8 Αυγ 2012

Κείνο που με τρώει


Κείνο που με τρώει

Τούτες τις μέρες που ο καύσωνας μας κυνηγά το φεστιβάλ της οργάνωσης ταξιδεύει μουσκεμένα χιλιόμετρα στην ελληνική επικράτεια και βαδίζει ολοταχώς προς την κορύφωσή του τον επόμενο μήνα με το τριήμερο της αθήνας.

Εν τω μεταξύ στη λδ του βορρά το πρόγραμμα κι οι συμμετοχές για το τριήμερο της θεσσαλονίκης έχουν οριστικοποιηθεί. Με μια πρώτη ανάγνωση το μάτι στέκεται σε μερικά καινούρια ονόματα –όπως ο μηλιώκας στο αφιέρωμα στο λοΐζο, η φριτζήλα και η καλημέρη, ή οι κατσιμιχαίοι- και σε μερικές πιο παραδοσιακές αξίες –χειμερινοί κολυμβητές, λάκης στη μαθητική σκηνή (!), κ.ά.

Γενικώς δηλ, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι. Με την έννοια ότι όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες –με εξαίρεση τον τοτέμ- θα μπορούσαν να έχουν έρθει και πριν από είκοσι χρόνια. Οπότε προσφέρονται μάλλον για να θυμηθούν οι παλιοί τα νιάτα τους, παρά για να ‘ρθουν σε επαφή με τα ακούσματα της σύγχρονης νεολαίας. Αν και αυτό δεν είναι τόσο δική μας ευθύνη, ούτε ακριβώς προβληματικό, αν σκεφτεί κανείς τι πορεία είχε το ελληνικό τραγούδι τα τελευταία χρόνια –κι ειδικά την τελευταία δεκαετία. Αυτό βέβαια είναι μια άλλη κουβέντα που ξεφεύγει από το θέμα μας.

Με μια πιο προσεκτική ματιά ωστόσο, αυτό που ξεχωρίζει είναι το πρόγραμμα του παιδότοπου, όπου παίζει η παράσταση με τον επικό τίτλο:ο καραγκιόζης και η λαϊκή αντεπίθεση. Βγαλμένος από τις καλύτερες παραδόσεις της στρατευμένης τέχνης και του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.


Η παράσταση αυτή ακολουθεί στο πρόγραμμα μια συζήτηση με θέμα: πώς να εξηγήσουμε την κρίση στα παιδιά, περίπου όπως η πράξη ακολουθεί τη θεωρία. Η εκλαΐκευση τέτοιων θεμάτων στα παιδιά είναι πολλές φορές εξίσου δύσκολη με την εκλαΐκευση στον απλό κόσμο και τις παιδικές συνειδήσεις που αρνούνται πεισματικά να ωριμάσουν και να αποκτήσουν ταξικό κριτήριο. Μπλέκονται σε εκβιαστικά ψευδοδιλήμματα, που καταλήγουν να ισχύουν και τους δύο πόλους (ευρώ ή δραχμή, νδ ή σύριζα) και σε φτηνούς λαϊκισμούς, που δίνουν επιφανειακές ερμηνείες στα προβλήματά του, κολακεύοντας την άγνοιά του: για όλα φταίνε οι μετανάστες, κι οι τριακόσιοι ίδιοι είναι, έλα μωρέ τώρα το ξέρουμε και το κουκουέ, τέλος, τα πάντα όλα.

Κι εδώ μπαίνει ο ρόλος του παιδαγωγού, που είναι σχεδόν ταυτόσημος με το ρόλο του κομμουνιστή και πρέπει να έχει μεταδοτικότητα κι υπομονή –χωρίς να γίνεται φορτικός και κολλητήρι. Να εξηγεί τα βαθιά νοήματα με απλά παραδείγματα, που να τα καταλαβαίνει το κοινό του. Να το βοηθά να ξεχωρίσει τις διάφορες παραστάσεις, την ουσία από το φαινόμενο, την αιτία από το αποτέλεσμα και την κρίση από το μνημόνιο.

Το μνημόνιο γέννησε την κρίση, ή το αυγό την κότα; Τι είναι η κρίση; Ποιο σύστημα τη γέννησε; Ποιος έφερε το μνημόνιο; Είναι όντως ενιαίες η κοινωνία και η πατρίδα ως έννοιες; Τι είναι ταξική πάλη και πού είναι η δική μας θέση; Ποια τάξη βρίσκεται πίσω από τα όργανα της τάξης και πώς θα χτυπήσουμε αυτή αντί για τα δεκανίκια της;


Το θέατρο σκιών είναι ένα ξεχασμένο είδος τέχνης, που εκλείπει σταδιακά, μαζί με το κοινοτικό κεκτημένο στην ελλάδα και τη συλλογική μνήμη του λαού μας, αλλά μπορεί να διδάξει πολλά στα παιδιά.
Για τον κοινοβουλευτικό μπερντέ με τα σκιώδη υπουργικά συμβούλια και τις σκιαμαχίες χωρίς αντίκρισμα. Για την τρομοκρατία στην αγορά εργασίας (ή εργατικής δύναμης για την ακρίβεια), όπου κάθε υπάλληλος καλείται να γίνει σκιά του εαυτού του, και να δρα σα μαριονέτα, ομιλούν εργαλείο χωρίς υπόσταση. Για το φοβισμένο λαό που δε βλέπει φως στο τούνελ και (χωρίς φως) μετρά τον ίσκιο του που πόντο-πόντο χάνει. Ονειρεύεται με μικρές νοθείες σαν τον καραγκιόζη, αλλά τρέμει τον ίσκιο του. Απογοητεύεται πιο γρήγορα κι από τη σκιά του, και πάνω στην απογοήτευσή του κάνει διάφορες άκρως απογοητευτικές επιλογές και γοητεύεται από αυτούς που θα τον απογοητεύσουν τρισχειρότερα, όταν έρθουν στα πράγματα.
Θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε.

Ατολμία κι απογοήτευση. Καμία σχέση με bold&beautiful (τόλμη και γοητεία) λιάνα μου. Μόνο παρά τρίχα φαλακροί (bald) κι αυτή [η τρίχα] μένει ζωντανή μέχρι νεωτέρας, μέχρι τα επόμενα μέτρα του μνημονίου.Πέντε τρίχες του έμειναν του καραγκιόζη του έλληνα, μα μυαλό μικροαστού και ψυχολογία της μαντάμ σουσού, που μεγαλοπιάνεται και νομίζει ότι δεν ανήκει στην πλέμπα και δεν είναι το ίδιο με τον απλό λαουτζίκο.
Κείνο που τον τρώει, κείνο που τον σώζει..

Πλάι σε αυτήν υπάρχει κι η ηθική του χατζηαβάτη, με την γλοιώδη υποτέλεια στο σαράι και κάθε λογής βεληγκέκα και τοποτηρητή των συμφερόντων του πασά και της πάσας υπερδύναμης που επιβάλλει χαράτσια στους γκιαούρηδες.
Εδώ κολλάει και το απόσπασμα του γκόρκι, με το στίχο που μπήκε φέτος και στο σύνθημα του φεστιβάλ. Την ηθική των αφεντικών την αντιπάθησα όσο και την ηθική των δούλων. Μια τρίτη ηθική έβλεπα να διαμορφώνεται μέσα μου: δίνε το χέρι σου σε όποιον σηκώνεται. Και να είναι χέρι μακρύ και σταθερό, σαν του καραγκιόζη. Χέρι βοήθειας κι αλληλεγγύης.

Τα παιδιά μπορούν να μάθουν επίσης ότι καραγκιόζης στα νέα ελληνικά είναι ο μαυρομάτης και πως οι δυο λαοί έζησαν πολλά χρόνια μαζί κι άφησαν πολλές λέξεις ο ένας στη γλώσσα του άλλου. Μέχρι που ήρθε η καθαρεύουσα και τις καθάρισε, για να ξεβρομίσει ο τόπος από την τουρκιά και τους μαλλιαρούς, που συναποτελούν τον προαιώνιο εθνικό κίνδυνο.

Μπορούν να δουν και την παράσταση ο καραγκιόζης κι ο καταραμένος όφις της χρυσής αυγής, αλλά να μην περιμένουν το μεγαλέξη τσίπρα να έρθει να μας σώσει και να βάλει το φίδι στην τρύπα, γιατί δυστυχώς το πιο πιθανό είναι να κάνει μία από τα ίδια και να του στρώσε το δρόμο με ροδοπέταλα. Κι ο κόσμος θα λέει: την είδαμε και την αριστερά και τι καταλάβαμε; Σαν τους άλλους είναι κι αυτή.

Κι εσύ λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς το φασισμό. Και μην εναποθέτεις πάνω του τις ελπίδες σου, μαζί με την ταξική αξιοπρέπεια και την ιστορική σου μνήμη. Ίσως ο λαός μας να ξέχασε τι σημαίνει ο φασισμός, γιατί έχασε τη συλλογική του μνήμη και σταμάτησε να βλέπει παραστάσεις με τον καραγκιόζη.

Τα παιδιά θα μάθουν τέλος πως η φασολάδα έγινε το εθνικό μας φαγητό, γιατί ήταν το πιο φτηνό κι ο κοσμάκης δεν είχε να φάει. Κι ότι η τουρκοκρατία δεν τέλειωσε με πονηριές, βολέματα και το γάμο της βεζυροπούλας, αλλά με το σπαθί της επανάστασης –και το τσεκούρι για τους προσκυνημένους. Την οποία επανάσταση  μάυρα μάτια κάναμε να τη δούμε –εξ ου και καραγκιόζηδες- αλλά ξέσπασε νομοτελειακά, και τώραπρόσχωμεν για τη δική μας..

Πώς θα έρθει αυτή; Ο τίτλος της παράστασης έχει κάτι να μας πει σχετικά. Θα παίξουμε άμυνα με ξαφνικές λαϊκές αντεπιθέσεις.
Κάποιοι λένε να αφήσουμε το κατενάτσιο, όπου μετράμε πόσα τρώμε και πόσο-α χάνουμε κάθε φορά, και να αρχίσουμε τα ντου και τα γιουρούσια για να τους πάρουμε, χωρίς τακτικό σχέδιο. Ε, ρε γλέντια..
Ενώ κάποιοι άλλοι θέλουν transition game με μεταβατικά αιτήματα, για να φτάσουμε σιγά-σιγά στην αντίπαλη περιοχή, με τσούκου-τσούκου μπολ. Αυτό προϋποθέτει όμως σαφή υπεροχή, σαν τη μπαρτσελόνα, με κατοχή μπάλας και συνεχή πρωτοβουλία κινήσεων, με οριζόντιες δομές και πάσες.

Ζήσε μάη μου, δηλ. Αν ήταν έτσι οι συσχετισμοί, δε θα καθόμασταν να το συζητήσουμε. Στον καπιταλισμό όμως, η κυρίαρχη ιδεολογία είναι αυτή της άρχουσας τάξης, και οι συσχετισμοί δεν είναι ποτέ τόσο ευνοϊκοί. Για αυτό ενδείκνυται η σχεδιασμένη αντεπίθεση την κατάλληλη στιγμή, για να αιφνιδιάσουμε τον αντίπαλο και να τον πιάσουμε στον ύπνο. Εξάλλου το πιο πιθανό είναι ότι και γκολ να βάλουμε, πάλι κατενάτσιο θα κληθούμε να παίξουμε, για να κρατήσουμε το ένα-μηδέν, σε συνθήκες περικύκλωσης κι ασφυκτικής πίεσης από τον εχθρό.


Και σε αυτό το σημείο, κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι κι αγαπητά μας παιδιά (κάθε ηλικίας και επιπέδου συνείδησης), η σημερινή μας ανάρτηση έλαβε τέλος. Γεια και χαρά σας.. Vencerémosvencerémos.

