4 Ιαν 2012

ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΓΧΩΡΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ


ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΕΓΧΩΡΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
της Χρύσας Κακουλίδου

Οι εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα τα τελευταία χρόνια, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, αναδεικνύουν το σημαντικό ρόλο των τραπεζών στην επιτάχυνση και το δυνάμωμα της διαδικασίας συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου σ’ όλους τους τομείς της οικονομίας.
Στην ιστορική του εξέλιξη το χρηματοπιστωτικό σύστημα πέρασε από διάφορες φάσεις.

ΣΥΝΤΟΜΗ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ

Ι. ΤΟ ΧΡΗΜΑ - ΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
Αρχικά πριν την επικράτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής το χρήμα εμφανίζεται σαν μέτρο της αξίας κάθε εμπορεύματος. Καθώς η εμπορευματική παραγωγή εξελίσσεται, η αγορά και πώληση εμπορευμάτων μέσω του χρήματος διαδέχεται την άμεση ανταλλαγή των εμπορευμάτων μεταξύ των κατόχων τους. Ετσι το χρήμα λειτουργεί σαν μέσο της εμπορευματικής κυκλοφορίας. Παράλληλα, στο διάστημα που το χρήμα βγαίνει από την κυκλοφορία, λειτουργεί σαν μέσο αποθησαύρισης, διαφύλαξης ενός αποθέματος αξίας. Ταυτόχρονα το χρήμα ασκεί μια ακόμα λειτουργία: του μέσου πληρωμής στην περίπτωση της πώλησης με πίστωση.
Στην πώληση με πίστωση το χρήμα δεν ασκεί τη λειτουργία του μέσου κυκλοφορίας, αφού το εμπόρευμα «αλλάζει» χέρια, χωρίς να μεσολαβήσει το χρήμα, έναντι μιας γραπτής υπόσχεσης πληρωμής καθορισμένης προθεσμίας (συναλλαγματική, επιταγή κ.ά.). Οταν φτάσει η ορισμένη προθεσμία ο οφειλέτης πρέπει να εξοφλήσει το χρέος. Ετσι με την πώληση εμπορευμάτων με πίστωση γεννιέται το πιστωτικό χρήμα, δηλαδή ένα χρεόγραφο, μια ομολογία της υποχρέωσης του οφειλέτη να πληρώσει τον πιστωτή στη ορισμένη χρονική προθεσμία.
Με την ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας και επομένως της παραγωγής σε μεγάλη κλίμακα, η Πίστωση αυξήθηκε σε μέγεθος και σε χρονική διάρκεια, ανάλογα με την αυξανόμενη αξία της παραγωγής και της απόστασης των αγορών.
«Με την ανάπτυξη του εμπορίου και του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, ο οποίος παράγει παίρνοντας υπόψη μόνο την κυκλοφορία, αυτή η φυσική βάση του πιστωτικού συστήματος όλο και διευρύνεται, γενικεύεται, τελειοποιείται»[1].
Η αμοιβαία πίστωση των βιομηχάνων και των εμπόρων συνοδεύεται με τα δάνεια σε χρήμα σε αυτούς από μέρους των τραπεζιτών και των δανειστών χρήματος.
Στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή λοιπόν η ανάπτυξη του εμπορίου εμπορευμάτων συμβαδίζει με την ανάπτυξη του χρηματεμπορίου.
Στο βαθμό που αναπτύσσεται η κεφαλαιοκρατική παραγωγή και συσσώρευση, αναπτύσσονται και ο ανταγωνισμός και η πίστη και επιταχύνεται η  συγκεντροποίηση του κεφαλαίου.
Το χρήμα με τη μορφή του τοκοφόρου κεφαλαίου, εκτός από την αξία χρήσης που έχει σαν χρήμα, αποκτάει μια πρόσθετη αξία χρήσης να λειτουργεί σαν κεφάλαιο και να παράγει αξία μεγαλύτερη από την αξία που περιέχεται σε αυτό το ίδιο, δηλαδή να παράγει κέρδος.
«Με την ιδιότητα αυτή του δυνητικού κεφαλαίου, του μέσου για την παραγωγή του κέρδους, το χρήμα γίνεται εμπόρευμα, ένα εμπόρευμα όμως ιδιαίτερου είδους. Ή, πράγμα που καταλήγει στο ίδιο, το κεφάλαιο σαν κεφάλαιο γίνεται εμπόρευμα»[2].
Ο κεφαλαιοκράτης που αξιοποιεί το χρήμα του σαν τοκοφόρο κεφάλαιο δεν το πουλάει ούτε το δίνει σαν πληρωμή, το εκχωρεί στον ενεργό κεφαλαιοκράτη (βιομήχανο ή έμπορο) με τον όρο να του επιστραφεί σε μια ορισμένη προθεσμία και αφού έχει σαν κεφάλαιο πραγματοποιήσει την αξία χρήσης του, την ιδιότητά του να παράγει υπεραξία. Η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο συντελείται στο προτσές της παραγωγής και της κυκλοφορίας όπου παράγεται η υπεραξία. Με τη λήξη της προθεσμίας το χρηματικό κεφάλαιο επιστρέφει στον κεφαλαιοκράτη του χρήματος μαζί με μέρος της παραγόμενης υπεραξίας, τον τόκο.

ΙΙ. ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ - ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Οι πρώτες οργανωμένες τράπεζες εμφανίστηκαν στη φεουδαρχία παρόλο που εμβρυακά στοιχεία υπάρχουν και στην αρχαιότητα.
Στα πρώιμα στάδια του καπιταλιστικού συστήματος η βασική και πρωταρχική πράξη των τραπεζών ήταν η μεσολάβηση στις πληρωμές.
«Η βασική και πρωταρχική πράξη των τραπεζών είναι η μεσολάβηση στις πληρωμές. Σε σχέση με αυτό, οι τράπεζες μετατρέπουν το αδρανές χρηματικό κεφάλαιο σε ενεργό, δηλαδή σε κεφάλαιο που φέρνει κέρδος, συγκεντρώνοντας τα χρηματικά έσοδα όλων των ειδών και τα θέτουν στη διάθεση της τάξης των καπιταλιστών»[3].
Από τη στιγμή που οι τράπεζες πληρώνουν τόκο για τις καταθέσεις, καταθέτονται σε αυτές οι οικονομίες σε χρήμα όλων των τάξεων. Μικρά ποσά, που καθένα από αυτά είναι ανίκανο να δράσει σαν χρηματικό κεφάλαιο, συνενώνονται σε μεγάλες μάζες και αποτελούν έτσι μια χρηματική δύναμη. Συσσωρεύεται λοιπόν αναπασχόλητο εισόδημα σε χρήμα «που ζητάει να επενδυθεί». Το χρήμα αυτό, μέσω της πίστης, επιταχύνει το προτσές παραγωγής.
«Αν το πιστωτικό σύστημα εμφανίζεται σαν κύριος μοχλός της υπερπαραγωγής και της υπερκεδοσκοπίας στο εμπόριο, αυτό γίνεται μόνο και μόνο γιατί το προτσές αναπαραγωγής, που από τη φύση του είναι ελαστικό, εντείνεται εδώ ως τα ακρότατα όρια και εντείνεται μάλιστα για το λόγο ότι ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού κεφαλαίου χρησιμοποιείται από τους μη ιδιοκτήτες του, που για αυτό ρίχνονται στην επιχείρηση εντελώς διαφορετικά από τον ιδιοκτήτη που, όσο καιρό δρα ο ίδιος, υπολογίζει με φόβο τα όρια του ατομικού του κεφαλαίου. Προβάλλει έτσι μόνο ότι η αξιοποίηση του κεφαλαίου, που βασίζεται στον αντιφατικό χαρακτήρα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, επιτρέπει μόνο ως ένα ορισμένο σημείο την πραγματική ελεύθερη ανάπτυξη, βάζει δηλαδή στην πράξη ένα είδος εσωτερικά δεσμά και φραγμό στην παραγωγή, που τα σπάει διαρκώς το πιστωτικό σύστημα. Για αυτό το πιστωτικό σύστημα επιταχύνει την υλική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τη δημιουργία της παγκόσμιας αγοράς, που, σαν υλικές βάσεις της νέας μορφής παραγωγής, η δημιουργία τους αποτελεί το ιστορικό καθήκον του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Ταυτόχρονα η Πίστη επιταχύνει τα βίαια ξεσπάσματα αυτής της αντίφασης, τις κρίσεις, και έτσι δυναμώνει τα στοιχεία της διάλυσης του παλιού τρόπου παραγωγής»[4].
Αρχικά οι τράπεζες εμφανίστηκαν ως ατομικές επιχειρήσεις. Κατά το 19ο αιώνα δημιουργούνται οι πρώτες εμπορικές μετοχικές τράπεζες. Με το πέρασμα του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό στάδιο συντελείται συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του τραπεζικού κεφαλαίου και η γενίκευση των μετοχικών εταιριών. Τα τραπεζικά μονοπώλια διεισδύουν και στη βιομηχανία. Αγοράζουν μετοχές βιομηχανικών εταιριών, χορηγούν σε αυτές δάνεια και δημιουργούν οι ίδιες βιομηχανικές επιχειρήσεις.
Αντίστοιχα συντελείται και η αντίστροφη διαδικασία διείσδυσης των βιομηχάνων στις τραπεζικές επιχειρήσεις. Ο Λένιν σημειώνει χαρακτηριστικά:
«... μαζί με τη συγκέντρωση του κεφαλαίου και την ανάπτυξη του κύκλου εργασιών των Τραπεζών αλλάζει ριζικά και η σημασία τους. Από τους σκόρπιους καπιταλιστές διαμορφώνεται ένας συλλογικός καπιταλιστής. Η τράπεζα, όταν κρατά τον τρέχοντα λογαριασμό μερικών καπιταλιστών, φαίνεται σαν να εκπληρώνει μια καθαρά τεχνική, αποκλειστικά βοηθητική πράξη. Οταν όμως η πράξη αυτή αναπτύσσεται σε γιγάντιες διαστάσεις, τότε αποδείχνεται ότι μια χούφτα μονοπωλητές υποτάσσουν τις εμπορικές και βιομηχανικές πράξεις όλης της καπιταλιστικής κοινωνίας, αποκτώντας την δυνατότητα -με τις τραπεζικές συνδέσεις, με τους τρέχοντες λογαριασμούς και τις άλλες χρηματικές πράξεις- στην αρχή να ξέρουν με ακρίβεια την κατάσταση των διαφόρων καπιταλιστών, ύστερα να τους ελέγχουν, να τους επηρεάζουν με την επέκταση ή τον περιορισμό, τη διευκόλυνση ή το δυσκόλεμα της πίστωσης, και τέλος να καθορίζουν απόλυτα την τύχη τους, να καθορίζουν τα εισοδήματά τους, να τους στερούν το κεφάλαιο ή να τους δίνουν τη δυνατότητα να αυξάνουν το κεφάλαιο τους γρήγορα και σε τεράστιες διαστάσεις κλπ.»[5].
Αποτέλεσμα όλων αυτών των διαδικασιών είναι η σύμφυση του βιομηχανικού με το τραπεζικό κεφάλαιο, η διαμόρφωση του σε χρηματιστικό κεφάλαιο.

