16 Ιουλ 2019

Σώμα φτιαγμένο από πηλό – Κεφάλι γεμάτο από σκατό

Πριν προχωρήσουμε, προτείνουμε – για την ακρίβεια: παρακαλούμε –
να πιάσετε τη μύτη σας.
Έτοιμοι; Ξεκινάμε:
  • Οι μετανάστες δεν είναι μετανάστες, είναι «ριψάσπιδες».
  • Οι πρόσφυγες δεν είναι πρόσφυγες, είναι «ορδές».
  • Δεν είναι κυνηγημένοι μιας και «έχουν πορτοφόλια γεμάτα 500άρικα».
  • Τα μωρά που θαλασσοπνίγονται δεν είναι μωρά, αλλά το ντεκόρ πίσω από το οποίο οι μανάδες τους κουβαλάνε την πορτοφόλα.
  • Οι άνθρωποι αυτοί δεν έρχονται ως ικέτες στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, έρχονται για να «βιάσουν την Ελλάδα», για να «εξισλαμίσουν την πατρίδα» καθώς ανάμεσα στα άλλα κακά που σέρνουν έχουν κι αυτό: «Γεννοβολάνε σαν τα κουνέλια».
Τα παραπάνω συνιστούν ένα μικρό απάνθισμα από το νέο ξερατό του Νότη Σφακιανάκη.
Του ιδίου που μόλις ένα μήνα μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα επιδιδόταν σε ύμνους υπέρ της Χρυσής Αυγής.
Τότε ήταν που κατέκτησε (επάξια) τον ρόλο του πρώτου τη τάξει «λαμέ» κομφερασιέ της ναζιστικής συμμορίας.
Το αίμα του Φύσσα ήταν ακόμα «ζεστό» αλλά ο μπουρδολόγος εκείνο που έβλεπε στην Χρυσή Αυγή δεν ήταν παρά «παιδιά που είναι βγαλμένα από το λαό»… 
Σήμερα, αυτός ο «λαμέ» χρυσαυγίτης, πέρασε τα ελληνικά σύνορα, πήγε στην Κύπρο κι από εκεί τον ακούσαμε να λουμπενολογεί κατά προσφύγων και υπέρ… «πατρίδος».
Συμπέρασμα πρώτο:
Ναι, λοιπόν, πράγματι: Η ναζιστική συμμορία έχει τον «λαμέ» εκπρόσωπο που της αρμόζει.
φωτογραφια 1
Φυσικά, δεν πρέπει να μας διαφεύγει, ότι ο Νότης δεν είναι φασίστας. Κατά δήλωσή τους, δε, ούτε ο Μιχαλολιάκος, ούτε ο Παναγιώταρος, ούτε ο Κασιδιάρης είναι φασίστες.
Από πού προκύπτει δηλαδή ότι οι Κου Κλουξ Κλαν είναι ρατσιστές; Αντιθέτως οι μαύροι φταίνε που είναι μαύροι. Και οι μετανάστες που είναι μετανάστες…
Παρότι συμφωνούμε πως η ενασχόληση με το Σφακιανάκη «ανεβάζει» επικίνδυνα το «επίπεδο», επιτρέψτε μας μια υπενθύμιση:
Αντιγράφουμε από τον Μπρεχτ και τις «Ιστορίες του κ. Κόυνερ»:
«Ποιο είναι το μεγάλο μυστικό του βλάκα;» ρώτησαν κάποτε τον κ. Κόυνερ. «Αυτό που τον κάνει ακατανίκητο, ανυπέρβλητα κακό και πάντα νικητή;».
«– Το μεγάλο μυστικό του βλάκα, χμ, για να σκεφτώ λίγο… Ε… μάλλον ότι δεν του περνά καν από το μυαλό, δεν διανοείται ότι μπορεί για μια στιγμή να ’χει άδικο. Κι αν του περάσει μια στάλα υποψίας από το μυαλό, γρήγορα τη διώχνει. Αυτός βλάξ; Ποτέ των ποτών. Οι άλλοι είναι πάντα. Έτσι γίνεται αδίσταχτα θρασύς, υπέροχα επικίνδυνος, ανυπέρβλητα αλαζονικός. Και πείθει. Γιατί πάντα υπάρχουν αρκετοί βλάκες για να σχηματίσουν μια πλειοψηφία. Αυτό είναι το μυστικό όπλο του βλάκα. Μα γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να εξολοθρεύουμε τη βλακεία, γιατί κάνει βλάκες αυτούς που τη συναντούν».
Μετά την οφειλόμενη εξήγηση για την ενασχόλησή μας με τον εν λόγω «νούμερο», και αφού σε κάποια σημεία αντικαταστήσουμε στο παραπάνω χωρίο τις λέξεις «βλάκας» και «βλακεία» με τις λέξεις «φασίστας» και «φασισμός», ορισμένες παρατηρήσεις:
φωτογραφία 2
1ο) Ο φασισμός και ο χρυσαυγιτισμός του Σφακιανάκη είναι απολύτως συνεπής με το είδος της «προσφοράς» του εν λόγω αοιδού στα Γράμματα, τις Τέχνες και τον Πολιτισμό αυτού του τόπου.
2ο) Ο εν λόγω αποτελεί ένα από τα «νούμερα» της βιομηχανίας του θεάματος. Τέτοια «νούμερα» φροντίζει να τα κανακεύει πολλαπλώς το μιντιακό κατεστημένο, να τα έχει χρόνια τώρα στα όπα – όπα. Ο λόγος: Δια του τρόπου αυτού, ένα μέρος του κόσμου καθίσταται ευάλωτο στην «αισθητική» που διακονούν κάτι τέτοια «νούμερα». Είναι κι αυτό ένα δείγμα για το είδος του «πολιτισμού» που πρεσβεύουν οι βαρόνοι του μιντιακού και γενικότερου κατεστημένου, που παλεύουν να αποβάλουν από τη ζωή μας τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι, αλλά την ίδια στιγμή κανακεύουν τέτοιου είδους «νούμερα»…
3ο) Το πομπώδες και «ψαγμένο» ύφος του εν λόγω δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση. Δεν είναι η πρώτη φορά που κάποιος Χατζατζάρης υποδύεται τον (θυμόσοφο) Καραγκιόζη. 
4ο) Δεν είναι η πρώτη φορά που ένας φασίστας δεν ομολογεί ευθέως ότι είναι φασίστας. Αντιθέτως σπεύδει να αποκηρύσσει τον εαυτό του όταν συλλαμβάνεται στα πράσα επί μισανθρωπισμώ. Πρόκειται για την συνήθη γενναιότητα των φασιστών όπως την έχει περιγράψει στους στίχους του ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και την έχει τραγουδήσει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου στον «Μαύρο γάτο»: «Αχ μη καλοί μου άνθρωποι εγώ δεν είμαι γάτος, εγώ είμαι ένας άνθρωπος με αισθήματα γεμάτος»… 
5ο) Ακόμα και στην απίθανη περίπτωση που όντως ο συγκεκριμένος δεν αντιλαμβάνεται ότι είναι φασίστας, πάλι δεν θα είναι η πρώτη φορά που ένας φασίστας μπορεί και να μην καταλαβαίνει ότι είναι φασίστας (άλλωστε οι φασίστες, τόσο μυαλό έχουν- τόσα καταλαβαίνουν)…
Συμπέρασμα δεύτερο:
Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις ακούγεται ο γνωστός αφορισμός: «Καλύτερα να τραγουδάει παρά να μιλάει».

Διαφωνούμε! Ο Σφακιανάκης πρέπει να συνεχίσει να μιλάει. Ενδεχομένως και να τραγουδάει. Είναι, δε, τόσο ώριμος… «καλλιτεχνικά» που μετά το «Σώμα μου φτιαγμένο από πηλό» ήρθε η ώρα να ερμηνεύσει και ένα απόλυτα αυτοβιογραφικό του τραγούδι: «Κεφάλι μου γεμάτο από σκατό»… 

Παρ’ όλα αυτά όμως το ΚΚΕ μοιάζει καθηλωμένο…

Από τον φίλο του περιοδικού Τάκη Σούλιο, εκπαιδευτικό, υποψήφιο με την Λαϊκή Συσπείρωση στις κοινοτικές εκλογές του Δήμου Αθηναίων, λάβαμε και δημοσιεύουμε το κείμενο που ακολουθεί.