Καθ' ... οδόν στην Καισαριανή


Καθ' ... οδόν
Ωρες αλησμόνητες στην Καισαριανή
Κάθε Κυριακή, σχεδόν κάθε Κυριακή, συνηθίζαμε, ό,τι καιρό και να είχε, να κάνουμε ένα μεγάλο περίπατο (πού αλλού;), στην Καισαριανή. Αφήναμε στην είσοδο το αυτοκίνητο και πεζή διασχίζαμε το βουνό. Τις πρώτες φορές αγκομαχούσαμε σαν τα παλιά τα Γκαζοζέν. Και να μην τα θυμάστε, θα τα έχετε ακουστά. Ηταν ξακουστά μια εποχή... Μετά από λίγους μήνες, όμως, πετούσαμε σαν τα πουλιά. Κυριολεκτικά. Σα φτάναμε στο υπέροχο εκκλησάκι των Ταξιαρχών, που έχει πρόσφατα αποκατασταθεί, γνωρίζαμε πως είχαμε «αγγίξει» την άκρη... Την άκρη του ονείρου. Καθόμαστε στον ξύλινο φράκτη και αγναντεύαμε τη θάλασσα που απλωνόταν μπροστά στα έκθαμβα βλέμματά μας. Τις πιο πολλές φορές σιωπούσαμε, αλλά ενίοτε φλυαρούσαμε, φιλοσοφούσαμε και φιλοκαλούσαμε... Χώρος περισυλλογής, χώρος ονειρικός, φιλικός και προσιτός. Χώρος μαγικός η Καισαριανή, μας κρατούσε αιχμάλωτους της γοητείας της, ώρα πολλή. Ηταν πάντα τόσο καλή μαζί μας.
Επειτα, έχοντας περπατήσει μια ολόκληρη ώρα, έχοντας ασκήσει το σώμα, έχοντας γεμίσει, κινητοποιήσει αλλά και ικανοποιήσει όλες μας τις αισθήσεις, παίρναμε το δρόμο της επιστροφής... Οποιος έφτανε πρώτος στο αυτοκίνητο, με τα μάτια γεμάτα από την έκδηλη ομορφιά, με τα μάγουλα κατακόκκινα από το οξυγόνο και το τρέξιμο, έλεγε«πεινάω», πράγμα που σήμαινε ότι ήταν ο νικητής. Και, φυσικά, ζητούσε το «έπαθλό» του: Καυτή ψαρόσουπα και φρέσκο ψάρι. Σαν μικρό παιδί περίμενε το χαλβά, ευγενική προσφορά του καταστήματος.
Πολλές φορές, πάλι, δεν ανεβαίναμε μέχρι πάνω. Σταματούσαμε στοΣκοπευτήριο της Καισαριανής, και στεκόμαστε κάτω από τον ίσκιο των λυγερών κυπαρισσιών με την καρδιά σφιγμένη, με μάτια υγρά. Θρηνούσαμε σιωπηλά τα διακόσια παλικάρια, τους μάρτυρες της ματωμένης Πρωτομαγιάς του 1944. Τιμούσαμε εκείνους τους ατρόμητους, που δε δείλιασαν και δε δίστασαν να δώσουν τη μοναδική ζωή τους για έναν κόσμο καλύτερο, που κάποτε ίσως θα έρθει.

Είναι αλήθεια ότι σιγά σιγά αρχίσαμε να θέλουμε να μάθουμε περισσότερα για το θεϊκό αυτό τόπο. Τον τόπο προσκυνήματος. Για την ιστορία των φανερών αλλά κρυμμένων θησαυρών που συνεχώς ανακαλύπταμε. Αργά και σταθερά η Καισαριανή μάς κίνησε την περιέργεια, μας κέρδισε για πάντα. Οσο κρατά αυτό το πάντα τέλος πάντων. Και έφτασε μια στιγμή, που ξέραμε πια για εκείνη τα πιο πολλά της μυστικά. Σας εκμυστηρευόμαστε μερικά. Τα υπόλοιπα θα τα ανακαλύψετε μόνοι σας.
Η Μονή της Καισαριανήςείναι αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου, και σήμερα λειτουργεί ως αρχαιολογικός χώρος. Πού βρίσκεται; Είναι καλά χωμένη σε μια κοιλάδα στη δυτική πλαγιά του Υμηττού, ανάμεσα στις πηγές της Καλλοπούλας, στα βόρεια της Κρυοκεφαλής, που κατά τον καιρό της Τουρκοκρατίας λεγόταν «Κοτς Μπασί». Η ονομασία της Καισαριανής μάς παραδίδεται το 1200 στην επιστολή του αυτοεξόριστου στην Κέα Μιχαήλ Χωνιάτη προς τον ηγούμενο της Μονής. Κατά την ερμηνεία, το όνομα προέρχεται από τον ιδρυτή της, κάποιον ονόματι Καισάριο ή από τους Καίσαρες, αδελφούς του αυτοκράτορα, εξόριστους στην Αθήνα από την Ειρήνη την Αθηναία. Την ίδια εποχή το Μοναστήρι παραδίδεται ως «Σάντα Συριανή» σε έγγραφο του πάπα Ινοκέντιου του Γ` το 1208, μετά την εγκαθίδρυση της Φραγκοκρατίας στην πόλη των Αθηνών. Αυτά μας πληροφορεί σ' ένα δημοσίευμά της η Αικατερίνη Παντελίδου-Αλεξιάδου, που χωρίς εκείνη να το γνωρίζει μάς έκανε να αγαπήσουμε περισσότερο την Καισαριανή. Και αυτό, γιατί όσο περισσότερα γνωρίζεις για έναν χώρο, τόσο τον αγαπάς πιο πολύ. Φυσικά αυτό δεν είναι απόλυτο, γιατί υπάρχουν και φορές που λειτουργεί και αντιστρόφως. Ας είναι, προχωράμε...
Η Μονή του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου του Κυνηγού ή των Φιλοσόφων, βρίσκεται στη βόρεια άκρη της κορυφογραμμής επάνω σε ένα ύψωμα και μοιάζει σαν να εποπτεύει την πεδιάδα των Μεσογείων και το λεκανοπέδιο της Αθήνας. Το όνομά της προέρχεται από τον Βασίλειο Κυνηγό, της οικογένειας των Φιλοσόφων, που είχαν με την οικογένεια των Λαμπαρδών τη Μονή Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου του Φιλοσόφου στη Δημητσάνα. Και αυτή η μαρτυρία προκύπτει από μια επιστολή του Μιχαήλ Χωνιάτη.

Η Μονή Αστερίου είναι αφιερωμένη στους Ταξιάρχες και βρίσκεται προφυλαγμένη κοντά στη Μονή Καισαριανής. Το όνομά της αποδίδεται στην παρουσία του Οσίου Λουκά του Αστεριώτη(Αστέρι), ο οποίος ασκήτεψε εκεί. Οι τοιχογραφίες που σώζονται σήμερα ανάγονται στο 16ο αιώνα.
Υπάρχουν τόσα πολλά που θα μπορούσε να πει κανείς για τον ευλογημένο αυτό τόπο, όμως δυστυχώς δεν υπάρχει ο ανάλογος χώρος. Αλλωστε, για να είμαστε και ειλικρινείς, δεν έχουμε και το χρόνο. Ετσι, εντελώς ξαφνικά, καθώς γράφαμε αυτές τις γραμμές, μας κυρίευσε μια απερίγραπτη νοσταλγία να την επισκεφτούμε. Κοντεύει ένας χρόνος που δεν έχουμε πατήσει το πόδι μας εκεί. «Πετάμε την πένα», όπως συνηθίζαμε να λέμε τον περασμένο αιώνα..., δηλαδή κλείνουμε τον υπολογιστή και φύγαμε. Ισως σας συναντήσουμε εκεί. Στην κορυφή!

ΞΕΝΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ «Απόβαση» στη Βρετανία


ΞΕΝΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ
«Απόβαση» στη Βρετανία
Το αγγλικό ποδόσφαιρο άλλαξε φυσιογνωμία μετά την υπόθεση Μποσμάν
Ο Τζιανφράνκο Τζόλα της Τσέλσι
Αλήθεια ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι στο Αγγλικό πρωτάθλημα περισσότεροι θα είναι οι αλλοδαποί παίκτες από τους εγχώριους; Η ιστορία των ξένων στο νησί δεν είναι από αυτές που έχουν βάθος χρόνου, αφού η παρουσία τους μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '80 ήταν διακριτική. Οι λόγοι ήταν λίγο - πολύ γνωστοί. Οι Βρετανοί είχαν την άποψη μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50 ότι έπαιζαν το καλύτερο ποδόσφαιρο στον κόσμο, όμως στη συνέχεια κατάλαβαν ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι. Τη βοήθεια από παίκτες που προέρχονταν από την ηπειρωτική Ευρώπη ή τον υπόλοιπο κόσμο τη θεωρούσαν προσβλητική, αφού πλήγωνε τον εγωισμό τους. Τα χρόνια όμως πέρασαν και οι Εγγλέζοι έβαλαν και αυτοί νερό στο... ουίσκι τους. Από το 1980 ως το 1995 η κίνηση ξένων παικτών προς τη Γηραιά Αλβιόνα ήταν ελάχιστη, αλλά μετά την υπόθεση Μποσμάν υπάρχει... κοσμογονία. Η πρέμιερ λιγκ συναγωνίζεται το Καμπιονάτο και πλέον μιλάμε για πρωτάθλημα... βαβέλ. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να αλλάξει η φυσιογνωμία του βρετανικού στιλ και βέβαια είναι περιττό να πούμε ότι βρίσκεις πλέον γηγενή παίκτη με το... κιάλι.
Μπορεί οι ομάδες να παίζουν σύγχρονο ποδόσφαιρο όμως, όπως και στη χώρα μας, η εθνική ταυτότητα αλλοιώνεται. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η εθνική Αγγλίας βρίσκεται σε παρακμή. Παίκτες που είναι διεθνείς αγωνίζονται ελάχιστα λεπτά στις ομάδες τους.
Ας δούμε όμως μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα που έχουν παρελάσει ή παρελαύνουν από το πρωτάθλημα της Αγγλίας, αρχής γενομένης από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Αναμφίβολα οι δυο παίκτες που αναγέννησαν τους «μπέμπηδες» στη δεκαετία του '90 ήταν ο Ερικ Καντονά και ο Πίτερ Σμάιχελ. Ο πρώτος με την ψυχή του και την αναμφισβήτητη κλάση του, έδωσε νέο πρόσωπο στην ομάδα, ενώ ο δεύτερος ήταν ο «φύλακας άγγελος» κάτω από την εστία. Από τους νέους αστέρες ο «ξυλοκόπος» Γιαν Σταμ είναι ο στυλοβάτης της άμυνας, όμως πολλοί λένε ότι παρότι είναι Ολλανδός στερείται στοιχειώδους τεχνικής.
Οι «αναμορφωτές» της Μάντσεστερ Γ. ο Δανός Πέτερ Σμάιχελ και ο Γάλλος Ερικ Καντονά
Η Αρσεναλ εμπιστεύτηκε την τύχη της σε γαλλικά και ολλανδικά χέρια, ώστε να ξαναγίνει μεγάλη. Ο Αλσατός Αρσέν Βενγκέρ έφερε στο Χάιμπορι παίκτες μεγάλης κλάσης, όπως οι Μπέργκαμπ, Ανελκά, Οφερμαρς, Βιεϊρά, Πετί και προσφάτως τους Κανού, Σούκερ.
Η άλλοτε κραταιά Λίβερπουλ των τριών κυπέλλων πρωταθλητριών δεν ευτύχησε να έχει σπουδαίες επιλογές ξένων παικτών. θα ξεχωρίσουμε τον ασταθή πορτιέρο Μπρους Γκρόμπελαρ, το Δανό Μέλμπι και το Γερμανό Ρίντλε που ήρθε στο Ανφιλντ Ρόουντ στη δύση της καριέρας του.
Η Τσέλσι είναι από τις ομάδες που... αναστήθηκαν με την έλευση εμιγκρέδων στο Λονδίνο. Από πού να αρχίσει και πού να τελειώσει κανείς... Συγκρατήστε μεγάλους παίκτες: Κάριν, Γκούλιτ, Πετρέσκου, Ντι Ματέο, Βιάλι, Τζόλα, Καζιράγκι, Ντεσαγί, Λάουντρουπ, Ντεσάμπ.
Σε αντίθεση με τις άλλες πρωταγωνίστριες, η Λιντς είναι αρκετά συγκρατημένη στην αγορά ξένων παικτών. Τα δυο τελευταία χρόνια άρχισε να... φορτσάρει, χωρίς όμως να κυνηγά τρανταχτά ονόματα. Στις αρχές της περασμένης δεκαετίας ο Ερικ Καντονά έκανε την αρχή και από τότε ο Γιεμπόα και ο Μπρολίν προσπάθησαν, όμως δε στέριωσαν στο Γιορκσάιρ, αντίθετα με τον άσημο Χασελμπάινκ, που αποδείχτηκε δεινός σκόρερ.
Από την Τότεναμ πέρασαν μεγάλοι παίκτες με σπουδαιότερους τους Γιούργκεν Κλίνσμαν και Νταβίντ Ζινολά.
Σπουδαίοι άσοι και οι Ζουνίνιο, Ραβανέλι (Μίντλεσμπρο), Νταλίν (Μπλάκμπερν).
Ως επίλογος και η παρουσία Ελλήνων παικτών όπως οι Νταμπίζας, Ζαγοράκης, Δώνης, Βλάχος, Μπορμπόκης, Δέλας, Γ. Χ. Γεωργιάδης. Αλλοι πέτυχαν άλλοι όχι. Αυτά έχει η ζωή.


