20 Απρ 2017

Κι άλλη ΑΝΑΣΤΑΣΗ στην Κορέα (η χώρα των Θαυμάτων)





Ο στρατηγός τον οποίο δήθεν είχε εκτελέσει ο Κιμ Γιονγκ Ουν... αναστήθηκε και πήρε προαγωγή ! Πρόκειται για τον στρατηγό Ρι Γιονγκ Γκιλ, αρχηγό του στρατού της Βόρειας Κορέας, που σύμφωνα με τις μυστικές υπηρεσίες της Νότιας Κορέας και των ΗΠΑ είχε εκτελεστεί τον περασμένο Φεβρουάριο κατ’ εντολήν του ηγέτη της χώρας Κιμ Γιονγκ Ουν. Δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά που διαψεύδεται είδηση που αφορά σε εκτελέσεις τις οποίες υποτίθεται ότι διέταξε ο Κιμ Γιονγκ Ουν. Κατά το τετραήμερο συνέδριο του Εργατικού Κόμματος της Βόρειας Κορέας, ο στρατηγός εμφανίστηκε έχοντας αναλάβει όχι ένα , αλλά τρία σημαντικά πόστα: Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, αναπληρωματικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου της Επιτροπής και μέλος της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής του κόμματος. Η Νότια Κορέα αναγκάστηκε να επιβεβαίωσει την επιστροφή του στρατηγού από τους ''νεκρούς'' αφού ανέλυσε φωτογραφίες και βίντεο που δείχνουν τον Ρι Γιονγκ Γκιλ στο Συνέδριο. Ας συνεχίσουμε να ενημερωνόμαστε αξιόπιστα από τα συστημικά μέσα ενημέρωσης. Πάντοτε οι ''ειδήσεις'' τους είναι έγκυρες , ειδικότερα για χώρες που δεν τους αρέσουν.














Τριγμοί στην Τουρκία - 1. Το λυκόφως του 20ου αιώνα

 Τριγμοί στην Τουρκία - 1. Το λυκόφως του 20ου αιώνα


Είναι απορίας άξιον το πώς, έτσι στα ξαφνικά, γίναμε όλοι τουρκολόγοι, χάρη στο δημοψήφισμα της περασμένης Κυριακής. Ανάλογα με το ποιο κανάλι ή ποια εφημερίδα διαβάζει καθένας, διαμορφώνει και άποψη για το τι πρόκειται ή δεν πρόκειται να συμβεί από δω και πέρα στην Τουρκία. Φυσικά, η διαμόρφωση άποψης είναι πάντοτε ζητούμενο για κάθε ελεύθερα σκεπτόμενο άνθρωπο, αρκεί να γίνεται με βάση μια υγιή σκέψη που επεξεργάζεται σωστά δεδομένα και να μη συνίσταται σε απλό αναμάσημα απόψεων τρίτων, των οποίων η εγκυρότητα ή η ανιδιοτέλεια μπορεί να αμφισβητηθούν. Έτσι, σκέφτομαι ότι το λιγώτερο που μπορούμε να κάνουμε εδώ είναι να καταγράψουμε μερικά σωστά δεδομένα. Κι επειδή, σύμφωνα με τις μαρξικές μας καταβολές, η οικονομία ελέγχει την πολιτική, ας ρίξουμε το βάρος σε ζητήματα οικονομίας.

Κόμβο στην τουρκική οικονομία απετέλεσε η περίοδος της δικτατορίας του Κενάν Εβρέν, η οποία επιβλήθηκε με το πραξικόπημα της 12/9/1980 και κράτησε ως τα τέλη του 1983. Στην διάρκειά της, ο Εβρέν άλλαξε το σύνταγμα με δημοψήφισμα (Ναι: 91,4%) και αναθεώρησε την οικονομική πολιτική τής χώρας προς μια φιλελεύθερη κατεύθυνση: οι δασμοί και οι περιορισμοί στις εισαγωγές άρχισαν να καταργούνται, οι εξαγωγές ενισχύονταν με επιδοτήσεις και οι δημόσιες επιχειρήσεις άρχισαν να βγαίνουν στο σφυρί, βάσει ενός προγράμματος εκτεταμένων και στοχευμένων ιδιωτικοποιήσεων. Η κατεύθυνση αυτή διατηρήθηκε ακόμη και μετά την παράδοση της εξουσίας στους πολιτικούς τον Δεκέμβριο του 1983. Άλλωστε, στο μεταχουντικό πολιτικό τοπίο είχαν θέση μόνο τρία κόμματα, τα οποία είχε εγκρίνει η δικτατορία.

Ο στρατηγός Κενάν Εβρέν συζητά με τον Τουργκούτ Οζάλ τις λεπτομέρειες για την παράδοση της εξουσίας
από την χούντα στους πολιτικούς. Εν τέλει, ο Οζάλ θα αναλάβει πρωθυπουργός στις 13 Δεκεμβρίου 1983.

Λογική επίπτωση αυτής της φιλελευθεροποίησης είναι η αύξηση της πίεσης που δημιούργησε στις τουρκικές επιχειρήσεις η αύξηση των εισαγωγών λόγω της κατάργησης των δασμών. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας τού '90 η οικονομία άρχισε να δοκιμάζεται από -μικρές ή μεγαλύτερες- κρίσεις, που δυνάμωναν χρόνο με τον χρόνο. Κρίσεις που δημιουργούνταν κατά κύριο λόγο από το κλείσιμο όσων ντόπιων επιχειρήσεων δεν μπορούσαν να αντέξουν τον ανταγωνισμό των φτηνών εισαγόμενων προϊόντων.

Η κατάσταση χειροτέρεψε μετά την υπογραφή της "συμφωνίας του Ελσίνκι" (Δεκέμβριος 1999), η οποία αναδείκνυε τα δικαιώματα του ατόμου και των μειονοτήτων. Πολλοί πολιτικοί με εθνικιστικές, νεοοθωμανικές, κεμαλικές κλπ ιδέες χρησιμοποίησαν τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο τουρκικός λαός ως μοχλό για να πιέσουν προς μια πιο εσωστρεφή πολιτική, στρεφόμενοι κατά του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού που επιθυμούσαν οι υπόλοιποι (με πρώτο και καλύτερο τον Μεσούτ Γιλμάζ). Η κόντρα μεταξύ των δυο τάσεων άρχισε να δυναμώνει και κορυφώθηκε προς τα τέλη του 2000, καθώς βρίσκονταν σε εξέλιξη οι διαδικασίες έγκρισης ενός κανονισμού εταιρικών σχέσεων, τον οποίο προωθούσε η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Τότε, στις 22 Νοεμβρίου 2000, μια σειρά επενδυτικών χαρτοφυλακίων ξένων τραπεζών (κυρίως γαλλικών και γερμανικών) άρχισαν να κλείνουν βιαστικά τις θέσεις τους και να αποχωρούν. Μέχρι το βράδυ εκείνης της ημέρας θα αποσύρονταν από την τουρκική αγορά κεφάλαια ύψους επτά δισ. δολλαρίων. Για να μη καταρρεύσει η λίρα, η κεντρική τράπεζα της χώρας αναγκάστηκε να ρίξει δέκα δισ. δολλάρια σε λίγες μέρες.

Μπροστά στο αδιέξοδο, η κυβέρνηση Ετζεβίτ αναγκάστηκε να προσφύγει εσπευσμένα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Στις ΗΠΑ, μπορεί ο Μπιλ Κλίντον να ετοιμαζόταν να παραδώσει την προεδρία στον Τζωρτζ Μπους Β' αλλά το ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στην Τουρκία παρέμενε αμείωτο, οπότε στο πλευρό των τούρκων βρέθηκε από την πρώτη στιγμή ο πολιτειακός υπουργός θησαυροφυλακίου Λώρενς Σάμμερς. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και υπό την πίεση τόσο του Σάμμερς όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο διευθυντής τού ΔΝΤ Χορστ Κέλερ βρήκε τον τρόπο να τελειώσει το θέμα και να εξασφαλίσει στην Τουρκία δέκα δισ. δολλάρια.

Η οικονομική ανάσα δεν μείωσε την ένταση ούτε μέσα στην χώρα ούτε μέσα στην κυβέρνηση, η οποία είχε σχηματιστεί με συνεργασία τού Δημοκρατικού Κόμματος της Αριστεράς (Μπουλέντ Ετζεβίτ), του Κόμματος της Μητέρας Πατρίδας (Μεσούτ Γιλμάζ) και του Εθνικιστικού Κόμματος (Ντεβλέτ Μπαχτσελί). Ο Ετζεβίτ προσπαθούσε να αποσοβήσει την κατάρρευση του νομίσματος, ο φιλευρωπαϊστής Γιλμάζ πίστευε ότι ενισχύει την θέση του απέναντι στην παντοδυναμία των στρατιωτικών και ο ακροδεξιός Μπαχτσελί υποστήριζε ότι η κρίση προκλήθηκε σκόπιμα από την Ευρωπαϊκή Ένωση με σκοπό να αναγκαστεί η Τουρκία να αποδεχτεί και τον Κώδικα Εταιρικών Σχέσεων αλλά και την συμφωνία για σύσταση Ευρωπαϊκού Στρατού.

