26 Φεβ 2012

Ο δοσιλογισμός της Κατοχής Με φόντο το σήμερα



Ο δοσιλογισμός της Κατοχής
Με φόντο το σήμερα
Πλακάτ του ΕΑΜ κατά της τρομοκρατίας στο κέντρο της Αθήνας. Απρίλης 1946
Την περασμένη Κυριακή - 1 Φλεβάρη 2004 - δημοσιεύσαμε το πρώτο μέρος της έρευνας για το δοσιλογισμό της Κατοχής. Συνεχίζουμε σήμερα με το δεύτερο και τελευταίο μέρος.
Β' ΜΕΡΟΣ
Ξένο σώμα!
Ο δοσιλογισμός της Κατοχής, πράγματι, είναι από τις πιο μελανές σελίδες στη νεότερη ιστορία της χώρας μας. Ξένο σώμα! Φαινόμενο έκτρωμα στον εθνικό κορμό. Στίγμα στον εθνικό μας βίο και πολιτισμό. Βεβήλωση στην τιμή, στις παραδόσεις, στις θυσίες του λαού μας. Πρότυπό του θα μπορούσε να έχει το ραγιαδισμό της Τουρκοκρατίας. (Αλλες, βέβαια, οι συνθήκες εκείνη την εποχή)! Από πολλές, ωστόσο, απόψεις αυτός τον ξεπέρασε. («Ανώτερης κλάσης» γαρ). Τον άφησε «παρασάγγας» πίσω.
Και όμως, μέχρι σήμερα, η Ιστορία (αν και πέρασε από τότε μισός αιώνας και παραπάνω) απέφυγε να ασχοληθεί μαζί του. Δεν καταπιάστηκε με το πρόβλημα. Δεν το εξέτασε, δεν το ανέλυσε. Για να καταλήξει στα ανάλογα συμπεράσματα. Στις σωστές εκτιμήσεις και στα αναγκαία διδάγματα. Για φρονηματισμό και διαπαιδαγώγηση. Αλλά και «προς γνώσιν και συμμόρφωσιν». Ωστε αυτά να έμπαιναν και στα σχολεία. Να γίνουν μαθήματα. Εγινε το αντίθετο.
Ενοχη σιωπή
Εννοούμε την επίσημη Ιστορία. Της Αρχουσας Τάξης. Οπως τη γράφουν οι ταγοί της: Π. Κανελλόπουλος, Γ. Παπανδρέου, Κ. Τσάτσος, Κ. Καραμανλής, Σπ. Μαρκεζίνης. Κι οι πιστοί υπηρέτες της. Αυτή ούτε ήθελε ούτε μπορούσε να το κάνει. Σ' ένα βαθμό κάτι αναγνώρισε. Γενικά πρόβαλε άρνηση. Οι λόγοι σοβαροί, ευνόητοι, σεβαστοί. Δε συνέφερε! (Το ταξικό συμφέρον, βλέπεις). Εξάλλου, έχει επίγνωση της ενοχής της και των ευθυνών της. Γι' αυτό προτιμά το «πέπλο» της σιωπής!.. Αν έπραττε, ως όφειλε, διαφορετικά. Αν δεχόταν να «λάμψει» η αλήθεια. Κι αν αποδεχόταν τα αυτονόητα. Ισως σήμερα να ήταν κάπως διαφορετική και η στάση αυτών που εναλλάσσονται στο «πηδάλιο» της εξουσίας. Δηλαδή, όχι τόσο «σκληρή» στο λαό. Στον «πολίτη». Ως «είθισται» να τον αποκαλούν. (Και να τον «κλίνουν» σε όλες τις πτώσεις). Ούτε τόσο «υποτελής» (έως χαμερπής) στον ξένο αφέντη. Γιάνκη ή Φράγκο.
Καταδίκη!
Δεκέμβρης 1944. Αγγλικά τανκ χτυπούν τα γραφεία του ΕΑΜ στην οδό Κοραή
Η «Αλλη» Ιστορία... Η Ιστορία του Λαού και του Προοδευτικού Κινήματος. Η πραγματική Ιστορία, ως επιστήμη. Εχει μελετήσει το δοσιλογισμό αντικειμενικά, υπεύθυνα, αμερόληπτα. Πέρα από επηρεασμούς, σκοπιμότητες κι αποσιωπήσεις. Με κριτήρια επιστημονικά. Και έχει αποφανθεί. Εξέτασε τα γεγονότα και τη δράση του. Τον παρουσίασε «γυμνό», όπως είναι. Τον έκρινε αυστηρά αλλά δίκαια. Κατά τις πράξεις, τις επιδιώξεις, το «Βίο και την Πολιτεία» του.
Και τον καταδίκασε οριστικά και αμετάκλητα. Τον κατέταξε στις μαύρες «Δέλτους» της. Δεν του αναγνώρισε το παραμικρό ελαφρυντικό. Η απόφασή της είναι τελεσίδικη. Απόλυτα σύμφωνη με την κοινή συνείδηση. (Γι' αυτό το «Κατεστημένο» δεν τολμά ανοιχτά να τον υπερασπιστεί). Απόλυτα επιβεβαιωμένη στη ζωή. Και δε θα πάψει να θυμίζει τα «έργα και τις ημέρες» του. Αλλά και να εναντιώνεται σε όποιες αναβιώσεις του.
Γίγας ο λαός
Η Κατοχή, μεγάλη και κρίσιμη περίοδος για την Ελλάδα και το λαό. Εβαλε σε δοκιμασία τα πάντα. Τάξεις, κόμματα, θεσμούς, πρόσωπα, συμφέροντα, ιδεολογίες, αξίες. Υπήρξε «καμίνι». Που ξεχώρισε: Το «γερό» από το «σκάρτο». Το καλό από το κακό. Αποτέλεσε τη «Λυδία λίθο» για τον πατριωτισμό. Εδειξε ποιοι είναι οι αληθινοί πατριώτες. Και ποιοι οι απάτριδες, οι «νερόβραστοι», οι καιροσκόποι. Και οι προδότες. Αλλο αν μεταπολεμικά αντιστράφηκαν οι όροι. Και καταρρακώθηκαν οι αξίες.
Οι τρεις Κουίσλιγκ της Κατοχής (από αριστερά): Γεώργιος Τσολάκογλου, Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, Ιωάννης Ράλλης
Η Κατοχή ανέδειξε ένα λαό Γίγαντα στην Αντίσταση. Αντάξιο των ηρωικών παραδόσεων της Ρωμιοσύνης. Που έγραψε αθάνατη Εποποιία με αγώνες και αίμα. Και δόξασε σε όλο τον κόσμο την Ελλάδα. Με το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Και με το ηρωικό ΚΚΕ. Το κόμμα της Εργατικής Τάξης. Το «Κόμμα των αγώνων και των θυσιών». Εμπνευστή, οργανωτή, καθοδηγητή και κύριο αιμοδότη.
Ανάξια Τάξη
Η Αρχουσα Τάξη, εκείνη την περίοδο, τήρησε απαράδεκτη στάση. Αποδείχτηκε ανάξια αυτού του λαού και αυτής της χώρας. Η Κατοχή την «ξεμασκάρεψε». Σαν σύνολο, μα και σαν χωριστές μερίδες, έγραψε ιστορία ντροπής. Οι εξαιρέσεις ελάχιστες. Υπήρξε, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ξενόδουλη, αντεθνική. Και στη μέγιστη λαϊκή πλειοψηφία εχθρική.
Επαιξε σε «διπλό ταμπλό». Δουλική «θεραπαινίδα» των Γερμανο-Ιταλών και Βουλγάρων κατακτητών από τη μια. Ταπεινή «υπηρέτρια» των Αγγλων «συμμάχων» από την άλλη. Συνδυάζοντας τους δυο ρόλους. Με γνώμονα τη διασφάλιση των συμφερόντων της. Και με στόχο την εξουσία, για παν ενδεχόμενο. (Είτε νικούσαν οι μεν, είτε οι δε). Και προς το παρόν νέμονταν μέρος της εξουσίας. Στο βαθμό που την εξασφάλιζε η συνεργασία με τους κατακτητές. «Εξυπνη» πολιτική! (Να μη βασκαθεί).
Το αποτέλεσμα όμως, ξεφτιλισμός, απομόνωση, ηθική κατάπτωση. Και χρεοκοπία. Θάνατος! (Θα την «αναστήσει» η ένοπλη επέμβαση των Αγγλων το Δεκέμβρη του '44 και η Βάρκιζα).
Τα παλιά Κόμματα
Σκίτσο του Δ. Κατσικογιάννη
Την ίδια τύχη επιφύλαξε η Κατοχή και στα αστικά Κόμματα. Ιδιαίτερα στα δύο μεγάλα. Στο «Λαϊκό Κόμμα». Και στο «Κόμμα των Φιλελευθέρων». Τα απαγόρευσε ο Μεταξάς το 1936. (Με τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου). Εμειναν «οικειοθελώς» στην ίδια κατάσταση στα 1940-1944. Δεν ανασυντάχθηκαν. Δεν ανέπτυξαν δράση. Γι' αυτό «τα σάρωσε» το ΕΑΜικό Κίνημα. Πολιτικά είχαν «πεθάνει». Παράγοντες και Ομάδες συμμετείχαν σε αντιστασιακές Οργανώσεις ή έφυγαν στη Μέση Ανατολή.
Αρχηγοί και ηγετικά στελέχη αυτών των κομμάτων δεν έριξαν «ούτε μια τουφεκιά» κατά των κατακτητών. Δεν έκαναν ούτε μια δήλωση καταδίκης της τριπλής Κατοχής. Δεν παρότρυναν τους οπαδούς τους σε αγώνες. Αντιτάχθηκαν στην Αντίσταση. Τη θεωρούσαν «μάταιη» και «επικίνδυνη». Για συνεργασία με το ΕΑΜ ούτε ν' ακούσουν. Τήρησαν στάση παθητική, καιροσκοπική. Στάση ανοχής και αναμονής. Εμειναν αδρανείς.
Από την αρχή όμως, έδειξαν τάση προσαρμογής και συμβιβασμού στη «νέα κατάσταση». Αυτό έγινε κυρίαρχη τάση και τακτική. Στήριξαν αλλά και συμμετείχαν στις κατοχικές κυβερνήσεις Κουίσλιγκ. Τσολάκογλου το 1941-'42. Λογοθετόπουλου το 1942-'43. Ράλλη το 1943-'44. «Ευλόγησαν» και ενίσχυσαν «παντοιοτρόπως» και τα «Τάγματα Ασφαλείας». Καθώς κι όσες αντικομμουνιστικές οργανώσεις, που «φύτρωσαν» κατά τόπους. «Χ» στην Αθήνα. «ΕΑΣΑΔ» στη Θεσσαλία. «ΠΑΟ» στη Μακεδονία. Και είχαν «ήσυχη» τη συνείδησή τους. (Ε, δε θα πήγαιναν «κόντρα» στην τάξης τους).
«Ανευ επιφυλάξεων»!
Μιλούν τα γεγονότα. Ο Γεώργιος Τσολάκογλου (αντιστράτηγος) υπέγραψε τη Συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς τον Απρίλη του 1941. Γεννήθηκε το 1886 στη Ρεντίνα Αγράφων. Πήρε μέρος στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Ουκρανική Εκστρατεία, στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Και στο Αλβανικό μέτωπο (ως διοικητής της Στρατιάς Ηπείρου). Οι Γερμανοί τον διόρισαν το 1941 πρωθυπουργό στην πρώτη κυβέρνηση Κουίσλιγκ. Αξιος ο μισθός του!.. Μετά την απελευθέρωση το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων τον καταδίκασε σε θάνατο. Η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια. Πέθανε το 1948. Τ' απομνημονεύματά του εκδόθηκαν το 1949. Και είναι αποκαλυπτικά.
Το θλιβερό ανακοινωθέν, χειρόγραφο του ταγματασφαλίτη αξιωματικού στην Εύβοια, Χ. Γερακίνη. «Απώλειαι: Εκ των ημετέρων εις Γερμανός βαρέως τραυματίας»
Οταν σχημάτισε την κατοχική κυβέρνηση ο Τσολάκογλου ζήτησε την υποστήριξη του «πολιτικού (υποτίθεται) κόσμου». Και την εξασφάλισε. Κάλεσε σε σύσκεψη τους: Τσαλδάρη, Μάξιμο, Γονατά, Ράλλη, Πάγκαλο, Παπανδρέου, Κανελλόπουλο κ.ά. Και όπως έγραφε η ανακοίνωση που εκδόθηκε, συμφώνησαν:
«Ολοι οι Ελληνες να υποστηρίξουν την Κυβέρνησιν άνευ επιφυλάξεων»!..
Ηταν τότε που οι κομμουνιστές, παράνομοι, απόστρατοι, δραπέτες από εξορίες, άρχιζαν την αντίσταση και την πάλη κατά των κατακτητών. Που ρίχτηκαν στη δουλιά. Για την ανασυγκρότηση των οργανώσεων του ΚΚΕ. Τις επαφές για την ίδρυση του ΕΑΜ. Με πρώτο σημαντικό επίτευγμα το Εργατικό ΕΑΜ. Κύριο μοχλό της μαζικής πάλης.
Απ' την «αντίπερα όχθη», στην «άνευ επιφυλάξεων» γραμμή, δραστηριοποιείται ο κρατικός μηχανισμός των Κουίσλιγκ. Ενάντια σε κάθε λαϊκή κινητοποίηση. Ενόψει και του φοβερού χειμώνα της θανατηφόρας πείνας. Κατά των αθρόων εκτελέσεων όσων δεν τηρούσαν τις διαταγές των αρχών Κατοχής. Και καθώς άρχιζε η ένοπλη αντίσταση. Και «λάλησε στον Ολυμπο τ' αντάρτικο ντουφέκι». Βγήκε κι εκείνη η περίφημη προκήρυξη του κατοχικού νομάρχη Κοζάνης Ν. Θέμελη που έγραφε το αμίμητο: «Πας πολεμών τους Γερμανούς δεν είναι Ελλην»! (Ναι. Ακριβώς έτσι). Και ήταν Ελλην αυτός! (Και οι συν αυτώ). Επιβραβεύοντάς τον δε, ο Κ. Καραμανλής, όταν το 1955 έγινε πρωθυπουργός, τον έκανε υπουργό Εθνικής Αμυνας! (Ωραία).
Η εκστρατεία!
Η εχθρική «εκστρατεία» για τη διάλυση των ανταρτών άρχισε στις 21.5.43. Προαναγγέλθηκε (όπως είπαμε) με το Διάγγελμα Ράλλη και τις Ανακοινώσεις των Ανωτάτων Διοικήσεων Γερμανών και Ιταλών. Συνοδεύτηκε από πολλές τυμπανοκρουσίες και μεγάλο προπαγανδιστικό θόρυβο. Κάλυψε όλο τον ορεινό όγκο της Πίνδου. Από Ρούμελη μέχρι Ηπειρο. Κράτησε μέχρι τα μέσα Ιούνη. Προκάλεσε πολλές καταστροφές. Πληρώθηκε με πολλές θυσίες σε ανθρώπινες ζωές. Στοίχισε ακριβά, ιδιαίτερα στον άμαχο πληθυσμό της υπαίθρου. Δεν πέτυχε τον αντικειμενικό της σκοπό. Και έληξε άδοξα με παταγώδη αποτυχία.
Ο συνταγματάρχης Ι. Πλυτζανόπουλος και άλλοι αξιωματικοί των Ταγμάτων Ασφαλείας. Αριστερά και δεξιά τσολιάδες παραταγμένοι στην πλατεία Συντάγματος
Σ' αυτές τις Εκκαθαριστικές Επιχειρήσεις, που ήταν και οι μεγαλύτερες στη διάρκεια της Κατοχής. Την κύρια ευθύνη είχαν οι Ιταλοί. Αυτή ήταν και η τελευταία τους «αναλαμπή». (Γιατί σε τρεις μήνες θα 'ρθει η συνθηκολόγηση). Χρησιμοποιήθηκε η τεράστια πολεμική τους μηχανή. Οσες στρατιωτικές δυνάμεις διέθεταν σ' αυτόν τον εκτεταμένο γεωγραφικό χώρο. Με πολυβόλα, όλμους, κανόνια, τανκ, αεροπλάνα. Αλλά «ψυχή» δεν είχαν. Ούτε διάθεση. Μάθαιναν και τα νέα από το Ανατολικό μέτωπο, όπου είχαν συντριβεί οι δικές τους δυνάμεις. Και το ηθικό τους ήταν πεσμένο.
Ο ΕΛΑΣ με την καθοδήγηση του Γενικού Στρατηγείου πήρε τα μέτρα του. Εκανε συγκέντρωση των δυνάμεών του. Εδωσε σκληρές μάχες. Στη Ρούμελη, στο «τρίγωνο» Γκιώνας, στο 51ο χιλιόμετρο, σε Γραβιά, Παύλιανη. Και απέφυγε με κατάλληλους ελιγμούς κυκλωτικές κινήσεις. Στη Θεσσαλία δόθηκαν οι μεγαλύτερες μάχες. Κυρίως στην Πόρτα - Μουζάκι. Στην Ηπειρο στην περιοχή Σουλίου. Ο εχθρός είχε μεγάλες απώλειες. Συνεχή τα χτυπήματα των ανταρτών. Σε ενέδρες, σε φάλαγγες μεταγωγικών. Σε γέφυρες. Ηρθε και η ανατίναξη της γαλαρίας στο Κούρνοβο την 1 προς 2.6.43. Οπου κάηκε αμαξοστοιχία με πάνω από 600 Ιταλούς. Και χάθηκε κάθε διάθεση για συνέχιση της εκστρατείας.
Σ' αυτές τις επιχειρήσεις οργίασαν, ιδίως οι Γερμανοί. Καίγοντας χωριά. Εκτελώντας πατριώτες. Βιάζοντας γυναίκες. Σέρνοντας χωριάτες σε φυλακές. Τεράστιες ήταν και οι ευθύνες της κυβέρνησης Ράλλη. Που εξαπάτησε κόσμο δηλώνοντας πως δε θα πειραχτεί άμαχος πληθυσμός.
Στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «ΒΗΜΑ» στις 5 Απρίλη του 1944 φιλοξενήθηκε η ανακοίνωση του αρχηγού των Ταγμάτων Ασφαλείας, όπου διατάζει τον απαγχονισμό πέντε κομμουνιστών
Οσον αφορά τους στόχους της Επιχείρησης αλλά και του διαβόητου Διαγγέλματος, καταπέλτης είναι η επίσημη εκτίμηση των αφεντικών. Ιδού: «Μια προκήρυξις της κυβερνήσεως προς τους αντάρτας να παραδώσουν τα όπλα έναντι του ευεργετήματος γενικής αμνηστείας, δεν είχε καμίαν εντυπωσιακήν επιτυχίαν. Ο αριθμός των ενόπλων τουναντίον ηυξήθη και εξακολουθεί να αυξάνεται συνεχώς και συστηματικώς». (Αυτά από «Τα μυστικά αρχεία του Γ' Ράιχ»).
Τα «Τάγματα Ασφαλείας»
Η κυβέρνηση Ράλλη ήταν η μακροβιότερη της Κατοχής. Εζησε μέχρι τις 12 Οκτώβρη 1944, ημέρα απελευθέρωσης της Αθήνας. Και «πρόσφερε» πολλά (πάρα πολλά) στο δύσμοιρο τόπο μας!.. Από τις πιο μεγάλες «υπηρεσίες» της ήταν τα «Τάγματα Ασφαλείας». Προσφορά, που εκτιμήθηκε και τιμήθηκε όχι μόνο από τον χιτλεροφασίστα κατακτητή, που τέθηκαν στην υπηρεσία του. Αλλά και από την κυρίαρχη τάξη και τον Εγγλέζο «σύμμαχο». Οσο κι αν το τοπίο ήταν θολό, αυτό φαινόταν «ηλίου φαεινότερο».
Η ιδέα (όντως «φαεινή») ήταν του πρώην δικτάτορα Θ. Πάγκαλου. Την υλοποίησε ο Ι. Ράλλης. Τα «Τάγματα» ιδρύθηκαν ως «αντίπαλο δέος» στο ΕΑΜικό Κίνημα. Εδρασαν στο πλευρό των κατοχικών στρατευμάτων. Υπό τις διαταγές του περιβόητου Σίμανα (αντιστρατήγου των «SS»). Ορκίζονταν στον Χίτλερ. Επαιρναν μέρος σε επιχειρήσεις και σε μάχες μαζί με τους Γερμανούς. Συμμετείχαν σε μπλόκα, όπως της Κοκκινιάς και της Καλογρέζας. Επιαναν πατριώτες. Βασάνιζαν, εκτελούσαν, κρεμούσαν. Εκαιγαν σπίτια, βίαζαν, λεηλατούσαν. Συμπεριφέρονταν χειρότερα κι από τους κατακτητές. Για το λαό ήτανε «μάστιγα». Ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, που πήραν μαζική μορφή. Αλλά και στην Εύβοια. Και στην ίδια την Αθήνα και τον Πειραιά.
Οπως αναφέρει πρόσφατο δημοσίευμα: «Τα Τάγματα Ασφαλείας συγκροτήθηκαν το 1943-'44 για την καταπολέμηση του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ». Κι έτσι είναι. ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ κλπ. δεν ήταν στόχος τους. Δε γίνεται νύξη ούτε στο Διάγγελμα Ράλλη. Το βεβαιώνει άλλωστε και ο τότε στρατιωτικός διοικητής της Ελλάδας Αλ. Λέερ. Σκοπός της δημιουργίας τους ήταν «να χρησιμοποιηθεί πλήρως η αντικομμουνιστική μερίδα του ελληνικού λαού, για να εκδηλωθεί φανερά και να εξαναγκαστεί σε απροκάλυπτη εχθρότητα κατά της κομμουνιστικής μερίδας». (Πολύ σωστά! Μα στην ίδια κατεύθυνση φανερά και κρυφά δούλευε και η Αγγλική Αποστολή με τον Εντι, τον Κρις κλπ. Πράγματα γνωστά).
Ο Χίμλερ συγχαίρει
Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, τα Τάγματα χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες. Τα «Ευζωνικά», 9 τον αριθμό, με συνολική δύναμη 5.725 ανδρών. Και τα «Εθελοντικά», 22 τον αριθμό, 16.625 ανδρών. Ο Σίμανα σε αναφορά του (λίγο πριν την αποχώρηση από την Ελλάδα) προς το Γενικό Επιτελείο των «SS» (στις 2.10.44) κάνει τούτη την εκτίμηση:
Τα Εθελοντικά «ήταν πολύτιμες βοηθητικές μονάδες στην ενεργή καταπολέμηση των συμμοριών» από τη Βέρμαχτ. Τα Ευζωνικά «πολέμησαν τον κομμουνισμό και τις συμμορίες του ΕΛΑΣ με αξιοσημείωτη επιτυχία». (Θαυμάσια).
Στην απάντησή του ο Χίμλερ (στις 10.10.44) τονίζει. «Σας εκφράζω τα συγχαρητήριά μου, επειδή κατορθώσατε να οργανώσετε τα υγιή και νομοταγή στοιχεία του ελληνικού λαού στα τμήματα των Ελλήνων εθελοντών καθώς και των Ευζώνων, και να τα οδηγήσετε σε αγαστή συνεργασία με τα δικά μας γερμανικά τμήματα στον αγώνα κατά των μπολσεβίκων συνωμοτών μέχρι την τελευταία μέρα». (Λαμπρά). Και το δημοσίευμα καταλήγει: «Η εικόνα που αποτυπώθηκε για τα Τάγματα ήταν τέτοια, ώστε η Πολιτεία ουδέποτε τόλμησε να προχωρήσει στην επίσημη πολιτική αποκατάστασή τους».(Από την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», «Ιός», 26.10.2003).