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΕ


Για την εξυπηρέτηση των διευρυνόμενων αναγκών της καπιταλιστικής παραγωγής και κυκλοφορίας ιδρύονται σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες τράπεζες, κάποιες από τις οποίες αρχικά είχαν και διττή φύση, καθώς ήταν και εμπορικές και εκδοτικές, είχαν δηλαδή και την ευθύνη της έκδοσης του εγχώριου νομίσματος. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ήταν η Τράπεζα της Αγγλίας, στο πρότυπο της οποίας ιδρύθηκε και η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας το 1841.
Πολυποίκιλες όμως ανάγκες εποπτείας και διαχείρισης των αντιθέσεων του συστήματος οδήγησαν σε κεντρικές τράπεζες σε κάθε χώρα, οι οποίες είχαν την ευθύνη για την εύρυθμη λειτουργία του νομισματοπιστωτικού συστήματος αλλά και για την έκδοση χρήματος. Ετσι οι αστοί φαίνεται ότι είχαν κατανοήσει ότι «όσο καιρό ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας εμφανίζεται σαν η χρηματική ύπαρξη του εμπορεύματος και επομένως σαν ένα πράγμα έξω από την πραγματική παραγωγή, είναι αναπόφευκτες οι χρηματικές κρίσεις, είτε ανεξάρτητα από τις πραγματικές κρίσεις είτε σαν όξυνση πραγματικών κρίσεων»[6].
Αυτός ο κίνδυνος λοιπόν νομισματικών κρίσεων μεγάλωνε όσο βάθαινε η βασική αντίθεση του καπιταλισμού. Σαν απάντηση οι κεφαλαιοκράτες πρότειναν μετά την κρίση του 1929 ένα είδος τραπεζικού «Νιου Ντιλ», υπερασπίζοντας τον πιο ενεργό ρόλο του αστικού κράτους για την προστασία από τις αγεφύρωτες αντιθέσεις της καπιταλιστικής οικονομίας και την έκφρασή τους στο νομισματοπιστωτικό σύστημα. Ετσι ιδρύεται το 1930 η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ), της οποίας ο αρχικός σκοπός ήταν τόσο η επίβλεψη νομισματικών ζητημάτων που σχετίζονταν με τη χρηματοδότηση της επανόρθωσης των ρημαγμένων από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο καπιταλιστικών οικονομιών όσο και η συνεργασία μεταξύ των κεντρικών τραπεζών για μια σχετική σταθεροποίηση των διεθνών νομισματοπιστωτικών συναλλαγών..
Στην πορεία βέβαια επικράτησε κυρίως η δεύτερη λειτουργία, κάτι που έκανε την ΤΔΔ να αυτοπροσδιορίζεται ως η «Τράπεζα των Κεντρικών Τραπεζών». Στη συνέχεια είναι γνωστή η συμφωνία Μπρέτον Γουτς το 1944.
To μεταπολεμικό νομισματικό σύστημα και στην Ευρώπη στηρίχτηκε στη συμφωνία Μπρέτον Γουτς, σύμφωνα με την οποία η αξία του νομίσματος κάθε χώρας που συμμετείχε στη συμφωνία συνδέθηκε με την αξία του δολαρίου, ενώ το δολάριο είχε σταθερή ισοτιμία 35 δολάρια προς μία ουγκιά χρυσού.
Μετά όμως από την κατάρρευση του συστήματος αυτού στις αρχές της δεκαετίας του 1970 τα καπιταλιστικά κράτη χρειαζόντουσαν ένα άλλο σύστημα προκειμένου να προστατευθούν από τη νομισματική αστάθεια. Ηδη, όπως είναι γνωστό, το 1952 έξι χώρες (Βέλγιο, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο και η Ολλανδία) ίδρυσαν την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα, ενώ το 1957 υπογράφτηκε η λεγόμενη συνθήκη της Ρώμης, σύμφωνα με την οποία το 1958 οι έξι αυτές χώρες ίδρυσαν την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (Ευρατόμ). Στη συνέχεια οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες (ΕΚ) υφίστανται και  το Φεβρουάριο του 1992, υπογράφουν τη γνωστή Συνθήκη του Μάαστριχτ βάση της οποίας διαμορφώνεται από το 1993 η Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η πρώτη απόπειρα για τη δημιουργία μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης προέρχεται από τη λεγόμενη Εκθεση Βέρνερ του 1970, σύμφωνα με την οποία αυτή η ένωση θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί το 1980 με την ολοκλήρωση τριών σταδίων. Η πραγμάτωση όμως αυτών των σχεδίων σκόνταψε πάνω στην όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, στην κρίση του 1973 και στη νομισματική αστάθεια της δεκαετίας αυτής.
Προκειμένου λοιπόν να αντιμετωπιστεί η νομισματική αστάθεια μετά την κατάρρευση του συστήματος του Μπρέτον Γουτς, τα εννέα τότε κράτη-μέλη της ΕΟΚ διαμόρφωσαν το 1979 το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ), του οποίου κύριο χαρακτηριστικό ήταν ο μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΜΣΙ) που εισήγαγε σταθερές αλλά προσαρμόσιμες συναλλαγματικές ισοτιμίες μεταξύ των νομισμάτων των εννέα κρατών.
Αργότερα μπήκε ο στόχος και ξεκαθαρίστηκαν τα βήματα για τη δημιουργία της ΟΝΕ, η οποία ολοκληρώθηκε σε τρία στάδια. Το πρώτο (1990-1993) είχε ως στόχο την εξάλειψη των φραγμών στην ελευθερία κυκλοφορίας ατόμων, αγαθών, κεφαλαίων και υπηρεσιών μεταξύ των κρατών - μελών. Το δεύτερο (1994-1998) αποσκοπούσε στην τεχνική προετοιμασία για το ενιαίο νόμισμα και ξεκίνησε με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος και το τρίτο στάδιο (1999-2002) άρχισε με τον αμετάκλητο καθορισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών, την εκχώρηση της αρμοδιότητας για την άσκηση νομισματικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και την εισαγωγή του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος. Από 1 Ιανουαρίου 2002 το ευρώ απέκτησε την ιδιότητα νόμιμου χρήματος στα συμμετέχοντα κράτη και στη συνέχεια σταδιακά και σε νέο-εντασσόμενα κράτη.
Ετσι λοιπόν φτάσαμε στην ΕΚΤ και στη λεγόμενη ενιαία νομισματική πολιτική. Πού στοχεύει όμως αυτή η νομισματική πολιτική;
Σύμφωνα με το άρθρο 105 της Συνθήκης του Μάαστριχτ, πρωταρχικός στόχος του Ευρωπαϊκού συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), το οποίο περιλαμβάνει την ΕΚΤ και τις κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών της ζώνης του ευρώ, είναι η σταθερότητα των τιμών, η συγκράτηση του πληθωρισμού.
Σε αυτά τα πλαίσια η ΕΚΤ ανακοίνωσε για όγδοη φορά τους τελευταίους 18 μήνες την αύξηση του βασικού της επιτοκίου από 3,75% σε 4%, ενώ μέσα στο χρόνο θεωρείται πιθανή άλλη μία αύξηση 0,25%, σαν μέτρο «περιοριστικής» νομισματικής πολιτικής για την αναχαίτιση της πιστωτικής επέκτασης και τις επακόλουθες πληθωριστικές πιέσεις.
Γενικότερα η ΕΕ επιχειρεί να θωρακίσει την πορεία νομισματικής ενοποίησης και του ευρώ που δοκιμάζεται από την επίδραση του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης στο εσωτερικό της Ευρωζώνης και την ένταση του ανταγωνισμού με τις ΗΠΑ και τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Για το λόγο αυτό έχει διαμορφώσει απ’ το 1997 πλαίσιο όρων δημοσιονομικής πολιτικής (Σύμφωνο Σταθερότητας) που οφείλουν να τηρούν οι κυβερνήσεις των κρατών μελών.[7]
Ταυτόχρονα η ΕΕ διαμορφώνει τους στόχους της για την πορεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η ενοποίηση των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών αποτελεί το βασικό στοιχείο του σχεδίου οικονομικής μεταρρύθμισης της Στρατηγικής της Λισσαβόνας με στόχο να διευκολυνθεί η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου.
Οπως σημείωνε το 2000 και η έκθεση της επιτροπής για τις εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα της επιτροπής των ευρωπαϊκών κοινοτήτων «οι εταιρείες θα ωφελούνται από τη δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων σε όλη την ΕΕ, οι εταιρείες θα μπορούν να προσφεύγουν σε λιγότερο δαπανηρές και πιο ευέλικτες πηγές χρηματοδότησης»[8].
Η απόφαση του Συμβουλίου της Λισσαβόνας (παράγραφος 21 των συμπερασμάτων της Προεδρίας) ξεχώριζε τις εξής προτεραιότητες για τη δημιουργία της ενιαίας χρηματοπιστωτικής αγοράς: δυνατότητα πρόσβασης σε επενδυτικά κεφάλαια σε όλη την Ευρώπη, εξάλειψη εμποδίων στις επενδύσεις σε συνταξιοδοτικά ταμεία, περαιτέρω ολοκλήρωση και καλύτερη λειτουργία των αγορών κρατικών ομολόγων, βελτίωση συγκρισιμότητας οικονομικών καταστάσεων εταιριών, στενότερη συνεργασία μεταξύ εποπτικών αρχών των χρηματοπιστωτικών αγορών της ΕΕ και πρόοδος στις εκκρεμούσες προτάσεις για δημόσιες προτάσεις εξαγοράς χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Γι’ αυτό στη συνέχεια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε τη Λευκή Βίβλο, ένα έγγραφο που παρουσιάζει τις προτεραιότητες της σε θέματα πολιτικής για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες από το 2005 μέχρι το 2010. Μεταξύ των θεμάτων ξεχωρίζουν η άρση των τελευταίων εμποδίων για τη διασυνοριακή ενοποίηση του τραπεζικού τομέα (ενίσχυση προσφοράς ολοκληρωμένων διασυνοριακών υπηρεσιών λιανικής τραπεζικής, διευκόλυνση ανοίγματος διασυνοριακών τραπεζικών λογαριασμών μέσω του διαδικτύου, εναρμόνιση σχετικού νομικού πλαισίου) και η ενίσχυση της συνεργασίας σε θέματα εποπτείας.
Οσον αφορά το ζήτημα ομοιογενοποίησης της τραπεζικής εποπτείας, αυτή θα γίνει στη βάση και του Νέου Συμφώνου Βασιλείας ΙΙ, το οποίο θα ενσωματωθεί στο κοινοτικό και εθνικό δίκαιο, όπως έγινε και με το πρώτο Σύμφωνο της Βασιλείας.
Η Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία συστήθηκε το 1974 και αποτελείται από εκπροσώπους κεντρικών τραπεζών και άλλων εποπτικών αρχών από τις 13 πιο αναπτυγμένες οικονομικά χώρες. Λειτουργεί στα πλαίσια της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών σαν φόρουμ συζήτησης για κεντρικά νομισματικά θέματα.
Τον Ιούλιο του 1988 η Επιτροπή δημοσίευσε ένα κείμενο για τη διεθνή εναρμόνιση των κανόνων της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, δηλαδή την υποχρέωσή τους να διατηρούν επαρκή ίδια κεφάλαια για την έκθεσή τους απέναντι στους διάφορους κινδύνους.
Το 1996 δημοσιεύτηκε μία «Συμπληρωματική συμφωνία». Οι επιταγές και των δύο συμφωνιών ενσωματώθηκαν σταδιακά στο ευρωπαϊκό κοινοτικό Δίκαιο και στην Ελληνική Νομοθεσία. Οι επιταγές αυτές σχετίζονται με την προστασία των τραπεζών από τον πιστωτικό κίνδυνο (πιθανή αδυναμία εκπλήρωσης υποχρεώσεων προς την τράπεζα), τον κίνδυνο αγοράς (κίνδυνος που απορρέει από την κερδοσκοπική αγοραπωλησία αξιόγραφων και παραγώγων) και άλλους κινδύνους που απορρέουν από το χαρακτήρα των δραστηριοτήτων των τραπεζών.
Με το Νέο Σύμφωνο Βασιλείας ΙΙ (26.6.2004) γίνονται πιο αυστηροί οι κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών προκειμένου να αποκτούν την ικανότητα να απορροφούν ζημιές από επισφαλείς απαιτήσεις, ορίζοντας την κεφαλαιακή επάρκεια με τέτοιο τρόπο, ώστε να προφυλάσσονται τα ιδρύματα και από ορισμένους πιθανούς μελλοντικούς κινδύνους. Με διαβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των δανειοληπτών και με μέτρα διασποράς και μεταφοράς του λεγόμενου «πιστωτικού κινδύνου» γίνεται προσπάθεια να θωρακιστεί η κερδοφορία των τραπεζικών ομίλων (π.χ. διαφορετική τιμολογιακή πολιτική επιτοκίου ανάλογα με το βαθμό εξυπηρέτησης του δανείου).
Η ενιαία χρηματοπιστωτική αγορά θα διευκολύνει τις εξαγορές και συγχωνεύσεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα.
Οπως σημειώνει και ο πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας, Τ. Αράπογλου, «στο μέλλον και με την προϋπόθεση ότι οι αγορές θα συνεχίζουν να εξελίσσονται ομαλά, κεφαλαιοποιήσεις τραπεζών στον Ευρωπαϊκό χώρο κάτω από 35-40 δις ευρώ δεν θα εγγυώνται υψηλή ανταγωνιστικότητα και ηγετική παρουσία»[9]. Με βάση τα παραπάνω προέβλεψε μεγάλο κύμα εξαγορών στην Ελλάδα, δεδομένου ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη 2-3 τράπεζες συγκεντρώνουν πάνω από το 80% της αγοράς, ενώ στην Ελλάδα οι 5 μεγαλύτερες τράπεζες συγκεντρώνουν μόλις το 70% της αγοράς, επιβεβαιώνοντας την παλαιότερη πρόβλεψη του επικεφαλής της Alpha Bank, Γ. Κωστόπουλου, ότι στην Ελλάδα υπάρχει χώρος μόνο για 2,5 τράπεζες.
 Τι γίνεται όμως στον τομέα των συγχωνεύσεων και εξαγορών στον χρηματοπιστωτικό τομέα της Ευρώπης; Τη δεκαετία 1990-1999 σημειώθηκε αλματώδης αύξηση των συγχωνεύσεων και εξαγορών στον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό τομέα και ιδιαίτερα στον τραπεζικό. Μετά από μία τριετία (1999-2001), όπου οι ρυθμοί των συγχωνεύσεων και εξαγορών σημείωσαν μια μικρή ύφεση, από το 2002 μέχρι και το 2006 συνεχίστηκε η αλματώδης ανάπτυξή τους. Τα στοιχεία[10] που ακολουθούν αποδεικνύουν τα παραπάνω. Το μερίδιο των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών που κατέχονταν από τις 20 μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες αυξήθηκε από το 35% το 1997 στο 41% το 1999, σε μόλις δύο χρόνια.
Η παγκόσμια τράπεζα ενημερώνει ότι μεταξύ 1990 και 1997 το μέσο επίπεδο τραπεζικής συγκέντρωσης μεταξύ 99 χωρών, όπως μετριέται από το ποσοστό των εμπορικών δανείων των τριών μεγαλύτερων τραπεζών, σημείωσε σημαντική αύξηση σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες[11]. Με λίγα λόγια τρεις τράπεζες κατά μέσο όρο έλεγχαν το 72% του συνόλου των προσφερόμενων δανείων. Το ποσοστό αυτό έχει ανέβει κι άλλο από τότε, αφού -σύμφωνα με το χρηματοοικονομικό οίκο Pricewaterhause Coopers- το 2006 ήταν η τέταρτη συνεχής χρονιά ανόδου των διαδικασιών συγχωνεύσεων και εξαγορών στη χρηματοπιστωτική αγορά στην Ευρώπη, φτάνοντας το 2006 σε συμφωνίες συνολικής αξίας 137 δισ. ευρώ. Το μεγάλο μερίδιο αύξησης συγκεντρώνεται στις συμφωνίες στον τραπεζικό τομέα και στις εξαγορές κυρίως στα πλαίσια των εθνικών αγορών, αν και αυξήθηκαν βέβαια και οι διασυνοριακές συμφωνίες.
Αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι η διαδικασία αυτή συγκέντρωσης στο χρηματοπιστωτικό τομέα στην Ευρώπη αναμένεται να αυξηθεί πιο γρήγορα από τα υπόλοιπα ιμπεριαλιστικά κέντρα, καθώς στην ΕΕ σε κάθε 1000 πολίτες αντιστοιχούν σχεδόν οι διπλάσιες τράπεζες συγκριτικά με τις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με σχετική έρευνα της Deloitte Αγγλίας[12] (εταιρία ελεγκτικών, φοροτεχνικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών) σχετικά με τις τάσεις και το μέλλον των ευρωπαϊκών τραπεζών τα επόμενα χρόνια, προβλέπεται ότι, μέχρι το 2010, θα έχουν σημειωθεί περίπου 700 νέες εξαγορές και συγχωνεύσεις μεταξύ των τραπεζών της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην προσπάθεια να υπάρξει μεγαλύτερη συγκέντρωση του τραπεζικού κεφαλαίου για λόγους ανταγωνιστικότητας και υψηλών αποδόσεων.
Στόχος λοιπόν των εξαγορών θα είναι ο σχηματισμός 10-15 κολοσσιαίων πανευρωπαϊκών τραπεζικών οργανισμών που θα μπορούν να πρωταγωνιστούν στον παγκόσμιο οικονομικό στίβο.
Για να δούμε όμως και την άλλη όψη του νομίσματος, κατά πόσο δηλαδή υλοποιείται η πρόβλεψη της απόφασης της Λισσαβόνας για «περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας» μέσα από τις διαδικασίες δημιουργίας της ενιαίας νομισματοπιστωτικής αγοράς. Η διαδικασία αυτή της συγκέντρωσης είχε σαν αποτέλεσμα από το 1990 μέχρι το 1999 να χάσουν τη δουλειά τους τουλάχιστον 130.000 εργαζόμενοι στον κλάδο, ενώ οι υπολογισμοί για απολύσεις την τριετία 1999-2002 ήταν άλλοι 300.000 εργαζόμενοι στο χρηματοπιστωτικό τομέα.
Μέσα στο πλαίσιο των διεθνών εξελίξεων που μόλις αναφέρθηκαν μπορεί να γίνουν καλύτερα κατανοητές οι εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα στη χώρα μας.
           

