμβατή, συνειδητή, προγραμματισμένη και ισόρροπη επίδραση του εργαζόμενου ανθρώπου στη φύση, στο περιβάλλον, που στηριζόταν στην κοινωνική ιδιοκτησία όλων των φυσικών πόρων και των μέσων αξιοποίησής τους, στον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας, στην παραγωγή με κίνητρο τη λαϊκή ευημερία.
Μερικά παραδείγματα: Αμέσως μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης ψηφίστηκε από το 2ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, με πρόταση του Λένιν, το «Διάταγμα για τη γη» (26 Οκτώβρη 1917). Ακολούθησαν τα διατάγματα «Για τα δάση» (27 Μάη 1918), «Για τις θεραπευτικές περιοχές κρατικής σημασίας» (20 Μάρτη 1919), «Για το υπέδαφος» (1η Μάη 1919), «Για την προστασία ιχθύων και θαλάσσιων ζώων» (24 Μάη 1921), «Για την προστασία των μνημείων της φύσης» (16 Σεπτέμβρη 1921). Δεν ξεχνάμε την καθοριστική συμβολή της ΕΣΣΔ και των σύμμαχων σοσιαλιστικών κρατών ενάντια στις στρατιωτικές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις.
Σοσιαλισμός και προστασία του πλανήτη είναι δύο έννοιες στενά δεμένες. Είτε το θέλουν είτε όχι, ο πρώτος είναι το μέλλον του δεύτερου.
Για να ανοίξει αυτός ο μοναδικά ελπιδοφόρος δρόμος, το ΚΚΕ καλεί όλους τους εργαζόμενους να παλέψουν για όλα όσα δικαιούνται, με συνεχή καθημερινό αγώνα για την προστασία των δασών, του υδροφόρου ορίζοντα και των επιφανειακών νερών, για την αποτροπή και την αντιμετώπιση της ρύπανσης, αντιπαλεύοντας ολοκληρωμένα την αστική πολιτική στη διαχείριση του περιβάλλοντος, των απορριμμάτων, του νερού και γενικότερα του φυσικού πλούτου, στη διαχείριση ακτών, δασών και ελεύθερων χώρων, πολιτική που θυσιάζει τα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα στο βωμό του κέρδους.
Για να ανοίξει αυτός ο ελπιδοφόρος δρόμος θα πρέπει η αγανάκτηση και οι σημερινοί αγώνες της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, των νέων των εργατικών - λαϊκών οικογενειών ενάντια στην εμπορευματοποίηση του νερού, των δασών, των φυσικών πόρων, ενάντια στην «πράσινη οικονομία» των καπιταλιστικών κερδών, ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, να σημαδέψουν τον πραγματικό αντίπαλο, το κεφάλαιο και την εξουσία του, που αποτελεί την αιτία όξυνσης των περιβαλλοντικών προβλημάτων, χειροτέρευσης της ίδιας της ζωής.
Χρειάζεται επομένως αποφασιστική καταδίκη της πολιτικής της ΕΕ και των κυβερνήσεών της, του συνόλου των κομμάτων που στηρίζουν τα συμφέροντα και την κερδοφορία του κεφαλαίου.
Να δυναμώσει η φωνή του ΚΚΕ, της μόνης δύναμης που αταλάντευτα αναδεικνύει και βάζει στο στόχαστρο τον πραγματικό ένοχο των προβλημάτων των εργαζομένων και των νέων της εργατικής τάξης, στηρίζει μαχητικά τις διεκδικήσεις τους, φωτίζει το δρόμο για την πραγματική διέξοδο.


Κάνε το Αρκοτέστ – Εσύ πόσο Φιλελές Ζαίος είσαι;

