6 Ιαν 2012

Παντού είχαν στηθεί πυροβόλα


Παντού είχαν στηθεί πυροβόλα
Ο Γιώργος Ζάρας, 19 χρονών τότε, αφηγείται συγκλονιστικές στιγμές της εξέγερσης και των συγκρούσεων που ακολούθησαν
Ο Γιώργος Ζάρας ήταν 19 ετών όταν συνέβησαν τα αιματηρά γεγονότα στη Θεσσαλονίκη. Δούλευε στο καπνεργοστάσιο του Βογιατζόγλου, μέλος της ΟΚΝΕ και κομματικός υπεύθυνος εκείνη την εποχή για τα εργοστάσια των Μιχαηλίδη, Τακ Μπορεάν και Χριστοφορίδη. Αργότερα υπήρξε πρόεδρος του Καπνεργατικού Σωματείου. Θυμάται ο Γ. Ζάρας:
"Οι καπνέμποροι, εκμεταλλευόμενοι την κρίση που είχε δημιουργηθεί σε όλο τον κόσμο, κατέβασαν το μεροκάματο των καπνεργατών στο μισό. Δηλαδή από τις 125 δραχμές που παίρναμε τότε, μας το κατέβασαν στις 65 με 70 δραχμές τη μέρα και στις γυναίκες στις 35 δραχμές.
Το Μάρτιο του '36 ενοποιήθηκαν και οι δύο Ομοσπονδίες και ζήτησαν την επαναφορά του ημερομισθίου στα παλιά του επίπεδα. Οι καπνέμποροι ασυζητητί απέρριψαν όλα τα αιτήματα. Οπότε οι καπνεργάτες προχώρησαν. Στις 8 του Μάη οι καπνεργάτες έκαναν μία μεγάλη συγκέντρωση έξω από το σωματείο τους, στη γωνία Διοικητηρίου με Εγνατία και έβαλαν μια επιτροπή να πάει να επιδώσει ψήφισμα στη Γενική Διοίκηση. Φωνάξαμε και είπαμε να κάνουμε πορεία και να επιδώσουμε το ψήφισμα. Οταν βγήκαμε στην Εγνατία και φτάσαμε περίπου στην Κολόμβου, αντιμετωπίσαμε την έφιππη Χωροφυλακή, που ήθελε να μας απαγορέψει να περάσουμε. Εκεί ήταν άφταστος ο ηρωισμός των γυναικών, οι οποίες μας παραμέρισαν, χίμηξαν πάνω στους έφιππους, τους κατέβασαν κάτω από τα άλογα και τους πήραν τα όπλα. Ετσι άρχισε μια μάχη τρομερή, διασπάσαμε τις γραμμές τους και πήγαμε στη Γενική Διοίκηση. Είχαμε όμως 80 τραυματίες και μερικοί από αυτούς ήταν αρκετά σοβαρά.
Το πρωινό της 9 Μάη καθώς βγαίναμε από τα σπίτια μας αντιμετωπίσαμε μία κατάσταση αφόρητη. Τα πυροβόλα ήταν στους δρόμους όχι μόνο στο κέντρο, αλλά και στη Νεάπολη, όπου κατοικούσα. Στο Βαρδάρη υπήρχαν γύρω στα 10 με 15 πυροβόλα, λες και θα γινότανε πόλεμος. Παρ' όλα αυτά εμείς κρατήσαμε την ψυχραιμία μας και κατεβήκαμε στη συγκέντρωση που οργάνωνε η "Επιτροπή Ενότητας". Η Αστυνομία έλεγε ότι οι κομμουνιστές μαζεύτηκαν για να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη και τις άλλες γνωστές ψευτιές που διαδίδουν οι αντικομμουνιστές. Μάθαμε εκεί στο Βαρδάρη ότι η Αστυνομία σκότωσε ένα διαδηλωτή μπροστά στο ξενοδοχείο "Μητρόπολη".
Πήγαμε στο Καπνεργατικό Σωματείο και από εκεί ξεκινήσαμε πλέον για να πάμε πορεία στη Γενική Διοίκηση. Είχαν προηγηθεί όμως πιο μπροστά άλλα χτυπήματα. Οι τσαγκαράδες είχαν κατεβεί κι αυτοί. Επαψε πια να είναι καπνεργατική η απεργία και έγινε πανεργατική. Κατέβηκαν τα κλωστοϋφαντουργεία όλα, με τις χιλιάδες κοπέλες κλωστοϋφαντουργίνες, οι τροχιοδρομικοί είχαν σταματήσει τα τραμ. Η γενική απεργία είχε επιτυχία, γιατί η εργατική τάξη κατάφερε να πετύχει την ενότητά της και έτσι αντιμετώπισε την επίθεση του μετέπειτα δικτάτορα Μεταξά, ο οποίος σκοπό είχε να χτυπήσει το συνδικαλιστικό κίνημα, προετοιμάζοντας τη δικτατορία του. Κυρίως ήθελε να χτυπήσει το καπνεργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, το οποίο εκείνη την εποχή ήταν το πιο μαχητικό, το πιο μαζικό και στήριζε όλο το συνδικαλιστικό κίνημα της Μακεδονίας.
Το 80% των καπνεργατών τότε ήταν ενταγμένοι στο ΚΚΕ, το υπόλοιπο 20% ήταν ρεφορμιστές και πολύ λίγοι ήταν οι ακροδεξιοί. Ασύδοτοι τότε οι εργοδότες, έλεγχαν τα πάντα, αυτοί ανέβαζαν και κατέβαζαν κυβερνήσεις. Αλλά η εργατική τάξη τούς αντιμετώπισε ηρωικά.
Κι όταν είδαν την Αστυνομία να επιτίθεται και να χτυπάει, μετατράπηκε η απεργία σε πολιτική. Αρχισαν να φωνάζουν "Κάτω η δικτατορία - κάτω ο φασισμός" κλπ.
Να γυρίσω στα γεγονότα της ημέρας εκείνης. Βρισκόμασταν στη γωνία Συγγρού και Εγνατίας, οπότε και μας καταδίωκε η Αστυνομία. Εμείς για να ξεφύγουμε μπήκαμε από τη Συγγρού στα Λαδάδικα και αναγκαστήκαμε να κάνουμε οδοφράγματα με βαρέλια. Είχαμε στημένα βαρέλια και τα ρίξαμε για να γλιτώσουμε. Πήγαμε από την άλλη πλευρά στην Ιωνος Δραγούμη και βγήκαμε πάλι στο ίδιο μέρος. Αυτό γινόταν συνέχεια. Δε γινόταν μάχες μόνο στην Εγνατία, αλλά και στην Τσιμισκή, στην Ερμού και παντού. Οι εργάτες τότε κυριαρχούσαν με τη δυναμική τους παρουσία.
Πιστεύω ότι ήταν πολύ σωστή η καθοδήγηση που έγινε από το ΚΚΕ για την απεργία. Επίσης δεν μπορώ να ξεχάσω τον ηρωισμό που έδειξαν όχι μόνο οι καπνεργάτες, αλλά όλοι οι εργάτες και οι εργάτριες. Μόλις ενοποιήθηκαν τα σωματεία όλων των εργαζομένων, η εργατική τάξη ανέβηκε πολύ ψηλότερα".
Κείμενα Απ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα στην Καβάλα του μεσοπολέμο


Το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα στην Καβάλα του μεσοπολέμου
Καπνεργάτες κομμουνιστές της Κομοτηνής γιορτάζουν την Πρωτομαγιά του 1926
Η πόλη της Καβάλας αναδείχθηκε σε ένα από τα πιο σημαντικά βιομηχανικά κέντρα στην επεξεργασία του καπνού. Η μορφή και οργάνωση του καπνεμπορικού κεφαλαίου (ξένου και ντόπιου) υπήρξε ιδιαίτερα αναπτυγμένη συγκριτικά με την κατάσταση που χαρακτήριζε γενικότερα το καπιταλιστικό επίπεδο ανάπτυξης της χώρας μας στη συγκεκριμένη περίοδο. Ο λαός της Καβάλας βρέθηκε αντιμέτωπος με την πιο άγρια εκμετάλλευση.
Η συμβολή των κομμουνιστών στην ανάπτυξη των ταξικών αγώνων για την ικανοποίηση των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης ήταν καθοριστική. Ετσι δημιουργήθηκε το ΤΑΚ (Ταμείο Ασφάλισης Καπνεργατών) το 1925, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της χρόνιας περιοδικής ανεργίας. Με αγώνες και με μπροστάρη τα ταξικά συνδικάτα εξασφάλισαν καλύτερους όρους δουλειάς, μισθούς και μειωμένη εργάσιμη μέρα. Εμπόδισαν το πλεονάζον προσφυγικό εργατικό δυναμικό από τη Μικρασία και τον Πόντο να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από το κεφάλαιο, για να χαμηλώσουν τα μεροκάματα του συνόλου της εργατικής τάξης ή ως διασπαστικό παράγοντα στους αγώνες και τις διεκδικήσεις της.
Στην αντίπερα όχθη, δρούσε ο εργοδοτικός - κυβερνητικός συνδικαλισμός που κατ' εντολή των αφεντικών κήρυττε το δρόμο της ταξικής συνεργασίας, πρωτοστατούσε στη διάσπαση του εργατικού κινήματος με τη δημιουργία εργοδοτικών συνδικάτων. Δρούσε σε συνεννόηση με τις δυνάμεις καταστολής, για να υποτάξει την εργατική τάξη και στήριζε τα σχέδια «αποκομμουνιστικοποίησης» του εργατικού κινήματος στην Καβάλα, όπως και σε άλλα καπνεργατικά κέντρα του Βορρά. Σχέδιο που συνοδεύτηκε με διώξεις σε βάρος των κομμουνιστών, και άλλων πρωτοπόρων αγωνιστών εργατών, με προσαγωγές, φυλακίσεις, αποκλεισμό από την εργασία, κλπ.
Καπνεργατική συνδιάσκεψη Σερρών - Δράμας -Καβάλας 1934
Το καπνεργατικό κίνημα της Καβάλας, η ανάπτυξη του οποίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος, αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη για τους εργαζόμενους σήμερα, που δέχονται την άγρια επίθεση της πλουτοκρατίας και των κομμάτων της, τη διαρκή υπονόμευση από τον εργοδοτικό - κυβερνητικό συνδικαλισμό και καλούνται να απαρνηθούν την τάξη τους, να υποτάξουν τις ανάγκες τους, τα δικαιώματα και τις διεκδικήσεις τους στα επιτρεπτά όρια που ορίζει το κεφάλαιο.
Η γένεση ενός ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος
Η πρώιμη ανάπτυξη μιας μαχητικής, διεκδικητικής παράδοσης στον κλάδο των καπνεργατών δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για τη μετέπειτα διάδοση ριζοσπαστικών ιδεών που αναδείχθηκαν με τη νικηφόρα έκβαση της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης.
Στις 10 Οκτώβρη 1921, εγκρίθηκε με την απόφαση υπ' αριθμόν 64 του Πρωτοδικείου Καβάλας το καταστατικό του ταξικού Σωματείου Καπνεργατών «η Ευδαιμονία», πρόεδρος του οποίου υπήρξε ο Α. Γκρόζος (μετέπειτα Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ). Στο κόκκινο λάβαρο του Σωματείου αναγράφονταν οι λέξεις «Εργάται όλου του κόσμου ενωθήτε», ενώ καθιερωνόταν ως ημέρα εορτασμού η 1η Μάη «καθ' ην εορτάζουσιν οι εργάται όλου του κόσμου». Ενα ιδιαίτερα σημαντικό ποιοτικό χαρακτηριστικό του σωματείου υπήρξε η πολυεθνική του σύνθεση. Το ενδεκαμελές Διοικητικό του Συμβούλιο αποτελούνταν από έξι Χριστιανούς, τέσσερις Μουσουλμάνους και έναν Ισραηλίτη, σε αντιστοιχία με τον εθνολογικό χάρτη των μελών του σωματείου (πριν την Ανταλλαγή των Πληθυσμών).1
Συγκέντρωση διαμαρτυρίας καπνεργατών της Καβάλας, για την εξαγωγή ανεπεξέργαστων καπνών, 3/4/1925
Η διεθνιστική παράδοση του συνδικαλιστικού κινήματος έπαιξε καταλυτικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο η τοπική κοινωνία δέχτηκε εν συνεχεία τους πρόσφυγες της Μικρασίας και του Πόντου στους κόλπους της. Οι ντόπιοι εργάτες έσπευσαν να παράσχουν σε όσους δε γνώριζαν την τέχνη της επεξεργασίας του καπνού την ανάλογη εκπαίδευση και να τους εντάξουν στην παραγωγή. Δεν παρατηρήθηκαν τα κρούσματα ρατσισμού και οι επιθέσεις που έλαβαν χώρα στην υπόλοιπη Ελλάδα. Χάρις την παρέμβαση των ταξικών δυνάμεων το πλεονάζον προσφυγικό εργατικό δυναμικό δεν έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από το κεφάλαιο (όπως συνέβη, για παράδειγμα, σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπου οι πρόσφυγες εργάτες χρησιμοποιήθηκαν από τους εργοδότες, για να χαμηλώσουν τα μεροκάματα του συνόλου της εργατικής τάξης ή ως διασπαστικό παράγοντα στους αγώνες και τις διεκδικήσεις της).2
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 τα ταξικά συνδικάτα είχαν πετύχει μια σχετική εργασιακή ασφάλεια για τα μέλη τους, επιβάλλοντας με τους αγώνες τους ένα σύστημα επεξεργασίας καπνού, το οποίο απαιτούσε περισσότερα εργατικά χέρια για τη διεκπεραίωσή του. Μείωσαν έτσι την ανεργία στον κλάδο και εξασφάλισαν μεγαλύτερη συμμετοχή των εργαζομένων στη διαμόρφωση του μισθολογίου. Πέτυχαν, επίσης, την επιβολή ενός συστήματος πρόσληψης νέων εργατών, στο οποίο οι εργοδότες είχαν σχεδόν μηδαμινά περιθώρια παρέμβασης. Ο καπνεργατικός κλάδος είχε κατακτήσει σημαντικά καλύτερους μισθούς και μειωμένη εργάσιμη ημέρα σε σχέση με το τι ίσχυε γενικά για την εργατική τάξη της μεσοπολεμικής Ελλάδας.
Κρατική παρέμβαση - Οι δύο γραμμές στο συνδικαλιστικό κίνημα
Διαδήλωση καπνεργατών το 1936
Η δυναμική του ταξικού συνδικαλισμού και η ηγεμονία του στον κλάδο των καπνεργατών στη Βόρεια Ελλάδα υπήρξε πρωτοφανής για τα δεδομένα της εποχής. Η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί δεν άφησε αδιάφορες τις Αρχές, οι οποίες εκμεταλλευόμενες την επιβολή του δικτατορικού καθεστώτος Πάγκαλου (1925), έθεσαν σε εφαρμογή ένα πολυσχιδές σχέδιο «αποκομμουνιστοποίησης» του εργατικού κινήματος στην Καβάλα και τα άλλα καπνεργατικά κέντρα του Βορρά.
Το καπνεμπορικό κεφάλαιο από τη μεριά του, εκμεταλλευόμενο τις «ευμενείς» συνθήκες που προσέφερε το καθεστώς Πάγκαλου από τη μια, καθώς και την προσωρινή εξασθένιση του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, πέτυχε στις 11 του Ιούλη 1925 την έκδοση Νομοθετικού Διατάγματος, το οποίο καταργούσε τον ν. 2869/1922 «περί απαγορεύσεως εξαγωγής ανεπεξέργαστων αρωματικών καπνών», απελευθερώνοντας ουσιαστικά την αγορά κατά την κρίση των καπνεμπόρων. Το κεφάλαιο χαιρέτισε την κατάργηση του εν λόγω νόμου, τονίζοντας τις συνέπειες «όταν εν τη χώρα η εμπορική ελευθερία υποβάλλεται εις περιορισμούς δεσμευτικούς και επικίνδυνους διά το κεφάλαιον». Τόνισε δε πως η απελευθέρωση του συστήματος επεξεργασίας του καπνού θα ελάττωνε το κόστος παραγωγής του καθιστώντας το πιο ανταγωνιστικό στη διεθνή αγορά: εξέλιξη που θα ωφελούσε - δήθεν - κεφάλαιο και εργαζόμενους, αντίστοιχα. Η κρίση του καπνού που ακολούθησε (αποτέλεσμα της μονοπωλιακής κατάστασης στη βιομηχανία διεθνώς: μια εξέλιξη για την οποία τα ταξικά συνδικάτα, εξοπλισμένα με τη μαρξιστική - λενινιστική θεωρία είχαν προειδοποιήσει) διέψευσε τους ισχυρισμούς του καπνεμπορικού κεφαλαίου.3
Καπνεργάτριες στον πάγκο επεξεργασίας, σε καπνεργοστάσιο της Καβάλας
Βλέπουμε πως τα επιχειρήματα περί «ανταγωνιστικότητας», περί «ελευθερίας του κεφαλαίου» και περί δήθεν «κοινών συμφερόντων» εργατικής τάξης και κεφαλαίου δεν είναι καινούργια. Ούτε καινούργιο είναι και το φαινόμενο εκμετάλλευσης μιας προσωρινής αδυναμίας του εργατικού κινήματος, προκειμένου να περάσει το κεφάλαιο στην αντεπίθεση, παίρνοντας πίσω κεκτημένα προηγούμενων αγώνων (με την αξιοποίηση ή όχι δικτατορικών καταστάσεων).