Στο μεταξύ, η κυβέρνηση είχε υπογράψει συμφωνία με την Ρωσσία για την κατασκευή τού Blue Stream, ενός αγωγού που θα μετέφερε ρωσσικό φυσικό αέριο στην Ευρώπη μέσω Τουρκίας. Οι ΗΠΑ δεν είδαν με καλό μάτι αυτή την συμφωνία, η οποία αναβάθμιζε την θέση τής Ρωσσίας στο μεγάλο ενεργειακό παιχνίδι τής περιοχής, την ώρα μάλιστα που πολιτειακές εταιρείες σχεδίαζαν την κατασκευή του "Trans Hazar", ο οποίος θα μετέφερε φυσικό αέριο από το Τουρκμενιστάν. Κι αφού ο Μεσούτ Γιλμάζ ήταν ο πρωτεργάτης αυτής της συμφωνίας, ήταν λογικό να συγκεντρώσει πάνω του την μήνη και των ΗΠΑ, εκτός από την μήνη των στρατιωτικών λόγω του φιλευρωπαϊσμού του.

11/1/1999: Μπαχτσελί, Ετζεβίτ και Γιλμάζ ανακοινώνουν τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας.

Έτσι, τον Δεκέμβριο του 2000 και ενώ ο Γιλμάζ πίστευε ότι ενισχύεται, άρχισε η αποκαθήλωσή του. Η χωροφυλακή του στρατού έβαλε μπρος την επιχείρηση "Λευκή Ενέργεια", κάνοντας φύλλο και φτερό όλες τις συμβάσεις που είχε κάνει ο Γιλμάζ και οι συνεργάτες του σε θέματα ενέργειας (ο υπουργός ενέργειας ανήκε στο Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας). Το κυνήγι έφτασε και στους συγγενείς του, ενώ ο ίδιος κινδύνεψε να βρεθεί στην φυλακή. Η κύρια κατηγορία ήταν ότι έκανε παραχωρήσεις προς την Ευρωπαϊκή Ένωση εις βάρος των τουρκικών συμφερόντων. Στις εκλογές τού 2002 το κόμμα του θα έμενε εκτός βουλής και ό ίδιος θα δήλωνε ότι αποχωρεί από την πολιτική, μόλις στα 55 του χρόνια.

Μ' αυτά και μ' αυτά, καθώς ο ατέλειωτος 20ος αιώνας ξεψυχούσε, θα περίμενε κανείς ότι η βοήθεια του ΔΝΤ θα οδηγούσε την κρίση σε υποχώρηση. Όντως, έτσι φάνηκε προς στιγμή. Ώσπου έφτασε η 19η Φεβρουαρίου 2001 και ξέσπασε η θύελλα...

Τα ξεχασμένα σκάνδαλα της "εθνοσωτηρίου"


