Οι πρόσφατες τοπικές και περιφερειακές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν σε δύο γύρους στις 18 και 25 Μάη, κυρίως οι ευρωεκλογές στις 25 Μάη 2014, είναι ουσιαστικά η δεύτερη εκλογική διαδικασία στη διάρκεια της βαθιάς και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Η διαχείριση αυτής της κρίσης επέφερε μεγάλη εκλογική πολιτική απώλεια, πρώτ’ απ’ όλα στο ΠΑΣΟΚ, τον κατεξοχήν πολιτικό φορέα της σοσιαλδημοκρατίας μετά από την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας (Ιούλης 1974), αλλά και στη ΝΔ, το κατεξοχήν φιλελεύθερο αστικό κόμμα την ίδια περίοδο.
Ουσιαστικά για πρώτη φορά σ’ αυτήν την περίοδο, αυτά τα δύο αστικά κόμματα έχασαν τη δυνατότητα εναλλάξ να ελέγχουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να διαμορφώνουν μονοκομματική κυβέρνηση. Λέμε «ουσιαστικά για πρώτη φορά», αν και είχε προκύψει μια σχετική αδυναμία τους για μια περιορισμένη χρονική περίοδο, που καταγράφηκε σε δύο αλλεπάλληλες βουλευτικές εκλογές: 2 Ιούνη 1989 και 5 Νοέμβρη 1989. Τότε, όμως, ήταν διαφορετικές οι συνθήκες του εκλογικού νόμου, σχεδόν απλής αναλογικής, που δεν πριμοδοτούσε ούτε το πρώτο, ούτε το δεύτερο σε εκλογική δύναμη κόμμα.
Παρά τις σημαντικές διαφορές της σημερινής περιόδου από εκείνες του 1989, μπορούμε να πούμε ότι κατά κάποιο τρόπο ήταν το προοίμιό της, έστω και αν μεσολάβησε μια 20ετία. Να θυμίσουμε ότι ήταν το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ που ως κυβέρνηση (στη δεύτερη θητεία του ως κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κατά τη δεύτερη πενταετία της δεκαετίας του 1980) είχε επιχειρήσει, σε διακηρυκτικό κι εφαρμοστικό επίπεδο, τις λεγόμενες αναδιαρθρώσεις: Ιδιωτικοποιήσεις, ελαστικότερες εργασιακές σχέσεις (αρχικά με τη μερική απασχόληση), πάγωμα μισθών (σε αυξήσεις και ωριμάνσεις). Τότε διαμορφώθηκε ένα πρώτο κύμα λαϊκής δυσαρέσκειας.
Ανάλογες στοχεύσεις είχε η αστική πολιτική και σε άλλες χώρες της καπιταλιστικής ΕΟΚ, η οποία προετοίμαζε το πέρασμά της στην «Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά» στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1980. Από τότε η ΕΟΚ ενιαία επεδίωκε να προσαρμοστεί σ’ έναν τύπο αστικής διαχείρισης διαφορετικό από εκείνο της περιόδου μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έως τη γενικευμένη καπιταλιστική οικονομική κρίση του 1971-19731. Είχε περάσει πλέον η περίοδος –ως ανάγκη συνολικά της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αλλά και ως πίεση από τον παγκόσμιο συσχετισμό– για κρατικά μονοπώλια και γενικευμένες κρατικές κοινωνικές υπηρεσίες.
Στη νέα περίοδο των καπιταλιστικών προσαρμογών, η αστική πολιτική στην Ελλάδα είχε μια ευτυχή συγκυρία στη δεκαετία του 1990, λόγω της επικράτησης της αντεπανάστασης στα Βαλκάνια, στην Ανατολική Ευρώπη, στην ΕΣΣΔ. Σ’ αυτές τις συνθήκες ο ελληνικός καπιταλισμός μπόρεσε ν’ αναζωογονηθεί, ουσιαστικά για πρώτη φορά να περάσει σε εξαγωγή κεφαλαίου για άμεσες επενδύσεις στη μεταποίηση, στις τράπεζες, στην ενέργεια και τις τηλεπικοινωνίες, φυσικά στο εμπόριο, πέραν των μεταφορών (κυρίως ποντοπόρων) στις οποίες είχε ιστορικά διαμορφωμένη υψηλή θέση.
Αρχικά, ο ελληνικός καπιταλισμός είχε σημαντικό πλεονέκτημα (γειτνίαση, ορισμένη ιστορικότητα στις εμπορικές σχέσεις, στην επικοινωνία κλπ.) συμβολής στην καπιταλιστική σταθεροποίηση αυτών των χωρών. Αυτό λειτούργησε και αντίστροφα, ως πλεονέκτημα εισροής στην Ελλάδα φθηνής ειδικευμένης εργατικής δύναμης από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, ροή που συνέβαλε στην ταχύτερη συσσώρευση κεφαλαίου. Το λαϊκό εισόδημα γνώρισε μια συγκυριακή πλασματική βελτίωση, απαραίτητο συμπλήρωμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης με τα τυπικά χαρακτηριστικά της: Ονομαστική ή και πραγματική σε αρκετές περιπτώσεις αύξηση μισθών, διόγκωση του λαϊκού δανεισμού, διόγκωση της λαϊκής αποταμίευσης, που στη συνέχεια πήρε τη μορφή της λαϊκής επένδυσης στο χρηματιστήριο που εξαλείφτηκε στη χρηματιστηριακή κρίση του 1999-2000.
Η φάση αναζωογόνησης της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, μετά από την οικονομική κρίση του 1991-1993, διεύρυνε τα μεσαία στρώματα των πόλεων, δημιούργησε νέα τμήματά τους, άμεσα συνδεδεμένα με την καπιταλιστική ανάπτυξη, π.χ., χρηματιστές, ασφαλιστές, γραφειοκράτες και τεχνικούς στη διαχείριση των κοινοτικών κονδυλίων κλπ. Η καπιταλιστική ανάπτυξη παρατάθηκε και λόγω των Ολυμπιακών έργων, τα οποία διατήρησαν σε υψηλούς ρυθμούς επενδύσεις και κατανάλωση. Λόγω αυτών των παραγόντων, ο νέος κύκλος της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης καθυστέρησε να εκδηλωθεί (μεσολάβησαν 14 χρόνια). Όμως, όπως μοναδικά παρατήρησε και ανάλυσε ο Κ. Μαρξ, η καπιταλιστική ανάπτυξη έχει στο κύτταρό της το αναπόφευκτο της κρίσης. Το αναπόφευκτο λοιπόν για την καπιταλιστική οικονομία στην Ελλάδα πλησίασε ταυτόχρονα με μια γενικευμένη οικονομική κρίση από τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία έως την Ευρώπη. Αυτή θα έβρισκε την καπιταλιστική οικονομία της Ελλάδας πολύ πιο συνδεδεμένη με την ΕΕ, με την Ευρωζώνη, το κοινό νόμισμα, επομένως με πολύ πιο περιορισμένα «εθνικά» νομισματικά και δημοσιονομικά εργαλεία για τη διαχείρισή της. Άλλωστε, οι παράγοντες που επέβαλλαν την προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων προϋπήρχαν της κρίσης. Η κρίση έσπρωξε επιτακτικά στην ταχύτερη προώθησή τους.
Τόσο οι κυβερνήσεις της ΝΔ όσο και του ΠΑΣΟΚ, το οποίο συνολικά ήταν περισσότερα χρόνια στη διακυβέρνηση, είχαν ήδη, προ κρίσης, επιχειρήσει σε σημαντικό βαθμό τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις –εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση αγορών. Υποχώρησαν, όμως, σ’ ένα γενικευμένο περιορισμό της μονιμότητας και του αριθμού των δημόσιων υπαλλήλων, σε ταχύτατες δραστικές αλλαγές στα ασφαλιστικά ταμεία, σε συρρίκνωση συντάξεων και αποζημιώσεων προς τα επίπεδα των χαμηλότερων.
Οι αντιδράσεις ανώτερων μεσαίων στρωμάτων, αλλά και των κατώτερων, εργαζομένων στις πρώην ΔΕΚΟ, καθώς κι εργατικών δυνάμεων, λειτουργούσαν ανασταλτικά. Θυμίζουμε τις κινητοποιήσεις για το Ασφαλιστικό (2003), αλλά και τις αντιθέσεις μέσα στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ (π.χ., παραίτηση του υπουργού Αλέκου Παπαδόπουλου) για το μη προχώρημα του λεγόμενου καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού, που αφορούσε πρώτ’ απ’ όλα τους μηχανισμούς της «Δημόσιας Διοίκησης». Επίσης θυμίζουμε τις αντιδράσεις στην κυβέρνηση Κ. Καραμανλή, κυρίως ως προς την τάση (με υπουργό τον Γ. Αλογοσκούφη) πρόταξης του στόχου περιορισμού του δημόσιου χρέους με αύξηση της φορολογίας.