Πέρσι οι φιλελέδες ειρωνεύονταν την Μπέτυ Μπαζιάνα για τα ρούχα της και τον Τσίπρα για τη στολή γκαρσονιού, για να αποδείξουν το βάθος της πολιτικής τους σκέψης. Φέτος τα -αγανακτισμένα πέρσι- συριζοτρόλ αντεπιτίθενται με ειρωνικά σχόλια για το στιλιστικό γούστο της Μαρέβα και τον αξύριστο Μητσοτάκη. Μήπως έχετε δέκα λεπτά να σας μιλήσουμε για σεξισμό;
Η τρομερή διαδικτυακή σκιαμαχία έρχεται σχεδόν παράλληλα με τον ντόρο που προκαλούν τα απαράδεκτα σεξιστικά σκίτσα του Αρκά για τη “Ρόζα την γκρινιάρα” -μη τυχόν χάσει κανείς το υπονοούμενο και δεν καταλάβει ότι μιλάμε για τους αριστερούς. Ο Αρκάς συνάντησε το Alt-right βάλλοντας ενάντια στο φεμινισμό, τον αντι-σεξισμό, τον αντι-ρατισμό ή αλλιώς το δικαιωματισμό, που κατά μία έννοια μπορεί να συμπυκνώσει τα παραπάνω.
Σε σχετικές κουβέντες μπαίνει συνήθως το ερώτημα: ήταν πάντα τέτοιος ο Αρκάς ή έγινε στην πορεία; Ή μήπως τον αντικατέστησαν στην πορεία οι επίγονοι, που χρησιμοποιούν το όνομά του; Ή μήπως τον συνέλαβε κάποιος εξωγήινος στον Υμμητό και τον παρέδωσε στα χέρια του Μητσοτάκη;
Μικρή σημασία έχει στην πραγματικότητα η απάντηση. Προφανώς και η δουλειά του Αρκά είχε τέτοια δείγματα από τα πρώτα βήματα, πχ όταν απέρριπτε -στα “Αδιέξοδα” του Κόκκορα- τη συλλογική λύση, λέγοντας πως το πρόβλημα είναι ο εαυτός μας κι απ’ αυτόν δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Προφανώς και κάποια άλλα στοιχεία εξελίχθηκαν ή εμφανίστηκαν στην πορεία, χωρίς να γίνονται αντιληπτά στα πρώτα του άλμπουμ. Εννοείται όμως πως σε άλλες, πιο ανήσυχες και υποψιασμένες εποχές, ήταν διαφορετικές και οι δικές του ανησυχίες. Ο Αρκάς που έκανε τον Ισοβίτη για τα κακώς κείμενα των φυλακών, τα ανύπαρκτα δικαιώματα των κρατούμενων και τη ζωή-μαρτύριο που περνάνε, μας φαντάζει πολύ μακρινός σήμερα -και δεν είναι χρονικό το ζήτημα, επειδή πέρασαν τρεις δεκαετίες.
Το αμέσως επόμενο ερώτημα είναι: εσείς δηλαδή με ποιον είστε; Με τον Αρκά ή με τους δικαιωματικούς; Για κάποιους είναι μάλλον αρκετά δύσκολο να σκεφτούν πως δε χρειάζεται να πάρεις θέση στα ψευτοδιλήμματα. Ούτε όμως και ίσες αποστάσεις.
Καταρχάς τι εστί δικαιωματισμός; Τον δικαιωματισμό θα μπορούσε κανείς να τον περιγράψει σαν αριστερό φιλελευθερισμό. Δίνει έμφαση στις ατομικές ελευθερίες, αποκομμένες από τον κοινωνικό παράγοντα, και έχει ευθεία, οργανική σύνδεση με το δεξιό φιλελευθερισμό, που αποθεώνει το άτομο και κατ’ επέκταση την ιδιωτική πρωτοβουλία-ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ενάντια στην κοινωνική ιδιοκτησία που “ισοπεδώνει τα άτομα” και το επιχειρηματικό δαιμόνιο.
Μα αν είναι έτσι, αν μας δίνουν τις δύο εκδοχές (δεξιά και “αριστερή”) του ίδιου πράγματος, γιατί τσακώνονται μεταξύ τους; Και αν είναι κι οι δύο φιλελεύθεροι γιατί ο φιλελές Αρκάς βάζει στο στόχαστρο τους δικαιωματικούς ζαίους;
Καλή ερώτηση: αλήθεια όμως, ποιο δεξιός είναι “γνήσια” φιλελεύθερος στο ζήτημα των ατομικών δικαιωμάτων, το σεξισμό, τους μετανάστες κοκ; Ο μέσος Νεοδημοκράτης είναι τόσο φιλελεύθερος σε αυτά τα ζητήματα, όσο αριστερός είναι ο μέσος Συριζαίος. Δηλαδή στην καλύτερη, κατ’ όνομα.
Οι νεοφιλελέδες της εποχής μας στηρίζουν ανοιχτά τη λογική του κοινωνικού Καιάδα. Στη ζούγκλα της αγοράς, όλα είναι καλώς καμωμένα, επικρατεί αξιοκρατία και ο καθένας παίρνει αυτό που αξίζει, άλλοι εκατομμύρια και άλλοι το επίδομα ανεργίας -και αυτό αν… Ενώ αυτό που επιφέρει στρεβλώσεις είναι το δημόσιο και το υπετροφικό κράτος -λες και είναι ταξικά ουδέτερο ή παρεμβαίνει συχνά υπέρ των αδυνάτων.