Ας επιστρέψουμε, όμως, στις εξελίξεις που δρομολόγησε ο κρατικός παρεμβατισμός από το 1925 και έπειτα, με σκοπό την πολιτική «εκκαθάριση» του κλάδου των καπνεργατών και την «απαγκίστρωσή» του από τον ταξικά προσανατολισμένο συνδικαλισμό. Η οργανωτική διάσπαση στις γραμμές του καπνεργατικού συνδικαλιστικού κινήματος έλαβε χώρα στις αρχές του 1927, όταν οι ηγεσίες των συντηρητικών σωματείων αποφάσισαν την αποχώρηση από την Καπνεργατική Ομοσπονδία Ελλάδας (που καθοδηγούνταν από το ΚΚΕ) και την ίδρυση ξεχωριστής κλαδικής Ομοσπονδίας, η οποία - κατά ειρωνικό τρόπο - ονομάστηκε Ενωτική Ομοσπονδία Καπνεργατών και Στοιβαδόρων Ελλάδος (ΕΟΚΣΕ). Η διασπαστική αυτή κίνηση δεν πραγματοποιήθηκε δίχως σοβαρές ενστάσεις και αντιδράσεις στη βάση των σωματείων που πρωτοστάτησαν για την πραγματοποίησή της. Οι εργαζόμενοι εκείνοι, αν και ιδεολογικά αντίθετοι ή αδιάφοροι προς τον κομμουνισμό, δεν είδαν θετικά μια εξέλιξη που ουσιαστικά επέφερε ένα σημαντικό πλήγμα στη διεκδικητική ικανότητα μιας έως τότε μαζικής και ενωμένης Ομοσπονδίας.
Α' Ενωτικό Συνέδριο καπνεργατών και στοιβαδόρων στην Καβάλα, τον Μάρτη του 1927
Μια από τις πρώτες συνέπειες του διαχωρισμού των συνδικαλιζομένων καπνεργατών σε συντηρητικούς και κομμουνιστές, ήταν η υιοθέτηση της πρακτικής εκ μέρους μιας μερίδας καπνεμπόρων να προσλαμβάνουν για εργασία αποκλειστικά εργάτες - μέλη συντηρητικών σωματείωνΟι εργοδότες προτιμούσαν βεβαίως να προσλαμβάνουν εργατική δύναμη καθ' υπόδειξη των συγκεκριμένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες διασφάλιζαν για αυτούς την απαραίτητη «εργασιακή ειρήνη» στον χώρο δουλειάς. Σαφής όσο και χαρακτηριστικός ως προς αυτό είναι ο «κανονισμός πειθαρχίας στοιβαδόρων» του Σωματείου «η Αγάπη» (μέλους της νεοϊδρυθείσας ΕΟΚΣΕ), στον οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων: «Πας Στοιβαδόρος οφείλει να είναι πειθαρχικός εντός του Καταστήματος, συμπεριφερόμενος καλώς τόσον έναντι του αρχιεργάτου και Διευθυντού του Καταστήματος, όσον και έναντι του Πληρεξούσιού του συμμορφούμενος με την τυχόν δοθησομένην αυτού οδηγίαν...».4
Τα μέτρα αυτά γνώρισαν ορισμένο βαθμό επιτυχίας, ιδιαίτερα στο να ωθούν μακροχρόνια άνεργους καπνεργάτες να ενταχθούν στα συντηρητικά σωματεία, προκειμένου να εξασφαλίσουν κάποια μεροκάματα. Βρέθηκαν ωστόσο συχνά αντιμέτωπα με την αποφασιστική αντίσταση που πρόβαλλε ο ταξικός συνδικαλισμός, του οποίου η ισχυρή παρουσία σε πολλές επιχειρήσεις πέτυχε στο να αποτρέψει σημαντικές «απώλειες». Η τακτική πρόσληψης εργατών, που ανήκαν σε συντηρητικά σωματεία, εφαρμόστηκε επίσης και ως μέσο αποδυνάμωσης των απεργιακών αγώνων. Οι απεργοσπαστικές αυτές μεθοδεύσεις εργοδοσίας και εργοδοτικού συνδικαλισμού οδήγησε - σε ουκ ολίγες περιπτώσεις - στη βίαιη αντίδραση των απεργών, ανεξαρτήτου πολιτικής αποχρώσεως, αναγκάζοντας τους απεργοσπάστες να μεταφέρονται στα εργοστάσια με τη συνοδεία αστυνομικών αρχών.5
Ωρα ξεκούρασης για καπνεργάτες και καπνεργάτριες στην Καβάλα επί τουρκοκρατίας (1890 - 1900)
Επιπλέον, τα «κίτρινα» σωματεία εκμεταλλεύτηκαν τα λοκ-άουτ των καπνεμπόρων (όπως για παράδειγμα τον Μάη του 1927), προκειμένου να προσεγγίσουν μέλη των «κόκκινων» και να εξαγοράσουν την αλλαγή συνδικαλιστικού στρατοπέδου με αντάλλαγμα την εξασφάλιση εργασίας. Την ίδια ώρα, λοιπόν, που τα «όργανα ασφαλείας» συλλάμβαναν τους κομμουνιστές συνδικαλιστές και τα ταξικά συνδικάτα καλούσαν σωματειακές συνελεύσεις, «εκ παραλλήλου προς τας ενέργειας των Κομμουνιστών», όπως αναφέρει και η εφημερίδα «Κήρυξ» στο φύλλο της στις 27 Μάη 1927, «οι ενωτικοί συντηρητικοί επέδειξαν την εκ των περιστάσεων επιβαλλόμενην δραστηριότηταν». Ποια ήταν αυτή; «Ούτω από πρωίας κατήρτισαν συνεργεία τα οποία ενέγραφον τους διαρρέοντας εκ της ΚΕΚ ταξικά σωματεία και εξέδιδον δελτία εργασίας εις τα μέλη των Σωματείων "Πρόοδος" και "Αγάπη"». Ο απολογισμός κρίθηκε ικανοποιητικός: «Η παρατηρηθείσα διαρροή ανέρχεται κατά την πρώτην ημέραν του λοκ-άουτ εις 15% επί του όλου των καπνεργατών».6
Συνεπεία του γενικευμένου αποκλεισμού των ταξικών συνδικαλιστικών οργανώσεων από τη δύναμη του κρατικά ενσωματωμένου συνδικαλισμού (βλέπε 4ο Συνέδριο ΓΣΕΕ), ξεκίνησαν την περίοδο 1928 - 1929 οι διεργασίες για τη συγκρότηση μιας εναλλακτικής, ταξικά προσανατολισμένης Συνομοσπονδίας εργατών. Οι ζυμώσεις και προετοιμασίες ενόψει του επερχόμενου Συνεδρίου της υπό σύσταση Ενωτικής ΓΣΕΕ εκτιμήθηκαν ως «επιτυχέστατες». Πάνω από 3.500 καπνεργάτες στην Καβάλα συμμετείχαν στις διαδικασίες εκλογής αντιπροσώπων.
Η ισχυρή παρουσία των καπνεργατών στα πλαίσια του νέου συνδικαλιστικού οργανισμού αντικατοπτριζόταν και στη σύνθεση του κεντρικού καθοδηγητικού του οργάνου: 7 από τα 25 μέλη του ήταν καπνεργάτες. Μία δε ήταν καπνεργάτρια (η εκλογή γυναίκας εργάτριας σε ανώτατο συνδικαλιστικό όργανο αποτελούσε πραγματικά σπάνιο φαινόμενο για τη χρονική περίοδο που εξετάζουμε).7
Αξίζει να τονιστεί η επιμονή του Κομμουνιστικού Κόμματος στην όσο το δυνατόν ευρύτερη και ενεργότερη συμμετοχή των γυναικών, τόσο στις κομματικές όσο και στις συνδικαλιστικές διεργασίες και δραστηριότητες. Το ΚΚΕ ενθάρρυνε την παρουσία γυναικών στα ανώτερα διοικητικά όργανα σωματείων και οργανώσεων, ενώ προωθούσε σταθερά τη δημιουργία γυναικείων επιτροπών στα εργοστάσια, καθώς και την ίδρυση - και ενίσχυση των ήδη υπαρχόντων - επαγγελματικών μορφωτικών ομίλων στα Εργατικά Κέντρα. Από την άλλη μεριά, αντιτάχθηκε με συνέπεια σε οποιαδήποτε μορφή οργανωτικού (ή άλλου) διαχωρισμού των γυναικών από το υπόλοιπο εργατικό κίνημα, φαινόμενο διόλου ασύνηθες για τα κοινωνικά δεδομένα της μεσοπολεμικής Ελλάδας.8
Σύντομα, ο ρόλος του κρατικά ενσωματωμένου συνδικαλισμού άρχισε να αποκαλύπτεται, δρομολογώντας την τελική του χρεοκοπία. Αναφερόμενος στη μεγάλη απεργία του 1928, ο Επιτελάρχης Φεσσόπουλος του Δ΄ Σώματος Στρατού, τόνισε: «Οφείλω να ομολογήσω ότι οι Αρχηγοί των συντηρητικών εξελιπάρησαν ελαχίστην, έστω και εικονικήν, αύξησιν του ημερομισθίου διά να καταφέρουν ούτω βαρύ πλήγμα κατά της κομμουνιστικής παρατάξεως. Προσέκρουσαν όμως εις την κατηγορηματικήν άρνησιν των Καπνεμπόρων. Κατόπιν υπέδειξαν εις τας τοπικάς Αρχάς όπως βοηθήσουν τα λοιπά υπ' αυτούς Σωματεία και επιτύχουν τινά των αιτημάτων των ίνα ανεξαρτήτως της επιτυχίας ή μη του Καπνεργατικού αγώνος, αποδειχθεί ότι τα υπό τους συντηρητικούς Σωματεία πέτυχαν κάτι. Εσημείωσαν την αυτήν αποτυχίαν».9
Καταλήγοντας δε ο Γ. Φεσσόπουλος στην Εκθεσή του έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου αναφορικά με το μέλλον του κρατικά ενσωματωμένου συνδικαλισμού στον κλάδο των καπνεργατών: «Οφείλω να τονίσω ότι εάν η συντηρητική παράταξις δεν τύχει της αμερίστου λελογισμένης ηθικής ενισχύσεως του Κράτους και της Κοινωνίας, οι κομμουνισταί θ' αναλάβουν και πάλιν την επιρροήν την οποίαν μέχρι του 1926 είχον παρά τοις Καπνεργάταις».10
Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τεθεί φραγμός σε αυτό που διαφαινόταν από τις Αρχές ως μια ασυγκράτητη μετατόπιση προς τον «κόκκινο» συνδικαλισμό, αποφασίστηκε από την Επιτροπή Ασφάλειας της πόλης στα τέλη του ίδιου έτους η εκτόπιση ολόκληρου του Διοικητικού Συμβουλίου της Καπνεργατικής Ενωσης Καβάλας.
Παρ' όλα αυτά, κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1920, η πλάστιγγα έγερνε σαφέστατα υπέρ του ταξικού συνδικαλισμού. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε η Οργάνωση Καβάλας του ΚΚΕ στο Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος (17 Μάη 1929), το ταξικό Εργατικό Κέντρο της πόλης μετρούσε στις γραμμές του 15 σωματεία με συνολική αριθμητική δύναμη μελών 10.997 εργάτες. Ταυτόχρονα, ο αριθμός των καπνεργατών που καταγράφηκαν ως ανήκοντες στα συντηρητικά σωματεία δεν ξεπερνούσε τους 700 - 800.11
Το εργατικό κίνημα στη δεκαετία του 1930
Στην αυγή της δεύτερης δεκαετίας της μεσοπολεμικής περιόδου είχε πλέον αρχίσει να αποκρυσταλλώνεται στη συνείδηση της πλειοψηφίας των καπνεργατικών μαζών η εξής άποψη που διατυπώθηκε από έναν μη κομμουνιστή καπνεργάτη της εποχής: «Το κίτρινο σωματείο ήταν συνεργάτες με τους εμπόρους. Και λέγανε (οι καπνέμποροι), πάτε στα καπνομάγαζα σαν σωματείο να λύσετε την απεργία. Και έρχονταν αυτοί, τους ξέραμε εμείς ποιοι είναι αυτοί... είναι συνεργάτες των εμπόρων και παίρνουν λεφτά από τους εμπόρους για να σπάσουν τους αγώνες των καπνεργατών... Προδότες στο εργατικό κίνημα».12
Επιπροσθέτως αξίζει να παραθέσουμε ακόμη μια μαρτυρία, ενός συντηρητικού αυτή τη φορά συνδικαλιστή καπνεργάτη, όπου περιγράφει πώς πέρασε στα χέρια των «κίτρινων» το σωματείο στο οποίο ανήκε και το οποίο προηγουμένως βρισκόταν υπό αριστερή ηγεσία. Αναφέρει λοιπόν πως «η ασφάλεια τους κυνηγούσε (τους αριστερούς) και τους μάζεψε και τους έστειλε εξορία ορισμένα πρόσωπα και το σωματείο έμεινε στο έλεος και τότε επέμβηκα εγώ στη μέση και επειδή δεν ανήκω στον αριστερισμό, επήγα στην ασφάλεια και ζήτησα την προστασία, γιατί ο τρόπος αυτός προστάτευε τους εργαζόμενους»! Πώς μεταφραζόταν πρακτικά αυτή η «προστασία»; Στο παρελθόν «τα αφεντικά, όσα ήθελαν μας πληρώνανε και όποτε ήθελαν μας πληρώνανε. Ενώ όταν έγινε η κοινοπραξία αυτή επαίρναμε κανονικά το μισθό μας και πληρωνόμασταν από το σωματείο. Και δεν εχάναμε ούτε μεροκάματο, ούτε ένσημα χάναμε. Και επαίρναμε και ακέραιο το μισθό μας όσο μας ανήκε το κράτος».13
Η ανάμειξη των Αρχών και ειδικότερα της Ασφάλειας στη λειτουργία των σωματείων και τη διαδικασία πρόσληψης εργατών δημιούργησε ευρεία αναστάτωση και δέχτηκε δριμεία κριτική από τον τοπικό Τύπο: «Αι καπνεργατικαί μάζαι, η κοινωνία μας ολόκληρος ευρίσκεται εν αναστατώσει και αναβρασμώ διά τας αυθαιρέτους, πρωτακούστους και καταπληκτικάς ενεργείας του Τμήματος Ασφάλειας, το οποίον απαγορεύει εις τας καπνικάς επιχειρήσεις να προσλαμβάνουν εργάτας άνευ της εγκρίσεώς του».14
Η εφημερίδα «Πρωινά Νέα» μάλιστα κατήγγειλε συγκεκριμένα τον ίδιο τον ανθυπασπιστή Αλεξάκη, ο οποίος «υποκαθιστών τον Γενικόν Διευθυντήν, τον Διευθυντήν, τον Γενικόν Αρχιεργάτην και ολόκληρον το προσωπικόν της Εταιρίας Γκλεν μετέβη χτες και απέλυσεν αυθαιρέτως "για να βάλει τους δικούς του!" όπως είπε, δύο καπνεργάτας, χαρακτηρίσας αυτούς κομμουνιστάς». Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, «η υπό του Αλεξάκη εκδίωξις εργατών εκ των αποθηκών της "Γκέρυ" αποτελεί απαρχήν εφαρμογής ενός ανελεύθερου και μεσαιωνικού μέτρου, όπερ έχει η ειδική ασφάλεια κατά νουν να εφαρμόσει. Το μέτρο τούτο συνίσταται εις το εξής: Εχει συνταχθεί κατάλογος συμπαθούντων κομμουνιστών, περιλαμβάνων περί τους 1.000 καπνεργάτας ...οι οποίοι θα αποκλεισθούν της εργασίας».15
Τα θύματα αυτής της πρακτικής βέβαια δεν ήταν πάντοτε ή κατ' αποκλειστικότητα κομμουνιστές - ούτε καν συμπαθούντες σε πολλές περιπτώσεις - αλλά απλοί ριζοσπαστικοί, δημοκρατικοί πολίτες, τμήμα μιας ολοένα αυξανόμενης μερίδας ανθρώπων, προερχόμενων από όλα σχεδόν τα κοινωνικά στρώματα, τα οποία σταδιακά αποξενώνονταν από το κρατούν καθεστώς. Βλέπετε, ο αντικομμουνισμός ποτέ δεν περιορίστηκε στους κομμουνιστές, αλλά επεκτάθηκε, πάντοτε καταπατώντας κάθε ελευθερία και δικαίωμα.