Όλα τα παραπάνω συνοπτικά δείχνουν ότι ορισμένη βελτίωση ή έστω συγκράτηση της απώλειας σε μισθούς και κοινωνικές παροχές ήταν αποτέλεσμα μιας καπιταλιστικής συγκυρίας που δεν αφορούσε μόνο την Ελλάδα, δεν οφειλόταν σ’ ένα «καλό» ΠΑΣΟΚ ή σε μια πιο «λαϊκή» ΝΔ. Η τάση της σαρωτικής μείωσης όχι μόνο του εργατικού και λαϊκού εισοδήματος, αλλά και των εισοδημάτων ανώτερων μεσαίων στρωμάτων, υπόβοσκε, περίμενε την εκδήλωση μιας νέας οικονομικής κρίσης για να σπάσει αστικούς κομματικούς φραγμούς και κυβερνητικές αναστολές.
Ποιο ήταν το οικονομικό υπόβαθρο για τη δυσχέρεια στη συμμαχία της τάξης των καπιταλιστών με παλιά ανώτερα μεσαία στρώματα, π.χ., διοικητικό δυναμικό κρατικών μηχανισμών (πρυτανείες), επιστήμονες ελεύθερους επαγγελματίες με ορισμένη επαγγελματική προστασία (φαρμακοποιούς), ελεύθερους επαγγελματίες στις μεταφορές (ταξί), στο εμπόριο πετρελαιοειδών, αλλά και μεγάλα τμήματα κρατικών υπαλλήλων, αγροτών κλπ.; Ήταν οι σημαντικές αλλαγές στο συσχετισμό μεταξύ των καπιταλιστικών οικονομιών (καπιταλιστική αναβάθμιση πολυπληθέστατων κρατών όπως της Κίνας, αλλά και της Βραζιλίας, καπιταλιστική σταθεροποίηση της Ρωσίας) μαζί με τη βαθιά και παρατεταμένη οικονομική κρίση στην Ελλάδα, σε συνθήκες ενιαίου νομίσματος και δημοσιονομικών δεσμεύσεων εντός της Ευρωζώνης.
Εκτός των άλλων, η οικονομική κρίση υποχρέωσε σε πιο ορθολογική και παραγωγική αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων που ένα μέρος τους χρησιμοποιούνταν ως υλικό μέσο χειραγώγησης. Αυτό εκδηλώθηκε πιο έντονα αρχικά στις αγροτικές επιδοτήσεις, στη συνέχεια στα κονδύλια εξαγοράς μέσω πληθώρας κρατικών οργανισμών, της Τοπικής Διοίκησης κλπ.
Αν και τα μεσαία στρώματα δεν αποτελούν την πλειοψηφούσα κοινωνική δύναμη, όπως ισχυρίζονται και πρόσφατα αρκετοί αστοί αναλυτές, ωστόσο αποτελούν σημαντική κοινωνική δύναμη και μέσω της οποίας η τάξη των καπιταλιστών, απόλυτα μειοψηφική, διοχετεύει την ιδεολογική και πολιτική της επιρροή στην κοινωνικά πλειοψηφούσα εργατική τάξη.
Άλλωστε, σε συνθήκες εκδήλωσης της οικονομικής κρίσης πραγματοποιείται και καταστροφή καπιταλιστών, ανεξάρτητα αν διατηρούνται ως μεγαλοεισοδηματίες. Επίσης, επιταχύνεται κι εντείνεται ο ανταγωνισμός στη διαδικασία συγκεντροποίησης ιδιαίτερα του υποτιμημένου κεφαλαίου. Αυτές οι κοινωνικές-οικονομικές διεργασίες έχουν την αντανάκλασή τους σε ανακατατάξεις στο πολιτικό προσωπικό, στην ανασυγκρότηση κομμάτων ή στη συνολικότερη αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος.
Αυτή η διαδικασία ήταν αναπόφευκτη στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης 2008-2014. Εκδηλώθηκε με την εμφανή αδυναμία άσκησης της κυβερνητικής πολιτικής επί ΝΔ που οδήγησε στις πρόωρες εκλογές του 2009.
Στη συνέχεια εκφράστηκε ως αδυναμία άσκησης της διακυβέρνησης από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου, που οδήγησε στην τρικομματική κυβέρνηση (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑ.Ο.Σ.) με πρωθυπουργό τον Λ. Παπαδήμο. Οι εκλογές του Μάη, καθώς και του Ιούνη του 2012, κατέγραψαν πολύ μεγαλύτερη από την αναμενόμενη φθορά κυρίως του ΠΑΣΟΚ, αλλά και της ΝΔ. Αποτύπωσαν το τέλος της δικομματικής κυβερνητικής εναλλαγής, όπως είχε διαμορφωθεί για σχεδόν 40 χρόνια. Ταυτόχρονα, οι εκλογές του 2012 έδωσαν τα πρώτα στοιχεία της διαδικασίας αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος.
Το κατεξοχήν αστικό φιλελεύθερο κόμμα, η ΝΔ, έχασε τη συνοχή του. Αποσχίστηκαν και συγκροτήθηκαν αυτοτελώς εθνικιστικές δυνάμεις, όπως οι ΑΝΕΛ (είχε προηγηθεί ο ΛΑ.Ο.Σ.). Αποσχίστηκαν, συσπειρώθηκαν και αναπτύχθηκαν οι φασιστικές-ναζιστικές δυνάμεις γύρω από τη «Χρυσή Αυγή» (ΧΑ), τουλάχιστον με την άμεση υποστήριξη τμημάτων του κρατικού μηχανισμού, ο οποίος στήριξε τη συγκρότησή τους σε εγκληματικές συμμορίες τρομοκράτησης μεταναστών, κομμουνιστών κι εργατών συνδικαλιστών.
Το μεγαλύτερο μέρος του κατεξοχήν σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, του ΠΑΣΟΚ, μετακινήθηκε στο ΣΥΡΙΖΑ, που εκτοξεύτηκε από το 4,6% του 2009 σε 16,8% το Μάη και 26,9% τον Ιούνη του 2012.
Το συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα του Μάη και του Ιούνη του 2012, αν και αποτύπωνε μια εκτεταμένη λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, δεν αποτύπωνε κάποια τάση ριζοσπαστικοποίησης της εργατικής και λαϊκής στάσης. Αποτύπωνε την εργατική και λαϊκή καταδίκη των κομμάτων που εναλλάσσονταν στη διακυβέρνηση, χωρίς καταδίκη του ταξικού χαρακτήρα της πολιτικής που εφάρμοσαν. Ταυτόχρονα αποτύπωνε από τη μια μεριά είτε την πιο φανερή αντιδραστική επιλογή, όπως της ΧΑ, είτε τη διάχυση σε εθνικιστικά αστικά κόμματα, όπως των ΑΝΕΛ, και από την άλλη τον εγκλωβισμό σε νέες παγίδες χειραγώγησης, νέα «αριστερά», «σοσιαλίζοντα» κόμματα - υποκατάστατα του ΠΑΣΟΚ, εν μέρει στη ΔΗΜΑΡ, αλλά κυρίως στο ΣΥΡΙΖΑ που απέσπασε και σημαντικό μέρος της εκλογικής επιρροής του ΚΚΕ.
