30 Ιουλ 2012

Δεν αναστέλλουμε τη ζωη μας!


Δεν αναστέλλουμε τη ζωη μας! 




Ελα ρε Σάκη,


Χαθηκες απ τη παρεα και μου ελεγαν τα παιδια οτι εισαι τωρα χωρις δουλεια. Κατι θα βρεθει. Ειμαστε πια πολλοι αυτοι που ειτε εχουμε μια κωλοδουλεια, ειτε δουλευουμε περιστασιακα, ειτε ειμαστε τον περισσοτερο καιρο ανεργοι, προσπαθωντας να επιβιωσουμε, ξεχνωντας πως ζουσαμε μερικα χρονια πριν.


Προτιμησαμε σαν λαος και παλι την ευκολη λυση, οπως συνηθως. Ειναι ενας πολεμος αυτο που γινεται, εκει εξω, δεν το εχουμε συνειδητοποιησει στο βαθμο που χρειαζεται σημερα. Πιστευα και πιστευω οτι χρειαζεται να ειμαστε καλυτερα εξοπλισμενοι για να αντιμετωπισουμε το συστημα, αλλα εμεις βρισκομαστε ακομη στο ...μετεωρο βημα του πελαργου!


Νιωθω να διαλυομαι καθημερινα. Εχω γινει εκατο κομματια και δεν ειμαι πια αυτος που ημουν 10, 15  χρονια πριν. 
Ποιοι ημασταν; 20χρονα παιδια που μετραγαμε τις μερες με το ποσα κουπονια κοβαμε...Θυμασαι οταν καναμε αφισοκολληση, οταν ανεβαιναμε με τα ποδια, δε ξερω κι εγω ποσα πατωματα, για να δωσουμε τον Ριζο, οταν καναμε και κανενα γλεντακι με ο τι ειχε ο καθενας στη τσεπη, τη τσεπη μας που ποτε δεν ειχε πολλα! 
Ετσι ζουσαμε τοτε, ετσι μαθαμε. Ομως η ζωη εχει αλλαξει, ή καλυτερα μας εχουν αλλαξει τα φωτα και εμεις δεν λεμε να το καταλαβουμε, ειμαστε ακομη σ ενα σοκ μετα τα αποτελεσματα που χωρισαν την Ελλαδα σε φασιστες και μη, γιατι εγω ετσι μονο το βλεπω. Για ποτε εκφασιστηκε αυτη η χωρα, δεν το εχουμε ακομη καλα καλα παρει ειδηση..


Και τωρα τι κανουμε; Τα εμαθες για την Χαλυβουργια. Μαζευουμε και παλι τα ...χιλιαδες κομματια του εαυτου μας, της ταξης μας! Μετα απο 272 μέρες διεκδίκησης του δικαιώματος στην ζωή και την αξιοπρέπεια. Τουλαχιστον εκεινοι εκαναν το χρεος τους. 


Εμεις ομως; 


Ποσοι απο εμας εχουμε το σθενος να σταθουμε απεναντι σε τετοιους καλοστημενους μηχανισμους; Ποσοι εχουμε τα κοτσια να πουμε μεχρι εδω και μη παρεκει; Λιγοι, πολυ λιγοι, ρε Σακη και ολο και λιγοστευουμε.


Φτασαμε να φοβομαστε οχι να...πεθανουμε, στα 2012, αλλα να συνεχισουμε να ζουμε σ εναν διαφορετικο κοσμο απ αυτον που ξεραμε... Η επιβίωση εγινε πιο σημαντικη απο την ιδια τη ζωη...
Ο τρόπος που μας έμαθαν να σκεπτομαστε αλλαζει καθημερινα. Ο μεσος Ελληνας θυμώνει, βρίζει, αγανακτει, ομως ακομα δεν καταλαβε με ποιον πρεπει να τα βάλει, δεν γνωρίζει την αιτία, δεν ξέρει σε τι οφείλεται η κατάσταση που μας εριξαν τα...λαμογια, (παντα φταινε οι αλλοι, οχι οι επιλογες μας!).
Ετσι χαθηκαν τα δικαιώματά μας, χωρις να μπορουμε να νικησουμε την βαρβαροτητα που απλωνεται γυρω μας και απειλει να γινει οικουμενικη, αν δεν βρουμε τον τροπο να τη σταματησουμε (και μεχρι τωρα δεν τον εχουμε βρει).


Μας εχουν αραγε αλλοτριωσει τοσο πολυ ωστε δεν συνειδητοποιουμε ακομη και το ιδιο μας το συμφερον και οι περισσοτεροι δεν τολμουμε ουτε καν ν αναλογιστουμε οτι μπορει να υπαρχει καποια αλλη λυση, απο το να σκυβει κανεις συνεχως το κεφαλι και να δεχτεται μειωσεις μισθων, απολυσεις και ενα αυταρχικο καθεστως που δουλευε και δουλευει υπουλα ολο αυτο το διαστημα αποπροσανατολιζοντας συνειδησεις, βαζοντας μας σε ενα τουνελ οπου χανομαστε ολο και πιο βαθεια με οσα ακουμε...


Και δεν ειναι και λιγα ολα τα οπλα που εχει το συστημα που εχει συμφερον οταν εμεις ως εργαζομενοι διαφωνουμε και μεταξυ μας ακομη και για το τι ειναι ...ρατσισμος και τι δεν ειναι. Αντι να βλεπουμε τη μεγαλυτερη εικονα, το συστημα, καθομαστε και ασχολουματε με το ποιος και τι ειπε στα ΜΜΕ ή στο twitter, το οποιο εχει αναδειχθει ως ο μεγας ...ρουφιανος του συστηματος, με ενα πολυσυνθετο και καθολου αθωο ρολο, κατα τη γνωμη μου.


Τα ΜΜΕ παιζουν το γνωστο τους ρολο και μπορει να πει κανεις απλοϊκα οτι αυτα ειναι μονο ...μικροαστικα τεχνασματα, αλλα εφοσον ζουμε μεσα σ αυτο το συστημα, δεν μπορουμε να αγνοησουμε την επιδραση τους στον μεσο πολιτη που βαλλεται καθημερινα, μη μπορωντας να συνειδητοποιησει τι του φταιει μετατρεποντας τη κοινωνικη απογοητευση και απελπισια, σε προσωπικη τραγωδια πολλες φορες.


Δε χρειαζεται ομως απελπισια, μονο εγρηγορση και συσπειρωση. Η απεργια των χαλυβουργων δεν θα παει χαμενη, οπως προσπαθουν τα ΜΜΕ να τη παρουσιασουν. Μπορει η απεργια να ανασταλθηκε, ομως δεν θα τους κανουμε τη χαρη, ρε Σακη, να ...αναστειλουμε τη ζωη μας!




γλομπιγκ

Ολυμπιακά παραμύθια - 1. Ο κότινος


Ολυμπιακά παραμύθια - 1. Ο κότινος 
"Το έθνος πρέπει να μάθη να θεωρή εθνικόν ό,τι είναι αληθές" (Διονύσιος Σολωμός)


Τώρα που άρχισαν οι ολυμπιακοί αγώνες τού Λονδίνου, μου δίνεται η ευκαιρία να βγάλω ένα παλιό μου άχτι. Έτσι, λοιπόν, κατά την διάρκεια των αγώνων, θα δημοσιεύσω μια σειρά κειμένων με τα οποία θα επιχειρήσω να ανασκευάσω όλη την μυθολογία που έχει στηθεί ανά τους αιώνες περί των ολυμπιακών αγώνων. Κυρίως δε θα επικεντρωθώ στους δυο περισσότερο διαδεδομένους μύθους, δηλαδή στο πολυθρύλητο "ολυμπιακό ιδεώδες" και στην ευγένεια των αθλητών, οι οποίοι τάχατες αγωνίζονταν μόνο για τον "κότινο".


Προκαταβολικά, ζητώ συγγνώμη για την "ακαταστασία" των κειμένων, μιας και δεν έχω χρόνο να τα οργανώσω και να τα "καλουπώσω". Στο κάτω-κάτω, δεν φτιάχνω διδακτορική εργασία. Στο ιστολόγιό μου γράφω, οπότε κεντρική σημασία έχει το περιεχόμενο. Όσο για εκείνους που αισθανθούν να προσβάλλεται η ελληνικότητά τους, ας ρίξουν άλλη μια ματιά στην παραπάνω αποστροφή τού Σολωμού πριν μου ορμήσουν...




 Όπως όλοι οι μεγάλοι αγώνες τής αρχαιότητας, έτσι και οι ολυμπιακοί αγώνες χαρακτηρίζονται ως "στεφανίται", επειδή το βραβείο των νικητών δεν ήταν παρά ένα στεφάνι: των ολυμπιονικών από αγριελιά (ο περίφημος κότινος), των ισθμιονικών από πεύκο, των πυθιονικών από δάφνη, των νεμεονικών από σέλινο. Αυτά τα στεφάνια ήσαν για τους τύπους, ακριβώς όπως σήμερα δίνονται μετάλλια. Στην ουσία, όμως, όλοι οι μεγάλοι αθλητικοί αγώνες τής αρχαιότητας ήσαν "χρηματίται".


 Πράγματι, όταν οι ολυμπιονίκες επέστρεφαν στις πόλεις τους, όχι απλώς αποθεώνονταν αλλά εξασφάλιζαν και μια σειρά εντυπωσιακών προνομίων. Κατ' αρχάς, έμπαιναν στην πόλη από ένα σημείο των τειχών το οποίο γκρεμιζόταν για να περάσουν, συμβολισμός ο οποίος εννοούσε πως η πόλη δεν χρειάζεται πια τα τείχη εφ' όσον διαθέτει τέτοιον ήρωα. Οι άρχοντες και το ιερατείο ετοίμαζαν πανηγυρική υποδοχή ενώ όλοι οι κάτοικοι έβγαιναν στους δρόμους για να ζητωκραυγάσουν και να αποθεώσουν τον ήρωά τους. Ποιητές έγραφαν ύμνους για τον νικητή, γλύπτες έφτιαχναν τον ανδριάντα του, η πόλη έκοβε νομίσματα με την μορφή του και επιγραφές με υμνητικούς στίχους τοποθετούνταν στα μνημεία τής πόλης.


 Όλα αυτά, βεβαίως, αποτελούσαν ηθικές ανταμοιβές και δεν θα είχε νόημα να τις επικρίνουμε αν όλα τελείωναν εδώ. Αλλά ποιός ολυμπιονίκης νοιάζεται για τις ηθικές ανταμοιβές όταν μπορεί να εξασφαλίσει οικονομικά προνόμια; Έτσι, λοιπόν, οι ολυμπιονίκες απαλλάσσονταν για πάντα από οποιαδήποτε φορολογία. Επίσης, απαλλάσσονταν και από κάθε στρατιωτική υποχρέωση (τί ειρωνεία να γκρεμίζεις τα τείχη για να περάσει κάποιος που δεν θα πιάσει ποτέ όπλο στα χέρια του!) αλλά και από κάθε άλλη δημόσια υποχρέωση (κοινωνικό έργο, κοινωφελή υπηρεσία σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών κλπ).


 Πάνω απ' όλα, όμως, οι ολυμπιονίκες εξασφάλιζαν ισοβίως γενναία μισθοδοσία από το δημόσιο ταμείο, ενώ παράλληλα σιτίζονταν δωρεάν στο πρυτανείο. Αυτό το τελευταίο εξόργισε ως και τον νηφάλιο Σωκράτη: "Στο πρυτανείο πρέπει να σιτίζεται μόνον ο πολίτης που έχει άριστο ήθος και φρόνηση, που προσφέρει υπηρεσίες στην πατρίδα του, ο φτωχός άνθρωπος αλλά ευεργέτης τής πόλης. Απόδοση τιμών επιβάλλεται σε πολίτη του οποίου ολόκληρος ο βίος αποδεικνύεται ενάρετος" (Πλάτωνος, "Απολογία Σωκράτους", 36 γ-δ).