Την ίδια περίοδο τα σκάνδαλα που συγκλόνιζαν τον κρατικά ενσωματωμένο συνδικαλισμό, καθώς και η κατακραυγή που προξένησαν ήταν τέτοιου μεγέθους ώστε ο Επιθεωρητής Εργασίας αναγκάστηκε να επέμβει. Ετσι στα τέλη του 1933 διενεργήθηκε διοικητικός έλεγχος στο συντηρητικό Πανεργατικό Κέντρο Καβάλας (ιδρυθέν το 1927 ως αντίβαρο του ήδη υπάρχοντος Εργατικού Κέντρου της πόλης που καθοδηγούνταν από τους κομμουνιστές). «Εκ του διενεργηθέντος ελέγχου» ακολούθως «διεπιστώθη ότι το Πανεργατικόν Κέντρον από του 1927 και εντεύθεν δεν αποτελεί παρά μιαν ανεπίσημον οργάνωσιν, μιαν Ιδιωτικήν Εταιρίαν, η οποία κακώς υφίστατο, κακώς εξεπροσώπει τας εργατικάς οργανώσεις, κακώς ενισχύετο από τον Δήμον, κακώς υφίστατο, κακώς εισέπραττε και διεχειρίζετο χρήματα ανεγνωρισμένων Σωματείων, κακώς, κάκιστα υφίστατο μέχρι σήμερον». Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση του Επιθεωρητή Εργασίας, λοιπόν, η δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση που συνένωνε τα «κίτρινα» σωματεία της πόλης λειτουργούσε ως ιδιωτική επιχείρηση, διαχειριζόμενη κατά το δοκούν διόλου ευκαταφρόνητα χρηματικά κονδύλια, τα οποία προέρχονταν τόσο από εργατικές εισφορές, όσο και από την τοπική αυτοδιοίκηση.16
Η άνοδος του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος βεβαίως υπήρξε κυρίως το αποτέλεσμα της όξυνσης της ταξικής πάλης σε συνδυασμό με την πολιτική (τακτική και στρατηγική) του ίδιου του κινήματος. Σημαντικό σταθμό στην ιστορία των κινητοποιήσεων που γνώρισε η πόλη στη δεκαετία του 1930 αποτέλεσε η απεργία που πραγματοποιήθηκε στα τέλη του Ιούλη 1933, με αφορμή την απόλυση εργαζομένων στην καπνοβιομηχανία «Γκλεν». Τα αντανακλαστικά της εργατικής τάξης στην Καβάλα ενήργησαν με αξιοθαύμαστο τρόπο: Σχεδόν ταυτόχρονα με τη διάδοση της είδησης για την απόλυση των συναδέλφων τους κατέβηκαν αλληλέγγυοι σε στάση διαμαρτυρίας οι εργαζόμενοι σε άλλα τέσσερα καπνεργοστάσια. Την επομένη όλες οι καπνεργατικές εταιρείες είχαν βάλει λουκέτο, ενώ γενική απεργία κήρυξαν και οι επαγγελματίες της πόλης. Την ίδια μέρα κατέβηκαν σε 24ωρη απεργία συμπαράστασης οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης, ενώ κινητοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν και στον Πειραιά.
Ο απεργιακός αναβρασμός, ο οποίος εξαπλώθηκε αστραπιαία σε όλους τους κλάδους, έληξε τελικά στις 26 του μηνός με νίκη των εργατών: Μεροκάματο σύμφωνα με το κόστος ζωής, οκτάωρο, για ίση δουλειά ίσο μεροκάματο για τις γυναίκες. Ενίσχυση του Ταμείου Ασφάλισης Καπνεργατών από την Κυβέρνηση. Επιδόματα ανεργίας για τους άνδρες και τις γυναίκες σε όλο το διάστημα της ανεργίας. Πλήρης ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη. Ελεύθερη λειτουργία της ταξικής Καπνεργατικής Ενωσης Καβάλας και του Εργατικού Κέντρου.Δικαιολογημένα, λοιπόν, ο «Ριζοσπάστης» έκανε λόγο στις 26 Ιουλίου 1933 για την «τεράστια σημασία της νίκης της Καβάλας», υπογραμμίζοντας πόσα πολλά μπορούσαν να πετύχουν πραγματικά οι «ανεξάντλητες δυνάμεις της εργατιάς». Αντίστοιχα η Ενωτική ΓΣΕΕ μίλησε για «νίκη του ενιαίου μετώπου από τα κάτω».17
Και η απεργία στα καπνομάγαζα της Καβάλας την περίοδο του μεσοπολέμου δεν ήταν απλή υπόθεση. Ενας καπνεργάτης της εποχής θυμάται με ιδιαίτερη παραστατικότητα: «Ολη η Καβάλα στο πόδι. Εφτά μέρες κλεισμένοι μέσα. Τα παράθυρα ανοιχτά και φωνάζαμε εκεί. Πεινούσαμε. Νερό δεν είχαμε. Από έξω γυρνούσαν οι περιπολίες, η αστυνομία, ο στρατός. Και μας απειλούσαν με δακρυγόνα αέρια... Θα σας κάψουμε, θα σας ρημάξουμε, θα σας ρίξουμε αέρια. Εμείς τίποτα. Τι οργάνωση τότε, η οργάνωση του σωματείου τότες!».18
Το «Πρωτόκολλο της Καβάλας»: Μια σημαντική νίκη των ταξικών δυνάμεων
Ο αντίκτυπος της απεργίας του Ιούλη 1933 υπήρξε τεράστιος. Αφότου οι πρώτες προσπάθειες για διαπραγμάτευση μεταξύ των Αρχών και της εργοδοσίας με τα συντηρητικά σωματεία για τη λύση της απεργίας κατέληξαν σε ναυάγιο - μιας και οι καπνεργάτες δεν αναγνώριζαν πλέον σε αυτούς τους αντιπροσώπους τους - αναγκάστηκαν να έρθουν σε επίσημες συνομιλίες με την ταξική Καπνεργατική Ενωση Καβάλας (ΚΕΚ): Μια οργάνωση, ωστόσο, την οποία είχαν θέσει εκτός νόμου μόλις ένα μήνα πριν, στέλνοντας ολόκληρο το Διοικητικό της Συμβούλιο σε 30μηνη εξορία στους Αντιπαξούς. Το γεγονός ότι οι επίσημες αρχές, οι αντιπρόσωποι του κράτους και των καπνεμπόρων αναγκάστηκαν να κάτσουν στο ίδιο τραπέζι και να διαπραγματευτούν με μια συνδικαλιστική οργάνωση, που επισήμως δεν υπήρχε καν, υπήρξε αναμφισβήτητα η πιο κραυγαλέα αναγνώριση της ηγεμονίας του ταξικού συνδικαλισμού. Η πιο τρανταχτή επιβεβαίωσή του ως του πραγματικού εκπροσώπου των συμφερόντων της εργατικής τάξης της πόλης.19
Σημαντικότατο αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων υπήρξε η υπογραφή του λεγόμενου «Πρωτοκόλλου της Καβάλας», το οποίο όμως δε θα γίνει εν συνεχεία σεβαστό από τις Αρχές. Σύντομα ακολούθησε κύμα μαζικών διώξεων και εκτοπίσεων εργαζομένων.
Οι εξελίξεις που δρομολόγησε η δυναμική του ταξικού συνδικαλισμού στην Καβάλα προβλημάτισαν έντονα τις Αρχές. Ενδεικτική του κλίματος που επακολούθησε της υπογραφής του «Πρωτοκόλλου της Καβάλας» είναι η επιστολή του εισαγγελέα Καβάλας προς τον εισαγγελέα Εφετών Θράκης, η οποία δημοσιεύτηκε από πολλές τοπικές και εθνικές εφημερίδες.
Ο εισαγγελέας της Καβάλας υπέδειξε ως τον κατάλληλο δρόμο για την «εξυγίανση» της κοινωνίας κατά τα σχετικά πρότυπα της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας, ενώ παράλληλα εκθείασε τα «θετικά αποτελέσματα» προληπτικών ενεργειών που εφαρμόστηκαν σε γειτονικές χώρες, όπως μαζικές διώξεις, θανατικές καταδίκες κλπ. Καταλήγοντας, δε, πρότεινε να απαγορευτεί «εις τους κομμουνιστάς το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι» κατά το παράδειγμα της Ελβετίας, καθώς και την απαγόρευση της εισόδου «αυτών εις τας δημόσιας υπηρεσίας». Ενα ακόμα δείγμα του φλερτ μεταξύ αστικής τάξης και φασισμού, που συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της Κατοχής και το οποίο η κυρίαρχη ιστοριογραφία επιχειρεί εδώ και δεκαετίες να αποκρύψει.
Αντικομμουνισμός και διώξεις
Ο αντικομμουνισμός και οι διώξεις υπήρξαν αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της αστικής πολιτικής καθ' όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου, λαμβάνοντας ποικίλες μορφές και εκφράσεις. Η ύπαρξη «κομμουνιστικής συνωμοσίας», για παράδειγμα, αποτέλεσε ένα από αγαπημένα επαναλαμβανόμενα μοτίβα του αντικομμουνισμού. Ετσι, με αφορμή την πυρκαγιά που ξέσπασε στο κέντρο της πόλης το Μάη του 1931, ορισμένοι υπήρξαν ταχύτατοι στο να υποδείξουν τους «ενόχους»: «Πρόκειται περί καθαράς ενεργείας Κομμουνιστών», έγραφε η εφημερίδα «Κήρυξ», «οι οποίοι, επωφελούμενοι της επικρατούσης δυστυχίας και κοινωνικής αβεβαιότητας, προσπαθούν να δημιουργήσουν διά της μεθόδου των εμπρησμών μιαν αναρχικήν τρομοκρατίαν διά την εργατούπολίν μας».20
Οι «αποκαλύψεις» αυτές συνοδεύτηκαν βεβαίως και από τη λήψη ανάλογων προληπτικών μέτρων: Προσαγωγές, συλλήψεις και σύγκληση της Επιτροπής Ασφάλειας για το «σχεδιασμό περαιτέρω δράσεως».21
Παράλληλα καταβλήθηκαν σημαντικές προσπάθειες για την «αποσύνδεση» του πολιτικού στοιχείου (και ιδίως του κομμουνιστικού) από το συνδικαλιστικό, τονίζοντας πως «έχομεν ανάγκην συνεργασίας και ουχί πάλης των τάξεων».22
Οι δίκες, στις οποίες παραπέμπονταν διωκόμενοι πολλοί αγωνιστές, συνδικαλιστές, ακόμα και μαθητές, μέλη ή οπαδοί του ΚΚΕ και της ΟΚΝΕ, μετατρέπονταν συχνά σε πλατφόρμες καταγγελίας της εργοδοτικής και κρατικής τρομοκρατίας, προβολής των θέσεων του Κόμματος, συσπείρωσης και ανάτασης του ηθικού των εργαζομένων, κινητοποιώντας εκατοντάδες - ή ακόμα και χιλιάδες σε ορισμένες περιπτώσεις - λαού. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο αποχαιρετισμός των συναγωνιστών που στέλνονταν εξορία λάμβανε πολλές φορές διαστάσεις κορυφαίου κοινωνικοπολιτικού γεγονότος. Στο βιογραφικό του σημείωμα, ένας μαθητής τότε του Δημοτικού, ανέφερε σχετικά με τον αντίκτυπο τέτοιων γεγονότων: «Παιδιά της 6ης Δημοτικού μαζευόμασταν στις Γραμμές του τρένου και φωνάζαμε σε αυτούς που έστελναν εξορία "εσείς αν φεύγετε, εμείς μεγαλώνουμε"».23
Η «κόκκινη δημαρχία»
Ωστόσο, παρά την ένταση και την έκταση του αντικομμουνισμού, παρά την πληθώρα των κατασταλτικών μεθόδων που επιστρατεύθηκαν από τις Αρχές (τοπικές, περιφερειακές και εθνικές), η ανοδική πορεία του Κομμουνιστικού Κόμματος, όχι μόνο δεν κατέστη εφικτό να ανακοπεί, αλλά καθώς πλησίαζαν οι τοπικές εκλογές του 1934, το ενδεχόμενο μιας κομμουνιστικής πλειοψηφίας φάνταζε όλο και πιο αναπόφευκτο. Οι προεκλογικές περίοδοι στην Καβάλα δε διέφεραν και πολύ από την υπόλοιπη χώρα, συνοδευόμενες δίχως εξαίρεση από παρενοχλήσεις υποψηφίων, διώξεις μελών, οπαδών και φίλων του Κόμματος και ούτω καθ' εξής. Ετσι, παρότι το ΚΚΕ δεν ήταν (επισήμως τουλάχιστον) παράνομο, οι μετέχοντες στην προεκλογική προσπάθεια του Κόμματος συλλαμβάνονταν ακόμα και μέσα από το εκλογικό του κέντρο. Βάσει του Ιδιωνύμου, καθίσταντο παράνομοι «διότι κατείχον κομμουνιστικάς προκηρύξεις»!24
Οι δημοτικές εκλογές του 1934 υπήρξαν οι πιο πολωμένες στη μεσοπολεμική ιστορία της πόλης. Τα δύο μεγάλα αστικά κόμματα των Φιλελευθέρων και των Λαϊκών, όντας αντιμέτωπα με το ενδεχόμενο εκλογής κομμουνιστή δημάρχου στην Καβάλα, αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους πίσω από έναν κοινό υποψήφιο. Η εφημερίδα «Ταχυδρόμος» έγραφε στις 21 Μαΐου 1933: «Κατόπιν των αποτελεσμάτων των τελευταίων βουλευτικών εκλογών κατά τας οποίας το ήμισυ των ψηφοφόρων της πόλεώς μας εψήφισαν το ψηφοδέλτιον του Ενιαίου Μετώπου (κομμουνιστών), τα διάφορα αστικά κόμματα, διά να αντιμετωπισθεί η ενδεχόμενη εκλογή κομμουνιστού υποψηφίου, προσεπάθησαν να επιτευχθεί η υπόδειξις κοινού υποψηφίου όλων των κομμάτων». Αντίστοιχα τα «Πρωινά Νέα», «στρατευμένα» και αυτά στον κοινό αγώνα, εξήραν τον «αλτρουισμό» των αστικών κομμάτων που κατάφεραν να παραμερίσουν τις μεταξύ τους διαφορές προκειμένου να σωθεί η πόλη από την ηθική και πολιτική «κατάπτωση»: «Είναι προφανές ότι ο κίνδυνος αυτός ήνωσε δύο κόσμους πολιτικώς αντιθέτους, διότι μόνον διά της ενώσεως αυτής αποσοβείται ο κίνδυνος του να παρουσιασθεί η Καβάλα των ευγενών και δημοκρατικών ιδεωδών ως αναρχούμενη και μπολσεβικοκρατούμενη».25
Πόσο εύκολα οι δυνάμεις του δικομματισμού τότε παραμέρισαν τις φαινομενικά αγεφύρωτες διαφορές τους (και μιλάμε για τις αντίπαλες δυνάμεις του λεγόμενου «Εθνικού Διχασμού») μπροστά στον «κίνδυνο» του ανερχόμενου λαϊκού κινήματος!
Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων γέμισαν με τίτλους όπως «Προτιμήσατε μεταξύ αστισμού και κομμουνισμού»! Ο «Ριζοσπάστης» από την άλλη μεριά τόνιζε πως η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο εκλογικών μπλοκ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια αναγωγή της ταξικής πάλης στο επίπεδο των τοπικών εκλογών: Εκπρόσωποι της εργατικής εναντίον των εκπροσώπων της αστικής τάξης.26 Η ταξική διαφοροποίηση των δύο παρατάξεων αντικατοπτριζόταν στην πράξη και στην κοινωνική σύνθεση των συνδυασμών τους. Ο λεγόμενος «συνδυασμός των εθνικών μας κομμάτων» περιελάμβανε 28 άτομα, εκ των οποίων κανένας δεν προερχόταν από τα φτωχά λαϊκά στρώματα, κανείς δεν ήταν απλός εργάτης ή αγρότης. Σε αντίθεση, ο εκλογικός συνδυασμός του Ενιαίου Μετώπου (ΚΚΕ) αποτελούνταν στην πλειοψηφία του από καπνεργάτες, τρεις εκ των οποίων βρίσκονταν στην εξορία για τη συνδικαλιστική τους δράση.27 Το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν ένας θρίαμβος για το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο έλαβε πάνω από το 50% των ψήφων - το υψηλότερο εκλογικό ποσοστό του στην πόλη έως τότε.
Η πρώτη συνεδρίαση του «κόκκινου» Δημοτικού Συμβουλίου πραγματοποιήθηκε ανοικτών των θυρών, με τους εργάτες να κατακλύζουν κυριολεκτικά την αίθουσα. Οι αλλαγές στο χαρακτήρα και τη νοοτροπία της νεοεκλεγείσας Δημοτικής Αρχής καταγράφηκαν από τον ανταποκριτή του «Ταχυδρόμου», ο οποίος δεν παρέλειψε να επισημάνει πως ακόμα και οι σύμβουλοι της μειοψηφίας «διεπίστωσαν ότι μαζί με τα πρόσωπα άλλαξαν και οι μέθοδοι της διοικήσεως... Πότε αφίχθησαν οι σύμβουλοι της πλειοψηφίας δεν ηδυνήθημεν να το εξακριβώσωμεν. Λόγω της εργατικής της εμφανίσεως δεν εγένετο αισθητή η εμφάνισίς των. Και μόνο όταν κατέλαβον με την έναρξιν της συνεδριάσεως τας θέσεις των προέβημεν εις την ...αναγνώρισίν των!»