Η οικονομική κρίση και η επίδρασή της στη συνοχή κι εκλογική δύναμη του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ δεν οδήγησε σε δυναμικές αντιμονοπωλιακές-αντικαπιταλιστικές εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις. Ακόμα κι όταν ανέβηκε η μαζικότητα των κινητοποιήσεων, κυρίως την περίοδο 2010-2012 επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου, στο μεγαλύτερο μέρος τους εγκλωβίστηκαν (μέσω ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, αλλά και πολιτικής παρέμβασης του ΣΥΡΙΖΑ και τμήματος του ίδιου του ΠΑΣΟΚ) στο αίτημα να φύγει εκείνη η κυβέρνηση, αποδίδοντάς της την αποκλειστική ευθύνη για τη συμφωνία με ΕΕ-ΔΝΤ. Σημαντικό τμήμα του κινήματος εγκλωβίστηκε στην ταξικά άσφαιρη «αντι-μνημονιακή» γραμμή, με εξαίρεση το μέρος των κινητοποιήσεων στο οποίο πρωτοστάτησαν οι δυνάμεις του ΚΚΕ και των φορέων της Λαϊκής Συμμαχίας ΠΑΜΕ-ΠΑΣΥ-ΠΑΣΕΒΕ-ΟΓΕ-ΜΑΣ. Ωστόσο, όπως έδειξε και η σημαντική μείωση της εκλογικής πολιτικής επιρροής του ΚΚΕ, ακόμα και σε δυνάμεις που συσπειρώνονται με το ΠΑΜΕ υπήρξαν αποπροσανατολιστικές πολιτικές επιδράσεις: Αυταπάτες για ανατροπή των αντιλαϊκών μέτρων με υποκατάσταση του ΠΑΣΟΚ από το ΣΥΡΙΖΑ ή με κυβερνητική συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ΩΣ ΝΕΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Στην επόμενη περίοδο, μετά από τις εκλογές του Ιούνη του 2012, η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση συνοδεύτηκε από ολοκληρωτική αναδίπλωσή του ως προς τη στήριξη απεργιακών και άλλων κινητοποιήσεων, με εξαίρεση κάποιων επιλεγμένων τμημάτων μεσαίων στρωμάτων, όπως των εργαζομένων στην κρατική ΕΡΤ, εκπαιδευτικών και ορισμένων μισθωτών στο Δημόσιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ έδινε εξετάσεις στην κυρίαρχη κοινωνική δύναμη, στους καπιταλιστές, εντός κι εκτός Ελλάδας, για να άρει κάθε επιφύλαξή τους πως θα μπορούσε να διαχειριστεί τα συμφέροντά τους, ελέγχοντας κι εκτονώνοντας την εργατική και λαϊκή δυσαρέσκεια. Είχε να διαχειριστεί μια αντιφατικότητα που είχε ζήσει στο παρελθόν και το ΠΑΣΟΚ, του οποίου «καλού ΠΑΣΟΚ» του παρελθόντος θέλει να παρουσιάζεται ως ο ικανός συνεχιστής. Το «αριστερό» προφίλ, δομημένο στην ύπαρξη οπορτουνιστικών τάσεων και αποσχίσεων του κομμουνισμού, από το «αριστερό» (βλέπε οπορτουνιστικό) ρεύμα του ΣΥΝ (από απόσχιση του ΚΚΕ το 1991) μέχρι τροτσκιστές και άλλους της «κομμουνιστικής ανανέωσης», καθώς και αναρχοαυτόνομους, ήταν ταυτόχρονα και η αιτία ορισμένης «πολυγλωσσίας», κυρίως ορισμένων αμφίσημων θέσεων ως προς τη θέση της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Ωστόσο οι καπιταλιστές έχουν μεγάλη εμπειρία, καθώς και όλα τα μέσα για να μη φοβηθούν το ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα εναλλακτικής αστικής διακυβέρνησης επειδή τμήματά του είχαν κάποιες σχέσεις με αναρχοαυτόνομους - «αντιεξουσιαστές», τροτσκιστές κλπ. Δεν είναι μόνο η αναμφισβήτητη σοσιαλδημοκρατικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι και το γεγονός ότι αναμφισβήτητη υπήρξε και η πλήρης χειραγώγηση ακόμα κι εργατικών και κομμουνιστικών κομμάτων που πήραν μέρος σε κυβερνήσεις του αστικού συστήματος.
Η ένταξη του ΣΥΡΙΖΑ στο ΚΕΑ, όπου συνυπάρχουν νέα κόμματα σοσιαλδημοκρατικού χαρακτήρα μαζί με οπορτουνιστικές δυνάμεις από το χώρο του κομμουνιστικού κινήματος, ο ρόλος που διεκδικούν στην αναμόρφωση της σοσιαλδημοκρατίας, στηρίζεται κατά πολύ σε κομμουνιστογενή τμήματα που ανανεώνουν τις οπορτουνιστικές δυνάμεις σε διαφορετικές περιόδους. Αν και η αστική εξουσία δεν έχει να φοβηθεί τον οπορτουνισμό στο κομμουνιστικό κίνημα, δηλαδή τις τάσεις και πολιτικές συμβιβασμού του εργατικού κινήματος με την αστική εξουσία, όταν είναι δυνατό, πάντα προτιμά πιο δοκιμασμένα αστικά κόμματα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποκτήσει ισχυρά ερείσματα ανάμεσα στους ίδιους τους καπιταλιστές και σε διεθνούς εμβέλειας κέντρα τους.Έχει εγκαταλείψει τις αντι-ευρώ κορόνες του. Έχει ήδη διαμορφωθεί ως ενιαίο κόμμα της σοσιαλδημοκρατίας. Ωστόσο ακόμα δεν κατόρθωσε πιο ανοιχτά και καθαρά να επιλεγεί ως η επόμενη κυβερνητική λύση από σημαντικά τμήματα του κεφαλαίου, των ΜΜΕ που διαθέτουν και των άλλων μηχανισμών μέσω των οποίων χειραγωγούν την εργατική και λαϊκή πλειοψηφία. Έτσι, αν και ο ΣΥΡΙΖΑ επιδίωξε να μετατρέψει τις ευρωεκλογές σε δημοψήφισμα καταγραφής μιας ισχυρής πρωτιάς του με δυνατότητα να ελέγξει ως βασικό κυβερνητικό κόμμα την πλειοψηφία των βουλευτών της επόμενης Βουλής, το αποτέλεσμα δεν έδωσε μια τόσο καθαρή και ισχυρή τάση.
Η πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες ευρωεκλογές καταγράφεται με μικρή απώλεια ψήφων και ποσοστού, παρά τη νέα σημαντική απώλεια σε ψήφους και ποσοστό της ΝΔ, αλλά και του ΠΑΣΟΚ σε σύγκριση με τον Ιούνη του 2012.
Πιο προβληματικό καταγράφεται το αποτέλεσμα των περιφερειακών εκλογών για το ΣΥΡΙΖΑ, όπου μόλις σε δύο κατόρθωσε να εκλέξει δικούς του περιφερειάρχες (στην Αττική και τα Ιόνια Νησιά).

ΚΑΤΑΓΡΑΦΟΜΕΝΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΗ ΤΟΥ 2014
Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, και εν μέρει των περιφερειακών, δίνουν τις εξής τάσεις:
Η απώλεια της ΝΔ διοχετεύεται κυρίως προς τη φασιστική ΧΑ ή σε εθνικιστικές δυνάμεις –κυρίως το ΛΑ.Ο.Σ.– αλλά και άλλες που δεν έσπασαν το φράγμα του 3%, αλλά συνολικά προσεγγίζουν τις 500.000 ψήφους.
Ανάμεσα στη ΝΔ και τις ακραίες εθνικιστικές και τις ναζιστικές δυνάμεις από τη μια μεριά και το ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη, παραμένει σε ρευστότητα ως προς τα σχήματα και την επιρροή τους ο λεγόμενος «κεντρώος» χώρος, αποτελούμενος από δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ, του ΠΟΤΑΜΙΟΥ, της αποδεκατισμένης ΔΗΜΑΡ και άλλες που δεν καταγράφηκαν ως αξιοσημείωτες στις ευρωεκλογές. Αυτός ο πολιτικός χώρος ακόμα δεν ενσωματώνεται «άνευ όρων» στο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν παραιτείται από το στόχο να παίξει σημαντικό, τουλάχιστον ρυθμιστικό, ρόλο στην αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος, να έχει διακριτό ρόλο σε ενδεχόμενη κυβερνητική συνεργασία, είτε με αναμορφωμένο το φιλελεύθερο αστικό κόμμα είτε με το ΣΥΡΙΖΑ.
Ρευστή είναι η προοπτική εξέλιξης και για τη ΝΔ ως φιλελεύθερο αστικό κόμμα. Από τη σημερινή ηγεσία της έχει ήδη διακηρυχτεί η πρόθεση για αναμόρφωσή της, που αποτυπώνεται και στην πρόθεση αλλαγής του τίτλου του κόμματος, από «Νέα Δημοκρατία» σε «Νέα Ελλάδα». Βέβαια ούτε οι τίτλοι, ούτε τα χρησιμοποιούμενα επίθετα είναι τα καθοριστικά για την ταξική ταυτότητα, αλλά και τις ιδεολογικές αποχρώσεις ενός κόμματος. Ωστόσο δεν πρέπει να παραβλεφτεί ότι και όλα αυτά κάτι σηματοδοτούν. Π.χ., ο τίτλος «Νέα Ελλάδα» δίνει έμφαση στην εθνική διάσταση, σε σχέση με τον τίτλο «Νέα Δημοκρατία» του 1974 που έδωσε έμφαση στην αποκατάσταση του αστικού κοινοβουλευτισμού. Εν μέρει, ο νέος τίτλος αποτυπώνει την πρόθεση επανασυσπείρωσης των εθνικιστικών δυνάμεων, μαζί με το στόχο να περάσει ως υπερταξικός, εθνικός, ο στόχος της οικονομικής ανάκαμψης με αναβαθμισμένους τους «εθνικούς» καπιταλιστές-παίκτες στην ευρωπαϊκή και την ευρύτερη εγγύς καπιταλιστική αγορά.