Εφτά χρόνια αρπαχτή
Ο Τύπος δεν ασχολούνταν με σκάνδαλα, ούτε σκανδαλιζόταν από τις σχέσεις των κρατούντων με τους μεγιστάνες του πλούτου. Είχε έρθει άλλωστε το πλήρωμα του χρόνου για να εκπληρωθεί το Τάμα του Έθνους.
Στους έντονα αντικοινοβουλευτικούς καιρούς μας, ένα δόλιο φάντασμα πλανιέται στον αέρα: ο ισχυρισμός περί «τιμιότητας» των δικτατόρων που κατέλαβαν πραξικοπηματικά την εξουσία το 1967 για να την επιστρέψουν πριν από 36 χρόνια, σαν βρεγμένες γάτες, «στους πολιτικούς».
Πρόκειται βέβαια για μύθο, θεμελιωμένο στη μίζερη εικόνα των επιζώντων «πρωταιτίων» – αφού πρώτα έχασαν την εξουσία, στερήθηκαν όσα είχαν παράνομα καρπωθεί και υπέστησαν τις οικονομικές συνέπειες της κοινωνικής απομόνωσής τους. Ακόμη κι αυτή η εικόνα δεν αφορά, ωστόσο, παρά ελάχιστους πρωτεργάτες της δικτατορίας. Αγνοεί την οικονομική ευμάρεια πάμπολλων μεσαίων ή «πολιτικών» στελεχών της, που η νομική κατασκευή περί «στιγμιαίου αδικήματος» άφησε παντελώς ατιμώρητα ν’ απολαμβάνουν τα αποκτήματά τους. 
Την επιβίωση του μύθου διευκολύνει η χαώδης διαφορά του τότε με το σήμερα, όσον αφορά τη δυνατότητα δημόσιας συζήτησης για παρόμοια ζητήματα. Επί χούντας η ραδιοτηλεόραση ήταν κρατική (κι αυστηρά προπαγανδιστική), ενώ ο Τύπος περνούσε από δρακόντεια λογοκρισία. Οποιαδήποτε έρευνα ή ακόμη και νύξη για κρατικά σκάνδαλα ήταν απλά αδιανόητη. χαρακτηριστικό το κύριο άρθρο του Γιάννη Καψή στον «Ταχυδρόμο» (24.5.74), όταν η δικτατορία Ιωαννίδη δημοσιοποίησε το (παπαδοπουλικό) «σκάνδαλο των κρεάτων»: 
«Δεν είναι καινούρια η υπόθεση. Μήνες ολόκληρους οι φήμες οργίαζαν. Κι όμως κανείς δεν τολμούσε. Κανείς δεν είχε το θάρρος να μεταβάλη τον ψίθυρο σε καταγγελία. Κι όσο οι φήμες απλώνονταν, αγκαλιάζοντας όλο και περισσότερους υπεύθυνους και μη, τόσο μεγάλωνε κι ο φόβος μήπως θίξουμε τα κακώς κείμενα. Ηταν μια ‘συνωμοσία κραυγαλέας σιωπής’, χάρη και στη δρακόντεια νομοθεσία που ρυθμίζει -και συμπιέζει- την ενάσκηση του λειτουργήματός μας».
Μετά τη Μεταπολίτευση, ο Τύπος ξεχείλισε βέβαια από πληροφορίες για σκάνδαλα της χουντικής επταετίας. Ομως αυτά θεωρούνταν τότε -και σωστά- απλές παρωνυχίδες μπροστά στα υπόλοιπα εγκλήματα της δικτατορίας. 
Απολαβές και "ασυλία"
Το πρώτο πράγμα που φρόντισαν να κάνουν οι ηγέτες της χούντας, ήταν να αυγατίσουν τα εισοδήματά τους –σε σχέση όχι μόνο με τους ώς τότε δημοσιοϋπαλληλικούς μισθούς τους, αλλά και με τις απολαβές της ανατραπείσας κοινοβουλευτικής «φαυλοκρατίας». Με τον Α.Ν. 5 του 1967, ο μισθός του πρωθυπουργού υπερδιπλασιάστηκε (από 23.600 σε 45.000 δρχ), των υπουργών και υφυπουργών αυξήθηκε από 22.400 σε 35.000 δρχ, ενώ θεσπίστηκαν -για πρώτη φορά- ημερήσια «εκτός έδρας» 1.000 και 850 δρχ αντίστοιχα («Πολιτικά Θέματα» 5.10.73). 
Ακολούθησαν κι άλλες «τακτοποιήσεις», όπως η καταχρηστική στεγαστική αποκατάσταση «αξιωματικών διαδραματισάντων εξέχοντα ρόλον» στο πραξικόπημα με ειδική ρύθμιση του 1970 («Πολιτικά Θέματα» 8.2.75). 
Οι δικτάτορες θεσμοθέτησαν τέλος τη μελλοντική ασυλία τους, με ρυθμίσεις που κάνουν τα σημερινά κουκουλώματα να μοιάζουν με παιδικό παιχνίδι. Η χουντική νομοθεσία «περί ευθύνης υπουργών» (Ν.Δ. 802 της 30.12.1970) περιείχε «μεταβατική διάταξη» (§ 48) βάσει της οποίας δίωξη υπουργού ή υφυπουργού της χούντας μπορούσε να γίνει μόνο με απόφαση των ...συναδέλφων τους. Επιπλέον, όλα τα «εγκλήματα δια τα οποία δεν ησκήθη ποινική δίωξις μέχρι της ημέρας συγκλήσεως» της μελλοντικής Βουλής, θεωρούνταν αυτομάτως παραγεγραμμένα! 
Προϋπόθεση για την ατιμωρησία συνιστούσε, φυσικά, η επιτυχία της ελεγχόμενης επιστροφής στον κοινοβουλευτισμό «αλά τουρκικά». Η εξέγερση του Πολυτεχνείου τίναξε όμως το εγχείρημα στον αέρα, με αποτέλεσμα τον κάθετο θεσμικό διαχωρισμό της Μεταπολίτευσης απ’ το προηγούμενο καθεστώς. 
Τα μαύρα κρέατα
Το μόνο σκάνδαλο που εκκαθαρίστηκε δικαστικά επί χούντας, αποκαλύφθηκε για λόγους προπαγανδιστικής «νομιμοποίησης» της ανατροπής του Παπαδόπουλου απ’ τον Ιωαννίδη. Πρόκειται για την (κυριολεκτικά δύσοσμη) «υπόθεση των κρεάτων», με βασικούς κατηγορούμενους τον πρώην υφυπουργό Εμπορίου Μιχαήλ Μπαλόπουλο και το Γεν. Διευθυντή του Υπουργείου (και διορισμένο πρόεδρο της ΑΔΕΔΥ) Ζαφείριο Παπαμιχαλόπουλο. 
Το κατηγορητήριο αφορούσε ποικίλες παρανομίες, με κυριότερη τη «δωροληψία κατά συρροήν» από μεγαλεμπόρους για τη μονοπωλιακή εξασφάλιση αδειών εισαγωγής κρέατος –με αποτέλεσμα παράνομες ανατιμήσεις («καπέλα») σε βάρος των καταναλωτών. Επιμέρους πτυχή του σκανδάλου συνιστούσε η απαγόρευση διάθεσης ντόπιων ζώων, ώστε να πουληθούν τα προβληματικά κρέατα Αργεντινής που «μαύριζαν» και «δεν τάθελε ο κόσμος». Στη δίκη πρόκυψε ανάμιξη του Παττακού – αναγνώστηκε, μάλιστα, και διαταγή του (21.9.72) «όπως διατεθούν το ταχύτερον εις την κατανάλωσιν» τα επίμαχα προϊόντα. 
Ο Μπαλόπουλος καταδικάστηκε σε 3,5 χρόνια φυλάκιση, ποινή που το 1976 μειώθηκε σε 14 μήνες. Δεν διώχθηκε, αντίθετα, για την επίδοση που τον έκανε ευρύτερα διάσημο: το «μπαλόσημο» που (φέρεται να) εισέπραττε ως γραμματέας του ΕΟΤ, με το παρατσούκλι «ο κύριος 10%». 
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σχετικές ημερολογιακές εγγραφές του διπλωμάτη Γεωργίου Χέλμη, γαμπρού του Μαρκεζίνη. «Φαίνεται πως συνελήφθη ο Μπαλόπουλος, πρώην του Τουρισμού, για οικονομικά σκάνδαλα και καταδιώκεται ο Παύλου, γαμπρός του Παττακού, επίσης για οικονομικά σκάνδαλα (υπόθεσις κρεάτων)», σημειώνει στις 21.1.74, για να συμπληρώσει στις 5.2: «Για τα σκάνδαλα, πιστεύει ο Μομφεράτος ότι τίποτε δεν πρόκειται να προωθήσουν, διότι φοβούνται να έλθουν εις αντιθέσεις και, άλλωστε, δεν έχουν μάρτυρες να καταθέσουν». Με τη δημοσιοποίηση της δίωξης, εκτιμά τέλος «ότι κατά την δίκη θα προκύψουν και στοιχεία για άλλες υποθέσεις (ίσως σκάνδαλα στον τουρισμό κά)» («Ταραγμένη διετία», Αθήνα 2006, σ.123, 129 & 161).
Η "νέα φαυλοκρατία"
Η δυσοσμία δεν περιοριζόταν ωστόσο στα κρέατα. Επτά μήνες μετά το πραξικόπημα, ο εκδότης του «Ελεύθερου Κόσμου» (και κεντρικός προπαγανδιστής της χούντας) Σάββας Κωσταντόπουλος εξομολογείται γραπτά στον παλιό του πάτρωνα Κωνσταντίνο Καραμανλή: «Λυπούμαι, διότι είμαι υποχρεωμένος να μνημονεύσω και ένα άλλο εκτάκτως λυπηρόν φαινόμενον. Ενεφανίσθη και αναπτύσσεται μία νέο-φαυλοκρατία (ατομικά ρουσφέτια, προσωπικαί εξυπηρετήσεις, τακτοποιήσεις συγγενών, ατομική προβολή κοκ)» («Αρχείο Καραμανλή», τ.7ος, σ.50).
Παρά τη στενή σχέση του με το καθεστώς, ο Κωσταντόπουλος διατήρησε την ίδια γνώμη μέχρι τέλους. Αναλύοντας το Δεκέμβριο του 1973 στον Καραμανλή την ανατροπή του Παπαδόπουλου, τονίζει πως «είχε υποστεί το καθεστώς και αυτός προσωπικώς ηθικήν φθοράν εις την συνείδησιν των Ενόπλων Δυνάμεων. Μεγάλην ζημίαν του έκαμε η σύζυγός του και ο ταξίαρχος Μ. Ρουφογάλης, τον οποίον είχε τοποθετήσει εις την ΚΥΠ. Εκαμαν προκλητικάς ενεργείας (εντυπωσιακοί γάμοι, θορυβώδεις δεξιώσεις, δημόσιαι εμφανίσεις με μεγαλοπλουσίους, επίδειξις πλούτου κλπ). Μοιραίον ρόλον έπαιξαν και οι γαμβροί ωρισμένων παραγόντων του καθεστώτος (του κ. Σ. Παττακού και άλλων). Εδημιουργήθη μία αποπνικτική ατμόσφαιρα σκανδάλων δια την οποίαν δεν δυνάμεθα ακόμη να γνωρίζωμεν μέχρι ποίου σημείου ανταπεκρίνετο εις την πραγματικότητα. Πάντως, αντιστοιχία υπήρχε οπωσδήποτε» (όπ.π., σ.203-5).
Παρόμοια αίσθηση αναδύουν κι οι επιστολές του «γεφυροποιού» Ευάγγελου Αβέρωφ προς τον Καραμανλή: «κυκλοφορούσαι φήμαι περί μεγάλων ή μικρών σκανδάλων (δημοπρασίαι τηλεοράσεως, ΟΛΠ, σύμβασις Reynold’s, βέβαιοι μικρολοβιτούραι Ματθαίου και άλλα)» (14.10.68), «ανησυχία» του Παπαδόπουλου για «τα γύρω του σκάνδαλα, το ξεχαρβάλωμα της Διοικήσεως» (28.10.72). 