Πρώτο θέμα στην ατζέντα: Η έγκριση χορήγησης επιδόματος στους ανέργους ύψους 200.000 δραχμών. Οι αντιδράσεις της «αστικής» αντιπολίτευσης, αν και μετρημένες, δεν επέτρεψαν την υπερψήφιση του μέτρου. Και αυτό γιατί η «κόκκινη» πλειοψηφία βρισκόταν ουσιαστικά ...στη μειοψηφία: Δύο από τους νεοεκλεγέντες κομμουνιστές δημοτικούς συμβούλους δε μετείχαν στην ψηφοφορία γιατί ήταν εξόριστοι. Τελικά όμως - και υπό την πίεση των εργαζομένων που παρευρίσκονταν στην αίθουσα - οι σύμβουλοι της «μειοψηφίας» αναγκάστηκαν να συμφωνήσουν στη χορήγηση τουλάχιστον του ποσού των 150.000 δραχμών. Η κατάκτηση αυτή υπέρ των εργαζομένων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, τα οποία δοκιμάζονταν έντονα από την ανεργία και την ανέχεια, δεν ήταν η μόνη που πέτυχε η «κόκκινη» δημαρχία στη σύντομη διάρκεια της θητείας της. Ανάμεσα στα μέτρα που ελήφθησαν σχεδόν από την επομένη της ανάληψης των καθηκόντων της περιλαμβάνονταν: Δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (που ως τότε χορηγούνταν επί πληρωμή), αγορά φαρμάκων με έξοδα της τοπικής αυτοδιοίκησης για τους μη έχοντες, άμεση καταγραφή των απόρων της πόλης ώστε να τους δοθεί ειδικό επίδομα κ.ά.28
Στο σύντομο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της εκλογής του «κόκκινου» Δημοτικού Συμβουλίου και της ουσιαστικής κατάλυσής του, πραγματοποιήθηκαν διάφορες ενέργειες για την υπονόμευσή του: Οι κομμουνιστές δημοτικοί σύμβουλοι παρενοχλούνταν επανειλημμένως από τις αστυνομικές αρχές, διώκονταν, συλλαμβάνονταν ή απολύονταν από τις εργασίες τους.29
Δύο μόλις μήνες μετά τις δημοτικές εκλογές, ο δήμαρχος και το σύνολο της «πλειοψηφούσας» παράταξης βρέθηκαν ενώπιον της δικαιοσύνης διωκόμενοι βάσει του Ιδιωνύμου! Ως μάρτυρες κατηγορίας στη δίκη εκλήθησαν να καταθέσουν οι: Ι. Καλλέργης (επιτελάρχης Δ΄ Σώματος Στρατού), Στ. Μπριλλάκης (διοικητής Χωροφυλακής), Γ. Δούλος (αντισυνταγματάρχης Μηχανικού), Ε. Αλεξάκης (ανθυπασπιστής του Τμήματος Ασφάλειας), τρεις άλλοι από την αστυνομία και το στρατό, καθώς και δύο συνδικαλιστές της «συντηρητικής παράταξης».
Το κατηγορητήριο κατέρρευσε και ο δήμαρχος κρίθηκε αθώος από τις δικαστικές αρχές. Ωστόσο, άλλα πέντε μέλη του «κόκκινου» Δημοτικού Συμβουλίου καταδικάστηκαν με το Ιδιώνυμο, συρρικνώνοντας ακόμα περισσότερο την παρουσία των κομμουνιστών σε αυτό. Αλλά ούτε και ο ίδιος ο «κόκκινος» δήμαρχος θα διαφύγει τελειωτικά της καταδιωκτικής μανίας των Αρχών: Στις 14 Ιουλίου 1934 γνωστοποιήθηκε η δίμηνη (προσωρινή) παύση του δημάρχου έπειτα από νομαρχιακή απόφαση, το περιεχόμενο της οποίας δεν ανακοινώθηκε, με το αιτιολογικό ότι ήταν «εκ φύσεως εμπιστευτική». Δώδεκα ημέρες μετά παύτηκε και ο κομμουνιστής δήμαρχος Σερρών.30
Το Κομμουνιστικό Κόμμα βέβαια είχε γνώση των περιορισμών που αναπόφευκτα επιβάλλονταν σε μια εκλεγμένη κομμουνιστική Αρχή σε συνθήκες κυριαρχίας της αστικής τάξης σε εθνικό επίπεδο. Σε προεκλογική του προκήρυξη για τις τοπικές εκλογές το Ενιαίο Μέτωπο ξεκαθάριζε πως «...μέσα στο σημερινό αστικό κράτος δεν πρέπει να γελιόμαστε ότι είναι δυνατό να υπάρξει καμιά δημοτική εξουσία στα χέρια των κομμουνιστών τη στιγμή κατά την οποία βρίσκεται κάτω από το πέλμα του κρατικού μηχανισμού. Η δημοτική αρχή είναι όργανο για την πραγματοποίηση της πολιτικής της μπουρζουαζίας... Η πραγματοποίησις του προγράμματός μας προβλέπει ένα διαρκή αγώνα, μια μαζική πίεση και έξω από το Δήμο. Η αναπόφευκτη σύγκρουση με τον κρατικό μηχανισμό δε θα μας εμποδίσει καθόλου να χρησιμοποιήσουμε το Δήμο για την εξυπηρέτηση των φτωχών εργαζομένων με οποιουσδήποτε τρόπους σε οποιεσδήποτε περιστάσεις...».31
Αξίζει να σημειωθεί για την Ιστορία πως τέσσερις από τους «κόκκινους» δημοτικούς συμβούλους, που καταδικάστηκαν με το Ιδιώνυμο τον Απρίλη του 1934, παραδόθηκαν από τις Ελληνικές Αρχές στις φασιστικές δυνάμεις Κατοχής (μαζί με τους υπόλοιπους πολιτικούς κρατούμενους). Ετσι, οι Δημοσθένης Μακέδος, Γιάννης Ευθυμιάδης, Νικόλαος Νεγρεπόντης και ο Μπαρμπαλέξης παρέμειναν στη φυλακή σχεδόν 10 χρόνια. Το Μάη του 1944 βρέθηκαν ανάμεσα στους 200 αγωνιστές, οι οποίοι εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς στην Καισαριανή.32
Ο Μάης του 1936
Καταλυτικό ρόλο στο βαθμό ενότητας στις γραμμές του εργατικού κινήματος και στην ενδυνάμωση της ήδη υπάρχουσας τάσης συσπείρωσής του γύρω από τις ταξικές δυνάμεις, τόσο στην Καβάλα όσο και πανελλαδικά, διαδραμάτισαν αναμφισβήτητα τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης το Μάη του 1936. Ο αντίκτυπος της δολοφονίας οκτώ καπνεργατών απεργών, ένας εκ των οποίων μάλιστα καταγόταν από την Καβάλα, ήταν άμεσος και επηρέασε σχεδόν το σύνολο του λαού της πόλης, ανεξαρτήτως κοινωνικής προέλευσης ή πολιτικής τοποθέτησης. Η κοινή «Εκτακτος Εκδοσις» των εφημερίδων «Ταχυδρόμος» και «Πρωινά Νέα» έγραφε: «Τριανταπέντε χιλιάδες πενθούντος λαού ηκολούθησεν χθες το απόγευμα το πολιτικό μνημόσυνον των αγρίως δολοφονηθέντων εν Θεσσαλονίκη καπνεργατών. Διακόσιοι στέφανοι προηγούντο της πομπής μετά μαύρων πινακίδων με εργατικά συνθήματα. Υπό διαρκείς αράς εναντίον των δολοφόνων και κατά της φασιστικής κυβερνήσεως του Μεταξά...».33
Η υιοθέτηση λεξιλογίου και επιχειρημάτων που περιλαμβάνονταν στο μαρξιστικό θεωρητικό οπλοστάσιο και τώρα αξιοποιούνταν βαθμιαία όλο και περισσότερο ως επεξηγηματικά εργαλεία από ένα ευρύτερο φάσμα της κοινωνίας αποτελούσε σαφώς μια κατάκτηση της εργατικής τάξης και της οργανωμένης πολιτικής της έκφρασης, το Κομμουνιστικό Κόμμα. Οι διαταξικές αντιθέσεις, οι οποίες καθώς οξύνονταν εκφράζονταν με ολοένα και πιο βίαιο τρόπο, άρχισαν πλέον να γίνονται φανερές ακόμα και σε τμήματα του πληθυσμού που έως τότε δεν αποδέχονταν καν την ύπαρξή τους. Τα ιδεολογήματα της αστικής τάξης πέθαιναν από τις σφαίρες των οργάνων καταστολής, τα οποία η ίδια είχε επιστρατεύσει προς υπεράσπιση των συμφερόντων της: «Η αποθήκη των επιχειρημάτων του Καπνεμπορικού κεφαλαίου εξηντλήθη», έγραφαν τα «Πρωινά Νέα» στις 6 Μάη του 1936. «Δεν έχουν να παρατάξουν τίποτε, το ικανόν να στηρίξει έστω και κατ' ελάχιστον την αισχράν εκμεταλλευτικήν των βουλιμίαν. Ο καπνεργάτης δημιουργεί υπεραξίαν και μέρος αυτής ζητεί ν' αποσπάσει διά να ζήσει στοιχειωδώς ως άνθρωπος. Να μη πεινά. Να μη πεθαίνει. Να μη σαπίζει και επί των πτωμάτων του ν' ανεγείρονται μέγαρα, να στρατολογούνται ευνούχοι και θεράποντες και να τοποθετούνται εκατομμύρια εις ξένας Τραπέζας... Αυτά ζητεί ο καπνεργάτης, αυτό επιβάλλει η λογική, ο ανθρωπισμός, το δικαίωμα της ζωής. Να παύσει η αισχρά εκμετάλλευση των ολίγων εις βάρος των πολλών. Να παύσει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπον».34
Αν και η επιβολή της δικτατορίας Μεταξά διέκοψε προσωρινά τις κοινωνικοπολιτικές διεργασίες που λάμβαναν χώρα τόσο στην Καβάλα όσο και ευρύτερα, οι βάσεις για τη λαϊκή ενότητα ενάντια στο φασισμό είχαν τεθεί. Ετσι, ένα κεφάλαιο στην ιστορία του εργατικού κινήματος στη χώρα μας έκλεινε, για να αποτελέσει ουσιαστικά το προοίμιο σε ένα άλλο, ακόμη πιο ένδοξο, αυτό της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης.
Παράρτημα:
1. Βλέπε Καταστατικό Σωματείου «η Ευδαιμονία», στην Ιδιωτική Συλλογή 41/6974 και Εγγραφα Υπουργείου των Εξωτερικών, φάκελος 1.14 / 1.119 (Δημοτικό Μουσείο Καβάλας).
2. Μαρτυρία νο. 17 Μανάφη Γεώργιου, στο «Προφορικές Μαρτυρίες Νομού Καβάλας» (Δημοτικό Μουσείο Καβάλας).
3. Μαντζάρης Α. Ι. (1927) «Το Καπνεργατικόν Ζήτημα» (Αθήνα: Εκδόσεις Κεντρικού Συμβουλίου Προστασίας Καπνού) σελ. 26-29 και 35-36.
4. Από την Κάρτα Μέλους του Σωματείου Στοιβαδόρων Καπνού Καβάλας, στην Ιδιωτική Συλλογή 79 / Αριθμός Εισαγωγής 9257 (Δημοτικό Μουσείο Καβάλας).
5. Βλέπε «Κήρυξ» 29/9/1927 και Εκθεση της Οργάνωσης Καβάλας του ΚΚΕ προς το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ, 17/5/1927, σελ. 6-7 (Φάκελος 10), Αρχείο ΚΚΕ.
6. «Κήρυξ» 27/5/1927.
7. «Ριζοσπάστης» 1/2/1929, 4/2/1929 και 9/2/1929.
8. Βλέπε για παράδειγμα «Πρόγραμμα Δουλειάς» (Ιανουάριος -Μάρτιος) Περιφερειακή Επιτροπή Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης του ΚΚΕ προς όλους τους πυρήνες, σελ. 5 (Φάκελος 5), Αρχείο ΚΚΕ.
9. Εκθεση του επιτελάρχη Φεσσόπουλου, Δ΄ Σώμα Στρατού προς το Υπουργείο Στρατιωτικών, Γενικό Επιτελείο Στρατού, Γραφείο Υπαρχηγού, Καβάλα 31/7/1928, σελ. 4-5, Αρχείο Ε. Βενιζέλου, Φάκελος 173/87 (Μουσείο Ε. Μπενάκη). Η έμφαση δική μας.
10. Εκθεση του επιτελάρχη Φεσσόπουλου, Δ΄ Σώμα Στρατού προς το Υπουργείο Στρατιωτικών, Γενικό Επιτελείο Στρατού, Γραφείο Υπαρχηγού, Καβάλα 31/7/1928, σελ. 20, Αρχείο Ε. Βενιζέλου, Φάκελος 173/87 (Μουσείο Ε. Μπενάκη).
11. Εκθεση Οργάνωσης Καβάλας του ΚΚΕ προς το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ, 17/5/1929 (Φάκελος 10), Αρχείο ΚΚΕ.
12. Μαρτυρία νο. 2 Χρ. Αλτικουλάκη, στο «Προφορικές Μαρτυρίες Νομού Καβάλας» (Δημοτικό Μουσείο Καβάλας).
13. Μαρτυρία νο. 18 του Μαυρίδη Γεώργιου, στο «Προφορικές Μαρτυρίες Νομού Καβάλας» (Δημοτικό Μουσείο Καβάλας).
14. «Ταχυδρόμος» 1/4/1933.
15. «Πρωινά Νέα» 31/1/1934.
16. «Πρωινά Νέα» 3/12/1933.
17. «Ριζοσπάστης» 23-26/7/1933, 29-30/7/1933, 2/8/1933 και 4/8/1933.
18. Μαρτυρία νο. 2 Χρ. Αλτικουλάκη, στο «Προφορικές Μαρτυρίες Νομού Καβάλας» (Δημοτικό Μουσείο Καβάλας).
19. «Ριζοσπάστης» 7/8/1933.
20. «Κήρυξ» 24/5/1931.
21. «Κήρυξ» 27/7/1929 και 28/7/1929.
22. «Κήρυξ» 27/5/1926 και 13/1/1927.
23. Βλέπε για παράδειγμα, Εκθεση της Περιφερειακής Επιτροπής Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης του ΚΚΕ για την Πρωτομαγιά, 5/5/1930, σελ. 1 (Φάκελος 14), Αρχείο ΚΚΕ και Βιογραφικό Σημείωμα Μεγκίσογλου Β., στο Φάκελο «Μορφές Αγωνιστών Μ-Ο» (ΚΜΙΕΑ).
24. Βλέπε «Ταχυδρόμος» 22/9/1932 και «Κήρυξ» 21/4/1929.
25. «Ταχυδρόμος» 21/5/1933 και «Πρωινά Νέα» 27/1/1934.
26. «Πρωινά Νέα» 8/2/1934 και «Ριζοσπάστης» 25/1/1934.
27. «Πρωινά Νέα» 1/2/1934.
28. «Ταχυδρόμος» 6/4/1934, «Ριζοσπάστης» 7/4/1934, 13/4/1934, 19/4/1934, 20/4/1934.
29. «Ριζοσπάστης» 20/4/1934, 4/6/1934.
30. «Ταχυδρόμος» 26/4/1934 και 15/6/1834, «Πρωινά Νέα» 11/4/1934.
31. Προεκλογική προκήρυξη (χωρίς ημερομηνία - στο φάκελο συγκαταλέγεται με προεκλογικά του 1930) του Ενιαίου Μετώπου Εργατών, Αγροτών και Προσφύγων για τις δημοτικές εκλογές, Φάκελος 37, Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας.
32. Βύζικας Ι. Θ. (1994) «Χρονικό των εργατικών αγώνων» (Καβάλα: Δημοτικό Μουσείο Καβάλας και ΓΣΕΕ) σελ. 88.
33. Εκτακτος Εκδοσις «Ταχυδρόμου» - «Πρωινών Νέων» και Μαρτυρία νο. 17 του Μανάφη Γιώργου, στο «Προφορικές Μαρτυρίες Νομού Καβάλας» (Δημοτικό Μουσείο Καβάλας).
34. «Πρωινά Νέα» 6/5/1936. Η έμφαση δική μας.


Του
Αναστάση ΓΚΙΚΑ*
*Ο Αναστάσης Γκίκας είναι Δρ. Πολιτικών Επιστημών, συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.