Βέβαια, οι διεργασίες για την ανασυγκρότηση του αστικού φιλελεύθερου κόμματος δεν είναι μονοσήμαντα στοχευμένες προς τις εθνικιστικές δυνάμεις, ακραίες ή πιο ήπιες. Άλλωστε ο αστικός φιλελευθερισμός από τη φύση του είναι περισσότερο κοσμοπολίτικος. Σε αυτό συμβάλλει στην Ελλάδα και η ιστορικά διαμορφωμένη σύνθεση του κεφαλαίου με σημαντικά μερίδια στο εφοπλιστικό, στο εισαγωγικό κι εξαγωγικό εμπορικό, στο τουριστικό. Ας μην ξεχνάμε ότι οι Έλληνες είναι 1η δύναμη στο επενδυμένο εφοπλιστικό κεφάλαιο, ενώ τα υπό ελληνική σημαία πλοία αποτελούν τη 2η δύναμη στην Ευρώπη και βρίσκονται πολύ ψηλά παγκόσμια. Ακόμα, ας θυμηθούμε ότι και το βιομηχανικό κεφάλαιο, το επενδυμένο στην παραγωγή υλών και γενικότερα στη μεταποίηση, αναπτύχθηκε ιδιαίτερα σε ευνοϊκές συνθήκες απελευθερωμένων αγορών, προς Βορρά και προς Ανατολάς.
Υπάρχει, λοιπόν, αντικειμενική υλική βάση για τις αναζητήσεις δυνάμεων του αστικού φιλελευθερισμού προς λιγότερο εθνικιστικές δυνάμεις, η τάση ένα αναμορφωμένο «κεντρο-δεξιό» κόμμα ή και «κεντρο-αριστερό» να κερδίσει νέα ανώτερα μεσαία στρώματα με μεγαλύτερο βαθμό κινητικότητας σε μια ευρύτερη περιφέρεια στην οποία έχουν γίνει από την Ελλάδα Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ) ή και μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Από την άλλη μεριά, είναι ακόμα σε εξέλιξη οι διεργασίες σε παλιά μεσαία στρώματα ισχυρά προστατευμένα εντός της εθνικής αγοράς, που ιδιαίτερα πλήγηκαν από τις απελευθερώσεις. Ένα τμήμα αυτών σχετίζεται και με τον κρατικό μηχανισμό, π.χ. στα Ιδρύματα της Ανώτατης Εκπαίδευσης, που περνάνε σε πιο άμεση διασύνδεση με το ιδιωτικό κεφάλαιο, τους μονοπωλιακούς ομίλους. Σε τέτοιου είδους προσαρμογές συγκρούονται η παλιά συντεχνιακή ή εθνική προστασία με το φιλελευθερισμό και κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου, αποδυναμώνονται παλιές συμμαχίες της αστικής εξουσίας, ενώ ακόμα δεν έχει μορφοποιηθεί η κομματική και πολιτική έκφραση των νέων της συμμαχιών.
Αυτό το πρόβλημα δεν είναι μόνο της ΝΔ ως φιλελεύθερου αστικού κόμματος. Είναι και του ΠΑΣΟΚ και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό, αφού μεσαία στρώματα –κατώτερα και ανώτερα– αλλά και μια διευρυμένη εργατική αριστοκρατία συνδέθηκαν περισσότερο με τους πολυπλόκαμους κρατικούς μηχανισμούς κατά τις αλλεπάλληλες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ.
Εν μέρει μόνο αποτυπώνει την παραπάνω κινητικότητα η άποψη αστών πολιτικών αναλυτών ότι στην αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος σημαντικός θα είναι ο ρόλος του «Κέντρου». Μόνο που το «Κέντρο» δεν είναι κυρίως ένας «ήπιος αστικός πολιτικός χώρος», όπως συχνά παρουσιάζεται, αλλά κυρίως είναι μεσαία στρώματα μεταξύ των δύο βασικών τάξεων, της τάξης των καπιταλιστών και της εργατικής τάξης. Αλλά αυτά τα μεσαία στρώματα δεν είναι ενιαία: Υπάρχουν τα ανώτερα, τα οποία αναπαράγονται μαζί με τους καπιταλιστές και υπάρχουν και τα κατώτερα που τείνουν να προλεταριοποιηθούν.
Φυσικά και ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να έχει πολιτική συμμαχιών με τα μεσαία στρώματα, κυρίως τα παλιά προστατευμένα (επιστήμονες, κρατικούς υπαλλήλους), αλλά και με τα νεότερα. Ορισμένες αντιφάσεις της πολιτικής του αναδεικνύονται από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, αλλά και από αστικά ΜΜΕ, π.χ., από το συγκρότημα Λαμπράκη, που κάνει κριτική σε πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά σταθερά τάσσεται υπέρ των αναδιαρθρώσεων. Πρόκειται κυρίως για την προβολή εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ ορισμένων σοσιαλδημοκρατικών θέσεων, περί δημόσιου ελέγχου στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων (κυρίως σε μέρος της ενέργειας, της ύδρευσης, ενδεχομένως σε κάποια τράπεζα) και για ορισμένες αμφισημίες σχετικά με τη θέση της Ελλάδας στην Ευρωζώνη.
Όμως το πολιτικό περίβλημα του ΣΥΡΙΖΑ, αρχικά η «αντιμνημονιακή» τακτική του, η επικέντρωσή του στα περί «γερμανικής κατοχής», λειτούργησαν στη συσπείρωση κυρίως των παλιότερων μεσαίων στρωμάτων, αλλά και σημαντικού τμήματος εργατικών δυνάμεων που αναπολούσαν «τις καλύτερες μέρες του ΠΑΣΟΚ».
Ήδη, όμως, στο ΣΥΡΙΖΑ κυριάρχησε η τάση για πιο ρεαλιστική προσέγγιση στο ζήτημα της Ευρωζώνης, για να εγκαταλειφτούν οι αντιμνημονιακές κορόνες. Άλλωστε οι «αντι-ευρώ» κορόνες ήταν σε μια φάση που είχαν ενισχυθεί οι αποσχιστικές τάσεις στην Ευρωζώνη. Οπωσδήποτε μέσα σε όλο το κουβάρι των αντιθέσεων μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, της διάταξης και αναδιάταξης των συμμαχιών τους, παίζουν ρόλο και τα νέα τμήματα του κεφαλαίου που κερδίζουν έδαφος, οι πολιτικές προσωπικότητες με τις ιδιαιτερότητές τους ως εκφραστές αυτών των κινήσεων και αντιθέσεων.
Επισημαίνουμε ακόμα ότι, αν και τα μεσαία στρώματα ήταν, είναι και θα είναι μεγάλης σημασίας για τη σταθερότητα της αστικής εξουσίας, ωστόσο ποτέ δεν υπήρξαν, ούτε μπορούν να υφίστανται ως αυτοτελής φορέας εξουσίας. Επομένως, η στόχευση του ΣΥΡΙΖΑ στην αστική διακυβέρνηση δε θα μπορούσε να υλοποιηθεί παρά μόνο κερδίζοντας τη στήριξη της τάξης των καπιταλιστών, έστω ως μια δεύτερης ιεράρχησης κυβερνητική επιλογή, αλλά οπωσδήποτε εναλλακτική μέσα στα όρια εξυπηρέτησης των συμφερόντων της. Γι’ αυτό ακριβώς ο ΣΥΡΙΖΑ, κατακτώντας τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη σύνθεση της Βουλής από τις εκλογές του Ιούνη του 2012, σταδιακά, αλλά σταθερά, προσάρμοσε το οργανωτικό του σχήμα και κυρίως την πολιτική του στην παραπάνω αναγκαιότητα. Είναι χαρακτηριστικές οι τοποθετήσεις του προέδρου του στο Μεξικό, στο Λονδίνο, σε διεθνή φόρα, καθώς και οι πλέον πρόσφατες για μη αμφισβήτηση ότι η Ελλάδα ανήκει στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, η μετά από τις ευρωεκλογές διαβούλευσή του με το ΣΕΒ.
Παρ’ όλ’ αυτά, αστικά ΜΜΕ, όπως ο ΣΚΑΪ, στις πρόσφατες εκλογές δεν έδειξαν την ίδια προτίμηση που είχαν δείξει στο ΣΥΡΙΖΑ το 2012. Αντίθετα, και πάλι ταχύτατα εμφανίστηκε και προβλήθηκε το νέο πολιτικό σχήμα ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ, με στόχο να παίξει ρόλο στην αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος στο χώρο του λεγόμενου «Κέντρου», συμπληρωματικά προς την ΕΛΙΑ.
Οι ευρωεκλογές αποτύπωσαν ουσιαστικά στασιμότητα για το ΣΥΡΙΖΑ, αναχαίτιση της προηγούμενης τάσης συρρίκνωσης του ΠΑΣΟΚ σε επίπεδα διάλυσης, δυναμική για το ΠΟΤΑΜΙ και μη αντοχή της ΔΗΜΑΡ.
Όλα αυτά τα δεδομένα καταγράφουν τη μη κατασταλαγμένη κινητικότητα του πολιτικού χώρου από τον ήπιο φιλελευθερισμό έως τη σοσιαλδημοκρατία. Ταυτόχρονα συνεχίστηκε η τάση συρρίκνωσης της ΝΔ, η κινητικότητα στο ρεύμα του αστικού φιλελευθερισμού με σαφή ενίσχυση της ανοιχτά αντικομμουνιστικής-ρατσιστικής-ναζιστικής ΧΑ, αλλά και την έντονη παρουσία εθνικιστικών σχημάτων.