Ο Ντένις Μπέργκαμπ της Αρσεναλ

Ανδρέας ΠΑΓΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

Η κυβέρνηση της λαϊκής εξουσίας


Η κυβέρνηση της λαϊκής εξουσίας
Στις 10 Μάρτη του 1944, στο χωριό Βίνιανη της Ευρυτανίας, ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ΕΑΜ η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), γνωστή και ως Κυβέρνηση του Βουνού, αφού έτσι την κατέγραψε ο λαός στη δική του μνήμη κι έτσι πέρασε στη λαϊκή ψυχή από γενιά σε γενιά.
Στιγμιότυπο απο τη συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου στις Κορυσχάδες.
Η ίδρυσή της ΠΕΕΑ δεν ήταν κάτι το απρόσμενο, το περιττό ή το βιαστικό. Αντίθετα ήταν ένα υπερώριμο βήμα του ΕΑΜικού κινήματος, που αν δεν πραγματοποιήθηκε νωρίτερα οφείλεται στο γεγονός ότι η ΕΑΜική ηγεσία κατέβαλε όλες τις δυνατές προσπάθειες ώστε αυτή η πρωτοβουλία να αγκαλιάσει ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις, οργανώσεις και προσωπικότητες, που κινούνταν έξω από τον ΕΑΜικό χώρο. Κατά τα άλλα, αν εξετάσει κανείς την ίδρυση της ΠΕΕΑ από τη σκοπιά των αντικειμενικών αναγκών που είχε δημιουργήσει η ανάπτυξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα με όλα τα επακόλουθά της, θα διαπιστώσει με ευκολία πόσο ασφυκτικά πιεστική ήταν η ανάγκη να συγκροτηθούν τα κεντρικά όργανα της λαϊκής εξουσίας που είχε δημιουργηθεί στις ελεύθερες περιοχές της χώρας και αναπτυσσόταν ραγδαία.
«Εχοντας υπόψη - έλεγε η ιδρυτική πράξη της Επιτροπής - 1) τις υπέρτατες εθνικές ανάγκες και την επιτακτική απαίτηση του ελληνικού λαού για τη δημιουργία μέσα στη χώρα ενός κεντρικού πολιτικού οργάνου που να συντονίζει τις προσπάθειες και τον αγώνα για την εθνική απολύτρωση και να αναλάβει την υπεύθυνη διοίκηση των ελεύθερων και ελευθερουμένων περιοχών της χώρας και 2) την από 15 Δεκεμβρίου 1943 πρόσκληση της Κεντρικής Επιτροπής του Εθνικοαπελευθερωτικού Μετώπου σε όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις καθώς και στην κυβέρνηση Τσουδερού, για το σχηματισμό κυβέρνησης Γενικού Εθνικού Συνασπισμού, ΣΥΓΚΡΟΤΟΥΜΕ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ» (ΠΕΕΑ: «Δελτίο Πράξεων και αποφάσεων», αριθμός φύλλου 1, εκδόσεις ΟΛΚΟΣ 1976 και «Κείμενα της Εθνικής Αντίστασης», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Β`, σελ. 15).
Τα μέλη της ΠΕΕΑ και ο Μητροπολίτης Κοζάνης Ιωακείμ. Απο αριστερά προς τα δεξιά: Κ.Γαβριηλίδης, Στ.Χατζήμπεης, Αγγ.Αγγελόπουλος, Εμμ.Μάντακας, Γεωργ.Σιάντος, Πετ.Κόκκαλης, Αλεξ.Σβώλος, Ευρ.Μπακιρτζής,Ηλ.Τσιριμώκος, Ν.Ασκούτσης
Ας σταθούμε όμως αναλυτικότερα σ' αυτά τα δύο ζητήματα που η ιδρυτική πράξη καταγράφει ως τα σπουδαιότερα απ' όσα συντέλεσαν στην ίδρυση της Επιτροπής.
Η ανάγκη για κεντρική λαϊκή εξουσία
Το πρόβλημα της συγκρότησης κεντρικής εξουσίας και μάλιστα λαϊκής δεν προέκυψε ούτε τυχαία ούτε από τη μια στιγμή στην άλλη στην Ελλάδα της κατοχικής περιόδου. Με την κατάρρευση του μετώπου και την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην ελληνική επικράτεια, τα τότε κυβερνητικά όργανα και ο αστικός πολιτικός κόσμος, σχεδόν στο σύνολό του, εγκατέλειψαν τη χώρα. Ο λαός αφέθηκε στη μοίρα του και ούτε λόγος δεν μπορούσε να γίνει για αποδοχή από μέρους του της εξουσίας των κατακτητών και των ντόπιων Κουίσλιγκς. Ετσι ο μόνος δρόμος που ανοιγόταν για κάθε πραγματικό πατριώτη ήταν η συμμετοχή στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, που από την πρώτη στιγμή πρότεινε, οργάνωσε και καθοδήγησε το ΚΚΕ, η ψυχή, δηλαδή, ο νους και η ραχοκοκαλιά της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης.
Με την ανάπτυξη της ένοπλης πάλης του ΕΛΑΣ δημιουργήθηκαν γρήγορα στην ορεινή Ελλάδα ελεύθερες περιοχές, οι οποίες εκ των πραγμάτων έπρεπε να διοικηθούν, για να μπορέσουν οι κάτοικοί τους να ζήσουν οργανωμένα, προσφέροντας στον εαυτό τους και στον αγώνα για την Εθνική Απελευθέρωση. Ετσι σιγά - σιγά άρχισαν να δημιουργούνται τα πρώτα όργανα λαϊκής αυτοδιοίκησης και δικαιοσύνης. Ηταν τέτοια δε η ανάπτυξη αυτών των οργάνων που το Δεκέμβρη του 1942 οι περιφερειακές επιτροπές του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ Φθιωτιδοφωκίδας- Ευρυτανίας συνέταξαν τον πρώτο κώδικα για τη λαϊκή αυτοδιοίκηση και δικαιοσύνη, γνωστό με το όνομα «Κώδικας Ποσειδών».
Από εκεί και ύστερα, από το Δεκέμβρη του 1942, δηλαδή, ως το Μάρτη του 1944, που δημιουργήθηκε η Κυβέρνηση του Βουνού, οι απελευθερωμένες περιοχές πολλαπλασιάστηκαν και η Ελεύθερη Ελλάδα κάλυπτε μια τεράστια έκταση από τα ελληνοαλβανικά σύνορα έως και λίγο έξω από την Αθήνα. Χιλιάδες χωριά και κωμοπόλεις, ακόμη και πόλεις, όπως η Καρδίτσα, η Καλαμπάκα, η Αγιά, το Καρπενήσι, το Μέτσοβο, η Κόνιτσα, τα Γρεβενά, η Δεσκάτη κ. ά. απαλλάχτηκαν από την μπότα του κατακτητή, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιαστούν τα όργανα τη λαϊκής εξουσίας. Δεν υπήρχε χωριό χωρίς το Λαϊκό του Συμβούλιο, δεν υπήρχε περιοχή χωρίς το Λαϊκό της Δικαστήριο. Παράλληλα η ίδια η οργάνωση της ζωής των ελεύθερων Ελλήνων περνούσε σε νέα επίπεδα. Χτίζονταν δρόμοι, φτιάχνονταν γεφύρια, ιδρύονταν συνεταιρισμοί, ρυθμίζονταν εδαφικές και άλλες διαφορές, οργανώνονταν σχολεία, νηπιαγωγεία, παιδικοί σταθμοί, αναπτυσσόταν πλούσια εκπαιδευτική και πολιτιστική δραστηριότητα, γινόταν απονομή της δικαιοσύνης. Ολα αυτά - και όσα άλλα συνέβαιναν τότε στη ζωή των κατοίκων της Ελεύθερης Ελλάδας, τα οποία δεν είναι καθόλου εύκολο να απαριθμήσει κανείς - καθιστούσαν από ένα σημείο και μετά υποχρεωτική τη δημιουργία κεντρικής λαϊκής εξουσίας.
Προσπάθειες του ΕΑΜ για πλατύ κυβερνητικό σχήμα
Αντιλαμβανόμενο την ανάγκη της δημιουργίας κυβέρνησης στην Ελεύθερη Ελλάδα, το ΕΑΜ κατέβαλε, όπως προαναφέραμε, τεράστιες προσπάθειες να συμμετέχουν σ' αυτήν όσο το δυνατό ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις. Στο διάγγελμά της μάλιστα στον ελληνικό λαό, με την ευκαιρία της ίδρυσής της, η ΠΕΕΑ δεν παραλείπει ν' αναφερθεί σ' αυτό το θέμα, τονίζοντας ανάμεσα στα άλλα: «Ο σχηματισμός αυτού του οργάνου (της ΠΕΕΑ δηλαδή) αργοπόρησε γιατί γινότανε προσπάθεια να συμπέσει με την πραγματοποίηση γενικής πολιτικής ενότητας. Ομως η προσπάθεια της ενότητας, που γίνεται εδώ και δυόμισι χρόνια από το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, σκόνταψε πάντα στα ίδια εμπόδια: την αδικαιολόγητη κακή θέληση, το μικροπολιτικό υπολογισμό, την ακατανίκητη αδράνεια, τη βαθιά αδιαφορία για το μεγάλο αγώνα του λαού, τον παθολογικό φόβο της λαϊκής χειραφέτησης, την ιδιοτελή αντιπάθεια προς το λαϊκό κίνημα. Δυόμισι χρόνια διαπραγματεύσεις του ΕΑΜ με τα παλιά πολιτικά κόμματα, δυόμισι χρόνια καρτερικής ανοχής της αχαλίνωτης συκοφαντίας, που γινόταν σε βάρος του εις απάντηση των διαβημάτων και του αγώνα του, δεν κατόρθωσαν να νικήσουν αυτά τα εμπόδια, που τα εκμεταλλεύτηκε ο κατακτητής για να βρει ηθική και υλική ενίσχυση στον αγώνα του εναντίον του έθνους...» (ΠΕΕΑ: «Δελτίο Πράξεων και αποφάσεων», αριθμός φύλλου 1, εκδόσεις ΟΛΚΟΣ 1976 και «Κείμενα της Εθνικής Αντίστασης», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Β`, σελ. 17).
Για να έχουμε μια πιο συγκεκριμένη εικόνα όσων αναφέρει στο διάγγελμά της η ΠΕΕΑ αξίζει να σημειώσουμε πως τον Δεκέμβρη του '43 το ΕΑΜ προχώρησε - χωρίς να βρει ανταπόκριση - σε μια γενναία έκκληση για ενότητα, καλώντας με απόφαση της ΚΕ του «όλα τα πολιτικά κόμματα, που ειλικρινά αγωνίζονται για τη λευτεριά και τις ελευθερίες του λαού να συνεννοηθούν πάνω στη βάση να σχηματιστεί εδώ στην Ελλάδα από τώρα Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, που θα αναλάβει και την ενιαία διεξαγωγή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και την ομαλή λύση του Πολιτειακού ζητήματος, σύμφωνα με τη λαϊκή θέληση». («Κείμενα της Εθνικής Αντίστασης», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Α`, σελ. 56-57 και Θ. Χατζή: «Η Νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε», εκδόσεις Δωρικός, τόμος Γ`, σελ. 28).
Σημαντικές πρωτοβουλίες πήρε επίσης το ΕΑΜ ώστε να συμμετέχουν στο σχηματισμό της Κυβέρνησης του Βουνού πολιτικά πρόσωπα που βρίσκονταν τότε στη χώρα, όπως ο Σβώλος, ο Σοφιανόπουλος κ. ά., αλλά προσέκρουσε στους δισταγμούς και σε άλλες σκοπιμότητες των τελευταίων, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να προχωρήσει μόνο του στο σχηματισμό της κυβέρνησης.
Η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης
Στις αρχές Γενάρη του '44 η 10η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ υπογράμμισε ως επιτακτική την ανάγκη συγκρότησης κεντρικού κυβερνητικού οργάνου στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας. Στην πολιτική της απόφαση αναφερόταν συγκεκριμένα: «Το φούντωμα του εθνικού αγώνα, η απελευθέρωση σημαντικού μέρους του εθνικού εδάφους, η ανάγκη της υπέρτατης συνένωσης και επιστράτευσης όλων των εθνικών δυνάμεων στη σημερινή τελική φάση του πολέμου για την ολοκληρωτική συντριβή των κατακτητών στο πλευρό των συμμάχων, βάζουν μπροστά στο αγωνιζόμενο έθνος επιτακτικά το πρόβλημα της δημιουργίας στην Ελεύθερη Ελλάδα κεντρικού κυβερνητικού οργάνου εθνικής ενότητας και απελευθέρωσης» («Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Ε`, σελ. 201-202).
Στην ίδια απόφαση κατέληξε και η ΚΕ του ΕΑΜ που συνεδρίασε, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Θ. Χατζή στις 10/1/1944, στην Κυψέλη. «Η ΚΕ του ΕΑΜ - γράφει ο Χατζής - προσανατολίστηκε σταθερά προς τη συγκρότηση κυβερνητικού οργάνου στην Ελεύθερη Ελλάδα. Αντίθετη άποψη δεν υπήρχε από κανένα κόμμα ή οργάνωση που αντιπροσωπεύονταν στο ανώτατο καθοδηγητικό όργανο του κινήματος» (Θ. Χατζή, στο ίδιο, σελ. 51-54). Ετσι από τα μέσα του Γενάρη άρχισε να περνά η κεντρική καθοδήγηση του κινήματος στο βουνό και στις 10 Μάρτη συγκροτήθηκε η ΠΕΕΑ, που στην αρχική της σύνθεση είχε πέντε μέλη ΕΑΜικής προέλευσης, με πρόεδρο (πρωθυπουργό) τον Ευριπίδη Μπακιρτζή και γραμματείς (υπουργούς) τους Εμ. Μάντακα, Γ. Σιάντο, Η. Τσιριμώκο και Κ. Γαβριηλίδη. Πολύ σύντομα όμως, σαράντα, περίπου, μέρες μετά την ίδρυσή της και συγκεκριμένα στις 18 Απρίλη του 1944, στη σύνθεσή της θα προστεθούν πέντε νέα μέλη, μερικά από τα οποία δεν ανήκαν σε καμία από τις ΕΑΜικές οργανώσεις και κόμματα. Ταυτόχρονα θα γίνει και ανακατανομή αρμοδιοτήτων. Πρόεδρος θα οριστεί ο Αλ. Σβώλος και αντιπρόεδρος ο Ευρ. Μπακιρτζής. Τα υπόλοιπα νέα μέλη, εκτός του Σβώλου, ήταν: Ν. Ασκούτσης, Α. Αγγελόπουλος, Π. Κόκκαλης και Στ. Χατζήμπεης («Αρχείο ΠΕΕΑ - πρακτικά συνεδριάσεων», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 81-82).
Η ΠΕΕΑ αγκαλιάστηκε θερμά από τον ελληνικό λαό κι ήταν γι' αυτόν η πραγματική έκφραση της θέλησής του, γεγονός που αποδείχτηκε περίτρανα από τη λαϊκή συμμετοχή στις εκλογές της 25ης Απριλίου 1944 για την ανάδειξη των μελών του Εθνικού Συμβουλίου, το οποίο λίγες μέρες αργότερα - από τις 14 έως 27 Μάη - πραγματοποίησε την ιστορική του συνεδρίαση στις Κορυσχάδες.
Η ΠΕΕΑ αυτοδιαλύθηκε, τυπικά, μετά την απελευθέρωση, στις 5/11/1944. Ουσιαστικά, όμως, η αντίστροφη, γι' αυτήν μέτρηση είχε αρχίσει όταν, βάσει του συμφώνου του Λιβάνου, δημιουργήθηκε - και με τη συμμετοχή του ΕΑΜ - η περιβόητη κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Γ. Παπανδρέου.
Το έργο της ΠΕΕΑ υπήρξε πολύμορφο και μοναδικό σε σπουδαιότητα, παρά το γεγονός ότι ο βίος της ήταν βραχύς. Στις 64 πράξεις, 79 αποφάσεις και δύο διαγγέλματα που εξέδωσε φανερώνεται ένας νέος τύπος εξουσίας, μια νέου τύπου δημοκρατία, όπου ο λαός είναι πραγματικά αφέντης στον τόπο του, κύριος του εαυτού του. Το έργο της αποτελεί μια ζωντανή, μοναδική για το λαϊκό και επαναστατικό κίνημα της χώρας μας, κληρονομιά, που αποδεικνύει περίτρανα πως η λαϊκή εξουσία δεν είναι ουτοπία, πως το μέλλον ανήκει σ' αυτούς που αγωνίζονται για να την πραγματοποιήσουν.