Χλευασμός
Ο λαός τους Γερμανοντυμένους, που εντάχθηκαν στα προδοτικά Τάγματα, τους μισούσε αφάνταστα. Με κανέναν τρόπο δεν μπορούσε να δείξει απέναντί τους κατανόηση και ανοχή. Ούτε για τους πιο εξαθλιωμένους που πήγαν για «ένα κομμάτι ψωμί». Μίσος θανάσιμο έτρεφε, ιδίως στους «γαλονάδες». Που ξεφτίλισαν τη στρατιωτική τους στολή. Και τους χλεύαζε.
«Γερμανοτσολιάδες», «Γερμανοράλληδες», «Ταγματασφαλίτες», «Ταγματαλήτες». Τους βάφτισε. Ετσι τους... «ανέβαζε έτσι τους κατέβαζε»! Και τους έβριζε. Η λαϊκή θυμοσοφία έβρισκε και πάρα πολλά άλλα - ανέκδοτα, σχόλια - για να εκφράσει την απέχθειά της. Και να τους «ψάλλει» τα σχολιανά. Η λαϊκή σάτιρα επίσης τους «περιποιήθηκε» ποικιλότροπα. Και τους «απαθανάτισε» με το εμβατήριο:
«Αϊν-Τσβάι! Αϊν-Τσβάι!
(Εν-δυο! Ενα-δυο!)
Τσολιά να με λεν δε
μ' αρέσει.
Εγώ Γερμανός είμαι τώρα.
Καμάρι των Ταγμάτων Ες Ες.
(Και στο ρεφρέν)
Εγώ Γερμανός είμαι τώρα.
Τομάρι των Ταγμάτων SS».
Στην ύπαιθρο και στ' αντάρτικο ο κόσμος το είδε, το άκουσε και το ευχαριστήθηκε κι απ' το «Κουκλοθέατρο» του Βουνού.
«Χάιλ Χίτλερ»!
Μα ήταν να μην τους μισεί ο λαός; Αυτοί είχαν γίνει «Γενίτσαροι»! Δεν ήταν μόνο ότι ορκίζονταν στον Χίτλερ. Εκπαιδεύονταν στα ναζιστικά πρότυπα. Ξεπερνούσαν σε βαναυσότητα και τους χειρότερους χιτλερικούς. Δεν έδιναν την παραμικρή σημασία στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ζούσαν στην αυθαιρεσία. Ηταν βουτηγμένοι στο έγκλημα και στο αίμα.
Μετά τη Βάρκιζα ήταν σκληροί βασανιστές στη Μακρόνησο και στα κάτεργα. Διακρίθηκαν και στον Εμφύλιο. Απ' αυτούς επιλέγονταν στα Εκτελεστικά Αποσπάσματα. Καθώς κι εκείνοι που έκοβαν κεφάλια ανταρτών. Ανατριχιάζει και να τα σκέφτεται κανείς. Διέπρατταν τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα. Κι έμειναν ατιμώρητοι.
Χαιρετισμό τους σε κάθε βήμα είχαν το «Χάιλ Χίτλερ»! Στέκονταν προσοχή σε κάθε χιτλερική κραυγή. Γάβγιζαν και ούρλιαζαν, όπως οι «Γερμαναράδες». Συναγωνίζονταν σε αγριότητα τους «Μπουραντάδες». Με την παραμικρή αφορμή μπορούσαν να πιάσουν τον απλό πατριώτη. Να τον «σπάσουν στο ξύλο». Να τον πατήσουν κάτω και να τον λιώσουν.
Σ' αυτούς στηρίχτηκαν οι Κατακτητές και οι Κουίσλιγκ. Για να δικαιωθεί απολύτως η ρήση του Χίτλερ στο βιβλίο του «Ο Αγών μου» («Mein kampf»): «Ο νικητής, αν είναι έξυπνος, θα εμπιστευτεί σε πρόσωπα της εθνικότητας του ηττημένου λαού, που δεν έχουν ούτε χαρακτήρα, ούτε τιμή, το ρόλο του δεσμοφύλακα. Τα πρόσωπα αυτά θα τον βοηθήσουν στο έργο της ολοκληρωτικής υποδούλωσης των συμπατριωτών τους κατά τρόπο πολύ σκληρότερο και ανοικτίρμονα από εκείνον που θα μεταχειριζόταν ένα οποιοδήποτε ξένο κτήνος».
Ομολογίες
Τα Τάγματα τα οργάνωσαν οι Γερμανοί, τα ενίσχυαν οι Αγγλοι. Και η ντόπια ολιγαρχία έκανε το παν για να παίξουν το ρόλο τους. Απειρα τα στοιχεία. Πάρα πολλά έχουν καταγραφεί. Αναφέρθηκαν και στη Δίκη των δοσιλόγων. Και είναι αδιάψευστα. θα χρειαζόταν πολύς χώρος για να καταγραφούν τα κυριότερα. Αναφέρουμε μερικά, από τα πιο χαρακτηριστικά.
Ο Τουρκοβασίλης, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, χρηματοδοτούσε αβέρτα τα Τάγματα. Το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι βιομήχανοι, έμποροι, μαυραγορίτες. Η ηγεσία του αστικού πολιτικού κόσμου (με όποιο κύρος της απέμεινε) έστελνε κόσμο στα Τάγματα. Ο Γ. Παπανδρέου. (Ο «μοιραίος» άνθρωπος). Που έπνιξε την Αθήνα στο αίμα, το Δεκέμβρη του '44. Αυτός που δε δίστασε να εκτοξεύσει κατά του ΕΑΜ την αισχρή «κορόνα». «Ολίγαι σελίδες εθνικής αντιστάσεως και πολλαί σελίδες εθνικού εγκλήματος»! Από την Αθήνα (πριν μεταβεί στο Κάιρο) εκθειάζει τα Τάγματα και συκοφαντεί ασύστολα το ΕΑΜ στις εκθέσεις που στέλνει στο Στρατηγείο Μ. Ανατολής και στον Λίπερ (στον Αγγλο πρέσβη στην κυβέρνηση Τσουδερού). Και αργότερα η κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» του Παπανδρέου έστελνε λίρες και όπλα στα Τάγματα.
Ο Θ. Σοφούλης, διάδοχος του Ε. Βενιζέλου στο «Κόμμα Φιλελευθέρων» και πρωθυπουργός στον Εμφύλιο. Στην Κατοχή, από τη «χειμερία νάρκη» του έδωσε εντολή να μπουν στα Τάγματα οι απότακτοι του '35. Και είχε πει στον Πλυτζανόπουλο: «Τα Τάγματα και τα μάτια σας»! Ο Στ. Γονατάς, ο δοσίλογος (ο «μόνος εκπρόσωπος του Ν. Πλαστήρα στην Αθήνα») είχε πει: «Και με το διάβολο θα συμμαχήσουμε για να αντιμετωπίσουμε τον κομμουνισμό»!
Δίκη δοσιλόγων
Στις 12.10.1944 ο Ράλλης παραιτήθηκε. Το ανακοίνωσε με διάγγελμα. Εγραφε: «Είχον επιβεβλημένον καθήκον να καταλάβω την Αρχήν διά την μείωσιν της δυστυχίας του Ελληνικού λαού». Κι έφευγε «με ήσυχη τη συνείδηση».
Ηρθε «η ώρα της κρίσεως». Στην απολογία του στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων δήλωσε: «Ούτε προδόται των εθνικών ή των συμμαχικών συμφερόντων πολιτικοί ή στρατιωτικοί υπήρξαν εν Ελλάδι, ούτε Κουίσλιγκς». (Η απολογία του, σε επιμέλεια του γιου του Γ.Ι. Ράλλη, εκδόθηκε σε βιβλίο το 1947, ενώ είχε πεθάνει).
Στη Δίκη προσήλθαν ως μάρτυρες υπεράσπισης περίπου 300 παράγοντες. Κατάλαβαν ότι δικαζόταν το καθεστώς της άρχουσας Τάξης και η βρετανική πολιτική. Και όλοι σχεδόν κατέθεσαν ότι ήταν «απαραίτητες οι κατοχικές κυβερνήσεις». Επρόκειτο για παρωδία Δίκης. Επιδίωκε να τους αθωώσει. Παρ' όλα αυτά βγήκαν πολλά «άπλυτα στη φόρα»!
Ο Ράλλης επικαλέστηκε και τους μάρτυρες Παπανδρέου, Κανελλόπουλο, Τσάτσο που βεβαίωσαν ότι: «δεχθέντες να σχηματίσωμεν κυβέρνησιν χωρίς να έχωμεν δόλον». Ευχαρίστησε και τον «πάντοτε αντίπαλόν του αλλ' εξόχου καλής πίστεως άνδρα, τον σεβαστόν πρόεδρον κ. Σοφούλην, βεβαιώσαντα ότι εθνικώς κατά την πρωθυπουργίαν μου επολιτεύθην»! Επιστράτευσε και τον Τσόρτσιλ, πλέκοντας το εγκώμιό του, γιατί στη Βουλή των Κοινοτήτων με ειλικρίνεια διακήρυξε: «Ως προς την εν Ελλάδι κατάστασιν η κοινή γνώμη των συμμάχων ήτο ψευδώς πληροφορημένη»! (Αυτό κι αν είναι αλήθεια και ειλικρίνεια).
Αποκήρυξη
Το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής αποκήρυξε τα «Τάγματα Ασφαλείας». Αυτό έγινε επίσημα και δημόσια. Ηταν εχθρικά σώματα στο συμμαχικό αγώνα. Και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού και ο ΕΛΑΣ θα τεθεί υπό τις διαταγές του. Αλλο τι έκανε η βρετανική κυβέρνηση ανεπίσημα και οι μυστικές υπηρεσίες της.
Τα «Τάγματα» τα αποκήρυξε (όπως ήταν επόμενο) και η κυβέρνηση «εθνικής ενότητος» στην οποία μετείχε και το ΕΑΜ. Κι αυτό προκάλεσε πανικό κι αγανάκτηση στον κόσμο της αρχουσας Τάξης και του δοσιλογισμού. Γιατί παραβίαζε «τα συμφωνημένα». Στην Κατοχή διάφοροι παράγοντες, ως γνωστό, δήλωναν: «Οι Αγγλοι και η κυβέρνηση Καΐρου είναι σύμφωνοι μαζί μας και θα δείτε»! Στη Δίκη των δοσιλόγων εξάλλου, οι Ράλλης - Πλυτζανόπουλος ωρύονταν: «Είμαστε αγγλόφιλοι»! Στην ίδια Δίκη ο Γ. Στράτος κατέθεσε σχετικά το εξής: Τον Σεπτέμβρη του '44 ήρθε στην Αθήνα Αγγλος με ειδική αποστολή. Συναντήθηκε με πολλούς πολιτικούς παράγοντες. Οι οποίοι χαρακτήρισαν «κάκιστη ενέργεια» την αποκήρυξη των Ταγμάτων. Στην οποία αναγκάστηκε να προβεί ο Γ. Παπανδρέου στα πλαίσια του παιχνιδιού για να κερδίσει χρόνο ως τη σύγκρουση του Δεκέμβρη.
Ο Παπανδρέου πράγματι το έκανε «με κρύα καρδιά». Αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Πίεζε το ΕΑΜ να του στείλει τους πέντε υπουργούς του, όπως συμφωνήθηκε στο Λίβανο. Κωλυσιεργούσε όμως στην αποκήρυξη των Ταγμάτων. Και το ΕΑΜ τον στρίμωχνε. Σε σχέση με αυτό το θέμα το κυριότερο είναι ότι το συνδύαζε με τη διάλυση του ΕΛΑΣ. Αυτό αποκαλύπτεται ολοκάθαρα από το τηλεγράφημά του τον Αύγουστο του 1944 «Προς την Επιτροπήν των Βουνών» (όπως την αποκαλεί). Σβώλον, Σιάντον, Παρτσαλίδην.
«Μας εζητήσατε - γράφει - επανειλημμένως καταγγελίαν των Ταγμάτων Ασφαλείας. Εις την καταγγελίαν αυτών έχομεν προβή από της εποχής του Λιβάνου, όπου τα εχαρακτηρίσαμεν ως όργανα των Γερμανών προς ενέργειαν εμφυλίου πολέμου. Δεν είναι όμως αι καταγγελίαι αι οποίαι ημπορούν να φέρουν αποτέλεσμα, εφόσον εξακολουθεί ο φαύλος κύκλος του εμφυλίου πολέμου. Οπως είπαμεν και εις τον Λίβανον, μόνον η πραγματοποίησις της πλήρους Εθνικής Ενώσεως με την συμμετοχήν του ΕΑΜ εις την Κυβέρνησιν και η αντικατάστασις του στρατού του ΕΛΑΣ με εθνικόν στρατόν ανήκοντα εις την Πατρίδα και υπακούοντα εις τας διαταγάς της Κυβερνήσεως θα οδηγήσει τα Τάγματα Ασφαλείας εις αυτόματον διάλυσιν, επειδή δε θα ευρεθούν Ελληνες να υψώσουν τα όπλα εναντίον του τακτικού Ελληνικού Στρατού...».
Δηλαδή ο ΕΛΑΣ να διαλυόταν! Κι όλα τ' άλλα καλά θα πήγαιναν.
Αποκατάσταση
Τα «Τάγματα Ασφαλείας» άφησαν εποχή. Με την απελευθέρωση τέθηκαν υπό περιορισμό. Φυσικά «υπό την σκέπην» της «Εθνικής Κυβερνήσεως» και την «υψηλήν» προστασίαν των Αγγλων. Παράδειγμα χτυπητό: Εκείνες τις μέρες έβλεπες τους «συμμάχους» Βρετανούς να δίνουν χέρι φιλικό όχι στο σύμμαχο εν όπλοις ΕΛΑΣ, αλλά στους Γερμανοντυμένους Ράλληδες!.. Στις 22.11.44 οι κομμουνιστές δημοσιογράφοι έγραφαν στο «Ριζοσπάστη»: «Βαριά σύννεφα συσσωρεύονται πάνω από την πρωτεύουσα. Ολες οι ελπίδες του λαού μέχρι στιγμής διαψεύδονται... Ποιος θα φανταζόταν ότι οι φρικτοί τσολιάδες εξακολουθούν να είναι ελεύθεροι. Οτι μερικοί φυγαδεύονται στο εξωτερικό για να ξαναγυρίσουν σαν άνδρες "εθελοντικού σώματος". Το Γουδί δεν είναι στρατόπεδο συγκέντρωσης αλλά ορμητήριο τσολιάδων. Ποιος θα πίστευε ότι οι μεγάλοι και μικροί Κουίσλιγκ θα μετέβαλαν τις φυλακές "Αβέρωφ" σε ξενοδοχείο "Μ. Βρετανίας"... Ο γιος του Ράλλη κατατάχτηκε στην Ορεινή Ταξιαρχία»... Και πολλά άλλα.
Μετά τη Βάρκιζα οι «Ταγματασφαλίτες» έγιναν «τα χαϊδεμένα παιδιά» του κράτους. Με τη διάλυση του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής, άνοιξε η τύχη τους. Μαζικά ντύνονταν τη στολή του εθνοφύλακα, γίνονταν Εθνικός Στρατός. Επίσης έμπαιναν και στα Σώματα Ασφαλείας. Ταυτόχρονα θα πλαισιώνουν τις εθνικιστικές οργανώσεις («Χ» κλπ.). Καθώς και τις τρομοκρατικές συμμορίες (Σούρλα στη Θεσσαλία, Μαγκανά στο Μοριά κλπ.).
Οταν οι αξιωματικοί του ΕΛΑΣ έμπαιναν στο Β' Πίνακα. Οταν ο Σαράφης και άλλοι οδηγούνταν στην εξορία. Οταν χιλιάδες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης συλλαμβάνονταν, βασανίζονταν. Και καραβιές στέλνονταν για την Ικαρία. Ενώ άλλοι δολοφονούνταν. Οταν γέμιζαν οι φυλακές από καταδικασμένους. Και κάποιοι προορίζονταν για το εκτελεστικό απόσπασμα.
Ανώτεροι και κατώτεροι αξιωματικοί «Ταγματασφαλίτες» 1.200 και παραπάνω αναλάβαιναν ενεργό υπηρεσία στον υπό συγκρότηση Εθνικό Στρατό. Επαιρναν βαθμούς και γαλόνια. Ανάμεσα στους πρώτους ο Χ. Γερακίνης. Γνωστός κι από τη διαταγή του στην Εύβοια. «Απώλειαι. Εκ των ημετέρω εις Γερμανός βαρέως τραυματίας»! Αυτός τοποθετήθηκε υποδιοικητής της Σχολής Ευελπίδων. (Να διδάξει πατριωτισμό στους Ευέλπιδες). Πόσοι άλλοι τέτοιοι μπήκαν στα επιτελεία διαφόρων μονάδων.
Ο συνταγματάρχης Διονύσης Παπαδόγκονας (απ' τους αρχηγούς των Ταγμάτων στην Πελοπόννησο) προήχθη σε υποστράτηγο. Ηταν αυτός που το '44 τηλεγραφούσε στον Χίτλερ, επί τη διασώσει του από απόπειρα εναντίον του:
«Από της Ιεράς Γης της Αρχαίας Σπάρτης υψούται η προσευχή μας ΚΥΡΙΕ ΔΙΑΦΥΛΑΣΣΕ ΤΟΝ ΦΥΡΕΡ ΜΑΣ»!
Νόμος της Χούντας
Ο Εμφύλιος για τους Ταγματασφαλίτες ήτανε «Κολυμπήθρα του Σιλωάμ». Οι κυβερνήσεις Δεξιάς - Κέντρου τους εντάξανε στο Στρατό, στη Χωροφυλακή, στα ΜΕΑ και ΜΑΥ. Πολέμησαν εναντίον του ΔΣΕ. Και ξέπλυναν όλα τα κατοχικά αμαρτήματά τους. Και το κυριότερο απ' αυτά, της Εθνικής προδοσίας. Πήραν και βαθμούς και επιδόματα και προνόμια και συντάξεις. Εγιναν επίσημα «εθνικόφρονες». Παρ' όλα αυτά, επίσημη αναγνώριση δεν τους έγινε. Αποχαρακτηρισμό ως προδοτών δεν πέτυχαν.
Ηρθε όμως το πλήρωμα του χρόνου, έγινε κι αυτό. Η Χούντα έπραξε το καθήκον της. Ο Γ. Παπαδόπουλος «δικός τους άνθρωπος». Εκανε το ΝΔ 179 το 1969. Κι όχι απλώς τους αναγνώρισε, αλλά και τους έκανε κι «Αντιστασιακούς». Συγκεκριμένα. Αναγνώρισε τη θητεία τους στα «Τάγματα Ασφαλείας» ως συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση. Σύμφωνα με αυτό το νόμο της Χούντας αντιστασιακοί θεωρήθηκαν και όσοι πολέμησαν επί Κατοχής εναντίον οργανώσεων «αντεθνικώς δρασάντων και αποσκοπούντων εις την επιβολήν εν τη χώρα καθεστώτος διαφόρου του νομίμου τοιούτου» (Δηλαδή του ΕΑΜ). Ετσι πήραν προνόμια, συντάξεις κλπ. Και ναι μεν με την αναγνώριση της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης με το νόμο το 1982 ο χουντικός νόμος καταργήθηκε. Τα «κεκτημένα» όμως διατηρήθηκαν και επί ΠΑΣΟΚ.
Επαγρύπνηση
Κλείνουμε εδώ. Το θέμα είναι ανεξάντλητο. Μπορεί γενικότερα να απασχολήσει την ιστορική έρευνα. Να γραφτούν και βιβλία. Το ΚΜΙΕΑ (Κέντρο Μελέτης Ιστορίας Εθνικής Αντίστασης) μπορεί να το έχει σαν στόχο του. Εχουμε χρέος να το εξετάσουμε ολόπλευρα και να το δώσουμε στις νέες γενιές. Μην ξεχνάμε τον Σολωμό. «Εθνικό είναι ό,τι είναι αληθινό»!
Επιστρέφουμε στην επισήμανση που κάναμε στην αρχή. Οι φόβοι αποκατάστασης που εκφράζονται υπάρχουν. Και είναι βάσιμοι. Και για τώρα και για το μέλλον. Απόπειρες έγιναν και θα γίνουν. Και από Ιδρύματα και από επιστήμονες και από λογοτέχνες. Καθώς και με μορφή απομνημονευμάτων. Ο «Ιός», που προαναφέραμε, έδωσε χρήσιμα στοιχεία. Ανέφερε και ορισμένα βιβλία. Ενα από τα πιο γνωστά (λόγω και του ονόματος του συγγραφέα) η «Ορθοκωστά». Το οποίο, ο υπογράφων τούτη την έρευνα, είχε επώνυμα επικρίνει από τις στήλες του «Ριζοσπάστη».
Δε νομίζουμε πάντως ότι πρέπει να υπερβάλουμε τον κίνδυνο. Ο δοσιλογισμός είναι τελεσίδικα καταδικασμένος εσαεί. Δεν υπάρχει ούτε θα υπάρξει δικαίωση. Οσες προσπάθειες κι αν γίνουν σ' αυτή την κατεύθυνση. Από την άρχουσα Τάξη και τους φορείς της. Είτε στη μια όψη του δικομματισμού είτε στην άλλη. Αυτό να λέγεται. Γιατί και οι δυο τον εξέθρεψαν στο παρελθόν. Και ενδιαφέρονται για το μέλλον. Ιδια είναι η ιδεολογία τους. Ιδια και η πολιτική τους. Στα «σημεία» διαφέρουν.
Εκείνο που χρειάζεται είναι επαγρύπνηση. Να μη τους αφήσουμε «σε χλωρό κλαρί»! Καμιά επανάπαυση. Και να μαθαίνει ο κόσμος και η νεολαία την Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης. Να γίνεται κτήμα και μπούσουλας. Την είχαν υπό απαγόρευση μισόν αιώνα. Την πέρασαν «απ' τη φωτιά και το σίδερο». Αλλά έζησε. Και αναγκάστηκαν τελικά να την αναγνωρίσουν επίσημα. «Ντάλα μεσημέρι»... Και να το 'χουμε κατά νου: Οπου μπαίνει και επιβάλλεται η ένδοξη Εθνική μας Αντίσταση δεν υπάρχει τόπος για τον εθνοπροδοτικό δοσιλογισμό.
Πηγές - Βοηθήματα
-- «Ιστορία Εθνικής Αντίστασης 1940 - 1945» - 6τομη («Αυλός»)
-- Γιάννη Μαρέ: «Δύσκολα χρόνια»
-- Θοδωρή Κοΐνη: «Καλεντάρ Εθνικής Αντίστασης 1940 - 1945» (Εκδοση ΠΕΑΕΑ, 1998)
-- Γεωργίου Παπανδρέου: «Η Απελευθέρωση της Ελλάδος», Γ' Εκδοση («Ελληνική Εκδοτική Α.Ε.»)
-- Σωτήρη Παπαστρατή: «Μέρες του 1943 - 1944 στην Εύβοια» (Εκδοση «Χατζηνικολή», 1995)
-- Γεωργίου Ι. Ράλλη: «Ο Ιωάννης Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου» (1947)
-- Χρήστου Θεοχαράτου: «Χαρίλαος Φλωράκης», Α' Τόμος (Εκδοση «Τυποεκδοτική»)
-- Νίκου Καρκάνη: «Οι δοσίλογοι της Κατοχής» («Σύγχρονη Εποχή»)
-- Στέφανου Σαράφη «Ο ΕΛΑΣ» («Επικαιρότητα»)
-- Αλέκου Παπαγεωργίου «Εμπειρίες Ενοπλων Αγώνων» («Σύγχρονη Εποχή»)
-- Γιώργη Μωραΐτη: «Αναμνήσεις ενός αντάρτη», Α' Τόμος (Εκδόσεις «Καστανιώτη»)
- Εφημερίδες - Περιοδικά

Του
Γιώργη ΜΩΡΑΪΤΗ



Η επέλαση της φτώχειας στην Ευρώπη... 