Οι πρόσφατες εθνικές εκλογές στην Ελλάδα αλλά και οι ευρωεκλογές στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, επιβεβαίωσαν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο αυτό που βλέπουμε τις τελευταίες δεκαετίες: Την ορμητική, σχεδόν καθολική, συντηρητικοποίηση, τουλάχιστον όσον αφορά την εκλογική συμπεριφορά, της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, η οποία, χωρίς αναστολές, απλώνεται ως τις πιο ακραίες μορφές όπως αυτές των ακροδεξιών αλλά και των νεοναζιστικών κομμάτων. Εύλογο επομένως το απλοϊκό ερώτημα που απευθύνεται από κάθε είδους ενσωματωμένους εκπρόσωπους της αστικής ιδεολογίας, ειδικά προς τους εκπροσώπους του ΚΚΕ: «Γιατί το κόμμα σας είναι καθηλωμένο;». Πίσω από το αλαζονικό και υπεροπτικό ύφος με το οποίο τίθεται το ερώτημα υπάρχει μια αλήθεια την οποία πρέπει να αναζητήσουμε: Γιατί οι εργάτες και τα λαϊκά στρώματα που πλήττονται από την κρίση στρέφονται προς συντηρητικές επιλογές και όχι προς την αμφισβήτηση του συστήματος; Γιατί οι εργάτες επιλέγουν, στην παρούσα φάση, την βαρβαρότητα και όχι την εξέγερση; Γιατί οι εργάτες επιλέγουν, στην παρούσα φάση, τον καπιταλισμό και όχι τον κομμουνισμό;
Οποιαδήποτε ανάλυση που αφορά στον προσδιορισμό της πολιτικής συμπεριφοράς της εργατικής τάξης της παρούσας περιόδου, οδηγεί σε αδιέξοδο εάν δεν λάβουμε υπ’ όψιν τα εξής:
1.Δεν πρέπει ποτέ να διαφεύγει από το νου μας το γεγονός της μεγάλης ήττας που έχει υποστεί η εργατική τάξη και το παγκόσμιο εργατικό κομμουνιστικό κίνημα από την επικράτηση της αντεπανάστασης στην Σοβιετική ένωση. Το γεγονός αυτό που  είναι το αποτέλεσμα μιας βασανιστικής περιόδου, την αρχή της οποίας μπορούμε να την τοποθετήσουμε χρονικά στο 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, λειτούργησε και λειτουργεί ως καταλύτης που οδήγησε από την μια στην διάλυση ή στην ενσωμάτωση των άλλοτε πανίσχυρων κομμουνιστικών κομμάτων και από την άλλη στην δημιουργία ενός πολιτικού εδάφους που εμποδίζει την ανάδυση νέων επαναστατικών κομμάτων αλλά και την ανάπτυξη των ήδη υπαρχόντων. Δεν είναι τυχαία η συνεχής και μεθοδική προσπάθεια της αστικής διανόησης να υπενθυμίζει, ειδικά στις νέες γενιές και να κεφαλαιοποιεί αυτό το γεγονός, μέσα  από συνεχείς μελέτες, αναφορές, άρθρα, νόμους, οδηγίες, ψηφίσματα, πολιτισμικά προϊόντα όπως κινηματογραφικές ταινίες κλπ.
2.Παράλληλα και ως ένα μικρό βαθμό και ως αποτέλεσμα του δεδομένου που προαναφέραμε, βλέπουμε το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα να έχει βαλτώσει σε μια οικονομική κρίση υπερσυσσώρευσης  από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει. Η φτώχεια, η ανεργία, η ανέχεια, ο φόβος και η ανασφάλεια είναι καταστάσεις που αφορούν πλέον όχι μόνο στις φτωχιές χώρες αλλά και στις θεωρούμενες ως αναπτυγμένες. Οι παραγκουπόλεις που φυτοζωούν στις παρυφές των μεγαλουπόλεων των υπανάπτυκτων κρατών πλέον ανθίζουν στα πεζοδρόμια και στα πάρκα των μεγαλουπόλεων των ΗΠΑ, με μόνη διαφορά ότι το δάσος των παραπηγμάτων αντικαθίσταται από την θάλασσα των σκηνών και των sleeping bags.
Επομένως, δεδομένης της ανυπαρξίας ή της αδυναμίας των κομμουνιστικών κομμάτων και του εργατικού κινήματος, δεδομένης της κατασυκοφάντησης του κομμουνισμού και υπό το βάρος των επιπτώσεων της βαθειάς κρίσης στους εργάτες, πέραν της παραίτησης και της απόσυρσης, η μόνη ρεαλιστική πολιτική λύση που απομένει είναι τα συντηρητικά ή ακόμη περισσότερο τα ακροδεξιά κόμματα.   Ειδικά τα ακροδεξιά και φασιστικά κόμματα αλλά και σε ένα βαθμό όλα τα αστικά κόμματα, προσφέρουν στους εργάτες μια εύκολη ερμηνεία για την κακοτυχία τους αλλά και μια άμεση λύση που συμπυκνώνεται στο σύνθημα «διώξτε τους ξένους».
3.Ειδικά στην Ελλάδα η σφοδρότητα της κρίσης έδειξε με σαφήνεια και σε  συμπυκνωμένο πολιτικό χρόνο, τον αντιδραστικό ρόλο που έπαιξαν και παίζουν η σοσιαλδημοκρατία και τα μεταλλαγμένα κομμουνιστικά κόμματα στην υπονόμευση του εργατικού κινήματος. Η ανάδειξη στην θέση του διαχειριστή της κρίσης, για λογαριασμό της αστικής τάξης, ενός κόμματος με ριζοσπαστικές αριστερές αναφορές, με τις οποίες είχε ταυτιστεί το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα, έφραξε τον δρόμο προς την αμφισβήτηση, σπρώχνοντας έτσι μαζικά την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα είτε προς συντηρητικές κατευθύνσεις είτε προς στην απογοήτευση και την παραίτηση.
Οι τρεις αυτοί παράγοντες που διαμορφώνουν το πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου κινείται η εργατική τάξη, ερμηνεύουν σε ένα βαθμό την πολιτική της συμπεριφορά, πάνω απ’ όλα όμως ενισχύουν τους λόγους που την οδηγούν στην ενσωμάτωση. Και η εργατική τάξη, ανεξαρτήτως του αν συντρέχουν ή όχι οι παραπάνω παράγοντες, έχει πολλούς λόγους να οδηγείται στην ενσωμάτωση. Ας τονίσουμε μερικούς:
1. Η κατάσταση του εργάτη.
Ο εργάτης όντας «απελευθερωμένος» από τα μέσα παραγωγής, είναι αναγκασμένος να πουλάει σε καθημερινή βάση το μοναδικό εμπόρευμα που κατέχει: την εργατική δύναμη. Είναι ο μόνος τρόπος να επιβιώνει και να αναπαράγεται αυτός και τα μέλη της οικογένειάς του. Επί πλέον γνωρίζει καλά ότι έξω από τον χώρο εργασίας του υπάρχει μια δεξαμενή ανέργων οι οποίοι αναζητούν απεγνωσμένα μια θέση εργασίας. Βιώνει επομένως έναν διαρκή φόβο,  μια ανελέητη οικονομική βία, έναν οικονομικό καταναγκασμό. Ζει υπό τον φόβο της απόλυσης, διότι γνωρίζει ότι η απόλυση μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξή του. Η πίεση των ανέργων τον εξαναγκάζει να κινητοποιεί περισσότερη εργασία, να δέχεται το διευθυντικό δικαίωμα, να μειώνει τις απαιτήσεις του και να απωθεί κάθε σκέψη διεκδίκησης.
Ο εργάτης, ως εκ τούτου, είναι ιδιαίτερα ευάλωτος στην άμεση λύση, στην  αυταπάτη και στην αποστασιοποίηση τόσο όταν δεν καταφέρνει να βρει αγοραστή για το προϊόν του, όταν δηλ είναι άνεργος ή υποαπασχολούμενος, αλλά και όταν εργάζεται.
Πέραν αυτού η «απελευθέρωση» του εργάτη από τις φεουδαρχικές και συντεχνιακές μορφές απασχόλησης, σήμανε και την απόσπασή του από την ασφάλεια που προσέφερε η κοινότητα του χωριού και η συντεχνία της πόλης, σήμανε δηλ την απομόνωσή του, την αποξένωσή του με άμεση συνέπεια την ανάπτυξη του ατομικισμού και του ναρκισσισμού. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που αυτή η εξατομίκευση αποθεώθηκε από τους ενσωματωμένους διανοούμενους οι οποίοι, με εργαλείο τον μεθοδολογικό ατομικισμό και την θεωρία του καταναλωτή, ανήγαγαν τον αποσπασμένο από την δυνατότητα για επιβίωση εργάτη, σε ένα άτομο, το οποίο έχει τόση ελευθερία να δρα, ώστε και αυτή ακόμη η ανεργία να εκλαμβάνεται σαν εκούσια και ελεύθερη  επιλογή. Ο ατομικισμός εντείνεται μέσα από τον ανταγωνισμό μεταξύ των ίδιων των εργατών και ιδιαίτερα των ανέργων και των υποαπασχολουμένων καθώς ως κάτοχοι/πωλητές του ίδιου εμπορεύματος, της εργατικής δύναμης, ανταγωνίζονται μεταξύ τους στην αγορά εργασίας για το ποιος θα είναι ο «εκλεκτός» που θα  ακολουθήσει τον επιχειρηματία στον χώρο όπου «…απαγορεύεται η είσοδος στους μη έχοντες εργασία…», δηλ την επιχείρηση. Για τον λόγο αυτό η ενότητα της εργατικής τάξης, κάθε άλλο παρά αυτονόητη είναι. Θα λέγαμε ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η ενότητα, όταν εμφανίζεται, προκύπτει εξωγενώς και μόνο με την παρέμβαση του εργατικού ή κομμουνιστικού κόμματος, η δράση του οποίου μπορεί να αδρανοποιεί, όχι όμως και να εξαλείφει, την πάντοτε παρούσα ανταγωνιστική συμπεριφορά των εργατών. Την ενότητα των εργατών την  πολέμησε και την πολεμά λυσσαλέα το αστικό κράτος και μόνον μετά από ποτάμια αίματος και ως αποτέλεσμα της ραγδαίας ανάπτυξης του εργατικού κινήματος επέτρεψε/επιτρέπει την συγκρότηση εργατικών συνδικάτων αλλά και την νόμιμη δράση εργατικών και κομμουνιστικών κομμάτων. Ως εκ τούτου η ανυπαρξία και η αδυναμία των εργατικών και κομμουνιστικών κομμάτων αλλά και η αδυναμία του εργατικού κινήματος εντείνει τον ανταγωνισμό των εργατών, καλλιεργεί συνθήκες αποστράτευσης ενώ παράλληλα δημιουργεί μια καθοδική σπείρα η οποία δεν επιτρέπει την ανάπτυξη μεγάλων εργατικών αγώνων και διεκδικήσεων πράγμα που αντανακλάται και  στην πολιτική συμπεριφορά της εργατικής τάξης.