Για την «αναδιανομή»



Για την «αναδιανομή»
Ηνεοφιλελεύθερη πολιτική διαχείρισης, στις καπιταλιστικές οικονομίες εγείρει ως κεντρικό πολιτικό αίτημα, από διάφορες δυνάμεις, την ανάγκη αναδιανομής του εθνικού εισοδήματος προς όφελος των λαϊκών μαζών, άρα και την ανάγκη άσκησης ανάλογης πολιτικής. Ετσι προβάλλεται ως πολιτική διέξοδος η αλλαγή διακυβέρνησης, έτσι ώστε να εφαρμοστεί άλλη μορφή διαχείρισης, σύμφωνα με τα πρότυπα και την εμπειρία της μεταπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας. Ουσιαστικά προτείνεται ένα σύνολο κρατικομονοπωλιακών ρυθμίσεων με την υπόθεση ότι μπορεί να αμβλύνει τις ταξικές ανισότητες.
Η νεοφιλελεύθερη πολιτική διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας και στην Ελλάδα θεωρείται, από την άρχουσα τάξη και τα πολιτικά της κόμματα, μονόδρομος στις συνθήκες που διαμορφώνονται για τον καπιταλισμό στο τέλος της δεκαετίας του '80, αρχές της δεκαετίας του '90. Είναι η περίοδος που η ΕΟΚ μετεξελίσσεται σε Ευρωπαϊκή Ενωση με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, αφού έχει προηγηθεί το 1985 η ευρωπαϊκή πράξη για την ενιαία αγορά.
Οι κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις στην εποχή του ιμπεριαλισμού είναι αναγκαία και αντικειμενική συνθήκη για τη διευκόλυνση της αναπαραγωγής του κεφαλαίου και της κερδοφορίας του, αλλά και της προστασίας του από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Για παράδειγμα, η οικονομική κρίση που ξέσπασε πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και στη συνέχεια, δημιουργούσε προϋποθέσεις αμφισβήτησης του ίδιου του καπιταλισμού, με δεδομένη την ύπαρξη του πρώτου τότε σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο, της Σοβιετικής Ενωσης. Ο Κέυνς ήταν αυτός που επεξεργάστηκε μορφές και τρόπους παρέμβασης του αστικού κράτους στον κύκλο της καπιταλιστικής κρίσης εκείνη την περίοδο, υποδεικνύοντας την ανάληψη άμεσα της κρατικής δράσης στην οικονομία και ταυτόχρονα την ανάγκη τόνωσης της ζήτησης από τα λαϊκά στρώματα, με την ενίσχυση του εισοδήματός τους μέσω πολιτικών αναδιανομής.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η σοσιαλδημοκρατία ως προς τη μορφή διαχείρισης, σε διάκριση από τα φιλελεύθερα κόμματα, εφάρμοσε το λεγόμενο «τρίτο δρόμο» σαν ενδιάμεσο, ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό εφαρμόζοντας τις οικονομικές θεωρίες του Κέυνς. Είναι η περίοδος που ο σοσιαλισμός σαν κοινωνικοοικονομικό σύστημα εξαπλώνεται στην Κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, αλλά και στην Ασία. Ο καπιταλισμός στη Δυτική Ευρώπη επιχειρεί να προστατευτεί από την επίδραση, που ασκεί το αντίπαλο σύστημα, εφαρμόζοντας πολιτική κρατικομονοπωλιακών ρυθμίσεων, ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, με πολιτική παροχών που στηρίζονται στη διόγκωση της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία και η σχετική οικονομική ανάπτυξη, που υπάρχει αντικειμενικά μετά τον πόλεμο.
Μετά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες της καπιταλιστικής ανόρθωσης στην Ευρώπη, ακολούθησε η κρίση των αρχών της δεκαετίας του '70, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του '80 εμφανίζονται ξανά τα σημάδια της.
Στην Ευρώπη τα φιλελεύθερα αστικά κόμματα εφαρμόζουν πολιτική γενικευμένης επίθεσης στην εργατική τάξη. Το δρόμο δείχνει η Μεγάλη Βρετανία της Μ. Θάτσερ. Η σοσιαλδημοκρατία αρχίζει σταδιακά να εγκαταλείπει τη δική της εκδοχή διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας, (το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας»), προβάλλοντας την ανάγκη της «απελευθέρωσης των αγορών».
Η ανατροπή του σοσιαλισμού επιτάχυνε αυτή τη διαδικασία με την προώθηση των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων στρατηγικής σημασίας για το κεφάλαιο.
Οι αναδιαρθρώσεις απαντούν σε πραγματικές ανάγκες του ίδιου του κεφαλαίου. Ανάγκες που προκύπτουν από εμφανείς δυσκολίες στην αναπαραγωγή του, από την πτώση του ποσοστού κέρδους, από τη με γοργούς ρυθμούς συγκεντροποίηση και τις δυνατότητες εξαγωγής του μέσω διαπλοκής με το διεθνικό κεφάλαιο (αμερικανικό και ευρωπαϊκό) στην ευρύτερη περιοχή κυρίως των Βαλκανίων, αλλά και της Παρευξείνιας ζώνης. Προκύπτουν, επίσης, από την ανάγκη του ανταγωνισμού που οξύνεται. Οι αναδιαρθρώσεις είναι κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις, για τη μεγιστοποίηση κερδών, την παρέμβαση στον κύκλο της κρίσης που χρονικά γίνεται πιο σύντομος, την ελαχιστοποίηση των καταστροφικών φαινομένων στο ίδιο το κεφάλαιο, την ανακοπή της πτώσης του ποσοστού κέρδους.
Οι ιδιωτικοποιήσεις επιχειρήσεων κρατικής ιδιοκτησίας και μάλιστα στρατηγικών τομέων συμβάλλουν στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου.
Ολες οι άλλες αναδιαρθρώσεις, με επίκεντρο τις εργασιακές σχέσεις μειώνουν την τιμή της εργατικής δύναμης, εντείνοντας την εκμετάλλευση.
Στην τιμή της εργατικής δύναμης δεν περιλαμβάνεται μόνο ο μισθός στη χρηματική του μορφή. Επίσης, το ύψος της δεν εξαρτάται μόνο από τους όρους, που καθορίζουν στενά το βιολογικό κύκλο του εργάτη και της οικογένειάς του, προκειμένου η φθορά της και ο φυσικός θάνατος να μην εξαφανίσουν αυτό το εμπόρευμα από την αγορά.
Εξαρτάται και από το επίπεδο κατάκτησης της επιστήμης και της τεχνολογίας, του πολιτισμού της κάθε χώρας, το οποίο επίσης καθορίζει τις ανάγκες της εργατικής τάξης. Επομένως, η τιμή της εργατικής δύναμης, μαζί με το μισθό, περιλαμβάνει και την κοινωνική ασφάλιση και την υγεία και την εκπαίδευση, τη σύνταξη για τους απόμαχους της δουλιάς, κοινωνικές υπηρεσίες που χρειάζονται για την ψυχαγωγία, την ανάπαυση, την άθληση, τη φροντίδα παιδιών προσχολικής ηλικίας, τη βελτίωση των συνθηκών κατοικίας του περιβάλλοντος, προνοιακές υπηρεσίες για άτομα που τις έχουν ανάγκη κ.ά.
Οι αναδιαρθρώσεις επιχειρούνται βασικά με εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις σε τομείς όπως: η δημόσια δωρεάν παιδεία, η δημόσια υγεία, η παροχή προνοιακών υπηρεσιών, ο αθλητισμός, το περιβάλλον. Επίσης, με το πέρασμά τους, με άλλες μορφές, στο κεφάλαιο, όπως για παράδειγμα η ανάθεση του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνικής ασφάλισης στις ασφαλιστικές εταιρίες.
Η ίδια η εργατική τάξη αναλαμβάνει πλέον με το μισθό της εργασίας να αναπληρώνει όλες τις πιο πάνω ανάγκες που πριν δεν τις αναπλήρωνε από το μισθό, με τη χρηματική του μορφή. Επίσης, η εργατική τάξη, για να μπορεί να αντιστέκεται στην ένταση της εκμετάλλευσης χρειάζεται σταθερό ημερήσιο εργάσιμο χρόνο και τη στιγμή μάλιστα που οι συνθήκες επιτρέπουν τη μείωσή του. Αντί γι' αυτό έχουμε διάφορες μορφές διευθέτησης και ευελιξίας που οδηγούν στο ωρομίσθιο.
Ετσι φαίνεται ότι μπορεί να αυξάνονται τα κέρδη, να γίνεται παρέμβαση στον κύκλο της κρίσης, στις δυσκολίες αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου, με λιγότερες για το κεφάλαιο αρνητικές συνέπειες.
Βεβαίως αυτή η επιλογή δεν αντιμετωπίζει το ξέσπασμα της κρίσης, ούτε μπορεί να την εμποδίσει. Προσπαθεί να παρέμβει στην όξυνσή της. Σ' αυτές τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν, και με δεδομένο και τον αρνητικό διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, το κεφάλαιο απαιτεί τη νεοφιλελεύθερη μορφή διαχείρισης ως μονόδρομο και δεν είναι διατεθειμένο να κάνει παραχωρήσεις ανάλογες της μεταπολεμικής περιόδου της «παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας».
Ουσιαστικά αυτή η πολιτική καταστρέφει την πρώτη απ' όλες παραγωγική δύναμη, την εργατική δύναμη, σε μια εποχή που οι κατακτήσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι σε τέτοιο επίπεδο, που μπορεί να δημιουργήσουν συνθήκες λαϊκής ευημερίας και να ανταποκρίνονται στην ικανοποίηση των υλικών και πνευματικών αναγκών της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Αλλά, απαιτείται η λύση της αναντιστοιχίας της κοινωνικοποιημένης παραγωγής με την καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της, άρα και αντικατάσταση της ατομικής ιδιοκτησίας με την κοινωνική.
Η προβολή μιας πολιτικής διεξόδου, που μέσω της αναδιανομής θα εξασφαλίζει το λεγόμενο «κοινωνικό κράτος», ως φιλολαϊκή διακυβέρνηση, είναι αντικειμενικά ουτοπική. Οι συνθήκες επιβάλλουν την καθολική επίθεση του κεφαλαίου, με δεδομένο το αναπόφευκτο της κρίσης. Αποπροσανατολίζει δε από το κύριο, που είναι κοινωνικοπολιτική διεκδικητική πάλη στην κατεύθυνση εξάλειψης των θεμελίων της πολιτικής που δημιουργεί και αυξάνει τις κοινωνικές ανισότητες και όχι πάλη μόνο για άμβλυνσή τους, άρα στην κατεύθυνση μιας λαϊκής εξουσίας.
Η πολιτική του αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού, Δημοκρατικού Μετώπου Πάλης που προβάλλει το ΚΚΕ, μπορεί να ανοίξει το δρόμο σ' αυτή την προοπτική.