Κάποτε οι φιλελέδες παρουσιάζονταν ως φλογεροί υπέρμαχοι των ατομικών δικαιωμάτων που “καταπατούσε βάναυσα” ο κομμουνιστικός “ολοκληρωτισμός”. Στην πραγματικότητα, η μόνη ελευθερία που τους ενδιέφερε ήταν αυτή του κεφαλαίου να εκμεταλλεύεται την εργατική δύναμη για να παράγει υπεραξία. Στην εποχή του alt-right, εξελίχθηκαν και υπερασπίζονται βασικά το δικαίωμα στο μισανθρωπισμό και τη σκατοψυχιά. Όλοι οι άριστοι και πετυχημένοι έχουν κάθε λόγο να πιστεύουν πως η ζωή είναι δίκαιη, και να χλευάζουν όσους επισημαίνουν τις ανισότητες και την αδικία.
Από την άλλη, η δικαιωματική αριστερά της εποχής μας κυνηγά την ισότητα στους τύπους, ακόμα και τους γραμματικούς. Και ως γνωστόν, η τυπική ισότητα βασίζεται στο αφηρημένο, αστικό δίκαιο -όπου όλοι είναι ίσοι και ελεύθεροι πχ να κοιμούνται άλλος σε ένα άνετο κρεβάτι κι άλλος κάτω από μια γέφυρα. Αυτός είναι ο (αστικός) ορίζοντας και το ταβάνι τους, πέρα από το οποίο ούτε μπορούν ούτε θέλουν να παν.
Για αυτούς και το μεταμοντέρνο που τόσο αγάπησαν, η γλώσσα γεννάει συνειδήσεις και όχι οι υλικές, οικονομικές συνθήκες. Εχθρός είναι πχ οι άνδρες και η πατριαρχία -γενικά και αόριστα- η λευκή φυλή κοκ. Ενώ οι μειονότητες αντιμετωπίζονται ως επαναστατικά υποκείμενα, αλλά όχι ως εργάτες που υφίστανται την εκμετάλλευση, όχι με κάποιο ταξικό γνώμονα, αλλά αποκλειστικά βάση της ιδιαιτερότητάς τους που τους κάνει να “ξεχωρίζουν”.
Αυτές είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, που συμπληρώνονται και έχουν ανάγκη η μία την άλλη. Η δικαιωματική αριστερά χρειάζεται τους μισάνθρωπους φιλελέδες για να αποδείξει ότι είναι αριστερά, με αυτούς ως μέτρο σύγκρισης -με τον ίδιο τρόπο που οι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ χρειάζονται τον Τραμπ. Και η ΝΔ χρειάζεται το ΣΥΡΙΖΑ, για να στήσει ως βολικό αντίπαλο ένα σκιάχτρο ανελέητων μπολσεβίκων που ήρθαν να πάρουν την εξουσία, για να συσπειρώσει το κοινό της.
Το σύστημα επίσης χρειάζεται να εμφανίζει το ΣΥΡΙΖΑ ως το αντίπαλο δέος, φροντίζοντας για τις “εναλλακτικές” του που κινούνται εντός εναλλάξ των πλαισίων του. Χρειάζεται να πείσει πως αυτή είναι η Αριστερά -δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ- και την δοκιμάσαμε στην πράξη, αλλά αυτή απέτυχε παταγωδώς. Να μας πείσει πως ο αγώνας των γυναικών για ισότητα και άρση κάθε καταπίεσης περνά μέσα από υστερικές κραυγές και γλωσσικές ακροβασίες, σε καμία περίπτωση όμως από μια συνολική κριτική του συστήματος και συλλογικούς αγώνες -όλων των φύλων και των φυλών.
Αφού οι δύο βασικοί πόλοι του συστήματος δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, πρέπει να φροντίζουν να εφευρίσκουν τις διαφορές τους και να τις τονίζουν, καλώντας μας να πάρουμε θέση. Εσύ με ποιους είσαι: με τη σκατοψυχιά του Αρκά ή με την υπερβολή των δικαιωματικών; Ίσως βγει και κάποιο Αρκοτεστ, για να μας βοηθήσουν να επιλέξουμε αν είμαστε “φιλελέδες” ή “ζαίοι”, δεξιοί ή αριστεροί φιλελεύθεροι. Και πότε-πότε μπορεί να τους ξεφεύγουν κάποιες ειλικρινείς ομολογίες, όπως το πρωτοσέλιδο της ΕΦΣΥΝ “κάντο όπως ο ΣΥΡΙΖΑ- ή μια ομολογία του -εορτάζοντα σήμερα- Βορίδη, πως ο μόνος στρατηγικός τους αντίπαλος είναι οι κομμουνιστές.