Αλλά και οι εξελίξεις γύρω από τη ΧΑ δείχνουν ότι δεν είναι δεδομένη πλέον η ύπαρξή της ως ανοιχτά εγκληματικής ρατσιστικής και αντικομμουνιστικής οργάνωσης, ως τελευταίας εφεδρείας του αστικού πολιτικού συστήματος, όπως ίσως είχε προκριθεί στο ζενίθ της οικονομικής κρίσης, όταν έλεγχε την «πάνω πλατεία Συντάγματος». Άλλωστε, άλλες ακραία εθνικιστικές δυνάμεις2 αμφισβητούσαν ότι η ΧΑ μπορούσε να διαδραματίσει με επιτυχία κυβερνητικό ρόλο σωτηρίας της αστικής εξουσίας από ενδεχόμενη κρίση του αστικού κοινοβουλευτισμού.
Θα διακινδυνεύσουμε να πούμε ότι και οι εκλεγμένοι ευρωβουλευτές της ΧΑ ίσως αντανακλούν διεργασίες γύρω από αυτήν και το συνολικότερο «δεξιό» πολιτικό χώρο.
Στο τρέχον χρονικό διάστημα με ορίζοντα την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, θα ενταθούν οι διεργασίες για την αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος. Προς αυτήν την κατεύθυνση είναι ήδη δρομολογημένα συνέδρια υφιστάμενων κομμάτων, διαβουλεύσεις μεταξύ πολιτικών παραγόντων αλλά και καπιταλιστών, θεσμικών οργάνων και άλλων μέσων που διαθέτουν. Μια πιο άμεση παρέμβαση καπιταλιστών στη διαμόρφωση δημοτικών ψηφοδελτίων είδαμε, π.χ., στον Πειραιά, που όμως έχει ιδιαίτερη σημασία ως εμπορικό λιμάνι, στην προοπτική αναβάθμισής του στη μεταφορά εμπορευμάτων μεταξύ Ασίας κι Ευρώπης. Το ίδιο και στο Βόλο. Αξίζει να σημειωθεί ότι διαμετακομιστικό εμπόριο και μεταφορές, ενέργεια και ναυτιλία συμπεριλαμβάνονται στους αναπτυξιακούς άξονες του Σχεδίου Ανάπτυξης για την Ελλάδα που εκπόνησαν ο Οίκος McKinsey, ο ΙΟΒΕ και το ΚΕΠΕ.
Οπωσδήποτε, οι πολιτικές διεργασίες έχουν ως υπόβαθρό τους τις οικονομικές διεργασίες, κυρίως αυτές που σχετίζονται με το πέρασμα της καπιταλιστικής οικονομίας στην Ελλάδα από τη φάση ύφεσης της κρίσης σε φάση περιορισμένης ή και ασταθούς αναζωογόνησης.
Όπως συνήθως σε αντίστοιχες καταστάσεις, δρομολογούνται ανακατατάξεις μέσα στην τάξη των καπιταλιστών, αφού επιταχύνεται η διαδικασία συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Ήδη ανατράπηκε ο συσχετισμός στο χώρο των τραπεζών, περνώντας στην πρώτη θέση ο όμιλος Πειραιώς, που ισχυροποιήθηκε γενικότερα μετά από την πρόσφατη προώθησή του στο μετοχικό κεφάλαιο της Marfin. Ωφελημένη βγήκε και η οικογένεια Λάτση με την προώθησή της στο μετοχικό κεφάλαιο της Εθνικής και με την εξαγορά των εγκαταστάσεων του Ελληνικού.
Οι διεργασίες στο αστικό πολιτικό σύστημα της Ελλάδας θα επηρεαστούν από συνολικότερες διεργασίες στην ΕΕ και ειδικότερα στην Ευρωζώνη, από το ενδεχόμενο να μετατεθούν περισσότερες λειτουργίες σε διακρατικό επίπεδο, ως προς τη νομισματική, αλλά και τη δημοσιονομική πολιτική. Επίσης ενδέχεται η αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα να μην αφορά μόνο αλλαγές στα κόμματα, αλλά και στη λειτουργία της Βουλής, τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, τη συνταγματική κατοχύρωση ρυθμίσεων που θα ενισχύσουν το εκτελεστικό σκέλος της αστικής εξουσίας έναντι του κοινοβουλευτικού, ίσως κατοχυρώσουν την κατάργηση της κρατικής συμμετοχής στα Ασφαλιστικά Ταμεία, θα καθιστούν την κρατική διοίκηση πιο ευέλικτη.
Ο επόμενος χρόνος θα εξακολουθήσει να χαρακτηρίζεται από κινητικότητα και ρευστότητα, την οποία το εργατικό κίνημα οφείλει να μην παρακολουθεί ως θεατής ή στυλοβάτης της μιας ή άλλης πλευράς.

ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΚΚΕ ΩΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ
Όσον αφορά την εκτίμηση του αποτελέσματος, τοπικών-περιφερειακών καθώς και των ευρωεκλογών, για το ΚΚΕ στην Ελλάδα, διαπιστώνουμε τάση επανασυσπείρωσης, καθώς και συσπείρωσης νέων δυνάμεων, που εκφράστηκε σε μεγαλύτερο βαθμό στις περιφερειακές εκλογές –με γενικό αθροιστικό αποτέλεσμα 8,8% και για τις 13 περιφέρειες– και σε μικρότερο στις ευρωεκλογές –με αύξηση περίπου κατά 70.000 ψήφους κι 1,6% σε ποσοστό σε σύγκριση με την τελευταία καταγεγραμμένη εκλογική δύναμη του ΚΚΕ, στις βουλευτικές του Ιούνη του 2012.
Η τάση αυτή είναι θετική κι ελπιδοφόρα μετά από τη μεγάλη απώλεια που είχε το ΚΚΕ σε ψήφους και ποσοστό ανάμεσα στις δύο εκλογές του 2012 (Μάη και Ιούνη). Βέβαια, η διαφορά σε ψήφους μεταξύ των περιφερειακών και των ευρωεκλογών του 2014 δείχνει ακόμα την ισχυρή πίεση που ασκεί στις εργατικές δυνάμεις ο αστικός ρεφορμισμός με «αριστερό» μανδύα. Λειτουργεί δηλαδή παγιδευτικά η εκλογική κοινοβουλευτική διαδικασία και η κυβερνητική αλλαγή διαχειριστή του συστήματος ακόμα και για εργατικές και λαϊκές δυνάμεις που έχουν πολιτικούς και αγωνιστικούς δεσμούς με το Κόμμα. Επομένως, αυτή η αρνητική τάση συνυπάρχει με την τάση επανασυσπείρωσης και την τάση συσπείρωσης νέων δυνάμεων.
Με αυτήν την έννοια, η πίεση θα είναι ισχυρότερη στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές, τις οποίες ζητά ο ΣΥΡΙΖΑ με σύνθημα «να φύγει η ανάλγητη, η μνημονιακή, η συμβιβασμένη με τη Μέρκελ δεξιά κυβέρνηση, που βρίσκεται σε αναντιστοιχία με την εκφρασμένη στις ευρωεκλογές λαϊκή θέληση».
Ταυτόχρονα, το 2014 ή και το 2015, ως πιθανότερες χρονολογίες διεξαγωγής νέων βουλευτικών εκλογών, δεν είναι το 2012.
Εργατικές και λαϊκές δυνάμεις, μέσα στο δίχρονο που ήδη μεσολάβησε, είχαν την ευκαιρία να πειστούν από την ίδια τους την πείρα για όσα εκτίμησε, προέβλεψε το ΚΚΕ για το χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ και όχι μόνο. Είχαν την ευκαιρία όχι μόνο να δουν τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, την εκ μέρους του αποδοχή του ευρωενωσιακού και ΝΑΤΟϊκού ιμπεριαλισμού, αλλά και την πλήρη αδυναμία του ΑΚΕΛ να υπερασπιστεί ως κυβερνητικό κόμμα μισθούς, ακόμα και αποταμιεύσεις από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην Κύπρο. Είδαν ακόμα το ΚΚ Ουκρανίας, που στήριζε την προηγούμενη εκλεγμένη κυβέρνηση, να δέχεται νέες διώξεις στις νέες συνθήκες όξυνσης των ενδοαστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων στην Ουκρανία.
Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα πλέον συστρατεύτηκαν με το ΚΚΕ φιλικές ή και πρώην οργανωμένες δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ που πείστηκαν από την αταλάντευτη στάση του ΚΚΕ απέναντι στο κεφάλαιο, τα μονοπώλια, την ΕΕ, το ΝΑΤΟ, τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους.