Πολύ θέλει κανείς για να ξεχάσει;



Πολύ θέλει κανείς για να ξεχάσει;
Διήγημα της ΕΛΕΝΗΣ  ΣΑΡΑΝΤΙΤΗ
Γρηγοριάδης Κώστας
Ειλικρινώς. Τα χέρια της πεθύμησα πάνω απ' όλα. Τώρα βέβαια. Παλιότερα, πού μυαλό... Τα χέρια της λαχταρώ. Και λιγότερο τον πάλλευκο λαιμό της που θύμιζε τ' αγάλματα, κλασικής, είχαν πει, περιόδου που βρέθηκαν στην άμμο του Νερατζιώνα. Αυτά είχαν ολόιδιο με το δικό της το λαιμό, γιατί - ας ήταν κοπελίτσα - είχε λαιμό ευθυτενή και λιγάκι ακατάδεκτο, συγχρόνως ντελικάτο και εύκαμπτο, όπως άλλωστε και όλη της η κοψιά, αλλά τελοσπάντων, δε μιλώ για το λαιμό της. Ούτε για τα μάτια της που είχαν αιχμαλωτισμένες όλες τις αποχρώσεις του γαλάζιου κι όλη την επιθυμία του κόσμου. Μήτε για τα μαλλιά της που ξανθά αχυρένια το καλοκαίρι, μελιά όταν χειμώνιαζε, την άνοιξη κοκκίνιζαν και πάντα χοροπηδούσαν μαζί της.`Η περπατούσαν όταν εκείνη κατηφόριζε βιαστική, έκαναν βήματα πλατιά και υγρά, κινήσεις θωπευτικές και κάπως επιφυλακτικές, σαν να της προστάτευαν τα νώτα. Από ποιον, άραγε, μιας και η Βενετία ήταν το πιο αξιαγάπητο πλάσμα της πόλης μας...
Η Βενετία, αχ, η Βενετία. Σε έναν τόπο όπου όλοι γεννιόμαστε καταμελάχρινοι, η Βενετία είχε έρθει στον κόσμο με τα χρώματα και τη χάρη μιας μυθικής νύμφης του Βορρά. Βέβαια ορισμένοι - και πάντως όχι ντόπιοι, ισχυρίζονταν ότι ομάδες Αλβανών, περί τα τέλη του 14ου αιώνα, είχαν φθάσει μέχρι τα χώματά της. Δεν ξέρω, κι ούτε στέκομαι τώρα στα όσα υποστήριζαν, επικαλούμενοι μάλιστα τον Φαλμεράγιερ, η αλήθεια όμως είναι ότι οι γονείς της Βενετίας ήταν δυο κοντά, μαυριδερά ανθρωπάκια, ισχνά και ταλαιπωρημένα από το μεροκάματο έξω στον κάμπο, κάτω από τον πιο καυτό ήλιο ή την πιο επίμονη βροχή, άγρια πράγματα, κι έσερναν μαζί τους και τη Βενετία στις φούριες, και ήταν απορίας άξιο πώς το λιοπύρι ή οι βοριάδες - που άμα αρχίσουν εδώ δύσκολα σταματούν - δεν επηρέαζαν τα ξανθά και ρόδινα χρώματά της, τη μεταξένια υφή του δέρματος, την ακτινοβολία του γέλιου της κοπελίτσας. Που εκείνο το καλοκαίρι ό,τι είχε κλείσει τα δεκατέσσερα, τρία χρόνια μικρότερη δηλαδή, μα δείχναμε συνομήλικοι και αναλόγως της φερόμουν.
Ολοι μας άλλωστε τη δεχόμαστε όχι σαν την κόρη του Κουμή που όταν δε δούλευε - σαν είλωτας - την έβγαζε στα μαγέρικα πίνοντας και βρίζοντας και φτύνοντας μέχρι να προχωρήσει η νύχτα, να βγουν στους δρόμους ένα τσούρμο παιδιά - τα μικρότερά του - να τον γυρέψουν, δε μας επηρέαζε η μάνα της που έτρεχε κι έτρεμε παραμιλώντας όποτε - σπανίως - κατέβαινε στην αγορά ακολουθούμενη από το πλήρωμά της που σύσσωμο έκλαιγε γοερά έξω από το περίπτερο του ανάπηρου, για μια τσίκλα, ένα γλειφιντζούρι, ένα μπισκότο με γέμιση σοκολάτας, κάποτε και για ένα τόπι, ένα από εκείνα τα μονόχρωμα και θορυβώδη τόπια από καουτσούκ που δεν κυκλοφορούν τώρα και που - απ' ό,τι θυμάμαι - δεν απέκτησαν ποτέ, δε μας πτοούσε η εικόνα της οικογένειας, εμείς τη Βενετία θέλαμε. Και τη θέλαμε όλοι. Για την αγαθότητά της. Για τα επίμονα όνειρά της - φιλόλογος σχεδίαζε να γίνει. Για την ευγένεια και τη διακριτικότητά της. Για το - εκ φύσεως - άρωμα του σώματός της. Για τις ωραίες και ασυνήθιστες λέξεις που χρησιμοποιούσε και που έπεφταν μια μια σαν χάντρες γυαλιστερές, χρωματιστές από το στόμα της που φωσφόριζε, τόσο άσπρα ήταν τα δόντια της. Για την ευφυία της. Και, βρε αδερφέ, για την ομορφιά της. Που εκτός από ασυνήθιστη ήταν και μεγάλη.
Αλλά εγώ την εξεχώριζα και για τα χέρια της. Μου θύμιζαν κύκνους, ερωδιούς και αγριόχηνες, κλαδιά μαγιάτικης αγραπιδιάς, κρέμα γάλακτος, μέλι, φρέσκια μουσταλευριά. Μου μύριζαν κιόλας........ Και μεταξύ σκίνου και λυγαριάς. Και, μυστήριο πράγμα, πίσω από σκίνα και λυγαριές, κατακαλόκαιρο, τα είχα ασπαστεί. Τα ασπάστηκα μια, τα ασπάστηκα δυο, τρεις, τέσσερις φορές, συνέχεια τα ασπαζόμουν, από τα νύχια μέχρι τους αγκώνες, ίσως και παραπάνω, όσο δηλαδή επέτρεπε το πουκαμισάκι της, τ' ασπαζόμουν και δεν έλεγα να πάρω το στόμα μου από το δέρμα της που γλύκιζε - όντως - κι εκείνη τα είχε αφημένα, σαν να μου τα είχε εκχωρήσει για όλη τη νύχτα, ίσως και για όλη τη ζωή. Κι εγώ φιλούσα και φιλούσα και δεν έπαιρνα ανάσα, σκιαζόμουν ότι κάτι θα συνέβαινε και θα μου αφαιρούνταν αυτά τα χέρια, κάτι απαγορευτικό, ζωντανό και ισχυρό όπως η νύχτα φερ' ειπείν, που θα έδινε άλλες διαταγές, πως να μην είμαι πια εγώ ο κάτοχος των χεριών της και να μην τα φιλώ, να μην τα χαϊδεύω άλλο, μα εκεί που με άδραχνε η αγωνία, εκεί ορμούσε και η χαρά σε ριπές και συνέχεια ασπαζόμουν τα χεράκια της.
Αμφιβάλλω - ακόμη και τώρα- αν ποτέ πιστός ασπάστηκε έτσι εικονίσματα. Αν ποτέ ερωτευμένος φίλησε μ' αυτό τον τρόπο το είδωλό του. Και αν υπήρξε άνθρωπος ή θεός που να άντλησε τόση ευδαιμονία, να έζησε έκσταση διάρκειας μιας ολόκληρης νύχτας, φιλώντας και χαϊδεύοντας μονάχα ένα ζευγάρι χέρια, μονάχα αυτά, μια νύχτα παράφορη που την τάραζαν οι εκρήξεις της καρδιάς και την αναστάτωνε ο σπαραγμός και το σπαρτάρισμα ενός αθέατου - τότε - έρωτα ο οποίος είχε κάνει την εμφάνισή του στα ξαφνικά και στα βουβά, στην ερημική παραλία, στην άκρη της πόλης, ακριβώς στο σημείο όπου γεννιόντουσαν τα χελωνάκια, τα γνωστά - πολύ αργότερα - ως καρέττα - καρέττα, και είχε εισβάλει σαν άνθρωπος από άλλον πλανήτη φτιαγμένος από χρυσάφι και ουρανό.