 Παρ' ότι οι ολυμπιονίκες απαλλάσσονταν από κάθε στρατιωτική υποχρέωση, η πολιτεία τούς απένεμε στρατιωτικά αξιώματα (σημ.: κάτι ανάλογο κάνει και η σημερινή Ελλάδα με τους σύγχρονους ολυμπιονίκες της), ενίοτε δε και θρησκευτικά. Όσοι απ' αυτούς ήθελαν, μπορούσαν να πάρουν μέρος στις πολεμικές εκστρατείες, χωρίς όμως να είναι υποχρεωμένοι να πολεμήσουν. Πάντως, σε περίπτωση νίκης, ο "άκαπνος" ολυμπιονίκης είχε δικαίωμα σε σημαντικό μερίδιο από τα λάφυρα. Εννοείται ότι όλες οι παραπάνω υλικές παροχές αυξήθηκαν κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και υπερδιογκώθηκαν κατά την ρωμαϊκή εποχή.


 Πρέπει να παραδεχθούμε ότι στην αρχή οι ολυμπιακοί αγώνες ήσαν όντως "στεφανίται". Για παράδειγμα, κατά τους πρώτους αγώνες (776 π.Χ.) νικητής στον δρόμο ήταν ένας λαϊκός μάγειρος από την Ηλεία, ο Κόροιβος, ο οποίος έλαβε ως έπαθλο μόνο ένα μήλο! Δυστυχώς, δεν χρειάστηκαν παρά λίγα χρόνια για να αλλάξουν τα πράγματα. Από την έκτη κιόλας ολυμπιάδα η αγνότητα των αγώνων πάει περίπατο και κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτες χορηγίες χρημάτων και τιμαλφών δώρων. Αρκεί να αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι ο Σόλων, λίγο μετά το 600 π.Χ., θεώρησε υπερβολικά τα χρήματα που έδινε η πολιτεία στους διάφορους νικητές αθλητικών αγώνων και επενέβη περιορίζοντας την αμοιβή των ολυμπιονικών σε 500 δραχμές, των ισθμιονικών σε 100 δραχμές κλπ. Ο ίδιος, έλεγε με θυμό ότι είναι απαράδεκτο να τιμώνται οι αθλητές και να αγνοούνται εκείνοι που θυσιάζονται στον πόλεμο, των οποίων και τα παιδιά θα έπρεπε να τρέφονται και να μορφώνονται με χρήματα της πολιτείας: "Απειρόκαλλον γαρ το εξαίρειν τας τούτων τιμάς, αλλά μόνον εκείνων των εν πολέμοις τελευτησάντων...ων και τους υιούς δημοσία τρέφεσθαι και παιδεύεσθαι" (Διογένους Λαερτίου, "Βίοι φιλοσόφων" - Σόλων, 55).


 Αυτά τα ολίγα είχα να πω σήμερα, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα πάψει το παραμύθι πως τάχα οι αρχαίοι αγωνίζονταν μοναχά για έναν κότινο. Διάβολε, ποιός πιστεύει ότι οι πρόγονοί μας ήσαν τόσο "ηλίθιοι" ώστε να βολεύονται με ένα κοτσάνι αγριελιάς ή ένα ματσάκι σέλινο; Αλλά θα συνεχίσουμε.
cogito ergo

Ο κόκκινος γάτος


Ο κόκκινος γάτος





Στο φίλο και σύντροφο Γιώργο Δομουχτσή


Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

θα πεις, γάτος είναι γάτος. Γενικά μοιάζουν: Πόδια τέσσερα, μάτια στο κεφάλι, ουρά και κυρίως νύχια. Κι όμως, είναι διαφορετικοί. Ενας είναι μικρόσωμος, άλλος μεγαλόσωμος. Κάποιος έχει προγόνους που φτάνουν ως την 49η γενιά. Αυτός είναι από ράτσα. Αλλος πάλι, από διάφορα μείγματα και ο τρίτος δε γνωρίζει ούτε τη μάνα του.




Εκείνος εκεί που μεσημεριάτικα τριγυρίζει χορτάτος στην αυλή του γέρου Κωσταντή Δομουχτσή ξεχωρίζει. Είναι γάτος με τα όλα του. Και μεγαλόσωμος είναι και σβέλτος, κανένα ποντίκι δεν του ξεφεύγει, ούτε θηλύκια γάτα. Σίγουρος και για τη δύναμή του, είναι μια ιδιαίτερη προσωπικότητα. Παρ' όλα τα χαρίσματά του έχει κι αυτός ένα κουσούρι. Είναι κοκκινοτρίχης. Κακό σημάδι, θα πεις. Μήπως ο διάβολος δεν είναι κοκκινομάλλης; Είναι. Δηλαδή, αυτό μας βεβαιώνουν εκείνοι που τον είδαν και είχαν μπλέξει μαζί του. Υστερα, ο Ιούδας, προδότης με τα όλα του, δεν ήταν κοκκινοτρίχης; Ηταν και παραήταν.


Λοιπόν, κοκκινοτρίχης και ο γάτος που άκουγε στο όνομα Αρης. Ηταν όμως το καμάρι της οικογένειας. Πιο πολύ τριβόταν στη μακριά φούστα της γριάς Δομούχτσαινας. Μόλις άρμεγε η γριά, η πρώτη γαβάθα ήταν γι' αυτόν. Αυτή τον έπαιρνε αγκαλιά, τον χάιδευε και δεν το έσπρωχνε από την ποδιά της. Με τη γριά Δομούχτσαινα είχε τις καλύτερες τρυφερές σχέσεις. Στο γέρο δεν πήγαινε γιατί αυτός μύριζε απαίσια τσιγαρίλα. Και ο γάτος τίποτα δεν απεχθανόταν τόσο πολύ όπως τον καπνό.


Ηταν κι άλλοι στην οικογένεια που μπαινόβγαιναν στην αυλή και το σπίτι. Ο Λευτέρης και ο Ανάστασης. Είναι αλήθεια, αυτούς τους γνώρισε αργά. Οταν είχε γεννηθεί αυτοί οι δυο δε βρίσκονταν σπίτι. Ηρθαν μια μέρα, ήταν ζεστές οι μέρες και τα πρώτα κεράσια κοκκίνιζαν ανάμεσα στα πράσινα φύλλα. Ολοι στο σπίτι έκαναν σαν ξετρελαμένοι από χαρά. Κι αυτοί οι δυο άγνωστοι ήταν και διαφορετικά ντυμένοι, όχι όπως οι άλλοι στο χωριό.


Αυτές τις μέρες δεν έδινε κανένας σημασία στο γάτο, τον Αρη. Πάντα άκουγε τα ίδια και τα ίδια ονόματα: «Λευτέρη! Ανάσταση!» Σα να μην υπήρχε ο ίδιος. Ούτε πρωινό γάλα, ούτε δροσερό νεράκι, ούτε ένα κομματάκι κρέας. Οταν πέρασαν οι χαρές, πήρε, δόξασι τω θεώ, πάλι την πρέπουσα θέση. Καθόταν πάλι, όπως και πριν, στα γόνατα της κυράς του και ένιωθε τη ζεστασιά της.


Σιγά - σιγά έπιασε και φιλίες με τον Λευτέρη και τον Ανάσταση. Μια μέρα όμως εξαφανίστηκαν. Το πρωί δε βγήκαν στην αυλή, δεν πήγαν με τ' αμάξι στα χωράφια, το μεσημέρι δε φάνηκαν και όταν άναψαν τη λάμπα έλειπαν ακόμα. Η κυρά Δομούχτσαινα έδειχνε στεναχωρημένη, ο γέρος κάπνιζε το ένα στριφτό τσιγάρο μετά τ άλλο. Και ο ίδιος περνούσε άσχημες μέρες. Ηρθαν και κάποιοι άγνωστοι άντρες στο χωριό με φωνάρες που δεν ήξερε κανένας τι θέλανε. Μόλις η γριά ή ο γέρος τους έβλεπαν μένανε στο σπίτι και μαντάλωναν τη θήρα. Και ο γάτος δεν τους συμπαθούσε. Τον ενοχλούσαν οι φωνές τους που χτυπούσαν τόσο άσχημα στ' αυτιά του.


Μια νύχτα, είχε στρωθεί δίπλα στη λαμαρινένια σόμπα και κοιμόταν βαθιά, ξύπνησε από κάποιους παράξενους κρότους. «Ντουφεκιές!» είπε ο γέρος και για πρώτη φορά, αργότερα θα την άκουγε πολύ συχνά, τη λέξη «αντάρτες!» Και το παράξενο, ο γέρος και η γριά χαίρονταν και ρίχνανε σε ένα δισάκι διάφορα πράγματα: Ψωμί, καρβέλια ολόκληρα, κάτι μεγάλα και χοντρά σουτζούκια, παστουρμά κι ένα μπουκάλι με ένα ποτό που έμοιαζε με νερό.


Οταν σταμάτησαν οι ντουφεκιές και η νύχτα ηρέμησε ακούστηκαν βαριά βιαστικά βήματα στην αυλή, μετά μπροστά στην πόρτα. Την άνοιξε με δύναμη ο γέρος, ακούστηκε η φωνή της γριάς όλο λαχτάρα, η συγκρατημένη του γέρου.


«Να σας φιλήσουμε ήρθαμε και φεύγουμε!» Φιλήθηκαν, πήραν τα δισάκι, φύγανε και τους πήρε η νύχτα μαζί τους. Η γριά έκλαψε, μουρμούρισε κάτι ο γέρος, άναψε τσιγάρο.


«Τα παιδιά θα ξανάρθουν», είπε και από το στόμα του έβγαιναν γκρίζοι καπνοί.


Δεν ξανάρθαν. Εφυγε μια νύχτα και ο γέρος, όταν μπήκε στο χωριό ένα απόσπασμα χωροφυλάκων και άρχισε τις συλλήψεις. Ενας συγγενής του που ήταν από την άλλη πλευρά τον ειδοποίησε κρυφά: «Φύγε! Ερχονται! θα σε πιάσουν!». Εγινε αντάρτης με το ψευδώνυμο «Αυγερινός». Αλλά στο λημέρι οι περισσότεροι τον φώναζαν μπάρμπα Κωσταντή.


Τώρα στο σπίτι έμειναν η γριά Δομούχτσαινα και τα δυο μικρότερα παιδιά της, η Τότα και ο Γιώργος.


Στην αρχή ο γάτος έμεινε αδιάφορος. Είχε ακόμα την ποδιά της γριάς, είχε τα παιδιά να τα πειράζει, αυτά να τον κυνηγούν κι αυτός να σκαρφαλώνει σβέλτα στη μουριά.


Σιγά - σιγά άρχισε κάτι να του λείπει. Ο καπνός του μπάρμπα Κωσταντή και η μυρουδιά του καπνού. Τον έψαχνε, έμπαινε στον στάβλο, πήγαινε στον μπαχτσέ, τριγυρνούσε στην αυλή, νιαούριζε λυπημένα και καθόταν στο χαγιάτι. Ωρες ολόκληρες έμενε ξαπλωμένος, ανόρεχτος και αδρανής. Μόνο κάποια μέρα, μεσημέρι ήταν, μπήκαν άξαφνοι τρεις παράξενα ντυμένοι στην αυλή. Δε φορούσαν τσαρούχια στα πόδια, ούτε τραγιάσκες ή σκούφιες στα κεφάλια. Και δε μιλούσαν όπως όλοι στο σπίτι ή στη γειτονιά. Αυτοί ούρλιαζαν και έκαναν το γάτο να τρομάξει, να τρέξει στην κυρά του. Μα ακριβώς σ' αυτήν απευθύνονταν οι παράξενοι ξένοι: «Αντε κυρά! Πάμε μια βόλτα ως το Σουφλί!», Κάποτε είχε πάει κι ο γάτος στο Σουφλί. Ηταν τότε καλοί οι καιροί. Ξαπλωμένος πάνω στη βοϊδάμαξα παρατηρούσε τους λόφους, τα ρυάκια, τα θερισμένα χωράφια. Είδε και κοπάδια με πρόβατα και κατσίκια. Αυτά θα έβλεπε και η κυρά του. Ισως όμως και όχι. Γιατί τώρα υπήρχαν βροχές και αέρηδες. Κι όμως, θα πήγαινε κι αυτός μαζί της. Γιατί όχι; Αφού αυτή του έδινε να φάει, να πιει νερό και το πρωινό γαλατάκι όταν ακόμα άφριζε από το άρμεγμα.