Τα capital controls έκαναν τη δουλειά τους…

       

23-08-2019
Στην αντάρα των εξελίξεων ήταν πολλοί αυτοί που πίστεψαν ότι τα capital controls δεν έκαναν τη δουλειά τους για το σύστημα, αφού ο λαός ψήφισε «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015 με τη συντριπτική πλειοψηφία του 63%! Δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Δυστυχώς τα capital controls έκαναν πολύ καλά τη δουλειά τους αφού η συνταγματική εκτροπή της ψήφισης του τρίτου μνημονίου έγινε με μεγάλη ευκολία και με μεγάλη αποδοχή κι όποιος πιστεύει ότι στην αποδοχή αυτής της συνταγματικής εκτροπής από μεγάλη μερίδα του λαού δεν έπαιξαν το ρόλο τους τα capital controls και ο φόβος της απώλειας των μικρών αποταμιεύσεων, πλανώνται πλάνην οικτράν…
Εκείνην την εποχή ένας «επαναστάτης» της κυβερνώσας Αριστεράς φώναζε τεμπέληδες τους αγρότες, άχρηστους αυτούς που χρωστούν στις τράπεζες, ρεμάλια τους ανέργους και επίσης φώναζε ότι δεν ήταν διατεθειμένος να χάσει, εξαιτίας του κάθε αχαΐρευτου, αυτά που με κόπο μάζεψε. Εκείνος ο άθλιος ψευτοεπαναστάτης φώναζε επίσης ότι το δημοψήφισμα ήταν συμβουλευτικού χαρακτήρα κι ότι δεν υπήρχε καμία συνταγματική εκτροπή εξαιτίας της ψήφισης του τρίτου μνημονίου. Λίγο πολύ ο αριστερός του κώλου έλεγε ότι το δημοψήφισμα ήταν ένα happening! Δυστυχώς ο αριστερός του κώλου είχε δίκιο γιατί αυτά που έλεγε δεν τα πίστευε μόνο ο ίδιος…. Τα πίστευαν όλοι οι αριστεροί του κώλου της κυβερνώσας Αριστεράς και άλλων αριστερών παρακλαδιών που έκαναν «πλάτες» στην κυβερνώσα Αριστερά διαδηλώνοντας υπέρ της διαπραγμάτευσης του Αριστερού ηγέτη αλλά και με διάφορους άλλους τρόπους!