2.Η κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας
Ο καπιταλισμός, ως σύστημα εκμετάλλευσης του ανθρώπου, διακρίνεται από τα προηγούμενα συστήματα εκμετάλλευσης, κατά το ότι προσφέρει, στα άτομα που το συνθέτουν, την ψευδαίσθηση της ελευθερίας. Η ψευδαίσθηση αυτή προκύπτει από τον τρόπο με τον οποίο συνάπτεται η βασική σχέση παραγωγής, η σχέση κεφαλαιοκράτη και εργάτη:  «…Ο κάτοχος της εργατικής δύναμης (δηλ ο εργάτης) και ο κάτοχος του χρήματος συναντιόνται στην αγορά σαν ισότιμοι κάτοχοι εμπορευμάτων… επομένως και οι δύο είναι νομικώς ισότιμα πρόσωπα… (ο εργάτης) είναι ελεύθερος με διπλή έννοια, από την μια με την έννοια ότι σαν ελεύθερο πρόσωπο διαθέτει την εργατική του δύναμη σαν εμπόρευμά του και από την άλλη με την έννοια ότι δεν έχει άλλα εμπορεύματα να πουλήσει, ότι σαν το ελεύθερο πουλί είναι ελεύθερος από όλα τα πράγματα»( Κ. Μαρξ, το Κεφάλαιο, Τόμος 1ος, σελ 179).
Αυτή, λοιπόν, η τυπική ελευθερία εκφράζεται τόσο με την δυνατότητα σύναψης συμβάσεων εργασίας, όσο και με την δυνατότητα μετακίνησης από εργασία σε εργασία, από ειδικότητα σε ειδικότητα, από χώρα σε χώρα, ενώ αγγίζει την αποθέωσή της στην δυνατότητα/ενδεχόμενο του εκλέγειν και εκλέγεσθαι δηλ στην λεγόμενη αστική δημοκρατία.
Πάνω σ’ αυτήν την φενακισμένη κατάσταση υψώνεται ένα ιδεολογικό εποικοδόμημα και αναδύονται συγκεκριμένες μορφές συνείδησης οι οποίες προσλαμβάνονται μέσω νομικών, πολιτικών, θρησκευτικών, καλλιτεχνικών μορφών, οι οποίες συντηρούνται και αναπαράγονται μέσα από ένα πλήθος μηχανισμών και θεσμών όπως το κράτος, τα σχολεία, η θρησκεία, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, οι ενσωματωμένοι διανοούμενοι κλπ.
Όλα αυτά συνθέτουν την κυρίαρχη ιδεολογία, με την οποία διαποτίζεται η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της για την εξουδετέρωση της οποίας απαιτούνται ισχυρά αντισώματα τα οποία μπορεί να τα μεταγγίσει μόνο ένα ικανό και ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα.
Την επίδραση της κυρίαρχης ιδεολογίας την βλέπουμε καθαρά στον χώρο της νεολαίας. Η παρατεταμένη κρίση και η μεγάλη ανεργία που μαστίζει τους νέους ειδικά της εργατικής τάξης, τους καθηλώνει σε αναγκαστική παραμονή στην οικογένεια, γεγονός που επιδρά αρνητικά στην γενικότερη ψυχοσύνθεσή τους. Ο εφιάλτης της ανεργίας, η αδυναμία διοχέτευσης της έντονης  ενεργητικότητας, η αδυναμία δημιουργίας ουσιαστικών σχέσεων με το άλλο φύλο, δηλ ο ευνουχισμός τους, αποτελεί το έδαφος για την παραίτηση, την ανάπτυξη στοιχείων ανωριμότητας, ατομικισμού, έντονου ναρκισσισμού αλλά και της ανάγκης για τυφλή εκτόνωση. Η εκκωφαντική απουσία των νέων από τους αγώνες της εργατικής τάξης στην περίοδο της μεγάλης κρίσης, η αναιμική παρουσία τους στις διαδηλώσεις, η απέχθειά τους σε κάθε τι πολιτικό και συλλογικό δείχνει το μέγεθος της κρίσης που βιώνει το εργατικό κίνημα.
Φυσικά οι δυνατότητες ενσωμάτωσης που έχει το σύστημα δεν εξαντλούνται στα όρια αυτών που προαναφέρθηκαν. Η πιθανότητα κοινωνικής ανέλιξης, πραγματικής ή φανταστικής, που προσφέρεται, είτε μέσω της δημιουργίας μιας επιχείρησης, είτε μέσω της μετάταξης στην εργατική αριστοκρατία, είτε ακόμα και μέσω της τύχης (τζόγος κλπ) και της δραστηριότητας στον χώρο της παραοικονομίας και της παρανομίας, η παροχή επιδομάτων, η δύναμη της συνήθειας αλλά και οι οικογενειακοί δεσμοί, είναι παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν στην ενσωμάτωση. Ειδικότερα οι οικογενειακοί δεσμοί έπαιξαν ιδιαίτερα αρνητικό ρόλο στην διάρκεια της κρίσης καθώς λειτουργώντας ως εναλλακτική πηγή  επιβίωσης, στα πλαίσια της αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της οικογένειας, παγίδευσαν, ειδικά τους νέους, σε μια παραλυτικού τύπου επιβίωση.
Όλα τα παραπάνω δημιουργούν ένα ισχυρό ρεύμα, ένα τσουνάμι συντηρητισμού που στο πέρασμά του καταστρέφονται όλα τα αμυντικά φράγματα ενώ εμπεδώνονται οι μειωμένες απαιτήσεις, η ηττοπάθεια και η μοιρολατρία.
Υπό το πρίσμα των όσων προαναφέρθηκαν και όσον αφορά στο αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:
1.Οι πολιτικές δυνάμεις που διαχειρίζονται τις πολιτικές υποθέσεις της αστικής τάξης φαίνεται ότι αποκαθιστούν πλήρως την κυριαρχία τους ως αντανάκλαση του γεγονότος ότι η κρίση δείχνει να κάνει τον κύκλο της. Η διαμόρφωση ενός νέου ισχυρού δικομματισμού είναι ορατή με την ΝΔ να ηγείται ενός συντηρητικού μπλοκ και τον ΣΥΡΙΖΑ ενός σοσιαλδημοκρατικού. Στο πλαίσιο αυτού του ισχυρού διπόλου   αναμένεται να υπάρξουν προσαρμογές στο πολιτικό προφίλ του ΣΥΡΙΖΑ προς μια κατεύθυνση καθαρά σοσιαλδημοκρατική, με αλλαγές που ενδεχομένως να περιλαμβάνει αλλαγή του ονόματος και της γενικότερης δομής του, προκειμένου να μπορέσει να «χωνέψει» τα υπολείμματα του κιναλ/πασοκ αλλά και των νέων κομμάτων αναχωμάτων που έχουν αναδυθεί ( μέρα25, πλεύση κλπ). Παρ’ όλα αυτά και λόγω του ότι η καπιταλιστική συσσώρευση είναι ανεμική με το ΑΕΠ να «σέρνεται» στην περιοχή του 2% περίπου, την ανεργία αλλά κυρίως την  υποαπασχόληση να διατηρούνται σε μεγάλα επίπεδα, την διαχείριση του χρέους αλλά και των αντιθέσεων που οξύνονται στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, η διαχείριση των πολιτικών υποθέσεων της αστικής τάξης δεν θα είναι καθόλου εύκολη υπόθεση.