Στη μέση η κυρά του μ' ένα μπογαλάκι στο χέρι, αριστερά και δεξιά οι παράξενοι, πιο πίσω ο γάτος. Από την αυλή ακούγονταν παιδικά κλάματα. Οταν οι χωροφύλακες τον είδαν να τους ακολουθεί, τον κλότσησαν, ούρλιαξαν, μα αυτός δε φοβήθηκε. Τους ακολούθησε ως την πλατεία όπου είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Χώθηκε ανάμεσα τους, ακολουθώντας την κυρά του. Αυτή τον πήρε αγκαλιά της και μαζί της έφτασε στο Σουφλί. Χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι οι φύλακες χώθηκε κι αυτός σ' ένα χώρο με λίγο φως και πολλές άλλες γυναίκες και κοπέλες. Ολες του δίνανε και κάτι απ' αυτά που φέρνανε οι δικοί τους. Μόνο στην κυρά του δεν ερχόταν κανείς και οι φύλακες δεν τη φώναζαν να περιλάβει κάτι. Μόνον μια μέρα, ήταν κιντί, ακούστηκαν άγριες φωνές και μετά άνοιξε τη σιδερένια πόρτα ένας φύλακας και φώναξε: «Ε, Δομούχτσαινα! Ελα να πάρεις ένα δέμα!».


Η γριά παραξενεύτηκε. Ποιος να έστειλε κι σ' αυτήν την έρμη κατιτί. Χάρηκε. Τη σκέφτονταν στο χωριό. Τα παιδιά, κάποιος συγγενής, κάποιος καλός γείτονας. Δόξα τω θεώ, ο κόσμος είναι ακόμα καλός!


Βγήκε στην αυλή, ήταν φραγμένη με σύρματα, είδε καμιά δεκαριά άντρες με πολιτικά, αλλά όλοι αρματωμένοι και όλοι αξύριστοι, με μεγάλα μουστάκια, χαρούμενα μάτια, χαμογελαστά και θριαμβευτικά. Μόλις αντίκρισαν τη γριά έβαλαν τις φωνές και κάποιος της πέταξε στα πόδια κάτι. Ενα κεφάλι. Αγνώριστο μέσα στα αίματα. Το στόμα ήταν σφιχτό, τα μάτια ορθάνοιχτα. Από τα μάτια, που δεν υπήρχαν άλλα σαν αυτά στον κόσμο το αναγνώρισε. Ακόμα δε δάκρυσε, δεν έκλαψε, δε μοιρολόγησε. Μόνο είπε: «Για το δίκαιο αγώνα του λαού το παιδί μου χαλάλι».


Ακολούθησαν τρανταχτά χαχανητά. Από τότε που πιάσανε ζωντανό το Λευτέρη δεν είχαν πάψει με τις χαρές και το ντουφεκίδι. Είχαν στήσει ενέδρα στους «Τρεις Μύλους» της Λαδιάς. Ηταν πέντε αντάρτες, σύνδεσμοι του Αρχηγείου των ανταρτών Εβρου που είχαν λημέρι τους την Γκίμπραινα.


Μόλις πέρασαν το ποτάμι στάθηκαν στην όχθη για να ποδεθούν. Αμέσως δέχτηκαν πυκνά πυρά από τους Μάυδες. Τρεις τραυματίστηκαν αμέσως. Οι δυο ελαφρά. Ο Λευτέρης είχε δεχτεί βόλι στο μηρό. Χτυπήθηκε και το κόκαλο. Ηταν ανίκανος να κινηθεί. Αποτραβήχτηκαν οι ελαφρά τραυματισμένοι με τους υπόλοιπους. Ο Λευτέρης έμεινε στη θέση του για να τους καλύψει. Εριξε και το τελευταίο φυσίγγι, αχρήστεψε τ' αυτόματο, σηκώθηκε με δυσκολία όρθιος και φώναξε: «Κάντε μου καθάρματα ό,τι θέλετε, έκανα το καθήκον μου προς το λαό!»


Του πήραν το κεφάλι, το τριγύριζαν σ' ένα κοντάρι στους δρόμους του Σουφλίου. Κάποιος είπε κοροϊδευτικά: «Να το πάμε στη μάνα του, η καψερή θα θέλει να τον δει ακόμα μια φορά πριν το πετάξουμε στο ποτάμι!». Ετσι το φέρανε και το πέταξαν μπροστά στα πόδια της μάνας. Αυτή σήκωσε το ματωμένο κεφάλι, φίλησε τα μάτια, χάιδεψε τα ακούρευτα μακριά μαλλιά του. Ο γάτος παρακολουθούσε τη γριά και έμενε ακίνητος δίπλα της. Το κεφάλι το είχε τώρα πάνω στο στήθος της και συνέχιζε να το χαϊδεύει. Ετσι έκανε και μ' αυτόν όταν ήθελε να του δείξει την τρυφεράδα και την αγάπη της. Γι' αυτό και οργίστηκε όταν κάποιος από τους άντρες προσπάθησε να της πάρει το κεφάλι. Ο γάτος ρίχτηκε πάνω του, του έγδαρε με τα νύχια το πρόσωπο. Ούρλιαξε εκείνος από πόνο, τον έπιασε τρομαγμένος από το λαιμό, τον έσφιξε και τον πέταξε μακριά του, αλλά ο γάτος στάθηκε στα πόδια του, τινάχτηκε ψηλά, μα κάποιος από τους Μάυδες τράβηξε το περίστροφο και πέτυχε με την πρώτη βολή το στήθος του γάτου. Σωριάστηκε αυτός κάτω, τεντώθηκε, είδε την κυρά του να κρατά ακόμα το κεφάλι στο στήθος, προσπάθησε να συρθεί κοντά, στα πόδια της, να σκαρφαλώσει στην ποδιά της, να νιώσει τη ζεστασιά και το χάδι της.


Χρήστος ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΔΗΣ


    


Του Χρήστου ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΔΗ




Ο Χρήστος Πολυχρονίδης γεννήθηκε στο χωριό Κυριακή Σουφλίου. Ο πατέρας του σκοτώθηκε στον εμφύλιο πόλεμο, κι έτσι από μικρός βρέθηκε στις σοσιαλιστικές χώρες.




Εζησε από το 1948 έως το 1950 στη Βουλγαρία και από το 1950 έως το 1979 στη Λαοκρατική Γερμανία. Το 1979 επέστρεψε στην Ελλάδα.


Σπούδασε στο Ινστιτούτο Λογοτεχνίας στη Λιψία και δημοσίευσε στα γερμανικά τα παρακάτω έργα: «Mein Berg heisst Ai-Lias», «Die verlorenen Soehne», «Olivenhaine ohne Frieden».


Στην Ελλάδα δούλεψε για πολλά χρόνια ως εφαρμοστής μεταλλικών κατασκευών.


Το 1998 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «ΕΝΤΟΣ» η συλλογή διηγημάτων του «Διλήμματα» και τον Απρίλη 2003 η νουβέλα «Ο εκβιασμός».


Υπό έκδοση είναι και το ιστορικό μυθιστόρημα για τα τραγικά γεγονότα στον Πόντο, «Οι Τραντέλλενοι».

Η μπαλάντα του δασκάλου



Η μπαλάντα του δασκάλου









Γρηγοριάδης Κώστας


Βαρύς ο χειμώνας τούτη τη χρονιά.




Οι δυο λαβωματιές στο ποδάρι τού το είχανε μηνύσει, όπως πάντα. Θυμάται πως το έλεγε και στα παιδιά του σκολειού κι εκείνα το είχαν πάρει συνήθειο και τον ρωτούσαν: Δάσκαλε, φέτος θα έχουμε βαρυχειμωνιά;


Σήμερα σηκώθηκε πριν το χάραμα. Είχε πεισματωθεί. Επρεπε επιτέλους να ξεκινήσει το γράψιμο. Γιατί έτσι που πήγαινε, το βιβλίο δε θα τέλευε ποτές κι ο χρόνος έβιαζε. Τα ξεσηκωμένα παιδιά ενάντια στη χούντα, θα το έχουν ίσως ανάγκη κι εκείνος δεν είχε γράψει μήτε μια σελίδα. Εφερε γύρα στη μικρή κάμαρή του, ζύγωσε στο παραθύρι και στύλωσε τη ματιά του στο ασπροντυμένο χωριουδάκι. Οι χωριανοί είχαν κιόλας κινήσει για τον καφενέ, μια κι η χιονιά τούς κρατούσε ανενεργούς. Ηταν ο τρίτος χειμώνας που περνούσε σε τούτο το χωριουδάκι εξόριστος. Κι ως η βαρυχειμωνιά τον κρατούσε διπλομανταλωμένο, ένιωθε το νου του ασάλευτο. Για να ξεδίνει, αφήνονταν σε παλιές θύμησες.


Φορές, διαλογιζόταν: Ραγιάς τετρακόσια χρόνια ο λαός μας, μια μέρα αντρειεύτηκε κι έκανε κοινό τον ξεσηκωμό του εικοσιένα. Κι η πατρίδα λευτερώθηκε. Και μονοστιγμής γιόμιζαν τα μάτια του δάκρυα κι αναταράζονταν απ' την οργισμένη φωνή του στρατηγού Μακρυγιάννη: «...Πατρίδα δεν μπορώ να σε βλέπω τοιούτως και των σκοτωμένων τα παιδιά κι οι γριγιές να διακονεύουν και τις νιες να τις βιάζουν διά κομμάτι ψωμί εις την τιμή τους οι απατεώνες της πατρίδας. Γιομάτες οι φυλακές από αγωνιστάς και στα σοκάκια σου διακονεύουν αυτήνοι οι αγωνιστές όπου χύσανε τα αίματά τους διά να ξαναειπωθεί πατρίδα Ελλάς». Κείνα τα λόγια του Μακρυγιάννη, καθώς σούριζαν στ' αυτιά του, τον ανατάραζαν και πλήθαιναν το θυμό και την αγανάκτησή του. Και τότες ο νους του μπουρδουκλωνόταν μια στο Κιλελέρ, μια στη δικτατορία του Μεταξά, τα ξερονήσια με τους κομμουνιστές, την Αλβανία, τη γερμανική κατοχή και καταστάλαζε στο δεύτερο ξεσηκωμό του '41 και σ' όλα εκείνα που υστερότερα ακολουθήσανε.


Και ξανά τα ίδια συλλογιόταν κι η συλλογή του παρασυρμένη από τα λόγια του Μακρυγιάννη ξόμπλιαζε τα τοτινά και τα τωρινά και μάχονταν να τα συνταιριάξει, ότι 'μοιαζαν. Πάλι κυνηγητά, φυλακώματα, πάλι εξορίες. Τούτος ο λαός, σκεφτόταν, που ποτέ του δεν κιότεψε, σούρνεται και πάλι στις «χάψες», στις εξορίες, βασανίζεται, δολοφονιέται και βιάζεται. Μ' αυτά τα λογιάσματα, ντράπηκε που έμενε έτσι ανενεργός τόσο καιρό. Πρέπει να μπω σε δράση, σκέφτηκε. Μα, τούτη τη φορά από άλλο δρόμο. Κι αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο για τον ανταρτοπόλεμο. Θα το ονομάτιζε: «Η ταχτική του ανταρτοπόλεμου», θα είναι ό,τι πρέπει για την περίσταση. Αλλωστε, «πράξη και θεωρία» πάνε απόκοντα και συνταιριασμένες γίνονται πιο καρπερές. Αναθυμιέται πως από το δασκαλίκι βρέθηκε στ' αντάρτικο, όταν κείνο το χάραμα οι Γερμανοί είχαν χιμήξει στο χωριό, το κάνανε ρημαδιό και μακελέψανε στη ρεματιά πολλά παλικάρια, για αντίποινα είπαν.


