22 Φεβ 2012

Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ ως το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο


Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ ως το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο
Ηπερίοδος αυτή έχει ως βασικό, πρωταρχικό πρόβλημα την εξάλειψη της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, τη σχεδιασμένη αντιμετώπιση κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων που κληροδότησε ο καπιταλισμός και όξυνε η ιμπεριαλιστική περικύκλωση και επέμβαση.
Από την Οκτωβριανή Επανάσταση μέχρι την έκρηξη του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, η ΕΣΣΔ πραγματοποίησε ένα άλμα πρωτοφανές στην ιστορία της κοινωνικής εξέλιξης. Διέτρεξε ταχύτατα το μεγαλύτερο μέρος της απόστασης, που τη χώριζε από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.
Η ΕΣΣΔ υποχρεώθηκε να εξασφαλίσει παραγωγική αυτάρκεια, ώστε να αντιμετωπίσει τη διεθνή απομόνωση. Είχε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των πηγών ενέργειας, να αναπτύξει τη σιδηρουργία και τη βιομηχανία όπλων, λόγω της διεθνούς κατάστασης, χωρίς να διαθέτει χημική βιομηχανία και ισχυρή μεταλλουργία. Μέσα σε δύσκολες, ανομοιόμορφες κλιματολογικές και εδαφικές συνθήκες, έπρεπε να αναπτύξει τη βαριά βιομηχανία και εκμηχανισμένη αγροτική οικονομία.
Ηταν ανάγκη να συγκροτηθεί ισχυρός κεντρικός σχεδιασμός και συγκεντρωτική καθοδήγηση για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο κεντρικός σχεδιασμός συντέλεσε αποφασιστικά, ώστε να σταθεί η ΕΣΣΔ στα πόδια της, να καλύψει αποστάσεις αιώνων στην κοινωνικοπολιτική και πολιτιστική ανάπτυξη, να αντιμετωπίσει στην πορεία τη χιτλερική φασιστική επίθεση και να συμβάλει αποφασιστικά στη διεθνή νίκη κατά του φασισμού.
Η σοβιετική εξουσία ήταν υποχρεωμένη να υλοποιεί την αρχή της κοινωνικοποίησης βασικών μέσων παραγωγής, φροντίζοντας ταυτόχρονα για την ανάπτυξη της συμμαχίας της εργατικής τάξης με την αγροτιά, σε συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης.
Το νέο καθεστώς επέλεξε, από την αρχή, να αντιμετωπίσει με μέτρα οικονομικού χαρακτήρα την έλλειψη μηχανισμού κατανομής και εφοδιασμού, την κυριαρχία της σκόρπιας, καθυστερημένης μικρής παραγωγής. Επέλεξε δηλαδή να κινηθεί στο πνεύμα της Νέας Οικονομικής Πολιτικής. Η επιλογή αυτή ήταν υποχρεωτική στη μεταβατική περίοδο, όπου η νέα εξουσία έπρεπε να οικοδομήσει τις βάσεις του σοσιαλισμού στο έδαφος των καπιταλιστικών σχέσεων. Η επέμβαση και η απομόνωση, όμως, υποχρέωσαν γρήγορα στην εγκατάλειψη αυτής της επιλογής και οδήγησαν στην εφαρμογή της πολιτικής του "πολεμικού κομμουνισμού", δίχως την οποία δεν ήταν δυνατή η υπεράσπιση της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Το ΚΚΣΕ δεν ήθελε και δεν είχε κανένα συμφέρον η ταξική πάλη, που εντάθηκε την περίοδο εκείνη, να πάρει τη μορφή εμφύλιου πολέμου. Αυτός επιβλήθηκε, γιατί οι οπαδοί της ταξικής κοινωνίας δεν υποχωρούν εύκολα και προπάντων σιωπηλά.
Την πολιτική του "πολεμικού κομμουνισμού" τη διαδέχτηκε η "Νέα Οικονομική Πολιτική" (ΝΕΠ) και αργότερα η πολιτική της "επίθεσης του σοσιαλισμού ενάντια στον καπιταλισμό" και της "ολοκληρωτικής συνεταιριστικής οργάνωσης της αγροτικής οικονομίας".
Το ΚΚΣΕ έδινε βάρος στην άνοδο της παραγωγικότητας του μικρού και μεσαίου νοικοκυριού, στον τεχνολογικό εξοπλισμό. Η εθνικοποίηση της γης δεν ερχόταν σε αντίθεση με το δικαίωμα της γαιοκτησίας από τους μικρούς και μεσαίους αγρότες.Η στάση απέναντι στο μικρό αγροτικό νοικοκυριό, τη μικρή παραγωγή ήταν σχέση βοήθειας και όχι πάλης. Απέρριπτε την εκμηδένιση της κατώτερης οργάνωσης της παραγωγής στο όνομα της μεγαλύτερης. Ταυτόχρονα πρόβαλλε τα πλεονεκτήματα των κολχόζ και σοβχόζ. Η επιδίωξη για ολοκληρωτική οργάνωση της οικονομίας ξεκίνησε με πολιτικό στόχο να κατανικήσει ορισμένα τμήματα των κουλάκων στο χωριό και στη συνέχεια να εξαλείψει την κουλάκικη τάξη στο χωριό.
Γενικά η σοβιετική εξουσία αντιμετώπισε με επιτυχία τα προβλήματα ανόρθωσης της βιομηχανίας, της αγροτικής παραγωγής και των μεταφορών. Εθεσε τις βάσεις της σοσιαλιστικής παραγωγής με θεαματικούς ρυθμούς ανάπτυξης και σε συνθήκες όξυνσης της αντιπαράθεσης ανάμεσα στις σοσιαλιστικές και τις καπιταλιστικές δυνάμεις (κουλάκοι και τμήμα της διανόησης, που προέρχεται από την κυρίαρχη τάξη).
To οικονομικό έτος 1920-27 υπήρξε αύξηση του εθνικού εισοδήματος πάνω από 11% σε σύγκριση με εκείνο του προηγούμενου έτους. Ενώ στις αναπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού -ΗΠΑ, Αγγλία, Γερμανία- δεν ξεπερνούσε το 2-4%. Για το ίδιο οικονομικό έτος σημειώθηκε αύξηση της παραγωγής στη μεγάλη βιομηχανία κατά 18% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. (Ιστορία του ΚΚΣΕ, σελ. 446, έκδ."ΣΕ").
Οι συγκεκριμένες συνθήκες (περικύκλωση, απειλή πολέμου σε συνδυασμό με τη μεγάλη καθυστέρηση) επέβαλαν ταχύτατους ρυθμούς στην προώθηση της κολεκτιβοποίησης, που σε ορισμένες περιοχές προκάλεσαν κοινωνικές τριβές και δυσκολίες στη συμμαχία της εργατικής τάξης και της μεσαίας αγροτιάς κατά του καπιταλισμού. Κομματικές αποφάσεις και ομιλίες του Ι. Στάλιν κάνουν λόγο για προβλήματα και λάθη στον υπολογισμό της ποικιλομορφίας κάθε περιοχής. Υποκαθίσταται σε ορισμένες περιπτώσεις η προκαταρκτική δουλιά προετοιμασίας με τη γραφειοκρατική επιβολή του κινήματος, με αποφάσεις στα χαρτιά για την ανάπτυξη κολχόζ σε χώρους που δεν υπάρχουν ακόμα στην πραγματικότητα.
Τα προβλήματα, που εμφανίστηκαν στην πορεία της συνεταιριστικοποίησης όξυναν τις αντιθέσεις της εργατικής τάξης με τη μικρή και μεσαία αγροτιά. Παρά τις διορθωτικές αποφάσεις στην εφαρμογή της συνεταιριστικοποίησης, παρέμειναν προβλήματα.
Τα αρνητικά φαινόμενα αξιοποιούνται για να προβληθούν διαφορετικές απόψεις και διαφωνίες, που υπερβαίνουν τη διαφωνία για τους ρυθμούς κολεκτιβοποίησης. Θίγουν την ίδια την αναγκαιότητα να συνεχιστεί η ταξική πάλη κατά των κουλάκων, οι οποίοι αντιδρούσαν και παρεμπόδιζαν την οικοδόμηση των σοσιαλιστικών σχέσεων στο χωριό. Η εσωκομματική πάλη έμπαινε εμπόδιο στην πρόοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (Ομάδα Μπουχάριν και Τρότσκι-Ζινόβιεφ).
Η αρχική φάση οικοδόμησης του σοσιαλισμού προσφέρεται για παραπέρα μελέτη. Δίνει πείρα για τη σχέση οικονομίας και πολιτικής στην περίοδο που η νέα εξουσία προσπαθεί να βάλει τις βάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης με την εμπέδωση και στερέωση της συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού.
Στις αρχές της 10ετίας του '30 η σοβιετική εξουσία αντιμετώπισε νέα προβλήματα στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, όπως η αντίθεση ανάμεσα στην εξάλειψη της ανεργίας και στην καθυστέρηση της προσπάθειας για εκτεταμένη εκμηχάνιση της παραγωγής, που εκδηλώνεται με έλλειψη ειδικευμένης εργατικής δύναμης και μια ισοπεδωτική αντίληψη για την πολιτική μισθών. Το κόμμα είδε την ανάγκη να καθοριστούν "νέα καθήκοντα της οικονομικής οικοδόμησης στη νέα κατάσταση". Συνειδητοποίησε την ανάγκη να αυξηθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης σε σύγκριση με τους αντίστοιχους ρυθμούς ανάπτυξης του καπιταλισμού.
Στα ντοκουμέντα του Κόμματος διαπιστώνονταν ορισμένα συμπτώματα χαλάρωσης της φυσιογνωμίας και των χαρακτηριστικών του, όπως γραφειοκρατία, εφησυχασμός, κατάχρηση εξουσίας. Γεγονός που οδηγεί σε απόφαση "εκκαθάρισης των γραμμών του". Οι στρεβλώσεις που εμφανίζονται, αποδίδονται κυρίως στο πρόβλημα της ανάδειξης στελεχών. Στη θέση των στελεχών, που είχαν πέσει θύματα των αντισοσιαλιστικών δυνάμεων κατά την περίοδο του εμφυλίου των πρώτων χρόνων της σοβιετικής εξουσίας, αναδείχτηκαν αντικαταστάτες χωρίς πείρα και απαιτούμενη ιδεολογική και πολιτική μόρφωση.
Σε εισήγηση του Ι.Β. Στάλιν, (Απαντα, τόμος 12, σελ. 56-88), σε σύσκεψη οικονομικών στελεχών, αναδεικνύεται το πρόβλημα της αρνητικής στάσης οικονομικών και συνδικαλιστικών στελεχών στην αποκατάσταση της σοσιαλιστικής αρχής στις αμοιβές, το πρόβλημα της καθυστέρησης στην ικανοποίηση νέων υλικών και πολιτιστικών αναγκών των εργατών. Επισημαίνεται η ανάγκη να αναπτύσσεται η σοσιαλιστική συνείδηση με βάση την ικανοποίηση νέων αναγκών. Τίθεται το ζήτημα να εφαρμοστεί η αρχή της οικονομικής ιδιοσυντήρησης των επιχειρήσεων, η διεύρυνση των πηγών της σοσιαλιστικής συσσώρευσης με την κινητοποίηση των εσωτερικών πόρων της βιομηχανίας, η εισαγωγή και σταθεροποίηση της αρχής της οικονομικής ιδιοσυντήρησης σε όλες τις επιχειρήσεις, η ουσιαστική μείωση του κόστους παραγωγής, η αύξηση της βιομηχανικής συσσώρευσης σε όλους ανεξαιρέτως τους βιομηχανικούς κλάδους. Η ηγεσία του Κόμματος έχει εκτιμήσει ότι η πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης θα κριθεί από την επίλυση αυτών των προβλημάτων, προκειμένου να εξασφαλιστεί αμείωτη η υπεροχή του σοσιαλισμού στους ρυθμούς ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων συγκριτικά με τον αναπτυγμένο καπιταλισμό.