ΟΙ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ ΩΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ
Παραμένει ως πρόβλημα –που αρνητικά αποτυπώνει το επίπεδο ανάπτυξης της εργατικής πολιτικής συνείδησης και στην Ελλάδα– το γεγονός ότι σημαντικό τμήμα των εργατοϋπαλλήλων, φυσικά και λαϊκών στρωμάτων, με συμμετοχή σε αγώνες, επενδύει υπερβολικές προσδοκίες στα αποτελέσματα βουλευτικών κι ευρωβουλευτικών, καθώς και τοπικών-περιφερειακών εκλογών.
Βεβαίως το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, δεν είναι σημερινό. Έχει πολύ βαθιές ρίζες στο παρελθόν της καπιταλιστικής εξέλιξης και της ιστορίας του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης, όχι μόνο στον 20ό αιώνα, αλλά ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όταν ο καπιταλισμός βίωνε την εποχή της ταχύτατης ανάπτυξής του και της σχετικά ειρηνικής σε σχέση με τις ταξικές συγκρούσεις.
Οι υπέρμετρες κοινοβουλευτικές προσδοκίες και αυταπάτες καλλιεργήθηκαν μέσα στο ίδιο το πολιτικό εργατικό κίνημα, την τότε σοσιαλδημοκρατία, όταν η καπιταλιστική ανάπτυξη εκείνης της εποχής βελτίωνε το βιοτικό επίπεδο εργατικών μαζών, όχι βέβαια χωρίς ακόμα κι αιματηρούς εργατικούς συνδικαλιστικούς αγώνες. Αναπτύχθηκαν τότε που σταδιακά διευρύνθηκαν οι αστικές ελευθερίες και τα εργατικά δικαιώματα. Κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας και στη συνέχεια κομμουνιστικά κόμματα, πριν και μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, γνώρισαν αφάνταστα υψηλά εκλογικά ποσοστά, συμμετείχαν σε κυβερνήσεις υποστηρίζοντας ότι έτσι θ’ άρχιζε η αποδυνάμωση της οικονομικής κυριαρχίας του κεφαλαίου, βήμα-βήμα, μέσω μεταρρυθμίσεων, ακόμα και το ειρηνικό πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.
Σε αυτήν τη στρατηγική γραμμή, με επιμέρους διαφοροποιήσεις από χρονική σε χρονική περίοδο, οικοδομήθηκε και η συμμαχία ΚΚ με κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας, κι ας είχε προκύψει το σχίσμα στα πρώτα χρόνια της νίκης της Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία.
Χρειάστηκε να επέλθουν πολλές και ριζικές αλλαγές τόσο ως προς τη δυναμική του καπιταλισμού όσο και ως προς τα προβλήματα, τις παρεκκλίσεις έως και την ανατροπή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, για ν’ αρχίσει να συνειδητοποιείται αργά και βασανιστικά η χρόνια προβληματικότητα στη στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Αυτή η προβληματικότητα αφορούσε, με τον έναν ή άλλο τρόπο, την αντίληψη ότι είναι δυνατό να διαχωρίζεται μια εργατική μεταβατική κυβέρνηση από το αστικό κράτος. Πάνω σε αυτήν τη στρατηγική αντίληψη αναπτύχθηκαν οι κοινοβουλευτικές αυταπάτες.
Το Κόμμα μας, μετά από τις αντεπαναστατικές ανατροπές, μπήκε στη διαδικασία της επαναστατικής προγραμματικής διόρθωσης, ήδη από το 15ο Συνέδριο (1996), διαδικασία που ολοκληρώθηκε στο νέο Πρόγραμμά του στο 19ο Συνέδριο (2013). Έμπρακτα απέρριψε να παίξει ρόλο ρυθμιστικό στην ανάδειξη κυβέρνησης αστικής διαχείρισης με «αριστερό», «σοσιαλδημοκρατικό» ή και «κομμουνιστικό» προσωπείο, όταν διαφάνηκε η ενδεχόμενη αδυναμία σχηματισμού μονοκομματικής ή και κυβέρνησης συνεργασίας από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ.
Αυτή η στάση του Κόμματος, όσο κι αν στοίχισε άμεσα πολιτικά, αποτελεί παρακαταθήκη για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, τους όρους διαμόρφωσης της Λαϊκής Συμμαχίας με προοπτική την εργατική εξουσία.
Φυσικά οι αστικοκοινοβουλευτικές, μεταβατικού τύπου στο έδαφος του αστικού κράτους, εργατικές κυβερνητικές αυταπάτες δεν εξαλείφονται πλήρως, γιατί καλλιεργούνται και διοχετεύονται από πλήθος επιτελείων και μηχανισμών του συστήματος. Φωλιάζουν σε «αριστερούς» ή και μαρξικούς καθηγητές ΑΕΙ και συμμετέχοντες σε διάφορα αστικά ερευνητικά κέντρα, σε δημοσιογράφους. Διοχετεύονται μέσω ανθρώπων της τέχνης, του πολιτισμού, πατάνε πάνω στην ανυπομονησία φτωχών μεσαίων στρωμάτων, στην απελπισία των ανέργων, εξαθλιωμένων εργατοϋπαλλήλων. Παίρνουν πολιτική υπόσταση από κουρασμένους και συμβιβασμένους κομμουνιστές, που συγκροτούνται ως δυνάμεις έξω από το Κόμμα, αλλά κι ως οπορτουνιστική τάση μέσα στο Κόμμα.
Γνωρίσαμε και προεκλογικά, αλλά και μετεκλογικά, τέτοιου είδους παρεμβάσεις, κυρίως μέσω της διαδικτυακής παρέμβασης του «Εργατικού Αγώνα», η οποία φαίνεται ότι προσανατολίζεται σε μια πιο ανοιχτή πολιτική παρέμβαση. Και άλλα κέντρα, επιδιώκοντας διασυνδέσεις μέσα ή έξω από το Κόμμα, προσπαθούν ν’ αξιοποιήσουν κατάλοιπα της παλιάς μεταβατικού-σταδιακού τύπου προγραμματικής αντίληψης του Κόμματος, που ακόμα αγγίζει, άμεσα ή έμμεσα, μέρος του πολιτικού περίγυρου του ΚΚΕ.
Παρόμοια προβλήματα στην ιδεολογική-πολιτική προγραμματική τους ανασυγκρότηση συναντούν και άλλα ΚΚ, όπως το ΚΚ Μεξικού ή κόμματα που, σε απόσχιση από τον οπορτουνισμό, δίνουν τη μάχη ν’ αποκτήσουν ερείσματα στο εργατικό κίνημα, όπως το Κόμμα των Λαών της Ισπανίας. Και η κατάσταση άλλων κομμάτων, π.χ., του ΚΚ Τουρκίας, αποδεικνύει ότι η επαναστατική ανασυγκρότηση περνά μέσα από την αποφασιστική, χωρίς καθυστερήσεις και ανοχή, πάλη με τον οπορτουνισμό.
Πλήθος κομμουνιστικών οργανώσεων που ανασυγκροτούνται ως απόσχιση από τον οπορτουνισμό κι εκφυλισμό κομμάτων κατ’ όνομα κομμουνιστικών, π.χ., στην Ιταλία, στη Γαλλία, δίνουν τη δική τους μάχη, σε συνθήκες που η μη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση βάζει νέα εμπόδια στην επικοινωνία με τις εργατικές δυνάμεις, τις συγκεντρωμένες στα σύγχρονα μεγάλα εργοστάσια. Και αυτή η δυσκολία επιδρά ανασταλτικά σε σειρά ΚΚ ώστε η αξιοποίηση κάθε χαραμάδας δυνατότητας στην επικοινωνία με τις εργατικές δυνάμεις που προσφέρει ο αστικός κοινοβουλευτισμός να μη μετατραπεί σε κοινοβουλευτική μεταρρυθμιστική πολιτική θέση. Ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες και αντιφατικές τάσεις στην πορεία της συγκρότησης και ανάπτυξής τους συναντούν ΚΚ στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, που συχνά πιέζονται ιδιαίτερα και από απαγορευτικούς νόμους, αλλά και από εθνικιστικές τάσεις.
Αρκετά πριν τις ευρωεκλογές, το ΚΚΕ στήριξε την «Πρωτοβουλία των 29 Κομμουνιστικών κι Εργατικών Κομμάτων για την Ευρώπη», στην οποία πήραν μέρος 29 κόμματα με διακηρυκτικό πλαίσιο απόρριψης της ΕΕ, αποκάλυψης του ιμπεριαλιστικού της χαρακτήρα, καθώς και της πολιτικής του ΚΕΑ περί δυνατότητας μετεξέλιξης της ΕΕ από «Ένωση των Τραπεζών» σε «Ένωση των Λαών».
Η δράση της «Ευρωπαϊκής Πρωτοβουλίας» δεν περιορίζεται στα στενά όρια του Ευρωκοινοβουλίου, και αυτό όχι μόνο ή κυρίως γιατί, εκτός του ΚΚΕ, κανένα άλλο κόμμα δεν μπόρεσε να σπάσει είτε τους φραγμούς συμμετοχής στις ευρωεκλογές, π.χ., το κόμμα στην Ιταλία, είτε το όριο του 3% για την εκλογή ευρωβουλευτή.