Κάποια μέρα, όλα εκείνα είχαν πάρει τέλος. Οι καταχτητές διώχτηκαν, στη θέση τους αναπάντεχα ήρθαν οι Εγγλέζοι - οι σύμμαχοι - να διαγουμίσουν, με τα όπλα τους, τον τόπο, οι κιοτήδες και οι προσκυνημένοι να σηκώσουν κεφάλι κι οι αγωνιστές πατριώτες, που λευτέρωσαν την Ελλάδα, να κυνηγιούνται, να δολοφονούνται, να φυλακώνουνται. Αναποδογύρισε η ιστορία κι οι Ελληνες σπρώχτηκαν σ' ένα αδερφοφάγωμα, που κράτησε τέσσερα χρόνια.


Κείνος είχε γυρίσει, ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες, στο δασκαλίκι του. Τα χρόνια κυλούσαν με βιάση, ο τόπος βολόδερνε κι ο λαός πότε φούσκωνε σαν ποτάμι και ξεχύνονταν στους δρόμους και πότε κατάπεφτε κι έδειχνε όμοια με λιμνιασμένο νερό. Κι εκείνος, ζωσμένος το δασκαλίκι, κρυφοκοίταζε με παράπονο να πέφτουν τα πρώτα χρόνια στα κορακίσια μαλλιά του, τις πίκρες που είχαν μαζωχτεί μέσα του να ξεγελιούνται με μικροχαρές της καθημερινότητας και την αντάρτικη καρδιά του να μερώνει, με κάποιες κρυφές ελπίδες. Μα, εκεί που είχε αρχίσει ν' ανθίζει μέσα η ελπίδα ότι θα ερχόταν το γλυκοχάραμα να φέρει φως και ζεστασιά στη βαλαντωμένη ψυχή του, άξαφνα κι αναπάντεχα, να 'σου ξανά μαύρα σκοτάδια και παγωμάρα.


Ηταν ένα απριλιάτικο πρωινό, θυμάται, που άκουσε κείνα τα στρατιωτικά εμβατήρια στο ραδιόφωνο. Δυο τρεις συνταγματαρχαίοι πρόφτασαν, λέγανε, το βασιλιά και τους στρατηγούς του και 'φτιαξαν εκείνοι τη δικτατορία. Ως να ζυγαριάσει στο νου του την καινούρια συμφορά που βρήκε τον τόπο, άνθρωποι της Ασφάλειας φέρανε και του δώσανε το χαρτί που του όριζε κείνο το ξέμακρο χωριουδάκι για την εκτόπισή του. Πίκρα φαρμάκωσε την ψυχή του, απελπισιά κι απογοήτεψη τον κυρίεψε, σαν βρέθηκε, την άλλη μέρα, σ' εκείνο τον τόπο της εξορίας του, με τα χαμόσπιτα και τους ξεχασμένους κι απ' το θεό κατοίκους του. Μα, γρήγορα συνταιριάστηκε, παρήγορες ελπίδες άρχισαν να κρυφοφωλιάζουν στο νου του και χαροκοπάτα κελαηδίσματα να φτάνουν στ' αυτιά του. Κι είπε μέσα του: Ψυχή βαθιά, πού θα πάει, θα περάσει και τούτο το κακό Τα καλοσυνάτα καλημερίσματα των χωριανών και τ' απλόχερα φιλέματά τους στον καφενέ τού δίνανε θάρρητα και τον 'σπρωχναν να αναμερίζει τη θλίψη του.


Ενα απομεσήμερο στον καφενέ, τον πλησίασε ένας χωροφύλακας και του είπε: Είναι διαταγή, μήτε κουβέντες με τους χωριανούς, μήτε ξεπορτίσματα. Ετσι, από κείνη τη μέρα, κούρνιαζε με το βασίλεμα στην κάμαρή του και ριχνόταν σε βαθιά συλλογή. Και μέσα σε εκείνη τη βασανιστική μοναξιά, ήρθε απόκοντα κι η βαρυχειμωνιά.


Ευτυχώς, που οι λαβωματιές τού το είχαν μηνύσει και πήρε κείνη την ξυλόσομπα. Και τώρα είχε λίγη ζεστασιά. Χωμένος τώρα σ' εκείνη τη θλιβερή μοναξιά του αφουγκραζόταν, φορές, τις ορμήνιες της απροσκύνητης ψυχής του, που τον πρόσταζε να μην κιοτέψει. Μάχουνταν πεισματικά να ξεπεράσει κείνες τις διαταγές της χωροφυλακής που τον κατακρατούσαν σ' ακινησία κι έβανε όλα τα δυνατά του να τις κατανικήσει. Οπόταν, μια νύχτα, σπαθιές τ' αστροπελέκι φώτισε το νου του και φούντωσε μέσα του η σκέψη: Θα γράψω ένα βιβλίο για τον ανταρτοπόλεμο. Κι να, που τώρα μέρες παλεύει με δαύτο, και το μόνο που κατάφερε ήταν να γράψει τον τίτλο! Κάτι δεν πάει καλά λογιάστηκε. Σήμερα, μάλιστα, τον ταλάνισε πολύ. Κι όσο έπεφτε το νύχτωμα, άρχισε να τον κυριεύει μια απογοήτεψη. Πέταξε, απελπισμένος, το μολύβι και στήθηκε ολόρθος μπροστά στο τραπέζι. Ενιωθε πολύ κουρασμένος, τα μάτια του τσούζανε, τα μηλίγγια του σφυροκοπούσαν, τον έπιασε σύγκρυο ολόκορμα και τρεμούλιαζε καταπώς γίνεται σαν πάει να σου 'ρθει πυρετός. Λόξεψε το βλέμμα του και με βιάση πήγε και σωριάστηκε στο ντιβάνι του. Θα ματαρχίσω αύριο, μονολόγησε. Ωστόσο, πάλευαν οι σκέψεις στο μυαλό του. Κι όταν απόκαμε να συλλογάται, έγειρε από το άλλο πλευρό, χασμουρήθηκε και καμώνονταν πως κοιμάται. Τα κουτσούρια στη σόμπα είχαν θρακιάσει κι οι σπίθες, που σκάγαν με δύναμη, σκορπούσαν ολόγυρα μια φωτερή φλόγα που τον παραξένεψε. Γούρλωσε τα μάτια, τέντωσε το λαιμό του, ανασηκώθηκε λίγο, έριξε το βλέμμα του κατά τη σόμπα, και βάλθηκε ν' αναμαζώξει τις σκέψεις του και να βάνει μια τάξη στο νου του. Και τότες φεγγοβόλησε το μυαλό του και φώτισε μέσα του η ιδέα να παρατήσει το γράψιμο και να κοιτάξει να δραπετεύσει και να σμίξει με τους ξεσηκωμένους.


Τούτο θα είναι πιο σωστό, πιο μπορετό και πάνω από όλα πιο χρήσιμο, λογιάστηκε κι άρχισε ησυχασμένος τα σχεδιάσματα για την απόδραση, ίσαμε που τον πήρε το ξημέρωμα.


Του
Σταύρου ΚΑΛΦΙΩΤΗ







Γρηγοριάδης Κώστας


Βαρύς ο χειμώνας τούτη τη χρονιά.




Οι δυο λαβωματιές στο ποδάρι τού το είχανε μηνύσει, όπως πάντα. Θυμάται πως το έλεγε και στα παιδιά του σκολειού κι εκείνα το είχαν πάρει συνήθειο και τον ρωτούσαν: Δάσκαλε, φέτος θα έχουμε βαρυχειμωνιά;


Σήμερα σηκώθηκε πριν το χάραμα. Είχε πεισματωθεί. Επρεπε επιτέλους να ξεκινήσει το γράψιμο. Γιατί έτσι που πήγαινε, το βιβλίο δε θα τέλευε ποτές κι ο χρόνος έβιαζε. Τα ξεσηκωμένα παιδιά ενάντια στη χούντα, θα το έχουν ίσως ανάγκη κι εκείνος δεν είχε γράψει μήτε μια σελίδα. Εφερε γύρα στη μικρή κάμαρή του, ζύγωσε στο παραθύρι και στύλωσε τη ματιά του στο ασπροντυμένο χωριουδάκι. Οι χωριανοί είχαν κιόλας κινήσει για τον καφενέ, μια κι η χιονιά τούς κρατούσε ανενεργούς. Ηταν ο τρίτος χειμώνας που περνούσε σε τούτο το χωριουδάκι εξόριστος. Κι ως η βαρυχειμωνιά τον κρατούσε διπλομανταλωμένο, ένιωθε το νου του ασάλευτο. Για να ξεδίνει, αφήνονταν σε παλιές θύμησες.


Φορές, διαλογιζόταν: Ραγιάς τετρακόσια χρόνια ο λαός μας, μια μέρα αντρειεύτηκε κι έκανε κοινό τον ξεσηκωμό του εικοσιένα. Κι η πατρίδα λευτερώθηκε. Και μονοστιγμής γιόμιζαν τα μάτια του δάκρυα κι αναταράζονταν απ' την οργισμένη φωνή του στρατηγού Μακρυγιάννη: «...Πατρίδα δεν μπορώ να σε βλέπω τοιούτως και των σκοτωμένων τα παιδιά κι οι γριγιές να διακονεύουν και τις νιες να τις βιάζουν διά κομμάτι ψωμί εις την τιμή τους οι απατεώνες της πατρίδας. Γιομάτες οι φυλακές από αγωνιστάς και στα σοκάκια σου διακονεύουν αυτήνοι οι αγωνιστές όπου χύσανε τα αίματά τους διά να ξαναειπωθεί πατρίδα Ελλάς». Κείνα τα λόγια του Μακρυγιάννη, καθώς σούριζαν στ' αυτιά του, τον ανατάραζαν και πλήθαιναν το θυμό και την αγανάκτησή του. Και τότες ο νους του μπουρδουκλωνόταν μια στο Κιλελέρ, μια στη δικτατορία του Μεταξά, τα ξερονήσια με τους κομμουνιστές, την Αλβανία, τη γερμανική κατοχή και καταστάλαζε στο δεύτερο ξεσηκωμό του '41 και σ' όλα εκείνα που υστερότερα ακολουθήσανε.


Και ξανά τα ίδια συλλογιόταν κι η συλλογή του παρασυρμένη από τα λόγια του Μακρυγιάννη ξόμπλιαζε τα τοτινά και τα τωρινά και μάχονταν να τα συνταιριάξει, ότι 'μοιαζαν. Πάλι κυνηγητά, φυλακώματα, πάλι εξορίες. Τούτος ο λαός, σκεφτόταν, που ποτέ του δεν κιότεψε, σούρνεται και πάλι στις «χάψες», στις εξορίες, βασανίζεται, δολοφονιέται και βιάζεται. Μ' αυτά τα λογιάσματα, ντράπηκε που έμενε έτσι ανενεργός τόσο καιρό. Πρέπει να μπω σε δράση, σκέφτηκε. Μα, τούτη τη φορά από άλλο δρόμο. Κι αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο για τον ανταρτοπόλεμο. Θα το ονομάτιζε: «Η ταχτική του ανταρτοπόλεμου», θα είναι ό,τι πρέπει για την περίσταση. Αλλωστε, «πράξη και θεωρία» πάνε απόκοντα και συνταιριασμένες γίνονται πιο καρπερές. Αναθυμιέται πως από το δασκαλίκι βρέθηκε στ' αντάρτικο, όταν κείνο το χάραμα οι Γερμανοί είχαν χιμήξει στο χωριό, το κάνανε ρημαδιό και μακελέψανε στη ρεματιά πολλά παλικάρια, για αντίποινα είπαν.