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ


Με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ, η γενική τάση περιορισμού της κρατικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και απελευθέρωσης των αγορών αγκαλιάζει πρώτα απ’ όλα το τραπεζικό σύστημα (εμπορικές κρατικές τράπεζες), το οποίο προσαρμόζεται στην προοπτική διαμόρφωσης της ΟΝΕ.
Οπως είδαμε, οι φραγμοί στην κίνηση κεφαλαίων, εργατικής δύναμης και υπηρεσιών μετατατοπίζονται, αλλά πιο ελαστικά, από τα εθνικά σύνορα στα σύνορα της Ευρώπης. Η κίνηση και η αξιοποίηση κεφαλαίων διέπεται από περιοριστικούς όρους που θέτουν συλλογικά πλέον οι συνασπισμένες αστικές τάξεις της Ευρώπης. Πρόκειται λοιπόν για διακρατικές μονοπωλιακές ρυθμίσεις σε μια διεθνή αγορά που εφαρμόζονται μέσω των αστικών κρατών, τα οποία συμμετέχουν στις διακρατικές ενώσεις και συμφωνίες.
Σταδιακά το κράτος «απομακρύνεται» από τα μετοχικά κεφάλαια των πιστωτικών οργανισμών, με πρόσφατο παράδειγμα τη νέα πώληση του τελευταίου κρατικού μετοχικού πακέτου της Εμπορικής Τράπεζας στο γαλλικό χρηματοοικονομικό όμιλο της Credit Agricole.
Η Εμπορική Τράπεζα, ήδη από τον Απρίλιο του 2000, συνάπτει στρατηγική συνεργασία με τον εν λόγω γαλλικό όμιλο με την πώληση του 6,7% των μετοχών της. Το 2002 η Credit Agricole αυξάνει τη συμμετοχή της στο μετοχικό κεφάλαιο της τράπεζας κατά 2,4%, ανεβάζοντας το ποσοστό της σε 9,1%.
Με την τελευταία εξαγορά η Εμπορική Τράπεζα, μια από τις ισχυρότερες τράπεζες στη ελληνικό πιστωτικό σύστημα, αλλάζει «χέρια». Η αποκρατικοποίηση μιας τράπεζας υπό δημόσιο έλεγχο και κυρίως η είσοδος ενός ξένου «παίκτη» σε ένα νευραλγικό κομμάτι της οικονομίας, όπως είναι ο τραπεζικός τομέας, αποτελεί μια ουσιαστική αλλαγή.
Επιταχύνεται η αποκρατικοποίηση και εκποίηση νέων κρατικών μετοχικών πακέτων της ΑΤΕ σε ποσοστό 7,18% του μετοχικού κεφαλαίου, ιδιοκτησίας του Δημοσίου, σε ντόπιους και ξένους επενδυτές. Η συμμετοχή του Δημοσίου μειώνεται από 84,5% σε 77,3%, με στόχο να φτάσει σταδιακά στο 51% του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας.
Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο (ΤΤ) αποτελούσε στόχο εξαγοράς για τις άλλες τράπεζες κυρίως εξ αιτίας του μεγάλου όγκου καταθέσεων που διαθέτει. Το 2002 το ΠΑΣΟΚ μετέτρεψε το ΤΤ από ειδικό πιστωτικό ίδρυμα σε ΑΕ και δρομολόγησε την εισαγωγή του στο χρηματιστήριο. Η εισαγωγή του ΤΤ στο ΧΑΑ στις 5 Ιουνίου 2006 είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της έμμεσης συμμετοχής του Δημοσίου κατά 34,84%. Τον Ιούλιο του 2007 υλοποιήθηκε η διάθεση του 20% των μετοχών και το ΤΤ μετατράπηκε σε ιδιωτική μετοχική τράπεζα.
Μετά τη μεγάλη μείωση των επιτοκίων καταθέσεων σταδιακά περιορίστηκε πολύ αυτή η πηγή άντλησης κεφαλαίων και ήδη ο δείκτης χορηγήσεις προς καταθέσεις είναι υψηλός για αρκετές από τις μεγάλες τράπεζες (πλην Εθνικής που ευνοείται από την ευρεία βάση καταθέσεων) με αποτέλεσμα να καταφεύγουν σε εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης (π.χ. έκδοση ομολογιακών δανείων ) από όπου αντλούν κεφάλαια 15 δισ. ευρώ.
Ετσι το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο με καταθέσεις 10 δισ. ευρώ αποτελεί μια πολύ φθηνή πηγή άντλησης κεφαλαίων. Ο δείκτης χορηγήσεις προς καταθέσεις διαμορφώθηκε ως εξής:

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

EUROBANK
ALPHA
BANK
ΕΜΠΟΡΙΚΗ
ΤΡΑΠΕΖΑ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ
ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ
ΕΘΝΙΚΗ
146%
110%
106%
113,7%
44%
78%