Ιδια γεύση και στη συνομιλία του νεαρού -τότε- πολιτικού επιστήμονα Θεόδωρου Κουλουμπή με τον παλαίμαχο μεταξικό υπουργό Ασφαλείας, Κωνσταντίνο Μανιαδάκη (27.8.71): «Και για το στρατό; τον ρώτησα. Η απάντησή του ήταν να τρίψει τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού, υπονοώντας ότι δωροδοκούνται» («Σημειώσεις ενός πανεπιστημιακού», σ.116-7).
Ειδική πτυχή της «νεοφαυλοκρατίας» αποτέλεσε η ποικιλότροπη «τακτοποίηση» του συγγενικού περιβάλλοντος των δικτατόρων: 
* Ο Μακαρέζος διόρισε υπουργό Γεωργίας (κι αργότερα Βορείου Ελλάδος) τον κουνιάδο του, Αλέξανδρο Ματθαίου. 
* Ο Λαδάς έκανε τον ένα ξάδερφό του διοικητή της ΑΣΔΕΝ και τον άλλο Γ.Γ. Κοινωνικών Υπηρεσιών. 
* Ο γαμπρός του Παττακού Αντρέας Μεϊντάσης επιδόθηκε σε μπίζνες με το Δήμο Αθηναίων –από την κατασκευή του υπόγειου γκαράζ της Κλαυθμώνος μέχρι μια τεχνική μελέτη αξιοποίησης δημοτικού ακινήτου, ύψους 1.109.000 δρχ. 
* Τα αδέρφια του αρχηγού βολεύτηκαν κι αυτά. Ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος ως στρατιωτικός ακόλουθος, Γ.Γ. του Υπ. Προεδρίας, Περιφερειακός Διοικητής Αττικής και «υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ». Ο Χαράλαμπος Παπαδόπουλος αναρριχήθηκε αστραπιαία στην υπαλληλική ιεραρχία για να αναλάβει Γ.Γ. Δημ. Τάξεως. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα βαθμοφόρου υφισταμένου του, «μένει γνωστός σαν ‘μπον φιλέ’ γιατί, τυλιγμένος σε χειμωνιάτικο παλτό, τρέχει νύκτα μαζί με αξιωματικούς αστυνομίας πόλεων στα καμπαρέ σαν γκάγκστερς και τρώγουν φιλέτο» (Αλέξανδρος Δρεμπέλας, «Ο θρήνος του χωροφύλακα», Αθήνα 1998, σ.118). 
Ειδική κατηγορία σκανδάλων συνιστούν οι ανεξέλεγκτες δανειοδοτήσεις «ημετέρων». Τον πρώτο καιρό μετά τη μεταπολίτευση το θέμα απασχόλησε επανειλημμένα τα ΜΜΕ, για προφανείς όμως λόγους οι σχετικές κατηγορίες ουδέποτε ερευνήθηκαν σε βάθος. Αποκαλυπτικά είναι δυο έγγραφα του τότε αρχηγού της ΚΥΠ Μιχαήλ Ρουφογάλη που αποκάλυψε ο «Ταχυδρόμος» (29.8 και 12.9.74), με το ενδοκαθεστωτικό φακέλωμα «δανείων άτινα θεωρούνται χαριστικά ή επισφαλή», καθώς και των παραγόντων που «παρενέβησαν» για τη χορήγησή τους. Το συνολικό ύψος των «χορηγηθέντων» δανείων ήταν 1.519.000.000 δρχ. και των «υπό έγκρισιν» 1.644.000.000 δρχ. 
Ενδιαφέρουσα και η εμπιστευτική ενημέρωση του Χαρίλαου Χατζηγιάννη, προσωπικού φίλου του δικτάτορα, προς τον αυλάρχη του εξόριστου βασιλιά Κωνσταντίνου (25.11.70): «Αυξάνεται η επιρροή της Δέσποινας [Παπαδοπούλου], του Ρουφογάλη και του Φραγκίστα. Η Δέσποινα ανακατεύεται σε όλα και, αναμφισβήτητα, επηρεάζει τον άντρα της. Ακόμη και η κόρη της παίζει ρόλο. Μιλούν και για οικονομικά συμφέροντα. Ο Λαδάς φώναξε τον Χατζηγιάννη και του συνέστησε, φιλικά, να διαφωτίσει τον Παπαδόπουλο» (Λεωνίδας Παπάγος, «Σημειώσεις 1967-1977», Αθήνα 1999, σ.296).
Η Ντόλτσε Βίτα
Την εικόνα συμπληρώνουν, από διαφορετική οπτική γωνία, οι αναμνήσεις της Ντέλλας Ρουφογάλη, φωτομοντέλου που το 1973 παντρεύτηκε το διοικητή της ΚΥΠ: «Αρχίζω να ράβω την καινούρια μου γκαρνταρόμπα στους μετρ της ραπτικής για τους οποίους μέχρι τώρα έκανα επιδείξεις. Η ζωή μου έχει αλλάξει τελείως, το ίδιο και η συμπεριφορά όλων απέναντί μου. Μου φέρονται με έκδηλο σεβασμό και τα κοπλιμέντα τους είναι υπερβολικά. Αλλά μου αρέσει. Εγώ εξακολουθώ να φέρομαι φιλικά προς τους παλιούς γνωστούς και τους κανούριους, πλούσιους φιλοχουντικούς επιχειρηματίες που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα μαζί με τα ραβασάκια για ρουσφέτια. Αισθάνομαι πως έχω υποχρέωση να εξυπηρετήσω τους πάντες. Ο Μιχάλης συνήθως δεν αρνείται. Γεύομαι τη δύναμη της εξουσίας, και με μαγεύει» (σ.85-6). 
Στην ιδιαίτερη πατρίδα της, τη Βέροια, «έρχονται πολλοί να με δουν. Γνωστοί και άγνωστοι. Ο πατέρας μου μου δίνει πακέτο τα σημειωματάκια με τα ρουσφέτια που ζητούσαν οι γνωστοί του όλο αυτό τον καιρό και εγώ του υπόσχομαι ότι κάτι θα προσπαθήσω να κάνω». Μεταξύ των αιτημάτων που ικανοποίησε, γράφει, ήταν και η απονομή χάριτος (απ’ τον Παπαδόπουλο) σ’ ένα συντοπίτη της εξαγωγέα, πρώην «μεγάλο ποδοσφαιριστή της τοπικής ομάδας», που είχε καταδικαστεί «με αποδείξεις» για κατασκοπεία υπέρ της Βουλγαρίας (σ.89).
Τους αρραβώνες του ζεύγους τίμησαν «επιλεγμένοι εξωκυβερνητικοί παράγοντες», όπως οι επιχειρηματίες Λάτσης και Κιοσέογλου. «Την επόμενη βδομάδα καινούρια δώρα, καινούριες ανθοδέσμες, φρέσκα ψάρια απ’ όλα τα νησιά της Ελλάδας, κούτες με το καλύτερο χαβιάρι της Περσίας και παγωμένα καβούρια της Αλάσκας καταφθάνουν στο σπίτι. Δεν ξέρω τι να τα κάνω» (σ.88).
Στο γάμο τους, πάλι, παραβρέθηκαν «ο Παύλος Βαρδινογιάννης, ο εφοπλιστής Θεοδωρακόπουλος με το γιο του τον Τάκη, ο Κώστας Δρακόπουλος των διυλιστηρίων, ο Νίκος Ταβουλάρης των ναυπηγείων, το ζεύγος Μποδοσάκη, ο Αγγελος Κανελλόπουλος των τσιμέντων ‘Τιτάν’ με τη γυναίκα του, ο Τομ Πάππας, ο Γ. Λύρας, ο Γιώργος Ταβλάριος, εφοπλιστής από τη Νέα Υόρκη με τη γυναίκα του και ο Γιάννης Λάτσης με τη μεγάλη του κόρη, αφού η γυναίκα του την ίδια μέρα πάντρευε την ανηψιά της σε άλλη εκκλησία» (σ.95). 
Εύγλωττη για τις στενές σχέσεις χουντικής ηγεσίας και μεγαλοκαπιταλιστών είναι η περιγραφή ενός ιδιωτικού ταξιδιού της Ντέλλας με τη Δέσποινα Παπαδοπούλου στο Παρίσι: «Μένουμε σε μεγάλες σουΐτες στο Intercontinental. Ερχονται να μας επισκεφθούν με το τραίνο από τη Γενεύη ο Γιάννης Λάτσης και η σύζυγός του Εριέτα. Είναι πολύ φίλοι της Δέσποινας. [...] Πηγαίνουμε σε όλα τα καλά μαγαζιά της Φομπούρ Σεντ Ονορέ. Η Δέσποινα έχει αφεθεί στο γούστο μου. [...] Λόγω της παρατεταμένης κακοκαιρίας, πηγαίνουμε οδικώς στις Βρυξέλλες με λιμουζίνα που μας έστειλε ο Ωνάσης» (σ.87).
Οι επαφές αυτές δεν ήταν αυστηρά κοινωνικές. Λίγο μετά το Πολυτεχνείο, π.χ., το ζεύγος Ρουφογάλη τρώει στο σπίτι του με το Λάτση. Αρχηγός της ΚΥΠ κι εφοπλιστής «συζητούν για τα διϋλιστήρια και τα προβλήματα που έχει». Μετά το τέλος της κουβέντας, ο δεύτερος προθυμοποιείται να συνοδεύσει τη γυναίκα του πρώτου στο Λονδίνο, για κάποιες ιατρικές εξετάσεις (σ.100). 
Μια στιχομυθία του Ρουφογάλη φωτίζει, τέλος, καλύτερα την τυχοδιωκτική διαχείριση του δημόσιου πλούτου από τα ηγετικά στελέχη της χούντας: 
«Ενα βράδυ ο Χρήστος Μίχαλος, τότε υπουργός, μισοαστειευόμενος, του λέει ότι τώρα που παντρεύτηκε θα πρέπει να κάνουν καμιά δουλειά να εξασφαλίσουν το μέλλον τους, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. Ο Μιχάλης, ατάραχος, του λέει να μην ανησυχεί. ‘Οσο είμαστε στα πράγματα δεν μας χρειάζονται λεφτά και, αν πέσουμε, τα λεφτά δεν θα μας σώσουν’. Ξεσπάει σε γέλια. Εγώ παγώνω, μαζί μου κι ο Μίχαλος» (σ.98).
Οι συμβάσεις
Το φιλέτο των σκανδάλων της «επταετίας» υπήρξαν ωστόσο οι μεγάλες «αναπτυξιακές» συμβάσεις της περιόδου.
* Η πρώτη υπογράφηκε με την αμερικανική πολυεθνική Litton (15.5.67), για «παροχήν υπηρεσιών οργανώσεως και διεκπεραιώσεως της οικονομικής αναπτύξεως ορισμένων περιοχών εις Κρήτην και Δυτικήν Πελοπόννησον» (ΦΕΚ 1972/Α/88). Είχε προταθεί το 1966 απ’ την κυβέρνηση των αποστατών (κυρίως τον Μητσοτάκη), αλλά η Βουλή δεν τόλμησε να την ψηφίσει. Η Litton θα εισέπραττε όλα τα έξοδα που έκανε «βοηθώντας» το δημόσιο (συν κέρδος 11%) και προμήθεια 2% επί των κεφαλαίων (ή των δανείων) που θα έφερνε, θεωρητικού ύψους 800.000.000 δολαρίων. Ως «προκαταβολή», το δημόσιο της κατέβαλε 1.200.000 δολάρια. 
Στην πράξη, η εταιρεία αρκέστηκε να ξεκοκκαλίζει τα ποσοστά επί των ...εξόδων της: «Το κέρδος μας είναι φυσικά δυσανάλογα μεγάλο», παραδεχόταν (στις ΗΠΑ) ο υπεύθυνος του προγράμματος, «επειδή δεν έχουμε κάνει βασική επένδυση. Η επένδυση είναι το καλό μας όνομα». Τελικά η σύμβαση λύθηκε στις 15.10.69, με καταβολή από το κράτος των δαπανών της εταιρείας -συν 11%- ακόμη και κατά την ...«περίοδο τερματισμού» (ΦΕΚ 1969/Α/268). Επίσημη δικαιολογία: «αι ελληνικαί υπηρεσίαι είναι εις θέσιν να συνεχίσουν άνευ ειδικής εξωτερικής βοηθείας τας προσπαθείας δια την ανάπτυξιν» (Βήμα, 16.10.69). 