Οι μεγάλες απεργίες στα χρόνια 1908 - 1918


ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣTΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΜΑΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
Οι μεγάλες απεργίες στα χρόνια 1908 - 1918
Tου Γιάννη Κορδάτου, από το έργο του «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ», Β' έκδοση, εκδόσεις «Πέτρος Δ. Καραβάκος», Αθήνα 1956, σελ. 184-205
Μεταλλωρύχοι στην είσοδο μεταλλείου στην Καμάριζα το 1898 (από λεύκωμα του Δήμου Λαυρεωτικής)
Μέσα στα δέκα χρόνια από το 1908 έως το 1918 ξέσπασαν σχεδόν σ' όλες τις πόλεις της χώρας μεγάλες εργατικέςαπεργίες.
Αν και η συνδικαλιστική οργάνωση ήταν ακόμα σε νηπιώδη κατάσταση, ωστόσο το προλεταριάτο μας, με το όπλο της απεργίας, αγωνίστηκε για να καλυτερέψει τους όρους της ζωής του.
Ας αρχίσουμε από τις απεργίες του Βόλου, που κάνανε τότε μεγάλη εντύπωση.
Οπως είπαμε, στο Βόλο πρώτοι οργανώθηκαν σε σωματεία, εξόν από τους τυπογράφους, οι καπνεργάτες και οι τσιγαράδες.
Οι καπνεργάτες μάλιστα, παρ' όλη τη βαριά δουλειά τους, δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί μέσα σε μπουντρούμια, έτσι που οι περισσότεροι καταντούσαν φθισικοί1.
Γι' αυτό οι καπνεργάτες, από τις αρχές του 1909, άρχισαν να εκδηλώνουν την αγανάχτησή τους και να μιλούν για απεργία, μια που βλέπανε πως οι εργοδότες αδιαφορούσαν για την κατάστασή τους.
Υστερα από πολλά σούρτα φέρτα, μια που οι καπνέμποροι δεν ήθελαν ν' ακούσουν ούτε για αύξηση των μεροκάματων, ούτε για ελάττωση των ωρών δουλειάς, στις 23 του Φλεβάρη (1909) οι καπνεργάτες του Βόλου κήρυξαν απεργία.
Ισαμε τις 27 του μηνός η απεργία είχε ειρηνικό χαραχτήρα. Οι απεργοί ελπίζανε πως οι καπνέμποροι θα δέχονταν τα αιτήματά τους. Ομως οι συνεννοήσεις ναυάγησαν, γιατί οι εργοδότες δε θέλανε να κάνουν και την πιο μικρή υποχώρηση. Στις 2 του Μάρτη η απεργία εξελίχτηκε σ' επαναστατική διαμαρτυρία.
Ξυλοδέτες (μποσκαδόροι) σε στοά μεταλλείου στο Λαύριο (από λεύκωμα του Δήμου Λαυρεωτικής)
Για τα γεγονότα που επακολούθησαν και που προκάλεσαν ζωηρή εντύπωση σ' ολόκληρη την Ελλάδα, δίνουμε πιο κάτω μιαν αντικειμενική, όσο κι ενδιαφέρουσα εξιστόρησή τους από 'ναν παλιό καπνεργάτη του Βόλου, που δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα «Ταχυδρόμος» του Βόλου (22 του Γενάρη 1952):
«Το πρωί της Δευτέρας, στις 2 του Μάρτη 1909, συγκεντρώνονται οι απεργοί καπνεργάται στο Εργατικό Κέντρο, όπου πληροφορούνται ότι ωρισμένοι καπνέμποροι αρνούνται να δεχθούν τα συμφωνηθέντα στην επί παρουσία του Νομάρχου σύσκεψι της προηγουμένης. Επί πλέον κυκλοφορεί η διάδοσις ότι οι καπνέμποροι ηύξησαν τα ημερομίσθια μερικών εργατών, οι οποίοι πήγαν από το πρωί στις αποθήκες.
Αγαναχτισμένοι οι απεργοί πηγαίνουν στην πλατεία Ελευθερίας, όπου η επιτροπή των καπνεργατών καταθέτει την εντολή.
Από την πλατεία Ελευθερίας οι καπνεργάται εξορμούν στις καπναποθήκες για να εξαναγκάσουν τους εργαζομένους σ' αυτές να εγκαταλείψουν τη δουλειά. Πηγαίνουν πρώτα στην αποθήκη Ζαρκάδου, που εργάζονταν περί τους 10 εργάτας και αρκετά παιδιά. Οι απεργοί αφού έβγαλαν έξω τους εργαζομένους, επιτίθενται με πέτρες κατά της αποθήκης και σπάζουν τα τζάμια.
Με φωνές διευθύνονται ύστερα στην αποθήκη Πανά, όπου επίσης σπάζουν τα τζάμια, όπως κάνουν το ίδιο και στις καπναποθήκες Γκιζίκη, Χαμσαραχή, Σαπόρτα και Πανταζοπούλου.
Εν τω μεταξύ φθάνουν στην αποθήκη Πανταζοπούλου ο εισαγγελεύς Γεωργόπουλος και άλλες Αρχές, οι οποίες διώχνουν τους απεργούς. Αυτοί διευθύνονται ύστερα στα Παληά, όπου σπάζουν τις πόρτες και τα παραθυρόφυλλα της αποθήκης Αδάμου.
Επιχειρούν έπειτα να επιστρέψουν στην πόλι. Αλλά, ενώ βρίσκονται στη Λαχαναγορά, καταφθάνουν οι χωροφύλακες και στρατιωτική δύναμις υπό τον υπολοχαγό Μακρόπουλο. Η σύρραξις επέρχεται. Οι αρχές συλλαμβάνουν μερικούς απεργούς και οι χωροφύλακες πυροβολούν στον αέρα για εκφοβισμό. Οι πυροβολισμοί συνεχίζονται, γιατί οι απεργοί δεν υποχωρούν και προσπαθούν να αποσπάσουν τους συναδέλφους των που συνελήφθησαν. Οι ανώτεροι αστυνομικοί Διοσκουρίδης και Πλαπούτας, καθώς και ο εισαγγελεύς Γεωργόπουλος είναι παρόντες. Η ταραχή συνεχίζεται. Οι πυροβολισμοί εξακολουθούν. Μερικές σφαίρες πέφτουν στο δικηγορικό γραφείο Μακροπούλου, χωρίς να τραυματίσουν κανέναν απ' όσους ήσαν μέσα. Αλλες σφαίρες όμως χτυπούν τους καπνεργάτας και τραυματίζουν τρεις απ' αυτούς. Χύνεται το πρώτο εργατικό αίμα...
Χειροδιαλογή μεταλλευμάτων στο μεταλλοπλύσιο της Γαλλικής Εταιρείας - CFML στον Κυπριανό του Λαυρίου (από λεύκωμα του Δήμου Λαυρεωτικής)
Οι απεργοί αρχίζουν να διαλύωνται, ενώ μερικοί απ' αυτούς μεταφέρουν τους τραυματισθέντας στο φαρμακείο Καλτσωγιάννη, κοντά στο Δημοτικό θέατρο. Οι τραυματισθέντες καπνεργάται είναι οι : 1) Σεραφείμ Πιτσικάλης από τον Αγιο Ονούφριο. Φέρει τρία τραύματα στο τριχωτό της κεφαλής. 2) Βασίλειος Δήμας από την Αλλη Μεριά, 20 ετών, ο οποίος φέρει τραύμα στον μηρό και 3) Σπυρίδων Ράμας από τη Λαμία, ετών 36, ο οποίος φέρει ελαφρό τραύμα στο βραχίονα. Οι δυο πρώτοι μεταφέρονται από το φαρμακείο Καλτσογιάννη στο νοσοκομείο όπου ο ιατρός Σαράτσης εγχειρίζει τον Δήμα, του οποίου η κατάστασις είναι σοβαρή.
Αλλά οι καπνεργάται δεν αποθαρρύνονται. Μετά τις σκηνές των Παλαιών πηγαίνουν στην εκκλησία της Αναλήψεως, όπου, αγανακτισμένοι για τους τραυματισμούς, ορκίζονται μπροστά στις εικόνες ότι θα επιμείνουν μέχρι τέλους διεκδικούντες τα δίκαιά των και το αίμα των συντρόφων των.
Εν τω μεταξύ φθάνουν στην εκκλησία ο νομάρχης, ο διευθυντής της Αστυνομίας, ο εισαγγελεύς και ο ανακριτής, οι οποίοι δηλώνουν ότι οι συλληφθέντες, αφού τελειώσουν οι ανακρίσεις, θα απολυθούν. Εν συνεχεία φθάνει ο Δήμαρχος, ο οποίος ομιλεί προς τους εργάτας και προτείνει καταρτισμό επιτροπής για την επίλυσιν του όλου ζητήματος. Οι απεργοί διαλύονται για να επανέλθουν το απόγευμα.
Μεταλλωρύχοι στην είσοδο μεταλλευτικής στοάς στην Πλάκα Λαυρίου το 1898 (από λεύκωμα της ΓΣΕΕ)
Οι πρόεδροι των συντεχνιών της Φιλοπτώχου Αδελφότητος συνέρχονται εκτάκτως και αποφασίζουν να ενισχύσουν τους καπνεργάτας. Εκτάκτως επίσης συνέρχεται και η διοικητική επιτροπή τουΕργατικού Κέντρου, η οποία συντάσσει και σχετικό ψήφισμα, υπογραφόμενο από τον προϊστάμενο της Επιτροπής Γ. Μούσιο και τον γραμματέα Κ. Χρυσικόπουλο.
Με κωδωνοκρουσίες το απόγευμα καλούνται οι καπνεργάτες στη συγκέντρωσι της Αναλήψεως, όπου φθάνουν και οι συλληφθέντες απεργοί, οι οποίοι απεφυλακίσθησαν και γίνονται δεκτοί με ενθουσιασμό και κραυγές χαράς. Προς τους συγκεντρωθέντας ομιλεί, όπως και το πρωί, ο Γ. Αλεξανδράκης, ο οποίος παροτρύνει τους απεργούς να συνεχίσουν τον αγώνα των. Εν συνεχεία ομιλεί ο πρόεδρος της επιτροπής των καπνεργατών Ζησόπουλος και εκλέγεται δωδεκαμελής επιτροπή, η οποία αποσύρεται για λίγο και συσκέπτεται. Οταν παρουσιάζεται ξανά και γίνεται δεκτή με ζητωκραυγές, τίθεται επί κεφαλής των καπνεργατών, οι οποίοι ξεκινούν από την εκκλησία και κατευθύνονται, πάλι με ζητωκραυγές, προς την οδό Δημητριάδος. Αφού παρήλασαν διά της οδού Δημητριάδος με τάξιν και ησυχία, αν και δεν εφαίνετο πουθενά ούτε σκιά χωροφύλακος, κατευθύνθηκαν στο κατάστημα του προέδρου της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Κούτσικου, στην οδόν Ερμού. Ο πρόεδρος της Αδελφότητος δηλώνει ότι οι συντεχνίες θα ενισχύσουν τους καπνεργάτες, οι οποίοι ύστερα απ' αυτή τη δήλωσι ζητωκραυγάζουν και διά των οδών Ιωλκού, Δημητριάδος και Ορμηνίου διευθύνονται στη Νομαρχία. Εκεί ο Νομάρχης δηλώνει ότι οι καπνέμποροι δέχονται τα αιτήματα των καπνεργατών και παρακαλεί τους απεργούς να διαλυθούν ήσυχα.
Απεργοί εργάτες στην «κλούβα» το 1918 (από λεύκωμα της ΓΣΕΕ)
Οι εργάται δικαιώνονται. Οι αγώνες καρποφορούν.
Μετά την δήλωσιν του νομάρχου, οι απεργοί κατευθύνονται στην πλατεία Ελευθερίας, όπου εκφωνείται νέος λόγος και ύστερα διαλύονται.
Την νύχτα φθάνουν από τα πέριξ πολλοί χωροφύλακες προς ενίσχυσιν της αστυνομίας.
Τα γεγονότα του Βόλου έγιναν γνωστά σ' ολόκληρη τη Θεσσαλία και την υπόλοιπη χώρα, προεκάλεσαν δε ευρείαν συζήτησιν και στη Βουλή.
Από το πρωί της επομένης, 3ηςΜαρτίου, οι καπνεργάται άρχισαν να συγκεντρώνονται στην πλατεία Ελευθερίας, και από εκεί κατευθύνονται στην εκκλησία της Αναλήψεως, όπου αναμένουν τις ανακοινώσεις της επιτροπής των.
Η επιτροπή καλεί τους απεργούς εντός του ναού και εκεί γνωστοποιεί το έγγραφο του Εμπορικού Συλλόγου, στο οποίο αναγράφονται τα προτεινόμενα υπό των καπνεμπόρων. Επί των προτεινομένων όρων επέρχονται ωρισμένες τροποποιήσεις και συντάσσεται υπόμνημα προς τον Εμπορικό Σύλλογο. Οι καπνεργάτες διαλύονται ύστερα από αυτό για να επανέλθουν το απόγευμα.
Εν τω μεταξύ οι πρόεδροι των διαφόρων συντεχνιών και σωματείων του Βόλου συνέρχονται σε σύσκεψι, στην οποία παρίσταται και η επιτροπή των καπνεργατών. Επειδή δε μεταξύ των μελών της επιτροπής είναι και ο Αλεξανδράκης, ωρισμένοι πρόεδροι δυσφορούν και ζητούν να μείνουν στη σύσκεψι μόνον οι καπνεργάται. Αλλ' αυτοί δηλώνουν ότι ο Αλεξανδράκης προΐσταται της επιτροπής και πρέπει οπωσδήποτε να παραμείνη. Και έτσι έγινε. Στη σύσκεψι αυτή, καθώς και σε αλλεπάλληλες εν συνεχεία συσκέψεις καπνεργατών, Αρχών και άλλων αρμοδίων, το όλον ζήτημα βρήκε τη σωστή του λύσι και υπεγράφησαν συμφωνητικά, με τα οποία γίνονται γνωστοί οι όροι των καπνεργατών.
Κάρτα μέλους του Ατμομηχανοργικού Συνδέσμου «ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ» το 1901 (από το ιστορικό λεύκωμα ΠΕΜΕΝ 1901-2001)
Μετά τις συσκέψεις η επιτροπή των καπνεργατών κατευθύνεται στην Ανάληψι, όπου περιμένουν οι απεργοί, οι οποίοι μόλις πληροφορούνται τα αποτελέσματα, προχωρούν με ζητωκραυγές προς τον Αγιο Νικόλαο, όπου αρχίζουν τις κωδωνοκρουσίες - σημείον λήξεως της απεργίας. Προς τους συγκεντρωθέντας ομιλεί ο καπνέμπορος Γκιζίκης και εν συνεχεία οι καπνεργάτες παρελαύνουν διά των οδών Ερμού, Δημητριάδος και Ιωλκού και καταλήγουν στην πλατεία Ελευθερίας, όπου διαλύονται.
Τετάρτη, 4 Μαρτίου 1909. Οι καπνεργάται επαναλαμβάνουν τις εργασίες των. Η απεργία, η ιστορική απεργία, έληξε. Με ευχάριστα για τους εργάτες αποτελέσματα. Ας είναι σοβαρή η κατάστασις του ατυχούς Β. Δήμα και ας χρειάστηκε σήμερα να του κοπή το πόδι. Χωρίς αγώνες, χωρίς αίμα, χωρίς θυσίες, τίποτε δεν επιτυγχάνεται.
Το βράδυ συλλαμβάνεται και κρατείται στην αστυνομία ο Γ. Αλεξανδράκης.
Την 25ηΜαρτίου τελειώνουν οι ανακρίσεις για τα καπνεργατικά και υποβάλλεται το πόρισμα υπό του δικαστού Νικητοπούλου στον εισαγγελέα, ο οποίος γνωματεύει, ότι οι προφυλακισθέντες πρέπει να παραπεμφθούν στο Πλημμελειοδικείο και να διαταχθή η απόλυσίς των από τις φυλακές.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών συνέρχεται την 26ησε σύσκεψι και παραδέχεται την πρότασι του εισαγγελέως. Ετσι, την Παρασκευή 27ηΜαρτίου του 1909, αποφυλακίζονται οι κρατούμενοι στο Βόλο δύο καπνεργάται, καθώς και ο προφυλακισμένος στα Τρίκαλα Γ. Αλεξανδράκης».
Πρακτικά της πρώτης συνεδρίασης του ΔΣ του Ατμομηχανοργικού Συνδέσμου «ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ», 5 Μάρτη 1901 ( από το ιστορικό λεύκωμα ΠΕΜΕΝ 1901-2001)
Ομως μέσα σ' ένα χρόνο οι καπνέμποροι σήκωσαν κεφάλι και θέλησαν να ξαναφέρουν το παλιό καθεστώς της δωδεκάωρης δουλειάς και του μεροκάματου της πείνας. Γι' αυτό, στις 10 του Φλεβάρη 1910, οι Βολιώτες καπνεργάτες κατεβαίνουν σε νέα απεργία. Τούτη η απεργία τους βαστάει τρεις βδομάδες και τελειώνει κι αυτή μ' επιτυχία.