Η νέα κατάσταση απαιτούσε νέο τρόπο αντιμετώπισης της κομματικής δουλιάς, και στα πλαίσια αυτά το Κόμμα υπογράμμιζε την ανάγκη να διευρυνθεί η εσωκομματική δημοκρατία και να αντιμετωπιστούν φαινόμενα διοικητικού τρόπου επίλυσης των προβλημάτων, παραβίασης της αρχής της αιρετότητας των κομματικών, καθώς δεν πραγματοποιούνταν, αδικαιολόγητα, οι προβλεπόμενες καταστατικές διαδικασίες των συνδιασκέψεων.
Τα προβλήματα αυτά προβλήθηκαν και αποτέλεσαν αντικείμενο κριτικής κατά την Ολομέλεια του Φλεβάρη - Μάρτη 1937 της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ.) που συζήτησε το ζήτημα της προετοιμασίας των κομματικών οργανώσεων για τις εκλογές του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ. Η ΚΕ αποφάσισε να καθιερωθεί η κλειστή, δηλαδή μυστική ψηφοφορία και να εξαλειφθεί η πρακτική της πρόσληψης στα κομματικά όργανα. Δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην κοινή δράση και συμμαχία κομμουνιστών και εξωκομματικών για την ανάδειξη κοινών υποψηφίων βουλευτών, ώστε να εκδηλωθεί έμπρακτα η πρόοδος στην ενότητα της σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Η μελέτη της περιόδου αυτής και των σχετικών ντοκουμέντων μαρτυρούν ότι υπήρχε απόσταση και απόκλιση από τις αποφάσεις. Παρά τα μέτρα για την ανάπτυξη της εσωκομματικής δημοκρατίας και της συλλογικότητας εμφανίστηκαν φαινόμενα κατάχρησης εξουσίας, αυθαιρεσιών.
Η κριτική που άσκησε το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956) σ' αυτή την περίοδο δε συνιστούσε ολόπλευρη και αντικειμενική εξέταση της πορείας οικοδόμησης του σοσιαλισμού στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Η συζήτηση επικεντρώθηκε στο θέμα της προσωπολατρίας, ζήτημα που από μόνο του δεν μπορεί να δώσει ολοκληρωμένες απαντήσεις για τα προβλήματα της περιόδου, όπως και για αρνητικά φαινόμενα στη λειτουργία και δράση του Κόμματος.
Το πιο σοβαρό είναι ότι το 20ό συνέδριο καταδίκασε τη σωστή θέση- για τη συγκεκριμένη εκείνη ιστορική φάση- ότι οξυνόταν η ταξική πάλη. Στην προπολεμική περίοδο, (οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια χώρα σε συνθήκες περικύκλωσης) η εκμηδένιση της δράσης των εκμεταλλευτριών τάξεων, των ερεισμάτων και υπολειμμάτων τους δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ηταν αναγκαία και επιβεβλημένη η επαγρύπνηση απέναντι στις μηχανορραφίες του καπιταλισμού που συναντούσαν την απήχηση και τη στήριξη στο εσωτερικό της χώρας, ανάμεσα σε δυνάμεις που είχαν συμφέρον να παρεμποδίσουν την οικοδόμηση των βάσεων του σοσιαλισμού. Ηταν υποχρεωτικός- στη συγκεκριμένη περίοδο- ο συγκεντρωτικός τρόπος διεύθυνσης της οικονομίας, και ως ένα σημείο οι επιδράσεις του στο πολιτικό εποικοδόμημα.
Η κριτική που άσκησε το 20ό Συνέδριο αξιοποιήθηκε για να εξαπολυθεί μια μηδενιστική και συκοφαντική επίθεση εναντίον του σοσιαλισμού από εκείνους που δεν ενδιαφέρονταν, βεβαίως, να μελετήσουν τα λάθη και να τα καυτηριάσουν, αλλά στο όνομα των λαθών να χτυπήσουν στη ρίζα της την κομμουνιστική θεωρία και τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Με τη "σταλινολογία" ο ιμπεριαλισμός έδειξε όλο το ταξικό μίσος του για τη διαμόρφωση του σοσιαλιστικού συστήματος μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Ενα συμπέρασμα είναι ότι το Κόμμα και στις πιο σύνθετες και δύσκολες στιγμές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης δεν πρέπει να υποτιμά ότι πέρα από το κύριο και το βασικό, που είναι η αντεπαναστατική απειλή, ελλοχεύει και ο κίνδυνος να γίνονται καταχρήσεις εξουσίας και αυθαιρεσίες από στελέχη και όργανα. Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να συγχέεται και να ταυτίζεται η αντισοσιαλιστική κριτική και δράση με την κριτική πραγματικών λαθών και παρεκκλίσεων.
Η τελευταία λέξη για τα πραγματικά προβλήματα, τη συνολική πείρα και τις αρνητικές πλευρές της περιόδου αυτής δεν έχει ειπωθεί. Απαιτείται βαθύτερη μελέτη της περιόδου, ώστε να βγουν ολοκληρωμένα και αντικειμενικά ιστορικά συμπεράσματα για την αρχική φάση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, να αναδειχτούν οι θετικές αλλά και αρνητικές πλευρές στις πραγματικές διαστάσεις τους.

Η επίθεση στον Στάλιν συνεχίζεται


Η επίθεση στον Στάλιν συνεχίζεται
Ενα από τα πρώτα έργα της σοσιαλιστικής βιομηχανίας ήταν το μεταλλουργικό συγκρότημα του Μαγκνιτογκόρσκ στην περιοχή Τσελιάμπινσκ (Ουράλια)
Να, λοιπόν, που η 50ή επέτειος από το θάνατο του Ι. Β. Στάλιν τιμήθηκε δεόντως από την αστική ιστοριογραφία. Διάφοροι δημοσιολόγοι, χρησιμοποιώντας τη γνωστή προσφιλή τους μέθοδο, της πλαστογράφησης γεγονότων και στοιχείων, έδωσαν για μια ακόμη φορά το παλιό και μόνιμο στίγμα της εκδοχής των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για την ίδια την ιστορία μιας συγκεκριμένης περιόδου οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, εκφρασμένη στην αδυσώπητη επίθεση σε μια επίσης ιστορική προσωπικότητα, της συγκεκριμένης περιόδου, τον μπολσεβίκο ηγέτη Ι. Β. Στάλιν. Είναι η περίοδος αμέσως μετά το θάνατο του Β. Ι. Λένιν. Η σφοδρή επίθεση στον Στάλιν, που διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο, ως ΓΓ της ΚΕ του Κόμματος των μπολσεβίκων, τόσο στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, όσο και στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, γίνεται πέρα και έξω από τις κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής, όπου έδρασε. Αυτές σκόπιμα αποσιωπώνται. Μόνο που έξω απ' αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να υπάρξει ίχνος δυνατότητας προσέγγισης τόσο της ιστορίας, όσο και της προσωπικότητας, στην οποία αποδίδεται η εξέλιξη της ιστορίας. Πολύ περισσότερο που η ιστορία δημιουργείται από τη δράση των λαϊκών μαζών και έτσι αναδεικνύονται οι προσωπικότητες. Αλλά οι αστοί ιστορικοί και δημοσιολόγοι είναι μέρος των επιτελείων που σχεδιάζουν και διεξάγουν την ταξική πάλη της αστικής τάξης ενάντια στην εργατική τάξη, του καπιταλισμού ενάντια στο σοσιαλισμό, στο ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο.
Ο Στάλιν έδρασε ως Γενικός Γραμματέας της ΚΕ του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος των μπολσεβίκων στην ΕΣΣΔ. Το Κόμμα καθοδηγούσε τη σοσιαλιστική οικοδόμηση σε άμεση σχέση και κινητοποιώντας τους σοβιετικούς λαούς σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης. Επομένως, η πραγματικότητα, δηλαδή ο σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ, ήταν έργο των λαών της, που καθοδηγούνταν από το Κομμουνιστικό Κόμμα, με Γραμματέα της ΚΕ τον Στάλιν. Η συνεχιζόμενη επίθεση στο πρόσωπό του έχει σχέση και με την τεράστια προσωπική συμβολή του, στα ιστορικά πλαίσια που προαναφέραμε, στην υπόθεση του σοσιαλισμού, στην υπόθεση της πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό σε διεθνές επίπεδο. Αλλά και για έναν ακόμη λόγο: Ο Στάλιν καθοδηγούσε το Κόμμα, έχοντας καθαρή τη λενινιστική υποθήκη ότι κανένας δεν μπορεί να μας ανατρέψει εκτός από τα δικά μας λάθη. Οπως επίσης είχε καθαρό το ενδεχόμενο της απειλής που αποτελεί ο «εσωτερικός εχθρός», δηλαδή η δράση δραστήριων και πιθανώς ισχυρών δυνάμεων που δρουν μέσα στις γραμμές του σοσιαλισμού ενάντια στο σοσιαλισμό. Αυτή ήταν και είναι που δέχτηκε την πιο μεγάλη επίθεση.
Ο Στάλιν, όμως (όπως, πριν από αυτόν, ο Λένιν), είχε ξεκάθαρο πως ο σοσιαλισμός οικοδομείται σε πολιτική αντιπαράθεση με τον ιμπεριαλισμό, ο οποίος διαθέτει ακόμη σημαντικές δυνάμεις και ο οποίος δεν παραιτείται από την επιδίωξη παλινόρθωσης του καπιταλισμού. Και στο εσωτερικό της χώρας η αστική τάξη που χάνει την εξουσία, γίνεται πολλαπλάσια πιο επικίνδυνη απ' ό,τι πριν, αφού επιδιώκει να την επανακατακτήσει. Εχει δε μαζί της, ως ισχυρούς συμμάχους, τους καπιταλιστές όλου του κόσμου. Βεβαίως, οι ιμπεριαλιστές της ΑΝΤΑΝΤ το δοκίμασαν στα 1918 με τη στρατιωτική επέμβαση, αλλά ηττήθηκαν. Επομένως η από τα μέσα απειλή ήταν υπαρκτή. Αλλωστε ήταν και οι συνθήκες ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης, αλλά και η πάλη για την εκβιομηχάνιση αντιμετώπισε εκτεταμένα σαμποτάζ και καταστροφές, αλλά και μετά η κολεκτιβοποίηση αντιμετώπισε τη μεγάλη αντίσταση, έως και ένοπλη σε πολλές περιπτώσεις, των κουλάκων (αστική τάξη του χωριού).