Ο 75χρονος Δημήτρης Παυλόπουλος παίρνει σύνταξη 550 ευρώ τον μήνα και πρέπει να δαπανά σε φάρμακα 150 ευρώ. Το διαρκές δίλημμά του είναι πλέον αν θα πάρει γάλα ή φάρμακα, καθώς και τα δύο δεν μπορεί να τα αντέξει το πορτοφόλι του. Ο Μανουέλ Χ. είναι ένας μακροχρόνιος άνεργος που δεν δικαιούται πλέον επίδομα ανεργίας. Ζει σε...
ένα νοικιασμένο σπίτι, πηγαίνει στα συσσίτια και παίρνει ρούχα από μια Μη Κυβερνητική Οργάνωση. Ο Ρομπέρτο και η Μαριλίσα Μαδέρα κατάγονται από τον Ισημερινό και πριν από λίγο καιρό έχασαν το διαμέρισμα που είχαν αγοράσει στη Μαδρίτη. Με τέσσερα παιδιά και ένα χρέος 100.000 ευρώ, αδυνατούν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
 Η φτώχεια πλήττει πλέον τη μεσαία τάξη της Ευρώπης, σημειώνει σε ρεπορτάζ της η ισπανική εφημερίδα El Pais. Είναι άνθρωποι που πρέπει να διαλέξουν αν θα φάνε ή θα πληρώσουν το δάνειό τους. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ενωση, το 2009 υπήρχαν στις 27 χώρες 115 εκατομμύρια άνθρωποι κάτω από το όριο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού (23,1% του πληθυσμού). Αλλα 100 με 150 εκατομμύρια κινδυνεύουν επίσης, καθώς δύο μήνες ανεργίας και ένα δάνειο που δεν μπορεί να πληρωθεί μπορούν να βυθίσουν οποιονδήποτε στον όλεθρο. Το 2007, πριν ξεσπάσει η χρηματοπιστωτική κρίση, κάτω από το όριο της φτώχειας βρίσκονταν 85 εκατομμύρια άνθρωποι (17% του πληθυσμού). Στην κατάλογο περιλαμβάνονται χώρες όπως η Ισπανία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα, αλλά και η Γαλλία, η Γερμανία και η Αυστρία.
 Τα πράγματα δεν είναι καλύτερα στη Βρετανία, όπου η φτώχεια των παιδιών είναι τόσο μεγάλη, ώστε η χώρα κατατάσσεται 22η μεταξύ των 27, σύμφωνα με στοιχεία του Ιδρύματος John Rowntree. Το Λονδίνο είναι η πόλη με το μεγαλύτερο ποσοστό ανηλίκων κάτω από το όριο της φτώχειας στη Βρετανία. Η κοινωνική κληρονομιά του θατσερισμού, που οξύνθηκε με την κρίση, έχει πλήξει 13,4 εκατομμύρια ανθρώπους, το 22% του βρετανικού πληθυσμού.
 «Σε χώρες όπως η Ισπανία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία ή η Ιταλία, δεν έχει αυξηθεί τόσο η έκταση της φτώχειας όσο η δριμύτητά της, και η συγκέντρωσή της σε συγκεκριμένες ομάδες», επισημαίνει ο κοινωνιολόγος Πολ Μαρί-Κλόσε. «Από την κρίση έχουν πληγεί ιδιαίτερα οι νέοι. Στην Ισλανδία το φαινόμενο είναι δραματικό».
 Τα στατιστικά στοιχεία της φτώχειας διαφέρουν πολύ από χώρα σε χώρα. Στη Βουλγαρία (46,2%) και στη Ρουμανία (43,1%) τα ποσοστά της φτώχειας είναι διπλάσια από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στο άλλο άκρο βρίσκονται η Τσεχική Δημοκρατία (14%), η Ολλανδία (15,1%) και η Σουηδία (15,9%).
 Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι στις τρεις κατηγορίες που είναι πιο ευάλωτες στη φτώχεια - τα παιδιά και τους ηλικιωμένους, τις γυναίκες και τους μετανάστες, δηλαδή την ηλικία, το φύλο και την εθνότητα - έχει προστεθεί μια ομάδα πολιτών που δεν μπορεί να περιληφθεί σε κάποια κατηγορία. «Πρόκειται για ανθρώπους με επισφαλή εργασία, που δυσκολεύονται πολύ να βγάλουν τον μήνα και που επιπλέον δεν έχουν καμιά βοήθεια», τονίζει ο Ζοάν Σουμπιράτς, από το Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. «Είναι άτομα 30 ως 45 ετών, με ή χωρίς οικογένεια, που δεν λαμβάνουν καμιά κρατική βοήθεια καθώς έχουν κάποιο εισόδημα και είναι υποχρεωμένοι να επιστρέψουν στο πατρικό τους σπίτι αν θέλουν να συνεχίσουν να πληρώνουν το δάνειό τους».
 Υστερα από 15 χρόνια παχέων αγελάδων και δημιουργίας πλούτου, η κρίση πλήττει ένα μέρος του πληθυσμού που μέχρι το 2007 είχε τις βασικές του ανάγκες καλυμμένες. Το 2010 ήταν το ευρωπαϊκό Ετος κατά της Φτώχειας και του Κοινωνικού Αποκλεισμού. Η Στρατηγική της Λισαβώνας κατέληγε με τη φράση ότι πρέπει να δοθεί ένα τελειωτικό χτύπημα στη φτώχεια και εγκαινίαζε τη Στρατηγική 2020. Όμως η κρίση διέλυσε τις καλές προθέσεις. Και ο βασικός στόχος της Στρατηγικής 2020, να περιοριστεί αυτή τη δεκαετία ο αριθμός των φτωχών σε 20 εκατομμύρια, ισοδυναμεί πλέον με ουτοπία.


Πηγη
 Κόκκινη προπαγάνδα εκτοξεύθηκε από  yiok-yiok  

ΟΜΟΛΟΓΑ ΘΑΝΑΤΟΥ !!! - Απιστευτο και ομως Καπιτα-ληστικο


ΟΜΟΛΟΓΑ ΘΑΝΑΤΟΥ !!! - Απιστευτο και ομως Καπιτα-ληστικο 


ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Τζογάροντας τη ζωή και το θάνατο ηλικιωμένων


 Η καπιταλιστική βαρβαρότητα σε όλο της το μεγαλείο. Κέρδος ακόμη και από το προσδόκιμο ζωής ηλικιωμένων ανθρώπων επιδίωκε η γερμανική τράπεζα Deutsche Bank, που το 2007 κατέληξε στη δημιουργία του... προϊόντος «Kompass Life 3». Ενός τύπου «ομολόγου θανάτου», από το οποίο ανέμενε μεγάλα κέρδη, «τζογάροντας» στο θάνατο και ειδικά τον πρόωρο θάνατο ηλικιωμένων ανθρώπων.
Πρόκειται για ένα «σύνθετο» επενδυτικό προϊόν, όπως πληροφορεί η γερμανική τράπεζα, όπου αποδόσεις του συγκεκριμένου επενδυτικού χαρτοφυλακίου εξαρτώνται από το προσδόκιμο ζωής μιας ομάδας 500 ατόμων που δηλώνουν εθελοντικά τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα και είναι ηλικίας από 70 έως 90 ετών από τις ΗΠΑ (εκεί ήδη «μεσουρανεί» το πρόγραμμα). Πριν συμμετάσχουν, εξετάζονται από δύο ανεξάρτητες ιατρικές ομάδες και κατόπιν γίνεται η αξιολόγηση του πόσα χρόνια ζωής έχει ο καθένας τους μπροστά του έτσι ώστε να «ποντάρουν» οι επενδυτές. Οσο πιο γρήγορα αποχαιρετήσουν τον μάταιο τούτο κόσμο, τόσο μεγαλύτερο είναι το κέρδος για τον επενδυτή, αντιθέτως, εάν το... καθυστερήσουν, το κέρδος πηγαίνει στην τράπεζα.
 Οταν έγινε γνωστό το περιεχόμενο του προγράμματος η Deutsche Bank για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις υποχρεώθηκε να διευκρινίσει ότι δεν είναι συνδεδεμένο με πραγματικές ασφάλειες ζωής ανθρώπων. Ενα ακόμη επενδυτικό προϊόν που αποτελεί το τελευταίο «ελ Ντοράντο» και για την Deutsche Bank, που διαθέτει τουλάχιστον δύο επενδυτικά χαρτοφυλάκια συνδεδεμένα με ασφάλειες ζωής. Ωστόσο, εξαιτίας του σάλου που προκλήθηκε ανακοίνωσε τον τερματισμό του επενδυτικού προγράμματος παρότι η χρονική του διάρκεια ήταν από το 2007 μέχρι το 2015 και ότι προτίθεται να αποζημιώσει κατά 100% τους επενδυτές που θέλουν να αποσυρθούν από το χαρτοφυλάκιο «Kompass Life 3». Στη Γερμανία συμμετείχαν 10.000 «επενδυτές» στο «Kompass Life 3», κυρίως μικροκαταθέτες, με όγκο χαρτοφυλακίου 200 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ συνολικά τα τρία επενδυτικά προγράμματα της Deutsche Bank, που τζογάρουν με την ανθρώπινη ζωή, φτάνουν τα 700 εκατομμύρια ευρώ.








 Κόκκινη προπαγάνδα εκτοξεύθηκε από  yiok-yio

Η «ΑΣΦΑΛΕΙΑ» ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ Από τις ... βόμβες του Λονδίνου, στη λαθρανασκαφή της Κνωσού!


Η «ΑΣΦΑΛΕΙΑ» ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ
Από τις ... βόμβες του Λονδίνου, στη λαθρανασκαφή της Κνωσού!
Πώς ...«λύνει» το πρόβλημα η κυβέρνηση
Η λέξη «ασφάλεια» είναι πολύ δημοφιλής τελευταία στο υπουργείο Πολιτισμού. Δύο εγκυκλίους μέσα σε δύο μέρες, στις αρχές Αυγούστου, έστειλε στις περιφερειακές υπηρεσίες του ΥΠΠΟ η ηγεσία του, με περιεχόμενο την «ασφάλεια», τόσο των μνημείων όσο και των επισκεπτών. Την περασμένη βδομάδα το θέμα επανήλθε στην επικαιρότητα, με αφορμή τη λαθρανασκαφή στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού, ο οποίος φυλάσσεται - ή τουλάχιστον αυτό επιχειρείται - από ...έναν αρχαιοφύλακα. Το ΥΠΠΟ απάντησε δύο φορές στα σχετικά δημοσιεύματα. Επίσης, το ΠΑΣΟΚ, που όψιμα διαμαρτύρεται σήμερα για την κατάσταση, δεν έχει λιγότερες ευθύνες για αυτήν την απαράδεκτη κατάσταση, αφού την ίδια πολιτική ακολουθούσε και αυτό τα προηγούμενα χρόνια.
Φυσικά, το πρόβλημα σήμερα δεν είναι ότι το υπουργείο ασχολείται με το θέμα, αλλά το πώς ασχολείται και με τι στόχο. Προσεκτικές αναγνώσεις στις παραπάνω εγκυκλίους και ανακοινώσεις του ΥΠΠΟ αναδεικνύουν αφενός την τραγική κατάσταση που επικρατεί στη φύλαξη αρχαιολογικών χώρων - αλλά και μουσείων - και, αφετέρου, την απόπειρα της πολιτικής ηγεσίας του να δικαιολογήσει αυτή την κατάσταση, χωρίς όμως συγκεκριμένες δεσμεύσεις για λύση. Η προσφιλής τακτική της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΠΟ σε ό,τι αφορά τις «λύσεις» είναι η μετάθεση της ευθύνης στους εργαζομένους του.
Το ότι χρειάζονται πολλοί περισσότεροι υπάλληλοι φύλαξης αρχαιοτήτων, φυσικά εξειδικευμένοι και μόνιμοι, αυτό είναι πολύ γνωστό στη ΝΔ. Μάλιστα, το καλοκαίρι του 2003 κατέθεσε και σχετική Ερώτηση στη Βουλή προς τους υπουργούς Πολιτισμού και Οικονομικών. Η Ερώτηση επικέντρωνε στο προφανές: Οι περίπου 2.000 αρχαιολογικοί χώροι και χώροι ανασκαφών (σ.σ. όλα τα στοιχεία αφορούν στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο), οι 500 αρχαιολογικές αποθήκες και συλλογές και τα 370 μουσεία δεν μπορούν να φυλαχτούν από 1.600 μόνιμους αρχαιοφύλακες, 1.100 εποχιακούς και 250 νυχτοφύλακες. Ανεξάρτητα αν επαρκούν και οι προβλεπόμενες οργανικές θέσεις, πάντως το μεγαλύτερο ποσοστό τους είναι κενό.
«Χρεώθηκαν» και «αντιτρομοκρατικές» υπηρεσίες...
Αν γινόταν το φετινό καλοκαίρι η παραπάνω Ερώτηση, η σημερινή ηγεσία του ΥΠΠΟ θα βρισκόταν σε ακόμη δυσκολότερη θέση από τους προκατόχους της και για έναν ακόμη λόγο: διότι καθυστέρησε χαρακτηριστικά στην πρόσληψη του εποχιακού προσωπικού για τις ανάγκες του θερινού ωραρίου λειτουργίας των αρχαιολογικών χώρων και των μουσείων, το οποίο και αυτό φυσικά καθυστέρησε να εφαρμοστεί. Το γεγονός αυτό βέβαια δεν πτόησε καθόλου την πολιτική ηγεσία του υπουργείου, η οποία ανακοίνωνε περιχαρής τις «Νύχτες Μουσείων», το πρόγραμμα των νυχτερινών εκδηλώσεων στα μουσεία, που θα σήμαινε ακόμη μεγαλύτερες ανάγκες σε προσωπικό.
Επιπλέον, το ΥΠΠΟ, εξακολουθώντας να «σφυρίζει» αδιάφορα για το πρόβλημα, απέστειλε δύο εγκυκλίους στις υπηρεσίες του, με τις οποίες καλεί αυτό το λειψό - αν και πρόθυμο πάντα - προσωπικό... να πάρει την «υπόθεση» στις πλάτες του! «(...)στους χώρους και τα μουσεία με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα (και επομένως με το περισσότερο προσωπικό), θα πρέπει να οριστούν υπεύθυνοι λειτουργίας βάρδιας, από το προσωπικό που θα υπηρετεί εκείνες τις ώρες. Ο υπεύθυνος λειτουργίας βάρδιας θα έχει τη δυνατότητα να αποφασίζει επί τόπου π.χ. για την ενίσχυση του προσωπικού των ταμείων (αν εμφανιστούν ξαφνικά ομάδες επισκεπτών, ώστε να μη δημιουργούνται ουρές), τη ρύθμιση της ροής των επισκεπτών στις αίθουσες για την αποφυγή συνωστισμού, την άμεση παρέμβαση σε περίπτωση δυσλειτουργίας κάποιων χώρων, την επίλυση μικροπροβλημάτων κλπ.».
Οσο για το ποιος θα φυλάει τελικά τα «έρμα» τα αρχαία, ο υφυπουργός, διά της εγκυκλίου, έχει πάλι τη «λύση»: «Παρακαλώ επίσης να έρθετε σε συνεννόηση με τις κατά τόπους αστυνομικές αρχές, αν κρίνετε ότι συντρέχει λόγος αυξημένης ετοιμότητας και ασφάλειας. Τα τελευταία τρομοκρατικά γεγονότα στο Λονδίνο και την Αίγυπτο μας έχουν όλους ανησυχήσει, μολονότι δε διαφαίνεται απειλή για τη χώρα μας. Εχω ήδη επικοινωνήσει με τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης, προκειμένου να συνδράμει το Υπουργείο Πολιτισμού στο έργο της ασφάλειας των αρχαιολογικών χώρων και των μουσείων μας»!
Η μετάθεση της ευθύνης της φύλαξης αρχαιοτήτων στην αστυνομία - με το δυναμικό που έχει αλλά και τη «στοχοπροσήλωσή» της οπουδήποτε αλλού εκτός από το να υπηρετεί το λαό και την περιουσία του - είναι βέβαια ένα από τα «σύντομα ανέκδοτα» της κυβέρνησης. Η διαφύλαξη όμως της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν είναι ανέκδοτο και οι αρχαιότητες δεν απειλούνται από ...την «Αλ Κάιντα», όπως απέδειξε και η προ ημερών λαθρανασκαφή στην Κνωσό. Οπου στον ευρύτερο αρχαιολογικό της χώρο, έκτασης χιλιάδων στρεμμάτων, επιχειρεί να κάνει το καθήκον του μόλις ένας αρχαιοφύλακας. Ο οποίος, βέβαια, δεν μπόρεσε να κάνει τίποτε περισσότερο από το να ανακαλύψει, εκ των υστέρων, τα απομεινάρια της λαθρανασκαφής.
Ομολογίες...
Κι όμως, ούτε κι αυτό «πτόησε» το ΥΠΠΟ. Το οποίο «φρόντισε», δύο φορές μάλιστα, να απαντήσει σε δημοσιεύματα του Τύπου, επιμένοντας στην αδιέξοδη λογική της εγκυκλίου: «Η απόπειρα λαθρανασκαφής έγινε σε απόσταση 1.000μ. και όχι 200μ. από τον οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού, στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο, ο οποίος εποπτεύεται με φύλακες της Υπηρεσίας μας κυρίως σε ό,τι αφορά την προστασία αρχαίων από τις καλλιέργειες και τις εκσκαφές για την εκτέλεση ιδιωτικών και δημοσίων έργων και δεν είναι δυνατόν να αστυνομευτεί σχολαστικά λόγω των χιλιάδων στρεμμάτων που καλύπτει η περιοχή αυτή, ακόμη και αν διαθέταμε δεκάδες αρχαιοφυλάκων για το σκοπό αυτό». Προφανώς αυτό σημαίνει πως αφού «δεν μπορεί» να φυλαχτεί ο χώρος με δεκάδες αρχαιοφύλακες... το ΥΠΠΟ προτίμησε να βάλει έναν!
Το κωμικοτραγικό της υπόθεσης είναι ότι το ΥΠΠΟ μάς λέει ουσιαστικά «ε, και;»: «Παρόμοιες περιοχές ευρύτερων αρχαιολογικών χώρων υπάρχουν εκατοντάδες σε όλη την επικράτεια, οι οποίες χρόνια τώρα εποπτεύονται κατά τον ίδιο τρόπο και επομένως δεν υπάρχει θέμα διαφορετικής αντιμετώπισης για τον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού»! Αναγκάζεται όμως - εμμέσως πλην σαφώς - να παραδεχτεί την οικονομική του απαξίωση από την κυβέρνηση: «Το ΥΠΠΟ με τις οικονομικές δυνατότητες που του παρέχονται καταβάλλει κάθε προσπάθεια να καλύψει πρωτίστως τις ανάγκες που παρατηρούνται στα θέματα φύλαξης και ασφάλειας της μνημειακής μας κληρονομιάς στα Μουσεία και τους Αρχαιολογικούς χώρους επιβοηθώντας το έργο του μόνιμου φυλακτικού προσωπικού με την πρόσληψη συμβασιούχων και φυλάκων αρχαιολογικών εργοταξίων».
Οσο για το προσωπικό που χρειάζεται: «(...) το ΥΠΠΟ έχει ζητήσει, μεταξύ άλλων αναγκαίων ειδικοτήτων, να εγκρίνουν τα αρμόδια Υπουργεία ΥΠΕΣΔΑ και ΥΠΕΘΟ την κάλυψη όλων των κενών θέσεων αρχαιοφυλάκων, για να αντιμετωπιστούν συναφείς ανάγκες στα θέματα αυτά (...) τα θέματα των λαθρανασκαφών σε μία χώρα που είναι διάσπαρτη ορατών και μη αρχαίων δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με την παρουσία αρχαιοφυλάκων παντού, αλλά με τη θέσπιση αυστηρών νόμων, που θα προβλέπουν μεγάλες ποινές για τους δράστες αλλά και με τη δρομολόγηση διαδικασιών ενημέρωσης του κοινού για την υποχρέωση του καθενός μας στην προστασία της μνημειακής μας κληρονομιάς».
«Μηνύματα» ιδιωτικοποίησης
Δεν είναι όμως το «κοινό» που σκάβει λαθραία και δε χρειάζεται ιδιαίτερη «εκπαίδευση» για να φιλοτιμηθεί ο λαός μας να καταγγείλει κλοπή αρχαιοτήτων. Δε χρειάζεται «προγράμματα ενημέρωσης» όπως αυτό που προανήγγειλε το ΥΠΠΟ «σε συνεργασία και με το Υπουργείο Παιδείας αλλά και άλλους φορείς, Νομαρχίες, Δήμους κλπ.» για να κάνουν το καθήκον τους οι ψαράδες π.χ. του Αιγαίου, όπως το έχουν αποδείξει πολλές φορές επισημαίνοντες στο ΥΠΠΟ εναλίους αρχαιότητες.
Σα να μην έφτανε όμως που το ΥΠΠΟ «χρέωσε» τους εργαζόμενους με την ασφάλεια των αρχαιολογικών χώρων... από «βομβιστικές επιθέσεις», τους χρέωσε και με την ασφάλεια των επισκεπτών. Το ίδιο, λοιπόν, λειψό προσωπικό, οφείλει, με την άλλη εγκύκλιο τα εξής: «Με φροντίδα των προϊσταμένων, να ελεγχθούν τα τυχόν πολύ επικίνδυνα σημεία για την ασφάλεια των επισκεπτών, τα οποία να περισχοινισθούν, με σήμα απαγόρευσης προσπέλασης σ΄ αυτούς και επεξήγηση του λόγου περισχοίνισης (π.χ. χαλαροί λίθοι κλπ.) (...) θα δοθούν οδηγίες στο φυλακτικό προσωπικό να επαγρυπνεί για να μην παρεκκλίνουν οι επισκέπτες από την πορεία. Στους υπόλοιπους χώρους, θα γίνει προσπάθεια χάραξης μιας συγκεκριμένης ασφαλούς πορείας, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι κίνδυνοι» και πολλά άλλα, για να καταλήξει, προσπαθώντας να τους «πιάσει» στο φιλότιμο, το οποίο όμως οι εργαζόμενοι στο ΥΠΠΟ έχουν, αποδεδειγμένα, και με το παραπάνω: «Γενικότερα, οι εργαζόμενοι στο Υπουργείο Πολιτισμού είναι οι οικοδεσπότες των χώρων. Με την ευαισθησία που τους διακρίνει και με τα μέσα που διαθέτουν, θα πρέπει, χωρίς υπερβολές, να εξασφαλίζουν ότι οι επισκέπτες θα απολαύσουν την επίσκεψη, χωρίς ατυχήματα ή κινδύνους».
Αυτές οι, εξόφθαλμα, «εκ των ενόντων» «λύσεις» αποτελούν «μηνύματα» προς τους εργαζόμενους ότι ριζική λύση του προβλήματος δεν πρόκειται να υπάρξει. Αντίθετα, δεδομένου ότι η κυβέρνηση και μέσω του νέου Οργανισμού λειτουργίας του ΥΠΠΟ θεσμοθετεί την «εμπλοκή» ιδιωτών κάθε είδους και μορφής στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς (φυσικά και στη φύλαξη) παρά τις περί του αντιθέτου «κορόνες» του υφυπουργού Πολιτισμού, κάνει τα πράγματα πιο «σκούρα» για το μέλλον.

Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ


Η πολιτιστική κληρονομιά γίνεται στον καπιταλισμό εμπόρευμα ή «λάφυρο»


Η πολιτιστική κληρονομιά γίνεται στον καπιταλισμό εμπόρευμα ή «λάφυρο»
Αποτέλεσμα της μετατροπής της πολιτιστικής κληρονομιάς σε εμπόρευμα είναι και η πρόσφατη κλοπή στην Αρχαία Ολυμπία
Αύγουστος 2007: Το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυμπίας... λίγο πριν ανοίξει για το κοινό!
ICON
Η ληστεία στο Μουσείο Ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αρχαίας Ολυμπίας το πρωί της Παρασκευής 17 Φλεβάρη, με λεία 77 αρχαία αντικείμενα, αποτελεί μία ακόμη απόδειξη για τους κινδύνους που απορρέουν από τη διαδικασία εμπορευματοποίησης του πολιτισμού: Της μετατροπής και της πολιτιστικής κληρονομιάς σε αντικείμενο αγοραπωλησίας, ανταλλαγής, ιδιωτικοποίησης από «συλλέκτες» και, ως συνέπεια, κλοπής και αρχαιοκαπηλίας.
Σε αυτό το πλαίσιο εφαρμόζεται εδώ και χρόνια η συνειδητή αποδυνάμωση και απαξίωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας - του παλαιότερου επιστημονικού φορέα του νεοελληνικού κράτους και της μόνης υπεύθυνης δημόσιας υπηρεσίας για τη διάσωση και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς - που στοχεύει στην εξαφάνιση του δημόσιου χαρακτήρα της, δηλαδή στη δημιουργία προϋποθέσεων από το αστικό κράτος προς την «αγορά» να εισβάλει στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Οταν τον Απρίλη του 1990 τέσσερα άτομα ξυλοκόπησαν τον μοναδικό φύλακα του Αρχαιολογικού Μουσείου Κορίνθου και άρπαξαν 264 αρχαιότητες τεράστιας αρχαιολογικής αξίας - οι περισσότερες από αυτές βρέθηκαν εννέα χρόνια αργότερα στο Μαϊάμι των ΗΠΑ - θα περίμενε κανείς ότι θα λαμβάνονταν μέτρα. Αντίθετα, το 1998, το ίδιο το ΥΠΠΟ σε έρευνά του διαπίστωνε ότι σε σύνολο 132, τότε, αρχαιολογικών μουσείων, η φύλαξη κρινόταν ανεπαρκής στα 42, η κατάσταση των κτιρίων και του εξοπλισμού κρινόταν ανεπαρκής στα 71, συναγερμό είχαν τα 105 και σύστημα πυρανίχνευσης μόλις τα 24.
Το παλιό μουσείο με την κορδέλα της αστυνομίας
Eurokinissi
Αποτέλεσμα: Το Σεπτέμβρη του 2001 διαπιστώθηκε ότι είχαν κλαπεί τρία μαρμάρινα αγαλματίδια γυναικών και τρία μαρμάρινα αγαλματίδια σφιγγών που αποτελούσαν τον γλυπτό διάκοσμο του Τάφου του Θρόνου, γνωστού και ως Τάφου της Ευρυδίκης, μητέρας του βασιλιά Φίλιππου. Στην ανακοίνωσή τους με αφορμή την κλοπή οι αρχαιοφύλακες σημείωναν ότι οι μισές οργανικές θέσεις των νυχτοφυλάκων ήταν κενές.
Οι κυβερνήσεις του δικομματισμού επέδειξαν αξιοσημείωτη συνέπεια στην πορεία των χρόνων στην ισχυροποίηση του θεσμικού πλαισίου προς την παραπάνω κατεύθυνση, όπως με το νόμο για την «πολιτιστική χορηγία», τον ιδρυτικό νόμο του Νέου Μουσείου Ακρόπολης, που αποκόπηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία ανοίγοντας το δρόμο για τη μετατροπή των κρατικών μουσείων σε... «Ανώνυμες Εταιρείες», το «χάιδεμα» από το κράτος της «κοινωνίας των πολιτών», δηλαδή των «Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων» και των «συλλόγων φίλων» της πολιτιστικής κληρονομιάς, που πληθαίνουν τα τελευταία χρόνια διεκδικώντας ουσιαστικό ρόλο στην πολιτιστική διαχείριση, τα «τσουνάμι» παραχωρήσεων αρχαιολογικών χώρων και μουσείων για εκδηλώσεις εταιρειών, ακόμη και για εμπορικές διαφημίσεις, τη δυνατότητα στην τοπική διοίκηση να έχει «λόγο» στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς μέσω του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων.
Για την Αρχαιολογική Υπηρεσία αυτή η 20ετία σημαίνει - παράλληλα και ως προϋπόθεση να «τρέξουν» τα παραπάνω - γιγάντωση της εργασιακής ομηρίας με όλη την γκάμα των συμβάσεων και στο σύνολο των υπηρεσιών του υπουργείου Πολιτισμού, απληρωσιά, απολύσεις και, εσχάτως, θεσμοθέτηση της υπαγωγής της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στις ορέξεις του κεφαλαίου στις κατασκευές, μέσω των «μνημονίων» του ΥΠΠΟΤ για το πώς θα «υπάρχει» πλέον η αρχαιολογική έρευνα στα μεγάλα δημόσια και ιδιωτικά έργα. Δηλαδή, για το πώς θα «ξεμπερδεύει» ουσιαστικά το κεφάλαιο από το χρόνο και το χρήμα που του στοιχίζουν οι σωστικές ανασκαφές στο πλαίσιο των έργων.
Βολικές «εξηγήσεις»...
Η προσπάθεια των αστικών κομμάτων στις ανακοινώσεις τους για την κλοπή να παρουσιάσουν το θέμα ως αποκλειστικά πρόβλημα φύλαξης και όχι το πρόβλημα στη φύλαξη ως ένα από τα πολλά αποτελέσματα των παραπάνω αιτιών είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου που το αστικό πολιτικό σύστημα διαχειρίζεται τα καταστροφικά αποτελέσματα της πολιτικής του. Τον ίδιο ακριβώς ρόλο παίζουν σε μικρότερη κλίμακα και συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες, όπως της Ομοσπονδίας των εργαζομένων στο ΥΠΠΟ και του Σωματείου των αρχαιοφυλάκων που επιχείρησαν για συνεχόμενη φορά να βγάλουν «λάδι» την κυβερνητική πολιτική παρουσιάζοντας την κλοπή και το γενικότερο χάλι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας ως «έργο» της τρόικας. Μια πολύ βολική «εξήγηση» που ταιριάζει «γάντι» και στο σύνολο των «όψιμων» «αντιμνημονιακών» και που αποκρύβει το γεγονός ότι τρόικα, κυβέρνηση και όλες οι κυβερνήσεις της ΕΕ υπηρετούν με πλήρη προθυμία και συνέπεια το ίδιο αφεντικό, το κεφάλαιο.
Αντί το κράτος να καλύψει με μόνιμο προσωπικό τις τεράστιες και πραγματικές ανάγκες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, αφήνει διαχρονικά ακάλυπτες ακόμα και τις οργανικές θέσεις, οι οποίες υπολείπονται των πραγματικών αναγκών, αφού στόχος δεν είναι η ανάδειξη της κληρονομιάς προς όφελος του λαού, αλλά η δημιουργία και ανάδειξη αρχαιολογικής «βιτρίνας» προς όφελος του κεφαλαίου στον τουρισμό. Αυτός είναι ο λόγος που το 2003, για παράδειγμα, οι περίπου 2.000 αρχαιολογικοί χώροι και χώροι ανασκαφών, οι 500 αρχαιολογικές αποθήκες και συλλογές και τα 370 μουσεία «φυλάσσονταν» από 1.600 μόνιμους αρχαιοφύλακες, 1.100 εποχιακούς και 250 νυχτοφύλακες. Σήμερα έχουν αυξηθεί και οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μουσεία, για να μην αναφέρουμε και τις σωστικές ανασκαφές. Κι όμως, όπως προκύπτει από τους αρχαιοφύλακες με αφορμή την πρόσφατη κλοπή, οι κενές οργανικές θέσεις φύλαξης εξακολουθούν να κινούνται στις 1.200. Και βέβαια, το πρόβλημα σαφώς δε λύνεται με τις εποχιακές προσλήψεις κατά το θερινό διευρυμένο ωράριο λειτουργίας. Αφενός διότι πρόκειται για μια ακόμη χυδαία και κυνική χρησιμοποίηση ανθρώπων μόλις για λίγους μήνες, αφετέρου διότι όπως πάει θα σταματήσει και αυτή η διαδικασία. Για παράδειγμα, το Μάη του 2011, ο Σύλλογος Εκτάκτων Αρχαιολόγων κατήγγειλε ότι για να λειτουργήσουν οι 28 αρχαιολογικοί χώροι με διευρυμένο ωράριο, όπως είχε ανακοινώσει το ΥΠΠΟΤ, η ηγεσία του υπουργείου προχώρησε σε μετατάξεις. Ετσι, η Ακρόπολη έμενε συνεχώς ανοιχτή λόγω του... «έμπειρου» στην αρχαιοφύλαξη μεταταγμένου προσωπικού... από τον ΟΣΕ!
Ηταν περίπου η ίδια περίοδος που το ΥΠΠΟΤ εμφανιζόταν, αντίθετα, ιδιαίτερα «γαλαντόμο» προς το Μέγαρο Μουσικής «εξυπηρετώντας» δόση δανείου 2,6 εκατ. ευρώ, ενώ το δάνειο που είχε λάβει το Μέγαρο με εγγυητή το Δημόσιο το 2007 ανέρχεται στα 95 εκατ. ευρώ. Κι όμως, το 2007 - τότε δηλαδή που το ελληνικό Δημόσιο έμπαινε εγγυητής στο Μέγαρο - το 60-70% της αρχαιολογικής φύλαξης γινόταν με έκτακτο προσωπικό διαφόρων συμβάσεων, ανάμεσά τους και οι ανασφάλιστοι «σκλάβοι» των «Stage»! Παρέμεναν φυσικά κενές οι 1.200 οργανικές θέσεις. Το 2008 σύμφωνα με τα στοιχεία από δείγμα 818 απολυμένων διαφόρων ειδικοτήτων από το ΥΠΠΟ, το 52,6% (430 εργαζόμενοι) αφορούσαν στη φύλαξη. Την ίδια χρονιά οι αρχαιοφύλακες ανακοίνωναν ότι ακόμη κι αν καλύπτονταν οι οργανικές θέσεις, οι πραγματικές ανάγκες φύλαξης ανέρχονταν στις 3.800 θέσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ το ίδιο το κράτος έφτιαξε ΙΕΚ με ειδικότητα τη φύλαξη αρχαιοτήτων, δεν απορροφά ούτε καν τους αποφοίτους του.
Αποτέλεσμα: Το 2009 έκανε «φτερά» από τον υπαίθριο αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Ολυμπίας ένα παλαιοχριστιανικό κιονόκρανο.
Η Αρχαία Ολυμπία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς αντιλαμβάνεται την προστασία και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς το αστικό κράτος, αφού, εκτός της ιστορικής και αρχαιολογικής σημασίας της - που την φέρνει ψηλά στη «λίστα» ενδιαφέροντος των τουριστικών επιχειρήσεων - συνδέεται και με την μεγάλη «μπίζνα» των Ολυμπιακών Αγώνων, δηλαδή με τα κερδοσκοπικά - διαφημιστικά «παιχνίδια» των μονοπωλίων - «χορηγών» της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Ετσι, ακόμη και η πυρκαγιά, που κατέστρεψε το χώρο και «έγλειψε» το νέο μουσείο, χρησιμοποιήθηκε για να επιταχύνει την αγοραία εισβολή με «όχημα» τη «χορηγία». Γι' αυτό και η τότε πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟ βιάστηκε να ανοίξει το μουσείο για το κοινό... μέσα στα αποκαΐδια, αφού την ενδιέφερε να δείξει «καλή εικόνα» στη ΔΟΕ ενόψει της αφής της φλόγας το Μάρτη του 2008 για τους Ολυμπιακούς του Πεκίνου.
Εκτοτε, το νέο Μουσείο επανήλθε στην επικαιρότητα πρόσφατα... επειδή πλημμύρισε, ενώ, μόλις τα «φώτα» των «χορηγών» και της «φλόγας» έσβησαν, ο Αρχαιολογικός Χώρος της Ολυμπίας και τα δύο μουσεία της φυλάσσονται συνολικά από μόλις 22 αρχαιοφύλακες: 4 στο παλιό μουσείο, 9 στο νέο μουσείο και 9 στον Αρχαιολογικό Χώρο.
Η πραγματική προστασία όμως της πολιτιστικής κληρονομιάς θα έρθει τότε που θα εκλείψουν οι αιτίες που τη μετατρέπουν σε «λάφυρο» και εμπόρευμα.

Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ



Μια εναλλακτική λύση στη μεταρρύθμιση της αγοράς του 1965 στη Σοβιετική Ένωση χωρίς αποδέκτες




ΣΥΝΤΟΜΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ Β. Μ. ΓΚΛΟΥΣΚΟΦ


Ο Βίκτορ Μιχαΐλοβιτς Γκλουσκόφ γεννήθηκε στις 24 Αυγούστου του 1923 στο Ροστόβ, από οικογένεια μεταλλoρύχου. Το 1929 όλη η οικογένεια μετακόμισε στην πόλη Σάχτα. Τον Ιούνιο του 1941 ο Βίκτορ Γλουσκόφ με χρυσό μετάλλιο τελείωσε τη μέση εκπαίδευση στην πόλη Σάχτα. Ετοιμαζόταν να εισαχθεί στη σχολή Φυσικής του Πανεπιστημίου της Μόσχας, όμως στις 22 Ιουνίου άρχισε ο πόλεμος. Αμέσως υπέβαλε αίτηση στη σχολή πυροβολικού, αλλά λόγω προβλημάτων όρασης δεν τον πήραν.


Μετά την απελευθέρωση της πόλης Σάχτα, ο Γκλουσκόφ επιστρατεύθηκε και συμμετείχε στην αναστήλωση των ανθρακωρυχείων του Ντονμπάς. Στην αρχή εργαζόταν ως ανειδίκευτος εργάτης στα πηγάδια, κατόπιν ως επιθεωρητής ποιότητας και τεχνικής ασφάλειας.
 Ηδη, το φθινόπωρο του 1943 το Ινστιτούτο εκβιομηχάνισης του Νοβοτσερκάσκ ανακοίνωσε επιλογή σπουδαστών και ο Γκλουσκόφ έγινε σπουδαστής του θερμο-τεχνικού τμήματός του. Το 1947 εισήχθη στο 5ο έτος του φυσικομαθηματικού τμήματος του Πανεπιστημίου του Ροστόβ, αλλά για να γίνει αυτό έδωσε εξετάσεις στα αντικείμενα των προηγουμένων 4 ετών (σχεδόν σε πενήντα αντικείμενα εξετάσεις!). Το επόμενο έτος ο Βίκτορ Μιχαΐλοβιτς ολοκληρώνει παράλληλα και τα δυο ιδρύματα και παίρνει τα πτυχία ανώτατης τεχνικής και μαθηματικής εκπαίδευσης.
 Τον Οκτώβριο του 1951 υπερασπίζει τη διατριβή του ως υποψήφιος στο θέμα «Η θεωρία των τοπικά nilpotent ομάδων, χωρίς περιστροφή και συνθήκες αποκοπής μερικών αλυσίδων σε υποομάδες» και το Δεκέμβριο του 1955 – μετά από την ολοκλήρωση του μονοετούς διδακτορικού στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας – υπεράσπισε τη διδακτορική διατριβή «Τοπολογικές τοπικές nilpotent ομάδες».


Τον Αύγουστο του 1956 ο Β. Μ. Γκλουσκόφ τέθηκε επικεφαλής στο υπολογιστικό εργαστήριο του Ινστιτούτου Μαθηματικών της Ακαδημίας Επιστημών της Ουκρανικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας. Αυτό ήταν ένα διάσημο εργαστήριο. Συγκεκριμένα εδώ, πέντε χρόνια πριν και υπό την καθοδήγηση του ακαδημαϊκού Σ. Α. Λέμπεντεφ, δημιουργήθηκε ο πρώτος στη Σοβιετική Ενωση ηλεκτρονικός υπολογιστής MESM.
 Το Δεκέμβριο του 1957 το εργαστήριο της τεχνολογίας υπολογιστών, το οποίο καθοδηγούσε ο Β. Μ. Γκλουσκόφ, μετατράπηκε σε Κέντρο Υπολογιστών της Ουκρανικής ΣΣΔ με δικαιώματα επιστημονικού ερευνητικού ιδρύματος. Το 1962 το Κέντρο Υπολογιστών μετατράπηκε σε Ινστιτούτο Κυβερνητικής της Ουκρανικής ΣΣΔ, διευθυντής του οποίου ως το τέλος της ζωής του παρέμεινε ο Β. Μ. Γκλουσκόφ. Σε αυτό το ίδρυμα υπό την καθοδήγηση του Βίκτορ Μιχαΐλοβιτς δημιουργήθηκαν δεκάδες τύποι ηλεκτρονικών υπολογιστών, πολλοί εκ των οποίων όχι μόνο δεν υπήρχαν σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και άνοιξαν απολύτως νέες κατευθύνσεις στην ανάπτυξη της υπολογιστικής τεχνολογίας. Ετσι, για παράδειγμα, οι μηχανές της σειράς MIR έγιναν το πρωτότυπο για τους προσωπικούς υπολογιστές. Είχαν σχεδιαστεί ακόμα περισσότερα διευθυντικά συστήματα και συμπλέγματα. Το ίδρυμα ήταν σημαιοφόρος στην ανάπτυξη και την εισαγωγή Αυτομάτων Συστημάτων Διεύθυνσης (ΑΣΔ). Από το 1962 ο Β. Μ. Γκλουσκόφ ήταν ο αντιπρόεδρος της Ακαδημίας Επιστημών της Ουκρανικής ΣΣΔ.


Είναι ανεκτίμητη η συμβολή του Β. Μ. Γκλουσκόφ στην ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας της Σοβιετικής Ενωσης. Ηταν επιστημονικός καθοδηγητής των εργασιών για την εισαγωγή αυτοματοποιημένων συστημάτων διεύθυνσης στα Υπουργεία του αμυντικού συμπλέγματος.
 Ακόμα πιο αξιοπρόσεκτη είναι η θεωρητική δραστηριότητα του Β. Μ. Γκλουσκόφ στον τομέα της κυβερνητικής. Πραγματοποίησε κυριολεκτικά επανάσταση τόσο στον τομέα της κατασκευής τεχνολογίας υπολογιστών, όσο και στον τομέα της δημιουργίας προγραμμάτων. Αρκεί να πούμε πως η διάσημη βρετανική εγκυκλοπαίδεια, η οποία τότε ήταν κοινή βρετανο-αμερικανική έκδοση, παρήγγειλε άρθρο για την «κυβερνητική» από τον Β. Μ. Γκλουσκόφ. Στα έτη του ψυχρού πολέμου, όταν διεξαγόταν άγρια πάλη για τις προτεραιότητες στην επιστήμη, αυτό σήμαινε πάρα πολλά.


Το 1996 η διεθνής κοινότητα των υπολογιστών μεταθανάτια απένειμε στον Βίκτορ Μιχαΐλοβιτς Γκλουσκόφ το μετάλλιο «της τεχνολογίας των υπολογιστών» για τη δημιουργία του Ινστιτούτου Κυβερνητικής στην Ακαδημία Επιστημών της Ουκρανίας, τη δημιουργία της θεωρίας των ψηφιακών αυτομάτων και της εργασίας στον τομέα αρχιτεκτονικών μακρο-μεταφοράς υπολογιστικών συστημάτων. Αυτό το μετάλλιο απονέμεται στον επιστήμονα για τις εξαιρετικές υπηρεσίες και τη σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη της τεχνολογίας των υπολογιστών, οι οποίες άντεξαν στο χρόνο και προώθησαν την επιστήμη των υπολογιστών.
 Στη Σοβιετική Ενωση η δραστηριότητα του ακαδημαϊκού Β. Μ. Γκλουσκόφ επιβραβεύτηκε με τα βραβεία Λένιν, Κρατικό και άλλα επιστημονικά. Τιμήθηκε με τον τίτλο του Ηρωα της Σοσιαλιστικής Εργασίας και παρασημοφορήθηκε.