Στις αρχές του Μάρτη 1911 τρίτη καπνεργατική απεργία ξέσπασε. Οι καπνεργάτες ζητούν τώρα οχτάωρο, εργοστάσια και μαγαζιά υγιεινά, καθίσματα, νιφτήρες, φαρμακευτική και ιατρική περίθαλψη, κατάργηση της κράτησης 1% που γινόταν στα μεροκάματά τους, αναγνώριση δικών τους αντιπροσώπων στο Εποπτικό Συμβούλιο κλπ. Η απεργία αυτή βάσταξε κοντά ένα μήνα, λύθηκε όμως με υποχώρηση των καπνεργατών.
Αυτό είναι το ιστορικό των μεγάλων καπνεργατικών απεργιών του Βόλου την εποχή εκείνη. Καπνεργατική απεργία είχε ξεσπάσει και στην Καρδίτσα, που κι αυτή λύθηκε στις 9 του Μάρτη (1909) με επιτυχία. Πριν ιστορήσω τις απεργίες της Αθήνας και του Πειραιά, ας κάνω λόγο και για μίαν άλλη απεργία, που έγινε στην Πάτρα ένα χρόνο νωρίτερα.
Στις 13 του Ιούνη 1908 απεργήσανε εκεί οι εργάτες της «Ελληνικής Εργατικής Ενωσης». Η απεργία αυτή έκανε τους Πατρινούς εργοδότες να τα χρειαστούν. Στην αρχή τρομοκρατήθηκαν και βλέπανε παντού «αναρχικούς δάκτυλους».
«Η απεργία», χαρακτικό της Μ. Ξενάκη σε σχέδια Τάσσου. Εμπνεόμενος από την ιστορία του Βόλου, ο Τάσσος σχεδίασε τις οκτώ συνθέσεις που κοσμούν την κεντρική είσοδο του Δημαρχείου του Βόλου. Οι πρώτες πέντε συνθέσεις φιλοτεχνήθηκαν το 1985 από τον ίδιο το χαράκτη, ενώ οι υπόλοιπες από μαθητές του
Η παλιά αναρχική κίνηση, που τόσο πολύ είχε τρομοκρατήσει τους Πατρινούς πλουσίους, δεν είχε ολότελα ξεχαστεί, αν κι είχανε περάσει κάμποσα χρόνια. Γι' αυτό ο εκεί εισαγγελέας, από την πίεση των πατρινών εργοδοτών, όχι μονάχα έβαλε την αστυνομία να τρομοκρατήσει τους απεργούς, μα και ο ίδιος τους καταδίωξε, εφαρμόζοντας το άρθρο 167 του Ποινικού Νόμου2.
Ερχόμαστε τώρα στον Πειραιά. Το Μάρτη του 1910 ξέσπασε εκεί η μεγάλη απεργία των ναυτοθερμαστών.
Ισαμε την εποχή εκείνη, παρ' όλη την ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας, τίποτα δεν έγινε για την καλυτέρευση της ζωής των εργατών που δούλευαν στα εμπορικά καράβια. Ολο το προσωπικό ζούσε μία ζωή σκυλίσια. Μεγάλη καταπίεση, λίγη τροφή, πολλές ώρες δουλειάς. Οι ναυτοθερμαστές ήρθε η ώρα να σηκώσουν κεφάλι δε βαστούσαν πια. Στην αρχή με το καλό και παρακαλώντας ζήτησαν να τους δοθεί λίγο ψωμί παραπανίσιο από εκείνο που παίρνανε και να λιγοστέψουν οι ώρες της δουλειάς. Μα οι εφοπλιστές ούτε ν' ακούσουν θέλανε τα παρακάλια των σκλάβων τους. Γι' αυτό ετοιμάστηκαν να κηρύξουν απεργία ζητώντας τροφή καλή και κανονισμό δουλειάς (καθορισμό ωρών εργασίας). Τα αιτήματά τους αυτά γίνανε «κατ' αρχήν» δεκτά από τους εφοπλιστές μ' έναν όρο όμως: Να διαλύσουν το σωματείο τους. Οι ναυτεργάτες δεν το δέχτηκαν και η απεργία ξέσπασε.
Το Καταστατικού του Εργατικού Κέντρου Βόλου, 1909
Πρωθυπουργός την εποχή εκείνη ήταν ο Στέφανος Δραγούμης, ο ίδιος που στο Κιλελέρ της Λάρισας αιματοκύλισε τους αγρότες. Τόσο αυτός, όσο και οι άλλοι υπουργοί, θέλησαν να δείξουν πως στην Ελλάδα δε «χρειάζονται αναρχικά κινήματα και εργατικαί επιδείξεις». Αντίθετα, έπρεπε να «ενθαρρυνθή το νεαρόν ελληνικόν κεφάλαιον». Γι' αυτό πήραν αμέσως τέτοια μέτρα που απέβλεπαν στο σπάσιμο της απεργίας. Μια όμως που δεν τα κατάφεραν να σπάσουν την απεργία, στείλανε στα δεμένα εμπορικά βαπόρια ναύτες από το Πολεμικό Ναυτικό. Οι απεργοί μπροστά στην κυβερνητική αυτή επέμβαση σκέφτηκαν ν' ανέβουν «εν σώματι» στην Αθήνα και να διαμαρτυρηθούν στον Δραγούμη (τέλος Μάρτη). Μα ο Δραγούμης, αν και τους έδωσε υποσχέσεις, εξακολουθούσε να ενισχύει τους εφοπλιστές. Τότε αποφασίστηκε από τα εργατικά σωματεία της Αθήνας να γίνει κοινό συλλαλητήριο, για να ενισχυθεί η απεργία των ναυτοθερμαστών του Πειραιά.
Ετσι, στις 9 του Απρίλη (1910) ανέβηκαν στην Αθήνα κοντά δυο χιλιάδες απεργοί από τον Πειραιά. Η συγκέντρωση έγινε στο εργοστάσιο «Φιξ» (Λεωφόρος Συγγρού). Εκεί είχαν μαζευτεί και καμιά χιλιάδα Αθηναίοι εργάτες κι όλοι μαζί ξεκίνησαν για τους Στύλους του Ολυμπίου Διός.
Στη μεγάλη αυτή εργατική συγκέντρωση μίλησε πρώτος ο κοινωνιολόγος Παν. Αραβαντινός. Ο λόγος του ήταν μαχητικότατος. Μίλησε για την πάλη των τάξεων, για την εργατική γροθιά, για το εργατικό δίκαιο, για την εκμετάλλευση, για την ανάγκη του εργατικού συνασπισμού. Και μαζί με άλλα είπε και τα παρακάτω:
«Μηχανικοί και θερμασταί απεργοί!
Το λογότυπο του Εργατικού Κέντρου Αθήνας
...Εις τα συνασπισθέντα υπέρ υμών Εργατικά Σωματεία των Αθηνών πρέπει να αντικρύσετε αδελφούς συμπάσχοντας μαζί σας, συνεργάτας ζώντας υπό τους αυτούς δυσμενείς όρους, υπό τους οποίους ζήτε και Σεις, αδελφούς δακρύοντας διά τα κακουχίας και καταπιέσεις τας οποίας υποφέρετε, συμπολεμιστάς, τέλος, διά τον μέλλοντα αγώνα υπέρ της ανυψώσεως του Εργάτου, της βελτιώσεως των όρων υπό τους οποίους ζη, υπέρ αυτού τούτου του ατομισμού αυτού.
...Οι μηχανικοί και θερμασταί του Πειραιώς επί είκοσι και πέντε όλας ημέρας τυραννούνται μακράν της εργασίας των, διότι οι μεν πρώτοι εζήτησαν από τους εφοπλιστάς να απομακρυνθώσιν των πλοίων οι Τούρκοι και οι Βούλγαροι, τους οποίους το Προξενείον Κωνσταντινουπόλεως επρομήθευσε εις αυτούς...»3.
Υστερα κι από τους λόγους του Π. Αθηναίου και του Νίκου Μώρου εγκρίθηκε ψήφισμα με την εντολή να επιδοθεί στην κυβέρνηση.
Η επιτροπή που βγήκε για να πάει να επιδώσει το ψήφισμα αποτελούνταν από δυό θερμαστές, δυο μηχανικούς κι από το δικηγόρο Σπύρο Θεοδωρόπουλο.
Οταν πήγε όμως στο σπίτι του πρωθυπουργού, ο γέρο - Δραγούμης «επιφυλάχτηκε» ν' απαντήσει.
«Αύριον, αύριον, θα μεριμνήσω... πηγαίνετε και θα μεριμνήσω...», απάντησε.
Η επιτροπή έφυγε και ανακοίνωσε στους συγκεντρωμένους έξω από το σπίτι του Δραγούμη απεργούς την απάντηση του πρωθυπουργού.
Οι απεργοί μανιάζουν, φωνάζουν, σφυρίζουν, διαμαρτύρονται, απειλούν. Η απάντηση αυτή τους εξαγρίωσε.
Ο διευθυντής της Αστυνομίας Δαμηλάτης στο αναμεταξύ έφερε στρατό και χωροφύλακες τάχα «προς τήρησιν της τάξεως», αλλά με σκοπό πραγματικό να διαλύσει με τη βία τους απεργούς.
Η εμφάνιση όμως των χωροφυλάκων ερεθίζει πιο πολύ τους εργάτες.
«Σοσιαλιστική Δημοκρατία» 9 Σεπτέμβρη 1912
Ενας απεργός αρπάζει από τα χέρια ενός χωροφύλακα τον γκρα. Το ίδιο κάνουν κι άλλοι. Οι χωροφύλακες τα χρειάζονται. Ενας άλλος απεργός με μια πέτρα σπάζει ένα τζάμι σε κάποιο παράθυρο του σπιτιού του Δραγούμη. Ο γερο-πρωθυπουργός, βλέποντας το μανιασμένο πλήθος έτοιμο να τα κάνει γυαλιά καρφιά, κατεβαίνει από το σπίτι του και δηλώνει πως θα δεχτεί τα αιτήματα των απεργών και θα διατάξει αμέσως «να αποσυρθούν οι ναύται του πολεμικού ναυτικού από τα εμπορικά πλοία». Η εργατική γροθιά ανάγκασε τον πρωθυπουργό να υποχωρήσει.
Οι απεργοί, ικανοποιημένοι από τη νίκη τους, όλοι μαζί, κατεβαίνουν την οδό Σταδίου και περνώντας από την οδό Αιόλου μαζεύονται μπροστά στο Εργατικό Κέντρο, όπου τους μίλησε ο Σπ. Θεοδωρόπουλος, τονίζοντάς τους και τούτα τα λόγια του Γάλλου Βαβιανί:
«Παν ό,τι δίδεται εις τον εργάτην δεν είναι παροχή, είναι επιστροφή. Είναι μερική καταβολή απέναντι ολικού χρέους οφειλομένου εις αυτόν. Ο,τι και αν του κάμουν του εργάτη ουδέποτε θα μπορέσουν να τον εξοφλήσουν, έως ότου οργανωμένος και δυνατός θα πάρη πίσω το όλον που του ανήκει»4.
Λίγες μέρες πιο ύστερα, στις 10 του Μάη (1910), ξεσπάει στον Πειραιά άλλη μεγάλη απεργία, των τσιγαράδων. Η απεργία αυτή έγινε απ' αφορμή που ο Βάρκας κατάργησε τα χειροποίητα τσιγάρα, με τις σιγαροποιητικές μηχανές που έφερε, κι έτσι μείνανε αρκετοί εργάτες στο δρόμο και με τον καιρό θα μένανε κι άλλοι, γιατί όλοι οι καπνοβιομήχανοι σκέφτονταν να φέρουν μηχανές. Στις 17 του Μάη, μια που ο Βάρκας δεν έπαιρνε από λόγια, οι απεργοί τσιγαράδες του Πειραιά κάνανε έφοδο και σπάσανε τις μηχανές του εργοστασίου.
Η Αστυνομία και η κυβέρνηση τα χρειάστηκαν και για δυο τρεις μέρες ο Πειραιάς κι η Αθήνα στρατοκρατήθηκαν από φόβο μην τυχόν οι απεργοί κάνουν κι άλλες ζημιές και ταραχές. Οπως σε παρόμοιες περιστάσεις αλλού, έτσι και σε μας οι τσιγαράδες τα βάλανε με τις μηχανές, θαρρώντας πως σπάζοντας τα μηχανήματα θα μπορούσανε να ξαναφέρουν το παλιό καθεστώς δουλειάς. Ακολουθώντας τη διδασκαλία του Γκραβ κι άλλων αναρχικών, πιστεύανε πως ο εχθρός τους δεν είναι η καπιταλιστική τάξη μα τα άψυχα μηχανήματα. Γι' αυτό τα «απονενοημένα» κινήματά τους είχαν καθαρά αναρχική έμπνευση. Μα, οι τέτοιες αντιλήψεις ήταν καταδικασμένες να μη φέρουν κανένα θετικό αποτέλεσμα. Ο εργάτης ποτές δεν πρέπει να βλέπει τον εχθρό του ψωμιού του στη βιομηχανική τεχνική εξέλιξη. Εχθρός του είναι ο εκμεταλλευτής εργοδότης του, κι εχθρός της τάξης του ο καπιταλισμός.
Το Δεκέμβρη του 1911 ιδρύεται η Πανελλήνια Εργατική Ομοσπονδία, η πρώτη επίσημη πράξη της εργατικής τάξης της χώρας μας να πραγματοποιήσει την ενότητά της
Την ίδια χρονιά (Οχτώβρης 1910), απεργήσανε και οι σιδηροδρομικοί του Σ.Α.Π., καθώς κι οι μεταλλωρύχοι του Λαυρίου, που δείξανε άλλη μια φορά τη μαζική τους δύναμη.
Στις αρχές του 1911, Γενάρη μήνα, απεργούν οι τραμβαγέρηδες της Αθήνας. Η απεργία αυτή παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον και γι' αυτό θα κάνουμε ξεχωριστό λόγο για δαύτη και θα διηγηθούμε το ιστορικό της κάπως πιο πλατιά.
Αρχίζουμε από τις αιτίες που ανάγκασαν τους τραμβαγέρηδες ν' απεργήσουν.
Η Ηλεκτρική Εταιρεία είχε πάρει την απόφαση να διαλύσει το σωματείο τους. Εβλεπε πως οι εργάτες της όλο και σήκωναν κεφάλι και γι' αυτό θέλησε να τους κάνει έναν αιφνιδιασμό και να τους χτυπήσει εκεί που χρειαζόταν. Ετσι η Εταιρεία έριξε το σύνθημα: Να διαλυθεί ο σύνδεσμος των τροχιοδρομικών5.
Οι τραμβαγέρηδες απάντησαν με απεργία, που δείχνει ολοφάνερα πως οι εργάτες - αν και την εποχή εκείνη ο θεοδωροπουλικός ρεφορμισμός ήταν στις δόξες του - με το ταξικό τους ένστιχτο, γράφουν μια από τις πιο λαμπρές σελίδες της Ιστορίας του εργατικού μαςκινήματος.
Η απεργία κηρύχτηκε στις 21 του Γενάρη. Η κίνηση αμέσως σταμάτησε ολότελα. Οι απεργοσπάστες είναι πολύ λίγοι. Οι δύο πρώτες μέρες πέρασαν ήσυχα. Την τρίτη όμως μέρα η Εταιρεία γυρεύει να βάλει σε κίνηση μερικά τραμ, χρησιμοποιώντας απεργοσπάστες. Αυτό το είχαν αποβραδίς μάθει οι απεργοί και πρωί πρωί μπλοκάρουν το αμαξοστάσιο, φέρνουν μάλιστα μαζί τους και τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Ετσι η απεργία παίρνει επαναστατικό χαραχτήρα. Το θέαμα της απεργιακής αυτής εξέγερσης δεν το ξανάδε η Αθήνα. Οι τραμβαγέρηδες, με την αποφασιστική τους στάση και τον ηρωισμό τους, δείξανε πως και στην Ελλάδα το εργατικόκίνημα έχει ζωντάνια. Η κυβέρνηση στέλνει στρατό και η συνοικία της Αγίας Τριάδας στρατοκρατείται. Η μάντρα της Λαχαναγοράς θαρρείς πως είναι στρατώνας. Οι απεργοί όμως δεν τρομοκρατούνται.
Το 1911 οι υπάλληλοι των ξενοδοχείων και ζαχαροπλαστείων ιδρύουν το συνδικάτο τους που λεγόταν «Άμυνα». Οι ίδιοι βγάλανε και μια εφημερίδα με τον τίτλο «Άμυνα», Όργανο του Εργατικού Συνδικάτου Άμυνα των υπαλλήλων ξενοδοχείων, εστιατορίων, καφενείων, οικιών κλπ. Το πρώτο φύλλο βγήκε στις 7 Μάρτη του 1912
Είναι πρωί ακόμα (24 του Γεννάρη) κι ακούονται φωνές και τραγούδια. Ερχεται μια ομάδα από τσιγαράδες κι αρβυλοεργάτες τουΕργατικού Κέντρου. Μπροστά ανεμίζει το κόκκινο λάβαρο του Σοσιαλιστικού Ομίλου των τσιγαράδων, ενώ οι εργάτες σιγοτραγουδούν κάποιο σοσιαλιστικό μαρς.