Από νωρίς είχαμε ξεκινήσει για τις Πλάκες που βρίσκονται πέρα κι από τα τελευταία σπίτια, ριγμένες φαρδιά πλατιά στην αγκαλιά της θάλασσας από χρόνους πανάρχαιους, και παραμένουν μέχρι τώρα ανάλλαχτες, παρά τους βανδαλισμούς των παραθεριστών και - προπαντός - των επιχειρηματιών. Πρόκειται για βράχους επίπεδους, λείους και λεπτούς και εκτεταμένους -ό,τι πρέπει για να ξαπλώνεις με τις ώρες - με σημάδια από τα παμπάλαια κτίσματα επάνω τους, χαραγματιές τροχών, αμετακίνητες βάσεις από κίονες, ξεθωριασμένα θραύσματα από αγγεία, διάφορα απολιθώματα. Το χειμώνα που ανταριάζει η θάλασσα, τις κουκουλώνει, η άνοιξη τις στολίζει γαλανά ανθάκια από γυαλολάχανα και το καλοκαίρι τις κατέχουν οι κολυμβητές. Οι νέοι πιο πολύ. Προς τα εκεί κατευθυνόμαστε και είχε φεγγάρι, θαρρώ ολόγιομο, γιατί οι σκούρες πλάκες άσπριζαν, οι ίσκιοι έμοιαζαν πελώριοι και τα κύματα έδειχναν χρωματιστά. Φαίνονταν ήρεμα μα ήταν επί ποδός. Για τα χελωνάκια. Που τρεχοβολούσαν, σέρνονταν ή τρέκλιζαν, ή έκαναν διστακτικά βηματάκια - τα πρώτα τους βήματα - και αγωνίζονταν να φθάσουν στη θάλασσα που τα περίμενε. Σου ανέβαινε ένας κόμπος στο λαιμό να τα παρακολουθείς με τι αγωνία έσπευδαν ν' ανταμώσουν το νερό, μια συγκίνηση που εμείς τ' αγόρια δε θα φανερώναμε ποτέ, κι ας μη θυμηθώ τη χρονιά που μερικοί έβαζαν σημάδι τ' αυγά τους και - τσαφ - έριχναν τα σκληρά νοτισμένα χαλίκια πάνω στ' αυγουλάκια, - τσαφ - και κομματιάζονταν οι ζωούλες, - τσαφ - ό,τι η μάνα καρέττα είχε σκεπάσει με κλάματα κι αναφιλητά. Γιατί - ακουστά θα το 'χετε - όταν φυλάει η καρέττα τα αυγά της, αρχινά ένα κλάμα σαν να της ξεσκίζονται τα σωθικά. Με στεναγμούς. Που βαστάνε ώρες. Βέβαια οι επιστήμονες έχουν να πουν ότι κλαίνε για να καθαρίσουν το σώμα τους από το αλάτι. Ισως. Αλλά οι αναστεναγμοί πώς ερμηνεύονται; Και ποιος προστάζει τα χελωνάκια ν' ανταμώσουν ομαδικώς το κύμα;
Οπως το αντάμωσαν εκείνη τη νύχτα τη φεγγαράτη που άσπριζαν οι Πλάκες, άσπριζε η άμμος, άσπριζαν τα νεογέννητα χελωνάκια, άσπριζαν και τα χέρια της Βενετίας στον κρυψώνα μας, αργά, πολύ αργά, όταν οι άλλοι είχαν βαρεθεί, ή είχαν κουραστεί κι είχαν αποχωρήσει νυσταγμένοι αφήνοντάς μας - τους δυο μας - κατάχαμα στη ζεστή ακόμα άμμο, με συντροφιά το ντροπαλό φλοίσβισμα και το άηχο τρέξιμο των νεογνών καρέττα, γείτονες με αραιούς διάττοντες και με τις φωταψίες των υπερωκεανίων, που πρόβαλαν από τον Κάβο Μαλιά κι έστριβαν αρχοντικά πίσω από το Τσιρίγο για άγνωστες μακρινές θάλασσες και για λιμάνια που θα στοίχειωναν τα όνειρά μου. Αλλά όχι τότε. Οχι ακόμα. Τότε ήμουν κατακυριευμένος από τα χέρια της Βενετίας. Που τα έσφιγγα πάνω μου κι άλλο δεν έκανα παρά να τα ασπάζομαι. Κι άλλο δεν αισθανόμουν από ρίγη. Τα δικά μου ρίγη και τα δικά της. Γιατί το 'βλεπα, κι ας ήμουν εκτός εαυτού, έβλεπα το κοριτσάκι μου να ριγά. Καταλάβαινα τα χεράκια της να τρεμουλιάζουν. Κι όχι μόνο τα χέρια της, μέχρι κάτω στις πατούσες έφθανε το τρέμουλό της, λίγο ακόμα και θ' άρχιζαν να κροταλίζουν τα γόνατά της, όπως και τα δικά μου άλλωστε, που δε με κρατούσαν πια, και γι' αυτό, και δίχως ν' αφήσω τις παλάμες της, ξάπλωσα ανάσκελα στην άμμο που μύριζε σκίνο και χαρουπιά και βρεγμένο καλάμι, αλλά και κάτι δριμύτερο κι ωραιότερο, Βενετία μύριζε και μου 'φερνε διαρκώς λιγοθυμιά, μέχρι που ο ουρανός άρχισε ν' ασπρίζει και οι μακρινές φωνές είχαν σβήσει από ώρα, το ίδιο και το μονότονο και θρηνητικό λάλημα του γκιόνη, μόνο ένα αχνό ανάδεμα ακουγόταν, σαν κάποιος - ή κάτι - να λογάριαζε ν' ανοίξει τα φτερά του αλλά - στο τσακ - το μετάνιωνε, κάποιο άγνωστο νυχτοπούλι ή κάποιος άγγελος Κυρίου ίσως. Και όταν το βουνό, η Βαβύλα, φάνηκε με το πορφυρό περίγραμμα, σηκωθήκαμε με ρούχα φορτωμένα άμμο και υγρασία βαριά, θαλασσινή...
Με το φθινόπωρο αναχώρησα για τη σχολή Πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού της Υδρας. Εσώκλειστος. Και οι δικοί μου μετακόμισαν στον Πειραιά - στην Καλλίπολη - και αργότερα, μετά το πέρας των σπουδών μου, που κράτησαν τρία χρόνια, έκανα το εκπαιδευτικό ταξίδι, δόκιμος για δεκατέσσερις μήνες σ' εμπορικό, στην άκρη του κόσμου έφθασα και μου φαινόταν ότι δεν τα χορταίνει κανείς τα ταξίδια, πλάνη, βέβαια, και στο μεταξύ χάσαμε τον πατέρα μου σε ναυάγιο πέρα στη Θάλασσα της Κίνας, κι ήρθαν στο σπίτι μας τα πάνω κάτω, κι έπειτα ήταν και το στρατιωτικό μου, και με την απόλυσή μου μπαρκάρισα ανθυποπλοίαρχος σ' ένα χιώτικο γκαζάδικο, ανάποδος ο πλοιοκτήτης, κι είχε και τους ρουφιάνους του, μου 'ρχότανε να τα παρατήσω, έλα όμως που είχα υποχρεώσεις με τον αρραβώνα της αδελφής μου, κι έμεινα. Και πέρασαν χρόνια και καθώς το είχαμε δώσει το σπίτι μας δεν κατέβηκα στον τόπο μου, κι έτσι ξέχασα. Πολύ θέλει κανείς για να ξεχάσει;
Στα μέρη μας αξιώθηκα να ξαναπάω πέρσι το καλοκαίρι. Είχε ακούσει η σύζυγος για τις καθαρές θάλασσες του Λακωνικού κι επέμενε. Για τα παιδιά, έλεγε, αλλά κι ελόγου της, έτσι κι έμπαινε στο νερό ξεχνούσε να βγει, και καθόμουν μέχρι αργά στο δωμάτιο του ξενοδοχείου διαβάζοντας, είχα μαζί μου το Μπόμπι Ντικ του Χέρμαν Μέλιβιλ, δεν ήθελα να κυκλοφορήσω, είχαν αλλάξει όλα, κι οι δρόμοι, και τα σπίτια και - προπαντός - οι άνθρωποι, μονάχα οι Πλάκες είχαν παραμείνει όπως τις ήξερα, στιλπνές, με τ' αρχαία λείψανα και με τη δυνατή μυρωδιά της ανοιχτής θάλασσας. Στα σκίνα απ' όπου ροβόλαγαν τα χελωνάκια, είχε υψωθεί ένα ξενοδοχειακό συγκρότημα θεριό. Πλακώθηκε η καρδιά μου σαν το είδα, μα - ως συνήθως - υποχώρησα και μείναμε σ' αυτό και ξάπλωνα με τις ώρες και δεν πολυέβγαινα, αισθανόμουν πληγωμένος, αμήχανος και ντροπιασμένος που άφησα και τη μουσική από το μπαρ και κάπου - κάπου κάποιο πλεούμενο που πλησίαζε κι ένα πρωί - κατά τις έντεκα - χτύπησε η πόρτα του δωματίου, χτύπημα αβέβαιο κι είπα «Εμπρός, ποιος είναι;», «Υπηρεσία. Να καθαρίσω το δωμάτιό σας;». Ρώτησε μια γυναίκα και της είπα «Μάλιστα, περάστε, ετοιμαζόμουν να βγω...», κι εκείνη μπήκε με τα σύνεργά της της καθαριότητας, ιδρωμένη, κουρασμένη, πανύψηλη κι αγέλαστη, με μουσκεμένη την καφετιά ρόμπα της καθαρίστριας.«Καλημέρα σας...» κούνησε το κεφάλι βαστώντας με μπλαβιασμένα δάχτυλα τον κουβά και τη σφουγγαρίστρα και στη μασχάλη της είχε μαγκωμένα κάτι πλαστικά γάντια που έσταζαν και παραμέρισε να βγω και την ώρα που έφτανα στην πόρτα γύρισα και την ξανακοίταξα, κάτι με είχε ξαφνιάσει, ένα άρωμα είχε απλωθεί στο δωμάτιο, άρωμα ξεχασμένο, μυρωδιά από σκίνα και από λυγαριά και στην αρχή δεν ήξερα από πού ερχόταν, ίσως κανένα καινούριο απορρυπαντικό, σκέφθηκα, ώσπου η γυναίκα χαμογέλασε κάπως αναίτια και περίεργα και μονομιάς αντιλήφθηκα την προέλευση του αρώ