Η ιδιωτικοποίηση της Εθνικής Τράπεζας και της Εμπορικής Τράπεζας έφερε μεγάλες ανακατατάξεις στο μοίρασμα της πίτας της εγχώριας αγοράς. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 1978 οι δυο αυτές τράπεζες, ως εμπορικές κρατικές τράπεζες, έλεγχαν το συντριπτικό μέρος των εργασιών της τραπεζικής αγοράς, εφόσον πραγματοποιούσαν το 70-75% περίπου των συνολικών καταθέσεων και χορηγήσεων των εμπορικών τραπεζών, το 2006 οι πέντε μεγάλες τράπεζες, ΕΘΝΙΚΗ, EUROBANK, ALPHA BANK, ΕΜΠΟΡΙΚΗ και ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα περισσότερο από το 65% της Τραπεζικής Αγοράς (η οποία αυξήθηκε σημαντικά την περίοδο αυτή). Παρατηρείται λοιπόν είσοδος «νέων» ισχυρών παικτών που διεκδικούν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο από την εγχώρια αγορά και την αγορά της Ν.Α. Ευρώπης.
Στο διάστημα 1995-2004 έγιναν 34 εξαγορές και συγχωνεύσεις. Συγκεκριμένα: α) η ΕΘΝΙΚΗ συγχωνεύθηκε με τις θυγατρικές της Κτηματική, Εθνική Στεγαστική και ΕΤΕΒΑ, β) η ALPHA BANK εξαγόρασε την Ιονική, γ) η EUROBANK εξαγόρασε τις τράπεζες Εργασίας, Κρήτης, Αθηνών, Ευρωεπενδυτική και INTERBANK, δ) η ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, πρώην θυγατρική της Εμπορικής, εξαγόρασε τις τράπεζες Μακεδονίας Θράκης, ΧΙΟΣ BANK και ΕΤΒΑ.
Αντίστοιχα ο αριθμός των πιστωτικών ιδρυμάτων παρέμεινε στα ίδια επίπεδα. Ο αντίστοιχος αριθμός στην Ευρωζώνη μειώθηκε κατά 48%.
Γενικά ο αριθμός των τραπεζών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα είναι μικρός σε σχέση με τις χώρες της Ευρωζώνης, αλλά στην Ελλάδα μετά το 1995 παρατηρήθηκε αύξηση στον αριθμό των υποκαταστημάτων κατά 42% σε σχέση με 3,6% της Ευρωζώνης.      
Παρά τη μεγάλη ανάπτυξή τους οι τράπεζες στην Ελλάδα παραμένουν μικρές σε σχέση με αντίστοιχες τράπεζες στο εξωτερικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι το μέγεθος των ελληνικών τραπεζών, ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού τους στο ΑΕΠ της χώρας, είναι το δεύτερο μικρότερο, μετά της Φιλανδίας, στην Ευρωζώνη.
Ο πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας, Τάκης Αράπογλου, δηλώνει χαρακτηριστικά: «Οι Ελληνικές Τράπεζες για να παραμείνουν ανεξάρτητες και να είναι ανταγωνιστικές και στις νέες αγορές της ΝΑ Ευρώπης θα πρέπει να αποκτήσουν μέγεθος και σε επίπεδο ισολογισμού και σε επίπεδο κεφαλαιοποίησης. Το μικρότερο οικονομικό μέγεθος περιορίζει το μερίδιο τους σε σχέση με τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Μέσα στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο ακόμη και οι μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες είναι μικρές και σε μέγεθος ισολογισμού και σε κεφαλαιοποίηση. Αυτό είναι αποτέλεσμα, ότι η βάση τους είναι σε μια μικρή χώρα και ότι η επέκτασή τους έξω από τη χώρα ήταν, μέχρι πρόσφατα, πολύ περιορισμένη. Η οποιαδήποτε συγχώνευση ή εξαγορά μεταξύ των μεγάλων ελληνικών τραπεζών θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο εάν ο στόχος ήταν η οι οικονομίες κλίμακας και όχι τόσο η αύξηση του μεριδίου αγοράς, αφού ήδη τα μερίδια είναι ήδη σημαντικά. Αιτία πάντως των τυχόν συγχωνεύσεων στο μέλλον μεταξύ των ελληνικών τραπεζών δεν θα είναι εθνοκεντρική ή τα πατριωτικά ιδεώδη. Τέτοιες συγχωνεύσεις θα γίνουν μόνο όταν κριθεί ότι θα είναι οικονομικά επωφελείς για του βασικούς μετόχους»[13].
Συγκρίνοντας τα μερίδια της αγοράς (με βάση τα οικονομικά στοιχεία του έτους 2005)  των 21 ελληνικών εμπορικών τραπεζών παρατηρούμε ότι οι μεγαλύτερες τράπεζες είναι συνολικά έξη.
Οι έξη μεγαλύτερες κατά σειρά τράπεζες που ελέγχουν περισσότερο από το 80% της ελληνικής αγοράς, είναι: 1) Εθνική Τράπεζα, 2) Alpha Bank, 3) EFG Eurobank, 4) Εμπορική Τράπεζα, 5) Τράπεζα Πειραιώς και 6) Αγροτική Τράπεζα.
Οι χορηγήσεις δανείων αυξήθηκαν με πολύ μεγαλύτερο ρυθμό από τις καταθέσεις, καταλαμβάνοντας το 62% του ενεργητικού, από το 30% που κατείχαν το 1995. Η επέκταση προήλθε κυρίως από τη λιανική τραπεζική.
Την 31η Δεκεμβρίου 2006, με βάση τα στοιχεία της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών, στην Ελλάδα λειτουργούσαν 24 Ελληνικές Τράπεζες ΑΕ (με 3.221 καταστήματα και 56.580 εργαζόμενους), 16 Συνεταιριστικές Τράπεζες (με 123 καταστήματα και 923 εργαζόμενους) και 22 υποκαταστήματα αλλοδαπών Τραπεζών (με 243 καταστήματα και 5.537 εργαζόμενους).
            Παρόλο το μεγάλο αριθμό των Ελληνικών και Ξένων Τραπεζών η κατανομή του κύκλου εργασιών είναι τέτοια που καταδείχνει στον κλάδο τον υψηλό βαθμό συγκέντρωσης.
Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία των Ισολογισμών της 31ης Δεκεμβρίου 2005, τα μερίδια στην Τραπεζική Αγορά είχαν ως εξής:




ΠΙΝΑΚΑΣ 2*


ΤΡΑΠΕΖΕΣ

Ενεργητικό
Χορηγήσεις
Καταθέσεις
1
Εθνική Τράπεζα
53.279
24,2%
27.179
20,3%
41.060
28,1%
2
Alpha Bank
41.849
19,0%
24.214
18,1%
19.302
13,2%
3
EFG Eurobank
41.724
18,9%
24.214
18,1%
24.660
16,8%
4
Εμπορική Τράπεζα
19.088
8,7%
14.767
11,0%
14.811
 10,1%
5
Τράπεζα Πειραιώς
21.154
9,6%
14.587
10,9%
11.451
7,8%
6
Αγροτική Τράπεζα
20.208
9,2%
12.789
9,6%
17.802
12,1%

 

197.302

89,6%

117.737

88,0%

129.086

88,1%

* Τα μερίδια της αγοράς υπολογίστηκαν με βάση το σύνολο των 21 ελληνικών τραπεζών (εξαιρούνται τα ειδικά πιστωτικά ιδρύματα και οι ξένες τράπεζες).


Κατ’ αρχήν, από την πρώτη ανάγνωση των στοιχείων φαίνεται ότι κατά την περίοδο των αναδιαρθρώσεων και ενσωμάτωσης στην ΟΝΕ η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση έγινε προς όφελος των ελληνικών Τραπεζών σε σχέση με τις αλλοδαπές.

Οι αλλοδαπές τράπεζες προς το παρόν περιορίζονται: α) σε συνεργασίες με τις εγχώριες, β) στην προώθηση νέων επενδυτικών τραπεζικών «προϊόντων», γ) σε ρόλο συμβούλων επενδύσεων για τη διαχείριση χαρτοφυλακίου και περιουσιακών στοιχείων (π.χ. «αξιοποίηση» αποθεματικών ασφαλιστικών ταμείων).

            Ταυτόχρονα τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε πολλαπλάσια, μέσω ΧΑ και εξαγορών, η συμμετοχή των ξένων συμμετοχών στις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες.

            Συγκεκριμένα το 2003, η συμμετοχή των ξένων στην κεφαλαιοποίηση των 5 μεγαλύτερων εμπορικών τραπεζών ανερχόταν σε ποσοστό 18% και ως αξία στα 2,6 δισ. ευρώ, ενώ το Σεπτέμβριο του 2006 η συμμετοχή ανήλθε ως ποσοστό στο 39% και ως αξία στο 16,5 δισ. ευρώ.
Αναλυτικά τα συγκριτικά στοιχεία 9/2003 και 9/2006 έχουν ως εξής:

ΠΙΝΑΚΑΣ 3

 

Σεπτέμβριος 2006
Σεπτέμβριος 2003

ΤΡΑΠΕΖΕΣ

Συμμετοχή ξένων
Αξία συμμετοχών
Συμμετοχή ξένων
Αξία συμμετοχών
1
ΕΘΝΙΚΗ
45%
7.139
17,5%
778
2
EUROBANK
25%
2.324
18,0%
779
3
ALPHA BANK
33%
2.815
22,0%
734
4
ΕΜΠΟΡΙΚΗ
75%
2.318
9,0%
125
5
ΠΕΙΡΑΙΩΣ
35%
1.937
19,0%
241


Μ.0 39%
16.533
Μ.0 18%
2.657

Πηγή: Ναυτεμπορική


Σημειώνεται ότι το ποσοστό των ξένων κεφαλαίων κυμαίνεται κατά μέσο όρο πάνω από 35%, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είναι συγκεντρωμένο σε μεγάλες τράπεζες μετά από εξαγορές και στρατηγικές κινήσεις. Συγκεκριμένα ανήκει:

Το 72% της Εμπορικής στην Credite Agricole.

Το 51% της Γενικής στη SOCIETE.

Το 33% της Marfin Financial Group στη Dubai Investment

Αντίστοιχα η Εθνική Τράπεζα, μέσα σε λίγα χρόνια, πέρασε από τον έλεγχο του Δημοσίου στον «έλεγχο» των ξένων «θεσμικών» κεφαλαίων που κατέχουν σήμερα -μετά την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου κατά 3 δισ. ευρώ -το 45% της Τράπεζας. Το ποσοστό αυτό για την ALPHA BANK ανέρχεται σε 33%, για την ΠΕΙΡΑΙΩΣ σε 35% και για την ΕΜΠΟΡΙΚΗ σε 25%.
Δυο είναι οι βασικοί λόγοι που το ξένο κεφάλαιο επενδύει στο Ελληνικό Τραπεζικό Σύστημα:

Α. Η ΕΚΤΟΞΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΕΡΔΟΦΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ
ΣΕ ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΑ ΕΠΙΠΕΔΑ

Στο έτος 2005 καταγράφηκε αύξηση των κερδών κατά 57% όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος των ευρωπαϊκών τραπεζών δεν ξεπέρασε το 20%.
            Στην 6ετία 2000-2005 τα προ φόρου κέρδη για τις τράπεζες: ΕΘΝΙΚΗ - EUROBANK - ALPHA - ΕΜΠΟΡΙΚΗ και ΑΓΡΟΤΙΚΗ, ξεπέρασαν τα 12 δισ. Κέρδη που απέσπασαν απομυζώντας τα λαϊκά νοικοκυριά. Η εξαγωγή του εγχώριου τραπεζικού κεφαλαίου στην ευρύτερη περιοχή συνέβαλλε στη συσσώρευση κερδών.
Η κερδοφορία αυτή ήταν αποτέλεσμα: της ταχύτερης πιστωτικής επέκτασης (διπλάσια της ευρωζώνης) κυρίως στον τομέα της λιανικής τραπεζικής. Σύμφωνα με την Ελληνική Ενωση Τραπεζών το μέσο περιθώριο κέρδους ανά κατηγορία δανείου, στη χρήση 2005, ανήλθε σε:

ΠΙΝΑΚΑΣ 4

Στεγαστικά δάνεια

 2,50%
Πιστωτικές κάρτες
10,00%
Καταναλωτικά Δάνεια
 8,00%
Δάνεια μικρών επιχειρήσεων
 5,65%
Δάνεια μεγάλων επιχειρήσεων
 1,80%

            Τον ταξικό ρόλο των Τραπεζών αποκαλύπτει το μέσο περιθώριο κέρδους τους, η επιτοκιακή πολιτική των τραπεζών που είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή για τις επιχειρήσεις, σε αντίθεση με την απομύζηση των λαϊκών νοικοκυριών.
Αυτός ο ταξικός ρόλος επιβεβαιώνεται και από την ανάλυση των αποτελεσμάτων των πέντε μεγαλύτερων τραπεζών, από την οποία προκύπτει ότι τα έσοδά τους προέκυψαν κατά 17% από τις χορηγήσεις σε επιχειρήσεις και κατά 50 % από τις χορηγήσεις σε ιδιώτες.
Στον Πίνακα 5 αποτυπώνεται η σημαντική αύξηση της κερδοφορίας των πέντε μεγαλύτερων τραπεζών την περίοδο 2002-2005.
ΠΙΝΑΚΑΣ 5*
ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΩΝ ΚΕΡΔΩΝ ΠΡΟ ΦΟΡΟΥ
ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ
Τράπεζες
2002
2006
Ποσοστό μεταβολής 20002/2005
Εθνική Τράπεζα
296,73
840,07
183,11%
Alpha Bank
243,59
716,03
193,95%
Εμπορική Τράπεζα
118,19
-233,1
-297,22%
EFG
247,52
644,00
160,18%
Τράπεζα Πειραιώς
66,71
404,39
506,19%

972,74
2.371,39
143,78%

            Στην κερδοφορία συντέλεσε το γεγονός ότι τα επιτόκια χορηγήσεων των ελληνικών τραπεζών παραμένουν υψηλότερα από τα αντίστοιχα επιτόκια της Ευρωζώνης, με ακριβότερα εκείνα της λιανικής τραπεζικής τα οποία ανέρχονταν κατά μέσο όρο σε 4,4 επιπλέον ποσοστιαίες μονάδες.