Κάποια μέρα, όλα εκείνα είχαν πάρει τέλος. Οι καταχτητές διώχτηκαν, στη θέση τους αναπάντεχα ήρθαν οι Εγγλέζοι - οι σύμμαχοι - να διαγουμίσουν, με τα όπλα τους, τον τόπο, οι κιοτήδες και οι προσκυνημένοι να σηκώσουν κεφάλι κι οι αγωνιστές πατριώτες, που λευτέρωσαν την Ελλάδα, να κυνηγιούνται, να δολοφονούνται, να φυλακώνουνται. Αναποδογύρισε η ιστορία κι οι Ελληνες σπρώχτηκαν σ' ένα αδερφοφάγωμα, που κράτησε τέσσερα χρόνια.


Κείνος είχε γυρίσει, ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες, στο δασκαλίκι του. Τα χρόνια κυλούσαν με βιάση, ο τόπος βολόδερνε κι ο λαός πότε φούσκωνε σαν ποτάμι και ξεχύνονταν στους δρόμους και πότε κατάπεφτε κι έδειχνε όμοια με λιμνιασμένο νερό. Κι εκείνος, ζωσμένος το δασκαλίκι, κρυφοκοίταζε με παράπονο να πέφτουν τα πρώτα χρόνια στα κορακίσια μαλλιά του, τις πίκρες που είχαν μαζωχτεί μέσα του να ξεγελιούνται με μικροχαρές της καθημερινότητας και την αντάρτικη καρδιά του να μερώνει, με κάποιες κρυφές ελπίδες. Μα, εκεί που είχε αρχίσει ν' ανθίζει μέσα η ελπίδα ότι θα ερχόταν το γλυκοχάραμα να φέρει φως και ζεστασιά στη βαλαντωμένη ψυχή του, άξαφνα κι αναπάντεχα, να 'σου ξανά μαύρα σκοτάδια και παγωμάρα.


Ηταν ένα απριλιάτικο πρωινό, θυμάται, που άκουσε κείνα τα στρατιωτικά εμβατήρια στο ραδιόφωνο. Δυο τρεις συνταγματαρχαίοι πρόφτασαν, λέγανε, το βασιλιά και τους στρατηγούς του και 'φτιαξαν εκείνοι τη δικτατορία. Ως να ζυγαριάσει στο νου του την καινούρια συμφορά που βρήκε τον τόπο, άνθρωποι της Ασφάλειας φέρανε και του δώσανε το χαρτί που του όριζε κείνο το ξέμακρο χωριουδάκι για την εκτόπισή του. Πίκρα φαρμάκωσε την ψυχή του, απελπισιά κι απογοήτεψη τον κυρίεψε, σαν βρέθηκε, την άλλη μέρα, σ' εκείνο τον τόπο της εξορίας του, με τα χαμόσπιτα και τους ξεχασμένους κι απ' το θεό κατοίκους του. Μα, γρήγορα συνταιριάστηκε, παρήγορες ελπίδες άρχισαν να κρυφοφωλιάζουν στο νου του και χαροκοπάτα κελαηδίσματα να φτάνουν στ' αυτιά του. Κι είπε μέσα του: Ψυχή βαθιά, πού θα πάει, θα περάσει και τούτο το κακό Τα καλοσυνάτα καλημερίσματα των χωριανών και τ' απλόχερα φιλέματά τους στον καφενέ τού δίνανε θάρρητα και τον 'σπρωχναν να αναμερίζει τη θλίψη του.


Ενα απομεσήμερο στον καφενέ, τον πλησίασε ένας χωροφύλακας και του είπε: Είναι διαταγή, μήτε κουβέντες με τους χωριανούς, μήτε ξεπορτίσματα. Ετσι, από κείνη τη μέρα, κούρνιαζε με το βασίλεμα στην κάμαρή του και ριχνόταν σε βαθιά συλλογή. Και μέσα σε εκείνη τη βασανιστική μοναξιά, ήρθε απόκοντα κι η βαρυχειμωνιά.


Ευτυχώς, που οι λαβωματιές τού το είχαν μηνύσει και πήρε κείνη την ξυλόσομπα. Και τώρα είχε λίγη ζεστασιά. Χωμένος τώρα σ' εκείνη τη θλιβερή μοναξιά του αφουγκραζόταν, φορές, τις ορμήνιες της απροσκύνητης ψυχής του, που τον πρόσταζε να μην κιοτέψει. Μάχουνταν πεισματικά να ξεπεράσει κείνες τις διαταγές της χωροφυλακής που τον κατακρατούσαν σ' ακινησία κι έβανε όλα τα δυνατά του να τις κατανικήσει. Οπόταν, μια νύχτα, σπαθιές τ' αστροπελέκι φώτισε το νου του και φούντωσε μέσα του η σκέψη: Θα γράψω ένα βιβλίο για τον ανταρτοπόλεμο. Κι να, που τώρα μέρες παλεύει με δαύτο, και το μόνο που κατάφερε ήταν να γράψει τον τίτλο! Κάτι δεν πάει καλά λογιάστηκε. Σήμερα, μάλιστα, τον ταλάνισε πολύ. Κι όσο έπεφτε το νύχτωμα, άρχισε να τον κυριεύει μια απογοήτεψη. Πέταξε, απελπισμένος, το μολύβι και στήθηκε ολόρθος μπροστά στο τραπέζι. Ενιωθε πολύ κουρασμένος, τα μάτια του τσούζανε, τα μηλίγγια του σφυροκοπούσαν, τον έπιασε σύγκρυο ολόκορμα και τρεμούλιαζε καταπώς γίνεται σαν πάει να σου 'ρθει πυρετός. Λόξεψε το βλέμμα του και με βιάση πήγε και σωριάστηκε στο ντιβάνι του. Θα ματαρχίσω αύριο, μονολόγησε. Ωστόσο, πάλευαν οι σκέψεις στο μυαλό του. Κι όταν απόκαμε να συλλογάται, έγειρε από το άλλο πλευρό, χασμουρήθηκε και καμώνονταν πως κοιμάται. Τα κουτσούρια στη σόμπα είχαν θρακιάσει κι οι σπίθες, που σκάγαν με δύναμη, σκορπούσαν ολόγυρα μια φωτερή φλόγα που τον παραξένεψε. Γούρλωσε τα μάτια, τέντωσε το λαιμό του, ανασηκώθηκε λίγο, έριξε το βλέμμα του κατά τη σόμπα, και βάλθηκε ν' αναμαζώξει τις σκέψεις του και να βάνει μια τάξη στο νου του. Και τότες φεγγοβόλησε το μυαλό του και φώτισε μέσα του η ιδέα να παρατήσει το γράψιμο και να κοιτάξει να δραπετεύσει και να σμίξει με τους ξεσηκωμένους.


Τούτο θα είναι πιο σωστό, πιο μπορετό και πάνω από όλα πιο χρήσιμο, λογιάστηκε κι άρχισε ησυχασμένος τα σχεδιάσματα για την απόδραση, ίσαμε που τον πήρε το ξημέρωμα.


Του
Σταύρου ΚΑΛΦΙΩΤΗ

Η μάνα του Κριτσμή


Η μάνα του Κριτσμή






Γρηγοριάδης Κώστας

Ποιος δε θυμάται τη Μάνα του Κριτσμή, που όταν μοιρολογούσε μακρόσυρτα και γοερά αχολογούσε η άγρια χαράδρα του Τσιμόβου και το Σκλουπιώτικο στενό; Ενα σύγκρυο διαπερνούσε τα κορμιά των στρατοκόπων, που ανεβοκατέβαιναν τη σταχτόχρωμη ανηφόρα του Τσιμόβου και τις μενεξεδένιες πλαγιές των Χουλιαράδων και του Πετροβουνιού. Οι αγωγιάτες της Πράμαντας του Σιράκου, των Καλαριτών, του Μιχαλιτσιού και των Μελισσουργών, όταν ανηφόριζαν το κακοτράχαλο Τσίμοβο βούλωναν τα κυπριά των καραβανιών για ν' ακούνε το μοιρολόγι της Μάνας του Κριτσμή. Κι ήταν τόσο θρηνητικό και σπαραχτικό το μοιρολόγι, που ριγούσε τα κορμιά, τη χλόη και τα φύλλα των δέντρων.


Σου παραγγέλνω, μαύρης γης κι αραχνιασμένο χώμα,

αυτόν τον νιο που σου 'στειλα να μην τον αραχνιάσεις,

γιατί χαλάν τα νιάτα του, χαλάει η ομορφιά του.

Τα νιάτα χώμα γίνονται κι η ομορφιά χορτάρια

κι αυτά τα ζωγραφίσματα λουλούδια στα λιβάδια.

Ηταν δεν ήταν δεκαοχτώ χρονών η Μάνα του Κριτσμή μ' ένα φύτρο στην κοιλιά της όταν της έφεραν τον άντρα της, το Μητρο-Κιτσιο-Βασίλη, τσακισμένον σ' όλο το κορμί και με το κεφάλι θρύψαλα τυλιγμένο σε δυο πετσέτες. Είχαν τελειώσει τη λιθοδομή του τρίπατου σπιτιού του τσιορμπατζή της Φαρκαδώνας και δούλευαν το σκελετό της στέγης για να τον καλύψουν με τις σχιστόπλακες. Πατώντας ο Μητρο-Κιτσιο-Βασίλης σ' ένα σαρακοφαγωμένο καδρόνι, που δεν έδειχνε σημάδι από σαράκι, βρέθηκε στο κενό. Το σώμα του ανθρώπου είναι βαρύ απ' τη μέση και πάνω. Ετσι, ο Μητρο-Κιτσιο-Βασίλης ήρθε με το κεφάλι κάτω και καρφώθηκε στ' ασπρολίθαρα που 'χε κατεβάσει απ' τα νταμάρια του Κόζιακα ο τσιορμπατζής για το χτίσιμο τ' αρχοντικού του...

Σαράντα μέρες που κρατάει η «παρηγοριά» στα ηπειρωτικά χωριά η Μάνα του Κριτσμή δεν πάτησε το κατώφλι του σπιτιού της για να βγει στην αυλή. Ο ήλιος δεν την είδε. Ούτε και το λαμπερό αστέρι της αυγής. Μέσα στο σπίτι της σερνοκοπιούνταν σαν πληγωμένη ελαφίνα. Ολα τα μοιρολόγια της Ηπείρου, που κάνουν να κλαίνε τα βουνά και να ραγίζουν οι κάμποι τα 'πε μέσα απ' τα φυλλοκάρδια της. Η μάνα της κι η πεθερά της τη συμβούλευαν να σκέφτεται και το βλαστάρι, που μεγάλωνε μέσα της. Να μη βγει κανένα κακοσήμαδο, σιαπατηλό και κακόγνωμο. Ο παπάς των Χουλιαράδων, ο πάπα - Σιόντης, που 'ταν και ξομολόγος, προσπαθούσε κι αυτός με λόγια παραμυθίας να της καταπραΰνει τον πόνο.

- Ο Θεός είναι μεγάλος παιδί μου, της έλεγε. Είναι μεγάλος. Κανέναν δεν έχει για χάσιμο.

- Τον άντρα μου δεν τον έχασε, πάτερ; Απάντησε οργισμένα η Μάνα του Κριτσμή. Πού 'ναι η μεγαλοσύνη του; Πώς θα μεγαλώσει αυτό το βομπίρικο; Εννοώντας το βλαστάρι που 'χε μέσα της. Ποιον θα φωνάξει «πατέρα;».

- Το ότι θα μεγαλώσει και θα γίνει άντρακλας, σαν τον άντρα σου, δε θέλει κουβέντα, απάντησε ο πάπα - Σιόντης. Μόνο που δε θ' αρθρώσει τη λέξη «πατέρας». Αυτό είναι το λυπηρό... Τι να κάνουμε όμως;... Πέρα απ' το θέλημα του Θεού δεν μπορούμε να πάμε.

- Και το θέλημα του Θεού, πάτερ, είναι να χηρεύει γυναίκες και να ορφανεύει τα παιδιά; Ρώτησε αγανακτισμένη πάλι η Μάνα του Κριτσμή.