* Απίστευτα επαχθής ήταν και η σύμβαση για την κατασκευή της Εγνατίας, που ο Μακαρέζος υπέγραψε με τον αμερικανό εργολάβο Ρόμπερτ Μακντόναλντ (ΦΕΚ 1969/Α/15). Το δημόσιο έβαζε 45 απ’ τα 150 εκατομμύρια δολάρια του έργου, «διευκόλυνε» τον «επενδυτή» με ομόλογα 80.000.000 κι εγγυόταν για τα δάνειά του. Το έργο θα γινόταν από έλληνες υπεργολάβους, ενώ ο «ανάδοχος» θα φρόντιζε απλώς για μελέτες και δάνεια, εισπράττοντας αμοιβή 14% επί των εξόδων (συμπεριλαμβανόμενης της δημόσιας χρηματοδότησης!) – τα 4.500.000 δολάρια «εν είδει προκαταβολής». «Εάν κατά την διάρκειαν της μελέτης ήθελεν διαπιστωθή» από τον ίδιο πως 150 εκατομμύρια δεν αρκούν, μπορούσε είτε να ψάξει γι’ άλλα είτε απλά να «θεωρηθή εκτελέσας την σύμβασιν άμα τη συμπληρώσει της κατασκευής τμήματος της οδού, ούτινος η αξία ανέρχεται εις δολλ. ΗΠΑ 150.000.000» (άρθρο 1§4). Τελικά, δε βρήκε ούτε τα προβλεπόμενα κι έφυγε, αφού το δημόσιο επιβαρύνθημε με 1 ½ δις δρχ. 
* Ο ελληνοαμερικανός Τομ Πάππας ήταν ήδη παρών με το διϋλιστήριο της ESSO στη Θεσσαλονίκη, επένδυση του 1962 που είχε καταγγελθεί ως σκανδαλωδώς προνομιακή. Το Μάιο του 1972, η χούντα τον απάλλαξε από τις αντισταθμιστικές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει, για ανέγερση έξι αγροτοβιομηχανικών μονάδων σε διάφορα σημεία της χώρας (ΦΕΚ 1972/Α/72). Του έδωσε και άδεια για τα εργοστάσια της Coca Cola, που οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις δεν ενέκριναν, ως ανταγωνιστικά προς τη ντόπια παραγωγή αναψυκτικών (ΦΕΚ 1968/Α/201). 
Θερμός υποστηρικτής της χούντας, ο Πάππας πρωταγωνίστησε ως γνωστόν στο «ελληνικό Γουτεργκέιτ», ανακυκλώνοντας κονδύλια της CIA για το χρηματισμό του Νίξον απ’ τους δικτάτορες. Ενας προσωπάρχης του με σκανδαλώδες παρελθόν, ο Παύλος Τοτόμης, διορίστηκε το 1967 υπουργός Δημόσιας Τάξης και κατόπιν πρόεδρος της ΕΤΒΑ.
* Μητέρα όλων των μαχών υπήρξε ωστόσο το ντέρμπι των μεγιστάνων (Ωνάσης, Νιάρχος, Βαρδινογιάννης, Ανδρεάδης, Λάτσης κ.ά) για το 3ο διϋλιστήριο της χώρας. Ο Παπαδόπουλος τάχθηκε αποφασιστικά υπέρ του Ωνάση, σε βίλα του οποίου (στο Λαγονήσι) έμενε αντί συμβολικού ενοικίου, ενώ ο Μακαρέζος υπέρ του Νιάρχου. Η σύγκρουση έφτασε στα άκρα, με απόπειρες πραξικοπημάτων κι έκτακτους ανασχηματισμούς. Τελικά ο Ωνάσης τα παράτησε, ακυρώνοντας τη «μεγαλειώδη» σύμβαση που είχε υπογράψει και παίρνοντας πίσω την εγγύησή του, το 3ο διϋλιστήριο μοιράστηκε μεταξύ Ανδρεάδη και Λάτση (ΦΕΚ 1972/Α/130) κι ένα 4ο παραχωρήθηκε στο Βαρδινογιάννη (ΦΕΚ 1972/Α/181). 
Μια λεπτομέρεια αυτής της τιτανομαχίας, από την εμπιστευτική ενημέρωση Χατζηγιάννη προς τον Παπάγο (25.11.70), παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον με βάση τα σημερινά δεδομένα:
«Σε άλλο υπουργικό συμβούλιο, παραβρισκόταν ο Καρδαμάκης, ο οποίος εισηγήθηκε την αγορά μηχανημάτων από τη Siemens και την AEG χωρίς διαγωνισμό, για να μπορέσει να ανταποκριθεί η ΔΕΗ στο πρόγραμμά της, που καθυστερούσε λόγω των δυσκολιών εκτέλεσης των συμφωνιών Ωνάση. Ο Παπαδόπουλος έλυσε μόνος του το θέμα, αποδεχόμενος την αγορά από τη μια εταιρεία».
Το "Τάμα του Εθνους"
Υπήρξε ίσως το χαρακτηριστικότερο σκάνδαλο της χούντας: ο τέλειος συνδυασμός της επαγγελίας μιας «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών» με τη μεγαλομανία του δικτάτορα και το ξάφρισμα υπέρογκων δημόσιων κονδυλίων. 
Στις 14 Δεκεμβρίου 1968 ο Παπαδόπουλος εξήγγειλε την ανέγερση ενός μνημειώδους ναού του Σωτήρος στα Τουρκοβούνια –ως εκπλήρωση, υποτίθεται, της σχετικής υπόσχεσης της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης του 1829 προς το Θεό σε περίπτωση απελευθέρωσης της Ελλάδας. Σύμφωνα άλλωστε με τη χουντική προπαγάνδα, η «επανάστασις» της 21ης Απριλίου 1967 δεν ήταν παρά η άμεση συνέχεια -και ολοκλήρωση- του 1821.
Το έργο εγκρίθηκε στις 5.1.69 σε κοινή συνεδρίαση υπουργικού συμβουλίου και αρχιεπισκόπου. Για την επίβλεψή του συστήθηκε το Μάιο μια «Ανώτατη Επιτροπή» με πρόεδρο τον ίδιο τον πρωθυπουργό Γ. Παπαδόπουλο και μέλη τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, τους υπουργούς Εσωτερικών Στ. Πατττακό, Συντονισμού Ν. Μακαρέζο, Παιδείας Θ. Παπακωνσταντίνου, Δημ. Εργων Κ. Παπαδημητρίου και τον υφυπουργό Προεδρίας Κ. Βοβολίνη. Ενα δεύτερο σώμα, το «Γνωμοδοτικό Συμβούλιο», αποτελούνταν από τον πρόεδρο της Ακαδημίας, τους πρυτάνεις του Πανεπιστημίου και του ΕΜΠ, το δήμαρχο Αθηναίων, το Γενικό Διευθυντή Αρχαιοτήτων και τον κοσμήτορα της Αρχιτεκτονικής. Στο εγχείρημα μετείχε, με άλλα λόγια, σύμπασα η ανώτατη πολιτική και πνευματική ηγεσία του καθεστώτος. 
Για το είδος της προπαγάνδας που συνόδευσε την εξαγγελία, αποκαλυπτικό είναι ένα απόσπασμα από την «Ηχώ των Ενόπλων Δυνάμεων» (3.6.73): «Ο Ναός του Σωτήρος Χριστού, αφ’ ενός μεν υλοποιεί την υπόσχεσιν που έδωσε το Εθνος προς τον Θεό, και αφ’ ετέρου θ’ αποτελέση, μετά την οικοδόμησίν του, το τρίτο αρχιτεκτονικό οικοδόμημα των Αθηνών, μετά τον κλασικό Παρθενώνα και τον Βυζαντινό Λυκαβηττό». 
Η επιστημονική κοινότητα των 1.857 ελλήνων αρχιτεκτόνων δεν φάνηκε πάντως να δείχνει τον ίδιο ενθουσιασμό. Τρεις διαδοχικοί διαγωνισμοί «προσχεδίων» και «ιδεών» μεταξύ 1970 και 1973 κατέληξαν σε φιάσκο: παρά τα τεράστια «βραβεία» που τους συνόδευαν (από 300.000 μέχρι 5.000.000 δραχμές, όταν ο μέσος μισθός του ιδιωτικού τομέα ήταν γύρω στις 4.000 δραχμές), οι προτάσεις που υποβλήθηκαν ήταν αντίστοχια 7, 35 και 31. Τελικά και οι τρεις διαγωνισμοί κηρύχθηκαν άγονοι - μάλλον δίκαια, αν κρίνουμε από τις μακέτες που δημοσιεύθηκαν μεταδικτατορικά στο «Αντί» (30.11.74). Ακόμη κι έτσι, 3.650.000 δρχ διανεμήθηκαν σε ελάσσονες «επαίνους».
Απείρως μεγαλύτερη τέχνη επιδείχθηκε στη διασπάθιση των χρημάτων. 
Τον Ιούνιο του 1969 ανακοινώθηκε η σύσταση «Ειδικού Ταμείου» για την οικονομική διαχείριση του «τάματος». Σύμφωνα με τον τελικό απολογισμό του που δημοσιεύθηκε μετά την ανατροπή του Παπαδόπουλου («Εστία» 19.1.1974), το «Ταμείο» εισέπραξε συνολικά 453.300.000 δρχ: 45,5 εκατομμύρια ως επιχορήγηση απ’ τον τακτικό προϋπολογισμό, 180 εκατομμύρια από «δωρεές, εισφορές, κλπ» και 230 εκατομμύρια σε δάνεια. Ενα μέρος των «εισφορών» ήταν επίσης δημόσιο χρήμα (η Αγροτική Τράπεζα «πρόσφερε» π.χ. 10 εκατομμύρια), ενώ το υπόλοιπο προήλθε από το υστέρημα του φιλοχρίστου και φιλοθεάμονος κοινού – όπως ο συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος που θυσίασε στο «Τάμα» ολόκληρο το εφάπαξ του (109.455 δρχ), εισπράττοντας «τα συγχαρητήρια του πρωθυπουργού δια του υπουργού Προεδρίας» («Νέα» 31.12.68). 
Σύμφωνα ωστόσο με τον ίδιο απολογισμό, το 90% των εσόδων είχε ήδη καταναλωθεί σε απαλλοτριώσεις, «δαπάνες μελετών», προπαρασκευαστικά έργα και «δαπάνες διοικήσεως και λειτουργίας»! 
«Φαίνεται ότι ο Ναός του Σωτήρος, που πρόκειται να ανεγερθή πάνω στα Τουρκοβούνια, θα είναι απ’ τους πιο θαυματουργούς στη χώρα μας», σχολίαζαν τις επόμενες μέρες τα «Νέα» (26.1.74). «Γιατί, πριν ακόμα κτισθή, πριν καν γίνουν τα σχέδια για την κατασκευή του, δαπανήθηκαν -λες από θαύμα- τα 406 εκατομμύρια δραχμές από τα 453 εκατομμύρια που είχαν τελικά συγκεντρωθεί. Πάντως κι οι πιο ολιγόπιστοι θαύμασαν το γεγονός ότι με εντελώς κανονικό τρόπο αναλώθηκε ολόκληρο το τεράστιο αυτό ποσόν για ένα έργο του οποίου ακόμα δεν κατάφεραν οι υπεύθυνοι να έχουν ούτε το σχέδιο. [...] Αφού λεφτά δεν υπάρχουν πιά, αφού ούτε καν τα σχέδια του ναού δεν έχουν γίνει ακόμη, η υπόθεση αυτή θα πρέπει να λήξη εδώ και όλοι θα φροντίσουμε να ξεχασθή».