Ομως ο Βίκτορ Μιχαΐλοβιτς Γκλουσκόφ δεν ήταν μόνο εξαιρετικός στην κυβερνητική αλλά και αξιοπρόσεκτος οργανωτής στον τομέα της επιστήμης. Ηταν θέληση της μοίρας να βρεθεί στο κέντρο της πάλης γύρω από το ζήτημα, με ποια οικονομική πολιτική θα κινηθεί η ΕΣΣΔ: θα επιστρέψει στην πολιτική ενίσχυσης των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων ή θα κινηθεί στην κατεύθυνση της τελειοποίησης της κεντρικά διευθυνόμενης οικονομίας, στη βάση της εισαγωγής της τεχνολογίας των υπολογιστών. Ζήτημα ζωής θεωρούσε ο Βίκτορ Μιχαΐλοβιτς το OGAS δηλαδή τη δημιουργία παγκρατικού αυτοματοποιημένου συστήματος διεύθυνσης. Δυστυχώς, αυτή η ιδέα του σαν τέτοια δεν πραγματοποιήθηκε στη Σοβιετική Ενωση.
 Τα δημοσιευόμενα παρακάτω υλικά αναφέρονται ακριβώς στην ποικίλη εφαρμογή των οικονομικών ιδεών του Β. Μ. Γκλουσκόφ.


Μεταξύ του μεγάλου πλήθους καινοτόμων επιστημονικών ιδεών του Β. Μ. Γκλουσκόφ πρέπει να ξεχωρίσουμε μία, εκείνη την οποία θεωρούσε υπόθεση ζωής. Αυτή είναι η ιδέα του πανκρατικού αυτοματοποιημένου συστήματος διεύθυνσης της οικονομίας (OGAS). (1)Πραγματικά μόνο σήμερα μπορούμε να αξιολογήσουμε και να εκτιμήσουμε ολοκληρωμένα την κλίμακα της προσωπικότητας του Γκλουσκόφ και του ρόλου, τον οποίο κατόρθωσε να παίξει (ακριβέστερα, δεν πέτυχε) στην ιστορία της χώρας μας. Ακόμη και ο ίδιος ο Γκλουσκόφ τότε δεν μπόρεσε να εκτιμήσει τη σημασία που θα μπορούσε να έχει (αλλά δεν είχε) η ιδέα για το OGAS στην ιστορία μας. Αυτός βεβαίως πρόβλεψε ότι τη χώρα αναμένουν «μεγάλες δυσκολίες» στη διεύθυνση της οικονομίας, εάν δεν εκτιμηθεί εγκαίρως ο ρόλος τον οποίο καλείται να παίξει σε αυτή την υπόθεση η ηλεκτρονική υπολογιστική τεχνολογία, αλλά ακόμη δεν μπορούσε να υποθέσει, πως στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 τη χώρα μας αναμένει η καταστροφή.


Η ουσία της ιδέας OGAS ήταν η ακόλουθη: Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 έγινε ολοφάνερο ότι η ροή των οικονομικών πληροφοριών έγινε τόσο ισχυρή, που για να τις επεξεργαστείς με το χέρι ή με τη βοήθεια της πρωτόγονης λογιστικής τεχνολογίας που υπήρχε εκείνη την περίοδο δεν ήταν πλέον δυνατόν. Αυτό το πρόβλημα με ιδιαίτερη οξύτητα μπήκε στις συνθήκες της σχεδιασμένης οικονομίας μας. Ολα αυτά ήταν απαραίτητο να ελεγχθούν εκ των προτέρων και στο βαθμό του δυνατού στις λεπτομέρειες. Αυτή είναι η μια πλευρά του ζητήματος. Το άλλο πρόβλημα συνίστατο στο ότι το ίδιο το σύστημα της συλλογής των οικονομικών πληροφοριών και η λήψη αποφάσεων μετά από την αναγκαία επεξεργασία τους απαιτούσε επειγόντως τον εκσυγχρονισμό του. Η αντικατάσταση της ξεπερασμένης τεχνολογίας με νέα, πιο προηγμένη από μόνη της σε καμία περίπτωση δεν μπόρεσε να λύσει το πρόβλημα. Οι Αμερικανοί στον τομέα της ηλεκτρονικής τεχνολογίας υπολογισμού στη δεκαετία του ’50 ουσιαστικά μας είχαν ξεπεράσει (και στον τομέα των μηχανών που προορίζονταν για οικονομικούς υπολογισμούς δεν είχαμε τίποτα), όμως αυτό δεν τους απάλλαξε από τα οικονομικά προβλήματα. Οι περιοδικές οικονομικές κρίσεις στις καπιταλιστικές χώρες δεν εξαφανίστηκαν από αυτό, δηλαδή από τη χρήση πολλών μηχανών για τους οικονομικούς υπολογισμούς.


Είχαμε πλεονέκτημα, δεδομένου ότι η σοσιαλιστική οικονομία δε γνώριζε το αυθόρμητο της αγοράς λόγω της απουσίας της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Ο Β. Μ. Γκλουσκόφ πρότεινε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το πλεονέκτημα για συντονισμένη αναπροσαρμογή του συστήματος διεύθυνσης της λαϊκής οικονομίας στη βάση της αυτοματοποίησής της. Η ιδέα αρχικά έγινε αποδεκτή. Το 1963 εκδόθηκε απόφαση της ΚΕ του ΚΚΣΕ και του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ, στην οποία τονιζόταν η ανάγκη δημιουργίας στη χώρα Ενιαίου Συστήματος Σχεδιασμού και Διεύθυνσης (YESPU) και Κρατικής Αλυσίδας Υπολογιστικών Κέντρων. Μετέπειτα η έννοια YESPU στα επίσημα έγγραφα μετασχηματίστηκε σε OGAS (Παγκρατικό αυτοματοποιημένο σύστημα σχεδιασμού και διεύθυνσης της λαϊκής οικονομίας).
 Στη βάση αυτής της απόφασης ξετυλίχτηκε πλατιά δουλιά. Δημιουργήθηκαν μερικά επιστημονικά ερευνητικά ιδρύματα, μεταξύ των οποίων και το TSEMI (Κεντρικό Οικονομικο-μαθηματικό Ινστιτούτο), που επεξεργάστηκαν τις βασικές αρχές του μελλοντικού συστήματος. Προτάθηκε να δημιουργηθεί ενιαίο κρατικό δίκτυο υπολογιστικών κέντρων και να τα εξοπλίσουν με ισχυρά ηλεκτρονικά υπολογιστικά μηχανήματα, τα οποία θα επέτρεπαν να επεξεργαστούν όλες τις εισερχόμενες πληροφορίες. Να πώς έβλεπαν τη δομή του:


«Η δομή του ενιαίου κρατικού δικτύου πρέπει οργανικά να συνδυάσει τις εδαφικές και κλαδικές αρχές, για να είναι σταθερά όσον αφορά την πιθανή δομή αλλαγών στα όργανα του προγραμματισμού και του ελέγχου.
 Την πλέον χρήσιμη εφαρμογή, κατά την άποψή μας, αντιπροσωπεύει η σε τρία επίπεδα δομή αυτού του δικτύου. Το χαμηλότερο επίπεδο πρέπει να διαμορφωθεί από τα ενιαία κέντρα υπολογιστών, τα σημεία συγκέντρωσης και αρχικής επεξεργασίας των πληροφοριών και επίσης κέντρα υπολογιστών των επιχειρήσεων και μερικών ερευνητικών οργανώσεων. Οι βασικές υπολογιστικές δυνάμεις συγκεντρώνονται σε μερικές δεκάδες μεγάλα κέντρα με ισχύ κάθε κέντρου της τάξης των 1-1,5 εκατομμυρίων διαδικασιών ανά δευτερόλεπτο. Αυτά τα κέντρα πρέπει να βρίσκονται σε περιοχές μεγαλύτερης συγκέντρωσης ροής οικονομικών πληροφοριών και να εξυπηρετούν τη γύρω περιοχή. Επιπλέον, πρέπει να λειτουργούν υπό καθεστώς ενιαίου συστήματος υπολογισμού, το οποίο είναι εξαιρετικά σημαντικό για την οργάνωση του βέλτιστου λαϊκο-οικονομικού σχεδιασμού. Το επικεφαλής κέντρο πρέπει να είναι το τρίτο βήμα του ενιαίου κρατικού δικτύου κέντρων υπολογιστών, που θα υλοποιεί την επιχειρηματική καθοδήγηση ολόκληρου του δικτύου και άμεσα τα ανώτερα κυβερνητικά όργανα».


Ετσι ήρθαν τα πράγματα που, σε σχέση με το OGAS, η σοβιετική ηγεσία βρέθηκε μπροστά σε εναλλακτική λύση: ποιο δρόμο να ακολουθήσει – είτε το δρόμο της βελτίωσης του συστήματος σχεδιασμού της παραγωγής στην κλίμακα όλης της χώρας είτε το δρόμο της αποκατάστασης των ρυθμιστών αγοράς των παραγωγικών δυνάμεων. Ο Βίκτορ Μιχαΐλοβιτς στις αναμνήσεις του σημειώνει ότι αυτό το ζήτημα δε λύθηκε και πάρα πολύ απλά. Για μεγάλο χρονικό διάστημα η ανώτερη ηγεσία ταλαντευόταν. Το γεγονός ότι ανέθεσαν στον Βίκτορ Μιχαΐλοβιτς να ηγείται της επιτροπής για την προετοιμασία των υλικών για απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου σε σχέση με το OGAS, λέει πολλά.
 Σήμερα δεν είναι μέχρι τέλους κατανοητοί οι λόγοι γιατί αντί αυτής της απόφασης έγινε αποδεκτή η απόφαση που έδωσε την εκκίνηση στην πασίγνωστη οικονομική μεταρρύθμιση του 1965, η βασική ιδέα της οποίας ήταν να κάνει την αγορά βασικό ρυθμιστή της παραγωγής. Να τι γράφει ένας από τους κήρυκες της μεταρρύθμισης της αγοράς του 1965, ο Α. Μ. Μπίρμαν στην μπροσούρα «Τι αποφάσισε η Ολομέλεια του Σεπτεμβρίου»: «Πλέον, βασικό δείκτη, σύμφωνα με τον οποίο θα κρίνουν την εργασία της επιχείρησης και… από τον οποίο θα εξαρτηθεί η ευημερία της και η άμεση δυνατότητα υλοποίησης του παραγωγικού προγράμματος, αποτελεί ο δείκτης του όγκου πραγματοποίησης (δηλαδή της πώλησης του προϊόντος)». (2)


Οι θεωρητικές πηγές αυτής της μεταρρύθμισης είναι αρκετά διαφανείς. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 αρχές της δεκαετίας του ’60 το σύστημα διεύθυνσης της σοβιετικής λαϊκής οικονομίας άρχισε έντονα να γλιστρά. Ηδη από το 1954 άρχισε να εισάγεται έντονα η μια ή η άλλη μορφή αποκέντρωσης με σκοπό την αύξηση της τοπικής πρωτοβουλίας. Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, το 1956, αποτέλεσε στάδιο αυτής της διαδικασίας. Εκεί ψηφίστηκαν ειδικές αποφάσεις όσον αφορά το ζήτημα αυτό. Η μάζα των διοικητικών λειτουργιών μεταφέρθηκε από τα κεντρικά όργανα στα υπουργεία των δημοκρατιών. Η καθιέρωση των συμβουλίων της εθνικής οικονομίας και ο χωρισμός των κομματικών οργανώσεων σε βιομηχανικές και αγροτικές ήταν η αποθέωση αυτού του σταδίου των μεταρρυθμίσεων. Η αφερεγγυότητα αυτού του τύπου των λύσεων έγινε προφανής αρκετά γρήγορα. Με την αντικατάσταση Χρουστσιόφ τα συμβούλια της εθνικής οικονομίας διαλύθηκαν, αλλά το πρόβλημα παρέμεινε. Η αναπτυγμένη και απίθανα περίπλοκη λαϊκή οικονομία απαιτούσε επιτακτικά αλλαγές στο σύστημα διεύθυνσης. Ο Γκλουσκόφ άρχισε να δουλεύει το OGAS με εντολή του Κοσύγκιν από το 1962. Είναι περίπλοκο τώρα για να κρίνουμε κατά πόσο αυτή η εντολή συνδεόταν με την υιοθέτηση του νέου Προγράμματος του ΚΚΣΕ, σύμφωνα με το οποίο ως το 1985 επρόκειτο να χτίσουμε τον κομμουνισμό. Το γεγονός είναι ότι οι προτάσεις του Γκλουσκόφ για την επεξεργασία συστήματος μη χρηματικών συναλλαγών με τον πληθυσμό απορρίπτονταν κάθε φορά. Επιπλέον, όλα τα προπαρασκευαστικά υλικά σε αυτό το ζήτημα τον ανάγκασαν να τα καταστρέψει. Αλλά με την κατάργηση των συμβουλίων της λαϊκής οικονομίας ήταν απαραίτητο επειγόντως να λύσουν το πρόβλημα σε ποια κατεύθυνση πρέπει να κινηθούν οι αλλαγές στο σύστημα διεύθυνσης. Ως τη τελευταία στιγμή το σχέδιο του Γκλουσκόφ για τη δημιουργία ενιαίου συστήματος διεύθυνσης της λαϊκής οικονομίας στη βάση της τεχνολογίας των υπολογιστών παρέμεινε βασικό. Ομως απορρίφθηκε την τελευταία στιγμή. Προτιμήθηκε η εισαγωγή των μηχανισμών αγοράς στη διεύθυνση της λαϊκής οικονομίας.


Θα ήταν εσφαλμένο να θεωρήσουμε, πως ο Β. Μ. Γκλουσκόφ ήταν το μόνο πρόσωπο που προώθησε την ιδέα της βελτίωσης της συγκεντρωμένης διεύθυνσης της λαϊκής οικονομίας στη βάση της τεχνολογίας ηλεκτρονικού υπολογισμού. Σε πάρα πολλούς ανθρώπους έγινε σαφές ότι είναι απαραίτητη όχι η αποκέντρωση της διεύθυνσης, η οποία στερεί από την ΕΣΣΔ το σημαντικότερο πλεονέκτημα έναντι των ΗΠΑ και της Δυτικής Ευρώπης, αλλά η βελτίωση των μεθόδων κεντρικής διεύθυνσης στη βάση των επιτευγμάτων της επιστημονικής και τεχνικής προόδου. Το 1959 ο Α. Ι. Κίτοφ, ο καθοδηγητής του κέντρου υπολογιστών του Υπουργείου Αμύνης της ΕΣΣΔ (αργότερα έγινε ένας από τους κοντινότερους συνεργάτες του Β. Μ. Γκλουσκόφ στην υπόθεση εισαγωγής των αυτομάτων συστημάτων διεύθυνσης στους αμυντικούς κλάδους), πρότεινε την ιδέα της δημιουργίας ενιαίου αυτοματοποιημένου συστήματος διεύθυνσης για τις ένοπλες δυνάμεις και τη λαϊκή οικονομία της χώρας στη βάση των κέντρων υπολογιστών του Υπουργείου Αμύνης. Τότε αυτή η ιδέα δεν υλοποιήθηκε. Ακόμη πιο πριν, το 1955, η Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ εκπόνησε προτάσεις για δημιουργία συστήματος κέντρων υπολογιστών για επιστημονικούς σκοπούς. Αυτό πραγματοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό για επιστημονικές μελέτες και έρευνες. Αργότερα την έννοια του ενιαίου συστήματος κέντρων υπολογιστών για την επεξεργασία των οικονομικών πληροφοριών την προώθησε ο ακαδημαϊκός Β. Σ. Νέμτσινοφ.


Και σε αυτήν την κατεύθυνση έγιναν πάρα πολλά. Δημιουργήθηκαν μηχανές, πολλές εκ των οποίων σε τίποτα δεν υπολείπονταν από τις αμερικάνικες (παραδείγματος χάριν η Μ-20 το 1958 του Λέμπεντεφ που έγινε αποδεκτή από την κρατική επιτροπή με την πιστοποίηση ως «η πλέον γρήγορη στον κόσμο» αν και διέθετε πέντε φορές λιγότερους λαμπτήρες απ’ ό,τι ο αντίστοιχος αμερικάνικος υπολογιστής «Nork»). (3) Επεξεργάστηκαν τους μηχανισμούς σύνδεσης μεταξύ των μηχανών. Για παράδειγμα, η μηχανή που ήταν εγκατεστημένη σε ερευνητικό σκάφος στον Ατλαντικό Ωκεανό μετέδιδε από τον ασύρματο στοιχεία άμεσα στο κέντρο υπολογιστών του Κίεβου, όπου αυτά υποβάλλονταν σε επεξεργασία. Αλλά η εφαρμογή των ηλεκτρονικών υπολογιστικών μηχανών στο αντιπυραυλικό σύστημα μας επέτρεψε να ξεφύγουμε αρκετά χρόνια μπρος σε αυτόν τον τομέα σε σύγκριση με τους Αμερικανούς. Η συνένωση των μέσων της τεχνολογίας υπολογιστών σε ενιαίο σύστημα, τα οποία επέβλεπαν πολύ καλά καταρτισμένοι ειδικοί, θα ήταν επίσης σημαντική, προκειμένου να αμβλυνθεί κάπως η καθυστέρησή μας σε σχέση με τις ΗΠΑ στην παραγωγή αυτής της τεχνολογίας. Το 1964 μετά βίας κάποιος εκ των σοβαρών καθοδηγητών της παραγωγής ή της επιστήμης θα μπορούσε να αμφισβητήσει ότι το μέλλον βρίσκεται στην ηλεκτρονική τεχνολογία υπολογισμού. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο το OGAS δεν αντιμετωπίστηκε με πλήρη κατανόηση.


Πολύ περισσότερο είναι ακατανόητο, πώς μπόρεσε να συμβεί αυτό, ότι προτιμήθηκε την τελευταία στιγμή το πρόγραμμα των λεγόμενων «οικονομολόγων». Οι άνθρωποι που είχαν την πρωτοβουλία «της μεταρρύθμισης», ήταν ελάχιστα γνωστοί, έπεσαν σαν κεραυνός εν αιθρία και αμέσως άρχισαν να έχουν ρόλο, εν ολίγοις, κλειδί στη σοβιετική οικονομική επιστήμη. Παραδείγματος χάριν, ο Ε. Γ. Λίμπερμαν (το άρθρο του οποίου στην «Πράβντα»: «Σχέδιο, κέρδος, ανταμοιβή» θεωρήθηκε ως η επιστημονική «θεμελίωση» της μεταρρύθμισης, στο όνομα του οποίου οι επιστήμονες που έβλεπαν τη μεταρρύθμιση με σκεπτικισμό, την ονόμασαν «Λιμπερμανισμό»), ενώ μέχρι τότε ήταν ένας μέτριος καθηγητής ενός από τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα του Χάρκοβου και δεν υπήρχε ως τότε στον τομέα της οικονομικής επιστήμης κάτι για το οποίο να έχει δοξαστεί.
 Είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι η δραστηριότητα των «ρινότσνικι» (4) είχε ως κατεύθυνση την εναντίωση στο σχέδιο του Γκλουσκόφ. Μάλιστα τα επιχειρήματα ήταν μερικές φορές κωμικά και άγρια. Για παράδειγμα, οι συντάκτες του προγράμματος της αγοράς έβαλαν στον πειρασμό τον Κοσύγκιν με το γεγονός ότι η οικονομική μεταρρύθμισή τους δε θα κοστίσει τίποτα, δηλαδή θα κοστίσει ακριβώς τόσο όσο στοιχίζει το χαρτί στο όποιο θα τυπωθεί η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και θα αποδώσει περισσότερα απ’ ό,τι το πολύ ακριβό σχέδιο OGAS που απαιτούσε ένταση των προσπαθειών ολόκληρης της χώρας για την πλήρη ανασυγκρότηση του παλαιού συστήματος διεύθυνσης της λαϊκής οικονομίας. Αυτά ακριβώς τα επιχειρήματα διαδραμάτισαν μοιραίο ρόλο, δεδομένου ότι το πρόγραμμα δημιουργίας τεχνικής βάσης υπό το υπάρχον εκείνη την περίοδο σχεδιοποιημένο σύστημα διεύθυνσης της οικονομίας παραγκωνίστηκε και έγινε αποδεκτό το πρόγραμμα το όποιο εξασφάλισε τη στροφή, τη διολίσθηση της οικονομίας στην άβυσσο της αναρχίας της αγοράς.


Για να κατανοήσουμε πώς μπορούσε κάτι τέτοιο να συμβεί, είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε ποια εικόνα παρουσίαζε η επιστήμη της πολιτικής οικονομίας εκείνη την περίοδο.
 Το ότι η κατάσταση ήταν λυπηρή το είχε δείξει ήδη η συζήτηση, σε σχέση με το εγχειρίδιο της πολιτικής οικονομίας, που πραγματοποιήθηκε το 1951. Μέρος των οικονομολόγων δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν ότι υπάρχουν αντικειμενικοί οικονομικοί νόμοι, την κατάργηση των οποίων ή την παράκαμψή τους δεν είχε τη δύναμη να κάνει ούτε και η ΚΕ του ΚΚΣΕ. Αυτοί οι άνθρωποι απαίτησαν την κατ’ εντολή κατάργηση του εμπορίου και των χρημάτων. Αντίθετα, άλλοι οικονομολόγοι πάλεψαν για τη νομιμοποίηση και ακόμα και -για να το πούμε καλύτερα- για τη διευθέτηση των εμπορικών σχέσεων, οι οποίες διατηρήθηκαν εκείνη την περίοδο λόγω της ανεπαρκούς ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας μας, η ύπαρξη μαζί με την κρατική ιδιοκτησία και της συνεταιριστικής ιδιοκτησίας (κολχόζ), που ήταν ακόμα μακριά από τη δυνατότητα της κομμουνιστικής αφθονίας, από την παραγωγικότητα της εργασίας κλπ.


Η αιτία για αυτήν την κατάσταση των πραγμάτων, καταρχήν, ήταν ότι και αυτοί, και οι άλλοι επιστήμονες-οικονομολόγοι με ολόκληρη την αντίθεση των απόψεών τους είχαν την ίδια ανεπάρκεια: δεν είχαν, όπως το εξέφρασε ο Στάλιν στα «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», «ικανοποιητική μαρξιστική διαπαιδαγώγηση», (5) δηλαδή δεν κατείχαν τη διαλεκτική, ήταν κατά βάση εμπειριστές. Αλλά καθώς ο σοσιαλισμός από οικονομική άποψη είναι καταρχήν μετάβαση από την εμπορευματική παραγωγή στη μη εμπορευματική, στην άμεσα κοινωνική, τότε σε αυτόν είναι παρούσες και οι παλαιές μορφές, και οι νέες που έρχονται να τις αντικαταστήσουν. Συνεπώς υπάρχει ικανοποιητικό εμπειρικό υλικό τόσο για εκείνους που δεν μπορούν να σκεφθούν, τους υποστηρικτές της εμπορευσιμότητας, όσο και για τους «αδελφούς τους στο μυαλό» από τους «νετοβάρνικι». (6) Στα «Οικονομικά προβλήματα» ο Στάλιν ξεκαθάρισε το ζήτημα σε αμφοτέρους, εξηγώντας ότι ο στόχος του σοσιαλισμού έγκειται στην υπερνίκηση της εμπορευματικής φύσης της παραγωγής, αλλά αυτή η υπερνίκηση δεν μπορεί να εμφανιστεί με την υποκειμενική επιθυμία των ηγετών, του κόμματος ή του λαού συνολικά. Είναι αδύνατη χωρίς να ληφθούν υπόψη οι αντικειμενικοί οικονομικοί νόμοι. Ομως κεντρικός στόχος του Κομμουνιστικού Κόμματος στις συνθήκες του σοσιαλιστικού σταδίου ανάπτυξης της κοινωνίας, για τον οποίο σε κανέναν δεν πρέπει να παραμένει οποιαδήποτε αμφιβολία, είναι η μετάβαση στις κομμουνιστικές, μη εμπορικές μορφές.


Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι αυτή η σκέψη δεν έγινε κατανοητή ακόμη και στους πιο στενούς συνεργάτες του Στάλιν. Ο συγγραφέας μιας από τις πιο λεπτομερείς και αντικειμενικότερες βιογραφίες του Στάλιν, ο Γ. Β. Εμελιάνοφ εστιάζει την προσοχή του σε ένα πολύ ενδιαφέρον γεγονός. Θεωρεί ότι τα «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» δεν είχαν την υποστήριξη των μελών του Πολιτικού Γραφείου. Οταν ο Στάλιν τους γνωστοποίησε το περιεχόμενο της μπροσούρας, ουσιαστικά όλοι προσπάθησαν να μην εκφράσουν την άποψή τους. Δεν είναι υπερβολικό να παραθέσουμε ένα μεγάλο κομμάτι από το βιβλίο του Εμελιάνοφ:


«Οπως βεβαιώνει ο Μικογιάν, αντιμετώπιζε κριτικά μια σειρά θέσεις της μπροσούρας του Στάλιν, με το που γνώρισε το περιεχόμενό της. “Αφού τη διάβασα έμεινα έκπληκτος: σε αυτή βεβαιωνόταν ότι το στάδιο κυκλοφορίας εμπορευμάτων στην οικονομία εξαντλήθηκε και ότι είναι απαραίτητο να περάσουμε στην ανταλλαγή προϊόντων μεταξύ πόλης και χωριού. Αυτό ήταν πιθανώς αριστερίστικη στροφή. Την εξήγησα με το ότι ο Στάλιν προφανώς σχεδίαζε να πραγματοποιήσει την οικοδόμηση του κομμουνισμού στη χώρα μας όντας ακόμη εν ζωή, που ήταν βεβαίως κάτι το εξωπραγματικό”. Σύμφωνα με τον Μικογιάν, “σύντομα μετά από τη συζήτηση στο εξοχικό, περπατούσαμε με το Στάλιν στο διάδρομο του Κρεμλίνου και με πικρό χαμόγελο είπε: “Ησουν πολύ σιωπηλός, δεν είχες κανένα ενδιαφέρον για το βιβλίο. Εσείς, βεβαίως, καταπιάνεστε με την κυκλοφορία των εμπορευμάτων σας, με το εμπόριο”. Απάντησα στο Στάλιν: “Εσείς ο ίδιος μας διδάξατε, ότι δεν μπορούμε να είμαστε βιαστικοί και να πηδάμε από το ένα στάδιο στο άλλο και ότι η κυκλοφορία εμπορευμάτων και το εμπόριο θα παραμείνουν για πολύ ακόμα ως μέσα ανταλλαγής στη σοσιαλιστική κοινωνία. Αμφιβάλλω πραγματικά ότι ήρθε τώρα η ώρα να περάσουμε στην ανταλλαγή προϊόντων”. Είπε: “Ε, έτσι, παρέμεινες! Τώρα ακριβώς είναι ο καιρός!” Στη φωνή του υπήρχε μια δόση κακίας. Ηξερε πως αυτά τα ζητήματα τα καταλαβαίνω περισσότερο από κάποιον άλλον και του ήταν δυσάρεστο το ότι δεν τον υποστήριξα. Αργότερα μετά από αυτήν τη συνομιλία με το Στάλιν ρώτησα το Μόλοτοφ: “Θεωρείς, ότι ήρθε η ώρα να περάσουμε από το εμπόριο στην ανταλλαγή προϊόντων;” Μου απάντησε ότι αυτό είναι ένα σύνθετο και αμφισβητήσιμο ζήτημα, δηλαδή εξέφρασε τη διαφωνία του».(7)


Ακόμη πιο χαρακτηριστικό είναι το ότι η πλειοψηφία των οικονομολόγων, των συγγραφέων του εκδοθέντος -μετά από το θάνατο του Στάλιν, αλλά που ετοιμάστηκε υπό την εποπτεία του- εγχειριδίου της πολιτικής οικονομίας του 1954 παρουσιάστηκαν μετέπειτα ως ενεργοί υποστηρικτές των μεταρρυθμίσεων της αγοράς στην οικονομία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αποστασιοποιήθηκαν από τους «ρινότσνικι» πιθανώς μόνο οι Ντ. Τ. Σεπίλοφ και Α. Ι. Πάσκοφ.
 Ο Λ. Α. Λεόντιεφ αποδείχτηκε ένας από τους πιο ένθερμους προπαγανδιστές των μεταρρυθμίσεων της αγοράς. Ο Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ (8) υποστήριζε με κάθε δυνατό τρόπο τους ρινότσνικι και ασκούσε άγρια κριτική στους «αντι-ρινότσνικι». Ο Λ. Μ. Γκατόφσκι (9) υποστήριζε τις μεταρρυθμίσεις της αγοράς με κάθε δυνατό τρόπο και μιλούσε ενάντια στο OGAS. Ο Β. Ν. Σταρόφσκι δεν αντιστάθηκε καθόλου στη μεταρρύθμιση της αγοράς.
 Οι λεγόμενοι «νετοβάρνικι» ομαδοποιήθηκαν στην ουσία γύρω από την έδρα της Πολιτικής Οικονομίας, της Οικονομικής Σχολής του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας που φέρει το όνομα του Μ. Β. Λομονόσοφ. Μάλλον -και εξ αιτίας αυτού- τους ενδιέφεραν περισσότερο τα μεθοδολογικά ζητήματα, τα προβλήματα της ιστορίας της πολιτικής οικονομίας στην ΕΣΣΔ και θέματα της διδασκαλίας της Πολιτικής Οικονομίας στα ΑΕΙ. Το 1963 εξέδωσαν το δίτομο «Πολιτικής Οικονομίας» (10) για τα πανεπιστήμια, το οποίο αποτέλεσε μεγάλο γεγονός στην υπόθεση διδασκαλίας της Πολιτικής Οικονομίας, αλλά φυσικά σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να επηρεάσει τις πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις της ηγεσίας του κόμματος και του κράτους.


Στη συνδιάσκεψη σχετικά με την εφαρμογή των μαθηματικών στην οικονομία, το 1964, τα υλικά της οποίας δημοσιεύτηκαν υπό τον τίτλο «Οικονομολόγοι και μαθηματικοί στρογγυλό τραπέζι»(11) , η μαρξιστική άποψη σε αυτό το ζήτημα ουσιαστικά δε διατυπώθηκε. Εάν και μερικοί οικονομολόγοι, όπως ο Μ. Β. Κολγκάνοφ και ο Α. Γ. Μπογιάρσκι, εκεί γειτνίαζαν με (σ.μ.: τις απόψεις) τους «νετοβάρνικι», δεν εμφανίστηκαν ως ανεξάρτητη ομάδα από τη δική τους οπτική γωνία. Επιπλέον, επικεντρώθηκαν στην κριτική μεμονωμένων ανεπαρκειών των «μαθηματικών» και αντικειμενικά κατ’ αυτόν τον τρόπο καθάρισαν το δρόμο για τους «ρινότσνικι». Αφιέρωσαν καθ’ ολοκληρία τις ομιλίες τους στην κριτική των ιδεών του Καντορόβιτς και του Σ. Γ. Στρουμίλιν.


Αλλά κατά βάση φιλονικούσαν μεταξύ τους οι αυθεντικοί ρινότσνικι και «μαθηματικοί», οι οποίοι κατά τον έλεγχο όλοι αποδείχτηκαν ρινότσνικι. Για παράδειγμα, ένας από τους κύριους «μαθηματικούς», στον οποίο επικεντρώθηκαν τα πυρά της κριτικής από την πλευρά των ρινότσνικι, ο ακαδημαϊκός Λ. Β. Καντορόβιτς μιλάει άμεσα για την αφερεγγυότητα των αξιώσεων προς το πρόσωπό του από τον Ε. Γκ. Λίμπερμαν, ότι τάχα δεν αποδέχεται το κέρδος ως βασικό δείκτη της εργασίας των εργοστασίων.(12)
 Στην πράξη οι τοποθετήσεις των υποστηρικτών του OGAS, των ακαδημαϊκών Ν. Π. Φεντορένκο (13), Μ. Β. Γκλουσκόφ (14), Α. Α. Ντορόντνιτσα (15), αποδείχτηκαν φωνή βοώντος στην έρημο. Είναι χαρακτηριστικό ότι το περιοδικό «Ζητήματα οικονομίας» αφιέρωσε σε αυτές τις τρεις τοποθετήσεις λιγότερο από μιάμιση σελίδα, ενώ στον ακαδημαϊκό Καντορόβιτς αφιέρωσαν 6 σελίδες. Προφανώς η άποψη των δημιουργών του OGAS απλά δεν ενδιέφερε τους σοβιετικούς οικονομολόγους.


Η επιτροπή ακόμα συνέχιζε να απασχολείται για τη δημιουργία του OGAS, ακόμα οι δημιουργοί του ήλπιζαν ότι τα αντίστοιχα έγγραφα θα γίνουν αποδεκτά από το πλέον υψηλό επίπεδο (άλλωστε η ίδια η συνδιάσκεψη πραγματοποιήθηκε ακριβώς σε σχέση με την αναμενόμενη υιοθέτηση αυτού του σχεδίου), αλλά οι οικονομολόγοι ήταν βέβαιοι ότι η απόφαση για τα ζητήματα της βελτίωσης της διεύθυνσης θα πραγματοποιηθεί αποκλειστικά στους δρόμους της αντικατάστασης των «διοικητικών» μεθόδων από «οικονομικές» και η «εφαρμογή των μαθηματικών» θα έχει υποταγμένο χαρακτήρα. Να πώς μίλησε γι’ αυτό ο διευθύνων αυτό το στρογγυλό τραπέζι, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Επιστημών (ΑΕ) της ΕΣΣΔ, ένας από τους συντάκτες του εγχειριδίου της πολιτικής οικονομίας του 1954, Λ. Μ. Γκατόφσκι: «Προχωρούμε στη δημιουργία πιο προηγμένου οικονομικού μηχανισμού με τη συνεπακόλουθη εφαρμογή της οικονομικής ιδιοσυντήρησης και των υλικών κινήτρων… Τα μαθηματικά μας επιτρέπουν να βελτιώσουμε αρκετά την εφαρμογή του μηχανισμού κινήτρων, να ενισχύσουμε την αποδοτικότητα του, την έγκαιρη και ενεργή αντίδραση στην πορεία της αναπαραγωγής για τα συμφέροντα της λαϊκής οικονομίας» (16) . Πολύ δύσκολα θα μπορούσε κανείς σε αυτά τα λόγια να διακρίνει την τάση -αν μη τι άλλο- να περάσει το σύστημα του κεντρικού σχεδιασμού της λαϊκής οικονομίας σε νέο επίπεδο, λόγω της αυτοματοποίησής του και της εφαρμογής των μαθηματικών μοντέλων, τότε τουλάχιστον, τη μεγάλη επιθυμία των οικονομολόγων να συνεργαστούν με τους μαθηματικούς και τους κυβερνητικούς. Στην πραγματικότητα η συντριπτική τους πλειοψηφία βασανίστηκε ήδη από την «ευφυή» ως προς την απλότητά της ιδέα: είναι απαραίτητο να γίνει το κέρδος το κύριο κριτήριο της δραστηριότητας από τις σοσιαλιστικές επιχειρήσεις και όλα τα προβλήματα θα λυθούν από μόνα τους. Ο Γκλουσκόφ με την πολυσύνθετη και πανάκριβη ιδέα του OGAS προκαλούσε σε αυτούς τους «ειδικούς» μόνο ενόχληση και πικρία. Απλά το 1964 δε θα μπορούσαν να μιλήσουν ανοικτά ενάντια σε αυτή την επιστημονικά τεκμηριωμένη και προφανώς έγκαιρη ιδέα που κατέθετε. Να τι θα γράψει γι’ αυτήν ένας από τους ιδεολόγους της μεταρρύθμισης, ο Α. Μ. Μπίρμαν, το 1965, στη μπροσούρα του «Τι αποφάσισε η Ολομέλεια του Σεπτεμβρίου»:


«Μερικοί σύντροφοι θεωρούν πως τίποτα ουσιαστικά δεν είναι απαραίτητο να αλλάξει, όλα πρέπει να παραμείνουν έτσι όπως ήταν, παρά μόνο πρέπει να βελτιωθεί η δουλιά των σχεδιαστικών, οικονομικών και άλλων οργάνων. Πρέπει να τους εξοπλίσουμε με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, να διευρύνουμε την εφαρμογή των μαθηματικών. Αυτό υποθετικά θα επιτρέψει στα υποδειχθέντα όργανα να τα απλώσουν σε ολόκληρη τη λαϊκή οικονομία για να εξασφαλιστεί η κανονική της ανάπτυξη» (17). Με άλλα λόγια, τους συντάκτες του OGAS, χωρίς να νιώθουν καμιά ντροπή, τους παρουσίαζαν σαν αντιδραστικούς, οι οποίοι -βλέπετε- «θεωρούσαν ότι τίποτα ουσιαστικά δεν είναι απαραίτητο να αλλάξει». Που σημαίνει ότι εκείνοι που προτείνουν να περάσει η διεύθυνση σε νέα επιστημονικο-τεχνική βάση και να εναρμονιστεί με το καθήκον που έθεσε το κόμμα, το καθήκον της μετάβασης στον κομμουνισμό, είναι αντιδραστικοί και εκείνοι που προτείνουν να επιστρέψουμε στις παλαιές, της εποχής των παππούδων μας, μεθόδους διεύθυνσης της αγοράς, να υποτάξουμε την παραγωγή στην επίτευξη του μέγιστου κέρδους και την εργασία στην υλική ενθάρρυνση, είναι οι πρωτοπόροι της προόδου. Τέτοιο μπέρδεμα των εννοιών – πού είναι εμπρός, πού πίσω, πού η πρόοδος και πού η κοινή υποβάθμιση, πού αριστερά, πού δεξιά, πού ο κομμουνισμός, και πού οι αυταπάτες των μικροαστών – έγινε επίσης την εποχή της περεστρόικα. Και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όπως στην εποχή της περεστρόικα, έτσι και τότε στα μέσα της δεκαετίας του ‘60, αυτή η προφανώς παράλογη σύγχυση δεν προκάλεσε καμία ανησυχία ούτε στην ηγεσία του κόμματος ούτε στις κομματικές μάζες.


Απλά εκείνη την περίοδο δεν απαιτήθηκαν λόγοι λογικής. Το OGAS θάφτηκε με αξιόπιστο τρόπο: μέσω υπόγειων δολοπλοκιών και φανταστικών υποσχέσεων. Εμοιαζε με καθολικό θόλωμα των μυαλών. Η υπερβολική ιδέα για το ότι αξίζει να καταστήσουμε το κέρδος ως κύριο κριτήριο της δραστηριότητας των επιχειρήσεων και όλα τα προβλήματα του σοσιαλισμού θα λυθούν αυτομάτως, που εκφράστηκε από τον άσημο καθηγητή του Χάρκοβου Εφσέεφ Γκριγκόριεβιτς Λίμπερμαν -που η μεγαλύτερη επιστημονική εργασία του αποτελείτο από το εκδοθέν, το 1950, βιβλιαράκι 200 σελίδων «Η οικονομική ιδιοσυντήρηση του μηχανο-κατασκευαστικού εργοστασίου» (18) και όλες οι υπόλοιπες «επιστημονικές εργασίες» εξαντλήθηκαν σε δεκάδες μικρές μπροσούρες μεθοδολογικού χαρακτήρα, όλως απροσδόκητα «καταλαμβάνει τις μάζες» των ακαδημαϊκών, των αντεπιστελλόντων μελών της ΑΕ, χωρίς να μιλήσουμε για την κατώτερη πολιτικοοικονομική αδελφότητα.


Στο στρατόπεδο των ρινότσνικι γρήγορα βρέθηκαν και εκείνοι, εναντίον των οποίων στο πρόσφατο παρελθόν οι ρινότσνικι μιλούσαν άγρια. Ετσι, για παράδειγμα, κύριος στόχος της κριτικής από την πλευρά των ρινότσνικι το 1964 ήταν η θεωρία του βέλτιστου σχεδιασμού και της διεύθυνσης της λαϊκής οικονομίας, για την οποία ο Λ. Β. Καντορόβιτς με τον Β. Β. Νοβοζίλοφ και τον Β. Σ. Νέμτσινοφ το 1965 έλαβαν το βραβείο Λένιν. Αλλά ήδη, πολύ σύντομα, ο Β. Β. Νοβοζίλοφ όχι μόνο δεν αντιτάχθηκε στις μεταρρυθμίσεις της αγοράς, αλλά και προσπάθησε με κάθε δυνατό τρόπο να υπογραμμίσει την πίστη του σε αυτές. Επιπλέον, στην εισαγωγή στο βιβλίο του αποθανόντος από το 1964 Β. Σ. Νέμτσινοφ «Κοινωνική αξία και σχεδιοποιημένη τιμή» θα γράψει ότι ο τελευταίος «αναμφισβήτητα έπαιξε εξέχοντα ρόλο στη θεμελίωση των οικονομικών μεταρρυθμίσεων του 1965». (19) Και δεν μπορεί να αμφιβάλλει κανείς, πως ο Νοβοζίλοφ δεν παρέβηκε καθόλου τη συνείδησή του. Αρκεί να κοιτάξει κανείς τις βασικές ιδέες που εκθέτονται στο εξώφυλλο του βιβλίου που εκδόθηκε αμέσως μετά το θάνατο του συγγραφέα του Β. Σ. Νέμτσινοφ «Για την περαιτέρω βελτίωση της σχεδιοποίησης και διεύθυνσης της λαϊκής οικονομίας». (20) Να μερικές από αυτές:


Οι παλαιές μέθοδοι σχεδιοποίησης δεν ανταποκρίνονται στα νέα καθήκοντα.
 Να εισάγουμε οικονομικές μεθόδους διεύθυνσης.
 Βασικό κριτήριο το κέρδος.
 Να πλησιάσουν οι τιμές το αξιακό επίπεδο κλπ. (21)


Το σύνθημα για το «βασικό κριτήριο», αναμφισβήτητα, στη συνείδηση των συντακτών – συγγραφέων του βιβλίου είναι πιο προσεκτικά διατυπωμένο, ως προς την αξιολόγηση του ρόλου του κέρδους, που αν και αναφέρεται ως το μη σημαντικότερο κριτήριο της αποτελεσματικότητας της παραγωγής, αλλά ως ένα από τα «συλλογικά κίνητρα», αναγνωρίζει την ευεργετική επίδραση στην οικονομία του σοσιαλισμού.
 Ακόμα και σήμερα είναι περίπλοκο να αντιληφθούμε πόσο παράφωνα σε αυτήν την κατάσταση έπρεπε να ηχεί το βιβλίο του ακαδημαϊκού Σ. Γκ. Στρουμίλιν «Ο κόσμος μας μετά από 20 χρόνια» (22), που καλούνταν – σύμφωνα με την ιδέα του συγγραφέα – να εξυπηρετήσει την εκλαΐκευση των βασικών ιδεών του Προγράμματος του ΚΚΣΕ, στο οποίο αναφερόταν πως έως το 1985 στην ουσία θα είχε χτιστεί κατά βάση ο κομμουνισμός. Ο συντάκτης ευπρόσιτα και συναρπαστικά παρουσιάζει τις προοπτικές της σοβιετικής κοινωνίας σε σχέση με την εφαρμογή του Προγράμματος οικοδόμησης του κομμουνισμού. Το βιβλίο προοριζόταν για το πλατύ κοινό. Αλλά, προφανώς, ο συντάκτης έσφαλλε στο κύριο. Κανένας εκείνο τον καιρό δεν ήθελε ιδιαίτερα να θυμάται τις υποσχέσεις που δόθηκαν πριν λίγο καιρό. Τον αφελή ακαδημαϊκό – είναι απαραίτητο να υποθέσουμε – τον θεώρησαν επικίνδυνο ουτοπιστή που στερείται της αίσθησης της πραγματικότητας. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι δυνατό να εξηγήσουμε ότι αυτό το αξιοπρόσεκτο βιβλίο για τον κομμουνισμό, το οποίο, με μεγάλο όφελος για τους ιδίους, θα μπορούσαν να διαβάσουν οι μαθητές μεγαλυτέρων τάξεων, εκδόθηκε στα γελοία για εκείνη την εποχή αντίτυπα των 22.000 βιβλίων.


Είναι απαραίτητο να υποθέσουμε ότι ο Β. Μ. Γκλουσκόφ, ο οποίος επίσης σοβαρά αντιμετώπιζε το Πρόγραμμα του κόμματος και αμέσως πρότεινε το – αντίστοιχο με τα προγραμματικά καθήκοντα – σύστημα διεύθυνσης της λαϊκής οικονομίας, στα μάτια των υπαλλήλων, τόσο των κρατικών και κομματικών, όσο και των επιστημονικών δε φάνταζε ρεαλιστής. Πολλοί οικονομολόγοι τον θεωρούσαν τεχνοκράτη-ουτοπιστή. Ομως ουτοπιστές αποδείχτηκαν ακριβώς οι οικονομολόγοι με τις συνταγές για θεραπεία του σοσιαλισμού μέσω της αγοράς. Αντίθετα, οι ιδέες του Γκλουσκόφ αποδείχτηκαν πλήρως τεκμηριωμένες και τεχνικά εφικτές. Για παράδειγμα όταν ο Γκλουσκόφ πρότεινε στα πλαίσια πειράματος σε μια περιοχή να αντικατασταθούν τα χρήματα με ηλεκτρονικούς υπολογισμούς για κάθε εργαζόμενο, έθαψαν την ιδέα, καθώς τάχα η τεχνολογία ακόμα δεν επέτρεπε να υλοποιηθεί αυτό. Στην πραγματικότητα αυτό ήταν πρόφαση. Το θέμα εδώ δεν ήταν στην τεχνολογία, αλλά στην οικονομία. Τέλος πάντων, ο Γκλουσκόφ, ο οποίος πρότεινε το πείραμα, κατείχε κάπως καλύτερα τις δυνατότητες της τεχνολογίας υπολογιστών από ό,τι αυτοί που εμπόδισαν το πείραμα. Δεν πέρασαν ούτε δύο δεκαετίες, καθώς στη Δύση άρχισαν τα χαρτονομίσματα να υποκαθίστανται μαζικά από ηλεκτρονικά χρήματα. Στις συνθήκες της οικονομίας της αγοράς, το να πάνε παραπέρα ήταν βεβαίως αδύνατο. Αλλά στις συνθήκες της σοβιετικής οικονομίας, της σχεδιοποιημένης από ενιαίο κέντρο, ήταν δυνατό να οργανωθεί ο υπολογισμός και ο έλεγχος για το μέτρο της εργασίας και της κατανάλωσης και χωρίς τη μεσολάβηση των χρημάτων. Ολα αυτά τα τεχνικά προβλήματα λύθηκαν εύκολα, ακόμα και κάπως νωρίτερα από ό,τι σχεδίαζε ο άκρως ήσυχος και προσεκτικός στις προγνώσεις Γκλουσκόφ.