2.Η εκλογική επίδοση ενός κομμουνιστικού κόμματος συναρτάται με το επίπεδο της ταξικής πάλης και του ευρύτερου συσχετισμού δυνάμεων. Δεδομένου ότι το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε υποχώρηση και η ταξική πάλη γέρνει, στην τρέχουσα συγκυρία, καθαρά προς την πλευρά της αστικής τάξης, η σχετική σταθεροποίηση των εκλογικών ποσοστών του ΚΚΕ μάλλον ως επιτυχία πρέπει να φαντάζει παρά ως στασιμότητα. Στο σημείο αυτό πρέπει τονιστεί ιδιαίτερα ότι η εκλογική ενδυνάμωση του ΚΚΕ δυσχεραίνεται εξ αιτίας της ίδιας της πολιτικής του φυσιογνωμίας  και του προγραμματικού του λόγου ως κομμουνιστικού κόμματος. Μάλιστα μετά την αλλαγή της βασικής του γραμμής, την εγκατάλειψη δηλ της θεωρίας των σταδίων η οποία οδηγούσε σε ευκαιριακές εκλογικές συμπράξεις ακόμη και με αστικά κόμματα και υπό όρους ακόμη και σε συμμετοχή σε κυβερνήσεις συνεργασίας με αστικές δυνάμεις, μετά δηλ από την ανάκτηση των επαναστατικών του χαρακτηριστικών πάνω σε αντικαπιταλιστική και αντιμονοπωλιακή βάση, η εκλογική προσέγγιση του κόμματος καθίσταται πιο δύσκολη καθώς η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα αντιλαμβάνονται ότι η επιλογή του ΚΚΕ δεν είναι μια απλή ανάθεση και ένας περίπατος στην παραλία, αλλά απαιτεί συμμετοχή, αγώνα, θυσία, σύγκρουση, καταστάσεις δηλ που μέσα στο πλαίσιο της μεγάλης οπισθοχώρησης και της ήττας είναι προς το παρόν ανέφικτες. Αντίθετα καθίστανται αναπόφευκτες η υιοθέτηση των προσωπικών  στρατηγικών έναντι των συλλογικών και η ανάπτυξη των πελατειακών σχέσεων.
3.Το εκλογικό σώμα δεν ταυτίζεται απολύτως με το κοινωνικό σώμα από το οποίο προκύπτουν οι κοινωνικές τάξεις και η ταξική διάρθρωση της Ελληνικής κοινωνίας. Στο εκλογικό σώμα συμμετέχουν άτομα άνω των 15 ετών τα οποία χωρίζονται σε δύο τμήματα: α) στο τμήμα του ενεργού πληθυσμού ή εργατικού δυναμικού το οποίο συναπαρτίζεται από όλους όσους είναι πάνω από 15 ετών και  μετέχουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην παραγωγική διαδικασία δηλ. τους εργαζόμενους αλλά και τους ανέργους, τμήμα από το οποίο προκύπτει και η βασική ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας, και β) στον τμήμα του πληθυσμού άνω των 15 ετών στο οποίο συνυπάρχουν οι συνταξιούχοι, άνθρωποι του υποκόσμου καθώς και τμήματα που κατατάσσονται στο λούμπεν προλεταριάτο, οι οποίοι είναι όχι μόνον εκτός παραγωγικής διαδικασίας αλλά και εκτός αγοράς εργασίας και ως εκ τούτου δεν συμπεριλαμβάνονται στην ταξική διάρθρωση της κοινωνίας. Εάν αυτό το δούμε σε επίπεδο αριθμητικής τότε από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει για το 2018 ότι ο πληθυσμός άνω των ετών 15 ετών δηλ το εν δυνάμει εκλογικό σώμα, ανέρχεται σε 9140000 άτομα, εκ των οποίων ο πραγματικός ενεργός πληθυσμός (παντός είδους εργαζόμενοι και άνεργοι) ανέρχεται στα 4752900 άτομα και οι μη ενεργοί στο 4397100 άτομα. Η διάκριση είναι σημαντική διότι για ένα κομμουνιστικό κόμμα ο ο ταξικός και πολιτικός αγώνας στο τμήμα του πραγματικού ενεργού πληθυσμού είναι πιο ευνοϊκός διότι στο τμήμα αυτό υπάρχει η εργατική τάξη η οποία αποτελεί και το κύριο σημείο αναφοράς του. Αν και δεν υπάρχουν πρόσφατες, αξιόπιστες, έρευνες για την ταξική διάρθρωση της Ελληνικής κοινωνίας, από προσωπικές προσεγγίσεις και εάν δεχθούμε ότι η εργατική τάξη αποτελεί το 65% περίπου του πραγματικού ενεργού πληθυσμού τότε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αγγίζει έναν αριθμό που κυμαίνεται στα 3 εκ άτομα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το κόμμα κατέχει, παρά την αρνητική συγκυρία, σημαντικές δυνάμεις στον χώρο των συνδικάτων οι οποίες είναι κατά πολύ μεγαλύτερες των εκλογικών. Ειδικά στην Αττική διατηρεί την πλειοψηφία στα εργατικά κέντρα Αθήνας, Πειραιά, Λαυρίου, καθώς και σε πολλές πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες ενώσεις και σωματεία. Αντιθέτως στο σώμα των μη ενεργών παρουσιάζονται πρόσθετες δυσκολίες παρέμβασης τόσο όσον αφορά σε ένα μεγάλο μέρος των συνταξιούχων, αλλά πολύ περισσότερο όσον αφορά στα υπόλοιπα τμήματα. Ειδικότερα για τους συνταξιούχους, ο αριθμός των οποίων ξεπερνά τα 2,5 εκ, ένα μεγάλο μέρος που ξεπερνά το 30%, λαμβάνει πάνω από 1300 Ευρώ μηνιαίως, εισόδημα που βρίσκεται αρκετά ψηλότερα από το επίπεδο αναπαραγωγής ενός εργάτη.
Επομένως ακόμη και εάν υπήρχε δυνατότητα αναφοράς στο σύνολο της κοινωνικής συμμαχίας, στην οποία συμπεριλαμβάνονται η εργατική τάξη, οι μικροί αγρότες, ο αριθμός των οποίων συνεχώς μειώνεται, τμήματα των μεσαίων στρωμάτων (ελεύθεροι επαγγελματίες) και τμήμα των συνταξιούχων, ο αριθμός της μετά βίας θα προσέγγιζε το 50% του συνόλου του εκλογικού σώματος. Το κύριο πρόβλημα όμως δεν βρίσκεται στην αριθμητική. Βρίσκεται στον αρνητικό συσχετισμό και στην υποχώρηση του εργατικού κινήματος, στοιχεία που δυσχεραίνουν από το να γείρει ο ταξικός αγώνας προς την πλευρά των ταξικών δυνάμεων και να φέρει το εκλογικό σώμα σε μια αντιστοιχία με την κοινωνική συμμαχία, διαμορφώνοντας ένα άλλο πολιτικό τοπίο.
Τώρα προς τους άσπονδους φίλους και εχθρούς που με περισσή αλαζονεία θέτουν το δηλητηριώδες ερώτημα «γιατί το κόμμα είναι καθηλωμένο;» έχουμε να τους πούμε τα εξής:
1.Το ΚΚΕ, σε πείσμα των αιτιάσεων τους περί μονολιθικότητας, πνευματικής απραξίας και κατεψυγμένης σκέψης, έχει κρατήσει ψηλά την σημαία της επαναστατικής σκέψης και δράσης. Κορυφαία στιγμή, είναι η διατήρηση της μαρξιστικής και λενινιστικής φύσης του, μετά το συγκλονιστικό γεγονός της αντεπανάστασης στην ΣΕ, όταν η οπορτουνιστική φωνή στο εσωτερικό του το ωθούσε προς την ταξική συνεργασία. Ήταν οι επαναστάτες κομμουνιστές που όχι μόνον αντιστάθηκαν αλλά και αναζήτησαν την αιτία των πραγμάτων μέσα από ανελέητη αυτοκριτική, μέσα από πλήθος αναλύσεων και έφτασαν στην ρίζα του προβλήματος: Είδαν ότι η γραμμή των λαϊκών μετώπων, της θεωρίας των σταδίων, των μεταβατικών προγραμμάτων και η συμμετοχή σε κυβερνήσεις με μερίδες της αστικής τάξης, η οποία επεκράτησε στο κομμουνιστικό κίνημα, ήταν η αιτία που οδήγησε στην ήττα μετά την μεγαλειώδη αντίσταση του ΚΚΕ/ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, ήταν η αιτία που οδήγησε στην κατάργηση των κομματικών οργανώσεων, στο μόρφωμα του μεγάλου συνασπισμού. Είδαν το ζήτημα του παλλαϊκού κράτους, της πρόωρης λήξης της ταξικής πάλης, της χρήσης καπιταλιστικών εργαλείων στις σοσιαλιστικές επιχειρήσεις και επανήλθαν στην λενινιστική αντίληψη, ανακτώντας τα επαναστατικά χαρακτηριστικά. Κι όλα αυτά κρατώντας σαν παρακαταθήκη, σαν ζωντανή ιστορία, τις μικρές και μεγάλες στιγμές, τις ήττες και τις νίκες, τα λάθη και τα σωστά, μη αφήνοντας δηλ πίσω τους απωθημένα.