Οταν η επιστήμη πάει για ... μπόουλινγκ


Οταν η επιστήμη πάει για ... μπόουλινγκ
Ή πώς τεράστια επιστημονικά κεφάλαια (σε ανθρώπινους και υλικούς πόρους) δαπανώνται για έρευνες, που εξυπηρετούν το καπιταλιστικό κέρδος και μόνο, όταν πολλοί ερευνητικοί τομείς μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος βρίσκονται μονίμως στην «ανέχεια»
Το ρομπότ που παίζει μπόουλινγκ και δίπλα ένας από τους πρωταθλητές που το μηχάνημα χρησιμοποιεί σαν πρότυπο (φωτ. από το περιοδικό «Discover»)
Καταρχήν δεν έχουμε τίποτα με το μπόουλινγκ, ούτε είμαστε γενικά αντίθετοι με τη λελογισμένη εφαρμογή επιστημονικών ανακαλύψεων και τεχνολογικών εφευρέσεων στον αθλητισμό. Για παράδειγμα, το ρεκόρ στο άλμα επί κοντώ, ωφελήθηκε πολύ την περασμένη δεκαετία από τη βελτίωση στο υλικό των κονταριών. Βέβαια, αν ο στόχος πρέπει να είναι το σώνει και καλά γρήγορο και εντυπωσιακό ανέβασμα των ρεκόρ, για να εξυπηρετηθεί η βιομηχανία του αθλητικού θεάματος, ή αντίθετα ο συναγωνισμός των αθλητών σε αγώνες με βάση το αθλητικό πνεύμα και την καλλιέργεια σώματος και πνεύματος που έχει προηγηθεί, είναι μια άλλη ιστορία. Θα χρησιμοποιήσουμε, λοιπόν, μόνο ως αφορμή το γεγονός που θα αναφερθεί στη συνέχεια.
Ρομπότ μπόουλερ!
Το πρώτο ρομπότ που παίζει μπόουλινγκ και μάλιστα σαν επαγγελματίας είναι γεγονός. Βρίσκεται στο Μίτσιγκαν των ΗΠΑ, έχει 3 μέτρα ύψος, 6,5 μήκος, ζυγίζει 8 τόνους και ελέγχεται από έναν μικροεπεξεργαστή Pentium. Μοιάζει πολύ με βιομηχανικό ρομπότ, έχει δηλαδή μορφή βραχίονα με μια ιδιόμορφη λαβή στο άκρο του, για να πιάνει την μπάλα του μπόουλινγκ, να την περιστρέφει και να την εκτοξεύει με απόλυτη ακρίβεια. Κατασκευάστηκε, ώστε, παραμερίζοντας την αστάθεια του παράγοντα άνθρωπος και προσφέροντας σχεδόν 100% επαναληψιμότητα στις βολές, να επιτρέψει τη βελτίωση της μπάλας του μπόουλινγκ στα όρια της σημερινής τεχνολογίας.
Ηδη έχουν κατασκευαστεί αρκετές μπάλες, με βάση τις μετρήσεις από τις βολές του ρομπότ αυτού. Κάθε νέα μπάλα που κατασκευάζεται από τα εργαστήρια έρευνας και ανάπτυξης υψηλής απόδοσης μπαλών μπόουλινγκ (!) της εταιρίας «Μπρούνσβαϊκ» δοκιμάζεται από το ρομπότ, για να διαπιστωθεί αν πράγματι προσφέρει πλεονεκτήματα.
Οσοι, βέβαια, ξέρουν καλά μπόουλινγκ, θα γνωρίζουν ότι όσο τέλεια κι αν είναι η μπάλα, όσο λείος και σωστά αλειμμένος με το κατάλληλο λιπαντικό ο διάδρομος, αρκεί ένα ανεπαίσθητο ανθρώπινο λάθος κατά τη ρίψη της μπάλας, για να κάνει μια βολή μερικώς ή πλήρως αποτυχημένη. Προς τι λοιπόν όλη η φασαρία; Οπωσδήποτε οι νέες ακριβές μπάλες που δημιουργήθηκαν με τη βοήθεια του ρομπότ θα κάνουν έναν επαγγελματία ακόμα πιο επαγγελματία και έναν πλούσιο απλό παίχτη ισοδύναμο ή και καλύτερο από έναν φτωχό ταλαντούχο απλό παίχτη.
«Καταβόθρες» πόρων
Μήπως αυτή η έρευνα για τις μπάλες του μπόουλινγκ μπορεί να έχει σαν θετική παρενέργεια τη δημιουργία τεχνολογιών γενικότερης σημασίας και αξίας; Το επιχείρημα αυτό ακούγεται επανειλημμένα όποτε η επιστήμη χρησιμοποιείται για τον παραπέρα πλουτισμό των καπιταλιστών και συχνά δεν έχει βάση. Τις περισσότερες φορές είναι η βασική έρευνα που μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές αναπάντεχες χρήσιμες εφαρμογές. Βέβαια, κι η εφαρμοσμένη έρευνα μπορεί να έχει απρόσμενες εφαρμογές, όταν, στο πλαίσιο ενός συνήθως μεγάλου και συγκεκριμένου στόχου, (π.χ. η αποστολή ανθρώπων στο φεγγάρι) οδηγεί σε επιμέρους τεχνολογίες, που επιλύουν προβλήματα για τα οποία δεν είχαν διατεθεί μέχρι τότε ερευνητικοί πόροι. Ομως, ξαναγυρίζοντας στο παράδειγμα, οι καλύτερες μπάλες μπόουλινγκ απλώς συνδυάζουν αποτελέσματα της επιστήμης των υλικών και της επιστήμης των υπολογιστών, χωρίς να προσφέρουν τίποτα καινούριο.
Σε ανάλογης σημασίας για το κοινωνικό σύνολο δραστηριότητες ξοδεύονται καθημερινά εκατομμύρια δολάρια και αφιερώνονται σημαντικοί ανθρώπινοι πόροι. Και δε μιλάμε μόνο για πόρους εταιριών, που κι αυτοί, σε τελευταία ανάλυση, από το κοινωνικό σύνολο προέρχονται και σ' αυτό θα έπρεπε να επιστρέφουν, αλλά και για ακαδημαϊκούς πόρους, που τουλάχιστον σε χώρες όπως η δική μας υποτίθεται ότι ανήκουν σε όλους.
Ερευνα για ποιον;
Φυσικά, όλα αυτά τα εξεζητημένα δε συγκρίνονται σαν καταβόθρες πόρων με τα ερευνητικά προγράμματα για νέα όπλα και τη βιομηχανία κατασκευής τους. Και αν η έρευνα για καλύτερες μπάλες μπόουλινγκ είναι από μια μεριά ανώδυνη για την ανθρωπότητα, τα όπλα εξ ορισμού δεν είναι. Αλλά, η σχέση επιστήμης και εμπορίου όπλων είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο, που θα το θίξουμε με άλλη ευκαιρία στο μέλλον.
Ας μη γίνει παρανόηση. Δεν αρκεί η επιστήμη, για να λυθούν προβλήματα όπως η πείνα και η εξαθλίωση στον κόσμο, η ρύπανση του περιβάλλοντος, η αλλοτρίωση της ανθρώπινης ζωής. Ούτε καν και μικρότερα ή επιμέρους ανάλογα προβλήματα. Τα προβλήματα αυτά είναι πολιτικά και η επιστήμη θα μπορούσε να κατευθυνθεί έτσι ώστε να παίξει θετικό ρόλο στην αντιμετώπισή τους, αντί για αρνητικό, όπως συχνά συμβαίνει σήμερα. Αλλά και μόνο η στροφή της προς αυτή την κατεύθυνση προϋποθέτει και συμβαδίζει με αλλαγές σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο. Αλλαγές που τελικά θα γκρέμιζαν τον κυρίαρχο σήμερα -στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου- θεό του κέρδους και θα έβαζαν στο προσκήνιο σαν κίνητρο δράσης την πανανθρώπινη ευτυχία.

Σταύρος ΞΕΝΙΚΟΥΔΑΚΗΣ

Το μεγαλείο του «Ερμιτάζ»
Αυτοί που ξέρουν το περίφημο μουσείο «Ερμιτάζ» στο Λένινγκραντ είναι πολύ περισσότεροι από όσους είχαν την αγαθή τύχη να το επισκεφτούν. Η φήμη του έχει ξεπεράσει εδώ και δεκαετίες τα σύνορα της πρώην ΕΣΣΔ και όσα και να πει κανείς είναι δύσκολο να παραθέσει όλους τους λόγους που - δικαίως - τη δημιούργησαν. Το μόνο, και γνωστό, που μπορούμε να πούμε εδώ είναι ότι το «Ερμιτάζ» συγκαταλέγεται στα κορυφαία μουσεία όλου του κόσμου.
Σχετικά πρόσφατα, το μουσείο, ανταποκρινόμενο στα κελεύσματα της εποχής, απέκτησε τη δική του ηλεκτρονική «σελίδα» στο διαδίκτυο. Ετσι δίνεται η ευκαιρία σε εκατομμύρια ανθρώπους από όλο τον κόσμο να πάρουν μια μικρή «γεύση» από το μεγαλείο του. «Γεύση» που όμως, όχι απλά δε «χορταίνει» τον «ηλεκτρονικό» επισκέπτη, αλλά αντίθετα, του ανοίγει περισσότερο την όρεξη και τη λαχτάρα να το επισκεφθεί «ζωντανά».
Ο επισκέπτης της ιστοσελίδας έχει τη δυνατότητα να πληροφορηθεί ό,τι τον ενδιαφέρει γύρω από το μουσείο, να μάθει την ιστορία του, τις συλλογές και τις εκθέσεις του, αλλά και να λύσει τις τυχόν απορίες του. Επίσης, μπορεί να πληροφορηθεί τα τελευταία νέα που αφορούν το μουσείο και να «ξεναγηθεί» εικονικά σε επιλεγμένα εκθέματα. Μπορεί επίσης να απολαύσει πανοραμικές εικόνες του μουσείου, αλλά και φωτογραφίες από το εσωτερικό του, καθώς και εικόνες της πόλης.
Ομως, η ιστοσελίδα δίνει τη δυνατότητα και για πιο στενές επαφές με το μουσείο, το οποίο φαίνεται ότι περνάει τραγικές οικονομικές στιγμές, θύμα κι αυτό της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στην πρώην ΕΣΣΔ. Ετσι, δημιουργήθηκε ένας Σύλλογος Φίλων του «Ερμιτάζ», στον οποίο μπορεί να γίνει μέλος ο καθένας με διαφορετικές παροχές, ανάλογα με τα χρήματα που θα δώσει. Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι του μουσείου προσδοκούν με αυτόν τον τρόπο να περισώσουν ό,τι μπορεί να περισωθεί, προσπαθώντας να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους και το μεγαλείο του μουσείου. Αναγκάζονται, λοιπόν, να βγάλουν «ταρίφες» 100, 200 και 500 δολαρίων συνοδευόμενες από μερικές παραχωρήσεις και εκπτώσεις προς τους επισκέπτες - «μέλη» του «συλλόγου». Ηδη, όπως προκύπτει από την ιστοσελίδα, το «Ερμιτάζ» φαίνεται πως διατηρείται χάρη σε μια ατέλειωτη λίστα «χορηγών», που την αποτελούν μεγάλες πολυεθνικές και ρώσικες εταιρίες. Γεγονός που μάλλον τρομάζει παρά καθησυχάζει για το μέλλον του. Η ηλεκτρονική διεύθυνση είναιhttp://www.hermitagemuseum.org.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ Ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση



ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ
Ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση
«Θα 'μουνα έξι ετών, όταν μέσα στον ηλεκτρικό Αθηνών - Πειραιώς έβλεπα δύο κόσμους, χωρίς κανένας να μου μιλάει γι' αυτούς: Γυναίκες με καπέλα παριζιάνικα, με λουλούδια ή φτερά, με κοσμήματα ευρωπαϊκά και δίπλα Καστελοριζιές - γυναίκες απ' το Καστελόριζο - με μεταξωτές ριγωτές κάλτσες, με τα χρυσοκέντητα βελούδινα πανωφόρια τους, με τον κεφαλόδεσμό τους σαν της Παναγίας. Ανατολίτισσες και Παριζιάνες πηγαίνανε στην εκκλησία... Τι φοβερό να γεννηθείς σ' ένα χωριό που είναι σταυροδρόμι. Πικρό προνόμιο».
Τις δύο βασικές αναζητήσεις της εικαστικής δημιουργίας του Γιάννη Τσαρούχη επιχειρεί να παρουσιάσει η μεγάλη έκθεση έργων του, που φιλοξενείται στο ισόγειο του εργοστασίου Φιξ. Τίτλος της: «Γιάννης Τσαρούχης. Ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Επιλογές από τη Συλλογή του Ιδρύματος Γ. Τσαρούχη». Πρόκειται για τη μεγαλύτερη, μετά θάνατον, έκθεση έργων του καλλιτέχνη, η οποία περιλαμβάνει ζωγραφικές δημιουργίες, προσχέδια και σκηνογραφικές μακέτες, που προέρχονται αποκλειστικά από τη συλλογή του Ιδρύματος - Μουσείου Γ. Τσαρούχη. Χωρίς να έχει αναδρομικό χαρακτήρα, καλύπτει ένα ευρύ χρονικό φάσμα της δημιουργικής πορείας του καλλιτέχνη, από τα μέσα της δεκαετίας του '20 έως τη δεκαετία του '80. Η συλλογή του Ιδρύματος Γ. Τσαρούχη αριθμεί 4.000 περίπου έργα και περιλαμβάνει όχι μόνο γνωστά και εντελή ζωγραφικά έργα αλλά και ενδιαφέρουσες ημιτελείς σπουδές, ασκήσεις, αντιγραφές και παραλλαγές του ίδιου θέματος, επιτρέποντας μια διείσδυση στην ίδια τη δημιουργική διαδικασία.
Ερμηνευτικός πλούτος
Η επιμελήτρια της έκθεσης και διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, Αννα Καφέτση , επέλεξε αυτά που«μας φέρνουν εγγύτερα στον γενετικό πυρήνα της καλλιτεχνικής πράξης», εκεί όπου μπορεί να δει κανείς το ίδιο θέμα δουλεμένο σε πολλές παραλλαγές και με διαφορετικές τεχνοτροπίες, υλικά και τεχνικές. Ο ερμηνευτικός πλούτος, που προσφέρει αυτό το πρωτογενές υλικό εργαστηρίου, αποκαλύπτει αμφιταλαντεύσεις, δισταγμούς και παλινδρομήσεις του δημιουργού.
Κύριος στόχος της έκθεσης, όπως φαίνεται και από το διλημματικό χαρακτήρα του τίτλου, είναι να αναδείξει ως πηγή δημιουργικότητας και καλλιτεχνικού πλουραλισμού τη μόνιμη αισθητική ταλάντευση του Γιάννη Τσαρούχη, ανάμεσα σε δύο διαφορετικές και αντιτιθέμενες πολιτισμικές πραγματικότητες και παραδόσεις.