Ο Γκλουσκόφ πρότεινε το OGAS, αλλά έγινε αποδεκτή η λύση να ακολουθηθεί ο δρόμος της ενίσχυσης των σχέσεων αγοράς. Ομως σε αυτό το δρόμο η ΕΣΣΔ δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τη Δύση, τουλάχιστον καθώς η ευημερία της αγοράς της Δύσης οικοδομήθηκε με την αλύπητη εκμετάλλευση των πόρων του Τρίτου κόσμου, ενώ η ΕΣΣΔ, αντίθετα, βοηθούσε συνεχώς τον Τρίτο κόσμο. Θα μπορούσαμε να ανταγωνιστούμε τη Δύση μόνο στις συνθήκες της παραπέρα κοινωνικοποίησης της παραγωγής, για την οποία και πρότεινε ο Γκλουσκόφ το OGAS ως τεχνική βάση. Αλλά νίκησε η άποψη «των οικονομολόγων». Σήμερα ο χρόνος επιβεβαίωσε εξ ολοκλήρου το πόσο δίκιο είχε ο Γκλουσκόφ. Η υποτιθέμενη «τεχνοκρατική ουτοπία» του ήταν στην πραγματικότητα πιο ρεαλιστική απ’ ό,τι οι εμπειρικές κατασκευές των οικονομολόγων – ρινότσνικι.
 Μετά μεγάλης λύπης, συχνά και με ευθύνη των βιογράφων του Βίκτορα Μιχαΐλοβιτς Γκλουσκόφ, το OGAS, εκλαμβάνεται ως ειδικά τεχνικό πράγμα, ως ορισμένο πρωτότυπο του Διαδικτύου, το οποίο δε διαδόθηκε στην πρακτική στη Σοβιετική Ενωση με ευθύνη των γραφειοκρατών. Αλλά αυτό είναι ψεύδος, τόσο σε σχέση με τον Γκλουσκόφ όσο και σε σχέση με το OGAS, τουλάχιστον αυτό όπως το σκέφτηκε αρχικά ο επιστήμονας.


Στο βιβλίο του Β. Μόεβ «Τα ηνία της διεύθυνσης», το οποίο είναι μια μεγάλη συνέντευξη με τον επιστήμονα, ο Βίκτορ Μιχαΐλοβιτς Γκλουσκόφ ρίχνει την ιδέα σύμφωνα με την οποία η ανθρωπότητα έζησε στην ιστορία της δύο, όπως εκφράζεται χρησιμοποιώντας τη γλώσσα των ασχολουμένων με τη κυβερνητική, πληροφοριακούς φραγμούς, των πρόθυρων ή της κρίσης διεύθυνσης. Το πρώτο εμφανίστηκε στις συνθήκες της εξαφάνισης της κοινοτικής – πρωτόγονης οικονομίας και επιλύθηκε με την εμφάνιση, από τη μια πλευρά των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων και απ’ την άλλη με το ιεραρχικό σύστημα διεύθυνσης, στο οποίο ο προϊστάμενος διευθύνει τους νεότερους και αυτοί είναι εκτελεστές.


Ο Γλουσκόφ θεωρεί – αρχίζοντας από τη δεκαετία του ’30 του εικοστού αιώνα – ότι γίνεται προφανές πως ξεκινά το δεύτερο «πληροφοριακό φράγμα», κατά το οποίο πλέον δε βοηθούν ούτε η ιεραρχία στη διεύθυνση ούτε οι εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις. Ως αιτία αυτής της κρίσης εμφανίζεται η αδυναμία ακόμη πολλών ανθρώπων να αντιληφθούν όλα τα προβλήματα της διεύθυνσης της οικονομίας. Ο Βίκτορ Μιχαΐλοβιτς έλεγε πως σύμφωνα με υπολογισμούς του στη δεκαετία του ’30 για τη λύση των προβλημάτων διεύθυνσης της τότε οικονομίας μας ήταν απαραίτητο να εκτελεσθούν 1014 μαθηματικές διαδικασίες ετησίως και στην περίοδο κατά την οποία έγινε αυτή η συζήτηση, δηλαδή στα μέσα της δεκαετίας του ’70, περίπου 1016. Εάν δεχτούμε ότι ένας άνθρωπος χωρίς την ενίσχυση της τεχνολογίας είναι ικανός να παράγει 106 διαδικασίες κατά μέσο όρο, δηλαδή 1 εκατομμύριο διαδικασίες το χρόνο, τότε είναι απαραίτητοι περίπου 10 δισεκατομμύρια άνθρωποι ώστε η οικονομία να παραμείνει καλά διευθυνόμενη. Στη συνέχεια θα θέλαμε να παραθέσουμε τα λόγια του ίδιου του Βίκτορ Μιχαΐλοβιτς: «Από τώρα και στο εξής «χωρίς τη βοήθεια των μηχανών» οι προσπάθειες για τη διεύθυνση είναι λίγες. Το πρώτο πληροφοριακό εμπόδιο ή τα πρόθυρα, η ανθρωπότητα μπορούσε να το υπερνικήσει γιατί εφηύρε τις εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις και τη σταδιακή δομή διεύθυνσης. Η ηλεκτρονική υπολογιστική τεχνολογία είναι η σύγχρονη εφεύρεση η οποία θα μας επιτρέπει να υπερπηδήσουμε το δεύτερο εμπόδιο.


Γίνεται ιστορική στροφή στη διάσημη σπείρα της ανάπτυξης. Οταν εμφανιστεί το κρατικό αυτοματοποιημένο σύστημα διεύθυνσης, με ενιαία άποψη θα καλύψουμε εύκολα ολόκληρη την οικονομία. Στο νέο ιστορικό στάδιο, με τη νέα τεχνολογία, στο νέο αναπτυγμένο επίπεδο εμείς σαν να «κολυμπάμε» πάνω από εκείνο το σημείο της διαλεκτικής σπείρας, κάτω από το οποίο, σε μακρινές από εμάς χιλιετίες, παρέμεινε η περίοδος κατά την οποία ο άνθρωπος μπορούσε να ερευνήσει τη φυσική οικονομία του, εύκολα με γυμνό μάτι.
 Οι άνθρωποι άρχισαν με τον πρωτόγονο κομμουνισμό. Η μεγάλη στροφή της σπείρας θα τους ανυψώσει στον επιστημονικό κομμουνισμό» (23).


Σήμερα μπορεί να εκπλησσόμαστε, μπορεί να λυπούμαστε, αλλά παραμένει γεγονός ότι το ήδη έτοιμο σχέδιο απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου για την έναρξη και το ξεδίπλωμα των εργασιών του OGAS παραμερίστηκε και στη θέση του έκαναν αποδεκτή την πρόταση των «οικονομολόγων» που άνοιξε την εποχή του περάσματος της σοβιετικής οικονομίας στις ράγες της αγοράς. Είναι χαρακτηριστικό ότι την πάλη κατά του Γκλουσκόφ τη διεξήγαγαν οι ίδιες εκδόσεις και ιδρύματα, τα οποία στην πορεία έγιναν τα κύρια όργανα της αστικής αντεπανάστασης. Ηταν ολοφάνερα ψευδές και σαφώς επί παραγγελία το άρθρο ενός από τους ηγέτες του Ινστιτούτου «ΗΠΑ – Καναδάς», στο οποίο αναφερόταν ότι στις χώρες της Δύσης η ζήτηση για τεχνολογία ηλεκτρονικών υπολογιστών τάχα πέφτει, που δημοσιεύθηκε στην «Ιζβέστια», η οποία στην πορεία έγινε το κύριο έντυπο φερέφωνο των αντι-σοβιετικών στοιχείων. Να μια ακόμα απόδειξη ανάλογων μεθόδων πάλης για «δημοκρατία και αγορά», που προκαλούν εκτός των άλλων τη σκέψη ότι η εκστρατεία του ψέματος υποκινήθηκε και συντονίστηκε από κάποιον.


Τον Ιανουάριο του 1975, κατά τη διάρκεια συνάντησης στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου του Κιέβου «Αρσενάλ», έγινε η ακόλουθη ερώτηση στον Γκλουσκόφ: «Στο περιοδικό «ΕΚΟ» (Νο 4, 1974) λέγεται πως στην Αγγλία τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστικών μηχανών για τη διεύθυνση της παραγωγής, τη θεωρούν μη αποδοτική. Πώς εκτιμάτε αυτόν τον ισχυρισμό;».
 Η απάντηση του ακαδημαϊκού ήταν μονοσήμαντη: «Αφήστε αυτόν τον ισχυρισμό να παραμένει στη συνείδηση του περιοδικού «ΕΚΟ». Η Αγγλία δε συμμερίζεται αυτήν την άποψη. Πολύ πρόσφατα συναντήθηκα με τους Αγγλους ειδικούς, οι οποίοι αντιθέτως θεωρούν ότι σήμερα δεν είναι δυνατό να διευθύνουν την αγγλική οικονομία, εάν σταματήσουν τη χρήση των κομπιούτερ» (24).


Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι ακριβώς το περιοδικό «ΕΚΟ» αποδείχτηκε ένας από τους προάγγελους της περεστρόικα. Σε αυτό ακριβώς εμφανίστηκαν το 1986 τα πρώτα άρθρα για την περεστρόικα, που ανοικτά εναντιώνονταν στον κεντρικό προγραμματισμό και ένθερμα προπαγάνδιζαν την αγορά.
 Μετά από αυτό, αντί να αρχίσουν να δουλεύουν με το OGAS, έγινε αποδεκτή η λεγόμενη οικονομική μεταρρύθμιση του 1965, όμως το OGAS δεν απορρίφθηκε εντελώς. Εγινε σύσταση στον Γκλουσκόφ απλά να «χαμηλώσει τον πήχη», δηλαδή να ασχοληθεί με την εισαγωγή των διευθυντικών συστημάτων στις επιχειρήσεις και στους κλάδους, για να συνδεθούν στο μέλλον αυτά τα συστήματα σε ενιαίο σύστημα. Από την άποψη της «συστηματικής σκέψης» ήταν ισοδύναμο. Ομως στην πράξη δεν ήταν έτσι. Αυτό το κατάλαβαν θαυμάσια ο Γκλουσκόφ και πολλοί άλλοι επιστήμονες.


Για παράδειγμα, ο διευθυντής του Κεντρικού Οικονομικο-μαθηματικού Ινστιτούτου ακαδημαϊκός Ν. Π. Φεντορένκο ακόμη από το 1964, την περίοδο της προετοιμασίας του σχεδίου απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ για το OGAS, είπε τα ακόλουθα: «Συχνά ειδικοί στις οικονομικο-μαθηματικές μεθόδους απλά αντιγράφουν το δρόμο τον οποίο πέρασαν οι καπιταλιστικές χώρες, το δρόμο της ενδοεταιρικής, μεμονωμένης εισαγωγής αυτών των μεθόδων σε εφαρμογή. Αυτός ο τρόπος ήταν αναπόφευκτος για τις καπιταλιστικές χώρες, αλλά είναι όχι μόνο ανεπαρκής για το σοσιαλιστικό κράτος, αλλά και επιβλαβής, καθώς θα οδηγήσει σε μεγάλη διασπορά υλικών και εργατικών πόρων και δε θα επιτρέψει να συνενωθούν σε ενιαίο σύστημα το σύνολο των «τοπικών» υποσυστημάτων» (25).


Είναι ενδιαφέρον ότι η ηγεσία του κόμματος και η κυβέρνηση ακολούθησαν αυτόν ακριβώς τον «επιβλαβή» τρόπο. Οχι μόνο στον τομέα της πληροφορικής, αλλά και στην οικονομία γενικότερα. Σιγά-σιγά η οικονομία συνολικά άρχισε να κυλά στα «τοπικά υποσυστήματα», μέχρι που μετά από λίγο καιρό η μεμονωμένη επιχείρηση ανακηρύχτηκε ως πρωτογενής μονάδα της σοσιαλιστικής οικονομίας.
 Με ομιλίες, σε αυτήν τη σύνοδο του Προεδρείου της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, τοποθετήθηκαν ο Φεντορένκο καθώς και ο Β. Μ. Γκλουσκόφ. Στην ομιλία του (σ.μ. ο Φεντορένκο) έκανε διάφορες κριτικές παρατηρήσεις προς την ηγεσία της Κεντρικής Στατιστικής Διεύθυνσης (ΚΣΔ) της ΕΣΣΔ. Ισχυριζόταν, ότι η ΚΣΔ δεν εισάγει τα πρωτοπόρα συστήματα συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών και ότι προσανατολίζει τη δουλιά της στα παλαιά διάτρητα δελτία μηχανογράφησης και αυτό δεν τονώνει την ανάπτυξη της τεχνολογίας των υπολογιστών και αποτρέπει από το να γίνουν οι πληροφορίες εύχρηστες και επιχειρηματικές (26).


Αργότερα, τότε που αποφασιζόταν η μοίρα του OGAS, ακριβώς, ο ηγέτης της ΚΣΔ της ΕΣΣΔ ο Β. Ν. Σταρόφκσι αντιτάχθηκε πιο έντονα από όλους στο σχέδιο, κάτι το οποίο από πολλές απόψεις καθόρισε εκ των προτέρων τη θλιβερή τύχη του (27).
 Παρ’ όλα αυτά για τις ιδέες του Γκλουσκόφ ενδιαφέρθηκε πολύ η «άμυνα». Πρότειναν στο Βίκτορ Μιχαΐλοβιτς να αναλάβει την επιστημονική καθοδήγηση για την άμεση εισαγωγή των αυτοματοποιημένων συστημάτων διεύθυνσης σε μερικά αμυντικά υπουργεία, στο καθένα εκ των οποίων για αυτόν το λόγο δημιουργήθηκαν ειδικά ερευνητικά ινστιτούτα. Από αυτήν τη στιγμή ως το τέλος της ζωής του ο Βίκτορ Μιχαΐλοβιτς Γκλουσκόφ ζει παράλληλα: τη μισή εβδομάδα στη Μόσχα και την άλλη μισή καθώς και τις αργίες στο Κίεβο.


Το γεγονός ότι η ιδέα για το OGAS δεν έγινε αποδεκτή συνολικά στενοχώρησε πολύ τον Βίκτορ Μιχαΐλοβιτς, όμως ποτέ δε σκέφτηκε να σταυρώσει τα χέρια. Πολύ περισσότερο που το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’60 αποτέλεσε την αιχμή της θεωρητικής και οργανωτικής του παραγωγικότητας.
 Στη Διεθνή Εκθεση «Interorgtechnics – ‘66» στη Μόσχα στα δημιουργήματα του Ινστιτούτου Κυβερνητικής της ΑΕ της Ουκρανικής ΣΣΔ – το οποίο καθοδηγούσε ο Γκλουσκόφ – απονεμήθηκαν διπλώματα: στον ψηφιακό υπολογιστή «ΜΙR-1», στο «Promin», «Promin – Μ», στο ψηφιακό-αναλογικό σύμπλεγμα «Dnepr – ΜΝ – 10M» και σε διάφορα άλλα.
 Πρέπει να σημειώσουμε ότι το «ΜΙR» δεν ήταν μία απλή μηχανή της σειράς. Αποτελούσε σε ορισμένο βαθμό σημαντική ανακάλυψη. Οι Αμερικανοί δεν το αγόραζαν τυχαία. Συγκεκριμένα, το «ΜΙR» αποδείχτηκε εκείνη η μηχανή, με την εμφάνιση της οποίας έγινε σαφές ότι το χάσμα μεταξύ της δικής μας και της αμερικανικής τεχνολογίας υπολογιστών εξαλείφθηκε και εξαλείφθηκε εντελώς. Εμείς όχι απλά φτάσαμε τα αμερικανικά μηχανήματα σε αυτές ή άλλες παραμέτρους. Το «ΜΙR» απέδειξε ότι είμαστε ικανοί όχι απλώς να τους φτάσουμε, αλλά και να φτιάξουμε πρωτότυπα μηχανήματα, να αναπτύξουμε νέες κατευθύνσεις στην τεχνολογία των υπολογιστών. Γι’ αυτό και οι Αμερικανοί ανησύχησαν όταν εμφανίστηκαν τα «ΜΙR».


Ο επόμενος χρόνος, το 1967, αποδείχθηκε πολύ κορεσμένος. Τέθηκε στη χρήση το πρώτο στη χώρα μας αυτοματοποιημένο σύστημα διεύθυνσης επιχειρήσεων με μαζικό χαρακτήρα παραγωγής «L’vov». Το εγκατέστησαν στο τηλεοπτικό εργοστάσιο του Λβόφ. Το Αυτοματοποιημένο Σύστημα Διεύθυνσης (ΑΣΔ) «L’vov» προτάθηκε για μαζική παραγωγή. Εγινε επίδειξη της δουλιάς του απομακρυσμένου τερματικού Λβόβ – Μόσχα με καθεστώς «ερώτηση – απάντηση» σε παραγωγικές συνθήκες στο σύστημα «L’vov». Κατά την ανάπτυξη αυτού του συστήματος επεξεργάστηκαν πολλές αρχές που χρησιμοποιήθηκαν ως βάση ΑΣΔ άλλων τύπων. Η εισαγωγή αυτού του συστήματος εξασφάλισε μια αύξηση στην παραγωγή προϊόντων κατά 7%, μια μείωση του επιπέδου αποθεμάτων κατά 20%, επιτάχυνση του κύκλου εργασιών της κυκλοφορίας του κεφαλαίου σε 10%, επήλθε ουσιαστική μείωση του μηχανο-τεχνικού και διοικητικού προσωπικού.


Ο Βίκτορ Μιχαΐλοβιτς πρώτος άρχισε την επανεκτίμηση των αρχών του Ντζ. Φον Νέιμαν, στη βάση των οποίων ήταν αναπτυγμένη ολόκληρη η ηλεκτρονική τεχνολογία υπολογιστών από τη στιγμή της εμφάνισής της. Ο Β. Μ. Γκλουσκόφ πρότεινε θεμελιώδεις αλλαγές στη δομή των υπολογιστών, προώθησε νέες ιδέες σχετικά με τη δημιουργία συστημάτων επεξεργασίας πληροφοριών νέων γενεών, διατύπωσε την αρχή της μακρομεταφερόμενης επεξεργασίας δεδομένων. Η ουσία της συνίστατο στο ότι οι επεξεργαστές δεν εκτελούσαν εντολές συνεχώς και παράλληλα αυτόνομα χωρίς αλληλεπίδραση με τους άλλους επεξεργαστές. Η εισαγωγή αυτής της αρχής επέτρεπε την χωρίς όρια αύξηση της παραγωγικότητας των μηχανών αναλογικά προς την αύξηση των μέσων. Οι πρώτες σοβιετικές μηχανές με τη χρήση αυτής της αρχής φτιάχτηκαν μετά από το θάνατο του Γκλουσκόφ και σύμφωνα με την εκτίμηση της κρατικής επιτροπής για την αποδοχή τους δεν υπήρχαν ανάλογες στον κόσμο. Μία από αυτές η EC-1766 είχε παραγωγικότητα της τάξης των δύο δισεκατομμυρίων διαδικασιών ανά δευτερόλεπτο.


Ο Β. Μ. Γκλουσκόφ εξέλαβε σαν το σοβαρότερο στρατηγικό λάθος την απόφαση της ηγεσίας της χώρας να μην δοθεί ώθηση στη δουλιά στην κατεύθυνση της παραπέρα ανάπτυξης των ίδιων πρωτότυπων συστημάτων και να ακολουθηθεί η γραμμή της αντιγραφής του IBM/360. Θεωρούσε ότι αυτό αργά ή γρήγορα θα μας οδηγούσε σε αδιέξοδο. Αργότερα έτσι συνέβη, αλλά στη δεκαετία του ’70 δεν υπήρχαν σημάδια γι’ αυτό. Αντίθετα, παρατηρείται έκρηξη στην παραγωγή της ηλεκτρονικής τεχνολογίας υπολογισμού. Οι καθολικές μηχανές μέσης και υψηλής παραγωγικότητας τρίτης γενεάς του τύπου EC- EVM, ήταν συμβατές τόσο μεταξύ τους όσο και με τους IΒM/360. Στην επεξεργασία συμμετείχαν ειδικοί από την ΕΣΣΔ, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, τη ΛΔΓ.


Συγχρόνως με αυτά δημιουργήθηκαν πολυεπεξεργαστές και αναλογικοί υπολογιστές, μίνι – υπολογιστές, «ΜΙR- 31», «ΜΙR- 32», «ΝΑΙRΙ- 34», ηλεκτρονικοί υπολογιστές της σειράς ASVT Μ- 6000 και Μ- 7000 για τη διεύθυνση των τεχνολογικών διαδικασιών. Ηλεκτρονικοί υπολογιστές με ενσωματωμένα μικροκυκλώματα, επιτραπέζιοι μίνι-υπολογιστές Μ-180 «ELECTRONICA -100», «ELECTRONICA -200», «ELECTRONICA DZ- 28», «ELECTRONICA NTS – 60», και άλλοι. Δημιουργήθηκαν συστήματα σχεδιασμού εκτυπωτών και μεγάλης κλίμακας ολοκληρωμένα κυκλώματα (BRI). Στα έτη 1975-76 κυκλοφόρησαν οι επεξεργασμένοι, με την κοινή προσπάθεια των ειδικών από τις διάφορες σοσιαλιστικές χώρες, μίνι – υπολογιστές CM-1, CM-2, CM-3 και CM-4, οι όποιοι προορίζονταν για αξιοποίηση στις επιστημονικές εργασίες, για τη διεύθυνση τεχνολογικών διαδικασιών, για την επεξεργασία των πειραματικών στοιχείων, για την αυτοματοποίηση της εφαρμοσμένης μηχανικής και των διοικητικών εργασιών κλπ. Στη δεκαετία του ’70 στην ΕΣΣΔ άρχισε η επεξεργασία και κυκλοφορία των πλέον διαφορετικών τύπων microcalculators – μικροϋπολογιστών, επιτραπέζιων και φορητών.