- Τέκνον μου, οι διαλογισμοί μας ας μην εμπεριέχουν το σπέρμα της αμφιβολίας. Ο Θεός είναι μεγάλος. Πολύ μεγάλος.

- Πάτερ, είπε η Μάνα του Κριτσμή, εγώ, εγώ ο άνθρωπος είμαι ο μεγάλος κι όχι ο Θεός. Εγώ είμαι ο μεγάλος, που θα μεγαλώσω ένα ορφανό παιδί. Και πώς θα το μεγαλώσω εδώ πάνω στον ξερόβραχο, που λέγεται Χουλιαράδες;... Το ριζικό μου ήταν αυτό. Να μεγαλώσω ένα ορφανό, θα το μεγαλώσω όμως και θα το παραδώσω στην κοινωνία με τις πανανθρώπινες ιδέες που 'ναι η Ισότητα, η Ειρήνη κι η Αδελφοσύνη.

Ο όρκος ήταν βαρύς κι η Μάνα του Κριτσμή τον τήρησε μ' ευλάβεια και στο ακέραιο. Μεγάλωσε το ορφανό και το παρέδωσε στην κοινωνία για να την υπηρετήσει. Το παρέδωσε ν' αγωνιστεί για την Ισότητα, για την Ειρήνη και για την Αδερφοσύνη. Το παράδωσε ν' αγωνιστεί για μια κοινωνία που να μην έχει την εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο.

Ο Κριτσμής απόδειξε τα πιστεύω του. Αυτά που του 'χε μάθει η χήρα μάνα του. Τα χρόνια της τριπλής Κατοχής ήταν η δοκιμασία. Στα χρόνια της Κατοχής δοκιμάστηκαν οι χαρακτήρες κι οι συνειδήσεις των ανθρώπων. Ο Κριτσμής δεν πήγε με τον Ζέρβα, που μοίραζε τις λίρες των Εγγλέζων. Μ' ένα σακούλι λίρες τον θυμιάτιζε ο υπεύθυνος της οργάνωσης του Ζέρβα στην πλατεία του χωριού για να τον δελεάσει. Ο Κριτσμής όμως στεκόταν βράχος στις πεποιθήσεις του. Στο σχολειό είχε μάθει απ' το δάσκαλό του, τον Βασίλη Σούλη που στη Μικρασιατική Καταστροφή είδε κατάματα την προδοσία των Αγγλογαλλοϊταλών σε βάρος της Ελλάδας, ότι το χρήμα πουλάει τον άνθρωπο. Τον εξευτελίζει, τον ξεγυμνώνει και τον αφήνει χωρίς υπόληψη.

«Τριάντα αργύρια πούλησαν και το Χριστό, έλεγε. Κι ο Ιούδας τι απόγινε; Χάθηκε από το πρόσωπο της γης». Γι' αυτό κι ο Κριτσμής ακολούθησε την πρώτη ομάδα του ΕΛΑΣ που 'φτιαξε ο Κώστας Μίντζας απ' τους Καλαρίτες. Στην ομάδα αυτή ο Κριτσμής διακρίθηκε για τις θυελλώδεις εξορμήσεις του κατά των Γερμανών. Γι' αυτό τον είπαν και «θύελλα». Διακρίθηκε για την αφοβιά του. Γι' αυτό τον είπαν κι «Αφοβο». Οι δε Γερμανοί που 'χαν μάθει τ' όνομά του τον φώναζαν «Κριτσμ, Κριτσμ, Κριτσμ!».

Σαν Διγενής Ακρίτας φάνταζε πάνω στα κοτρόνια του Τσιμόβου με τ' οπλοπολυβόλο στον ώμο ν' ανιχνεύει τις δημοσιές του Κουτσελιού, του Χαροκόπου και των Κατσανοχωρίων, απ' όπου θα μπορούσαν να ξεμυτίσουν οι Ναζίδες.

Στον τρίχρονο πόλεμο με τους Γερμανούς φασίστες και στις συγκρούσεις με τον Ζέρβα, ο Κριτσμής έδωσε τον καλύτερο εαυτό του. Ανάδειξε την παλικαριά του, την ευφυία του, τη στρατηγική του. Για τις ανδραγαθίες του αυτές το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ τον προήγαγε σ' ανθυπολοχαγό.

Με τη Συμφωνία της Βάρκιζας, που όριζε την παράδοση των όπλων, ο Κριτσμής δε συμφώνησε.

- Μπορεί να συμφώνησαν αυτοί που συμφώνησαν, είπε, αλλ' ο Κριτσμής δε συμφώνησε... Εσκασε ένα οπλοπολυβόλο στην πλάτη κι έγινε άφαντος μαζί με τους Μιντζαίους. Οι αντάρτες έμειναν σαστισμένοι να τον κοιτάζουν....

Οι Μιντζαίοι κι ο Παλιούρας απ' τα Θοδώριανα συγκρότησαν την πρώτη ομάδα του Δημοκρατικού Στρατού στα Τζουμέρκα....

Αύγουστος αδελφοκτόνος, που τον επέβαλαν Αγγλοι, Αμερικανοί και βασιλιάς. Οι μάχες στο Γράμμο έδιναν κι έπαιρναν. Σταματημό δεν είχαν. Τη μέρα ο Γράμμος βούλιαζε στους καπνούς και στον κουρνιαχτό. Τη νύχτα λαμπάδιαζε απ' τις φλόγες, που ξερνούσαν οι όλμοι και τα κανόνια. Νύχτα και μέρα καίγονταν το πελεκούδι. Η κόλαση, που κόνεψε στην Ελλάδα, ωχριούσε μπροστά σ' αυτό το καθημαγμένο τοπίο. Ενας τέτοιος Αύγουστος ρήμαξε πριν από είκοσι εφτά χρόνια τη μενεξεδένια γη της ευφορίας, τη Μικρασία, ύστερα απ' την προδοσία των Αγγλογαλλοϊταλών, που ύφαιναν μαστορικά στους αργαλειούς της προδοσίας.

Η καυτή λάβα που ξερνούσαν τ' αμερικάνικα κανόνια, οι όλμοι, τα μυδράλια κι οι βόμβες ναπάλμ, λύγισαν το Γράμμο.

«Ο Γράμμος έπεσε. Επεσε ο Γράμμος».

Αυτή τη θλιβερή είδηση την άπλωσαν πάνω σ' όλη τη χώρα τα σκιαγμένα πουλιά της αυγής. Αυτό το βαρύ, τ' ασήκωτο πένθος δεν ταίριαζε στον ελληνικό λαό. Το ταίριαξαν όμως οι πουλημένοι της χώρας μαζί με τους «συμμάχους». Το ταίριαξαν αυτοί που πουλούν και την ψυχή τους.

Οι μαχητές του Γράμμου μπαρουτοκαπνισμένοι, τσακισμένοι κι αλλόφρονες διάβηκαν τις οριοθετημένες γραμμές των συνόρων και πέρασαν σε φιλόξενες χώρες κοντινές και μακρινές.

Χρειάστηκαν χρόνια, ώσπου να 'ρθουν τα πρώτα μηνύματα των Πολιτικών Προσφύγων; Το πρώτο μήνυμα, που 'φεραν οι χιονισμένοι βοριάδες απ' τις στέπες της Ρωσίας ήταν για τους Μιχαλιτσιώτες.

«Οι Λαγαίοι κι ο Μπουμπουγιάννης, έλεγε, είναι στη μακρινή Τασκέντη».

«Πού 'ναι η Τασκέντη; Πού 'ναι; Αναρωτιόνταν οι Μιχαλιτσιώτες».

Κανένας όμως δεν ήξερε να πει. Ο δάσκαλος, ο Σωτήρης Παπαγεωργίου, ξεδίπλωσε έναν παγκόσμιο χάρτη και ψάχνοντας μαζί με τον γραμματέα της κοινότητας το Μήτσιο Γεώργαινα, όλο κατά τ' ανατολικά, βρήκαν στα βάθη της Ανατολής την Τασκέντη.

- Μα αυτή ήταν κι η πορεία του Μέγα Αλέξαντρου, είπε ο Γιώργος Δ. Κοσμάς που 'χε απομνημονεύσει τη φυλλάδα του Μέγα Αλέξαντρου.

- Τα χνάρια δε σβήνουν ποτές κι οι νεότερες γενιές τα 'χουν για οδηγό, απάντησε ο δάσκαλος.

Δεύτερο μήνυμα, πάλι για το Μιχαλίτσι.

«Ο Γιώργος Νίκο Κώστας, είναι στη βορινή Πολωνία. Αυτός, έλεγε το μήνυμα, έχει το μέτωπο κομματιασμένο, από θραύσματα όλμου και συναρμολογημένο ανάκατα απ' το μεγάλο χειρουργό, τον Πέτρο Κόκκαλη, που 'σωσε εκατοντάδες μαχητές απ' το θάνατο της σηψαιμίας».

Το τρίτο μήνυμα ήταν για τους Καλαρίτες.

«Οι Μιντζαίοι, ο Μπελεβέντης, ο Περιστέρης κι άλλοι Καλαριτιώτες, έλεγε, είναι κι αυτοί στη μακρινή Τασκέντη».

Τέταρτο μήνυμα, δέκατο μήνυμα, εκατοστό μήνυμα, χιλιοστό μήνυμα. Χιλιάδες μηνύματα πέταξαν άλλα απ' τη Βουλγαρία, άλλα απ' τη Ρουμανία, άλλα απ' την Ουγγαρία, άλλα απ' την Τσεχοσλοβακία, άλλα απ' την Πολωνία, άλλα απ' τη Ρωσία και σα χελιδόνια γέμισαν τον ουρανό της Ελλάδας.

Ανακουφίστηκε ο κόσμος, αναθάρρησε κι απόθεσε την ελπίδα του στον επαναπατρισμό των μαχητών.

Στη μάνα του Κριτσμή κανένα μήνυμα δε φέρνουν οι βοριάδες και τα χιόνια, που κατεβαίνουν μ' ορμή πάνω απ' τις στέπες της Ρωσίας. Αυτή, όμως, απαντέχει. Η απαντοχή της είναι ψηλό βουνό, σαν το Γράμμο. Οπου βρεθεί, όπου σταθεί κι όπου συναντήσει τους στρατοκόπους και τους αγωγιάτες των Τζουμέρκων, ρωτάει:

- Μην είδατε το γιο μου, τον Κριτσμή;

- Οχι. Δεν τον είδαμε, της απαντούν.

Αυτή τότε κατεβάζει το μαύρο τσεμπέρι στα μάτια της κι αρχίζει το κλάμα και το μοιρολόι. Οσοι ξέρουν το δράμα της της απαντούν:

- Οπου να 'ναι έρχεται.

Αμέσως σηκώνει το τσεμπέρι. Και με φωτεινό πρόσωπο και λαχταριστή φωνή ρωτάει:

- Αλήθεια;

- Ναι, ναι. Αλήθεια της απαντούν και ταχύνουν το βήμα τους για να την αποφύγουν.

Μια μέρα Τρίτη, μέρα σημαδιακή και φαρμακερή ήρθε και σ' αυτήν το μήνυμα απ' τη μακρινή Τασκέντη. Το 'στειλε ο Γιώργος Αναγνωστάκης, ο καπετάν Καταχνιάς, σ' εφτασφράγιστο γράμμα του, στον πρόεδρο της Κοινότητας Χουλιαράδων.