Οι απεργοί βάζουν αφτί ν' ακούσουν το τραγούδι. Μερικοί, είναι αλήθεια, στραβομουτσουνιάζουν.
Ουφ! κι αυτοί οι σοσιαλιστάδες. Τι τα θέλουμ' εμείς αυτά...
Οι πιο πολλοί, όμως, ενθουσιάζονται. Ο ερχομός των τσιγαράδων και των αρβυλοεργατών τούς δίνει κουράγιο. Είναι, μπορούμε να πούμε, ο αρραβώνας τηςεργατικής, της ταξικής αλληλεγγύης.
Οι ώρες περνούν με συζητήσεις, φωνές, γέλια και λογής λογής σχόλια γύρω στην απεργία.
Πλησιάζει δέκα και μισή, όταν φτάνουν ο εισαγγελέας Σπηλιάδης, ο ανακριτής Φωκάς, ο διευθυντής της Αστυνομίας κι ο νομάρχης Παπαμιχαλόπουλος.
Τα πνεύματα ήταν ερεθισμένα. Η κυβέρνηση φαινόταν σαστισμένη. Η Εστία απειλούσε. Πρέπει να πάρει τέλος, έγραφε, αυτή η απεργία. Ο ένας ύστερα από τον άλλο οι πλουτοκράτες Στρατούλης, Νεγρεπόντης, Οικονομίδης, Μπενάκης πηγαίνουν στον Βενιζέλο και διαμαρτύρονται: Ακούς εκεί απεργίες; Πρέπει να τσακιστούν όσο είναι καιρός. Καλομάθανε. Μα, δεν υποφέρονται!.. Ο ιδιοκτήτης της Πατρίδος Σίμος, σαν τη λυσσασμένη μαϊμού, βγάζει σάλιατα και φοβερίζει το Βενιζέλο «διά την χλιαράν στάσιν του απέναντι της απεργίας».
Να μην τα πολυλογάμε, το σύνθημα της κεφαλαιοκρατίας ήταν: Βαράτε!
Ο Βενιζέλος όμως, πιο πονηρός και πιο έμπειρος, τους καθησυχάζει. Δε βιάζεται. Στέλνει τον Θεοδωρόπουλο να δώσει στους απεργούς υποσχέσεις για να λύσουν την απεργία.
Η βενιζελική ταχτική πέτυχε. Οι απεργοί παρασύρθηκαν κι αναθέσανε στον Θεοδωρόπουλο να πάει στον Βενιζέλο να του ζητήσει να μεσολαβήσει η κυβέρνηση για να δεχτεί η Εταιρεία τα περισσότερα αιτήματά τους.
Ο Βενιζέλος αρχίζει να τρίβει τα χέρια από τη χαρά του.
Ετυχε να βρεθεί τότε στο υπουργείο των Εσωτερικών, μαζί με τον Ρέπουλη, και γυρίζοντας του λέει: «Τα βλέπεις; Η ταχτική μου έφερε αμέσως το αποτέλεσμα που περίμενα».
Και χωρίς να χάσει καιρό παίρνει ύφος θυμωμένου και λέει στον Θεοδωρόπουλο να πει στην επιτροπή των απεργών πως η κυβέρνηση «θ' αναλάβη να υποστηρίξη όλα τα αιτήματα των απεργών και θ' ασκήση όλην την προς τούτο επιρροήν της διά να γίνουν δεκτά παρά της Εταιρείας, υπό έναν και απαράβατον όρον, να αναλάβουν πρώτον οι απεργοί εργασίαν».
Ο Θεοδωρόπουλος κατέβηκε ν' ανακοινώσει στους απεργούς τις κυβερνητικές υποσχέσεις και με τρόπο άρχισε να κάνει προπαγάνδα για τη διάσπαση της απεργίας. Βρήκε όμως τους απεργούς ενωμένους6.
Σε λίγο ο ίδιος, μαζί με κοινωνιολόγους βουλευτές, πήγε να βρει τον Ρέπουλη για να σκεφτούν για νέα λύση, μια που οι απεργοί ήταν ερεθισμένοι.
Πριν ακόμα πάει η παραπάνω επιτροπή από τον Θεοδωρόπουλο και τους κοινωνιολόγους βουλευτές στο Βενιζέλο για να του ανακοινώσει πως αποφασίστηκε από δαύτους - όχι όμως κι από τη μάζα - να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση για το σταμάτημα της απεργίας, η Αστυνομία και η Εισαγγελία βγάλανε πολλά εντάλματα για συλλήψεις.
Είχε πια νυχτώσει και οι ώρες περνούσαν. Κοντεύανε μεσάνυχτα. Εξω χιόνιζε. Μα οι απεργοί ήταν στις θέσεις τους. Ο αστυνόμος Μαρούδας με μια κουστωδία από χωροφύλακες πάει να πιάσει την απεργιακή επιτροπή, μα τα βρίσκει σκούρα. Οι απεργοί αντιστέκονται. Πέφτουν πυροβολισμοί. Ενας από τους απεργούς φρουρούς, ο Σκούτελας, κρατάει καλά τη θέση του. Οι δυο άλλοι, ο Αναστασίου και ο Γεωργίου, ξεφεύγουν με τρόπο και πάνε και χτυπάνε την καμπάνα. Σωστός συναγερμός. Η οδός Πειραιώς γεμίζει από κόσμο, φωνές, ποδοβολητά αλόγων, βρισιές, κακό μεγάλο. Η μάχη αρχίζει.
Ζήτω η απεργία, ακούεται μια φωνή, και μεμιάς χίλια στόματα φωνάζουν: Ζήτω η απεργία! Την απάντηση στη ζητωκραυγή αυτή τη δίνει ένας αξιωματικός με τη διαταγή:
Πυρ!
Το Πεζικό αρχίζει τις τουφεκιές και το Ιππικό κάνει επέλαση. Μάχη σωστή. Στήνονται οδοφράγματα. Οι απεργοί, καταμεσής του δρόμου, ταμπουρώνονται με ό,τι βρούνε μπροστά τους. Στο αναμεταξύ έρχεται κι' άλλος στρατός. Οι απεργοί είναι περικυκλωμένοι από παντού. Αν και τα χέρια τους είναι ξυλιασμένα από την παγωνιά της νύχτας, ωστόσο κρατούν καλά τα πιστόλια τους. Σημαδεύουν και ρίχνουν.
Δε δειλιάζουν. Σπάζουν κιόλας τη στρατιωτική ζώνη και τραβούν για τα γραφεία του σωματείου τους. Το Ιππικό κάνει νέα επέλαση. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Φτάνουν, τέλος, μπροστά στα γραφεία κι αντιστέκονται όσο μπορούν στην επίθεση της κρατικής βίας. Οι πόρτες του γραφείου του σωματείου τους σπάζουν. Ο στρατός είναι πολύς κι έχει πιάσει όλα τα πόστα. Δε λιγοψυχούν, μα και δε βαστούν άλλο. Η αντίστασή τους κλονίζεται. Ομως, δε χάνουν το ηθικό τους. Υποχωρούν, μα δεν παραδίνονται. Αρχίζει τότες το κυνηγητό και οι συλλήψεις7.
Ετσι η απεργία λύθηκε την άλλη μέρα, στις 26 του Γενάρη, και η Εταιρεία αναγκάστηκε να ξαναπάρει όλους τους απεργούς.
Ποιος νίκησε; Κανένας. Ούτε οι απεργοί, ούτε η Εταιρεία.
Ωστόσο κάποιο μεγάλο δίδαγμα για τους εργάτες βγήκε από την απεργία αυτή. Ηταν το βάφτισμά τους στους ταξικούς αγώνες.
Τον Αύγουστο του 1911 οι τραμβαγέρηδες άρχισαν να ετοιμάζονται για νέα απεργία, για να εξαναγκάσουν την Εταιρεία να πάψει τον αντεργάτη διευθυντή Μάτσα. Το ΣΚΑ όμως αντιτάχτηκε στην αντίληψη αυτή και τη χαρακτήρισε αντισοσιαλιστική!
Η Εταιρεία όμως αποθρασύνεται κι απαγορεύει τη λειτουργία του συνδέσμου των τραμβαγέρηδων. Ο σύνδεσμος φαινομενικά διαλύθηκε, μα μυστικά ξανασυστήθηκε. Η Εταιρεία σώνει και καλά δεν εννοεί να παραδεχτεί πως οι υπάλληλοί της είναι άνθρωποι, τους παίρνει για δούλους και σαν τέτοιους τους μεταχειρίζεται. Η υπομονή είχε πια ξεχειλίσει. Οι τραμβαγέρηδες δε βαστούσαν άλλο και στα 1913 ξεσπάει νέα απεργία. Μα, τη φορά αυτή, η Εταιρεία χρησιμοποιεί την προδοσία για να σπάσει την απεργία. Και τα καταφέρνει. Βρήκε κάμποσους εργάτες πρόθυμους να γίνουν όργανά της και προδότες για να πάρουν γαλόνια.
Στη σειρά των απεργιών αυτών8πρέπει ν' αναφέρω και τη μεγάλη απεργία των εργατών φωταερίου στην Κέρκυρα (αρχές Ιούλη 1912). Η απεργία αυτή μισοπήρε επαναστατικό χαραχτήρα και γι' αυτό άρχισαν και εκεί τις καταδιώξεις. Από την εφημερίδα Σοσιαλιστική Δημοκρατία (9 του Σεπτέμβρη 1912) μαθαίνουμε πως τον Τίτο Ρέγγη, υπεύθυνο συντάχτη της, τον κάλεσαν στην ανάκριση και του απαγγείλανε κατηγορία (παράβαση του άρθρου 204 του Κ.Π.Ν). Από ένα χρονογράφημά του στην ίδια εφημερίδα μεταφέρω τα παρακάτω, γιατί 'ναι χαρακτηριστικά και διαφωτιστικά :
«Δεν ήξερα πως υπάρχει άρθρο στον Π.Ν. (το 204) που τιμωρεί εκείνον που με γραψίματά του κινεί το μίσος των πολιτών μεταξύ τους και ούτε πως υπάρχει το άρθρο 167 του Π.Ν. που τιμωρεί την απεργία. Εμείς οι εργάτες, βλέπετε, έχουν απέραντες νομικές γνώσες! Ενόμιζα σαν κουτός εργάτης (!) πως όπως ο πλουτοκράτης έχει δικαίωμα να κλείση το εργοστάσιό του όποτε του καπνίση και να στέλνη τους εργάτες του να φάνε αέρα, έτσι και ο εργάτης, έλεγα, πως μπορεί, όταν θέλη, να πη δε δουλεύω. Κι έλεγα πως όπως όλη μέρα οι πλουτοκράτες μας πολεμάνε και συνεννοούνται μεταξύ τους για να μας εξολοθρεύσουν, έτσι και οι εργάτες μπορούν να ενώνονται και να εκφράζουν λόγια που κινούν το μίσος των συναδέλφων τους εργατών προς το πλουτοκρατικό καθεστώς.
Αυτά ενόμιζα, όταν προχτές που εκράχτηκα στην ανάκριση (σ' άλλη μεριά της εφημερίδας γράφω) έμαθα πως αυτή η ισότης που εγώ ενόμιζα πως υπάρχει μεταξύ των Ρωμιών είναι φανταστική και πως η ισότης είναι ένα πράγμα πολύ ελαστικό, που γίνεται όπως θέλουν οι πλουτοκράτες που διοικούν».
Παρακάτω ο Ρέγγης μας δίνει πληροφορίες σχετικές με την κατηγορία που διατυπώθηκε σε βάρος του και δημοσιεύει την αντρίκια απάντηση που έδωκε στον ανακριτή.
Το Μάρτη του 1914 ξεσπάει μια μεγάλη καπνεργατική απεργία στην Καβάλα. Τη διευθύνει ο πρόεδρος του καπνεργατικού σωματείου Γιονάς. Σε λίγο ξαπλώνεται και στη Θεσσαλονίκη και στην υπόλοιπη Μακεδονία. Ετσι η απεργία αυτή γίνεται παγκαπνεργατική. Βαστάει οχτώ μέρες. Οι απεργοί χτυπιούνται με τους έφιππους χωροφύλακες μέσα στους δρόμους κι απέξω από τις καπναποθήκες. Τα όργανα της εξουσίας τρίβουν τα μάτια τους από τη συνοχή και τη μαχητικότητα των απεργών. Και οι καπνέμποροι, θέλοντας και μη, υποχωρούν και δέχονται όλα τα αιτήματα των καπνεργατών. Η καπνεργατική μάζα γράφει ηρωικές σελίδες στην ιστορία του εργατικού μας κινήματος. Η επιτυχία της παραπάνω απεργίας είχε σαν αποτέλεσμα να ενωθούν τα δυο καπνεργατικά σωματεία που υπήρχαν τότε στη Θεσσαλονίκη και να δημιουργήσει στέρεους δεσμούς αλληλεγγύης ανάμεσα στους καπνεργάτες9.
Τα Σοσιαλιστικά Κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά διαμαρτυρήθηκαν για τα τρομοκρατικά μέτρα που εφαρμόστηκαν ενάντια στους απεργούς καπνεργάτες. Στις εφημερίδες «Νέα Ελλάς» και «Πατρίς» (31 του Μάρτη 1914) διαβάζουμε:
«Κατόπιν των χθεσινών αγριοτήτων της Αστυνομίας Θεσσαλονίκης εναντίον των απεργών καπνεργατών, τα Σοσιαλιστικά Κέντρα Αθηνών - Πειραιώς, συνελθόντα, έλαβον τας εξής αποφάσεις: 1) Αποδοκιμάζουν την συκοφαντίαν, ότι οι απεργήσαντες υποκινούνται από πολιτικούς πράκτορας της Βουλγαρίας. 2) Εφιστούν την προσοχήν της Κυβερνήσεως εις το ότι οι εργοδόται και οι αστυνόμοι συκοφαντούν από σκοπού για να κτυπήσουν τον αγώνα της εργατικής τάξεως Θεσσαλονίκης, η οποία κατά το πλείστον είναι ισραηλιτική. 3) Δηλούν ότι οι απεργήσαντες ανήκουν εις τον «Σοσιαλιστικόν Σύλλογον», ο οποίος εργάζεται επί των ιδίων καθαρών σοσιαλιστικών βάσεων, καθώς και τα Σοσιαλιστικά Κέντρα Αθηνών - Πειραιώς. 4) Ψηφίζουν χρηματικά βοηθήματα διά τους απεργούς και αποστολήν 200 βιβλίων - μανιφέστων Μαρξ και Εγκελς. 5) Στέλνουν ψήφισμα διαμαρτυρίας στο Διεθνές Σοσιαλιστικόν Γραφείον και τας σοσιαλιστικάς εφημερίδας της Ευρώπης διά την αντεργατικήν διαγωγήν των Ελλήνων αστυνόμων. Αι Διοικητικαί Επιτροπαί».
Τον Ιούνη της ίδιας χρονιάς (1914) απεργούν οι σιδηροδρομικοί. Αιτία της απεργίας είναι η άρνηση των εταιρειών να εφαρμόσουν το νόμο 4028 «περί κανονισμού της υπηρεσίας των σιδηροδρομικών και τροχιοδρομικών υπαλλήλων». Η απεργία αυτή ανάγκασε την κυβέρνηση Βενιζέλου να δώσει καινούργιες υποσχέσεις για το «φιλεργατισμό» της. Υστερα όμως από λίγους μήνες, στο τέλος του Σεπτέμβρη, πέρασε από τη Βουλή ένα νόμο, που έδινε το δικαίωμα στην κυβέρνηση να επιστρατεύει τους σιδηροδρομικούς όταν απεργούν. Τέτοιου είδους «φιλεργατισμό» άρχισε να εφαρμόζει ο Βενιζέλος όταν είδε πως οι εργάτες αποχτούσαν ολοένα και περισσότερο ταξική συνείδηση...
Αλλες μεγάλες απεργίες που να 'χουν σημασία, είναι εκείνη των γαιανθρακεργατών του Πειραιά (1913), η γενική απεργία των τυπογράφων (20 του Γενάρη 1914), που προκάλεσε τόσο θόρυβο, η απεργία των εργατών φωταερίου (10 του Απρίλη 1914), η μεγάλη απεργία των ηλεκτροτεχνιτών10 (13-14 του Μάρτη 1917), η απεργία των σιδηροδρομικών Λαρισαϊκού (14 του Οχτώβρη 1916), των ναυτεργατών (20 του Οχτώβρη 1916), η απεργία των τσιγαράδων της Θεσσαλονίκης (1916), η απεργία των ραφτεργατών της Αθήνας (1 του Νοέμβρη 1916) κι άλλες που γίνανε στο Βόλο, στη Σύρα, στην Πάτρα κ.α.