Ποστ

Ένας νεοναζί υπεράνω υποψίας – Άδεια οπλοφορίας είχε συνεργός δολοφονίας Γερμανού πολιτικού

Λίγους μήνες μετά τη δολοφονία του χριστιανοδημοκράτη Βάλτερ Λίμπκε από Νεοναζί, λόγω της στάσης του στο προσφυγικό, νέες λεπτομέρειες βλέπουν το φως της δημοσιότητας αποκαλύπτοντας το μέγεθος της εύνοιας που έδειξαν οι δικαστικές αρχές σε ένα φερόμενο συνεργό της δολοφονίας.
Ο Μάρκους Χ., σεσημασμένος νεοναζί, είχε κερδίσει με δικαστική απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου του Κάσελ το δικαίωμα να οπλοφορεί νόμιμα. Βάσει της άδειας διέθετε συνολικά πέντε διαφορετικού τύπου όπλα, ενώ ήταν μέλος στον ίδιο σύλλογο σκοποβολής με τον κύριο δράστη της δολοφονίας, Στέφαν Ερνστ.
Ο Μάρκους Χ. είχε κάνει την αίτηση οπλοφορίας από το 2007, ωστόσο ο δήμος (;) του Κάσελ την αρνήθηκε, καθώς ένα χρόνο πριν ο Χ. είχε συλληφθεί πληρώνοντας πρόστιμο για την πράξη του. Το 2015 ωστόσο, μετά από νέα απόρριψη του αιτήματός του, ο Νεοναζί προσέφυγε στο δικαστήριο όπου και δικαιώθηκε, με το σκεπτικό πως οι ακροδεξιές του δραστηριότητες ήταν “παλαιότερες της πενταετίας”. Ενδιαφέρον έχει πως οι ίδιες οι αρχές της πόλης του Κάσελ, αν και του αρνήθηκαν επανειλημμένα την οπλοκατοχή, από το 2011 του είχαν χορηγήσει άδεια κατοχής εκρηκτικών υλών.
Την ίδια ώρα, οι έρευνες για περισσότερους συνεργούς και όπλα έχουν οδηγήσει στην εύρεση 46 όπλων και διαφόρων άλλων αντικειμένων, όπως μαχαίρια και τόξα. Οι αρχές, πέρα από τους τρεις βασικούς υπόπτους, εξετάζουν το ενδεχόμενο να βρίσκονται μπροστά σε ένα ευρύ νεοναζιστικό εγκληματικό δίκτυο, μέλη του οποίου, όπως φαίνεται, οπλοφορούσαν με τις ευλογίες του κράτους, παρά το γνωστό παρελθόν τους.
Mε πληροφορίες από jungewelt.de

Yes, mister Λάτση



Λίγες ημέρες πριν τις τελευταίες εθνικές εκλογές και μέχρι σήμερα μια λέξη άρεσε πολύ στους τότε υποψήφιους και σήμερα υπουργούς της ΝΔ καθώς και στον πρωθυπουργό. Η λέξη «εργαλειοποίηση». Η μετατροπή του ουσιαστικού σε ρήμα και η σύνδεσή του με την πολιτική πράξη νόμιζαν προς προσέδιδε στο λόγο τους στοχαστικό και διανοουμενίστικο κύρος ικανό να κρύψει τον κυνισμό των σκέψεων και των πράξεων που υπονοούσε.

Η «εργαλειοποίηση» αναφερόταν στα μνημεία, τα οποία υποτίθεται γίνονται «εργαλεία» στα χέρια ιδεοληπτικών χειριστών με σκοπούς «αλλότριους», όπου αλλότριοι σκοποί είναι να εμποδίζονται οι επενδυτές να επενδύουν. Βέβαια, αν πρέπει σοβαρά να μιλήσουμε για «εργαλεία» – που δεν είναι κατ’ αρχήν ο σκοπός αυτού του σημειώματος – ίσως χρειάζεται να γίνει μία μικρή επισήμανση.
Στον πραγματικό και δη καπιταλιστικό κόσμο οι κάτοχοι των εργαλείων, οικονομικών, πολιτικών, ιδεολογικών και άλλων, είναι οι κάτοχοι της οικονομικής δύναμης. Επίσης, κατέχουν και ένα άλλο εργαλείο εξαιρετικά κρίσιμο. Τις κυβερνήσεις. Οι χρήστες, λοιπόν, της λέξης «εργαλειοποίηση» προφανώς και υποδύονται ότι δεν γνωρίζουν ότι «εργαλεία» είναι αυτοί οι ίδιοι.

Ωστόσο, έρχεται η ζωή και οι πράξεις τους και προσκομίζουν τα καθημερινά τεκμήρια και πειστήρια αυτού του γεγονότος.  Ας  γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι…

Στην τελευταία του συνεδρίαση το νέο (μετά την αλλαγή των μελών του από την κυβέρνηση της ΝΔ) Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο επανεξέτασε και άλλαξε τους όρους της Κοινής Υπουργικής Απόφασης (επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ) για την επένδυση στο Ελληνικό. Αυτή η εξέλιξη ήταν το αποτέλεσμα ενός παραπλανητικού δικομματικού καβγά που ξεκίνησε προεκλογικά (βλ. https://www.imerodromos.gr/ypiretes-enos-afenti/) και κυρίως της ενόχλησης του επενδυτή για τους όρους τους οποίους υποχρεωνόταν να τηρήσει αναφορικά με τα μνημεία και το περιβάλλον τους. Όροι οι οποίοι συμπεριλήφθηκαν  μετά από δυναμική διεκδίκηση των αρχαιολόγων να τηρηθεί η αρχαιολογική νομοθεσία εν μέσω σωρείας υβριστικών κρίσεων και δημοσιευμάτων με χαρακτηρισμούς από «οπισθοδρομικούς» και «ιδεολοπτητικούς» ως «εχθρούς της πατρίδας».