«Σύντροφε πρόεδρε:

Τον Κριτσμή να μην τον ψάχνετε και να μην τον καρτερείτε. Τον είδαμε από 'να μετερίζι να τον κλαδεύει μια ομάδα μαυροσκούφηδων, που 'χαν γι' αρχηγό τους έναν ξανθόμαλλο Εγγλέζο, στην αυλή μιας σκύλας γριάς, κατά της Μεσοχώρας τα μέρη. Η γριά που τον έκρυβε στο ταβάνι του σπιτιού της τον πρόδωσε για πέντε λίρες. Πρώτα του κλάδεψαν τα χέρια στους αγκώνες. Υστερα στους ώμους. Μετά του πριόνισαν τα πόδια στα γόνατα. Κι ύστερα άρχισαν να κλοτσούν το κουφάρι του, που καθώς σφάδαζε πότιζε με το αίμα του την πλακόστρωτη αυλή. Εμείς, πρόεδρε, θα γυρίσουμε στην πατρίδα. Προσωρινή είναι η υπερορία μας. Οι ρίζες μας είναι αυτού, στη γλυκιά πατρίδα. Τα δέοντα σ' όλους τους Τζουμερκιώτες. Καλή αντάμωση.

Συντροφικά

Γ. Καταχνιάς»

... Η μάνα του Κριτσμή δεν άντεξε το μαρτύριο του γιου της, που 'φερε το μήνυμα του καπετάν Καταχνιά. Σάλεψαν τα λογικά της. Μια νύχτα άναστρη, με πηχτό σκοτάδι, σκαρφάλωσε στην κορφή του καμπαναριού της Αγια - Παρασκευής, χωρίς να την πάρουν είδηση ούτε τα νυχτοπούλια. Εκεί μαζεύτηκε κουβάρι. Κι όταν στο σκόλασμα της εκκλησιάς η πλατεία γέμισε από χωριανούς η Μάνα του Κριτσμή όρθωσε τη μαύρη σιλουέτα της, άνοιξε διάπλατα τα χέρια της, σαν το καπλάνι του Ολύμπου στα μεσούρανα και φώναξε:

- Ε! Χωριανοί! Πάω να βρω το γιο μου, τον Κριτσμή. Καλή αντάμωση στον Κάτω Κόσμο...
   

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΑΣ


Του Νίκου ΚΟΣΜΑ


Ο Νίκος Β. Κοσμάς γεννήθηκε στο Μιχαλίτσι Ιωαννίνων το 1920. Τελείωσε το Γυμνάσιο «Ζωσιμαία Σχολή» και τη «Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία» Ιωαννίνων. Μαθητής δημοσίευσε ποιήματα και φιλολογικές συνεργασίες στο Γιαννιώτικο Τύπο.

Από μαθητής στο Γυμνάσιο προσχώρησε στο προοδευτικό κίνημα. Ελαβε μέρος στη μεγάλη μαθητική απεργία της «Ζωσιμαίας Σχολής» το Μάρτη του 1936. Στην Κατοχή πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση.

Υπηρέτησε δάσκαλος στη Θεσσαλονίκη, στη Χίο, στον Πειραιά και στην Αθήνα.

Η αγάπη του για το λαό, απ' τον οποίο προέρχεται, τον έσπρωξε στη μελέτη του λαϊκού βίου.

Τα βιβλία Λαογραφικά, Ιστορικά, Γλωσσικά και Λογοτεχνικά που εξέδωσαν διάφοροι Εκδοτικοί Οίκοι ανέρχονται στον αριθμό 25. Οχτώ από το χώρο της Ηπείρου, εννιά από το χώρο της Μακεδονίας και εννιά μελέτες του είναι δημοσιευμένες σε διάφορα επιστημονικά περιοδικά.

Για την επίδοσή του αυτή βραβεύτηκε το 1983 από την Ακαδημία Αθηνών. Είναι μέλος της «Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας», της «Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών» και της «Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών».

Ταξική πάλη και κοινωνική εξέλιξη


Ταξική πάλη και κοινωνική εξέλιξη
Η αντιπαράθεση μαρξισμού - λενινισμού και αναρχισμού σε θέματα ιδεολογίας και πολιτικής
Οι κομμουνιστές θεωρούν ότι η ταξική πάλη είναι η κινητήρια δύναμη της Ιστορίας στις ταξικές κοινωνίες. Η ιστορία όλης της ανθρωπότητας είναι ιστορία αντιπαράθεσης κοινωνικών τάξεων. Οι κομμουνιστές, μελετώντας την ιστορική εξέλιξη των οικονομικών σχέσεων, την ιστορική διαμόρφωση των τάξεων έχουν τη δυνατότητα να βγάλουν γενικότερα συμπεράσματα για την κοινωνική εξέλιξη, να διατυπώσουν νόμους που διέπουν αυτήν την εξέλιξη.
Οι νόμοι αυτοί είναι χρήσιμοι όχι μόνο για την ερμηνεία της κοινωνικής εξέλιξης, αλλά για την καθοδήγηση της ταξικής πάλης και της κοινωνικής επανάστασης. Η διαμόρφωση και επεξεργασία του επιστημονικού κομμουνισμού από τους Μαρξ -Ενγκελς αρχικά και στη συνέχεια από τον Λένιν αποτέλεσε καθοριστικό βήμα στην κοινωνική εξέλιξη. Η εργατική τάξη (το προλεταριάτο) που είναι πρωτοπορία της κοινωνίας, με την καθοδήγηση του κόμματός της μπορεί συνειδητά να αξιοποιήσει αυτές τις νομοτέλειες για την αλλαγή της κοινωνίας, για την κοινωνική επανάσταση. Ο αναρχισμός είναι μια καθαρά αντιεπιστημονική θεωρία. Ο ίδιος ο Μπακούνιν έλεγε ότι «ο δικός μου σοσιαλισμός δεν είναι επιστημονικός όπως του Μαρξ είναι ενστικτώδης».1
Οι αναρχικοί δε δέχονται σαν πρωτοπορία την εργατική τάξη. Γι' αυτούς δεν είναι η αντικειμενική θέση της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό που ορίζει την πρωτοπορία, αλλά η θέληση για εξέγερση. Ο Μπακούνιν θεωρούσε ότι τέτοιο ρόλο μπορούσε να παίξει η νεολαία και ιδιαίτερα οι φοιτητές και το λούμπεν προλεταριάτο.
Οι αναρχικοί αρνούνται τις νομοτέλειες στην ανθρώπινη ιστορία και βέβαια στην ταξική πάλη. Θεοποιούν το ρόλο της βούλησης, του αυθόρμητου και του τυχαίου στην εξέλιξη της ιστορίας, χωρίς να αναγνωρίζουν την ιστορική διαμόρφωση της συνείδησης, σε συνάρτηση με τις αντικειμενικές συνθήκες, με τη θέση στην παραγωγή. Γι' αυτούς, η επανάσταση είναι μια εξέγερση που θα έρθει κάτω από την αυθόρμητη δράση των μαζών, μέσα από μια διαδικασία συνεχών «ρήξεων» και «αντιπαράθεσης» με το κράτος. Δεν έχει αξία η διαδικασία προετοιμασίας των μαζών για την επανάσταση, η χειραφέτησή τους από την αστική πολιτική. Σήμερα, αυτή η άποψη, σε ορισμένους αναρχικούς, φτάνει να συγγενεύει με τις θεωρίες για το τέλος των ιδεολογιών: «Κανέναν δε συγκινεί πια καμιά μεγάλη υπόσχεση, καμιά σημαία, κανένα λάβαρο ούτε κόμμα, ούτε οργάνωση, ούτε συνδικάτο, ούτε σωματείο που αναζητά ακόμη τη δικαίωση στο παρελθόν του και με τρικλοποδιές και πονηριά την επιβεβαίωση στο παρόν και στο μέλλον. Οποιος θέλει να μπει στο παιχνίδι του αγώνα θα πρέπει να αποβάλει κριτικά και ίσως επώδυνα όλα τα σημάδια του παρελθόντος που κρέμονται σαν αντίκες πάνω από το κεφάλι του. Η συγκρότηση του μετώπου αντίστασης και ρήξης με το καθεστώς δεν μπορεί να μεταφραστεί σε παντοπωλείο ή σούπερ μάρκετ παλαιών ιδεών, σχημάτων και οργανώσεων... η εικόνα του αγωνιστικού παρελθόντος δεν παρέχει πια κανένα εχέγγυο, για να μην πούμε μόνο δυσπιστία. Οι διατεταγμένες πορείες των μπλοκ με στρατιωτικούς βηματισμούς, οι καταγγελίες και οι θυροκολλήσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οξύνσεις των πολιτικών αντιπαραθέσεων των κομμάτων, οι λαϊκίστικες κορόνες και η σχιζοειδής υπερβολή των ακροαριστερών, ακόμα και των αναρχικών, δε συγκινούν παρά μόνο τους ευσυγκίνητους... χρειάζεται κριτική ρήξη με το παρελθόν, σύνθεση και άνοιγμα για να είμαστε αυτό που μπορούμε να γίνουμε... ρήξη με το παρελθόν σημαίνει ρήξη με τα επιτροπάτα και τα καπετανάτα των -ισμών, ρήξη με τις εμμονές των ιδεολογιών, ρήξη με την γκρίνια και την ανέχεια των αιρέσεων»2.
Ετσι με κάποιο «μαγικό» και μεταφυσικό τρόπο οι «μάζες» θα εξεγερθούν και θα καταργήσουν το κράτος. Αυτό επί της ουσίας σημαίνει ότι οι αναρχικοί αρνούνται την πολιτική πάλη και την ταξική πάλη, αρνούνται τη συνειδητή δράση των μαζών για την ανατροπή του καπιταλισμού. Συνέπεια αυτής της αντίληψης, αλλά και της άρνησης κάθε είδους οργανωμένης πάλης στο όνομα της «αντί ιεραρχίας» και της «αυτοοργάνωσης» είναι ότι αρνούνται την ύπαρξη και το ρόλο του Κόμματος. «Γνωρίζουμε πως η συνεργασία, η αλληλεγγύη και ο συντονισμός της δράσης μας, έξω και πέρα από κάθε ρυμούλκηση σαστισμένων "αυθεντιών" και "πρωτοποριών" είναι η λυδία λίθος της αποτελεσματικότητας του αγώνα για την αυτοδιαχειριζόμενη κοινωνία, παίρνουμε τη ζωή μας στα χέρια μας έξω και πέρα από διαμεσολαβήσεις όποιων επίδοξων "πρωτοποριών", "σωτήρων" και "αυθεντιών", "καμία εμπιστοσύνη στα κόμματα (μικρά ή μεγάλα), στους πολιτικούς και στην πολιτική"»3.
Οι αντιλήψεις των αναρχικών οδηγούν αντικειμενικά στον πολιτικό αφοπλισμό του προλεταριάτου, στην υποταγή του στην αστική πολιτική. Αυτό τους οδηγεί σε επικίνδυνες αποπροσανατολιστικές και διασπαστικές απόψεις για τους στόχους που πρέπει να έχει το κίνημα. Χαρακτηριστική είναι και η θέση «αυτοδιαχειριζόμενου» στεκιού για την κατάσταση στην εκπαίδευση κατά τη διάρκεια των μαθητικών κινητοποιήσεων κατά του νόμου Αρσένη: «Οποιος μιλάει για την εκπαίδευση και ζητάει 12χρονο υποχρεωτικό σχολείο είναι ή ηλίθιος ή ΚΝίτης».
«Το σχολείο είναι ένας θεσμός αναγκαίος για τη στήριξη, ύπαρξη και διαιώνιση του κρατικού μηχανισμού. Ενας θεσμός που στόχος του είναι η ένταξη καλογρασαρισμένων γραναζιών στην παραγωγική διαδικασία του συστήματος..., ο καθηγητής είναι αυτός που πρέπει να καταφέρει μέσα από ένα πραγματικό οπλοστάσιο ποινών και κανόνων την ομαλή λειτουργία αυτού του βάρβαρου και απάνθρωπου θεσμού. Είναι εκείνος που σαν αυθεντία και παντογνώστης θα διακηρύξει την υποταγή κατέχοντας ξεχωριστή θέση στην αίθουσα, την έδρα... είναι αυτός που θα σπρώξει έξυπνα τους νέους στον ανταγωνισμό, βαθμολογώντας τους, κριτικάροντας την κάθε τους κίνηση και τιμωρώντας τους σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα του σχολείου, το ποινολόγιο... έτσι ανενόχλητος και ασφαλής στην έδρα του ή στο καγκελόφραχτο γραφείο του θα συνεχίσει να βαθμολογεί απρόσιτος, προτάσσοντας τους νέους στη ρουφιανιά, το γλείψιμο και την υποταγή... Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πώς είναι δυνατόν να απαιτούν αύξηση των μισθών τους (για να κάνουν τη δουλιά τους πιο ενδιαφέρουσα) όταν παράλληλα δε δείχνουν καμία διάθεση να απορρίψουν τον εξουσιαστικό ρόλο που τους επιβλήθηκε... Δημόσια δωρεάν παιδεία για την ΟΛΜΕ και το υπουργείο είναι μια Παιδεία πλήρως οργανωμένη και ελεγχόμενη από το κράτος (με στόχο την άριστη μεταφορά την κυρίαρχης ιδεολογίας στους μαθητές), η οποία απλά θα προσφέρεται στο μαθητή δωρεάν... το ζήτημα για εμάς δεν είναι η δημόσια δωρεάν παιδεία αλλά μια παιδεία ελεύθερη... ο συγκεκριμένος αγώνας των καθηγητών στον οποίο δε διακρίνεται μια συνολικότερη αμφισβήτηση των κυρίαρχων επιλογών μπορεί να ζητά αλληλεγγύη από άλλα κοινωνικά κομμάτια και κυρίως από τους μαθητές; Δεν ξεχνάμε το τι συνέβη όταν οι ίδιοι οι μαθητές μέσα από καταλήψεις είχαν να αντιμετωπίσουν, εκτός των άλλων και τους καθηγητές τους, απαιτείται τελικά η αμφισβήτηση του ρόλου του καθηγητή και τελικά η απόρριψή του»...
Ενδεικτικός είναι ακόμα ο τρόπος που οι αναρχικοί αναλύουν μια σειρά ζητήματα όπως το Παλαιστινιακό: «Αλληλεγγύη στην Ιντιφάντα: κατά του Σιωνιστικού κράτους του Ισραήλ και του προτεκτοράτου του Αραφάτ».
«Το Ισραήλ είναι ένα κράτος που κινδυνεύει από την "τρομοκρατία", που απειλείται και όπως για κάθε κράτος η φυσική του αντανακλαστική κίνηση είναι να δολοφονεί... οι σφαγές των κρατών και η αντίσταση των καταπιεσμένων μάς θυμίζουν πως Ελευθερία και Εξουσία δε συμβιβάζονται... η νέα Ιντιφάντα είναι μια κοινωνική εξέγερση ενάντια τόσο στην ισραηλινή κατοχή όσο και στις κατασταλτικές δυνάμεις της παλαιστινιακής αρχής και των Παλαιστίνιων εξουσιαστών...η νέα Ιντιφάντα χτύπησε την "εθνική ενότητα" που όπως ονειρεύεται κάθε κρατιστής, ονειρεύονταν και οι Παλαιστίνιοι εξουσιαστές με επικεφαλής τον Αραφάτ... η προοπτική ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους δεν μπορεί παρά να αποτελεί μια προοπτική εκτόνωσης του κοινωνικού πολέμου. Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας αλλά και η "εθνική ενότητα" για την αντιμετώπιση των Ισραηλινών κυριάρχων τείνουν να εγκλωβίσουν την κοινωνική εξέγερση στο στόχο της "δημιουργίας ενός νέου ανεξάρτητου κράτους"».
1. Μ. Μπακούνιν: «Ο Θεός και το Κράτος».
2. Από την ιδρυτική διακήρυξη της «Αντιεξουσιαστικής Κίνησης».
3. Προκήρυξη αυτοδιαχειριζόμενου στεκιού.
  • Αναδημοσιεύεται από την ΚΟΜΕΠ, τεύχος 4/2004
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