Εκτός από τις πολυπληθείς διαχρονικές καλλιτεχνικές αναφορές, ο επισκέπτης της έκθεσης θα έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει τη διαρκή αναμέτρηση του τσαρουχικού έργου με δύο αντικρουόμενα συστήματα αναπαράστασης, το χρωματικό («ανατολίτικο») και το ψευδαισθησιακό («δυτικό»).
Οπως σημειώνει στον κατάλογο η Α. Καφέτση, «μέσα από το υλικό της έκθεσης μπορεί κανείς να διαπιστώσει όχι μόνο την πολυμερή ενασχόληση με καλλιτεχνικές μορφές και πρακτικές τόσο διαφορετικές όσο οι λαϊκές - διακοσμητικές τέχνες, η υφαντική, η αγιογραφία, η κοσμική ζωγραφική του φορητού πίνακα, η θεατρική σκηνογραφία, η ποίηση, το γράψιμο και η σκηνοθεσία, αλλά και μια εξίσου ενθουσιώδη έλξη από το θέατρο σκιών του Καραγκιόζη και το αρχαίο δράμα, την όπερα και το ρεμπέτικο τραγούδι, το μπαλέτο και το ζεϊμπέκικο χορό».
«Ο θεατής έχει επίσης την ευχέρεια να παρακολουθήσει τη μαθητεία και άσκηση του ζωγράφου σε περιοχές της εικαστικής παράδοσης, που στις αρχές της δεκαετίας του '30 συνδέονται με το βυζαντινό-λαϊκό ιδίωμα του Κόντογλου, την "αφελή" ζωγραφική του Θεόφιλου και των αφισών του Δεδούσαρου και του Σ. Σπαθάρη . Στη συνέχεια ανοίγονται προς την αρχαία ελληνική αγγειογραφία και την ελληνιστική και κοπτική ζωγραφική και διευρύνονται τις τελευταίες δεκαετίες με το μπαρόκ, τους Ολλανδούς και Γάλλους ζωγράφους του 17ου αιώνα, τους νατουραλιστές του 19ου αιώνα και τη ζωγραφική των κεντρο- ασιατικών τοιχογραφιών... Αντίθετα, ο διάλογος με σύγχρονους Ευρωπαίους καλλιτέχνες περιορίζεται κατά κύριο λόγο στον Ματίςκαι λιγότερο στον Πικάσο».
Οκτώ ενότητες
Το υλικό της έκθεσης χωρίζεται σε οκτώ ενότητες, αποκαλύπτοντας διάφορες όψεις του αισθητικού διχασμού του ζωγράφου, μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Σε κάθε μια από τις ενότητες προβάλλεται το κύριο ταξινομικό γνώρισμα.

Στην «Ασκηση» ο ζωγράφος μαθητεύει και δοκιμάζει τις δημιουργικές του ικανότητες μέσα από πολλούς και διαφορετικούς δρόμους. Στην«Αντιγραφή» τα πολλαπλά και ετερογενή αντιγραφικά του ενδιαφέροντα κεντρίζονται από επώνυμες και ανώνυμες μορφές τέχνης και διασταυρώνονται με την έφεσή του να προετοιμαστεί για την αντιγραφή της πραγματικότητας. Η ενότητα «Σχέδιο - Χρώμα» παρακολουθεί τη δημιουργική διαδικασία από το αρχικό νατουραλιστικό προσχέδιο με μολύβι, στο τελικό χρωματικό έργο. Στην «Επανάληψη» «ο θεατής παρακολουθεί ταυτόχρονες παλινδρομήσεις και μια άοκνη άσκηση πάνω στους δύο αναπαραστατικούς τρόπους, τη νατουραλιστική μίμηση και το χρωματικό εξπρεσιονισμό». Με τα έργα αυτά αναδεικνύεται ο διχασμός του ζωγράφου ανάμεσα στους δύο ελκυστικούς γι' αυτόν τρόπους πραγμάτευσης του θέματος.
Στην ενότητα «Διακειμενικότητα» παρακολουθούμε ένα ευρύτατο πλέγμα διακειμενικών σχέσεων με τεχνοτροπίες και έργα από την ιστορία της τέχνης στην Ευρώπη και την Ανατολή. Αναφέρουμε τον υπόλευκο ή κεραμιδί κάμπο της αρχαίας αγγειογραφίας και των αφισών του Καραγκιόζη, τις ανώνυμες φωτογραφίες πλανόδιων φωτογράφων, τα πορτρέτα του Φαγιούμ, τις νέγρικες μάσκες του κυβισμού, έργα των Καραβάτζιο, Βερμέερ, Κουρμπέ... Στην ενότητα «Σχέδιο - Οφθαλμαπάτη» συγκεντρώνονται έργα, στα οποία επιχειρείται η επιστροφή σε αρχές και αξίες της κλασικής ζωγραφικής, ενώ στην «Αλληγορία» εντάσσονται σχεδιαστικές και ζωγραφικές παραλλαγές του έργου «Τέσσερις Εποχές» και τρία δείγματα της σειράς «Δώδεκα Μήνες». Τέλος, στην ενότητα «Σκηνή» αντιπαρατίθενται ζωγραφικά έργα με θεατρική δράση, σκηνογραφική ή και σκηνοθετική πρόθεση. Μακέτες σκηνογραφίας που προορίζονταν για όλα σχεδόν τα θεατρικά είδη, και επιπλέον για όπερα και μπαλέτο.
«Είχα καταλάβει», έγραφε ο Γ. Τσαρούχης, «πως δεν υπήρχαν μόνο δύο ζωγραφικές αλλά και δύο κόσμοι. Υπήρχαν δύο μουσικές, δύο τρόποι να ντύνονται οι άνθρωποι, δύο τρόποι να χορεύουν και να τραγουδούν, δύο τρόποι να φέρονται. Υπήρχε η Δύση και η Ανατολή...Ενα μεγάλο μέρος της δραστηριότητός μου το κατανάλωσα για να γνωρίσω αυτούς τους δύο κόσμους. Επανέρχομαι κάθε τόσο σ' αυτές τις δύο αντιλήψεις, πότε στη μία, πότε στην άλλη, και αυτό σχηματίζει την ιστορία της ζωγραφικής μου...».

Ηλιάνα ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ

Καθ' οδόν... στον Κεραμικό


Καθ' οδόν... στον Κεραμικό
Κυριακή σήμερα, και καιρού επιτρέποντος λέμε να κάνουμε έναν ωραίο περίπατο. Αποφασίσαμε να επισκεφτούμε τον Κεραμεικό. Ερχεστε; Πάμε, λοιπόν, και ας μην καθυστερούμε και στο δρόμο τα λέμε. Λέμε ο καθένας μας, όσα δεν έχει λησμονήσει απ' όλα όσα είχε μάθει σε νεαρή ηλικία. Φύγαμε!
Ο Παυσανίας μάς λέει ότι ο Κεραμεικός οφείλει την ονομασία του στον Κέραμο, τον ήρωα τον κεραμέων, το γιο του Διονύσου και της Αριάδνης. Τα ακριβή όρια του δήμου Κεραμέων δεν είναι εντελώς γνωστά, όμως, μερικά ορόσημα, που αποκαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές και φέρουν την επιγραφή: «Ορος Κεραμεικού», καθώς και οι γραπτές μαρτυρίες, δίνουν κάποια σημεία αναφοράς για την έκτασή του. Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα γνωρίζουμε, ο Κεραμεικός εκτεινόταν, τουλάχιστον, από τη βορειοδυτική παρυφή της Αγοράς των Αθηνών ως το δάσος του ήρωα Ακάδημου, που βρίσκεται σε απόσταση ενάμισι χιλιομέτρου από τη Φιλοσοφική Σχολή, που ίδρυσε ο Πλάτωνας. Ο Παυσανίας περιγράφει ότι περίπου όλη η Αγορά αποτελούσε μέρος του Κεραμεικού.
Μετά από τους καταστροφικούς, αλλά τελικά νικηφόρους, πολέμους κατά των Περσών και την ολική καταστροφή της Αθήνας, μετά από απόφαση του Θεμιστοκλή, το 478 π.Χ. η Αθήνα οχυρώθηκε με ένα νέο τείχος, που περιέβαλε και διεύρυνε την πόλη προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο νέος οχυρωματικός περίβολος έφερε μεγάλες αλλαγές σε όλη την Αθήνα και ιδιαίτερα στο Δήμο των Κεραμέων, τον οποίον χώρισε στα δύο. Το ένα μέρος βρισκόταν τώρα μέσα και το άλλο έξω από την οχύρωση. Η μια πύλη έγιναν δύο: Η «Ιερά Πύλη» και το «Δίπυλο». Αυτά τα λίγα, τα ελάχιστα, μάς έρχονται στο νου καθώς σιωπηλοί και, νιώθοντας μια έντονη συγκίνηση, περπατάμε μέσα στον Κεραμεικό στην «Οδό των Τάφων», στην «Ιερά Οδό» στην Ιερά Πύλη, στο Δίπυλο, στην Αγορά. Το Προάστιο είναι η οδός, που βγαίνει από την Ιερά Πύλη και διασχίζει τον Κεραμεικό και, σύμφωνα με τις επιγραφές, είναι η «Ελευσίνια Οδός». Ο λαός, αντίθετα, την ονομάζει «Ιερά Οδό» γιατί ήταν ο δρόμος που ακολουθούσε η μεγάλη πομπή των μυστηρίων της Δήμητρας για την Ελευσίνα.

Για μια στιγμή, έτσι καθώς μαγεμένοι προχωράμε, συνειδητοποιούμε ότι ακολουθούμε το ίδιο δρομολόγιο του Παυσανία στο επίπεδο του δρόμου της ύστερης κλασικής εποχής. Βλέπουμε να εκτείνεται εμπρός η ίδια εικόνα με εκείνη του οδοιπόρου του 4ο π.Χ αιώνα και να μας συνοδεύει το ποταμάκι ρυάκι, λίγο στεγνό βέβαια, του Ηριδανού. Μόλις φτάσουμε στην «Ιερά Πύλη» θα δούμε τρεις μεγάλους τύμβους. Οσα και να δούμε, τα μάτια μας δε χορταίνουν και θέλουμε να ξανάρθουμε, αφού ξαναδιαβάσουμε περισσότερα για την ιστορία. Μια μικρή βόλτα, όπως η σημερνή, δε φτάνει. Πήραμε μια γεύση από το παρελθόν και μας άνοιξε η όρεξη. Θα ξανάρθουμε. Και σύντομα μάλιστα.
Τρενάκι, μια αιωνιότητα και κάτι... .
Στο Βόλο, λοιπόν. Και σαν τελειώσαμε ό,τι είχαμε να κάνουμε, σκεφτήκαμε να χαρίσουμε 30 ώρες στον εαυτό μας. Τριάντα ολόκληρες ώρες, μια υπέροχη αιωνιότητα μας φάνηκε. Μια αιωνιότητα, που αλίμονο τέλειωσε, όπως τελειώνουν όλες οι «ανθρώπινες αιωνιότητες». Θα ρωτήσει κανείς, πώς διαθέσαμε όλες αυτές τις ώρες; Κάναμε πολλά και διάφορα. Διάφορα και καθόλου αδιάφορα, μα ανεξίτηλο στη μνήμη μας μένει η στιγμή εκείνη που υλοποιήσαμε ένα παλιό μας όνειρο, που εκπληρώσαμε μια μεγάλη επιθυμία: Να ταξιδέψουμε με το τρενάκι του Πηλίου, που συμπλήρωνε 103 χρόνια λειτουργίας -τότε- σήμερα συμπληρώνει τα 105. Να κάνουμε αυτήν την υπέροχη διαδρομή, να ξαναπεράσουμε πάνω από τη γέφυρα του Ντε Κίρικο (πρόκειται για τον πατέρα του μεγάλου ζωγράφου) και να θαυμάσουμε τη θέα. Θέα, που μας είχε μαγέψει κάποτε όταν είμαστε παιδιά και παρ' όλες τις δεκαετίες που πέρασαν δεν είχε διαλυθεί. Ανανεώσαμε τη μαγεία, αλλά και την υπόσχεση να το επαναλάβουμε ακόμη μια φορά για να νιώσουμε και πάλι αθώοι, άπειροι, χωρίς πληγές, χωρίς απογοητεύσεις.
Το τρενάκι του Πηλίου άρχισε να κατασκευάζεται το 1894. Το πρώτο τμήμα της γραμμής Βόλου - Λεχωνιών, μήκους 12 χιλιομέτρων, λειτούργησε το 1895. Το 1903 ολοκληρώθηκε και το υπόλοιπο τμήμα, μήκους 16 χιλιομέτρων, έως τις Μηλιές. Η γραμμή λειτούργησε ως το 1971 και εξυπηρετούσε τις ανάγκες των κατοίκων του Ανατολικού Πηλίου, μετά όμως διεκόπη. Και μετά από πολλά χρόνια, μόλις το 1996, το «αγέραστο» τρενάκι άρχισε πάλι να σφυρίζει ανέμελα, νεανικά, χαρούμενα. Από φέτος την άνοιξη το τρενάκι θα πηγαίνει ακόμη πιο γρήγορα, αφού αποκτά καινούριους ντιζελοκινητήρες, οι οποίοι θα αυξήσουν τη μεταφορική ικανότητα και την αξιοπιστία των δρομολογίων του. Οποιος βρεθεί στο Βόλο ας μην το αναβάλει, πάρτε το τρενάκι ανεβείτε μέχρι τις Μηλιές και ξανακατεβείτε. Θα μας θυμηθείτε. Ισως συναντηθούμε σε κάποιο σταθμό, καθώς το τρενάκι θα σφυρίζει και θα σιγανομουρμουρίζει κάποιον νεανικό εύθυμο σκοπό.

TOP READ