Η ΝΔ που πριν τις εκλογές υποσχόταν στον επενδυτή ότι θα αλλάξει την Υπουργική Απόφαση ώστε να μην κωλύεται από περιττούς ελεγκτικούς μηχανισμούς, αμέσως μετά τις εκλογές υλοποιεί τη δέσμευσή της, απαλλάσσει τον επενδυτή από μία περιοριστική νομιμότητα και την ανταλλάσσει με μία άλλη η οποία του αφήνει πολλά παράθυρα … ευελιξίας.  Βέβαια , η  ευελιξία στον κόσμο των ολιγαρχών είναι η άλλη όψη της ασυδοσίας, αλλά αυτό είναι μια κουβέντα που θα ανοίξει όταν οι πρώτες μπουλντόζες χτυπήσουν στο Ελληνικό.

Φυσικά, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο στη νέα του σύνθεση  συντονίστηκε με τη περιρρέουσα συζήτηση και απαίτηση, αλλά – επιστημονικό γαρ – αποφασίζει ελεύθερα και είναι υπεράνω κάθε πολιτικής υποψίας… Επομένως, κατά μία βολική εκδοχή είναι μία «επιστημονική» και όχι μια πολιτική απόφαση αυτή που αφήνει αδόμητο χώρο πέριξ του ταφικού περιβόλου του Ελληνικού μόλις 20μ. και που λέει ότι στις υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού  θα έρχονται μόνο οι μελέτες που αφορούν κτίρια και εγκαταστάσεις εντός των κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων, ενώ  θα ελέγχονται οι όψεις των κτιρίων της πρώτης γραμμής στα οικοδομικά τετράγωνα που εφάπτονται στους εν λόγω χώρους, σε ζώνη πέριξ αυτών πλάτους 20 μ. Διότι, αν είναι κάτι που χρειάζεται χώρο και ανάσα δεν είναι τα αρχαία, αλλά η καζινοπολιτεία και τα πολυτελή μπαλκόνια των παρασιτικώς διαβιούντων ολιγαρχών (βλ. Υπόμνημα Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων  https://www.sea.org.gr/details.php?id=901&fbclid=IwAR3xuk2AOZcXgjsf6Q5F4225c6ehQOJp1MLkMlNQrbIR-WjKZlJPrRG4f8Q).

Εννοείται, πως η εξυπηρέτηση της «εμβληματικής» επένδυσης είναι ο νέος, αλλά και τόσο παλιός «πατριωτισμός» του κεφαλαίου. Και ναι, είναι πράγματι εμβληματική σε όλα τα επίπεδα άμεσης εξυπηρέτησης του επενδυτή. Τόσο ώστε να αποτελεί πιλότο και για όσες άλλες πραγματοποιηθούν σε αυτόν τον τόπο. Τόσο ώστε ο υπουργός Ανάπτυξης, Αδωνις Γεωργιάδης να φωνασκεί από το Αφάντου της Ρόδου (περιοχή ολόκληρη κηρυγμένη αρχαιολογικός χώρος) ότι η επένδυση που σχεδιάζεται εκεί «Θα γίνει»!  Δήλωση πρόσκληση και σε όσους άλλους επιθυμούν να «ψωνίσουν» από την Ελλάδα κατά το προσφιλές του «Λιγουρεύεστε;»…