Β. Η ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ Ν.Α. ΕΥΡΩΠΗΣ

Οι περιοχές αυτές αποτέλεσαν το κατ’ εξοχήν πεδίο εξαγωγής κεφαλαίων του εγχώριου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στην περίοδο μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση.
Μετά την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος εκδηλώνεται έντονα η τάση για εξαγωγή κεφαλαίων στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και σε ορισμένες χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, π.χ. Ουκρανία. Πρόκειται για νέες αγορές με πολλά πλεονεκτήματα, όπως φθηνό εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, τεχνολογική υποδομή, σημαντικές πηγές ενέργειας κ.ά.
Οι ελληνικές τράπεζες λοιπόν, όπως και ελληνικές βιομηχανικές επιχειρήσεις, επεκτάθηκαν στην περιοχή με στόχο: 1) Τη δυναμική συμμετοχή τους στη χρηματοδότηση επενδύσεων του ξένου και ελληνικού κεφαλαίου που αναμένονταν να πραγματοποιηθούν στην περιοχή. 2) Την αύξηση της πιστωτικής επέκτασης και στον τομέα της λεγόμενης λιανικής τραπεζικής.
Πρόσφορο έδαφος αποτελούσε το ακόμη πολύ χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης του Τραπεζικού συστήματος. Είναι ενδεικτικό ότι οι χορηγήσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ, στις περισσότερες χώρες της ΝΑ Ευρώπης, δεν ξεπερνά το 50%, ενώ στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι άνω του 80% και στην Ευρωζώνη άνω του 100%[14].
Το ελληνικό αστικό κράτος οργάνωσε και στήριξε την εξαγωγή τραπεζικού κεφαλαίου στην ευρύτερη περιοχή με στόχο να κατακτήσει το μεγαλύτερο μερίδιο αλλά και να συμβάλει στη σταθεροποίηση καπιταλιστικής παλινόρθωσης, αφού η εξαγωγή κεφαλαίου επιδρά στην ανάπτυξη του καπιταλισμού στις χώρες που κατευθύνεται και την επιταχύνει εξαιρετικά.
Σύμφωνα με σχετική έρευνα[15] το ξένο τραπεζικό κεφάλαιο ελέγχει τα δύο τρίτα του ενεργητικού του τραπεζικού συστήματος των χωρών της Ν.Α. Ευρώπης με πρώτη χώρα την Αυστρία, δεύτερη την Ελλάδα και τρίτη την Ιταλία, ενώ δυνατή παρουσία έχουν και οι γαλλικές τράπεζες.
Μελέτη της Εμπορικής Τράπεζας, το τέλος του 2005, διαπιστώνει ότι οι ξένες τράπεζες έλεγχαν το τραπεζικό σύστημα:
1.      Στην Αλβανία κατά 92,30%.
2.      Στη Βουλγαρία κατά 74,50%.
3.      Στη Ρουμανία κατά 59,20%.
4.      Στη Σερβία κατά 66,00%.
5.      Στην ΠΓΔΜ κατά 51,30%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία[16] που παρέθεσε ο γενικός γραμματέας Βιομηχανίας Σπύρος Παπαδόπουλος, η μεγαλύτερη εξωτερική αγορά απορρόφησης ελληνικών εξαγωγών στη ΝΑ Ευρώπη είναι η Βουλγαρία.
Επίσης με στοιχεία που παρέθεσε στην ομιλία του, 11/07/2007, στο Ελληνοβρετανικό επιμελητήριο ο διοικητής της Τ. Ε., Ν. Γκαργκάνας, στο τέλος του 2006 οι όμιλοι των Ελληνικών Τραπεζών είχαν αποκτήσει σημαντικό μερίδιο αγοράς στις περισσότερες χώρες της ΝΑ Ευρώπης. Συγκεκριμένα το μερίδιό τους με βάση το Ενεργητικό διαμορφώθηκε σε άνω του:
30% στην ΠΓΔΜ
20% ΣΤΗ Βουλγαρία, Αλβανία και Σερβία.
15% στη Ρουμανία
  4%  στην Τουρκία,
ενώ για το σύνολο της ΝΑ Ευρώπης το μερίδιό τους διαμορφώθηκε περίπου στο 8%.
Τελευταία εξαγοράστηκε, έναντι 2,3 δισ. ευρώ, από την Εθνική το 46% του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας FINANSBANK η οποία αποτελεί την 8η σε μέγεθος τράπεζα της τούρκικης τραπεζικής αγοράς. Η τουρκική τράπεζα διαθέτει 208 καταστήματα και 10.300 εργαζόμενους.
Η αγορά των 72 εκ. κατοίκων της Τουρκίας, εκ των οποίων το 50% είναι ηλικίας κάτω των 21 ετών (νεαρό δημογραφικό προφίλ), έχει ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης περίπου 6% τα τελευταία 4χρόνια και είναι «υποτραπεζοποιημένη».
Η είσοδος της Εθνικής στην τούρκικη αγορά ευνοεί την σύναψη στρατηγικών συμμαχιών ελληνικών και τουρκικών κατασκευαστικών ομίλων. Μια τέτοια στρατηγική συμμαχία είναι η κοινοπραξία ΑΚΤΩΡ και ENKA (τουρκική).
Εκτός από την Εθνική (Finansbank), την Εurobank (Tekfenbank) και την Alpha Bank (Alternatif Bank), πολλές ξένες τράπεζες έχουν αγοράσει μερίδια σε άλλες τούρκικες τράπεζες τα τελευταία δυο χρόνια, όπως η γαλλική BNP Paribas, η ιταλική Unicredito κ.ά.
Επίσης, στα «σκαριά» βρίσκεται η ίδρυση ελληνοτουρκικής τράπεζας Aegean Business Bank, που αναμένει την άδεια της Τράπεζας της Ελλάδας για να ανοίξει τα πρώτα 30 καταστήματα στο αμέσως επόμενο διάστημα. Συμμετέχουν Ελληνες και Τούρκοι επιχειρηματίες και εφοπλιστές.
Οι συγχωνεύσεις και εξαγορές από τις Ελληνικές Τράπεζες στην περιοχή συνεχίστηκαν και στο 2006 σε συνθήκες όξυνσης του ανταγωνισμού με τις άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες που δραστηριοποιούνται εκεί.
Τα 2/3 του τραπεζικού συστήματος στις χώρες αυτές ελέγχεται από ξένους. Από τη μελέτη των στοιχείων προκύπτει ότι τα διεθνή θεσμικά επενδυτικά κεφάλαια τοποθετούνται σε μετοχές αυστριακών, ιταλικών και ελληνικών τραπεζών στη ΝΑ Ευρώπη. (Η Αυστρία ελέγχει το 25%, η Ελλάδα το 13% και η Ιταλία το 13%).
Ενδεικτικά για τη συμπεριφορά του διεθνούς κεφαλαίου αναφέρουμε δύο περιπτώσεις:
Την UNICREDITO, ιταλική τράπεζα που δραστηριοποιείται στην περιοχή, η οποία πρόσφατα συγχωνεύθηκε με την επίσης δραστήρια στην περιοχή αυστριακή BANK OF AUSTRIA. Μετά τη συγχώνευση, οι ξένοι θεσμικοί μείωσαν την αρχική τους θέση στην UNICREDITO και μετατοπίστηκαν το 2005 σε ελληνικές τράπεζες.
Την ΕΘΝΙΚΗ, που με την εξαγορά της FINANSBANK μέσω της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΘΝΙΚΗΣ, το ποσοστό των ξένων θεσμικών αυξήθηκε από 38,30% σε 45%. Με την εξαγορά αυτή η ΕΘΝΙΚΗ αναδείχτηκε σε ιδανικό όχημα για την επένδυση από ισχυρά χαρτοφυλάκια του εξωτερικού.
Στην εγχώρια αγορά η δράση του τραπεζικού κεφαλαίου εκτείνεται σε όλους τους βασικούς κλάδους, από την παραγωγή τροφίμων - ποτών μέχρι τον τομέα της ενέργειας, π.χ. η εξαγορά του 30% της Vivartia από τον όμιλο Marfin, η συνεργασία της ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ με την Eurobank για την κατασκευή σταθμού ηλεκτροπαραγωγής.
Οπως ήδη αναφέρθηκε, οι Τράπεζες συγκεντρώνουν αναπασχόλητο εργατικό και λαϊκό εισόδημα και το μετατρέπουν σε κεφάλαιο. Η μεγέθυνση και οι αναδιαρθρώσεις στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, σε εναρμόνιση με το διαμορφωμένο στην ΕΕ, επιδείνωσε τη θέση των λαϊκών νοικοκυριών γενικά, αλλά και των εργαζομένων στις τράπεζες.

Γ. Ο ΔΑΝΕΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

Με τη διεύρυνση του πιστωτικού συστήματος επεκτείνεται ο πολύμορφος δανεισμός της εργατικής και λαϊκής οικογένειας. Οι λαϊκές οικογένειες και οι ανάγκες τους αναδεικνύονται σε «χρυσωρυχείο» για το τραπεζικό κεφάλαιο αφού αποτέλεσαν τη κύρια πηγή της κερδοφορίας τους.
Η ραγδαία αύξηση του τραπεζικού δανεισμού των νοικοκυριών στη Ελλάδα και σε όλη την Ευρώπη δεν είναι τυχαία. Είναι η άλλη όψη της καπιταλιστικής ανάπτυξης που συντελείται από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και επιβεβαιώνει ότι τελικά όλο και περιορίζεται το μερίδιο συμμετοχής των λαϊκών εισοδημάτων στη διευρυμένη πίτα σε επίπεδο εθνικής οικονομίας.
Οι αντιλαϊκές πολιτικές, τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ, μειώνουν το λαϊκό εισόδημα αφού όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι προσφεύγουν στο δανεισμό, προκειμένου, με υποθήκη του μελλοντικού εισοδήματός τους, να καλύψουν ορισμένες τρέχουσες σύγχρονες ανάγκες τους.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΥΕ καταγράφηκε θεαματική άνοδος στην ιδιωτική κατανάλωση που σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη αύξηση της πιστωτικής επέκτασης προς τα νοικοκυριά φανερώνει ότι ένα μεγάλο μέρος της κατανάλωσης τροφοδοτείται από τον τραπεζικό δανεισμό.
Με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας[17] ο συνολικός δανεισμός ανήλθε το 2006 στο 44% του ΑΕΠ έναντι 13% του ΑΕΠ του 2000. Ταυτόχρονα με την αύξηση του δανεισμού καταγράφεται ανοδική τάση των επιτοκίων (από το Δεκέμβριο του 2005 έως το Μάρτιο του 2007 η ΕΚΤ αύξησε το επιτόκιο των σχετικών πράξεων από 2% σε 3,75%).
Θεαματική είναι η αύξηση των στεγαστικών δανείων από 15,6 δισ. ευρώ το 2001 σε 52,5 δισ. ευρώ το 2006. Συνολικά ο δανεισμός των νοικοκυριών ξεπέρασε τα 80 δισ. ευρώ το 2006.
Μέσω λοιπόν του δανεισμού, όπως προκύπτει από τα πιο πάνω στοιχεία, το σύστημα, εκτός από την υψηλή κερδοφορία των τραπεζών, εξασφαλίζει αύξηση της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων (βασικών ειδών κατανάλωσης) και κατά συνέπεια της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, τόνωση της αγοράς κατοικίας που αποτελεί σημαντικό κινητήριο μοχλό της καπιταλιστικής οικονομίας, καθυστέρηση στη εμφάνιση κρισιακών φαινομένων. Ταυτόχρονα ο δανεισμός ασκεί αρνητική επίδραση στους εργαζόμενους σχετικά με υποχωρήσεις και συμβιβασμούς στο χώρο δουλειάς.
Και στο έτος 2005 το μέσο επιτόκιο καταθέσεων διατηρήθηκε πολύ χαμηλότερα από το αντίστοιχο του συνόλου των τραπεζικών δανείων, σε βάρος των μικροκαταθετών που στην πλειοψηφία τους είναι μισθοσυντήρητοι, συνταξιούχοι και αυτοαπασχολούμενοι. Η διαφορά ανερχόταν το Δεκέμβριο του 2005 σε 4,57%, ενώ αντίστοιχα, το Δεκέμβριο του 2004, ήταν 4,85%.