2.Με οδηγό το νέο επαναστατικό του πρόγραμμα που ολοκληρώθηκε με το 19ο συνέδριο, συγκρούστηκε μετωπικά με τον οπορτουνισμό την περίοδο της κρίσης  που διανύουμε, απέκρουσε τις επιθέσεις φιλίας που το καλούσαν σε συνεργασία, καταφέροντας έτσι το σημαντικότερο πλήγμα στην καρδιά του οπορτουνισμού παγκόσμια μετά την αντεπανάσταση. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σε αυτήν την ιστορική στιγμή το ΚΚΕ ήταν παρόν.  Τι θα είχε συμβεί άραγε εάν είχε συμπράξει στο «ενιαίο λαϊκό μέτωπο» ή στο λεγόμενο «μεταβατικό πρόγραμμα» διαχείρισης που πρόβαλλαν ο ΣΥΡΙΖΑ και οι άλλοι «απατημένοι αριστεροί»; Που θα βρίσκαμε τα υπολείμματά του σήμερα; Ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις για το εργατικό κίνημα και την υπόθεση της επανάστασης; Το ΚΚΕ, όμως, δεν ενέδωσε στην σειρήνα της αστικής εξουσίας, συγκρούσθηκε μετωπικά, σε μια σύγκρουση που είχε χαρακτηριστικά «τελικής αναμέτρησης», προτιμώντας την προσωρινή εκλογική ήττα από την οριστική απαξίωση και τον οριστικό εξευτελισμό. Και αυτή του η στάση θα προστεθεί στις λαμπρές σελίδες της ηρωικής ιστορίας του.
3.Η μεγάλη προσφορά του ΚΚΕ στον αγώνα της εργατικής τάξης για κοινωνική απελευθέρωση είναι η δημιουργία του ΠΑΜΕ. Είναι η οργανωμένη πρόταση του ΚΚΕ μέσα στους χώρους δουλειάς, που προάγει την ενότητα της εργατικής τάξης, την ανάπτυξη της επαναστατικής συνείδησης με σκοπό μια άλλη κοινωνία. Το ΠΑΜΕ δεν είναι μια απλή συνδικαλιστική οργάνωση. Πέραν του διεκδικητικού πλαισίου που αναφέρεται στις τρέχουσες ανάγκες της εργατικής τάξης, δείχνει στους εργάτες ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός. Τους καλεί να πάρουν στα χέρια τους τον πλούτο που παράγουν, να παλέψουν για μια άλλη κοινωνία, χωρίς εκμετάλλευση, χωρίς αφεντικά.
Με την παρουσία του το ΠΑΜΕ επανεισάγει την ανάγκη για ενότητα που έχει απολέσει ο εξατομικευμένος εργάτης και άνεργος. Γίνεται σημείο έλξης, σημείο αναφοράς, πολλαπλασιαστική δύναμη. Είναι η μεγάλη κατάκτηση της εργατικής τάξης στην σύγχρονη εποχή. Οι αγωνιστές του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ «…παρόντες, σταθερά δυνατά πάνω απ’ το θάνατο… Εκεί που τρέμει η ρίζα της ανθρώπινης ανάσας… Εκεί που ρέει στους δρόμους σαν ποτάμι ο ουρανός…», δείχνουν στο πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης αλλά και σε κάθε είδους οπορτουνισμό, ότι υπάρχει ζωντανός, οργανωμένος πυρήνας της εργατικής τάξης που αντιστέκεται και είναι αποφασισμένος να συγκρουστεί. Δείχνουν ότι η οργανωτική συνοχή, η αίσθηση της ομάδας, η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη που αναπτύσσεται μέσα στις οργανώσεις όπου δρα το ΚΚΕ αποτελούν το αντίδοτο στην απόσυρση, στην αποστασιοποίηση, στην ηττοπάθεια, στον εθισμό στην μίζερη ζωή, στην κατάθλιψη, ότι αποτελούν το μέσο για την ανάκτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της συντριβής εν τέλει του ατομισμού, του σκουληκιού αυτού που τρώει από μέσα τις σάρκες των εργατών. Και η εργατική τάξη ανταποκρίνεται. Δείχνει εμπιστοσύνη στους αγωνιστές του ΚΚΕ που δρουν μέσα στους χώρους δουλειάς. Αυτό φαίνεται από την ισχύ τους σε μια σειρά από εκλογές στους χώρους δουλειάς. Από το γεγονός ότι το ΠΑΜΕ αποτελεί πλειοψηφία σε πολλά εργατικά κέντρα, ότι πυκνώνουν τις τάξεις του όταν ξεσπούν ευκαιριακά διεκδικήσεις και πραγματοποιούνται διαδηλώσεις. Η εμπιστοσύνη αυτή του έδωσε την δυνατότητα και την αυτοπεποίθηση να συγκρουστεί με την ξεπουλημένη ηγεσία της ΓΣΕΕ στις πρόσφατες εκλογές για την διοίκηση και να την αποκαλύψει στα μάτια των εργατών. Πρόκειται για μια κορυφαία στιγμή στο πλαίσιο της ταξικής πάλης και μάλιστα σε συνθήκες οπισθοχώρησης, που αυξάνει το κύρος του ΠΑΜΕ και του ΚΚΕ μέσα στην εργατική τάξη. Οι εργάτες, επομένως, μπορεί να ψηφίζουν τα αστικά κόμματα όμως αυτό το κάνουν χωρίς ενθουσιασμό, χωρίς συγκατάθεση, ενώ πάντα βλέπουν προς την πλευρά του ΚΚΕ.
 Η ηγεμονία και η κυριαρχία της αστικής τάξης, θα κριθεί από τον εάν θα μπορέσει να εξασφαλίσει στοιχειώδεις συνθήκες διαβίωσης στους «σκλάβους» της δηλ στην εργατική τάξη και στα φτωχά λαϊκά στρώματα.  Και οι ειδήσεις από αυτό το ζήτημα για την αστική τάξη και το κεφάλαιο δεν είναι καθόλου ευνοϊκές. Αρκεί να δούμε τα στοιχεία της παγκόσμιας φτώχειας, της ανεργίας, και των συνεπειών των πολέμων με την δημιουργία των μεγάλων στρατιών των απελπισμένων, που περιπλανώνται από χώρα σε χώρα. Όπως αναφέρουν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στο μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος «…Η αστική τάξη είναι ανίκανη να κυριαρχεί γιατί είναι ανίκανη να εξασφαλίσει στο σκλάβο της την ύπαρξη, ακόμα και μέσα στη σκλαβιά του, γιατί είναι υποχρεωμένη να τον ρίξει ως την κατάσταση που θα χρειάζεται να τον τρέφει αυτή αντί να τρέφεται η ίδια απ’ αυτόν…».
Ως εκ τούτου, αγαπητοί φίλοι και εχθροί, οι μεγάλοι αγώνες είναι μπροστά, οι μεγάλες μάχες είναι μπροστά, οι μεγάλες νίκες είναι μπροστά.
Προς τούτο είναι επείγουσα ανάγκη το κόμμα να διερευνήσει με όλα τα σύγχρονα επιστημονικά εργαλεία την σύγχρονη διάρθρωση της Ελληνικής κοινωνίας, να  μελετήσει την σύγχρονη εργατική τάξη και ειδικά τα νέα τμήματά της που προκύπτουν από την εξέλιξη των νέων τεχνολογιών και των νέων μορφών που λαμβάνει η εργασιακή διαδικασία και η εκμετάλλευση. Να προσδιορίσει τα τμήματα της κοινωνικής συμμαχίας κάνοντας πλατύ άνοιγμα σε ευρύτερες δυνάμεις που θα ενισχύσουν αυτήν την συμμαχία πάνω σε αντικαπιταλιστική και αντιμονοπωλιακή βάση.
Είμαστε σίγουροι ότι «…η εργατική τάξη θα διαψεύσει τις ελπίδες της αστικής τάξης και των κομμάτων της, που επιδιώκουν να παραμένει χειραγωγημένη και διστακτική…». Είμαστε σίγουροι ότι «…τελικά θα γίνει αυτή ο βασικός παράγοντας για την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων στο κίνημα και στο πολιτικό επίπεδο, με στόχο την εξουσία…»
Για τούτο λοιπόν και μέχρι να φτάσουμε στο τέλος της διαδρομής που για τους κομμουνιστές είναι η επανάσταση:
«Σύντροφοι, σύντροφοι… Κοντά, κοντά, μέσα στο κόσμο… Να σηκώσουμε στους ώμους μας τις γκρεμισμένες πολιτείες…»

Περί ψυχιατρικοποίησης των αγώνων της Αριστεράς…

Από την αναγνώστρια του περιοδικού Αντιγόνη Γαρυφαλλάκη, ψυχολόγο, λάβαμε και δημοσιεύουμε το κείμενο που ακολουθεί:
Πρόσφατα είδε το φως της δημοσιότητας η τοποθέτηση της Υφυπουργού Εργασίας της νέας κυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη, στην οποία συμφωνούσε και υπογράμμιζε ότι η μνήμη των αγώνων της Αριστεράς αναφορικά με τη δικτατορία στοιχειοθετούν ψυχική νόσο και μάλιστα γενικευμένη σε συλλογικό επίπεδο.