Δούλεψη εγώ δεν υπογράφω

 Δούλεψη εγώ δεν υπογράφω

Η Ελένη του Γκατζογιάννη -που έγινε Νίκολας Γκέιτζ στο Αμέρικα- ήταν κατά μία έννοια το νέο κύμα πριν το νέο κύμα στην ιστοριογραφία. Κάτι σαν πρόδρομος των καλυβομαραντζίδηδων, χωρις επιστημονικά γαλόνια, αλλά με πανομοιότυπη μέθοδο: από τη διαστρέβλωση του ειδικού στην αυθαίρετη γενίκευση κι ένα προκάτ συμπέρασμα, που πρέπει πάση θυσία να στηριχθεί.

Η "άλλη Ελένη" είναι η απάντηση του Βασίλη Καββαθά, που κάνει μια δημοσιογραφική έρευνα, έχει πολιτικούς περιορισμούς από τη σκοπιά ενός πασόκου που θλίβεται για τον εμφύλιο στον οποίο μας έριξαν οι ξένοι, και μπερδεύεται συχνά ανάμεσα στο συναίσθημα και τα λογικά επιχειρήματα, στην προσπάθεια αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας και το συμψηφισμό της Ελένης με τις Ελένες της δικής μας σκοπιάς.

Παρόλα αυτά, παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς σώζει αρκετές μαρτυρίες κι ενδιαφέροντα άρθρα της εποχής για το βιβλίο, όπως πχ το διάλογο στις στήλες της Αυγής (για τη λογοτεχνική αξία της Ελένης, την ελεύθερη έκφραση, και το αν οι ιδιαίτερες συνθήκες ενός πολέμου δικαιολογούν κάθε πράξη) όπου οι πολιτικοί αναθεωρητές ξεκινούν ντροπαλά να συναντήσουν τον ιστορικό αναθεωρητισμό.

Σε ένα άλλο σημείο, το βιβλίο αναφέρεται στο μηχανισμό απόσπασης δηλώσεων φρονημάτων από το κράτος και τα όργανά του. Και στη φράση μιας ηλικιωμένης γυναίκας, που οι βασανιστές την πιέζουν να αποκηρύξει το γιο της και τις ιδέες του, για να τους απαντήσει:
-Από πολιτικά δεν έχω ιδέα γιε μου, αλλά δούλεψη εγώ δεν υπογράφω...

Κι επειδή γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει, η δούλεψη δεν ήταν μια απλή αποκήρυξη ιδεών, αλλά κάποιες φορές σήμαινε ουσιαστικά ότι έμπαινε κανείς στη δούλεψη του ταξικού εχθρού και γινόταν γρανάζι στη μηχανή του, πχ ενάντια στους παλιούς του συναγωνιστές, για να αποδείξει την ειλικρινή μεταμέλειά του. Και δεν είναι καθόλου εύκολο για κάποιον σπασμένο (και δεν εννοώ το "Σπασμένο Παράθυρο" προφανώς) να πει όχι και να τραβήξει φρένο στην κατρακύλα.

Δε χρειαζόταν συνεπώς ιδιαίτερη πολιτική κατάρτιση η γιαγιά, για να καταλάβει τι σήμαινε μια δήλωση και πώς ευνούχιζε τον αγωνιστή, τι υποδήλωνε η συγκεκριμένη αδυναμία του μπροστά στα βασανιστήρια, για τους συντρόφους του που παρέμεναν αλύγιστοι. Σήμαινε βασικά να προδώσεις τις ιδέες σου και να σηκώσεις το αβάσταχτο βάρος μιας ζωής ελαφριάς, κενής, χωρίς ιδανικά (εδώ ίσως κολλάει κι η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι). Να προδώσεις ένα κομμάτι του εαυτού σου, χωρίς το οποίο μένεις άδειος, ζωντανό περιφερόμενο πτώμα χωρίς ψυχή.

Είναι λοιπόν εντυπωσιακό -με την κακή έννοια- πώς κάποιοι πολιτικά καταρτισμένοι έφτασαν αναδρομικά στο σημείο να κάνουν μόνοι τους δηλώσεις δουλοφροσύνης στο σύστημα, να φτύνουν το παρελθόν τους, γλείφοντας εκεί που έφτυναν, να συνειδητοποιούν πως πήραν τη ζωή τους λάθος κι αλλάξανε ζωή. Κι αφού ήταν τόσο απλό, τζάμπα κι άδικα ταλαιπωρούνταν κι έχαναν τα καλύτερα χρόνια της ζωής τους, ταλαιπωρώντας χωρίς λόγο και τους ανθρωποφύλακές τους.

Είναι εντυπωσιακό επίσης -με την ίδια κακή έννοια- πώς κάποιοι υποτιμούσαν τόσο πολύ το ζήτημα της δήλωσης: έλα μωρέ, γιατί δεν κάνετε, τόσοι και τόσοι που έκαναν τι έπαθαν στην τελική; Σε μια χώρα όπου είσαι ό,τι δηλώσεις -πχ αριστερός αντιμνημονιακός- και δε χρειάζεται να το δέσεις στην πράξη -που είναι κριτήριο για τις όποιες προθέσεις-δηλώσεις- οπότε μπορείς να δουλεύεις εσαεί τους πάντες. Και δε χρειάζεται ποτέ να δουλέψεις, αν εξαγοράσεις τα ένσημα από το αριστερό παρελθόν σου (που λέει κι ο Σπύρος στους Απαράδεκτους) και να τα εμπορευτείς έξυπνα στην αγορά εργασίας.

Εξάλλου η δούλεψη, κάθε δουλειά, στο δοσμένο, κυρίαρχο πλαίσιο, είναι μια μορφή "δήλωσης, συμβιβασμού με την ιδέα ότι γίνεσαι εμπόρευμα, πουλάς τον εαυτό σου για να ζήσεις και όχι για να δημιουργήσεις, που είναι το πραγματικό νόημα της ζωής. Και σήμερα φτάνουμε στο σημείο να μην παλεύουμε για την κατάργησης της μισθωτής σκλαβιάς, αλλά (να παρακαλάμε) για το δικαίωμά μας σε αυτήν, σε μια οποιαδήποτε θέση εργασίας, κι είμαστε έτοιμο να δηλώσουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε.
Είμαστε σκλάβοι κι αν χρειαστεί θα παλέψουμε για τη σκλαβιά μας, όπως λέει ο Αστερίξ στις Δάφνες του Καίσαρα (κι οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν).

Συμπερασματικά λοιπόν το αστικό κράτος δε ζητά ποτέ από το λαό να δηλώσει τι πραγματικά θέλει. Το πολύ-πολύ να του ζητήσει να δηλώσει τι αποκηρύσσει. Μια έτοιμη δοσμένη φόρμα δήλωσης για να αποκηρύξεις τον κομμουνισμός, τις ιδέες του και τις παραφυάδες τους (που ωστόσο μπορούν να παίξουν χρήσιμο για αυτούς ρόλο, δυσφημώντας τον). Απεταξάμην και τα μνημόνια, στην ερώτηση του περίφημου δημοψηφίσματος, που άλλαξε σε μια νύχτα, γιατί ΤΙΝΑ κάνουμε, δεν υπάρχει τελικά εναλλακτική εντός συστήματος -και πού να τρέχεις τώρα να αλλάζεις και να εγκαθιδρύεις καινούριο με επανάσταση κι άλλες εξαλλοσύνες που αφορούν τη Δευτέρα Παρουσία...