Να επισημάνουμε δε ότι για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού δεν υπήρχε έτοιμο από τα πριν ολοκληρωμένο σχέδιο. Υπήρχαν οι βασικές αρχές των Μαρξ - Ενγκελς, αλλά ο Λένιν είχε επισημάνει ότι έπρεπε να ανιχνεύουν το δρόμο που έπρεπε να βαδίσουν για τη νέα κοινωνία. Ετσι η πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού, άγνωστη από τα πριν, δεν ήταν καθόλου εύκολη, είχε κινδύνους και λάθη, αλλά υπήρξε και οξύτατη διαπάλη. Σ' αυτό το ιστορικό πλαίσιο πρέπει να αντιμετωπίζεται η δράση του Στάλιν, ως ΓΓ της ΚΕ του Κόμματος των μπολσεβίκων. Ας δούμε συνοπτικά αυτό το πλαίσιο, μέσα από την επεξεργασία της ΚΕ του ΚΚΕ και την απόφαση της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του Κόμματος με θέμα:«Προβληματισμοί για τις αιτίες ανατροπής των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη και στην ΕΣΣΔ».
Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ ως το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Το νέο καθεστώς επέλεξε, από την αρχή, να αντιμετωπίσει με μέτρα οικονομικού χαρακτήρα την έλλειψη μηχανισμού κατανομής και εφοδιασμού, την κυριαρχία της σκόρπιας, καθυστερημένης μικρής παραγωγής. Επέλεξε δηλαδή να κινηθεί στο πνεύμα της Νέας Οικονομικής Πολιτικής. Η επιλογή αυτή ήταν υποχρεωτική στη μεταβατική περίοδο, όπου η νέα εξουσία έπρεπε να οικοδομήσει τις βάσεις του σοσιαλισμού στο έδαφος των καπιταλιστικών σχέσεων. Η επέμβαση και η απομόνωση, όμως, υποχρέωσαν γρήγορα στην εγκατάλειψη αυτής της επιλογής και οδήγησαν στην εφαρμογή της πολιτικής του «πολεμικού κομμουνισμού», δίχως την οποία δεν ήταν δυνατή η υπεράσπιση της σοσιαλιστικής επανάστασης. Το ΚΚΣΕ δεν ήθελε, και δεν είχε κανένα συμφέρον, η ταξική πάλη, που εντάθηκε την περίοδο εκείνη, να πάρει τη μορφή εμφύλιου πολέμου. Αυτός επιβλήθηκε, γιατί οι οπαδοί της ταξικής κοινωνίας δεν υποχωρούν εύκολα και προπάντων σιωπηλά. Την πολιτική του «πολεμικού κομμουνισμού» τη διαδέχτηκε η «Νέα Οικονομική Πολιτική» (ΝΕΠ) και αργότερα η πολιτική της «επίθεσης του σοσιαλισμού ενάντια στον καπιταλισμό» και της «ολοκληρωτικής συνεταιριστικής οργάνωσης της αγροτικής οικονομίας».
Το ΚΚΣΕ έδινε βάρος στην άνοδο της παραγωγικότητας του μικρού και μεσαίου νοικοκυριού, στον τεχνολογικό εξοπλισμό. Η εθνικοποίηση της γης δεν ερχόταν σε αντίθεση με το δικαίωμα της γαιοκτησίας από τους μικρούς και μεσαίους αγρότες. Η στάση απέναντι στο μικρό αγροτικό νοικοκυριό, τη μικρή παραγωγή ήταν σχέση βοήθειας και όχι πάλης. Απέρριπτε την εκμηδένιση της κατώτερης οργάνωσης της παραγωγής στο όνομα της μεγαλύτερης. Ταυτόχρονα πρόβαλε τα πλεονεκτήματα των κολχόζ και σοβχόζ. Η επιδίωξη για ολοκληρωτική οργάνωση της οικονομίας ξεκίνησε με πολιτικό στόχο να κατανικήσει ορισμένα τμήματα των κουλάκων στο χωριό και στη συνέχεια να εξαλείψει την κουλάκικη τάξη στο χωριό. Γενικά η σοβιετική εξουσία αντιμετώπισε με επιτυχία τα προβλήματα ανόρθωσης της βιομηχανίας, της αγροτικής παραγωγής και των μεταφορών. Εθεσε τις βάσεις της σοσιαλιστικής παραγωγής με θεαματικούς ρυθμούς ανάπτυξης και σε συνθήκες όξυνσης της αντιπαράθεσης ανάμεσα στις σοσιαλιστικές και τις καπιταλιστικές δυνάμεις (κουλάκοι και τμήμα της διανόησης, που προέρχεται από την κυρίαρχη τάξη).
To οικονομικό έτος 1926-27 υπήρξε αύξηση του εθνικού εισοδήματος πάνω από 11% σε σύγκριση με εκείνο του προηγούμενου έτους. Ενώ στις αναπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού - ΗΠΑ, Αγγλία, Γερμανία - δεν ξεπερνούσε το 2-4%. Για το ίδιο οικονομικό έτος σημειώθηκε αύξηση της παραγωγής στη μεγάλη βιομηχανία κατά 18% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος («Ιστορία του ΚΚΣΕ», σελ. 446, εκδόσεις ΣΕ). Οι συγκεκριμένες συνθήκες (περικύκλωση, απειλή πολέμου σε συνδυασμό με τη μεγάλη καθυστέρηση) επέβαλαν ταχύτατους ρυθμούς στην προώθηση της κολεκτιβοποίησης, που σε ορισμένες περιοχές προκάλεσαν κοινωνικές τριβές και δυσκολίες στη συμμαχία της εργατικής τάξης και της μεσαίας αγροτιάς κατά του καπιταλισμού. Κομματικές αποφάσεις και ομιλίες του Ι. Στάλιν κάνουν λόγο για προβλήματα και λάθη στον υπολογισμό της ποικιλομορφίας κάθε περιοχής. Υποκαθίσταται σε ορισμένες περιπτώσεις η προκαταρκτική δουλιά προετοιμασίας με τη γραφειοκρατική επιβολή του κινήματος, με αποφάσεις στα χαρτιά για την ανάπτυξη κολχόζ σε χώρους που δεν υπάρχουν ακόμα στην πραγματικότητα. Τα προβλήματα, που εμφανίστηκαν στην πορεία της συνεταιριστικοποίησης, όξυναν τις αντιθέσεις της εργατικής τάξης με τη μικρή και μεσαία αγροτιά. Παρά τις διορθωτικές αποφάσεις στην εφαρμογή της συνεταιριστικοποίησης, παρέμειναν προβλήματα.
Τα αρνητικά φαινόμενα αξιοποιούνται για να προβληθούν διαφορετικές απόψεις και διαφωνίες, που υπερβαίνουν τη διαφωνία για τους ρυθμούς κολεκτιβοποίησης. Θίγουν την ίδια την αναγκαιότητα να συνεχιστεί η ταξική πάλη κατά των κουλάκων, οι οποίοι αντιδρούσαν και παρεμπόδιζαν την οικοδόμηση των σοσιαλιστικών σχέσεων στο χωριό. Η εσωκομματική πάλη έμπαινε εμπόδιο στην πρόοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (Ομάδα Μπουχάριν και Τρότσκι - Ζινόβιεφ). Η αρχική φάση οικοδόμησης του σοσιαλισμού προσφέρεται για παραπέρα μελέτη. Δίνει πείρα για τη σχέση οικονομίας και πολιτικής στην περίοδο που η νέα εξουσία προσπαθεί να βάλει τις βάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, με την εμπέδωση και στερέωση της συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού. Στις αρχές της δεκαετίας του '30 η σοβιετική εξουσία αντιμετώπισε νέα προβλήματα στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, όπως η αντίθεση ανάμεσα στην εξάλειψη της ανεργίας και στην καθυστέρηση της προσπάθειας για εκτεταμένη εκμηχάνιση της παραγωγής, που εκδηλώνεται με έλλειψη ειδικευμένης εργατικής δύναμης και μια ισοπεδωτική αντίληψη για την πολιτική μισθών. Το Κόμμα είδε την ανάγκη να καθοριστούν «νέα καθήκοντα της οικονομικής οικοδόμησης στη νέα κατάσταση». Συνειδητοποίησε την ανάγκη να αυξηθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης σε σύγκριση με τους αντίστοιχους ρυθμούς ανάπτυξης του καπιταλισμού. Στα ντοκουμέντα του Κόμματος διαπιστώνονταν ορισμένα συμπτώματα χαλάρωσης της φυσιογνωμίας και των χαρακτηριστικών του, όπως γραφειοκρατία, εφησυχασμός, κατάχρηση εξουσίας. Γεγονός που οδηγεί σε απόφαση «εκκαθάρισης των γραμμών του».
Οι στρεβλώσεις που εμφανίζονται, αποδίδονται κυρίως στο πρόβλημα της ανάδειξης στελεχών. Στη θέση των στελεχών που είχαν πέσει θύματα των αντισοσιαλιστικών δυνάμεων κατά την περίοδο του εμφυλίου των πρώτων χρόνων της σοβιετικής εξουσίας, αναδείχτηκαν αντικαταστάτες χωρίς πείρα και απαιτούμενη ιδεολογική και πολιτική μόρφωση. Σε εισήγηση του Ι. Β. Στάλιν («Απαντα», τόμος 12, σελ. 56-88), σε σύσκεψη οικονομικών στελεχών, αναδεικνύεται το πρόβλημα της αρνητικής στάσης οικονομικών και συνδικαλιστικών στελεχών στην αποκατάσταση της σοσιαλιστικής αρχής στις αμοιβές, το πρόβλημα της καθυστέρησης στην ικανοποίηση νέων υλικών και πολιτιστικών αναγκών των εργατών. Επισημαίνεται η ανάγκη να αναπτύσσεται η σοσιαλιστική συνείδηση με βάση την ικανοποίηση νέων αναγκών. Τίθεται το ζήτημα να εφαρμοστεί η αρχή της οικονομικής ιδιοσυντήρησης των επιχειρήσεων, η διεύρυνση των πηγών της σοσιαλιστικής συσσώρευσης με την κινητοποίηση των εσωτερικών πόρων της βιομηχανίας, η εισαγωγή και σταθεροποίηση της αρχής της οικονομικής ιδιοσυντήρησης σε όλες τις επιχειρήσεις, η ουσιαστική μείωση του κόστους παραγωγής, η αύξηση της βιομηχανικής συσσώρευσης σε όλους ανεξαιρέτως τους βιομηχανικούς κλάδους. Η ηγεσία του Κόμματος έχει εκτιμήσει ότι η πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης θα κριθεί από την επίλυση αυτών των προβλημάτων, προκειμένου να εξασφαλιστεί αμείωτη η υπεροχή του σοσιαλισμού στους ρυθμούς ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων συγκριτικά με τον αναπτυγμένο καπιταλισμό. Η νέα κατάσταση απαιτούσε νέο τρόπο αντιμετώπισης της κομματικής δουλιάς και στα πλαίσια αυτά το κόμμα υπογράμμιζε την ανάγκη να διευρυνθεί η εσωκομματική δημοκρατία και να αντιμετωπιστούν φαινόμενα διοικητικού τρόπου επίλυσης των προβλημάτων, παραβίασης της αρχής της αιρετότητας των κομματικών οργάνων, καθώς δεν πραγματοποιούνταν, αδικαιολόγητα, οι προβλεπόμενες καταστατικές διαδικασίες των συνδιασκέψεων. Τα προβλήματα αυτά προβλήθηκαν και αποτέλεσαν αντικείμενο κριτικής κατά την Ολομέλεια του Φλεβάρη - Μάρτη 1937 της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ.)...