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΑΣΥΛΟ



Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης  στην επικοινωνιακή του προσπάθεια να πείσει για τα νομοσχέδια  που η κυβέρνησή του  φέρνει για ψήφιση στη Βουλή, δεν δίστασε, για να δικαιολογήσει την σπουδή του για κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου,  να παρουσιάσει στη Βουλή  τους χώρους των ελληνικών πανεπιστημίων σαν εμπόλεμες ζώνες, όπου στα υπόγειά τους ««ανακαλύπτονται αποθήκες πυρομαχικών» με τις  σχολές να  «έχουν μετατραπεί σε γιάφκες βίας των κουκουλοφόρων». Από κοντά και  οι υπουργοί του, όπως ο Μ. Βορίδης ή ο Α. Γεωργιάδης  με τις δικές τους ανακοινώσεις και σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αποκαλύπτουν τον …καημό τους που ο χρόνια ολόκληρα μετά την μεταπολίτευση ο ακροδεξιός και φασιστικός λόγος τους δεν μπορούσε να βρει στέγη, τουλάχιστον απροκάλυπτα, στα πανεπιστήμια.
Στην πραγματικότητα όλη αυτή η παραφιλολογία με την κινδυνολογία για την εγκληματικότητα στο χώρο των πανεπιστημίων και την αδυναμία επέμβασης για πάταξή της δεν αποβλέπει παρά να δικαιολογήσει μεταρρυθμίσεις σ’ αυτό που θα ευνοούν την ικανοποίηση αναγκών επιχειρήσεων και εταιρειών, οι οποίες θα καταλήξουν να είναι βασικοί χρηματοδότες τους. Και ενώ θεωρητικά η ακαδημαϊκή ελευθερία δεν αμφισβητείται, στην πραγματικότητα όμως το ερευνητικό έργο του Πανεπιστημίου προσδιορίζεται όλο και περισσότερο από τις ανάγκες των επιχειρήσεων που αποτελούν πλέον τους βασικούς χρηματοδότες του. Το Πανεπιστήμιο επιδιώκει πια τη μετατροπή του του σε όργανο τεχνολογικής καινοτομίας και επαγγελματικής κατάρτισης και μετασχηματίζεται σε έναν  οργανισμό με επιχειρηματικά χαρακτηριστικά και κανόνες λειτουργίας.
               Για την κοινή αντίληψη, τα πανεπιστήμια κατέχουν κεντρική θέση στην οικονομική και πολιτιστική ζωή και η έρευνα που παράγεται σ’ αυτά είναι εξίσου σημαντική  για το οικονομικό και πολιτικό  μέλλον των χωρών, ενώ η πιστοποίηση από αυτά είναι κρίσιμη για ελπίδες σταδιοδρομίας των περισσότερων ανθρώπων.
Ήταν βέβαια οι ανάγκες της οικονομικής ανάπτυξης σε εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό κατά τη μεταπολεμική περίοδο και ο ανταγωνισμός με τις σοσιαλιστικές χώρες  που οδήγησαν τον καπιταλιστικό κόσμο σταδιακά στην εντυπωσιακή διεύρυνση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Στη δεκαετία του 1960 με τη μαζικοποίηση της εκπαίδευσης στον καπιταλιστικό κόσμο η αναζωπύρωση  του ριζοσπαστισμού στα πανεπιστήμια συνοδεύτηκε από αντιπολεμικούς, πολιτικούς, απελευθερωτικούς αγώνες. Κι ήταν  τότε που στα μάτια των φοιτητών, που πολλοί απ’ αυτούς δεν ήταν αστικής προέλευσης,   έπεφτε το προσωπείο του φιλελευθερισμού, το προσωπείο της αυτονομίας ενός πανεπιστημίου που με αφέλεια είχε γίνει πιστευτό πως δεν συνδέεται με την ηγεμονική ιδεολογία και τα οικονομικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης.  
Στα θεμελιώδη γνωρίσματα του πανεπιστημίου αναγνωρίζεται, χρονολογώντας ακόμα και από τους μεσαιωνικούς χρόνους,  και η ακαδημαϊκή ελευθερία, το δικαίωμα δηλαδή της ακαδημαϊκής κοινότητας να επιλέγει το αντικείμενο και τη μεθοδολογία   της έρευνας όπως και της διδασκαλίας, που είναι άλλωστε συνυφασμένη με αυτή, χωρίς παρεμβάσεις από το κράτος ή την εκκλησία. Μια  ελευθερία την οποία θωρακίζει η αυτοτέλεια στη διαχείριση των υποθέσεων του Πανεπιστημίου και εξασφαλίζει ο  δημόσιος χαρακτήρας του Πανεπιστημίου, με την  έννοια της εκ μέρους του προσφοράς υπηρεσίας στην πολιτεία, το κοινωνικό σύνολο και την επιστήμη. Μόνο βέβαια που το ζήτημα της ελευθερίας της διδασκαλίας, της μάθησης και της έρευνας  ποτέ δεν ήταν ανεξάρτητο  από τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες  και δεν μπορεί να περιορίζεται  για τους ακαδημαϊκούς και φοιτητές στην τάξη και το εργαστήριο.
Κι αν στα μεταπολεμικά χρόνια η ακαδημαϊκή ελευθερία μεταφραζόταν σε ανεξαρτησία από την κυβερνητική πολιτική με βασικό στόχο την  επιδίωξη της γνώσης ως  δημόσιου αγαθού, αυτό δεν σήμαινε πως τα πανεπιστήμια δεν παρείχαν στο κράτος τα πνευματικά, επιστημονικά και τεχνικά μέσα για να ενισχύσει σημαντικά την εξουσία του.
 Το πανεπιστήμιο έμελλε λοιπόν με το πέρασμα των δεκαετιών και την παγκόσμια κυριαρχία του καπιταλισμού να εμφανίζεται όλο και περισσότερο σαν ένα θεμελιακό  στοιχείο της αναπαραγωγής του συστήματος και των κατασταλτικών μορφών του και όσο οι ταξικές διαφορές διευρύνονται η ακαδημαϊκή γραφειοκρατία χάνοντας το φωτοστέφανο της ανεξαρτησίας και της ουδετερότητας εμφανίζεται όλο και πιο απροκάλυπτα  σαν ένα ακόμα από τα όργανά του.
Με  όλες αυτές λοιπόν τις νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν τον τρόπο λειτουργίας των πανεπιστημίων και γενικότερα την εκπαίδευση,  η άρχουσα τάξη, έχοντας τον έλεγχο των πολιτιστικών μέσων κυριαρχίας πέραν των νομοθετικών της οργάνων, αναδιαρθρώνει το εκπαιδευτικό σύστημα, ώστε αφομοιωμένο από αυτήν  και με αδύναμο ένα λαϊκό κίνημα να προωθεί μόνο τα  συμφέροντά της. Η αστική τάξη μέσα από επιλογές ταξικές και στην εκπαίδευση, με την ενίσχυση της μεγαλοαστικής τάξης στα ιδιωτικά σχολεία, την υποχρηματοδότηση της δημόσιας εκπαίδευσης, την αύξηση του κόστους σπουδών με δίδακτρα, επιδιώκει τον πλήρη έλεγχο σε κάθε πνευματική παραγωγή προς όφελός της. 
Και καταλήγουμε,  ενώ διαφημίζεται πως η ακαδημαϊκή ελευθερία αποτελεί βασική ευρωπαϊκή αξία, την ίδια στιγμή τείνει να θεωρείται αυτονόητη η έρευνα και η διδασκαλία στα πανεπιστήμια να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις εταιρειών που προσφέρονται να τα χρηματοδοτήσουν.  Θεωρείται λοιπόν το πανεπιστημιακό  άσυλο τροχοπέδη, αφού είχε κυρίως το ρόλο της θεσμικής προστασίας τόσο της ακαδημαϊκής δραστηριότητας όσο και των φορέων της, φοιτητών και καθηγητών από εξωτερικές παρεμβάσεις και ξένα προς την επιστημονική πρόοδο συμφέροντα και σκοπιμότητες.
Τα πανεπιστήμια σήμερα γίνεται προσπάθεια να μιμηθούν τον ιδιωτικό τομέα και η επίδραση των ιδιωτικών επιχειρήσεων σ’ αυτά είναι καταλυτική. Η επιρροή ιδιωτικών εταιρειών γίνεται καθοριστική  για τον έλεγχο του προγράμματος σπουδών, τους στόχους της έρευνας, τόσο στις θετικές όσο και στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Ακόμα και η ένταξη  των πανεπιστημίων σε συστήματα παγκόσμιας κατάταξης αποκτά ιδιαίτερη σημασία για το είδος των κριτηρίων που προωθούνται, αλλά και  γιατί η θέση τους στην ιεραρχία είναι σημαντική για το κύρος τους  και κατά συνέπεια για τη χρηματοδότησή τους από ιδιωτικά κεφάλαια.
Κι αν στην περίφημη δεκαετία της πολλά υποσχόμενης  φοιτητικής εξέγερσης η  αμφισβήτηση της οργάνωσης της πανεπιστημιακής εξουσίας θεωρήθηκε σαν συνολική αμφισβήτηση  του συστήματος, τελικά αποδείχτηκε πως η αμφισβήτηση των υπερδομών που δεν καταλήγει στην αμφισβήτηση του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης της παραγωγής μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την άρχουσα τάξη για την  χειραγώγηση και αφομοίωση των εργαζομένων από το καπιταλιστικό σύστημα.   