Η αλληλεπίδραση εθνικού - διεθνικού και η εξάρτηση



Η αλληλεπίδραση εθνικού - διεθνικού και η εξάρτηση
Στα προηγούμενα άρθρα αναφερθήκαμε στην αλληλεξάρτηση των καπιταλιστικών οικονομιών, στην εποχή του τελευταίου σταδίου του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού, και στις σχέσεις που αναπτύσσονται στα πλαίσια της αλληλεξάρτησης ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη. Σχέσεις που αναπτύσσονται ολοένα και πιο οργανικά, σε συνθήκες έντασης των ρυθμών καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Αναφερθήκαμε, επίσης, στο γεγονός ότι στο ιστορικά πλέον διαμορφωμένο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, η αλληλεξάρτηση και οι σχέσεις των καπιταλιστικών οικονομιών και των κρατών καθορίζονται από το νόμο της ανισόμετρης οικονομικής ανάπτυξης, επομένως και από τη δύναμη των μονοπωλίων κάθε κράτους, σε συνδυασμό με τη δύναμη του ίδιου του κράτους. Επίσης, ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη του καπιταλισμού στο στάδιο του ιμπεριαλισμού, περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο, παίζει το ίδιο το κράτος και η λειτουργία του, έτσι που η δύναμή του να συμφύεται με τα μονοπώλια και τη δράση τους, να εφαρμόζει το κράτος ρυθμίσεις, που να διευκολύνουν την αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού εμφανίζεται, λοιπόν, ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός, ο οποίος βεβαίως σε συνθήκες έντασης της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, αλληλεξάρτησης των οικονομιών, συνένωσης τμημάτων κεφαλαίου από διαφορετικά κράτη, αποκτά και θεσμοθετημένο διακρατικό χαρακτήρα, δηλαδή έχουμε και διακρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις και συμφωνίες ανάμεσα σε κράτη, ή ενώσεις, διεθνείς πια περιφερειακές,(π.χ. ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, ΕΕ, ΝΑΦΤΑ κλπ.). Επομένως, έχουμε κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις και σε επίπεδο έθνους - κράτους και σε διακρατικό επίπεδο. Για την Ελλάδα αυτό εκφράζεται με τη συμμετοχή και ενσωμάτωση στην ΕΕ, την ΟΝΕ κλπ.
Εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η θέση μιας χώρας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα δεν καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από το κριτήριο της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων, αλλά συνολικά από την οικονομική της ισχύ, την πολιτική και στρατιωτική της ισχύ. Στους κόλπους του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος γίνονται βεβαίως και ανακατατάξεις και αλλαγές στη θέση και το ρόλο μιας χώρας, με βάση το νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης, ανάλογα πώς εξελίσσονται οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, παίζουν ρόλο οι τοπικές και περιφερειακές εξελίξεις κλπ., επηρεάζονται βεβαίως και από την πρόοδο και τις κατακτήσεις των λαϊκών κινημάτων, τις εσωτερικές εξελίξεις στο συσχετισμό δύναμης της μιας ή της άλλης χώρας.
Τα παραπάνω ζητήματα καθορίζουν και την πολιτική των αστικών κυβερνήσεων, προκειμένου να υπηρετείται η στρατηγική του κεφαλαίου. Μόνο σ' αυτή τη βάση, που καθορίζεται από τις σχέσεις παραγωγής, μπορούμε να κρίνουμε και να εκτιμούμε αντικειμενικά και σωστά την αστική πολιτική και των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών, αυτών που βρίσκονται στην κορυφή της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας και αυτών που συμμετέχουν από υποδεέστερη και εξαρτημένη, με τις όποιες μορφές εξάρτησης, θέση στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Δηλαδή, είτε με διμερείς σχέσεις, ισχυρών και υποδεέστερων κρατών, είτε με ένταξη και ενσωμάτωση σε περιφερειακές καπιταλιστικές ενώσεις όπως π.χ. η Ευρωπαϊκή Ενωση. Είναι σημαντικό αυτό το ζήτημα, γιατί στις σύγχρονες συνθήκες η επίδραση αυτών των σχέσεων, στα πλαίσια της αλληλεξάρτησης, φτάνει έως και στην εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων προσωρινή ή και πιο μόνιμη (αναφερθήκαμε συγκεκριμένα στο προηγούμενο άρθρο), ιδιαίτερα των κρατών που βρίσκονται σε υποδεέστερη και εξαρτημένη θέση στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Επομένως, η μελέτη, η ερμηνεία της πολιτικής, που εφαρμόζουν οι αστικές κυβερνήσεις της Ελλάδας, πρέπει να παίρνει υπόψη όλα τα παραπάνω στη διαλεχτική μεταξύ τους σχέση. Και απ' αυτή τη σκοπιά να προσεγγίζεται το ζήτημα της εξάρτησης. Που σημαίνει ότι το ζήτημα της εξάρτησης είναι διαλεχτικά δεμένο με τις σχέσεις παραγωγής, με τη δράση του κεφαλαίου στα πλαίσια της συμμετοχής της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, αφού ο καπιταλισμός βρίσκεται στο ιμπεριαλιστικό στάδιο και μάλιστα στην τελευταία του βαθμίδα την κρατικομονοπωλιακή.
Αν αναφέρουμε το ζήτημα της εξάρτησης και της διαλεχτικής του σχέσης με την οικονομική βάση του καπιταλισμού, είναι γιατί η εστίαση των αιτιών των λαϊκών προβλημάτων στην εξάρτηση, δηλαδή στην πολιτική και μάλιστα στις εξωτερικές σχέσεις, (είναι δεδομένο ότι η οξύτητα των λαϊκών προβλημάτων στις υποδεέστερες και εξαρτημένες χώρες είναι μεγαλύτερη, επομένως και η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων), χωρίς την αποκάλυψη των πρωταρχικών αιτιών, που είναι οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, αφενός είναι λαθεμένη, γιατί δεν παίρνει υπόψη τους νόμους κίνησης του καπιταλισμού, αφετέρου δε συμβάλλει στην ωρίμανση της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της ως προς την κατεύθυνση της πάλης τους που πρέπει να είναι η ανατροπή του καπιταλισμού και η κατάχτηση της εξουσίας για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού - κομμουνισμού.
Ας θέσουμε το ερώτημα, υποθετικά, βεβαίως, γιατί ο καπιταλισμός έχει τους δικούς του αντικειμενικούς νόμους εξέλιξης και αυτοί αναγκάζουν το κεφάλαιο στην Ελλάδα να διαπλέκεται με το ξένο κεφάλαιο, να είναι εξαρτημένο. Αν εξαλειφθεί η εξάρτηση του ελληνικού καπιταλισμού θα καταργηθούν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, που είναι η πηγή των δεινών των λαϊκών στρωμάτων, αφού είναι εκμεταλλευτικές σχέσεις;
Επομένως, αυτό που πρέπει να ενδιαφέρει πρωταρχικά το κίνημα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, είναι η κατάργηση της οικονομικής βάσης, του καπιταλισμού, και όχι μόνο η κατάργηση των ανισότιμων πολιτικών σχέσεων, που σε τελευταία ανάλυση, ακολουθούν τη νομοτελειακή πορεία του καπιταλισμού, λόγω της νομοτελειακής πορείας της καπιταλιστικής διεθνοποίησης σε συνθήκες αντικειμενικά ανισόμετρης ανάπτυξης. Η κατάργηση του καπιταλισμού θα καταργήσει και την εξάρτηση.
Το ίδιο ισχύει και για το ζήτημα των κυριαρχικών δικαιωμάτων. Για να έχει αποτέλεσμα ο αγώνας για την υπεράσπισή τους προς όφελος του λαού, πρέπει να αναδεικνύει το γεγονός ότι η εκχώρησή τους γίνεται γιατί αυτό απαιτούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Και η πάλη για την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων συνδέεται οργανικά με την πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού και πρέπει να τείνει σ' αυτήν.
Τελικά «η αλληλεπίδραση εθνικού - διεθνικού δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι εσωτερικές αντιθέσεις και συνθήκες διαδραματίζουν τον κύριο ρόλο στην επαναστατική διαδικασία».(Το Πρόγραμμα του ΚΚΕ, «15ο Συνέδριο του ΚΚΕ - Ντοκουμέντα», σελ. 114).

TOP READ