Ας δούμε πώς ο Στάλιν τοποθετεί αυτά τα ζητήματα μέσα από το κλείσιμό του στη συγκεκριμένη Ολομέλεια, τα βασικά αποσπάσματα του οποίου παρουσιάζουμε.

Η ταξική πάλη στην ΕΣΣΔ και ο ψευτο-ανθρωπισμός κάποιων οπορτουνιστών



Η ταξική πάλη στην ΕΣΣΔ και ο ψευτο-ανθρωπισμός κάποιων οπορτουνιστών
Ο σκληρός χαρακτήρας της ταξικής πάλης πριν και μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση προκαλούσε πάντοτε τον τρόμο στις ευαίσθητες ψυχές της μικροαστικής διανόησης. Οταν κάποιοι εκπρόσωποί της δεν επέλεγαν να ασχοληθούν με την ακαδημαϊκή τους καριέρα, αλλά παρασυρμένοι από την επαναστατική πλημμύρα τύχαινε να βρεθούν στο πλάι του εργατικού κινήματος, σύντομα άρχιζαν τις διαφωνίες, στο όνομα κάποιων αφηρημένων «ανθρωπιστικών» αξιών της επανάστασης και συχνά κατέληγαν στην αγκαλιά της αντεπανάστασης. Οι Θέσεις της ΚΕ για το σοσιαλισμό έδωσαν φαίνεται την αφορμή σε κάποιους τέτοιους διανοούμενους (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο κύριος Γ. Ρούσης) να ξανασηκώσουν το λάβαρο της αντισταλινικής - αντισοβιετικής πτωματολογίας, λάβαρο που έχουν υφάνει επί δεκαετίες τα επιτελεία της αστικής τάξης και που το βοήθησε να κυματίζει ψηλά και η έκθεση Χρουστσόφ στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ.
Η διαδικασία της κολεκτιβοποίησης στην ΕΣΣΔ από το 1929 και η όξυνση της ταξικής πάλης τη δεκαετία που ακολούθησε αποτέλεσαν πάντα ένα καρφί στο μάτι της αστικής τάξης και της προπαγάνδας της, ακριβώς γιατί σηματοδότησαν την αναγκαιότητα, αλλά και την απόφαση του Μπολσεβίκικου Κόμματος, να βαδίζει η χώρα προς τα μπρος στο δρόμο της εμβάθυνσης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Απόφαση που ήταν απόλυτα σύμφωνη με την επιταγή του Λένιν προς το προλεταριάτο (ήδη από το 1915), που το καλούσε «απαλλοτριώνοντας τους καπιταλιστές και οργανώνοντας στη χώρα του τη σοσιαλιστική παραγωγή» να ορθωθεί ενάντια στον υπόλοιπο κόσμο («Απαντα», τόμος 26, σελ. 363). Η δυνατότητα οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια χώρα αποτελεί θεμελιώδη θέση του λενινισμού και υποστηρίχτηκε σθεναρά από τον Στάλιν και το Μπολσεβίκικο Κόμμα, σε αντιπαράθεση με τον Τρότσκι που υποστήριζε ότι «μια πραγματική άνοδος της σοσιαλιστικής οικονομίας στη Ρωσία θα γίνει δυνατή μονάχα ύστερα από τη νίκη του προλεταριάτου στις σπουδαιότερες χώρες της Ευρώπης» (1922, πρόλογος στην επανέκδοση της μπροσούρας «Πρόγραμμα Ειρήνης»).
Η ΝΕΠ (1921) είχε βάλει προσωρινά ένα φρένο στους ρυθμούς της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Αποτελούσε μια προσωρινή υποχώρηση, που επιβλήθηκε από τις αντικειμενικές συνθήκες στην οικονομία της Σοβιετικής Ρωσίας και το σχετικό κλονισμό της σχέσης της εργατικής τάξης με τη μικρομεσαία αγροτιά. Σήμαινε τη μερική ισχυροποίηση εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων και (στο έδαφός τους) το δυνάμωμα μιας αστικής τάξης στην ύπαιθρο (κουλάκοι). Βέβαια, από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και του κόμματός της, η ΝΕΠ δεν μπορούσε να ιδωθεί μοιρολατρικά ως ένα δήθεν αυτόνομο, νομοτελειακό «στάδιο» της επαναστατικής διαδικασίας. Θα κρινόταν από την ικανότητα της προλεταριακής εξουσίας να πείσει τη μικρομεσαία αγροτιά ότι η παλινόρθωση της ατομικής ιδιοκτησίας και του ελεύθερου εμπορίου θα σήμαινε προοπτικά κατρακύλισμα στην τσιφλικάδικη και καπιταλιστική εξουσία. Θα αποφασιζόταν από τη δυνατότητα το κράτος να δώσει στην αγροτιά την υλικοτεχνική βάση (τρακτέρ, εξηλεκτρισμός, κτλ.) για τη ριζική αναμόρφωση της μικρο-αγροτικής παραγωγής σε κοινωνική βάση και, επόμενα, και της μικροαστικής συνείδησης του αγρότη. Οι αντιφάσεις της ΝΕΠ δεν μπορούσαν σε τελική ανάλυση να λυθούν παρά μέσω της ταξικής πολιτικής του κράτους, μέσω της πορείας της ταξικής πάλης.
Στο πεδίο της αγροτικής παραγωγής, οι μπολσεβίκοι βρίσκονται πολύ γρήγορα αντιμέτωποι με τις αντιφάσεις της ΝΕΠ. Τον Οκτώβρη 1927, η κρατική συλλογή σιτηρών βρίσκεται στα 2/3 αυτής του προηγούμενου Οκτώβρη, ενώ το Νοέμβρη - Δεκέμβρη πέφτει κάτω από το μισό του προηγούμενου χρόνου, με αποτέλεσμα σοβαρές δυσκολίες στο να καλυφθούν οι διατροφικές ανάγκες στις πόλεις. Το Μάη του 1928, ο Στάλιν στο λόγο του «Στο μέτωπο των σιτηρών» («Απαντα», τόμος 11, σελ. 95) τονίζει: «Η βασική αιτία των δυσκολιών μας στα σιτηρά είναι ότι στη χώρα μας η αύξηση της εμπορεύσιμης παραγωγής σιτηρών προχωρεί πιο αργά από την αύξηση των αναγκών σε σιτηρά». Παρά το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ έχει φτάσει το προπολεμικό επίπεδο παραγωγής σιτηρών, παράγει 2 φορές λιγότερα εμπορεύσιμα σιτηρά και εξάγει 20 φορές λιγότερα από ό,τι προπολεμικά. Πώς εξηγείται το φαινόμενο αυτό; Εξηγείται πρώτα και κύρια από το γεγονός ότι με την επανάσταση περνάμε από το μεγάλο τσιφλικάδικο και κουλάκικο νοικοκυριό στο μικρό και μεσαίο νοικοκυριό (που δίνει ένα μικρότερο ποσοστό της συνολικής παραγωγής του στο εμπόριο). Αρα, το πρόβλημα της αγροτικής παραγωγής εντοπίζεται στις διαστάσεις του αγροτικού νοικοκυριού και τις δυνατότητες που δίνει το μεγάλο νοικοκυριό για ανέβασμα της παραγωγικότητας της εργασίας, με τη χρήση μηχανών, επιστήμης, λιπασμάτων, κτλ. Πρόκειται για πρόβλημα φρεναρίσματος των παραγωγικών δυνάμεων από τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής.
Τις δυσκολίες στο μέτωπο των σιτηρών «τις εκμεταλλεύτηκαν τα καπιταλιστικά στοιχεία του χωριού και πρώτα απ' όλα οι κουλάκοι για να υπονομεύσουν τη σοβιετική οικονομική πολιτική». Ποια ήταν η διέξοδος από αυτήν την κατάσταση; Προφανώς όχι η ανάπτυξη και η επέκταση του κουλάκικου νοικοκυριού. Στη μεγάλη κουλάκικη παραγωγή του χωριού, το σοβιετικό κράτος δεν μπορούσε να αντιπαρατάξει ακόμα (όπως στη βιομηχανία) ένα ισχυρό μεγάλο κοινωνικό νοικοκυριό. Αρα, δε χωρούσε εφησυχασμός και παραγνώριση του ειδικού βάρους των κουλάκων στο χωριό («εκατό φορές πιο μεγάλο από το ειδικό βάρος των μικρών καπιταλιστών στη βιομηχανία της πόλης»), της δυνατότητάς τους να τραβούν σε συμμαχία και μεσαία αγροτικά στρώματα.
Ηδη, από το 1927, η Εργατο-Αγροτική Επιθεώρηση είχε προειδοποιήσει την ηγεσία ότι σε πολλές περιοχές η τοπική, βασισμένη στις κοινότητες, διοίκηση (όπου οι κουλάκοι είχαν ισχυρή επιρροή) είχε υποκαταστήσει τη σοβιετική διοίκηση, ότι οι κουλάκοι αρχίζουν να συγκροτούνται ως ένα διακριτό ταξικό στρώμα και δύναμη, με τα δικά τους συμφέροντα και καθήκοντα. Για τους μπολσεβίκους, η μόνη πραγματική διέξοδος «βρίσκεται στο πέρασμα από το ατομικό αγροτικό νοικοκυριό στο συλλογικό, στο κοινωνικό νοικοκυριό στη γεωργία». Πέρασμα, που απαιτούσε τη συμμαχία με τις εργαζόμενες μάζες της αγροτιάς, σε αντιπαράθεση με τα καπιταλιστικά στοιχεία της αγροτιάς.
Τι προτείνει στη φάση αυτή η ήδη ηττημένη μέσα στο Κόμμα δεξιά αντιπολίτευση; Αποδίδουν την κρίση των σιτηρών σε δευτερεύουσες αιτίες: Την έλλειψη κρατικής ετοιμότητας, το φτωχό σχεδιασμό, την ανελαστική πολιτική τιμών και την αμέλεια τοπικών αξιωματούχων. Φαίνεται ότι προτείνουν μια επανέναρξη των εισαγωγών σιτηρών - ακόμα και με τη χρήση ξένων πιστώσεων - και μια μείωση στις νόρμες κατανάλωσης σιτηρών. Ο Μπουχάριν στην Ολομέλεια της ΚΕ τον Απρίλη 1929 και στη 16η Συνδιάσκεψη που ακολουθεί, υποστηρίζει ότι υπήρχε μια «καθαρή υπερεκτίμηση της δυνατότητας επίδρασης πάνω στη βασική μάζα των αγροτών», πράγμα, που, κατά τη γνώμη του, ήταν εφικτό μόνο διαμέσου των «σχέσεων αγοράς». (Οι παραπομπές είναι από τα στενογραφημένα πρακτικά της Συνδιάσκεψης).