Δ. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ

Η καπιταλιστική αναδιάρθρωση στις τράπεζες είχε ορατές αρνητικές συνέπειες για τους εργαζόμενους του κλάδου. Η αποκρατικοποίηση των τραπεζών συνεπαγόταν και την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων. Τώρα πλέον δεν χρειάζονταν υπαλλήλους άμεσα ελεγχόμενους από το κράτος, γι’ αυτό και καλύτερα πληρωμένους, εξασφαλισμένους με συμβάσεις μόνιμης εργασίας. Γι’ αυτό και σταδιακά προωθήθηκε η αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων στις τράπεζες που στόχευε στην ελαστικοποίηση του ωραρίου (και με την κατάργηση στην πράξη των σημερινών κανονισμών εργασίας), στην κατάργηση της σταθερής και πλήρους απασχόλησης (και με τη μείωση του μόνιμου προσωπικού με προγράμματα εθελουσίας εξόδου κλπ.), στην κατάργηση κάποιων παροχών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων, π.χ. με την ένταξη των ειδικών ταμείων κυρίας ασφάλισης (ΕΤΕ, ΑΤΕ, ΕΤΒΑ κλπ.) στο ΙΚΑ, με βάση το νόμο 3029/02 που ψήφισε το ΠΑΣΟΚ. Η υλοποίηση των προβλέψεων του νόμου από την κυβέρνηση της ΝΔ έγινε με τη στήριξη της ηγεσίας της ΟΤΟΕ, δηλαδή των συνδικαλιστικών παρατάξεων που πρόσκεινται στη ΝΔ, στο ΠΑΣΟΚ και στο ΣΥΝ.
Η σημερινή κυβέρνηση με τους ν. 3371/05 και ν. 3455/06 προχώρησε στην κατάργηση του Επικουρικού Ταμείου των εργαζομένων της Εμπορικής Τράπεζας που οδήγησε στην αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης για τους εργαζόμενους μετά το 1993, στη μείωση των εργοδοτικών εισφορών και στη μείωση των συντάξεων. Η συγκεκριμένη ρύθμιση ήταν απαίτηση της Credite Agricole για την εξαγορά της τράπεζας. Γενικότερα υλοποιείται το κεφαλαιοποιητικό - ανταποδοτικό ασφαλιστικό σύστημα που μεταφέρει τα ασφαλιστικά βάρη της εργοδοσίας και του κράτους στους εργαζόμενους.
Στη δεκαπενταετία περίπου που μεσολάβησε από το ξεκίνημα των αποκρατικοποιήσεων των τραπεζών και της ανάλογης προσαρμογής των εργασιακών σχέσεων, το συνδικαλιστικό κίνημα στον κλάδο, με ευθύνη της ηγεσίας του, δεν αντέδρασε ενιαία και αποφασιστικά, σε συντονισμό και με το συνδικαλιστικό κίνημα στους άλλους κλάδους. Οι αντιδράσεις του ήταν αποσπασματικές και συγκυριακές ανά τράπεζα και ενίοτε ανά άμεσα θιγόμενο τμήμα των εργαζομένων, έτσι ώστε να μη συμβάλλει στην ενότητα των εργαζομένων και στη μαχητικοποίησή τους, πρόβλημα ακόμη έντονο.

 

ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ


Οι προαναφερόμενες αλλαγές στη δομή, στο θεσμικό πλαίσιο και στο ιδιοκτησιακό καθεστώς στο πιστωτικό σύστημα υλοποιήθηκαν και υλοποιούνται με ταξική συνέπεια απ’ τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ με στόχο:
Την προσαρμογή του τραπεζικού συστήματος στο πλαίσιο της ΟΝΕ.
Τη δημιουργία ευνοϊκών προϋποθέσεων για επέκταση στα Βαλκάνια.
Την αύξηση της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας των εγχώριων τραπεζικών ομίλων.
Ειδικότερα κατά κόμμα:
Η ΝΔ ως κυβέρνηση σήμερα προβάλλεται ως πιο αξιόπιστη πολιτική δύναμη από το ΠΑΣΟΚ για την εξυπηρέτηση ίδιων διακηρυγμένων στόχων.
Εμφανίζεται ως αξιόπιστη διαχειριστική δύναμη που μπορεί να ρυθμίσει αποτελεσματικά τις αντιθέσεις εγχώριων και ξένων τραπεζικών ομίλων σχετικά με την κατάκτηση μεριδίων της αγοράς (π.χ. διασφάλιση της διαφάνειας στη διαδικασία εξαγορών και συγχωνεύσεων).
Προβάλλεται ως δύναμη, την οποία εμπιστεύεται το ξένο κεφάλαιο προκειμένου αυτό να «επενδύσει» στη χώρα μας. Κατηγορεί το ΠΑΣΟΚ ότι ενώ ως κυβέρνηση, τον Ιούλιο του 2003, ζητούσε από την Credite Agricole να αγοράσει το 9,18% των μετοχών της ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ σε τιμή κατώτερη της χρηματιστηριακής, η Credite Agricole αρνήθηκε. Η Credite Agricole λοιπόν δείχνει «εμπιστοσύνη» έμπρακτα στη «μεταρρυθμιστική πολιτική» της ΝΔ καθώς και στην «επίλυση» του ασφαλιστικού.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος του ραγδαία αυξανόμενου και επαχθέστατου τραπεζικού δανεισμού των λαϊκών στρωμάτων επιστρατεύει τα επιχειρήματα περί ενίσχυσης της «υγιούς ανταγωνιστικότητας», καλύτερης ενημέρωσης των εργαζομένων εκ μέρους των τραπεζών. Δεν αναφέρει φυσικά καμιά λέξη για τα υπερκέρδη των τραπεζών και τη ληστρική πολιτική τους.
Ταυτόχρονα η κυβέρνηση της ΝΔ πρωταγωνιστεί στην εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με τις κοινοτικές οδηγίες που θωρακίζουν τα συμφέροντα του χρηματιστικού κεφαλαίου και προωθούν την ενοποίηση των κεφαλαιοαγορών των κρατών-μελών της ΕΕ. Κορυφαία πράξη της σημερινής κυβέρνησης είναι η εναρμόνιση του νομοθετικού πλαισίου με τους κανόνες της «Βασιλείας ΙΙ», που υπερψήφισε και το ΠΑΣΟΚ. Κανόνες με τους οποίους μεταβιβάζονται πολύμορφα οι πιστωτικοί κίνδυνοι του τραπεζικού κεφαλαίου στις μικρές επιχειρήσεις και στα λαϊκά νοικοκυριά, είτε σαν δανειολήπτες είτε σαν μικροεπενδυτές (π.χ. αυστηροί όροι διαβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας).
Την πορεία κατάργησης των κεκτημένων ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων στους νέους εργαζόμενους στις τράπεζες την αιτιολογεί ως δήθεν εναρμόνιση, ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν γενικά εργαζόμενοι και συνταξιούχοι δυο ταχυτήτων.
Στις κατηγορίες της αξιωματικής αντιπολίτευσης για «ύποπτες» και «σκοτεινές» συναλλαγές στην υπόθεση της αγοράς του δομημένου ομολόγου από το επικουρικό ταμείο των Δημοσίων υπαλλήλων, απαντά με καταγγελίες κατά του ΠΑΣΟΚ ότι αυτό ως κυβέρνηση είχε επιβάλει στα Ασφαλιστικά Συνταξιοδοτικά Ταμεία να αγοράζουν μετοχές την περίοδο της χρηματιστηριακής «φούσκας».
Το ΠΑΣΟΚ, το οποίο με συνέπεια επί μια 10ετία εξυπηρετούσε τους ίδιους στόχους με την αντιλαϊκή πολιτική του, επιδιώκει να αποκρύψει ή να ξεχαστεί ότι το 1987 η επιτροπή Θ. Καρατζά (υφυπουργού Οικονομίας του ΠΑΣΟΚ με υπουργό Οικονομίας τον Κ. Σημίτη) ήταν εκείνη που πρότεινε την απελευθέρωση του ελεγχόμενου από το κράτος τραπεζικού συστήματος. Η υλοποίηση των προτάσεων ξεκινά την περίοδο 1988-1993, όταν καταργήθηκαν οι περιορισμοί χορήγησης συναλλάγματος, καταναλωτικών δανείων κ.ά.
Ως αντιπολίτευση το ΠΑΣΟΚ:
Προβάλλει σαν «νέο φαινόμενο» την τοκογλυφία των Τραπεζών, θέλοντας να κρύψει ότι οι τράπεζες είχαν «τρελά» κέρδη κατά την περίοδο μείωσης των επιτοκίων στα πλαίσια επίτευξης των κριτηρίων της ΟΝΕ, δηλαδή το 2000 και το 2001. Την περίοδο εκείνη συντελέστηκε ταχύτερα η μείωση επιτοκίων καταθέσεων από τα επιτόκια χορηγήσεων. Υπολογίζεται ότι η διαδικασία αυτή επέφερε κέρδη στις τράπεζες άνω των 500 δισ. ευρώ. Το 2001 η Εθνική μηδένισε τα επιτόκια καταθέσεων και την ακολούθησαν στη συνέχεια οι υπόλοιπες τράπεζες. Συντελέστηκε δηλαδή μια τεράστια ληστεία σε μια περίοδο που στην κυβέρνηση ήταν το ΠΑΣΟΚ.
Και σήμερα τάσσεται υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων και των πωλήσεων κρατικών μετοχικών πακέτων, συγκαλύπτοντας αυτή την ταξική του επιλογή με διαφωνίες για διαχειριστικές επιλογές της κυβέρνησης. Εστιάζει για παράδειγμα στο ύψος του τιμήματος εξαγορών της Finashbank και της Π&Κ Χρηματιστηριακή από την Εθνική Τράπεζα, καθώς και τη δυνατότητα κυριαρχίας του ξένου κεφαλαίου στο μετοχικό κεφάλαιο της Εθνικής Τράπεζας.
Κατηγορεί τη ΝΔ για «αφελληνισμό» των πιστωτικών ιδρυμάτων και «αποδυνάμωση» της ελληνικής παρουσίας. Ισχυρίζεται ότι τουλάχιστον μία τράπεζα πρέπει να μείνει σε ελληνικά χέρια (Αθανασάκης), προκειμένου να μη μεταφερθεί το κέντρο λήψης των αποφάσεων από την Ελλάδα στο εξωτερικό. Επιχειρεί να αξιοποιήσει προς όφελος του τον ανταγωνισμό ελληνικού και ξένου κεφαλαίου και στο συγκεκριμένο τομέα. Στην ουσία το ΠΑΣΟΚ, αφού άνοιξε το δρόμο των ιδιωτικοποιήσεων, επιχειρεί τώρα να αξιοποιήσει πολιτικά τις σχέσεις ανταγωνισμού και συνεργασίας μεταξύ ελληνικού και ξένου κεφαλαίου. Δεν είναι τυχαίο ότι αντίστοιχη θέση εκφράζεται και από στελέχη της EFG (Νανόπουλος - Μπαλής). Συγκεκριμένα, ο Ν. Νανόπουλος διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, εξέφρασε προβληματισμό για την είσοδο ξένων κεφαλαίων στην Ελλάδα, όπως είναι ο σταδιακός αφελληνισμός του ιδιοκτησιακού καθεστώτος σημαντικών ελληνικών επιχειρήσεων. Είναι κρίσιμο, τόνισε ο εκπρόσωπος της EFG, να παραμείνουν σημαντικές ελληνικές επιχειρήσεις υπό ελληνικό μετοχικό έλεγχο, ώστε τα κέντρα των αποφάσεων να παραμένουν στην Ελλάδα: «Ενδεχόμενη κυριαρχία ξένων παικτών και ο αφελληνισμός των επιχειρήσεων να έχει αρνητικές επιπτώσεις μακροπρόθεσμα στην οικονομία. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές κυβερνήσεις στην Ευρώπη στηρίζουν την εγχώρια επιχειρηματικότητα»[18]. Η άποψη αυτή συνοδεύεται από το αίτημα γενίκευσης των ελαστικών εργασιακών σχέσεων προκειμένου να διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών τραπεζών.
Με αφορμή το σκάνδαλο με τα ομόλογα και τα αποθεματικά των Ασφαλιστικών Ταμείων, το ΠΑΣΟΚ καταγγέλλει την κυβέρνηση για έλλειψη πολιτικής βούλησης στην πάταξη της διαφθοράς. Ζητάει από την κυβέρνηση πλήρη διαφάνεια και τιμωρία των ενόχων, αλλά δεν ενοχλείται που τα αποθεματικά των ταμείων γίνονται «τζάμπα» χρήμα για το κεφάλαιο. «Φωνάζει» μόνο για υπερβολικές μίζες και αδιαφανείς διαδικασίες. Με υποκρισία δημαγωγεί για να παραπλανήσει τους εργαζόμενους, αφού δε θέτει -κάθε άλλο μάλιστα- ζήτημα απόσυρσης των αποθεματικών των ταμείων από το χρηματιστηριακό και τραπεζικό τζόγο.
Η κριτική της ΟΤΟΕ και του ΠΑΣΟΚ στο ν.3371/05, ο οποίος ανατρέπει τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα των εργαζομένων στις τράπεζες, είναι σαθρή και αποπροσανατολιστική. Χαρακτηρίζουν το νόμο παράνομο και αντισυνταγματικό, ενώ αποτελεί συνέχεια της συνολικής αντεργατικής πολιτικής που τα τελευταία 15 χρόνια εφαρμόζουν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, εγκλωβίζοντας εργαζόμενους σε διαδικαστικές διενέξεις, αποδυναμώνοντας τις όποιες αγωνιστικές διαθέσεις. Ηταν ένα «δώρο» που απλόχερα πρόσφεραν τα αστικά κόμματα στο τραπεζικό κεφάλαιο. Σημειώνεται ότι ο νόμος αποτελεί συνέχεια του νόμου 3029/02 του ΠΑΣΟΚ και με την τροπολογία που κατατέθηκε από τη ΝΔ το 2006 επιταχύνθηκαν απλώς οι διαδικασίες για τη μείωση των συντάξεων, την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, την απαλλαγή από θεσμοθετημένες υποχρεώσεις των τραπεζών προς στα ασφαλιστικά ταμεία, τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών.
Ο ΣΥΝ παραμένει όλα αυτά τα χρόνια σταθερά προσηλωμένος στη μη αμφισβήτηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στο όνομα της αντικειμενικής ύπαρξής της και της πάλης ενάντια στον μονοπολισμό ή στην «ηγεμονία» των ΗΠΑ.
Προβάλλει την ΟΝΕ και την υιοθέτηση του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος, ως «ιστορική» πολιτική πρωτοβουλία. Υποστηρίζει αναγκαία την οικονομική - πολιτική και στρατιωτική ενοποίηση της ΕΕ. Παραβλέποντας τον ταξικό της χαρακτήρα, καλλιεργώντας την αποπροσανατολιστική άποψη για εναλλακτική φιλολαϊκότερη πολιτική εκδοχή διαχείρισής της με σύνθημα: «η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα άρα και οι πολιτικές που απορρέουν από αυτήν είναι ... εκτός δημοκρατικού πολιτικού ελέγχου»[19].