Το της εργατικής τάξης «νόμιμον»


από:
«Προσέταττε γαρ ο νόμος τους υπέρ εξήκοντα έτη γεγονότας κωνειάζεσθαι και του διαρκείν τοις άλλοις την τροφήν».
Κι επί το νεοελληνικότερον: «Να παίρνουν κώνειο όσοι ξεπερνούν τα εξήντα χρόνια της ζωής τους και να πεθαίνουν, ώστε να επαρκεί η τροφή για τους υπόλοιπους».
Αυτό ήταν το «Κείων νόμιμον». Στην αρχαία Κέα με αιτία την πολιορκία από τους Αθηναίους.
Σήμερα με εξαφανίζει η αστική τάξη. Είμαι των πεντακοσίων ευρώ. Ακόμη χειρότερα, είμαι άνεργος. Είτε έτσι - είτε αλλιώς είμαι ξοφλημένος. Γύρω μου ανασφάλεια, φτώχεια, δυστυχία. Ξεθεμελιώνουν τα πάντα. Εργατικά δικαιώματα, συνταξιοδοτικά, περίθαλψη, υγεία, παιδεία, πολιτισμό.
Αυτή είναι η πραγματικότητα, σε πείσμα της απύθμενης ανικανότητας να την αντιληφθούμε. 
Κι όσο θα αδυνατούμε, θα βγαίνει κάθε Ξαφαδούλα, κάθε Καμμένο φασιστοειδές και σάπιο Βερυκιοειδές (να ‘ταν οι μόνοι) να τυμβωρυχεί πάνω μας.
Σε τέτοιες στιγμές, που κι η αυτοδικία ακόμη εμπλουτίζεται σε περιεχόμενο, που πρέπει να επιβληθεί το της εργατικής τάξης «νόμιμον», χαζεύουμε απαθείς τους δημίους μας και τα φερέφωνά τους, ως η αγελάδα τα τρένα που περνούν.
Αλλά τι ανάγκη έχουμε; Μπορούμε να… ταξιδεύουμε και να λέμε τη… γνώμη μας.

Οσο ζω δε θα ξεχάσω το Σοσιαλισμό και θα παλεύω γι’ αυτήν την κοινωνία…


Σχολική εκδρομή μικρών μαθητών

Με τον τίτλο που έχω βάλει σε αυτό το κείμενο, κλείνει το γράμμα της η Χρυσούλα Σλάβικ, μια ελληνίδα που έζησε τριάντα χρόνια στην Τσεχοσλοβακία, την σοσιαλιστική Τσεχοσλοβακία.

Μέσα από το γράμμα της κάνει κουρελόχαρτο όλα τα αποκυήματα φαντασίας των εχθρών της εργατικής τάξης, κάνει κουρελόχαρτο όλο το αντικομμουνιστικό οχετό των υπηρετών της αστικής τάξης, βάζει τις βάσεις για να δουλέψει το μυαλό, όσων ακόμα δεν έχουν καταπιεί αμάσητη την αστική προπαγάνδα,  για να ψάξουν και παραπέρα για την εξακρίβωση της αλήθειας.


Ας αφήσουμε όμως τα δικά μου λεγόμενα και ας διαβάσετε το γράμμα της.

“Τριαντάχρονη εμπειρία από τη σοσιαλιστική Τσεχοσλοβακία. Θα αρχίσω από το 9τάξιο σχολείο, που πήγα στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα. Το μεσημέρι τρώγαμε στο σχολείο πλήρες μεσημεριανό γεύμα, μετά διαβάζαμε τα μαθήματά μας για την επόμενη ημέρα και συμμετείχαμε σε διάφορες δραστηριότητες (τέχνες – αθλητισμός – φυσικό περιβάλλον), ανάλογα με τα προσωπικά μας ενδιαφέροντα, πάντα με την παρουσία και συμβολή εκπαιδευτικού, μέχρι να γυρίσουν οι γονείς μας από τη δουλειά. Ολα αυτά σε καθαρό, ζεστό, υγιεινό και ασφαλές περιβάλλον σχολικών κτηρίων και εγκαταστάσεων με τακτική συντήρηση και άμεσες επισκευές, εάν αυτό ήταν αναγκαίο.

Τα φροντιστήρια υπήρχαν στο σχολείο μόνο για τους αδύναμους μαθητές και βεβαίως δωρεάν. Είχαμε εργαστήριο χημείας και φυσικής, εργαστήριο για διάφορες μικρο-κατασκευές, κήπο για μαθήματα κηπουρικής και μαγειρείο για μαθήματα μαγειρικής. Κάθε σχολείο είχε το δικό του γήπεδο και κλειστό γυμναστήριο με όλα τα όργανα γυμναστικής. Αυτές οι εγκαταστάσεις ανταποκρίνονταν σε πολύ αυστηρές απαιτήσεις και προδιαγραφές για την ασφάλεια της μαθητικής και εκπαιδευτικής κοινότητας και προσέφεραν τις καλύτερες συνθήκες για το εκπαιδευτικό έργο στους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές.

Δύο φορές το μήνα πηγαίναμε να παρακολουθήσουμε θέατρο, συναυλίες σε κάποιο μέγαρο μουσικής ή σε κινηματογράφο, στα πλαίσια της σχολικής μας εκπαίδευσης. Ολα αυτά ήταν πάντα δωρεάν. Παράλληλα, στις αρχές της σχολικής χρονιάς οι καθηγητές της μουσικής, του αθλητισμού και άλλων ειδικοτήτων έκαναν επιλογή ανάλογα με την ιδιαίτερη κλίση του κάθε παιδιού και επέλεγαν τα παιδιά με ιδιαίτερα ταλέντα και τα προωθούσαν, με τη σύμφωνη γνώμη των γονιών τους, για μετασχολική και δωρεάν εξειδίκευση. Στο σχολείο, στα πλαίσια της προληπτικής ιατρικής, δύο φορές το χρόνο μας εξέταζαν οι γιατροί όλων των ειδικοτήτων και μας έκαναν εκεί και τα απαραίτητα εμβόλια. Στα βουνά υπήρχαν δημόσια θεραπευτήρια για υπέρβαρα ή αδύνατα παιδιά όπου πήγαιναν το καλοκαίρι και εκεί για δύο μήνες ακολουθούσαν μια ειδική διατροφική θεραπεία και σωματική άσκηση. Χρήση αυτών των θεραπευτηρίων, για διάφορες παθήσεις και για ανάρρωση, κάνανε και οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι. Υπήρχαν και οι λεγόμενες λουτροπόλεις με ιαματικά νερά, με ξενοδοχειακές μονάδες, για τις διάφορες θεραπείες και φυσικοθεραπείες του λαού της Τσεχοσλοβακίας. Αυτή τη φροντίδα απολάμβαναν τα παιδιά σε όλα τα επίπεδα της εκπαιδευτικής και φοιτητικής διαδικασίας.

Παντρεύτηκα όταν ήμουν 21 χρόνων. Εγώ εργαζόμενη και ο άντρας μου δευτεροετής φοιτητής του πολυτεχνείου. Μετά από ένα χρόνο κάναμε το παιδί μας. Πήρα ένα χρόνο άδεια τοκετού με πλήρεις αποδοχές, αργότερα το έκαναν τρία χρόνια, με τα τελευταία δύο χρόνια με αποδοχές 70% του μισθού. Οταν τελείωσε η άδεια, γύρισα στον ίδιο χώρο και την ίδια θέση της εργασίας. Ο άνδρας μου, παντρεμένος φοιτητής και με παιδί, έπαιρνε επίδομα αντίστοιχο του βασικού μισθού ενός εργαζομένου. Μόλις γέννησα, δύο φορές την εβδομάδα ερχότανε μια νοσοκόμα στο σπίτι μας, να ζυγίσει το παιδί και να με βοηθήσει στο θηλασμό, στο μπάνιο και στη φροντίδα του. Γάλα, βρεφικές τροφές και πάνες ήταν δωρεάν. Και οι τρεις μας είχαμε δικαίωμα να τρώμε στις φοιτητικές εστίες, δωρεάν, το μεσημέρι και το βράδυ. Το παιδί μας, μόλις κάναμε την αίτηση, πήγε σε παιδικό σταθμό. Στον παιδικό σταθμό παρείχαν ακόμα και τα ρούχα του παιδιού, τρία γεύματα την ημέρα και φροντίδα από εξειδικευμένο προσωπικό με τακτικές επισκέψεις παιδιάτρου. Σε περίπτωση ασθένειας του παιδιού, η μητέρα έπαιρνε άδεια από την εργασία της 8 ημέρες με πλήρεις αποδοχές και τις υπόλοιπες ημέρες το 80% των αποδοχών. Η προληπτική ιατρική ήταν πολύ αναπτυγμένη. Για όλες τις ειδικότητες. Με επιστολή στο σπίτι, με προγραμματισμένο ραντεβού και με επίπληξη εάν δεν ανταποκρινόσουν στο κάλεσμα. Ειδικά στην περίπτωση των παιδιών.