Αντιμέτωπη με ένα οξύτατο πρόβλημα εφοδιασμού του πληθυσμού και με την πιθανότητα διάρρηξης της εμπιστοσύνης της εργατικής τάξης, η σοβιετική ηγεσία προχωρεί με εξαιρετικά μετρημένα βήματα σε όλη τη διάρκεια του 1928-29. Υιοθετεί μεθόδους όχι «συρρίκνωσης της σοσιαλιστικής δημοκρατίας» (όπως υποστηρίζει ο Γ. Ρούσης), αλλά ραγδαίας επέκτασής της με την ανάθεση της ευθύνης καθορισμού των πλάνων παράδοσης στις συνελεύσεις των χωριών που συνέρχονται χωρίς την παρουσία των κουλάκων. Είναι αυτές οι μέθοδοι που βοηθούν στο στερέωμα της συμμαχίας με τη μικρομεσαία αγροτιά και προετοιμάζουν το έδαφος για το γρήγορο πέρασμά της στη μαζική κολεκτιβοποίηση από το χειμώνα του 1929-30.
Η κολεκτιβοποίηση της αγροτικής παραγωγής δεν αποτελεί επομένως μια βολονταριστική επιλογή του Στάλιν, αλλά μια αδήριτη αναγκαιότητα της οξυμένης ταξικής πάλης. Οδηγεί στην εξάλειψη της τάξης των κουλάκων και στο ραγδαίο περιορισμό της μικρής αγροτικής παραγωγής. Φέρνει αυτό, άραγε, το τέλος της ταξικής πάλης στην ΕΣΣΔ; Ο Στάλιν είναι ξεκάθαρος στην Ολομέλεια του Μάρτη του 1937: «...όσο περισσότερες επιτυχίες θα έχουμε τόσο περισσότερο θα εξαγριώνονται τα κατάλοιπα των συντριμμένων εκμεταλλευτριών τάξεων... αν η μια άκρη της ταξικής πάλης δρα στα πλαίσια της ΕΣΣΔ, η άλλη άκρη εκτείνεται στα όρια των αστικών κρατών που μας περιβάλλουν» (Για τις ελλείψεις της κομματικής δουλειάς, «Απαντα», τόμος 14, σελ. 253).
Η εκτίμηση αυτή και η ανάγκη συνεχούς ενίσχυσης και βαθέματος των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής αποτέλεσαν τον μπούσουλα για την επαναστατική γραμμή του Κόμματος πριν τον πόλεμο και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια (συχνά μέσα από έντονη εσωκομματική διαπάλη), γραμμή που αναιρείται από τη δεξιά οπορτουνιστική στροφή του 20ού Συνεδρίου.

Βασίλης Οψιμος
Ιδεολογική Επιτροπή της ΚΕ του ΚΚΕ


Η διδασκαλία του Μαρξ για το καπιταλιστικό κέρδος


Η διδασκαλία του Μαρξ για το καπιταλιστικό κέρδος
Τον Μάη του 1998 κλείνουν 180 χρόνια από τη γέννηση του Καρλ Μαρξ. Η θεωρία που δημιούργησε μαζί με το στενό του φίλο και συνεργάτη Φρίντριχ Ενγκελς, συνεχίζει να βρίσκεται στο επίκεντρο της ιδεολογικής πάλης και να επιβεβαιώνεται από τη σύγχρονη καπιταλιστική πραγματικότητα.
Τον τελευταίο καιρό με την ευκαιρία των 150 χρόνων από την έκδοση του "Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος", είδαν το φως της δημοσιότητας στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο της χώρας μας μια σειρά δημοσιεύσεις, που κάνουν λόγο για τη δήθεν επιστροφή του Μαρξ.
Κατ' αρχήν, για όσους πιστεύουν στην κοινωνική πρόοδο και σε μια ανθρώπινη και δίκαιη κοινωνία, χωρίς καταπίεση και εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, ο Μαρξ δεν έφυγε ποτέ για να μπορεί να επιστρέψει. Πάντα ήταν και είναι κοντά μας. Πάντα είναι παρών. Παρά τα όποια ζιγκ ζαγκ της ιστορίας, το έργο του Μαρξ είναι εδώ, ζει και δικαιώνεται. Εκείνοι που έρχονται και παρέρχονται είναι μόνο οι επικριτές και οι αντίπαλοί του.
Ο Κ. Μαρξ ήταν εκείνος, που πρώτος ανακάλυψε το νόμο κίνησης της καπιταλιστικής κοινωνίας και απέδειξε επιστημονικά τον ιστορικό μεταβατικό χαρακτήρα του καπιταλισμού και την ανταγωνιστική εκμεταλλευτική φύση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Στις συνθήκες του καπιταλισμού οι βασικές σχέσεις παραγωγής μεταξύ της εργατικής και της αστικής τάξης, ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο εμφανίζονται με παραλλαγμένες μορφές, οι οποίες συγκαλύπτουν τη φύση και τον εκμεταλλευτικό τους χαρακτήρα. Μια από αυτές τις μορφές είναι το ίδιο το καπιταλιστικό κέρδος.
Στην ιδεολογική πάλη με την προλεταριακή πολιτική οικονομία, η αστική πολιτική οικονομία έχει αναγάγει το καπιταλιστικό κέρδος σε υπέρτατη δύναμη και σε Θεό της, σε γιατροσόφι διά "πάσαν νόσο", περιτυλίγοντάς το με τη συσκευασία της λεγόμενης ελεύθερης οικονομίας της αγοράς.
Η μαρξιστική θεωρία για το κέρδος
Η διδασκαλία του Καρλ Μαρξ για το καπιταλιστικό κέρδος αποτελεί συνέχεια και παραπέρα ανάπτυξη της θεωρίας του για την αξία και την υπεραξία. To κέρδος είναι μια από τις συγκεκριμένες μορφές εμφάνισης της υπεραξίας.
O Κ. Μαρξ απέδειξε, επιστημονικά, ότι η αξία του εμπορεύματος αποτελείται από το σταθερό κεφάλαιο (σ), το μεταβλητό κεφάλαιο (μ) και από την υπεραξία (υ). Συνεπώς, η αξία του εμπορεύματος μπορεί να εκφραστεί με τον τύπο: (σ+μ+υ), όπου το "σ" από μόνο του είναι παρωχημένη εργασία, που μεταφέρθηκε στο έτοιμο προϊόν, το (μ+υ) είναι η νεοδημιουργημένη αξία από την εργασία των εργατών στο δοσμένο προτσές παραγωγής.
Ξεκινώντας από τη διαφορά ανάμεσα σε αυτά τα δυο στοιχεία, διαπιστώνει ότι η αξία των καταναλωμένων μέσων παραγωγής και της εργατικής δύναμης αποτελεί τα λεγόμενα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής.
Τα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής και η αξία του εμπορεύματος είναι δυο διαφορετικά πράγματα. Κάνοντας τη διάκριση μεταξύ αυτών των δύο μεγεθών, ο Κ. Μαρξ γράφει:
"Το πόσο κοστίζει το εμπόρευμα στον κεφαλαιοκράτη, μετριέται με τη δαπάνη σε κεφάλαιο, ενώ το πόσο κοστίζει πραγματικά το εμπόρευμα μετριέται με τη δαπάνη εργασίας". (Κ. Μαρξ, "Το Κεφάλαιο", τόμος 3, σελ. 43).
Σύμφωνα με τον Κ. Μαρξ, πηγή της υπεραξίας είναι μόνο το μεταβλητό κεφάλαιο. Ομως, επειδή στα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής δε φαίνεται η διαφορά ανάμεσα στο σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο, η υπεραξία παρουσιάζεται με αλλοιωμένη μορφή, σαν γέννημα ολόκληρου του προκαταβλημένου κεφαλαίου.
Με τον τρόπο αυτό στην επιφάνεια της καπιταλιστικής κοινωνίας συντελείται η μετατροπή της υπεραξίας σε κέρδος.
"Επομένως, το κέρδος, όπως το συναντάμε για πρώτη φορά εδώ, είναι το ίδιο πράγμα με την υπεραξία, με απατηλή όμως μορφή, που προκύπτει ωστόσο με αναγκαιότητα από τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής". (Κ. Μαρξ, "Το Κεφάλαιο", τόμος 3, σελ. 55).
Ο φετιχικός χαρακτήρας του καπιταλιστικού κέρδους προκύπτει και από το γεγονός ότι η αρχική μορφή με την οποία συναντώνται το κεφάλαιο και η μισθωτή εργασία στην αγορά εργασίας, μεταμφιέζεται και η ίδια η υπεραξία δεν εμφανίζεται σαν προϊόν της ιδιοποιημένης απλήρωτης μισθωτής εργασίας, αλλά σαν περίσσευμα της τιμής πούλησης του εμπορεύματος, πάνω από την τιμή κόστους του. Γι' αυτό η τιμή κόστους του εμπορεύματος στην προκειμένη περίπτωση παρουσιάζεται εύκολα σαν να είναι η πραγματική του αξία, έτσι, που "... το κέρδος παρουσιάζεται σαν περίσσευμα της τιμής πούλησης των εμπορευμάτων πάνω από την ενυπάρχουσα σε αυτά αξία". (Κ. Μαρξ, "Το Κεφάλαιο" τόμος 3, σελ.64).
Δημιουργείται η εντύπωση ότι, το καπιταλιστικό κέρδος είναι γέννημα της ίδιας της πούλησης του εμπορεύματος. Στην πραγματικότητα όμως, η αυτοαύξηση της προκαταβλημένης αξίας (του κεφαλαίου) μπορεί και πραγματοποιείται μόνο στη σφαίρα της υλικής παραγωγής, όπου το "νεογνό" που λέγεται καπιταλιστικό κέρδος, είναι "ώριμο τέκνο" της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Δηλαδή, η υπεραξία γεννιέται στη σφαίρα της παραγωγής και εκδηλώνεται στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Και ενώ η μετατροπή της υπεραξίας στο κέρδος πραγματοποιείται σε απόλυτη αντιστοιχία με τους νόμους της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής, "ωστόσο, το κέρδος είναι μια παραλλαγμένη μορφή της υπεραξίας, μια μορφή με την οποία συγκαλύπτεται και σβήνεται η καταγωγή της και το μυστικό της ύπαρξής της". (Κ. Μαρξ, "Το Κεφάλαιο", τόμος 3, σελ.68).
Το γεγονός ότι σε συνθήκες ύπαρξης μιας αυθόρμητης συγκυρίας της αγοράς, ένας καπιταλιστής μπορεί να πουλήσει το εμπόρευμά του πάνω ή κάτω από την αξία του, δε σημαίνει με κανέναν τρόπο, ότι η υπεραξία και το καπιταλιστικό κέρδος δε δημιουργούνται στη σφαίρα της παραγωγής. Εδώ ισχύει η αρχή, "όπου υπάρχει ισότητα δεν υπάρχει κέρδος". Για παράδειγμα, αν υποθέσουμε ότι οι καπιταλιστές κατορθώνουν να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους πάνω από την αξία τους κατά 10%, τότε όταν θα γίνουν οι ίδιοι αγοραστές θα πρέπει να πληρώσουν επιπλέον αυτό το 10% στους πουλητές. Με αυτό τον τρόπο, ό,τι θα κερδίσουν σαν πουλητές των εμπορευμάτων τους, θα το χάνουν σαν αγοραστές. Οσο και αν στριφογυρίζει κανείς, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Και όταν τα εμπορεύματαανταλλάσσονται ισοδύναμα και όταν ανταλλάσσονται μη ισοδύναμα πάλι δε γεννιέται υπεραξία και κέρδος. Δεν μπορεί συνολικά η αστική τάξη μιας χώρας να κερδίζει σε βάρος του εαυτού της.