Γενικά, η ψυχιατρικοποίηση και η χρήση της ψυχικής υγείας στην καθημερινότητα δεν είναι κάτι νέο ή ασυνήθιστο. Όταν όμως χρησιμοποιείται στο δημόσιο λόγο έχει μία παραπάνω βαρύτητα λόγω ακριβώς του ρόλου και της συνθήκης. Τι θα πει ψυχική νόσος; Και ποιος τελικά έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί την ψυχική ασθένεια ως χαρακτηρισμό για ένα άτομο ή μία κοινωνική ομάδα; Είναι η ψυχική νόσος προσβολή; Και αν ναι, σε ποια εποχή μας παραπέμπει κάτι τέτοιο;
Ποια είναι αλήθεια η ψυχική νόσος που έχουν οι αγωνιστές της Αριστεράς που τιμούν και θυμούνται τους αγώνες κατά της δικτατορίας; Συγκαταλέγονται σε κάποιο ψυχιατρικό εγχειρίδιο; Έχουν διαγνωστικά κριτήρια; Με ποια ιδιότητα και σύμφωνα με ποιον κώδικα δεοντολογίας τολμά κανείς να χρησιμοποιεί την ευαίσθητη κοινωνική ομάδα των ψυχικά νοσούντων για τους δικούς του πολιτικούς σκοπούς; Και πώς, αλήθεια, πιστεύετε ότι καταπολεμάται; Με εγκλεισμό ίσως;
Είναι εμφανές ότι από την 8η Ιουλίου 2019 η χώρα έχει μπει σε μία πολύ συντηρητική στροφή με τη δύναμη μίας ψήφου ενός λαού που σταδιακά τα τελευταία χρόνια συντηρητικοποιείται, βασισμένος σε μία ελπίδα που χάθηκε, σε μία εξαπάτηση και στον συστηματικό χλευασμό και στηλίτευση της Αριστεράς, με κύριο αυτουργό την προηγούμενη κυβέρνηση. Ωστόσο, δεν είναι πρώτη φορά που μαρτυρούμε δηλώσεις τέτοιου ύφους και ποιότητας. Δεν ξεχνούμε ποιοι κρύφτηκαν στις αγκάλες της παράταξής σας και όταν πια ξεμπροστιάστηκαν– δεν χρησίμευαν πια- απλά διεγράφησαν, δεν ξεχνάμε και τη δήλωση στελέχους της παράταξής σας περί εφαρμογής της Συνθήκη της Γενεύης από τον πρόεδρό σας, και άλλα πολλά…
Όμως, δεν είναι ψυχική νόσος αυτό που χαρακτηρίζει τους αγωνιστές της Αριστεράς. Είναι τραύμα, ένα τραύμα που ανοίχθηκε στις εξορίες και τις φυλακές, στα κρατητήρια και τα βασανιστήρια, στα παιδιά που είδαν τους γονείς τους με χειροπέδες δίπλα σε φονιάδες και πέσαν στη δουλειά από τα δώδεκα χρονών να κρατήσουν την οικογένεια όσο ο πατέρας έλλειπε και δεν υπέγραφε. Είναι το τραύμα των ανθρώπων που κυνηγήθηκαν άγρια από την ελληνική επαρχία και των οικογενειών που χωρίστηκαν για πάντα στην ξενιτιά. Είναι το σύγχρονο τραύμα των ανθρώπων με τον κατώτατο μισθό που ο Σ.Ε.Β. κυνηγά να παγώσει. Είναι το τραύμα που περνά από γενιά σε γενιά και δεν θα κλείσει, εάν δεν τελειώσει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Είναι ένα τραύμα βαθύ που σηκώνει το χέρι ψηλά και διεκδικεί αιτήματα που είναι πάντα σύγχρονα και πάντα παρόντα, όσο κι αν προσπαθείτε να μας πείσετε ότι είναι γραφικά και ανεφάρμοστα.
Κα Υφυπουργέ, ξέρετε ποιο είναι το πιο τρομακτικό στην ψυχική ασθένεια; Ότι και το πιο αλλόκοτο παραλήρημα, στον πυρήνα του έχει μία αλήθεια. Οπότε, ακόμα και παραληρηματικά να σας ακούγονται τα λόγια των αγωνιστών, αυτή η αλήθεια είναι που σας τρομάζει, που σας κάνει να θέλετε να στηλιτεύετε και να καταστέλλετε κάθε αντίδραση, κάθε κινητοποίηση, που κατά τα άλλα είναι γραφική. Αυτή την αλήθεια να φοβάστε.
Κλείνοντας, η ανάγκη του ανθρώπου να μένει συνδεδεμένος με τις ρίζες του είναι συνώνυμη με την ανάγκη του δέντρου να τραφεί από αυτές. Η προσπάθεια παραχάραξης της Ιστορίας αυτού του λαού, η υποβάθμιση των αγώνων μπροστά στο «νέο», το «σύγχρονο», το «ευρωπαϊκό», το «αισθητικά αποδεκτό» είναι μία τακτική γνωστή και πολλάκις εφαρμοσμένη. Η αποκοπή από τις ρίζες μας όμως δεν είναι τόσο εύκολη. Και εάν αυτό συνιστά ψυχική νόσο για εσάς, εμάς δεν μας πειράζει. Εξάλλου, η ρήση του καθένα χαρακτηρίζει τον ίδιο πολύ περισσότερο από τον απέναντι.
Αντί υστερόγραφου μία φιλική συμβουλή: κα. Υφυπουργέ, καθόσον φαίνεται και από το βιογραφικό και την πορεία σας, αφού δεν έχετε σχέση ούτε με την Ψυχική Υγεία, ούτε με τους αγώνες της Αριστεράς, καλό θα ήταν να μην καταπιάνεστε με έννοιες που είτε δεν ξέρετε, είτε δεν συναισθάνεστε.

ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ



Από τη μια  η υφυπουργός εργασίας Δ. Μιχαηλίδου κάνει λόγο για «αγιοποίηση του αντιδικτατορικού αγώνα» και υιοθετώντας απόψεις του Απ. Δοξιάδη χαρακτηρίζει «ψυχικά νοσούντες» τους αγωνιστές που αντιστάθηκαν στη χούντα. Από την άλλη, ο …κομμουνιστοφάγος υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Μ. Βορίδης, μετά τις αντιδράσεις του Ισραήλ για το αντισημιτικό  παρελθόν του, έσπευσε να υπογράψει «δήλωση μετανοίας» αποκηρύσσοντας το και παραθέτοντας, απολογούμενος, δράσεις του που συνάδουν με τα συμφέροντα του Ισραήλ.
               Αμφότεροι οι υπουργοί είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Εκπροσωπούν, υπερηφάνως, την άρχουσα τάξη και την ιδεολογία της, που εκφράζει την  οπτική της για την κατανόηση του κόσμου, αφού οι κυρίαρχες ιδέες δεν είναι άλλο από την ιδεατή έκφραση των κυρίαρχων υλικών σχέσεων, εκφράζουν δηλ. τις υλικές σχέσεις που  κάνουν μια τάξη κυρίαρχη.
               H υφυπουργός προσπαθεί, σε μια περίοδο που δεν ήταν πάνω της τα φώτα της δημοσιότητας, σε παρουσίαση του βιβλίου του Στ. Τσακυράκη «Από πού κι ως που όλοι οι αγώνες είναι δίκαιοι» με αρκετά προκλητικό λόγο, ταιριαστό στις απόψεις που εκφράζονταν κατά την παρουσίαση, ν’ απαξιώσει τον αντιστασιακό αγώνα κατά της δικτατορίας. Στο  ίδιο το βιβλίο του Στ. Τσακυράκη, που είναι η απομαγνητοφωνημένη συζήτηση του με τον Απ. Δοξιάδη για την μεταπολίτευση, ο βασικός προβληματισμός έχει να κάνει με την αμφισβήτηση των αγώνων εναντίον της κρατικής εξουσίας, που για τον συγγραφέα ταυτίζεται με όλους εμάς. Το συμπέρασμα της συζήτησης είναι  ο τίτλος του βιβλίου, ενώ την ψυχολογική ερμηνεία για τους αγωνιστές του  αντιδικτατορικού αγώνα, πως η απώλεια για το «μεθυστικό κλίμα νοήματος που έδινε η αντίσταση» ισοδυναμεί με την «απώλεια αγαπημένου προσώπου  ή σκληρότερα με την απώλεια που νιώθει κάποιος τοξικομανής όταν του παίρνουν τα ναρκωτικά του» τη δίνει ο Απ. Δοξιάδης. Με άλλοθι την αντιστασιακή τους δράση δεν κάνουν άλλο από το να κατασκευάζουν νέα μοντέλα για ερμηνεία των αγωνιστικών κινητοποιήσεων, που με αφοριστικό λόγο τις  υποβαθμίζουν. Μ’ άλλα λόγια χειραγωγούν το παρελθόν για να εκφράσουν όχι μόνο την αμφισβήτησή τους, αλλά και την απαξίωσή τους για  κάθε ανατρεπτική δράση, προσδιορίζοντας και τους αποδιοπομπαίους τράγους, που δεν είναι άλλοι από αυτούς που αγωνίζονται για συλλογικές διεκδικήσεις.