Με τις προσπάθειες του Γκλουσκόφ το 1971 η ιδέα του OGAS επανεμφανίζεται πάλι για κάποιο διάστημα στο κέντρο της προσοχής ολόκληρης της σοβιετικής κοινωνίας και της ηγεσίας της χώρας. Οπως έχει ήδη ειπωθεί, αν και το 1965 η ιδέα του OGAS σαν τέτοια δεν έγινε αποδεκτή προς υλοποίηση σε κρατική κλίμακα, εντούτοις έγινε πολύ κοπιαστική δουλιά για την εισαγωγή των ΑΣΔ στις επιχειρήσεις των υπουργείων Αμυνας. Την ίδια περίοδο εγκαταστάθηκε τυποποιημένο ΑΣΔ σε 600 επιχειρήσεις. Δηλαδή έγινε πολύ δουλιά. Με την εισαγωγή αυτών των συστημάτων ασχολήθηκε το Ινστιτούτο Α. Ι. Ντανιλτσένκο, το οποίο ήταν ο κύριος σχεδιαστής ΑΣΔ και αυτό που εισήγαγε την τεχνολογία των υπολογιστών στην αμυντική βιομηχανία. Για το συντονισμό των εργασιών σε αυτήν την κατεύθυνση δημιουργήθηκε διυπηρεσιακή επιτροπή (MVK) εννέα κλάδων και συμβούλιο διευθυντών των κύριων Ινστιτούτων (SDGI) των αμυντικών κλάδων για τον έλεγχο, την οικονομία και την πληροφορική. Επιστημονικός καθοδηγητής του MVK και του SDGI έγινε ο Β. Μ. Γκλουσκόφ.


Το 1971 σύμφωνα με προτροπή του Γκλουσκόφ ο πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ Α. Ν. Κοσύγκιν επισκέφθηκε το Ινστιτούτο Ντανιλτσένκο, προκειμένου να γνωριστεί επί τόπου με το τι ήδη είχε γίνει. Η γνωριμία με τις εργασίες που είχαν γίνει προκάλεσαν στον πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου τεράστια εντύπωση. Συγχρόνως του εξηγήθηκε ότι η εισαγωγή της ηλεκτρονικής τεχνολογίας υπολογισμού στη διεύθυνση των επιχειρήσεων συναντά στο δρόμο της πολλά εμπόδια. Ενας από τους κύριους λόγους για το φρενάρισμα αποδείχτηκε η μη κατανόηση της σπουδαιότητας αυτού του θέματος από τους καθοδηγητές διαφόρων βαθμίδων.
 Προκειμένου να εξαλειφθεί αυτό το πρόβλημα, πολύ εύστοχα δημιουργήθηκε ειδικό σχολείο στο οποίο έπρεπε να εκπαιδευθούν στην τεχνολογία των υπολογιστών οι ανώτεροι καθοδηγητές. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα το σχολείο μετατράπηκε σε Ινστιτούτο διεύθυνσης της λαϊκής οικονομίας. Ο Β. Μ. Γκλουσκόφ έγινε επικεφαλής έδρας αυτού του Ινστιτούτου. Ακροατές αυτού του Ινστιτούτου ήταν οι υπουργοί, οι αναπληρωτές τους και άλλοι ανώτεροι υπάλληλοι. Λήφθηκαν μέτρα για την εκπαίδευση των ενδιάμεσων καθοδηγητών και των καθοδηγητών εδρών των ΑΕΙ κλπ.


Το 1973 ολοκληρώνεται η εργασία για τη μοναδική στο είδος έκδοση της δίτομης «Εγκυκλοπαίδειας της κυβερνητικής», η οποία κυκλοφόρησε το επόμενο έτος σε τριάντα χιλιάδες αντίτυπα. Προορίζονταν όχι μόνο για τους ειδικούς στον τομέα της κυβερνητικής, αλλά και για όλους τους επιστήμονες, τους μηχανικούς, τους διευθυντές, τους σπουδαστές, οι οποίοι ενδιαφέρονται για τα θέματα επεξεργασίας πληροφοριών. Αυτό ήταν πραγματικά θεμελιώδες έργο, στο οποίο συμμετείχαν εκατοντάδες επιστημόνων από πολλές πόλεις της ΕΣΣΔ. Αλλά η βασική εργασία εκτελέστηκε από το Ινστιτούτο Κυβερνητικής της Ουκρανικής ΣΣΔ υπό την καθοδήγηση του Β. Μ. Γκλουσκόφ.
 Το 1974 ο Β. Μ. Γκλουσκόφ γίνεται μέλος της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών. Στο συνέδριο της IFIP (28), το 1974 στη Στοκχόλμη, του απενεμήθη η «Ασημένια καρδία». Με αυτόν τον τρόπο η Γενική Συνέλευση της IFIP τίμησε τη μεγάλη συμβολή του επιστήμονα στη δουλιά αυτής της οργάνωσης ως μέλος της Προγραμματικής Επιτροπής των συνεδρίων του 1965 και του 1968, και επίσης ως πρόεδρο Προγραμματικής Επιτροπής του συνεδρίου του 1971.


Το πορτρέτο του Βίκτορ Μιχαΐλοβιτς Γκλουσκόφ θα ήταν ελλιπές, εάν δεν περιγράφαμε λεπτομερέστερα τις κοινωνικές και πολιτικές του απόψεις. Παρά το ότι ήταν για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα μέλος της ΚΕ του ΚΚΣΕ, είχε πρόσβαση στα μέλη του Πολιτικού Γραφείου και κατέλαβε στην πράξη υπουργικά καθήκοντα, δεν ήταν ποτέ πολιτικός υπό τη συνηθισμένη έννοια της λέξης. Και στην πολιτική, και στις κοινωνικές επιστήμες ήταν πρώτα απ’ όλα κυβερνητικός. Είναι γεγονός πως και ως κυβερνητικός δεν ήταν επίσης – με την ακριβή έννοια της λέξης – στενά ειδικός, ο οποίος πέρα από τις καθαρά επιστημονικές και τεχνικές περιοχές δεν ήθελε τίποτα να δει. Η πολύ βαθιά γνώση του στον τομέα των μαθηματικών, της κυβερνητικής και της τεχνολογίας των υπολογιστών δεν περιόρισαν τους ορίζοντες του Γκλουσκόφ στους υπόλοιπους κλάδους της ανθρώπινης γνώσης, αλλά αντίθετα του επέτρεψαν ακόμη και τον ανάγκασαν να σπάσει όλες τις συνήθεις προκαταλήψεις σε σχέση με την «εμβάθυνση της ειδίκευσης» και θαρραλέα να διαπεράσει, όπως φαινόταν, τις μακρινές από τη διπλωματική του ιδιότητα περιοχές της ανθρώπινης γνώσης.


Σε αυτήν την περίπτωση οι κρίσεις του σε αυτές τις περιοχές αποδείχτηκαν αρκετά τολμηρές και συγχρόνως ασύγκριτα ρεαλιστικές, σε αντίθεση με τις στομφώδεις, αλλά κενές ψευδο-επιστημονικές κακογραφίες, που εντέλει μπερδεύουν μέσα μη κατανοητές αναφορές των κλασικών ακαδημαϊκών των όποιων παραπολιτικών επιστημών.
 Ας πάρουμε έστω την ιδέα της χρηματικής διανομής, για την οποία οι ηγέτες του κόμματος και του κράτους, όσο και οι επίσημοι πολιτικοί οικονομολόγοι προσπάθησαν γενικά να την αποσιωπήσουν. Είναι ενδεικτικό, ότι κατά την προετοιμασία του πρώτου σχεδίου του OGAS, το μέρος που αφορούσε αυτό το ζήτημα το απέκλεισαν αμέσως από την εξέταση ως πρόωρο και όλα τα προπαρασκευαστικά υλικά διέταξαν να καταστραφούν.


Πολύ περισσότερο ο Βίκτορ Μιχαΐλοβιτς συνέχισε να δουλεύει σε αυτό το ζήτημα, χωρίς να αμφιβάλλει ότι θα έρθει «ο καιρός του» και μάλιστα γνώριζε πολύ καλά την πολυπλοκότητα του ζητήματος, συμπεριλαμβανομένου και του ότι αυτή η μορφή διανομής δε θα γίνει μια και έξω και ότι απέχει πολύ από το να συναντήσει ενθουσιώδη υποδοχή. Πράγματι εκτός από την επίσημη αμοιβή πολλοί είχαν ακόμα «αριστερές» (29) πηγές εισοδήματος.
 Γι’ αυτό ο Β. Μ. Γκλουσκόφ πρότεινε για αρχή σωστά να οργανωθεί η διανομή με τη βοήθεια των χρημάτων, διαιρώντας την κυκλοφορία των χρημάτων στον τομέα της διανομής σε δύο τομείς: στον ένα εκ των οποίων θα κυκλοφορούν μόνο τα «τίμια» χρήματα, στον άλλο – όλα τα άλλα. Γι’ αυτό πρότεινε να οργανωθούν ειδικές τράπεζες. Ο Γκλουσκόφ παρουσιάζει την ιδέα του στη συνέντευξή του στον Β. Μόεβ. Παραθέτουμε το κομμάτι από το βιβλίο «Τα ηνία της διεύθυνσης»: «Ας συμφωνήσουμε ότι στους προσωπικούς λογαριασμούς στην τράπεζα θα γίνονται δεκτές οι καταθέσεις μόνο από τις επίσημες οργανώσεις, που πληρώνουν την ανταμοιβή των ανθρώπων για την εργασία τους. Μπορείτε να κάνετε ανάληψη από το λογαριασμό σας, αλλά δεν μπορείτε να κάνετε κατάθεση…


…Εάν η τράπεζα, που είναι εντός του συστήματος αυτοματοποιημένων μη χρηματικών συναλλαγών, αρχίσει να λαμβάνει τα χρήματα μόνο από τις επίσημες οργανώσεις, όπου οι άνθρωποι λαμβάνουν την αμοιβή, σε αυτή την κυκλοφορία δεν μπορούν να μπουν σε καμία περίπτωση ιδιωτικές αμοιβές και αμφισβητήσιμες. Το να καταστρέψεις με διάταγμα, μέσα σε μια μέρα, όλες τις λεγόμενες «αριστερές» διαδικασίες με τα χρήματα είναι αδύνατο. Με αυτή την προϋπόθεση η κυκλοφορία τους θα κλειδωθεί σε περιορισμένο κύκλο. Από τον πρώτο, τον «επίσημο» κύκλο, τον κύκλο της κυκλοφορίας στον δεύτερο μπορούν να περάσουν χρήματα, αρκεί να γίνει ανάληψη μέρους των αποδοχών του από τον τραπεζικό λογαριασμό, από τον δεύτερο κύκλο στον πρώτο αυτά ποτέ δε θα γυρίσουν» (30).


Με αυτό τον τρόπο μπορεί να επιτευχθεί σαφής διαχωρισμός της κυκλοφορίας των «τίμιων» από τα «μαύρα» χρήματα, έτσι ώστε στη συνέχεια να γίνει δυνατό να εκκαθαριστεί βαθμιαία αυτός ο «σκιερός» τομέας γενικά. Αυτό, σύμφωνα με την άποψη του Γκλουσκόφ, είναι δυνατό να επιτευχθεί μέσω της ολόπλευρης λογιστικοποίησης, με τη βοήθεια της πλατιάς διάδοσης της ηλεκτρονικής υπολογιστικής τεχνικής, των πραγματικών αναγκών των ανθρώπων και της επιστημονικής ανάλυσης των επιθυμιών τους και επίσης με τη δημιουργία και ολόπλευρη ανάπτυξη και ενθάρρυνση συστήματος ενώσεων καταναλωτών στους τόπους κατοικίας, όπου με τη δημοκρατική οδό και όχι μέσω του συστήματος κυβερνητικού ελέγχου και εξαναγκασμού (αστυνομία, OBKHSS (31) κλπ.) θα ρυθμιζόταν η κατανάλωση των αγαθών που δεν είναι πρώτης ανάγκης.
 Σε κάποιους αυτές οι προτάσεις μπορούν να φανούν πολύ τολμηρές ακόμα και φανταστικές, τουλάχιστον σε αυτούς οι οποίοι ακόμα και αν αναλάβουν να τις πραγματοποιήσουν, θα την πραγματοποιήσουν μόνο σταδιακά και όχι αμέσως. Περίπου έτσι και έγινε με το OGAS στα μέσα της δεκαετίας του ‘60. Δεν το απέρριψαν κατ’ αρχάς, αλλά αποφάσισαν να μην το πραγματοποιήσουν αμέσως, αλλά σταδιακά. Ο Γκλουσκόφ και πάλι είχε τη δική του βαθιά τεκμηριωμένη άποψη. Είπε τα ακόλουθα:


«Στο κράτος μας από τα πρώτα χρόνια ύπαρξής του έχει συσσωρευτεί αξιοπρόσεκτη εμπειρία υλοποίησης μεγαλύτερων στοχοπροσηλωμένων κοινωνικοοικονομικών προγραμμάτων. Πάρτε τη ΝΕΠ (Νέα Οικονομική Πολιτική), την εκβιομηχάνιση, την κολλεκτιβοποίηση. Να η εμπειρία της μοναδικά σωστής στρατηγικής υλοποίησης μεγάλων προγραμμάτων!
 Πού βρίσκεται η ουσία;
 Αρχίζει από τη θεμελιώδη και ριζοσπαστική λύση σε αυτό! Σε αυτή περιγράφεται όλος ο όγκος της προγραμματισμένης αναδόμησης και – που είναι πολύ σημαντικό – όλο το διάστημα, κατά τη διάρκεια του οποίου πρέπει να πραγματοποιηθεί. Αυτό αναγκάζει όλους να δουν το ζήτημα αποφασιστικά, αποθαρρύνει στο να μπαίνουν εμπόδια, επισείοντας διαφόρου είδους δυσκολίες, σκοπέλους που παρουσιάζονται στην πορεία της υπόθεσης…


Επομένως, το μεγάλο σχέδιο πρέπει υποχρεωτικά να ξεκινά από τη γενική και πλέον «αποφασιστική» γι’ αυτό απόφαση. Ναι, η εξάπλωση αυτού του σχεδίου πιθανότατα μπορεί να είναι και πρέπει να είναι βαθμιαία, χωρισμένη σε στάδια.
 Το κύριο είναι να μην μπει κατά μέρος, στο βάθος των συρταριών, να μη συνδέουμε με φαντασιώσεις αυτό που μπορούμε να επιτύχουμε πραγματικά» (32) .
 Δυστυχώς, το κόμμα μας έπραξε το αντίθετο. Συνέδεσε με τις φαντασιώσεις αυτό που υποχρεωτικά ήταν απαραίτητο να πραγματοποιηθεί, δηλαδή την ιδέα να περάσει η κεντρική διεύθυνση της οικονομίας σε νέα τεχνική και επιστημονική βάση και ανέλαβε να υλοποιήσει αυτό, που στην πράξη αποδείχτηκε αναλφάβητη και επιβλαβής φαντασίωση – την ιδέα της διεύθυνσης του ενιαίου δυναμικά αναπτυσσόμενου λαϊκο-οικονομικού συμπλέγματος της χώρας, που ήδη έχει διαβεί το μισό δρόμο προς τον κομμουνισμό, με τη βοήθεια των αρχαϊκών μεθόδων της αγοράς, τις οποίες προ πολλού είχαν απορρίψει τα καπιταλιστικά μονοπώλια.


Οταν επεξεργάζονταν το σχέδιο GOELRO εμφανίστηκε ο λενινιστικός αφορισμός «Κομμουνισμός είναι η Σοβιετική Εξουσία συν ο εξηλεκτρισμός όλης της χώρας». Είναι σήμερα σαφές ότι αυτή η διατύπωση απεικόνιζε με ακρίβεια μόνο την ιδιαιτερότητα της πρώτης φάσης του κομμουνισμού. Η δεύτερη φάση – ο πλήρης κομμουνισμός – δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς την αυτοματοποίηση της διεύθυνσης της σοσιαλιστικής οικονομίας. Αλίμονο, αυτό δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τότε – στα μέσα της δεκαετίας του ‘60.
 Η θαυμάσια ευκαιρία, την οποία έδινε στη χώρα μας η εισαγωγή του OGAS, δεν αξιοποιήθηκε και η πολιτική της βίαιης εισαγωγής των μεθόδων αγοράς στη διεύθυνση, νομοτελειακά οδήγησε την οικονομία μας στο λυπηρό τέλος. Το πιο φοβερό είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των σημερινών κομμουνιστών δεν είναι σε θέση να αφομοιώσει αυτό το μάθημα της πρόσφατης ιστορίας μας.
 Οσον αφορά τις ιδέες του Γκλουσκόφ, ειδικά η ιδέα του παγκρατικού συστήματος αυτοματοποιημένης διεύθυνσης της λαϊκής οικονομίας, αναμένουν ακόμα την πραγματοποίησή τους.


Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται μεταφρασμένο από το περιοδικό της Ενωσης Κομμουνιστών Ουκρανίας «Μαρξισμός και σύγχρονη εποχή», τεύχος 1/2004. Η μετάφραση ενδεχομένως παρουσιάζει προβλήματα ακριβούς απόδοσης στα ελληνικά ορισμένων πολύ ειδικών όρων.


1. OGAS: Παγκρατικό αυτοματοποιημένο σύστημα διεύθυνσης.
 2. Α. Μ. Μπίρμαν: «Τι αποφάσισε η Ολομέλεια του Σεπτεμβρίου», Μόσχα, Εκονόμικα, 1965, σελ. 16.
 3. Μπ. Ν. Μαλινόφσκι: «Η ιστορία της τεχνολογίας των υπολογιστών σε πρόσωπα», Κ. 1995, σελ. 57.
 4. Σ.μ.: Ρινότσνικι: οι οπαδοί της οικονομίας της αγοράς.
 5. Ι. Β. Στάλιν: «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», βλέπε ακόμη Ρίτσαρντ Κοσολάποβ: «Ο λόγος στο σ. Στάλιν», σελ. 201 (ρωσ. έκδοση).
 6. Σ.μ.: Νετοβάρνικι ή αντι-ρινότσνικι: αυτοί που εναντιώνονταν στην εμπορευσιμότητα.
 7. Γ. Β. Εμελιάνοφ, «Στάλιν. Στην κορυφή της εξουσίας», Μόσχα 2003, σελ. 490-491.
 8. Ακαδημαϊκός Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ, «Μεθοδολογικά ζητήματα της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού», «Ζητήματα οικονομίας», Νο 9, 1964, σελ. 111-128.
 9. «Οικονομολόγοι και μαθηματικοί σε στρογγυλό τραπέζι», «Ζητήματα οικονομίας», Νο 9, 1964, σελ. 65.
 10. «Πολιτική Οικονομία» υπό την αρχισυνταξία του Ν. Α. Τσαγκόλοφ, Μόσχα, 1963.
 11. «Οικονομολόγοι και μαθηματικοί στρογγυλό τραπέζι», «Ζητήματα οικονομίας», Νο 9, 1964, σελ. 63-110.
 12. «Οικονομολόγοι και μαθηματικοί σε στρογγυλό τραπέζι», «Ζητήματα οικονομίας», Νο 9, 1964, σελ. 81.
 13. «Οικονομολόγοι και μαθηματικοί σε στρογγυλό τραπέζι», «Ζητήματα οικονομίας», Νο 9, 1964, σελ. 73.
 14. «Οικονομολόγοι και μαθηματικοί σε στρογγυλό τραπέζι», «Ζητήματα οικονομίας», Νο 9, 1964, σελ. 98.
 15. «Οικονομολόγοι και μαθηματικοί σε στρογγυλό τραπέζι», «Ζητήματα οικονομίας», Νο 9, 1964, σελ. 97.
 16. «Οικονομολόγοι και μαθηματικοί σε στρογγυλό τραπέζι», «Ζητήματα οικονομίας», Νο 9, 1964, σελ. 65.
 17. Α. Μ. Μπίρμαν, «Τι αποφάσισε η Ολομέλεια του Σεπτεμβρίου», Μόσχα, 1965, σελ. 8.
 18. Ε. Γκ. Λίμπερμαν, «Η οικονομική ιδιοσυντήρηση του μηχανο-κατασκευαστικού εργοστασίου», Μόσχα, 1950, 212 σελίδες.
 19. Β. Σ. Νέμτσινοφ, «Κοινωνική αξία και σχεδιοποιημένη τιμή», Μόσχα, 1970, σελ. 4.
 20. Β. Σ. Νέμτσινοφ, «Για την περαιτέρω βελτίωση σχεδιοποίησης και διεύθυνσης της λαϊκής οικονομίας», 2η έκδοση, Μόσχα, 1965.
 21. Β. Σ. Νέμτσινοφ, «Για την περαιτέρω βελτίωση σχεδιοποίησης και διεύθυνσης της λαϊκής οικονομίας», 2η έκδοση, Μόσχα, 1965.
 22. Σ. Γκ. Στρουμίλιν, «Ο κόσμος μας μετά από 20 χρόνια», Μόσχα 1964, 202 σελίδες.
 23. Β. Μόεβ, «Τα ηνία της διεύθυνσης», εκδόσεις «Πολιτίτσεσκοϊ Λιτερατούρι», 1997, σελ. 92.
 24. «Τοβάριτς», Νο 41, Οκτώβριος 1997.
 25. Για τη δουλιά του Κεντρικού Οικονομικο-μαθηματικού Ινστιτούτου. Εισήγηση του ακαδημαϊκού Ν. Π. Φεντορένκο, «Βέστνικ» ΑΕ ΕΣΣΔ, 1964, Νο 10, σελ. 4.
 26. Για τη δουλιά του Κεντρικού Οικονομικο-μαθηματικού Ινστιτούτου. Εισήγηση του ακαδημαϊκού Ν. Π. Φεντορένκο, «Βέστνικ» ΑΕ ΕΣΣΔ, 1964, Νο 10, σελ. 10.
 27. «Ο ακαδημαϊκός Β. Μ. Γκλουσκόφ – ο πιονέρος της κυβερνητικής», Κίεβο, 2003, σελ. 324.
 28. IFIP: Διεθνής Συνομοσπονδία για την επεξεργασία πληροφοριών.
 29. Σ. μ.: Λέγοντας «αριστερές» πηγές εισοδήματος οι σοβιετικοί εννοούσαν τις παράνομες πηγές (αυτά τα λεφτά έμπαιναν στην αριστερή τσέπη).
 30. Β. Μόεβ, «Τα ηνία της διεύθυνσης», εκδόσεις «Πολιτίτσεσκοϊ Λιτερατούρι», 1977, σελ. 147.
 31. Σ. μ.: Η OBKHSS ήταν υπηρεσία δίωξης οικονομικού εγκλήματος.
 32. Β. Μόεβ, «Τα ηνία της διεύθυνσης», εκδόσεις «Πολιτίτσεσκοϊ Λιτερατούρι», 1977, σελ. 174.

TOP READ