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΕ

ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Τα συνολικά ευρωβουλευτικά αποτελέσματα αποτυπώνουν τις ίδιες αρνητικές τάσεις με αυτές που αποτυπώνουν στην Ελλάδα. Δηλαδή αποτυπώνουν μετακινήσεις σε αντιδραστική εθνικιστική κατεύθυνση που ενισχύθηκε σε συνθήκες παρατεταμένης στασιμότητας στις οικονομίες των περισσότερων κρατών-μελών της ΕΕ, αύξησης των χρεών κι ελλειμμάτων και όξυνσης των αντιθέσεων ως προς τις μορφές διαχείρισής τους.
Ο αστικός ευρωσκεπτικισμός, ως «άλλη» όψη του κεφαλαιακού κοσμοπολιτισμού, παγίδευσε κι εργατικές και λαϊκές δυνάμεις, π.χ., στη Γαλλία από το εθνικιστικό κόμμα της Μαρί Λεπέν. Ευθύνες γι’ αυτό έχουν και κατ’ όνομα ΚΚ, όπως το Γαλλικό και το Ισπανικό ΚΚ που πρωταγωνιστούν στο ΚΕΑ μαζί με το κόμμα Die Linke της Γερμανίας.
Τα κόμματα του ευρωκομμουνιστικού οπορτουνισμού, αν κι έχουν φτάσει σε εκφυλιστική κατάσταση, συνεχίζουν να επηρεάζουν αποπροσανατολιστικά, να συγκαλύπτουν τον καπιταλιστικό αντιδραστικό χαρακτήρα της ΕΕ, ανεξάρτητα από τον πολιτικό συσχετισμό στο εσωτερικό της, τους ανταγωνισμούς και τις αντιθέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της και τμημάτων του κεφαλαίου.
Ως ώριμη πλέον ανάγκη, το ΚΚΕ διαχώρισε πλήρως τη θέση του και δε συμμετείχε στη συγκρότηση της GUE, αλλά κατέγραψε τους ευρωβουλευτές του ως ανένταχτους, αφού δεν υπήρχαν προϋποθέσεις συγκρότησης κομμουνιστικής ομάδας. Η εκτίμηση του ΚΚΕ για την ολοένα και ισχυρότερη τάση υποκατάστασης της GUE από το ΚΕΑ επαληθεύτηκε και από τη νέα σύνθεσή της.
Το κίνημα της εργατικής τάξης βιώνει αρνητικά περισσότερο από κάθε άλλη φορά την εξής αντίφαση: Από τη μια τη μεγάλη ωριμότητα των υλικών συνθηκών για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, από την άλλη την πιο βαθιά και παρατεταμένη ιδεολογική και οργανωτική κρίση της ίδιας της πρωτοπορίας, του κομμουνιστικού κινήματος, ταυτόχρονα με το μακρόχρονο συμβιβασμό, το γραφειοκρατικό εκφυλισμό του συνδικαλιστικού κινήματος. Βαραίνει καταθλιπτικά η ήττα του κομμουνιστικού κινήματος, οι αντεπαναστατικές ανατροπές, όμως δε δικαιολογεί τον εκφυλισμό ΚΚ που μόνο στ’ όνομα παραμένουν κομμουνιστικά και θεωρούν ανανέωση-διεύρυνση του κινήματος τη συσπείρωση ομάδων με αταξικά κριτήρια (ομοφυλόφιλων, φιλόζωων, «πειρατών» του διαδικτύου κλπ.).
Στις σημερινές συνθήκες προτεραιότητα έχει η ύπαρξη ιδεολογικής-πολιτικής οργανωμένης εργατικής πρωτοπορίας, πραγματικά κομμουνιστικής, που να υπερασπίζεται με ταξική αυτοτέλεια τα συμφέροντα ολόκληρης της εργατικής τάξης, καθώς και τα λαϊκά συμφέροντα, να αντιπαλεύει τον ταξικό εχθρό και σ’ αυτές τις αντίξοες συνθήκες συσχετισμού μεταξύ των αντίπαλων τάξεων.
Βέβαια και σ’ αυτές τις συνθήκες, η πρωτοπορία μπορεί οργανωτικά ν’ ανανεώνεται, ν’ αναζωογονείται, ν’ αναπτύσσεται ιδεολογικά και να επιβεβαιώνεται πολιτικά. Μπορεί να κερδίζει επιρροή σε μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης, των λαϊκών μεσαίων στρωμάτων, της μαθητικής και σπουδάζουσας νεολαίας, καθώς και των γυναικών των λαϊκών οικογενειών.
Αυτός ο δρόμος αποτελεί αναγκαιότητα για κάθε ΚΚ στη χώρα του κι απαιτεί ένταση του κομμουνιστικού ιδεολογικού-πολιτικού αγώνα μέσα στους τόπους εργασίας, στις εργατικές-λαϊκές γειτονιές, στα σχολεία, στις σχολές κατάρτισης και σπουδών. Απαιτεί μελετημένη και σχεδιασμένη παρέμβαση, τόσο με αυτοτελείς μορφές κομμουνιστικής παρέμβασης όσο και μέσα από τη δράση στις μαζικές οργανώσεις διαμέσου των κινητοποιήσεων κλπ.
Πρώτ’ απ’ όλα, απαιτεί οι ίδιες οι κομμουνιστικές δυνάμεις να κατακτήσουν αυτήν την ικανότητα δράσης και σε μη «εκλογικές» περιόδους. Απαιτεί οι κομμουνιστές να βελτιώσουν την ικανότητά τους στο να προσελκύουν το ενδιαφέρον των πιο προβληματισμένων συναδέλφων, των συμφοιτητών, των νέων της τάξης τους για τα ζητήματα της ζωής τους, που δεν μπορεί το ενδιαφέρον τους να κλείνεται στα όρια της λειτουργίας των καπιταλιστικών θεσμών.
Σε αυτόν τον προσανατολισμό πάλης εντάσσονται και οι εκλεγμένες δυνάμεις του Κόμματος στους αστικούς θεσμούς: Βουλευτές κι ευρωβουλευτές, δημοτικοί και περιφερειακοί σύμβουλοι, δήμαρχοι. Αξιοποιούν την όποια δυνατότητα τους παρέχει αυτή τους η ιδιότητα για ν’ ασκείται πίεση απόσπασης εργατικών και λαϊκών κατακτήσεων, για ενημέρωση και κινητοποίηση των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων, για ωρίμανση της εργατικής πολιτικής συνείδησης ως προς την κατεύθυνση λύσης του πολιτικού και κοινωνικού προβλήματος, το χαρακτήρα και το δρόμο για την εργατική-λαϊκή εξουσία. Μέσα από αυτήν την πάλη πολεμούν και την ουτοπική άποψη ότι η εκλογή των κομμουνιστών διαμορφώνει σοσιαλιστικές νησίδες μέσα στα όργανα της αστικής εξουσίας με την απατηλή ελπίδα ν’ αλλάξει ο ταξικός χαρακτήρας αυτών των οργάνων.
Μια σχετικά σταθερή σχέση του ΚΚ με δυνάμει πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης, λαϊκών στρωμάτων, νέων, σχέση με κομμουνιστικούς ιδεολογικοπολιτικούς και αγωνιστικούς όρους, θα έχει, σε ομαλές αστικές συνθήκες, την αντανάκλασή της και στην εκλογική επιρροή του. Ωστόσο η σχέση αυτή είναι πιο σύνθετη, γιατί το σύνηθες στην ταξική πάλη δεν είναι οι ομαλές συνθήκες. Μόλις το ΚΚ με επαναστατικό πρόγραμμα τείνει να ανεβάζει την πολιτική επιρροή του, κινητοποιούνται νέοι αντικομμουνιστικοί μηχανισμοί, απειλές, συκοφαντίες, διλήμματα, απαγορεύσεις κλπ., για να χειραγωγήσουν την εργατική συνείδηση, ν’ αναστρέψουν την τάση ριζοσπαστικοποίησης και συσπείρωσης με το ΚΚ. Αυτό συνέβη και στις εκλογές του 2012, όχι μόνο του Ιούνη αλλά και του Μάη, ακόμα και το 2009 με την επίθεση για τα οικονομικά του Κόμματος.