Συνεπώς στη σφαίρα της κυκλοφορίας δεν μπορεί και δε γίνεται καμία αύξηση της αξίας των εμπορευμάτων.
Αρα, όπως η υπεραξία, έτσι και το καπιταλιστικό κέρδος, έχουν μόνο μια και μοναδική πηγή της ύπαρξής τους: Την εκμετάλλευση της ξένης απλήρωτης μισθωτής εργασίας της εργατικής τάξης από το σύνολο της τάξης των καπιταλιστών.
Η πτώση του ποσοστού κέρδους
Με την ανάπτυξη της επιστημονικοτεχνικής προόδου και των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό, το μερίδιο του σταθερού κεφαλαίου αυξάνει πολύ πιο γρήγορα απ' ό,τι το μεταβλητό κεφάλαιο. Αυτό οδηγεί στην αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, συνεπώς και στην πτώση του ποσοστού του κέρδους.
Το φαινόμενο αυτό έχει επισημανθεί από τους κλασικούς αστούς οικονομολόγους και τους ανησύχησε πάρα πολύ.
Η κλασική αστική πολιτική οικονομία δεν μπόρεσε να εξηγήσει την πτώση του ποσοστού κέρδους, γιατί οι εκπρόσωποί της δεν τηρούσαν την απαραίτητη ειδοποιό γραμμή μεταξύ του σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου, δεν καταλάβαιναν τη σοβαρότητα των αλλαγών στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και δεν έβλεπαν τις διαφορές ανάμεσα στο κέρδος και στην υπεραξία.
Η αστική πολιτική οικονομία: "Εβλεπε το φαινόμενο και βασανιζόταν να το εξηγήσει με αντιφάσκουσες προσπάθειες. Εχοντας όμως υπόψη τη μεγάλη σπουδαιότητα που έχει ο νόμος αυτός για την κεφαλαιοκρατική παραγωγή, μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί το μυστήριο, γύρω από τη λύση του οποίου περιστρέφεται όλη η πολιτική οικονομία από τον καιρό του Ανταμ Σμιθ, και ότι η διαφορά ανάμεσα στις διάφορες σχολές από τον καιρό του Α. Σμιθ συνίσταται στις διάφορες προσπάθειες για τη λύση του". (Κ. Μαρξ, "Το Κεφάλαιο", τόμος 3, σελ. 270).
Βέβαια, το ποσοστό κέρδους πέφτει όχι γιατί την εργατική τάξη την εκμεταλλεύεται λιγότερο το μονοπωλιακό κεφάλαιο, αλλά γιατί σε σχέση με το μέγεθος του σταθερού κεφαλαίου χρησιμοποιείται σχετικά μικρότερο μεταβλητό κεφάλαιο. Αυτό μπορεί να συμβεί και συμβαίνει με την ταυτόχρονα αυξανόμενη μάζα της υπεραξίας, που ιδιοποιούνται συνολικά οι καπιταλιστές. Η απόλυτη μάζα της υπεραξίας, συνεπώς και του κέρδους, μεγαλώνει λόγω της αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης και της συνολικής αριθμητικής δύναμης της εργατικής τάξης.
Στη χώρα μας, η εξέλιξη του μέσου ποσοστού του κέρδους στην περίοδο 1960 - 1981, στον μεταποιητικό τομέα της οικονομίας, κινήθηκε γενικά μεταξύ του 11,9% και 20,8%. Από 26,6% το 1991 έφτασε στο 28,3% το 1992. Μόνο στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας, το μέσο ποσοστό του κέρδους από 24,1% το 1980 αυξήθηκε στο 39,7% το 1993 (συλλογική εργασία του ΚΜΕ: "Η καπιταλιστική εκμετάλλευση στην Ελλάδα: Βαθμός και μορφές". Εκδόσεις ΣΕ, 1984, σελ. 268).
Περίτρανη απόδειξη γι' αυτό είναι και τα συνολικά μεικτά κέρδη των ΑΕ και ΕΠΕ της ελληνικής βιομηχανίας, τα οποία από 182,4 δισ. το 1981 και 944,5 δισ. το 1990, έφτασαν στο 1.901,5 δισ. δρχ. το 1996. Δηλαδή, αυξήθηκαν πάνω από 10 φορές και μάλιστα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης (ICAP - 1998). Είναι γεγονός, πως η τάση του μέσου ποσοστού του κέρδους να πέφτει, δε γίνεται με τον ίδιο ρυθμό με τον οποίο αυξάνει η οργανική σύνθεση του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Οι βασικοί παράγοντες που αντιδρούν στο νόμο της τάσης του ποσοστού του κέρδους να πέφτει, είναι:
1) Η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης με την παράταση της εργάσιμης μέρας. Η ανάπτυξη και χρησιμοποίηση της νέας τεχνικής συνδέεται με την αύξηση της εντατικότητας της εργασίας, η οποία όχι μόνο αυξάνει το βαθμό εκμετάλλευσης, αλλά και φρενάρει άμεσα την πτώση του ποσοστού κέρδους.
2) Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στους κλάδους που παράγουν τα μέσα παραγωγής, συμβάλλει στο να γίνονται πιο φτηνά τα στοιχεία του σταθερού κεφαλαίου, πράγμα που επιδρά στην πτώση του ποσοστού του κέρδους.3) Ο σχετικός υπερπληθυσμός από τον οποίο δημιουργείται η μαζική ανεργία, συντελεί στην πτώση του μισθού εργασίας κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης και αυξάνει το κέρδος. Αυτό αντιδρά στην πτώση του ποσοστού του κέρδους.
4) Οι εξωτερικές εμπορικές ανταλλαγές των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών με τις οικονομικά αδύνατες χώρες, επιτρέπουν στους καπιταλιστές:
α) να αγοράζουν τις πρώτες ύλες σε μονοπωλιακά χαμηλές τιμές, πράγμα που μειώνει τη συνολικά αξία σταθερού κεφαλαίου.
β) να εισάγουν φθηνότερα τρόφιμα, τα οποία μειώνουν την αξία της εργατικής δύναμης και αυξάνουν το βαθμό εκμετάλλευσης και τη μάζα της υπεραξίας.
γ) να παίρνουν ένα μονοπωλιακό υπερκέρδος σαν αποτέλεσμα της διαφοράς μεταξύ των εθνικών επιπέδων της αξίας των εμπορευμάτων τους.
Ολοι αυτοί οι αυτεπενεργητικοί παράγοντες δεν αναιρούν τη δράση του νόμου της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει,αλλά μόνο προκαλούν αντιδράσεις που αναχαιτίζουν, επιβραδύνουν και εν μέρει παραλύουν αυτή την τάση και αδυνατίζουν την αποτελεσματικότητά του.
Είναι βέβαια γεγονός ότι στις συνθήκες ανάπτυξης του σύγχρονου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, συντελέστηκαν και συντελούνται σημαντικές αλλαγές στην εμφάνιση και δράση των οικονομικών νόμων του καπιταλισμού γενικά και ιδιαίτερα στο βασικό οικονομικό του νόμο - το νόμο της υπεραξίας. Στα πλαίσια του προμονοπωλιακού καπιταλισμού, ο νόμος της υπεραξίας πραγματοποιούνταν μέσω του νόμου του μέσου ποσοστού κέρδους. Στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού ο νόμος της υπεραξίας λειτουργεί μέσω του νόμου του μονοπωλιακού υπερκέρδους, χωρίς να σημαίνει ότι σταματά να υπάρχει και να επιδρά ο νόμος του μέσου ποσοστού κέρδους.
Επομένως το κίνητρο για την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη σύγχρονη κρατικομονοπωλιακή βαθμίδα είναι το μονοπωλιακό υπερκέρδος και όχι το μέσο ποσοστό του κέρδους.
Γιώργος ΠΟΛΥΜΕΡΙΔΗΣ

ΠΤΩΤΙΚΗ ΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΣΟΣΤΟΥ ΚΕΡΔΟΥΣ Ενας νόμος που οδηγεί στην ανάγκη της ανατροπής


ΠΤΩΤΙΚΗ ΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΣΟΣΤΟΥ ΚΕΡΔΟΥΣ
Ενας νόμος που οδηγεί στην ανάγκη της ανατροπής
Από τη στιγμή και μόνο που κάθε παραγωγική δραστηριότητα διακόπτεται όταν δεν αποφέρει κέρδη στους καπιταλιστές, σημαίνει ότι για τους εργαζόμενους ήρθε η ώρα να απαλλαγούν από αυτούς και την παρουσία τους
Στο σοσιαλισμό, η συνεχής αντικατάσταση της εργατικής δύναμης από τις μηχανές και τα αυτοματοποιημένα μέσα παραγωγής, μια διαδικασία που είναι βαρίδι της ανάπτυξης, σήμερα στον καπιταλισμό, θα αποτελέσει το εργαλείο για την πραγματική απελευθέρωση του εργαζόμενου (φωτ. από γαλακτοβιομηχανία στην ΕΣΣΔ)
Αν το καλοσκεφτούμε είναι ο απόλυτος παραλογισμός: Η μεγάλη μάζα των εργαζομένων ζει στερούμενη μια σειρά από βασικά είδη λαϊκής κατανάλωσης και δεν μπορεί καν να πλησιάσει υπηρεσίες που είναι στοιχειώδεις για τη βελτίωση του βιοτικού της επιπέδου, αλλά την ίδια στιγμή, βγαίνουν οι καπιταλιστές και λένε κλείνω την επιχείρηση, βάζω λουκέτο στην εταιρεία, κατεβάζω οριστικά τα ρολά. Η μόνιμη επωδός είναι «δε βγαίνω», «δε με συμφέρει», «δεν έχω κέρδος» και να 'σου, καπάκι, η οικονομική κρίση, η οποία χτυπάει αλύπητα τους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα, ενώ παράλληλα καταστρέφει και ένα - πολλές φορές σημαντικό - μέρος των παραγωγικών δυνάμεων. Εκτοπίζοντας και θέτοντας «εκτός λειτουργίας» εκατομμύρια εργατικά χέρια, αναγκάζοντας σε υπολειτουργία το συνολικό παραγωγικό δυναμικό και οδηγώντας στο κλείσιμο δεκάδες και εκατοντάδες εργοστάσια και παραγωγικές, μέχρι εκείνη τη στιγμή, μονάδες. Τι συμβαίνει, λοιπόν, και σε ένα σύστημα όπου την εξουσία έχουν στα χέρια τους οι αστοί και κύριο μέλημα του οποίου είναι να ενισχύει συνεχώς τη θέση τους στην κοινωνία σε βάρος, μάλιστα, όλων των άλλων κοινωνικών ομάδων, να βγαίνουν αυτοί οι ίδιοι οι καπιταλιστές και να δηλώνουν χρεοκοπία των εταιρειών και επιχειρήσεων που ελέγχουν;
Η σωστή απάντηση είναι ότι αυτοί που μπορούν να καταναλώσουν τα παραγόμενα προϊόντα, δηλαδή, οι εργαζόμενοι, έχουν στη διάθεσή τους όλο και μικρότερο εισόδημα, αλλά και οι καπιταλιστές, που καταναλώνουν σε μέσα παραγωγής (μηχανήματα, πρώτες ύλες, κλπ.), επίσης να μην μπορούν να καταναλώσουν αφού δεν παράγουν όπως πριν, γιατί δεν μπορούν να πουλήσουν τα παραγόμενα εμπορεύματα, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να φτάνουμε στο οριακό εκείνο σημείο, πέραν του οποίου δεν μπορούν να ρίξουν στην αγορά ούτε ένα επιπλέον ευρώ. Ετσι, μέρος των εμπορευμάτων που παράχθηκαν παραμένουν στα ράφια. Τότε, αρχίζει η αντίστροφη πορεία, η πορεία προς την οικονομική κρίση, που οδηγεί στην αναγκαστική διακοπή της λειτουργίας των επιχειρηματικών μονάδων, που δεν μπορούν να αντέξουν. Πράγματι, ο ατομικός χαρακτήρας της ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της παραγωγής στον καπιταλισμό, που βρίσκεται σε συνεχή αντιπαράθεση με την κοινωνικοποιημένη εργασία, φρενάρει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας. Σε μια κοινωνία που το κριτήριο για την όποια οικονομική δραστηριότητα και την λεγόμενη ανάπτυξη είναι αποκλειστικά το κέρδος, καταντάει να είναι νομοτέλεια ότι τα εργοστάσια και οι μηχανές θα λειτουργούν όσο μπορούν να προσφέρουν κέρδη στο κεφάλαιο, ενώ σε κάθε αντίθετη περίπτωση οφείλουν και πρέπει αναγκαστικά να παραμένουν σε αδράνεια. Μόνο έτσι μπορεί να εξασφαλιστεί ότι θα επιτευχθούν νέες ισορροπίες, στα πλαίσια των οποίων θα γίνει και πάλι συμφέρουσα η παραγωγή. Με λιγότερες παραγωγικές μονάδες, που θα ανήκουν σε μικρότερο αριθμό επιχειρηματιών και κυρίως με μια τάξη καπιταλιστών που θα έχει φροντίσει στο μεταξύ να τσαλαπατήσει εργατικά δικαιώματα και κατακτήσεις, ώστε το κέρδος να είναι ακόμα πιο διασφαλισμένο και ακόμα πιο μεγάλο από τις προηγούμενες περιόδους. Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε σήμερα...