               Φαίνεται δηλ. πως οι απόψεις που εκφράστηκαν από την υφυπουργό δεν είναι ούτε μεμονωμένες ούτε απλώς ατομικές. Ουσιαστικά η απαξίωση της αντίστασης εκείνης της περιόδου συνυφαίνεται με πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες του καιρού μας.
Αν στη μεταπολίτευση χρησιμοποιήθηκε η αντίσταση τμήματος της αστικής τάξης για να της δώσει  κύρος να νομιμοποιήσει  την εξουσία της και σε λαϊκά στρώματα, που η μνήμη της ηττημένης επανάστασης και οι ταξικοί αγώνες ήταν ζωντανοί, ταυτίζοντας δημοκρατική ομαλότητα και  αστική δημοκρατία που πήρε διαταξική  διάσταση, στα χρόνια μας πια, με την καπιταλιστική κρίση και την εμφανή ταξική διαφοροποίηση, επιχειρείται όχι μόνο η συρρίκνωση αλλά και η απαξίωση κάθε αγωνιστικής παρακαταθήκης στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Κι’ αυτό, γιατί ακόμα κι αν μεγάλο τμήμα των εργαζομένων έχει προσχωρήσει  συνειδητά ή ασυναίσθητα στην υποστήριξη των θέσεων της κυρίαρχης ιδεολογίας, η ίδια η κυρίαρχη τάξη παίρνει τα μέτρα της  οργανώνοντας την ιδεολογική της επίθεση. Ενσταλάζεται, με διάφορες μεταμφιέσεις, σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου, στην ίδια τη σκέψη μας η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης για να εξασφαλιστεί η άνευ αντιδράσεως  προσχώρηση στον τρόπο ζωής που αυτή επιβάλλει. Ο ευτελισμός της αντίστασης, η ψυχολογική της ερμηνεία, δεν είναι παρά μια αντανάκλαση της απειλής που αισθάνεται η αστική τάξη στις αντιδράσεις των υποτελών τάξεων, τις οποίες προσπαθεί να προλάβει, γιατί βλέπει οποιαδήποτε αντίσταση ως ένα επικίνδυνο προηγούμενο.
Όσο για την απολογητική δήλωση του Μ. Βορίδη για να «κατευναστούν οι ανησυχίες που εξέφρασε ο Γενικός Γραμματέας του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Βίκτωρ Ελιέζερ», δείχνει τα όρια των ακροδεξιών και φασιστικών βερμπαλισμών, που ενδύονται με τη μορφή του αντισυστημικού. Η φασιστική δημαγωγία υποκλίνεται και αποκαλύπτεται μπροστά  στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, αποδεικνύοντας τη στενή σχέση του φασισμού με τον καπιταλισμό. Ο φασισμός του καιρού μας μπορεί να αποκλείει πρόσφυγες, μετανάστες, μουσουλμάνους γενικά τον «άλλο» όχι με κριτήρια βιολογικά, που έχουν αποδοκιμαστεί μετά τα ναζιστικά εγκλήματα, αλλά με βάση πολιτικών διακρίσεων, αποκλείοντας αυτούς που υποτίθεται δεν υιοθετούν τις αξίες μας, της δημοκρατίας και της ανοχής.  Ο φασιστικός λόγος στις μέρες μας δεν έχει ανάγκη τον αντισημιτισμό, που το Ισραήλ μοιάζει να το εκμεταλλεύεται, ταυτίζοντας κάθε κριτική της πολιτικής του με τον  αντισημιτισμό. Ο καπιταλισμός όμως έχει ανάγκη από το  φασισμό, ιδιαίτερα όταν είναι παρών ο φόβος για απώλεια του ελέγχου της εργατικής τάξης από την άρχουσα τάξη.
Οι δύο λοιπόν  υπουργοί μας με τις δηλώσεις τους ουσιαστικά εκφράζουν όχι μόνο μια συγκεκριμένη εικόνα και ερμηνεία για το παρελθόν, αλλά και μια πτυχή της κυρίαρχης ιδεολογίας της αστικής τάξης στις μέρες μας, αυτής που οι ίδιοι υπηρετούν.

Η βόμβα της «απελευθέρωσης»


Μία από τις πρώτες προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης, για λογαριασμό του κεφαλαίου, είναι αυτή της «διάσωσης» της ΔΕΗ. Ενδεικτικό της βαρύτητας που δίνει η κυβέρνηση συνολικά στο θέμα ΔΕΗ είναι ότι η πρώτη υπουργική συνάντηση του πρωθυπουργού ήταν με τον Κ. Χατζηδάκη, κατά την οποία οι δύο άνδρες συζήτησαν το «action plan» των πρώτων ημερών.
***
Η κυβέρνηση μιλά για «ωρολογιακή βόμβα που είναι έτοιμη να σκάσει», αφού σύμφωνα με τα επίσημα οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης, η ΔΕΗ καταγράφει ζημιές συνολικού ύψους 218,2 εκατ. ευρώ έναντι 24 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο τρίμηνο του 2018, ενώ την ίδια στιγμή το χρέος της επιχείρησης παραμένει σταθερά υψηλό, στα 3,62 δισ. ευρώ.
Τα μέτρα, τα οποία συζητά και ετοιμάζεται να πάρει η κυβέρνηση της ΝΔ για την «αντιμετώπιση» των ελλειμμάτων της ΔΕΗ, είναι η μείωση του «μισθολογικού κόστους», δηλαδή απολύσεις και γενίκευση των 8μηνων και εργολαβικών εργαζομένων, αυξήσεις στα τιμολόγια και άγριο κυνηγητό στους οφειλέτες και στη συνέχεια εφόσον «εξυγιανθούν» τα οικονομικά της επιχείρησης, ώστε να καταστεί... «αξιόλογη επενδυτικά», προβλέπεται περαιτέρω ιδιωτικοποίηση με πώληση λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών σταθμών, είσοδο «στρατηγικού επενδυτή».
Τα παραπάνω μέτρα βρίσκονται στο πλαίσιο του στόχου της «απελευθέρωσης» της αγοράς του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία αποτελεί στρατηγική επιλογή της ΕΕ και της εγχώριας άρχουσας τάξης από τη δεκαετία του '90.
***
Αυτήν την πολιτική και μέτρα στην ίδια κατεύθυνση υλοποίησαν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις μέχρι σήμερα. Ετσι, 20 χρόνια τώρα οι εργαζόμενοι δοκίμασαν την πολιτική της «απελευθέρωσης» του κλάδου και της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ, είτε με τον στρατηγικό επενδύτη του ΠΑΣΟΚ είτε με τη «μικρή ΔΕΗ» της ΝΔ, είτε με τα ΝΟΜΕ και την «αποεπένδυση» του ΣΥΡΙΖΑ.
Και τα αποτελέσματα είναι γνωστά:
Την τελευταία δεκαπενταετία, η λαϊκή οικογένεια είδε απανωτές ανατιμήσεις στα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος, εκατοντάδες χιλιάδες λαϊκά νοικοκυριά βυθίστηκαν ακόμα πιο βαθιά στην ενεργειακή φτώχεια, την ώρα που οι επιχειρηματικοί όμιλοι παίρνουν ολοένα και φτηνότερο βιομηχανικό ρεύμα, αλλά και θησαυρίζουν αγοράζοντας φτηνά, πουλώντας και εξάγοντας ακριβό ρεύμα.
Είχαμε μεγάλη μείωση της εγχώριας λιγνιτικής παραγωγής, που συνοδεύτηκε με απολύσεις μόνιμου προσωπικού. Από τη δεκαετία του '90, που οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ ξεπερνούσαν τους 36.000, με σχέσεις πλήρους, σταθερής εργασίας, έχουμε φτάσει σήμερα με αυτήν την πολιτική να είναι λιγότεροι και από 16.000. Ταυτόχρονα, είχαμε αύξηση του αριθμού των εργαζομένων στις εργολαβίες, με άθλιες εργασιακές σχέσεις και βέβαια αντίστοιχη είναι η κατάσταση και για τις ελάχιστες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν και στις περιβόητες ΑΠΕ.
Ολα αυτά τα χρόνια οι μισθοί των εργαζομένων στη ΔΕΗ συμπιέζονται προς τα κάτω, η εντατικοποίηση της εργασίας σε συνάρτηση με τις ελλείψεις και τον παλιό εξοπλισμό εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την ίδια τη ζωή τους.