Πρόκειται για βαθιά οπορτουνιστικές θέσεις που συγκαλύπτουν τον ταξικό χαρακτήρα της ΕΕ, σπέρνουν αυταπάτες για δυνατότητες μεταστροφής αυτής της ιμπεριαλιστικής Ενωσης σε ... φιλολαϊκή κατεύθυνση.

Αποδίδει τα προβλήματα στη «νεοφιλελεύθερη» εκδοχή της Ενοποίησης. Δηλαδή θεωρεί ότι η στοχευμένη απελευθέρωση των αγορών και η ισχυροποίηση των ευρωπαϊκών επιχειρηματικών ομίλων στη διεθνή κεφαλαιαγορά μπορεί να εξυπηρετηθεί ταυτόχρονα με την προώθηση κοινωνικής πολιτικής και δικαιοσύνης από τα όργανα της ΕΕ. Βρίθουν οι τοποθετήσεις των στελεχών του ΣΥΝ από συνθήματα για «υγιή» ανταγωνισμό, για διαφάνεια. Ο ΣΥΝ αναζητά λύσεις στα μεγάλα προβλήματα μέσα στα όργανα της ΕΕ. Στην πραγματικότητα θεωρεί ότι υπάρχει μεγάλη δυνατότητα ουσιαστικών εναλλακτικών τύπων διαχείρισης του καπιταλισμού, ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη φάση εξέλιξής του. Αποκόβει δηλαδή την πολιτική από την Οικονομία, αφού αποσυνδέει τους οικονομικούς στόχους της ΕΕ από το ευρωενωσιακό εποικοδόμημα.

Απέναντι στην τάση συγκέντρωσης που καταγράφεται στο τραπεζικό σύστημα αναγορεύει ως κατ’ εξοχήν πρόβλημα την έλλειψη μηχανισμών ελέγχου και παρέμβασης, την έλλειψη αποτελεσματικής εποπτείας και αυστηρών κανόνων διαχείρισης. Οι σύγχρονοι οπορτουνιστές υποστηρίζουν ότι «απαιτούνται νομοθετικές και πολιτικές πρωτοβουλίες που να προστατεύουν τους συναλλασσόμενους από την υπερδύναμη των τραπεζών, την ασύμμετρη δύναμη...», δηλαδή υποστηρίζουν ότι ένα πλαίσιο υγιών και διαφανών διαδικασιών ανταγωνισμού που θα αποτρέπει τη δημιουργία μονοπωλιακών καταστάσεων, οι οποίες νοθεύουν τον ανταγωνισμό ...και βλάπτουν τα συμφέροντα των εργαζομένων και της οικονομίας. «Δεν μπορεί να είμαστε αδιάφοροι ή ουδέτεροι ως προς το ποιος ελέγχει τις τράπεζες και το τραπεζικό σύστημα». «...Η λύση είναι αφενός να υπάρξει δημόσια παρουσία στο τραπεζικό σύστημα, να υπάρξουν δημόσιες τράπεζες. Και δεύτερον, ακόμα και στις ιδιωτικές τράπεζες να είναι ισχυρή η συμμετοχή επενδυτών - μετόχων, οι οποίοι δεν θα λειτουργούν μόνο με στενά βραχυχρόνια συμφέροντα. Αυτοί οι μέτοχοι μπορεί να είναι θεσμικοί επενδυτές, μπορεί να είναι τα ασφαλιστικά ταμεία (!!!), μπορεί να είναι δημόσιοι φορείς...». «Χρειάζεται ένας σύγχρονος νόμος πλαίσιο περί Τραπεζών. Ενας ειδικός νόμος που να διέπει τον ανταγωνισμό των τραπεζών. Ενας νόμος ο οποίος να λέει, τι επιβάλλεται, τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται.... κυρίως όμως χρειάζεται μια συνολικότερη επιστροφή της πολιτικής στο χώρο των τραπεζών και η διαμόρφωση μιας νέας σχέσης με την κοινωνία. Οι Τράπεζες υπάρχουν για να υπηρετούν την κοινωνία και όχι το αντίστροφο (!!!)»[20].
Στα πλαίσια αυτών των θέσεων αντιστρατεύτηκε στη πώληση της Εμπορικής Τράπεζας και πρότεινε τη συγχώνευσή της με το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, ώστε δήθεν να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι για τις λαϊκές αποταμιεύσεις. Είναι υποκριτική στάση ή ουτοπική, αφού δεν απορρίπτει τον ιδιωτικό τομέα, τη λειτουργία των όποιων επιχειρήσεων με κρατική κεφαλαιακή συμμετοχή με τα λεγόμενα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, τον ανταγωνισμό κλπ.
Ακρως επικίνδυνες είναι και οι συνταγές και οι απόψεις που ακούγονται από την ηγεσία του ΣΥΝ, η οποία έσπευσε να υπερθεματίσει σε συνταγές τζογαρίσματος με τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων. Με ψευδεπίγραφο «δίλημμα» τη διατήρηση της ελληνικότητας της Εθνικής Τράπεζας αξίωνε μαζί με το ΠΑΣΟΚ τη συμμετοχή των λαϊκών στρωμάτων, μέσω των ασφαλιστικών ταμείων, στη γενικότερη στρατηγική της πλουτοκρατίας, της κυβέρνησης και της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ στο πλαίσιο της μοιρασιάς και του καταμερισμού που προκρίνεται από την ΕΕ και άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα και οργανισμούς. Πρόκειται για άκρατο καιροσκοπισμό. Το γεγονός ότι πατάνε σε δυο βάρκες αποδεικνύεται και από την αντίθεση που εμπεριέχεται στην πρότασή τους, ενώ διαβλέπουν κινδύνους, προβληματίζονται από την εξαγορά της τουρκικής τράπεζας, προτρέπουν τα ασφαλιστικά ταμεία να θέσουν τις εισφορές των εργαζομένων και συνταξιούχων κάτω από τη διαχείριση και τους επιχειρηματικούς σχεδιασμούς του μεγάλου κεφαλαίου.
Ο ΣΥΝ δεν εναντιώνεται στη λεηλασία των συλλογικών αποταμιεύσεων των εργαζομένων από τράπεζες και χρηματιστήριο. Ζητά, όπως και το ΠΑΣΟΚ, ικανούς διαχειριστές, διαφάνεια, νέο θεσμικό πλαίσιο με σαφείς «αυστηρούς» κανόνες και πλαίσια, θεσμοθέτηση Ειδικής Αρχής κ.ά.
 «Τα βασικά στοιχεία της πολιτικής διαχείρισης των αποθεματικών των ταμείων είναι ένα θέμα πολιτικό. Γιατί οι επικεφαλής των ταμείων να είναι ξαδέλφια, για ποιο λόγο να είναι ξαδέλφια και γιοι και συγγενείς κομματικών στελεχών; [...] Γιατί τα πρόσωπα αυτά αλλάζουν με πελατειακά κριτήρια; […] Γιατί να υπάρχει ένα αδιαφανές θεσμικό πλαίσιο;»[21].
Το ζήτημα λοιπόν για το ΣΥΝ, όπως και για τα δύο κόμματα εξουσίας, δεν είναι η έκθεση της περιουσίας των ασφαλισμένων στο τζόγο της χρηματαγοράς και η διαχρονική καταλήστευσή τους άμεσα ή έμμεσα από το μεγάλο κεφάλαιο, είναι οι υπερβολικές μίζες, είναι οι κακές και αδαείς διοικήσεις των Ταμείων, η έλλειψη θεσμικού πλαισίου. Λογική και επιχειρήματα που αποενοχοποιούν το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Το καπιταλιστικό σύστημα άσπιλο και αμόλυντο δε γνωρίζει και δε θέλει να γνωρίζει τίποτα για σκάνδαλα, μίζες και κερδοσκοπία. Για τους οπορτουνιστές η στρέβλωση στη διαχείριση του συστήματος είναι εκείνη που δημιουργεί παραμορφώσεις και «ανωμαλίες» και για το λόγο αυτό χρειάζονται θεσμικά και μόνο μέτρα αντιμετώπισης αυτών των στρεβλώσεων.

Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ

Στις ημέρες μας έχει ωριμάσει η ανάγκη της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, με στόχο τη λαϊκή ευημερία. Η επίτευξη αυτού του στόχου προϋποθέτει την κατάργηση της κυριαρχίας και της εξουσίας του χρηματιστικού κεφαλαίου στην κοινωνική παραγωγή. Απαιτεί σε τελευταία ανάλυση την εργατική εξουσία, ώστε να υλοποιηθεί ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομικής ζωής με γνώμονα την ικανοποίηση των αυξανόμενων αναγκών των εργαζομένων.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της λαϊκής οικονομίας θα καταργηθούν οι λειτουργίες κυκλοφορίας του κεφαλαίου που περνούν μέσα απ’ το τραπεζικό σύστημα.
Ωστόσο, μέχρι να εξαλειφθεί πλήρως η εμπορευματική παραγωγή που αφορά στη σύνδεση της βιομηχανικής παραγωγής με την αγροτική οικονομία και γενικότερα με την εμπορευματική παραγωγή ορισμένων καταναλωτικών προϊόντων, θα διατηρηθούν αναγκαστικά οι λειτουργίες του χρήματος ως μέσου κυκλοφορίας εμπορευμάτων. Αντίστοιχα αναγκαία είναι η διατήρηση του χρήματος για τη διεξαγωγή του εξωτερικού εμπορίου της λαϊκής οικονομίας και της τουριστικής δραστηριότητας.
Ορισμένη χρηματική έκφραση με τη μορφή χρηματικού μισθού θα έχει και η συμμετοχή των εργαζομένων στα προϊόντα της σοσιαλιστικής βιομηχανικής παραγωγής. Το πώς αυτή θα αποτυπώνει τη σοσιαλιστική σχέση κατανομής «στον καθένα ανάλογα με την εργασία» είναι ανοικτό ζήτημα θεωρητικής μελέτης και έρευνας της σοσιαλιστικής πρακτικής κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα.
Με βάση τις παραπάνω κατευθυντήριες θέσεις, οι τράπεζες χάνουν πλέον την παλιά τους λειτουργία και ρόλο. Στην ουσία χρειάζεται μια Κεντρική Κρατική Τράπεζα, καθώς και ορισμένοι εξειδικευμένοι κρατικοί πιστωτικοί οργανισμοί που θα καλύπτουν τη δραστηριότητα των αγροτικών συνεταιρισμών και ορισμένους μικρούς εμπορευματοπαραγωγούς.
Σε αυτή τη δραστηριότητα θα απασχοληθεί ένα μέρος των εργαζομένων στις τράπεζες πριν την ανατροπή του καπιταλισμού. Μεγάλο μέρος των εργαζομένων του τομέα της Πίστης θα εργαστεί στα κρατικά επιτελεία σχεδιασμού και διεύθυνσης της οικονομίας.
Για ν’ ανοίξει αυτός ο ελπιδοφόρος δρόμος των ριζικών ανατροπών στο επίπεδο της ιδιοκτησίας και της εξουσίας προβάλλουμε τους διεκδικητικούς στόχους για πλήρη-σταθερή εργασία για τους τραπεζοϋπαλλήλους, 7ωρο - 5ήμερο - 35ωρο, κατάργηση των αντιασφαλιστικών νόμων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, ενιαίο ταμείο κύριας και επικουρικής ασφάλισης για όλους τους τραπεζοϋπαλλήλους, εναντίωση στις ιδιωτικοποιήσεις κρατικών τραπεζών, διαγραφή των ληξιπρόθεσμων χρεών της φτωχής αγροτιάς, διαγραφή των χρεών από τόκους στα στεγαστικά δάνεια για πρώτη κατοικία της λαϊκής οικογένειας και διακοπή πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων των εργαζομένων για χρέη στις τράπεζες.
Αυτή η γραμμή αντιμονοπωλιακής πάλης μπορεί να συμβάλλει στη συγκρότηση της κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας για τη νικηφόρα διέξοδο της λαϊκής εξουσίας.

ΠΙΝΑΚΑΣ 6
ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1995-2005


Τράπεζες
Καταστήματα
Εργαζόμενοι
1995
2005
1995
2005
1
ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
496
567
15.128
13.175
2
ALPHA BANK
174
363
3.882
6.949
3
EFG EUROBANKERGASIAS
-
332
-
7.015
4
ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
330
373
7.672
6.368
5
ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
21
273
484
4.320
6
ΓΕΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
91
121
1.888
1.221
7
ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
435
458
5.632
5.727
8
ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ (MARFIN)
18
69
438
1.370
9
ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΤΤΙΚΗΣ
29
59
642
1.118
10
ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (MARFIN)
-
55
-
778
11
PROBANK
-
59
-
729
12
ΟΜΕΓΑ ΤΡΑΠΕΖΑ (PROBANK)
-
17
-
402
13
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ
-
20
-
165
14
ΑΣΠΙΣ ΤΡΑΠΕΖΑ
8
67
95
892
15
NOBA BANK
-
122
-
1.065
16
FBB(First Business bank)( ΑΣΠΙΣ & ΑΓΡΟΤΙΚΗ)
-
13
-
192
17
MARFIN BANK
-
9
-
175
18
PROTON ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
-
1
-
38
19
ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (MARFIN)
-
3
-
152
20
ΕΜΠΟΡΙΚΗ CREDICOM
-
4
-
112
21
AEGEAN BALTIC BANK
-
1
-
39
22
ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ(ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΤΤΙΚΗΣ)
130
136
1.291
1.220
23
ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ & ΔΑΝΕΙΩΝ
4
4
414
456
24
CREDIT LYONNAIS
8
-
125
-
25
ΕΤΕΒΑ
2
-
182
-
26
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΗ
16
-
243
-
27
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΟΣ
21
-
583
-
28
ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
73
-
1.367
-
29
ΙΟΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
203
-
4.153
-
30
ΕΤΒΑ
12
-
458
-
31
ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
111
-
2.130
-
32
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΡΗΤΗΣ
86
-
1.464
-
33
ΤΡΑΠΕΖΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ
59
-
1.520
-
34
ΕΥΡΩΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ
6
-
266
-
35
XIOS BANK
27
-
456
-
36
INTERBANK
19
-
509
-
37
ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΘΗΝΩΝ
23
-
498
-
38
ΔΩΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
4
-
101
-
39
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
6
-
121
-

Σύνολο
2.412
3.126
51.742
53.678


ΠΙΝΑΚΑΣ 7
ΞΕΝΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1995-2005


Τράπεζες
Καταστήματα
Εργαζόμενοι
1995
2005
1995
2005
1
BAYERISCHE HVD
-
1
-
78
2
HSBC BANK
-
22
-
501
3
SOCIETE GENERALE
3
2
135
42
4
BNP PARIBAS (HELLAS)
-
5
-
181
5
ABN AMRO
9
2
196
81
6
CETEMEL
-
1
-
82
7
ROYAL BANK OF SCOTLAND
1
1
61
75
8
SANPAOLO IMI S.P.A
-
1
-
22
9
CITIBANK
21
58
736
1.334
10
FCE BANK PIC
-
1
-
39
11
GMAK BANK
-
1
-
30
12
EUROHYPO AG
-
1
-
4
13
UNION DE CREDITOS INMOBILIARIOS
-
3
-
29
14
FIDIS BANK
-
1
-
18
15
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ
6
110
227
2.407
16
BNP SECURITIES SERVICES
-
1
-
38
17
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
-
25
-
372
18
VOLKSWAGEN BANK
-
1
-
27
19
BANK OF AMERICA
1
1
67
28
20
BANK SADERAT IRAN
1
1
14
19
21
AMERICAN EXPRESS
7
3
340
99
22
AMERICAN BANK OF ALBANIA
-
1
-
31
23
NATIONAL WESTMINSTER BANK
5
-
180
-
24
BANK NATIONAL DE PARIS
6
-
121
-
25
BARKLAYS BANK
9
-
280
-
26
MIDLAND BANK
4
-
204
-
27
CREDIT COMERCIAL DE FRANCE
2
-
64
-
28
THE BANK OF NOVA SCOTIA
5
-
120
-
29
BAYERISCHE VEREINSBANK
1
-
57
-
30
BANK PARIBAS
1
-
55
-
31
ANZ GRINDLAYS
2
-
86
-
32
THE CHASE MANHATTAN BANK
2
-
77
-
33
ARAB BANK
1
-
63
-
34
INSTITUTO BANCARIO SAN PAOLO DI TORINO
1
-
15
-
35
ING BANK
1
-
28
-

Σύνολο
89
243
3.126
5.537



  Η Χρύσα Κακουλίδου είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
[1] Κ. Μαρξ «Το Κεφάλαιο», τόμος ΙΙΙ, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 504.
[2] Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο»,τόμος ΙΙΙ, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 428.
[3] Β. Ι. Λένιν: Απαντα, «Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ ανώτατο στάδιο του Καπιταλισμού», τ. 27. σελ. 332.
[4] Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος ΙΙΙ, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 556.
[5] Β. Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του Καπιταλισμού», τ. 27, σελ. 336-337.
[6] Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος ΙΙΙ, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 650.
[7] Η Διαπάλη για το μέλλον του Συμφώνου Σταθερότητας της ΕΕ, ΚΟΜΕΠ, τ. 2/2004.
[8] Εκθεση Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τις Εξελίξεις στον Χρηματοπιστωτικό Τομέα, COM(2000)336 τελικό, 30.5.2000, σελ. 4.
[9] Εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», Οικονομία, 26.5.2007, σελ.4.                                              
[10] Εκθεση Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τις Εξελίξεις στον Χρηματοπιστωτικό Τομέα, COM(2000)336 τελικό, 30/5/2000, σελ.7.
[11] Demirguc, A., Kunt and Ross Levine, 2000, Bank Concentration: Cross-Country Evidence, p. 2.
[12] Εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 5.2.2006.
[13] Εφημερίδα «ΕΧΠΡΕΣ», 25.1.2007.
* Πηγή: Ελληνική Ενωση Τραπεζών και ΧΑΑ.
[14] Εφημερίδα, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 20.5.2007, «Οι ελληνικές τράπεζες κυριεύουν τα Βαλκάνια».
[15] ELKE, (Hellenic Center for Investment), 5.4.2006.
[16] Εφημερίδα «Ημερησία», 12.3.2007.
[17] Εκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας για το 2006.
[18] Εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 28.1.2007.
[19] Γιάννης Δραγασάκης: Εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», 7.2.2007.
[20] Ομιλία του Γιάννη Δραγασάκη στην ημερίδα του «Αυτόνομου δικτύου και συνεργασίας συλλόγων στην ΟΤΟΕ», 15.2.2007.
[21] Αλ. Αλαβάνος: Ομιλία στο Εργατικό Κέντρο Ρεθύμνου, 12.4.2007.

TOP READ