Μειώνεται το ποσοστό κέρδους;
ΕΣΣΔ: Ξενώνες για διακοπές των εργαζομένων και των οικογενειών τους, σε παραλίμνια περιοχή του Κιργιστάν
Βέβαια, αυτή η επιδίωξη του καπιταλιστή, να κερδίζει όλο και περισσότερα, σε σχέση με τα κεφάλαια που «ρίχνει» στην παραγωγή, να προσπαθεί, δηλαδή, να αυξήσει το ποσοστό του κέρδους του, τελικά αποτελεί και μία από τις μεγάλες αντιφάσεις του ίδιου του καπιταλισμού. Γιατί; Επειδήστην πορεία εξέλιξης του συστήματος, το μέσο ποσοστό κέρδους των καπιταλιστών βαίνει συνεχώς μειούμενο, με αποτέλεσμα να εντείνονται οι μεταξύ των κεφαλαιοκρατών ανταγωνισμοί, να δυναμώνουν οι διαδικασίες συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης των κεφαλαίων, να απειλείται το ξέσπασμα συχνότερων και βαθύτερων οικονομικών κρίσεων, να οξύνεται η επιθετικότητα του κεφαλαίου ενάντια στους εργαζόμενους.
Το γεγονός ότι μία από τις βασικές αιτίες της όξυνσης των καπιταλιστικών αντιθέσεων και ζήτημα που έχει επίδραση στην πρόκληση των κρίσεων, είναι η πτωτική πορεία του ποσοστού κέρδους των κεφαλαιοκρατών (βεβαίως, δε σημαίνει ότι αυτή η πορεία είναι συνεχής και ανεπίστρεπτη, ούτε αυτή είναι που οδηγεί στην κρίση, την κρίση τη φέρνει η αναρχία στην καπιταλιστική παραγωγή), πολλές φορές δε γίνεται κατανοητό. Κυρίως, επειδή εκείνο που εντυπωσιάζει περισσότερο, είναι τα απίστευτα κέρδη που καταβροχθίζουν οι μεγάλοι και άλλοι επιχειρηματικοί όμιλοι, κάτι που απομακρύνει από το οπτικό μας πεδίο το γεγονός ότι μπορεί τα κέρδη ως μάζα να αυξάνονται και μάλιστα με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, ωστόσο αυτό που λέμε «μέσο ποσοστό κέρδους», δηλαδή η αναλογία των κερδών ολόκληρης της αστικής τάξης, σε σχέση με τα κεφάλαια που έχει επενδύσει, μειώνεται. Αυτό το ...ελάττωμα - αντίφαση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής είχε εντοπιστεί ακόμα και από τους κλασικούς της πολιτικής οικονομίας, ωστόσο αρκετά αργότερα, ο Μαρξ απέδειξε ότι η πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους, στην πορεία ανάπτυξης του καπιταλισμού, αποτελεί έναν από τους νόμους του συστήματος. Νόμος που πηγάζει από το γεγονός ότι το καπιταλιστικό κέρδος βγαίνει από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, η συμμετοχή της οποίας στην παραγωγική διαδικασία σημειώνει συνεχή σχετική μείωση, νόμος όμως που ταυτόχρονα δείχνει το πεπερασμένο του συστήματος και την ανάγκη της ανατροπής του. Κι αυτό επειδή η διατήρησή του, η διατήρηση δηλαδή του καπιταλιστικού κέρδους ως κινητήριας δύναμης της κοινωνίας, θα ορθώνει όλο και περισσότερα εμπόδια στην απρόσκοπτη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, που πάντα θα τις έχει υποταγμένες στην υπόθεση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, πάντα θα «πατάει» τους εργαζόμενους και θα τους οδηγεί στην απόγνωση, πάντα θα οδηγεί την κοινωνία σε κρίσεις, πάντα θα οδηγεί στην αναγκαστική απαξίωση των κεφαλαίων, που δεν είναι τίποτα άλλο από την περιοδική καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων, βασικό συστατικό στοιχείο των οικονομικών κρίσεων.
Η τεχνική πρόοδος
Οσο καιρό και αν ο οποιοσδήποτε επιχειρηματίας διαθέτει - διατηρεί μέσα παραγωγής, αυτά δεν πρόκειται να του προσφέρουν ούτε δεκάρα, αν δεν μπουν μέσα στο εργοστάσιο οι εργάτες για να κινήσουν τις μηχανές. Η εργασία αυτών και μάλιστα το μέρος της εργασίας τους που δε θα πληρωθεί για την παραγωγή που προσέφεραν, αποτελεί το όφελος του καπιταλιστή(φωτ. από εργοστάσιο σωληνουργίας)
Ο νόμος για την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους εδράζεται στη συνεχή εξέλιξη της τεχνικής προόδου της παραγωγής, η οποία οδηγεί σε συνεχή αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Αν θέλουμε να θυμηθούμε τι είναι αυτή η οργανική σύνθεση, ας σκεφτούμε ότι για να ξεκινήσει η παραγωγική διαδικασία χρειάζονται μέσα παραγωγής και εργατικά χέρια. Στον καπιταλισμό, ο επιχειρηματίας είναι αυτός που θα εμφανίσει τα μέσα παραγωγής και θα προσλάβει τους εργαζόμενους που απαιτούνται για την επιχείρησή του. Τα χρήματα που πληρώνει για την αγορά των κτιρίων και των μηχανημάτων, που θα χρησιμοποιήσει για αρκετά χρόνια και για πολλούς παραγωγικούς κύκλους, αποτελούν το σταθερό κεφάλαιο της επιχείρησης. Τα χρήματα που πληρώνει για την αμοιβή των εργαζομένων, είναι τομεταβλητό κεφάλαιο. Η σχέση ανάμεσα στο σταθερό και στο μεταβλητό κεφάλαιο δείχνει την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Οσο ενισχύεται η συμμετοχή του σταθερού κεφαλαίου, λέμε ότι αυξάνει η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και αντίστροφα.
Παντοτινός στόχος του επιχειρηματία είναι, πουλώντας, στο τέλος της παραγωγικής διαδικασίας, το παραγόμενο προϊόν, να εισπράξει περισσότερα από όσα ο ίδιος «επένδυσε», για μέσα παραγωγής και εργατικό δυναμικό. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Οσο καιρό και αν, ο οποιοσδήποτε επιχειρηματίας, διαθέτει - διατηρεί, έτσι γενικά και αφηρημένα, μέσα παραγωγής, αυτά δεν πρόκειται να του προσφέρουν ούτε δεκάρα, αν δεν μπουν μέσα στο εργοστάσιο οι εργάτες για να κινήσουν τις μηχανές. Η εργασία αυτών και μάλιστα το μέρος της εργασίας τους που δε θα πληρωθεί για την παραγωγή που προσέφεραν, αποτελεί το όφελος του καπιταλιστή.

Το πόσο μεγαλύτερο θα είναι το ποσό που θα εισπράξει, σε σχέση με τα χρήματα που έδωσε ως αμοιβή για τους εργαζόμενους, δείχνει το ποσοστό της υπεραξίας, ή το βαθμό εκμετάλλευσης, σε μια παραγωγική μονάδα.
Αν, για παράδειγμα, για έναν παραγωγικό κύκλο δαπάνησε 100 ευρώ για μηχανές, άλλα 100 ευρώ για την πληρωμή της εργατικής δύναμης και στο τέλος κατάφερε να εισπράξει 300 ευρώ, τότε η υπεραξία είναι 100 ευρώ, ενώ το ποσοστό της εκμετάλλευσης (υπεραξία) επίσης 100%. Βέβαια, ο κάθε καπιταλιστής έχει ενδιαφέρον να υπολογίζει τα ποσά που καρπώνεται όχι με βάση τη δαπάνη για την πληρωμή της εργατικής δύναμης, αλλά με ολόκληρο το κεφάλαιο που επένδυσε. Στην απλή αυτή περίπτωση που λέμε, το κεφάλαιο που επένδυσε είναι 100 για σταθερό και ακόμα 100 για μεταβλητό κεφάλαιο, άρα συνολικά 200 ευρώ. Με δεδομένο ότι στο τέλος εισέπραξε 300 ευρώ, δηλαδή, 100 επιπλέον, μπορεί το ποσοστό της υπεραξίας να είναι 100%, όμως το τελικό όφελός του σε σχέση με ολόκληρο το αρχικό κεφάλαιο κεφάλαιο (100 προς 200) είναι 50%. Αυτό το ποσοστό μπορεί να αλλάζει και αλλάζει συνεχώς, ανάλογα με την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου.