***
Αυτόν το δρόμο υπηρέτησε με συνέπεια και ο ΣΥΡΙΖΑ, που με το έργο του τα προηγούμενα 4,5 χρόνια έστρωσε το έδαφος στη σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ.
Είναι γνωστές οι συστάσεις για άμεση ολοκλήρωση του διαγωνισμού για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, που περιλαμβάνονται στο «μεταμνημονιακό» μνημόνιο που υπέγραψε η προηγούμενη κυβέρνηση και δεσμεύεται ότι θα υλοποιήσει και η νέα. Πρόκειται για «καθήκον» που ανελλιπώς «θυμίζει» με όλες τις εκθέσεις της η Κομισιόν.
Αντίστοιχα, με καθοριστική συμβολή της προηγούμενης κυβέρνησης, η «διαδικασία μείωσης των ανεξόφλητων οφειλών» προς την επιχείρηση πέρασε ήδη στη φάση της «τιτλοποίησής» τους, ώστε να αναλάβουν τα funds και λοιπά «κοράκια» την είσπραξη, και ενώ σύμφωνα με τα σοκαριστικά στοιχεία του ΔΕΔΔΗΕ, μόνο για το 2018 εκτελέστηκαν 300.000 διακοπές ρεύματος σε λαϊκά σπίτια και άλλες 230.000 ανακλήθηκαν στο «παρά πέντε», αφού τα λαϊκά νοικοκυριά αναγκάστηκαν υπό το βάρος του εκβιασμού να προσέλθουν στο ταμείο. Ενώ με την πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης, πάνω από 120.000 νοικοκυριά έμειναν εκτός «κοινωνικού τιμολογίου», επειδή σύμφωνα με τα νέα κριτήρια, ακόμα δεν έχουν πιάσει... πάτο και δηλώνουν «θηριώδη» εισοδήματα άνω των 9.000 ευρώ.
Ετσι, λοιπόν, η σημερινή κατάσταση της ΔΕΗ δεν είναι αποτέλεσμα των «κοινωνικών παροχών» και των «ελαφρύνσεων» προς τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, όπως λένε διάφορα παπαγαλάκια της σημερινής κυβέρνησης, αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ.
***
Οποιο και να είναι τελικά το σχέδιο «διάσωσης» της ΔΕΗ, χαμένοι θα βγουν οι εργαζόμενοι του κλάδου και ο λαός. Οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα πρέπει να είναι σε ετοιμότητα το επόμενο διάστημα, μπαίνοντας μπροστά για να οργανωθεί ο αγώνας ενάντια στις διακοπές ρεύματος λαϊκών σπιτιών, για φτηνά τιμολόγια ρεύματος, για δουλειά με δικαιώματα στους εργαζόμενους του κλάδου, για εξασφάλιση επαρκούς και φτηνής λαϊκής κατανάλωσης, δείχνοντας το δρόμο της σύγκρουσης με τη στρατηγική της «απελευθέρωσης» της Ενέργειας, ενισχύοντας ταυτόχρονα τον αγώνα για έναν ενεργειακό σχεδιασμό που θα υπηρετεί τις λαϊκές ανάγκες, σε μια οικονομία όπου η Ενέργεια όπως και άλλα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής και κλάδοι της θα είναι κοινωνική ιδιοκτησία, στα χέρια δηλαδή του λαού και όχι στα χέρια του κεφαλαίου.

Με την ίδια ορολογία




Την «τιμητική» της είχε και πάλι όλες τις προηγούμενες μέρες η συζήτηση περί «ακραίων καιρικών φαινομένων», με αφορμή τόσο τα όσα έγιναν στη Χαλκιδική, με τις τεράστιες καταστροφές και τους επτά νεκρούς, όσο και τις νέες καταστροφές από τις βροχές και το χαλάζι στη Θεσσαλία, στη Ναυπακτία και αλλού μέσα στο Σαββατοκύριακο.
Η νέα κυβέρνηση της ΝΔ έσπευσε να αποδώσει όλες τις καταστροφές και τους νεκρούς ούτε λίγο ούτε πολύ στο πρωτόγνωρο των καιρικών φαινομένων, στην κλιματική αλλαγή κ.ο.κ. Ο,τι έλεγε και ο ΣΥΡΙΖΑ πριν, ό,τι και οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Η ταύτιση αυτή, η ίδια γλώσσα που χρησιμοποιούν, κάθε άλλο παρά τυχαία είναι: Επιβεβαιώνει ότι ακραία δεν είναι τα φυσικά φαινόμενα, αλλά η πολιτική που υπηρετεί τα συμφέροντα και τις προτεραιότητες των επιχειρηματικών ομίλων και θεωρεί πολυτέλεια την προστασία της ζωής των εργατικών - λαϊκών στρωμάτων από τα φαινόμενα αυτά.
Αυτήν την πολιτική, τη ρίζα των προβλημάτων που βιώνουν τα λαϊκά στρώματα, προσπαθούν και οι δύο να συγκαλύψουν.
Το κριτήριο του κέρδους των επιχειρηματικών ομίλων είναι αυτό με βάση το οποίο μια σειρά από απαραίτητα για το λαό έργα θεωρούνται «μη επιλέξιμα», αφού είναι κοστοβόρα και χωρίς το προσδοκώμενο ποσοστό κέρδους για τους επιχειρηματικούς ομίλους.
Με βάση αυτό το «ζύγι» κόστους - οφέλους για το κεφάλαιο, η πολιτική της ΕΕ ορίζει με κυνισμό ότι ανά περιπτώσεις είναι προτιμότερο να πνίγονται και να αποζημιώνονται τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα, παρά να δημιουργούνται έργα υποδομής που θα τους προστατεύουν.
Αλλά και εκεί που τέτοια έργα τελικά επιλέγονται, με βάση τα ίδια αυτά κριτήρια κερδοφορίας, επειδή ακριβώς δεν γίνονται στο πλαίσιο ενός ενιαίου σχεδιασμού τις περισσότερες φορές απλά μεταφέρουν το πρόβλημα σε δίπλα περιοχές, ή ακόμα γίνονται και αιτία για νέες συμφορές για τα λαϊκά στρώματα.
Με τα ίδια άλλωστε κριτήρια διαχρονικά οι αστικές κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν και το ζήτημα της ασφάλειας εγκαταστάσεων, σπιτιών, επιχειρήσεων και δημόσιων χώρων, με δεδομένο πάντα ότι αυτά έρχονται όλο και περισσότερο αντιμέτωπα με τέτοια οξυμένα φαινόμενα. Η εικόνα των ελάχιστων και χωρίς τις απαραίτητες υποδομές χώρων, το νομοθετικό πλαίσιο που ολοένα και «ξεγυμνώνεται» από τις όποιες προβλέψεις για την προστασία των εργαζομένων, των λαϊκών στρωμάτων, του περιβάλλοντος, αφού αυτά θεωρούνται εμπόδια στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρηματικών ομίλων μιλάνε από μόνα τους.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, καθόλου τυχαίο δεν είναι και το γεγονός ότι εμφανίζονται ως πανάκεια επιμέρους παρεμβάσεις, όπως π.χ. το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης. Παρεμβάσεις που παρότι είναι παραπάνω από απαραίτητες, στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής έρχονται για να ενισχύσουν την αντιδραστική λογική περί «ατομικής ευθύνης» των καμένων και πνιγμένων.
Και βέβαια το κράτος «έχει συνέχεια» και σε ό,τι αφορά την υποβάθμιση, τις τεράστιες ελλείψεις σε μέσα και προσωπικό, οργανισμών και υπηρεσιών που σχετίζονται με τις ανάγκες προστασίας της ζωής του λαού, όπως είναι η Πυροσβεστική, η δασοπροστασία, οι μονάδες διάσωσης, το ΕΚΑΒ, οι δομές Υγείας κ.ο.κ. Παρουσιάζει μοναδική ικανότητα και ετοιμότητα όταν είναι να στηρίξει τα συμφέροντα των λίγων, των επιχειρηματικών ομίλων, και μεγάλη αδυναμία και ανικανότητα για την υπεράσπιση της ζωής και της περιουσίας της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας. Η επιλεκτικότητα αυτή δεν είναι τυχαία. Αφορά τον ίδιο τον ταξικό χαρακτήρα του αστικού κράτους και των κυβερνήσεών του.
Αντί σε κάθε εποχή να αγωνιούμε για τα φυσικά φαινόμενα και να μετράμε θύματα και καταστροφές, το καλύτερο είναι να οργανώσουμε την πάλη μας, τον αγώνα μας, να διεκδικήσουμε τις υποδομές που χρειάζονται, την ανακούφιση όσων πλήττονται, μέτρα προστασίας, και ταυτόχρονα να δυναμώσει ο αγώνας εκείνος που θα βάζει στο στόχαστρο την πραγματική αιτία, την ανάπτυξη με κριτήριο το καπιταλιστικό κέρδος, το αστικό κράτος και τις κυβερνήσεις που το στηρίζουν.

TOP READ