Το Κράτος μας έδωσε σπίτι που πληρώναμε με επιταγή 8% του μισθού μας. Αυτή η επιταγή κάλυπτε το νοίκι, το ρεύμα, το νερό και φυσικό αέριο. Ολο το εικοσιτετράωρο είχαμε ζεστό νερό και το χειμώνα θέρμανση. Οι εταιρείες και τα εργοστάσια είχαν και αυτά μαγειρεία. Μέσα στο οχτάωρο της εργασίας είχες μισή ώρα για κολατσιό και μια ώρα για το μεσημεριανό σου. Ολες οι εταιρείες και τα εργοστάσια είχαν τα δικά τους εξοχικά καταλύματα στα βουνά, σε χιονοδρομικά κέντρα για τις χειμερινές διακοπές και σε μεγάλες λίμνες και στα ποτάμια για τα καλοκαίρια. Στις άλλες χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης που είχαν θάλασσα υπήρχαν ξενοδοχειακές μονάδες όπου κάνανε τις διακοπές τους και εργαζόμενοι της Τσεχοσλοβακίας. Ο εργαζόμενος πλήρωνε μόνο ένα μέρος της διατροφής του και της μεταφοράς του. Τη διαμονή και το υπόλοιπο κόστος κάλυπτε το ασφαλιστικό του ταμείο. Οι γυναίκες δικαιούνταν σύνταξή στα 55 και οι άνδρες στα 60.

Δεν είχαμε όλοι αυτοκίνητα γιατί δεν μας ήταν και τόσο απαραίτητα. Είχαμε πολύ καλές και πυκνές αστικές και υπεραστικές συγκοινωνίες, τραμ, μετρό, τρένα, αεροπλάνα κλπ. Την ημέρα κάθε τρία λεπτά και τη νύχτα τουλάχιστον κάθε μια ώρα υπήρχαν δρομολόγια των αστικών μέσων μεταφοράς. Ποτέ δεν χρειάστηκα ταξί, ήταν μόνο για τους τουρίστες.

Δεν είχα νοιώσει ποτέ το άγχος και την ανασφάλεια, διότι δεν ήξερα, μάλλον δεν ξέραμε τι θα πει η ΑΝΕΡΓΙΑ ή απλήρωτη εργασία, τι θα πει εκμετάλλευση, τι θα πει να κρυώνεις, να μην έχεις σωστή ή καθόλου ιατρική περίθαλψη και σωστή Παιδεία. Εγώ που τα είχα τα θεωρούσα τότε όλα αυτονόητα. Σήμερα βλέπω ότι δεν ήταν. Θα έπρεπε να τα υπερασπιστούμε και να μην επιτρέψουμε στην Αντεπανάσταση να νικήσει και να ισοπεδώσει όλα τα δικαιώματα των εργαζομένων και όλες τις κατακτήσεις του Σοσιαλισμού.

Ζώντας στην Ελλάδα, τα τελευταία 30 χρόνια, είδα και την καπιταλιστική ανάπτυξη και τώρα την καπιταλιστική κρίση. Γνώρισα τι θα πει ανεργία, ανασφάλεια, φτώχεια. Σήμερα ξεθεμελιώνουν και τα τελευταία εργατικά δικαιώματα, τις άδειες μητρότητας, το επίδομα τοκετού, τη συνταξιοδότηση, για να διαφυλάξουν την κερδοφορία του κεφαλαίου. Μόνη ελπίδα για το λαό, η δημιουργία Λαϊκής Συμμαχίας για Σοσιαλιστική Λαϊκή Οικονομία και Εξουσία, με αποδέσμευση από ΕΕ και ΝΑΤΟ, για ειρήνη και προκοπή του λαού.

Οσο ζω δε θα ξεχάσω το Σοσιαλισμό και θα παλεύω γι’ αυτήν την κοινωνία…!!

Χρυσούλα ΣΛΑΒΙΚ
Κέρκυρα

Πηγή. http://geranista.wordpress.com

Στον απόηχο του δημοψηφίσματος

Στον απόηχο του δημοψηφίσματος


Στον απόηχο του δημοψηφίσματος στην Τουρκία, εντείνεται η συζήτηση για τα σενάρια που ενδέχεται να ενεργοποιήσει το οριακό αποτέλεσμα σε ό,τι αφορά την εξέλιξη των σχέσεων της Τουρκίας με την ΕΕ και την Ελλάδα.
Στην πλειοψηφία των αναλύσεων, μεγεθύνονται στοιχεία και ερμηνείες, όπως ότι το οριακό αποτέλεσμα υπέρ του «ναι» «αυξάνει τη νευρικότητα» της κυβέρνησης Ερντογάν και ότι ο «διχασμός της τουρκικής κοινωνίας» μετά το δημοψήφισμα εντείνει την αβεβαιότητα στο εσωτερικό και κάνει πιθανότερη μια πιο δυναμική εξαγωγή της κρίσης από την κυβέρνηση Ερντογάν.
Με δεδομένα τα παραπάνω, προβάλλεται η άποψη ότι «ασπίδα» της Ελλάδας από μια πιθανή έξαρση της τουρκικής επιθετικότητας στο Αιγαίο και στην Κύπρο είναι η ΕΕ και ότι στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η διατήρηση της Τουρκίας σε ενταξιακή τροχιά προς την ΕΕ, με το επιχείρημα ότι έτσι μεγαλώνει η πίεση για σταθερότητα στη χώρα και μειώνεται ο κίνδυνος για απρόβλεπτες αντιδράσεις.
Αναμφίβολα, το δημοψήφισμα θα επιδράσει σε διεργασίες που ήδη γίνονται στο αστικό πολιτικό σύστημα της Τουρκίας και θα επηρεάσει ως έναν βαθμό πλευρές της εξωτερικής της πολιτικής. Το ίδιο έγινε άλλωστε και με την απόπειρα πραξικοπήματος τον περασμένο Ιούλη.
Αυτό, όμως, καμιά σχέση δεν έχει με την προσπάθεια να αποδοθούν πιθανές αποφάσεις και σχεδιασμοί της τουρκικής κυβέρνησης στη μια ή στην άλλη αντίδραση του Ερντογάν, εξαιτίας του οριακού αποτελέσματος στο δημοψήφισμα. Πολύ περισσότερο, να ερμηνευτούν με όρους ...ψυχολογίας οι πιθανές προσαρμογές που θα επιχειρήσει η Τουρκία στη στάση της απέναντι στην ΕΕ και στην Ελλάδα.
Στη διαμόρφωση των σχέσεων Ελλάδας - Τουρκίας επιδρά καθοριστικά ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις αστικές τάξεις των δύο κρατών για τη γεωστρατηγική τους αναβάθμιση στην περιοχή, εκκινώντας βέβαια από διαφορετική αφετηρία, αφού ο περιφερειακός ρόλος της Τουρκίας είναι πιο ισχυρός, λόγω της οικονομικής και στρατιωτικής της δύναμης.
Ο ανταγωνισμός αυτός εντείνεται στο πλαίσιο της γενικότερης όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων στην περιοχή και των διαφορετικών συμφερόντων που συγκρούονται στη διαμόρφωση της μελλοντικής κατάστασης στη Συρία, κυρίως σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του κουρδικού στοιχείου, που είναι ζήτημα «υψηλής προτεραιότητας» για την Τουρκία.
Εξίσου ανταγωνιστικές είναι οι σχέσεις των δύο κρατών σε ό,τι αφορά τους σχεδιασμούς για τις πηγές και τους αγωγούς Ενέργειας, ενώ η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι είναι μέλη του ΝΑΤΟ, από τις σχέσεις τους με το Ισραήλ και τη μεταξύ τους αντιπαράθεση για το Κυπριακό, που συνιστούν παράγοντες - κλειδιά στη χάραξη του ενεργειακού χάρτη στην περιοχή.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να ερμηνευτεί η προκλητικότητα της Τουρκίας στο Αιγαίο και στη Θράκη, αλλά και στην Κύπρο, ως αντανάκλαση γενικότερων επιδιώξεων της αστικής τάξης της. Και είναι βέβαιο ότι οι επιδιώξεις αυτές και τα συμφέροντα δεν χαλιναγωγήθηκαν ούτε από το γεγονός πως η Ελλάδα είναι κράτος - μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, ούτε από την αναβαθμισμένη σχέση Τουρκίας - ΕΕ, ούτε βέβαια από τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ.
Το συμπέρασμα που προκύπτει, επομένως, είναι ότι οι λαοί σε Ελλάδα και Τουρκία χρειάζεται με επαγρύπνηση να παρακολουθούν τις εξελίξεις και με ταξικό κριτήριο να τις ερμηνεύουν. Προπάντων, να διαχωρίσουν τη θέση τους από τους σχεδιασμούς της αστικής τάξης στη μια και στην άλλη όχθη του Αιγαίου και από τα εθνικιστικά κηρύγματα όλων των αστικών δυνάμεων, να παλέψουν για την απεμπλοκή των χωρών τους από ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και σχεδιασμούς, δυναμώνοντας τη μεταξύ τους αλληλεγγύη και διαμορφώνοντας τον δικό τους σχεδιασμό, που θα φτάνει μέχρι την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου.

TOP READ