Ενας και δύο τόρνοι
Αν επιχειρήσουμε να προσαρμόσουμε τους αριθμούς σε αυτή τη διαδικασία, για να δούμε πιο παραστατικά την εξέλιξη, μπορούμε να φανταστούμε ότι τα παραπάνω στοιχεία αφορούν κάποιον καπιταλιστή, που πριν μερικές δεκαετίες εμφανίστηκε στην πιάτσα με έναν τόρνο και απασχολούσε γύρω από αυτόν 10 εργάτες. Ας υποθέσουμε ότι η αρχική επένδυση ήταν 100 ευρώ για τον τόρνο (σταθερό κεφάλαιο) και ακόμα 100 για την πληρωμή των εργαζομένων (μεταβλητό κεφάλαιο). Στο τέλος της παραγωγικής διαδικασίας και λειτουργώντας με ποσοστό υπεραξίας 100%, τσέπωσε πάνω από το αρχικό του κεφάλαιο 100 ευρώ, εξασφαλίζοντας ποσοστό κέρδους 50%.
Μέσα από τη συνεχή εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, οι δουλειές του προχώρησαν, οι παραγγελίες αυξήθηκαν, το κεφάλαιο συσσωρεύτηκε και ήρθε η στιγμή να ενισχύσει την παραγωγή με έναν καινούριο τόρνο, ο οποίος μπορούσε να παράγει αισθητά περισσότερα ελάσματα, μεγαλύτερης αξίας από εκείνα που παρήγε στο παρελθόν, στοχεύοντας πάντα στο μεγαλύτερο κέρδος. Ας υποθέσουμε ότι πλήρωσε 200 ευρώ για τον καινούριο τόρνο, ενώ του χρειάστηκαν και 150 ευρώ για την πληρωμή των εργαζομένων που θα υποστήριζαν τη νέα κατάσταση στην παραγωγή. «Ξόδεψε», δηλαδή, συνολικά 350 ευρώ. Αν θεωρήσουμε ότι το ποσοστό της υπεραξίας εξακολουθεί να είναι 100%, στο τέλος της παραγωγικής διαδικασίας ο τύπος θα επανεισπράξει τα 350 ευρώ που προκατέβαλε και θα τσεπώσει ακόμα 150 ευρώ, που αντιστοιχούν στην απλήρωτη εργασία. Ετσι, αν υπολογίσουμε τώρα το ποσοστό του κέρδους, το κέρδος σε σχέση με το συνολικό αρχικό κεφάλαιο (150 στα 350), έπεσε αυτόματα στο 42,8%. Αν αργότερα αποκτήσει κάποιον τρίτο και πιο εξελιγμένο τόρνο πληρώνοντας ακόμα περισσότερα για σταθερό κεφάλαιο, άρα αυξάνοντας ακόμα περισσότερο την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, στο τέλος το κέρδος θα είναι ακόμα πιο μεγάλο από τα προηγούμενα 150 ευρώ, αλλά το ποσοστό του κέρδους θα πέσει χαμηλότερα από το 42,8% κ.ο.κ.
Από την άλλη μεριά, η διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου, που οδηγεί στην αύξηση της οργανικής του σύνθεσης, επιδρά και στα όρια του μεταβλητού κεφαλαίου, με ...διπλό αποτέλεσμα. Οδηγεί στην απόλυτη αύξησή του και άρα στην απόλυτη, κατά κανόνα, αύξηση της εργατικής δύναμης που συμμετέχει στη διαδικασία της παραγωγής, αλλά ταυτόχρονα συνδέεται με τη σχετική μείωσή του ως ποσοστό στο συνολικό κεφάλαιο και κατ' επέκταση τη σχετική μείωση του εργατικού δυναμικού που συμμετέχει στην παραγωγική διαδικασία.
Αν φανταστούμε τον αέναο χαρακτήρα της τεχνικής προόδου της παραγωγής, τη σταδιακή εισαγωγή ρομποτικών συστημάτων και τη μαζική πλέον χρήση συστημάτων αυτοματισμού, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι το τυπικό παράδειγμα, του τόρνου που αντικαταστάθηκε από κάποιον άλλον και από έναν τρίτο, ωχριά μπροστά σε ό,τι διαμορφώνουν η δυναμική της καθημερινής εξέλιξης και η ίδια η πραγματικότητα. Το απόλυτα βέβαιο είναι ότι η τάση που ισχύει για τους τόρνους, η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, χαρακτηρίζει ολόκληρη την κεφαλαιοκρατική παραγωγή, σε ολόκληρο τον κόσμο, και αποτελεί μια γάγγραινα που συντομεύει τα όρια ζωής του καπιταλισμού. Με δυο λόγια, το ποσοστό του κέρδους είναι αντιστρόφως ανάλογο από την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, άρα η συνεχής αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου στην καπιταλιστική κοινωνία συνολικά, οδηγεί σε συνεχή πτώση το μέσο ποσοστό κέρδους. Γι' αυτό ένα μεγάλο μέρος από τις πολιτικές και τα μέτρα που παίρνουν οι αστικές κυβερνήσεις, στόχο έχουν να λειτουργήσουν αντίρροπα προς το νόμο αυτό, κερδίζοντας χρόνο και κέρδη για το κεφάλαιο. Το κάνουν κύρια με δύο τρόπους: Αφενός συμβάλλοντας στην αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης (υπεραξία) ώστε μέσω αυτής να εξισορροπείται η ανάγκη για την αγορά πιο σύγχρονων μέσων παραγωγής, και αφετέρου με μέτρα που ελαφρύνουν τους καπιταλιστές από το συνεχώς αυξανόμενο κόστος απόκτησης νέων μέσων παραγωγής.
Ανάσες για το σύστημα
Για παράδειγμα, στη μείωση των συνεπειών του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους εντάσσονται πολιτικές όπως:
  • Η πολιτική λιτότητας και παγώματος των μισθών, ώστε να αυξάνεται η υπεραξία.
  • Η απότομη μείωση των μισθών των εργαζομένων - όπως καλή ώρα γίνεται τώρα - που οδηγεί στη ραγδαία αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης και άρα της αποσπώμενης υπεραξίας.
  • Η αύξηση της εργάσιμης μέρας και η διευθέτηση του ωραρίου εργασίας, με τρόπο που να αυξάνεται το απλήρωτο μέρος της εργασίας και άρα να μεγεθύνεται ο βαθμός εκμετάλλευσης
  • Η κρατική χρηματοδότηση του μεταβλητού κεφαλαίου, μέσα από προγράμματα επιδοτήσεων για θέσεις εργασίας, πληρωμής των ασφαλιστικών εισφορών κλπ.
  • Η υπονόμευση και κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η εισαγωγή ειδικών καθεστώτων αμοιβής της εργασίας.
  • Η αύξηση της εντατικοποίησης της εργασίας, ώστε να αυξάνεται ο όγκος παραγωγής, σε βάρος αποκλειστικά της εργατικής δύναμης και χωρίς καμιά επιβάρυνση του κόστους για τον εργοδότη.
  • Η αξιοποίηση «ενοικιαζόμενων» εργαζομένων, όπου η αμοιβή της εργασίας πέφτει κατακόρυφα.
Ακόμα:
  • Οι διάφοροι αναπτυξιακοί νόμοι, μέσω των οποίων χρηματοδοτείται η εξασφάλιση του σταθερού κεφαλαίου, με αποτέλεσμα να μειώνεται η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου για μεμονωμένους - και συνήθως τους μεγάλους -επιχειρηματίες.
  • Η ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου και η απελευθέρωση των διεθνών αγορών, για την απόκτηση, για τις αναπτυγμένες οικονομίες, φτηνών πρώτων υλών, από χώρες με χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης.
  • Η διευκόλυνση στις διαδικασίες συγχώνευσης και εξαγορών επιχειρήσεων, που διευκολύνει τους εκπροσώπους του κεφαλαίου να κάνουν «οικονομία» στη χρήση του σταθερού κεφαλαίου, μέσα από τη χρησιμοποίηση λιγότερων κτιρίων, μηχανικών εγκαταστάσεων, οικονομίες κλίμακας για τις πρώτες ύλες κλπ.
  • Οι ρυθμίσεις που επιτρέπουν «εκπτώσεις» σε δαπάνες για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, των όρων ασφάλειας στην παραγωγή, ή της τεχνικής κάλυψης των εργαζομένων, και άρα μείωση του σταθερού κεφαλαίου.
  • Τα κίνητρα για τη μετεγκατάσταση ολόκληρων παραγωγικών μονάδων σε χώρες χαμηλού κόστους παραγωγής, με ταυτόχρονη διάθεση των παραγόμενων αγαθών στις χώρες όπου η λεγόμενη κοινωνική τιμή της παραγωγής είναι αισθητά χαμηλότερη κ.ο.κ.
Υπάρχει άλλος δρόμος
Η αντίφαση, ο παραλογισμός που λέγαμε στην αρχή, είναι ολοφάνερη: Τη στιγμή που η τεχνολογική εξέλιξη προσφέρει τη δυνατότητα για διευρυμένη παραγωγή αγαθών και μάλιστα με όλο και πιο χαμηλό κόστος ώστε να ικανοποιούνται οι ανάγκες των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, η διαδικασία αυτή γίνεται απαγορευτική, επειδή αποτελεί νομοτέλεια του συστήματος να μειώνεται το ποσοστό του κέρδους των καπιταλιστών. Μόνο που τα εργοστάσια που κλείνουν, οι εργαζόμενοι που μένουν άνεργοι, οι μηχανές που σκουριάζουν στην απραξία, όλα αυτά που μπορεί πράγματι να μην προσφέρουν πλέον κέρδη στους ολίγους, είναι πλούτος και εφεδρείες που φτιάχτηκαν με τη δουλειά των εργαζομένων και στα χέρια τα δικά του θα μπορούσαν, μαζί με τα άλλα μέσα και μονάδες παραγωγής, να αποτελέσουν μια πολύ καλή μαγιά προς τον άλλο δρόμο ανάπτυξης της κοινωνίας. Την κοινωνία που θα αποκαθηλώσει το κέρδος ως κίνητρο για την ενεργοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων και θα κάνει νόμο και αυτοσκοπό της ύπαρξής της την ολόπλευρη ικανοποίηση των συνεχώς διευρυνόμενων υλικών και πνευματικών αναγκών των εργαζομένων και ολόκληρου του λαού.
Στη σοσιαλιστική κοινωνία, δε θα περισσεύει ούτε ένας εργαζόμενος. Δε θα πηγαίνει χαμένη ούτε μία μηχανή. Ολες οι εφεδρείες που θα διαθέτει η κοινωνία και άλλες τόσες που θα βάλει πλάνο και σκοπό να αποκτήσει, θα λειτουργούν πράγματι στη νομοτελειακή κατεύθυνση της συνεχούς αντικατάστασης της εργατικής δύναμης από τις μηχανές και τα αυτοματοποιημένα μέσα παραγωγής, μια διαδικασία που αντί να είναι βαρίδι της ανάπτυξης, όπως συμβαίνει σήμερα στον καπιταλισμό, θα αποτελέσει το εργαλείο για την πραγματική απελευθέρωση του εργαζόμενου. Για να αυξήσει τον παραγόμενο πλούτο, να βελτιώσει τις συνθήκες εργασίας του, να καλυτερεύει το βιοτικό του επίπεδο, να βελτιώνει τις συνθήκες εργασίας του, να μειώσει τις ώρες της απασχόλησής του, να απογειώσει το μαθησιακό και πολιτιστικό του επίπεδο, να κάνει ακόμα πιο ουσιαστική τη συμμετοχή του στις κοινωνικές οργανώσεις και στους μηχανισμούς ελέγχου και διοίκησης.

Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ


TOP READ