Άλλωστε, οποιαδήποτε αδυναμία στην άσκηση της καπιταλιστικής εξουσίας δε σημαίνει μια απότομη υπεροχή του εργατικού κινήματος έναντι της ακόμα κυρίαρχης και άρχουσας τάξης των καπιταλιστών. Αυτό δεν το κατανοούν ακόμα και δυνάμεις προερχόμενες από το κομμουνιστικό κίνημα διεθνώς, ακόμα και από το ΚΚΕ. Πέραν του ότι προσδίδουν στην κρίση του δικομματισμού, όπως τον γνωρίσαμε μετά από την αποκατάσταση του αστικού κοινοβουλευτισμού (1974), χαρακτηριστικά γενικευμένης πολιτικής κρίσης, υποτιμούν τη δυνατότητα της αστικής εξουσίας να σταθεροποιείται ενσωματώνοντας και νέας κόπιας οπορτουνιστικές δυνάμεις, δηλαδή προερχόμενες από το κομμουνιστικό κίνημα ή και να ενσωματώνουν σύσσωμα ΚΚ.
Γίνεται λοιπόν άλλοθι κομμουνιστογενών δυνάμεων η κριτική στο ΣΥΡΙΖΑ γιατί «έκανε δεξιά στροφή», γιατί δήθεν τώρα συμβιβάστηκε στις θέσεις συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα κάνουν πολεμική στη στρατηγική και στην ηγεσία του ΚΚΕ, επειδή αρνείται να γίνει φορέας μιας «μεταβατικής» εργατικής κυβέρνησης που θα προκύψει μέσα από τα αστικά όργανα, τη Βουλή, και όχι ως εργατική κυβέρνηση προϊόν σύγκρουσης και ανατροπής των αστικών μηχανισμών. Γιατί αυτή είναι η ουσία της πολεμικής στο Πρόγραμμα και στο εκλεγμένο από το 19ο Συνέδριο καθοδηγητικό όργανο του Κόμματος, ότι «δεν κερδίζει εκλογικά την εργατική τάξη γιατί δεν έχει μεταβατικό πρόγραμμα».
Δε θα λέγαμε ότι σε κάθε περίπτωση είναι αφελείς απόψεις, ιδιαίτερα όσον αφορά πρώην στελέχη, όταν η πείρα 60 και πλέον χρόνων αποδεικνύει ότι καμιά συμμετοχή ΚΚ σε κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλιστικού κράτους δεν οδήγησε σε σύγκρουση με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Βέβαια υπάρχουν περιπτώσεις που η συμμετοχή ΚΚ χρησιμοποιήθηκε για στρατηγικούς στόχους αντιμαχόμενων τμημάτων της τάξης των καπιταλιστών στους ανταγωνισμούς με άλλα καπιταλιστικά κράτη, στην αλλαγή ιμπεριαλιστικών συμμαχιών, στη συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ουκρανία, στο Ιράκ, στη Συρία. Αυτό είναι πρόβλημα στη χάραξη της επαναστατικής στρατηγικής ανεξάρτητα από το συσχετισμό μεταξύ των αντίπαλων τάξεων. Δυστυχώς και σήμερα υπάρχουν ΚΚ στο χώρο της πρώην ΕΣΣΔ που δείχνουν προτίμηση στη συμμαχία των καπιταλιστικών κρατών αυτού του χώρου με την καπιταλιστική Ρωσία, ενώ σωστά, αλλά μονόπλευρα, απορρίπτουν την ΕΕ και το ΝΑΤΟ.
Στα καθήκοντα του ΚΚ παραμένει ως πάγιο το καθήκον να μην υποτάσσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα από εθνότητα, γλωσσική κληρονομιά και πολιτιστικές παραδόσεις, στα συμφέροντα κάποιας αστικής τάξης ή κάποιου τμήματός της.
Δε θα κουραστούμε να το επαναλαμβάνουμε: Το ΚΚ κρίνεται ιστορικά στο κύριο καθήκον του: Την ιδεολογική-πολιτική και οργανωτική προετοιμασία του εργατικού κινήματος, αλλά και κινημάτων σύμμαχων κοινωνικών δυνάμεων για τη διεκδίκηση της εργατικής εξουσίας στις κατάλληλες αντικειμενικές συνθήκες –γενικευμένης πολιτικής κρίσης, επαναστατικής ανόδου του κινήματος– και στην κατάλληλη στιγμή, «ούτε νωρίτερα, ούτε αργότερα», κατά τα λόγια του Λένιν. Μόνο σ’ αυτές τις συνθήκες είναι δυνατό το ΚΚ να κερδίσει την πλειοψηφία της εργατικής τάξης και των λαϊκών δυνάμεων για την επαναστατική ανατροπή και την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας.
Φυσικά, οι δεσμοί του ΚΚ με τις εργατικές και λαϊκές δυνάμεις καλλιεργούνται στην προγενέστερη, μη επαναστατική περίοδο, με ιδεολογικοπολιτικούς και αγωνιστικούς όρους. Οι πράξεις του ΚΚΕ το αποδεικνύουν, όχι μόνο στη «μαύρη» 25ετία μετά από τις ανατροπές, αλλά και στο τελευταίο δίχρονο που υπήρξε νέα υποχώρηση του κινήματος. Το ΚΚΕ ήταν ουσιαστικά η μόνη πολιτική δύναμη που σταθερά και γενικευμένα στήριξε τα αιτήματα και τους αγώνες της εργατικής τάξης, των βιοπαλαιστών αγροτών και αυτοαπασχολούμενων στις πόλεις, των νέων για μόρφωση-ειδίκευση-εργασία, των γυναικών της λαϊκής οικογένειας, των συνταξιούχων.
Η αλήθεια είναι ότι πολιτικά καλοπροαίρετες δυνάμεις, ακόμα και προσκείμενες στο ΚΚΕ, συχνά δυσκολεύονται στην κατανόηση του ζητήματος του «συσχετισμού» μεταξύ των δύο βασικών αντίπαλων τάξεων. Βλέπουν τον αρνητικό συσχετισμό ως στατικό ή βλέπουν τη δυνατότητα αλλαγής του μόνο ή κυρίως μέσω του αστικού κοινοβουλευτισμού. Σ’ αυτό συμβάλλει και η τακτική που ακολουθούν οι διάφορες οπορτουνιστικές πολιτικές ομάδες, που μια συνενώνονται με τις σοσιαλδημοκρατικές στο όνομα της κυβερνητικής προοπτικής και μια αυτονομούνται στο όνομα της εκπροσώπησης ενός δήθεν συνεπούς αριστερού πολιτικού σχηματισμού. Δεν είναι τυχαίες και οι πρόσφατες διαφοροποιήσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, άλλες κινήσεις στην κατεύθυνση ανασύνταξης του οπορτουνιστικού χώρου.
Το ΚΚΕ έχει την υποχρέωση, τη θέληση και την πείρα να διεξάγει πλέον πιο αποφασιστικό ιδεολογικό-πολιτικό αγώνα με τον οπορτουνισμό. Έχει τις προϋποθέσεις να προχωρήσει πιο βαθιά την κριτική εξέταση της Ιστορίας του, καθώς και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, προκειμένου να γίνει ικανότερο ως επαναστατικό εργατικό κόμμα. Έχει τη βάση για να γίνει πιο ικανό στην εκλαΐκευση της οικονομίας, συνολικά της κοινωνίας που η αναγκαιότητά της ωρίμασε μέσα από την ίδια την καπιταλιστική πορεία. Έχει τις προϋποθέσεις να κάνει πιο επιθετική πολιτική προπαγάνδα, αναδεικνύοντας το σύνολο των πολιτικών του θέσεων για την οικονομία, την παραγωγή, τις κοινωνικές υπηρεσίες. Με την επεξεργασία του νέου Προγράμματός του, το ΚΚΕ δίνει και την αντίληψή του για το χαρακτήρα της εργατικής εξουσίας, που ξεκινά από κάτω, από το χώρο εργασίας και κοινωνικής ή διοικητικής υπηρεσίας, έχει αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα, γι’ αυτό και ανακλητότητα από τις Συνελεύσεις και Συνδιασκέψεις, εκφράζει τη συμμαχία με τους αυτοαπασχολούμενους και τους συνεταιρισμένους αγρότες.
Το ιδεολογικό, πολιτικό-ιστορικό, πολιτιστικό πρόγραμμα του ΚΚΕ, οδεύοντας προς τα 100 χρόνια του (2018), μπορεί και πρέπει να δώσει πληθώρα πρωτοβουλιών κι εκδηλώσεων από την ΚΟΒ έως την ΚΕ, από την ΟΒ έως το ΚΣ της ΚΝΕ, ώστε να ωριμάζει, ν’ ατσαλώνεται και να διευρύνεται η πρωτοπορία, να επιδρά στο εργατικό κίνημα, στη Λαϊκή Συμμαχία, να προετοιμάζει τον υποκειμενικό παράγοντα, «για να φτιάξουμε έναν κόσμο στο μπόι των ονείρων και των ανθρώπων».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

* Η Ελένη Μπέλλου είναι μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. Βλέπε ειδικότερα Μ. Παπαδόπουλος, «Το αβέβαιο μέλλον της Ευρωζώνης», ΚΟΜΕΠ, τ. 1/2011.
2. Βλ.: Οι διεργασίες στο εθνικιστικό ρεύμα, ΚΟΜΕΠ, τ. 3/2014.