«Ε, φωτογράφε, δεν μας είπες, σ’ αρέσει η αντάρτικη ζωή;»

Την εποχή που ο Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός, ο ΕΛΑΣ, οργανώνει τη δομή του με σκοπό την όσο το δυνατό πιο συντονισμένη διεξαγωγή του ανταρτοπόλεμου και την ανάπτυξή του σε παλλαϊκό πόλεμο κατά των κατακτητών και των συνεργατών τους, ο φωτογράφος της Εθνικής Αντίστασης, Σπύρος Μελετζής, βρίσκεται ανάμεσα στις αντάρτικες ομάδες του Ολύμπου. Διηγείται ο ίδιος στο βιβλίο – λεύκωμά του «Με τους αντάρτες στα βουνά»:
Τον Αύγουστο του 1942, τότε που η πείνα θέριζε ακόμα την Αθήνα, βρέθηκα στην Ελασσόνα για να προμηθευτώ λίγα τρόφιμα για την οικογένειά μου. Εκεί συνάντησα ένα γιατρό που είχα γνωρίσει στην Αθήνα όταν ήταν φοιτητής. Αυτός με διευκόλυνε να βρω τρόφιμα άλλα και μεταφορικό μέσο να γυρίσω πίσω στην Αθήνα. Όλα τότε ήταν δύσκολα.
Στο Ιατρείο του γιατρού άκουσα να μιλούν για τους αντάρτες του Ολύμπου. Τόσο πολύ ενθουσιάστηκα καθώς τους περιέγραφαν με τις μαχαίρες τους, τις κάπες, τα φυσικλίκια γύρω στους ώμους και στη μέση, τις φουστανέλλες και τα τσαρούχια, που από κείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να ησυχάσω. Αλλά πώς θα γινόταν ν’ ανέβαινα στον Όλυμπο και πού θα ’βρισκα τους αντάρτες αφού αυτοί, όπως άκουσα, δεν είχαν μόνιμο στέκι, αλλά διαρκώς περπατούσαν μέρα νύχτα. Ωστόσο δεν αποθαρρύνθηκα. Είπα στον γιατρό πως για μένα θα ήταν μεγάλη χαρά να βρεθώ στον Όλυμπο και να δω από κοντά αντάρτες έστω κι αν δεν μ’ άφηναν να τους φωτογραφίσω. Όπως ένα μικρό παιδί που ακούγει την γιαγιά του να τού λέει ένα παραμύθι για δράκους και για νεράιδες και κείνο με το παιδικό του μυαλό πλάθει τους δράκους θεόρατους, ψηλούς σαν βουνά και με μια δύναμη που μπορούν να ξεριζώνουν δέντρα, σαν να ‘ναι παιγνιδάκια ψεύτικα, έτσι και γω, σαν μικρό παιδί, έπλαθα τους αντάρτες σαν δράκους και τους έβλεπα σαν όντα παράξενα, ξωτικά, που μπορούσαν να πετάν σαν τους αϊτούς πάνω στις κορφές του Ολύμπου, να δρασκελάν τις ρεματιές, ν’ αψηφάν κάθε κίνδυνο και να ‘ναι ανίκητοι στις μάχες.
Μ’ άκουσε με προσοχή ο γιατρός, δεν μού ‘δωσε θάρρος, αλλά και δεν με απογοήτευσε. «Άφησε, μού είπε, και θα δούμε, θα ρωτήσουμε πρώτα κι ότι μας πούνε. Ξέρεις, αυτοί είναι και ζόρικοι, δεν ακούνε κανένα, έχουν δική τους παντιέρα, είναι όπως το πάρουνε. Πάντως θα προσπαθήσω να σού δώσω αυτή τη χαρά.» Και πραγματικά σε τρεις μέρες, μ’ ένα σημείωμα του γιατρού, ανέβηκα στο χωριό Καρυά. Εκεί έδωσα το σημείωμα στον άνθρωπο στον όποιον προορίζονταν. Από κει και πέρα όλα ήρθαν βολικά. Με συνόδευσαν ως πέρα στο βουνό και με παρέδωσαν σ’ έναν αντάρτη που φύλαγε σκοπός κοντά σε μια καλύβα. Σ’ αυτή τη καλύβα συνεδρίαζαν κείνη τη μέρα οι αρχηγοί των αντάρτικων ομάδων του Ολύμπου, του Αμάρμπεη, της Οξυάς και του Κόζακα. Όταν τέλειωσε το συνέδριο τους και βγήκαν έξω με τριγύρισαν κι άρχισαν να με ρωτούν για την ‘Αθήνα, για την πείνα και γενικά πώς τα περνάνε. Εγώ τάχα χαμένα. Μα και τι να τους έλεγα, μήπως ήξερα και τίποτε παραπάνω; Εγώ ένα σκεπτόμουνα, πώς θα τους φωτογράφιζα. Τίποτε άλλο.
Δυο τρεις έσφαξαν ένα αρνί, το έγδαραν, το σούβλισαν και άρχισαν να το ψήνουν. Σαν ψήθηκε, έστρωσαν κλαριά από έλατα, άπλωσαν και τις κάπες τους και στρώθηκαν στο φαγί. Εμένα μου πρόσφεραν τα πιο ωραία κομμάτια και κάθε τόσο μου έλεγαν: «Φάγε βρε φωτογράφε, φάγε για να μη λες πως ήρθες στα λημέρια μας και δεν σε περιποιηθήκαμε». Έφαγα όσο μπορούσα, μα τι μπορούσα να φάγω παραπάνω; Ύστερα μου διηγήθηκαν πως 17 μέρες συνέχεια τρώγανε έτσι, μόνο ψητό κρέας, ποτέ δεν στάθηκαν κάπου για να μαγειρέψουν και να φάνε μαγειρευτό φαγί, μα ούτε και άλλο τίποτε. Δεκαεπτά μέρες να τρως συνέχεια ψητό κρέας το είχανε πια συχαθεί και λαχταρούσαν μια φασουλάδα, φακές, ρεβύθια, ας ήταν ό,τι και νάταν μα να ήταν βρασμένο. Λίγο τυρί, λίγο ψωμί φρέσκο, γιατί τις περισσότερες μέρες δεν ζύγωναν σε χωριά και τρώγανε γαλέτες και παξιμάδια. Κι ο ύπνος λίγος, και μόνο την ημέρα, τις νύχτες βάδιζαν από λημέρι σε λημέρι, από βουνό σε βουνό. Σε κάποια στιγμή με ρώτησαν: «Ε φωτογράφε, δεν μάς είπες, σ’ αρέσει η αντάρτικη ζωή; Τί λες, έρχεσαι μαζί μας; Να, αυτή είναι ή ζωή μας! Όλο το βιος μας, όλη η περιουσία μας είναι αυτές οι κάπες που φορούμε και τούτα τα ντουφέκια που κρατούμε. Αυτά είναι για μας και οι μάνες κι οι αδερφές μας και οι φίλοι μας. Έχουμε και 17 μέρες να φάμε μαγειρευτό φαγί και να κοιμηθούμε σε σπίτι. Σκληρή, πολύ σκληρή, φωτογράφε, είναι η ζωή του αντάρτη, μα πιο σκληρή κι ανυπόφορη είναι η σκλαβιά».
«Ε, φωτογράφε, δεν μας είπες, σ’ αρέσει η αντάρτικη ζωή;»
Φωτογραφία του Σπύρου Μελετζή: Κλαρίτης στον Όλυμπο
Τ’ άκουγα όλ’ αυτά χωρίς πολύ πολύ να τα καταλαβαίνω γιατί εμένα ο νους μου τριγυρνούσε στο πώς θα τους φωτογράφιζα. Τους κοίταζα και δεν τους χόρταινα. Καμάρωνα τη λεβεντιά τους, τις κάπες τους, τ’ αργυροκαπνισμένα τσαπράζια τους, τις παλάσκες με τις σφαίρες, τα τσαρούχια με τις φούντες και τις σόλες που είχαν μισή οκά πρόκες. Μα εκείνο που μου έκανε πιο πολύ εντύπωση ήταν οι γενειάδες τους έτσι όπως κατρακυλούσαν σαν αφρισμένοι καταράχτες πάνω στα στήθια τους. Αμ’ οι μουστάκες τους; Έμοιαζαν σαν σπαθιά μυτερά. Μου θύμισαν βιβλικές βυζαντινές μορφές άγιων πού είχα δει στο μοναστήρι του Σέλτσου τότε που έκανα την περιοδεία μου στην Ήπειρο για να το φωτογραφίσω, το 1938.
Φαίνεται πως ο φίλος μου ο γιατρός θα έγραφε στο σημείωμά του πως θέλω να τους φωτογραφίσω γιατί κάποια στιγμή που είχαμε πια φιλιωθή μου είπαν: «Λοιπόν, φωτογράφε, θέλεις να μας φωτογραφίσης; Έλα, φωτογράφισέ μας.» Έτσι πήρα τις πρώτες μου φωτογραφίες απ’ το αντάρτικο του Ολύμπου. Δυστυχώς μόνο τρεις φωτογραφίες σώθηκαν απ’ αυτές με πολλές φθορές.

TOP READ