Την απεργία των τυπογράφων (1914), που αναφέραμε παραπάνω, το Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθήνας (ΣΚΑ) προσπάθησε να την ποδηγετήσει με την παρακάτω προκήρυξη και μ' άλλες του ενέργειες. Δεν τα κατάφερε όμως. Εξάλλου η προκήρυξη που έβγαλε, σ' ένα-δυό σημεία της, αντίς να προπαγανδίζει τον ενθουσιασμό και τη βεβαιότητα στη νίκη, προεξοφλούσε την αποτυχία. Επειτα, καλούσε τους απεργούς να πάνε στα γραφεία του Κέντρου... για να διαβάσουν βιβλία και να μάθουν πώς γίνονται και πώς οργανώνονται οι απεργίες! Δηλαδή το ΣΚΑ δεν έκανε καμιά πραχτική δράση ανάμεσα στους απεργούς για την επιτυχία της απεργίας, αλλά περιοριζόταν σε συμβουλές. Αντίς να προσκαλεί και να περιμένει να πάνε οι εργάτες στα γραφεία του, έπρεπε τα σοσιαλιστικά του στελέχη να πάνε αυτά στους απεργούς για να τους καθοδηγήσουν.
Δημοσιεύουμε εδώ ολόκληρη την προκήρυξη του ΣΚΑ προς τους απεργούς, γιατί 'ναι χαραχτηριστική της νοοτροπίας των σοσιαλιστών του Κέντρου:
«Συνάδελφοι Τυπογράφοι! Είσθε οι ήρωες μεταξύ των εργατών της Ελλάδος. Το ξαφνικόνκίνημά σας, η γενική απεργία σας είναι μέγα κατόρθωμα συνασπισμού και θελήσεως. Με τοκίνημά σας γίνεσθε από σήμερα για μας όλους τους Ελληνας εργάτες οδηγοί και παράδειγμα. Ο νους μας, η ψυχή μας είναι στην απεργία σας, σε κάθε δύσκολη στιγμή της θα ευρεθώμεν αυθόρμητα στο πλευρό σας.
Επιμείνατε στα αιτήματά σας ως το τέλος. Εσείς που αισθανθήκατε ότι μόνον διά του εξαναγκασμού, μόνον διά της βίας γίνεται ο εργάτης σεβαστός από τον εργοδότη. Εσείς που εννοήσατε πως αι «κοινωνικαί πρόνοιαι» αι «εργατικαί νομοθεσίαι» και φιλανθρωπίαι δεν είναι παρά τεχνάσματα εναντίον μας των εχθρών μας και των κυβερνητικών οργάνων των.
Εσείς που βλέπετε ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξη αρμονία μεταξύ κεφαλαιούχων και εργατών, αφού τα συμφέροντά μας είναι αντίθετα. Εσείς λοιπόν που δεν πρέπει να υποχωρήσετε εις τους μεσίτας των συμβιβασμών, τους απεσταλμένους των εκμεταλλευτών μας, είτε υπουργοί είναι, είτε δικηγορίσκοι δημοκόποι. Θυσίαι θα χρειαθούν και εδώ, όπως χρειάζονται για κάθε απεργία. Επιμείνατε και θα νικήσετε. Κι αν ακόμη η απεργία σας ναυαγήση, επειδή της λείπει ίσως η προετοιμασία, που προέρχεται από την μόρφωσιν, δεν πρέπει να απελπισθήτε, αλλά να καταλάβετε πως επιτυχαίνουν μόνον απεργίες καμωμένες από εργάτας σοσιαλιστάς.
Μη νομίσετε πως δεν πρέπει να σχετισθή ο σοσιαλισμός με την απεργία σας. Κάθε εργάτης απεργός κατ' ανάγκην είναι και σοσιαλιστής. Γι' αυτό τις μέρες της απεργίας σας μην τις περάσετε στο καφενείον, αφιερώσατέ τας στην μόρφωσίν σας. Ιδού. Τα γραφεία του Σοσιαλιστικού Κέντρου είναι ορθάνοιχτα για όλους τους απεργούς. Ελάτε εκεί να διαβάσουμε τα βιβλία, που υπερασπίζουν τα συμφέροντά μας, ελάτε να συζητήσουμε τους τρόπους, με τους οποίους οργανώνονται και δρουν επιτυχώς οι συνάδελφοί μας της Ευρώπης. Τοεργατικό μας κίνημα είναι ένα σ' όλον τον κόσμο.
Οι εργάται όλης της γης έχουν συμφέρον να ενώνωνται εναντίον των εκμεταλλευτών τους.
Ζήτω η ένωσις των εργατών. Ζήτω η απεργία».
Μια άλλη απεργία, για την οποία αξίζει να κάνουμε λόγο, - αν και ανήκει στη σειρά εκείνων που τις χαραχτηρίζει ολότελα το αυθόρμητο ξέσπασμα και όχι η συνειδητή ταξική αντίληψη -, είναι η απεργία των μεταλλωρύχων στη Σέριφο, που ξέσπασε τον Αύγουστο του 1916 και που μοιάζει με τις απεργίες του Λαυρίου την περίοδο 1885 - 1906.
Το ιστορικό της απεργίας αυτής είναι τούτο:
Οι εργάτες των μεταλλείων Μεγάλου Λιβαδιού στη Σέριφο11 ίσαμε τα 1916 ήταν ολότελα ανοργάνωτοι. Κατά τα μέσα του Ιούνη της ίδιας χρονιάς οι ίδιοι εργάτες σκέφτηκαν πως έπρεπε να οργανωθούν και να ιδρύσουν επαγγελματικό σωματείο. Κάλεσαν λοιπόν από την Αθήνα τον εργάτη Κ. Σπέρα και του ανάθεσαν να τους βοηθήσει, για να φκιάσουν το σωματείο τους. Αμα γίνανε τα προκαταρχτικά, η οργανωτική επιτροπή κάλεσε τους εργάτες σε γενική συνέλευση στην αίθουσα του Δημαρχείου για να εγκρίνει το καταστατικό που είχε συντάξει.
Η ίδια γενική συνέλευση ανάθεσε στην προσωρινή επιτροπή να ζητήσει από την Εταιρεία να δεχτεί ορισμένα αιτήματα.
Η Εταιρεία όμως, αντίς ν' απαντήσει στο έγγραφο υπόμνημα, σταμάτησε τις δουλειές, με σκοπό να εξαναγκάσει τους εργάτες να υποκύψουν μπροστά στο φάσμα της πείνας.
Στο αναμεταξύ οι εργάτες βγάλανε μια επιτροπή από τρία μέλη και της δώσανε εντολή να πάει στην Αθήνα και να καταγγείλει στην κυβέρνηση πως η Εταιρεία δεν εφαρμόζει τουςεργατικούς νόμους (μέσα του Αυγούστου 1916).
Υστερα από λίγες μέρες, στις 21 του μηνός, στάλθηκε στρατός στη Σέριφο «προς τήρησιν της τάξεως».
Την άλλη μέρα έφτασε στη Σέριφο κι ο υπομοίραρχος Χρυσάνθου με τριάντα άντρες.
Ο Χρυσάνθου κάλεσε την επιτροπή των απεργών στην αστυνομία κι άρχισε τις βρισιές και τις απειλές. Αφού τους έψαλε τον αναβαλλόμενο, σκέφτηκε να κλείσει την επιτροπή στο μπουντρούμι και να πάει ο ίδιος στους απεργούς για να τους τρομοκρατήσει.
Οι απεργοί όμως του δείξανε πως δε φοβούνται. Αν και δεν είχαν ηγεσία, αν και δεν ξέρανε από αγώνες, διαμαρτυρήθηκαν αντρίκια στα «μέτρα» που άρχισε να εφαρμόζει ο Χρυσάνθου.
Η προκλητική στάση του υπομοίραρχου αγρίεψε τους απεργούς. Το τι έγινε τότε δεν περιγράφεται. Από λόγο σε λόγο άρχισε σωστή μάχη ανάμεσα στους απεργούς και στους χωροφύλακες, μάχη φονική. Τριάντα τέσσερες απεργοί πληγώθηκαν και τέσσερες μείνανε στον τόπο. Από τους αστυνομικούς σκοτώθηκαν τρεις κι απ' αυτούς οι δυο ήταν βαθμοφόροι. Λαβώθηκαν όμως καμιά εικοσαριά12.
Εδώ κλείνουμε το κεφάλαιο των απεργιών στα χρόνια 1908 - 1918.
Φυσικά γίνανε κι άλλες απεργίες, μα γράψαμε για κείνες μονάχα που έχουν ένα ιστορικό και διδαχτικό ενδιαφέρον.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Τα μεροκάματα των καπνεργατών στην περίοδο 1908 - 1909 ήταν τιποτένια: Οι επιστάτες παίρνανε 6 δραχμές. Οι δέτες 3,50 - 4 δρχ. Οι καθαριστές 2 - 3,50 δρχ., ανάλογα με την ικανότητά τους. Οι μπασκετζήδες 0,80 - 1,50 δρχ. Και δούλεβαν παραπάνω από 12 ώρες την ημέρα. Το ΕΚΒ στις αρχές του Φλεβάρη 1909 ζήτησε οι ώρες της δουλειάς να λιγοστέψουν. Η δουλειά ν' αρχίζει από την ανατολή του ήλιου και να τελειώνει με τη δύση, με διάλειμμα το μεσημέρι κανονικό, δηλαδή από 15 Αυγούστου μέχρι 23 Απρίλη μιας ώρας και τους άλλους μήνες δυο ώρες. Ζήτησε ακόμα ανέβασμα των μεροκάματων. Για τους επιστάτες 6 -7 δρχ. Για τους δέτες και καταχτές 5 - 5,50 δρχ. Για τους καθαριστές 3 - 4 δρχ. και για τους μπασκετζήδες 2 - 2,50 δρχ. Διπλάσια μεροκάματα όμως για τα εργοστάσια Χαμσαραχή, Μουτουσιάν και Λιβανού. Οι καπνέμποροι με κανένα τρόπο δε δέχτηκαν τα παραπάνω αιτήματα των καπνεργατών. Προθυμοποιήθηκαν μόνο να τους πετάξουν κανένα κόκαλο.
2. Κοίτα περιοδ. «Κοινωνισμός» (τευχ. 2 Απρίλη 1910).
3. Κοίτα ολόκληρο το λόγο του Αραβαντινού στο περιοδικό «Κοινωνισμός» αριθ. 5, χρ. Α΄(1910).
4. Η εφ. «Πατρίς» του Σίμου την άλλη μέρα του εργατικού συλλαλητηρίου σε κύριο άρθρου στιγμάτιζε «την νέαν τροπήν που έπαιρνε το εργατικόν κίνημα» και κατηγορούσε τους ηγέτες του πως είναι «νέοι με νοσηράς φαντασίας και σκέψεις απαισιοδόξους». Ακόμα έγραφε πως πρέπει να γίνει «μια εργασία εθνική κατά πάσης προπαγάνδας, εχούσης ως σκοπόν την εισαγωγήν καινών δαιμονίων, τα οποία προώρισται να καταστρέψουν τους ιστούς του ελληνικού σώματος».
5. Το σωματείο των τραμβαγέρηδων (τροχιοδρομικών) ιδρύθηκε στα 1909. Στην αρχή μέλη του ήταν μονάχα οι εισπράχτορες, οι οδηγοί και οι επιθεωρητές, δηλαδή οι υπάλληλοι που είχαν ορισμένο μισθό το μήνα. Η πρώτη απεργία των τραμβαγέρηδων έγινε στις 6 του Ιούνη κι η δεύτερη στις 10 του Σεπτέμβρη του 1909. Η πρώτη τους απεργία έγινε, γιατί: α) Η Eταιρεία έκανε ένα σωρό αυθαιρεσίες, έπαυε, διόριζε, έδιωχνε, έκανε ό,τι ήθελε. β) Τα μεροκάματα ήταν ξεπεσμένα και οι ώρες δουλειάς πολλές (πριν μάλιστα να φκιάσουν το σωματείο δούλευαν δεκαπέντε ώρες το μερόνυχτο και παραπάνω). γ) Οι υπάλληλοι θεωρούντανε δούλοι. Μάλιστα φτάνανε στο σημείο μερικοί μεγάλοι της Εταιρείας να παίρνουν τους υπαλλήλους στο σπίτι τους και να τους βάζουνε σε διάφορες αγγαρείες (να κουβαλάνε νερό, πέτρες, τούβλα κλπ.). Με την απεργία αυτή ζητούσανε 10ωρο και κανονισμό του μισθολογίου: 95 δραχ. για τους αρχάριους και 105 ύστερα από εξάμηνο. Την απεργία αυτή την κέρδισαν και γλυκάθηκαν. Είδαν ή μάλλον άρχισαν να καταλαβαίνουν, - αν και οι περισσότεροι υπάλληλοι ήταν μωραΐτες και με παραδόσεις και προλήψεις αντιδραστικές και οπισθοδρομικές -, τι σημασία έχει η οργάνωση. Υστερα από τρεις μήνες (στις 10 του Σεπτέμβρη 1909), επειδή η Εταιρεία θέλησε ν' αχρηστέψει τη συμφωνία που έγινε ύστερα από την πρώτη απεργία, ξέσπασε νέα απεργία. Η κυριότερη επιδίωξη στην απεργία αυτή ήταν να υποχρεωθεί η Εταιρεία να συστήσει ένα πειθαρχικό συμβούλιο, που να το απαρτίζουν εργάτες, κι αυτό ν' αποφασίζει για τις τιμωρίες κλπ. του προσωπικού. Με την απεργία πέτυχαν όλα τα αιτήματά τους και μόνο το παραπάνω αίτημα δεν έγινε δεχτό. Για την πρώτη απεργία των τραμβαγέρηδων η σοσιαλιστική εφημερίδα «Μέλλον» (7 Ιούνη 1909) γράφει σε κύριο άρθρο: «Επρεπε να χυθεί το αίμα του ατυχούς Σοφιάνογλου, για να καταδειχθεί σ' όλη την απαισιότητά της η μαύρη ψυχή της Εταιρείας των Τροχιοδρόμων... ελευθέρωσε από την δουλεία τα άλογα, δεν ήτο δυνατό να ελευθερώσει και τους ανθρώπους; Ο,τι της έλειπε εις κεφάλαιον έπρεπε να εξευρεθεί. Επρεπε το αίμα, τα νεύρα, η ψυχή των δυστυχισμένων υπαλλήλων να μεταβληθούν εις δύναμιν, να ρευστοποιηθούν εις χρήμα για να πάρουν το υψηλό τους μέρισμα οι μέτοχοι. Οι ώρες της εργασίας ανέβηκαν σε 16... εις τα δίκαια παράπονα των τραμβαγέρηδων η Εταιρεία απήντησε με ειρωνεία...».
6. Να πώς τα λέει σύντομα η εφ. «Ακρόπολις» (25 Γεν. 1911): «Ακολούθως ωμίλησαν οι βουλευταί κ.κ. Θεοδωρόπουλος, όστις είναι και νομικός σύμβουλος του Εργατικού Κέντρου, Α. Παπαναστασίου, Ηλιόπουλος, Πετιμεζάς, Αραβαντινός, οίτινες συνέστησαν, όπως διά την επίλυσιν της απεργίας εξευρεθή μία ειρηνική λύσις και μη δοθή είς τα πράγματα ωθήσις τοιαύτη, δυναμένη να έχη σοβαρά αποτελέσματα. Με την γνώμην των κ.κ. βουλευτών ετάχθησαν και οι περισσότεροι των Προέδρων των Σωματείων. Αλλ' οι ρήτορες εργάται, οι οποίοι έλαβον τον λόγον κατόπιν, υπεστήριξαν ότι πρέπει να επιζητηθή η υποχώρησις της Εταιρείας, εις τα δίκαια αιτήματα των απεργών και μη δεχθούν οι τελευταίοι να αναλάβουν εργασίαν προτού ικανοποιηθούν τελείως».
7. Πιάστηκαν ίσαμε 250. Τους δένανε δυο δυο και τους ρίχνανε στα μπουντρούμια. Τους πιο πολλούς τους απολύσανε, αφού τους κρατήσανε δυο μέρες. Προφυλακίστηκαν μόνο έντεκα, σαν πρωταίτιοι, που μείνανε στη φυλακή κοντά ένα χρόνο.
8. Στην Αθήνα και στον Πειραιά, στο τέλος του Νοέμβρη κι αρχές του Δεκέμβρη του 1911, απεργήσανε και οι γυαλάδες.
9. Ο Μπεναρόγιας γράφει για την απεργία αυτή τα εξής: «Εις Καβάλαν αποφασίζεται διά τας αρχάς Μαρτίου του 1914 κοινός παγκαπνεργατικός αγών διά την βελτίωσιν και εξίσωσιν των συνθηκών εργασίας εις όλην την Μακεδονίαν. Η γενική απεργία κηρύσσεται εις Καβάλαν, Δράμαν και τέλος εις Θεσσαλονίκην. Οι καπνεργάται Θεσ/νίκης, όλοι, εμπνευσμένοι και ποτισμένοι από σοσιαλιστικάς αρχάς, αγωνίζονται με θαυμαστήν αντοχήν και συνοχήν. Οι καπνέμποροι επιστρατεύουν κιτρίνους. (Σ.Σ. Κίτρινοι λέγονταν τότες οι εργάτες που δεν είχαν ταξική συνείδηση και παίρνανε εχθρική στάση στους εργατικούς αγώνες), ιδίως Τουρκάλες και Ατσιγγάνους, περαστικούς μετανάστας, υπό την προστασίαν της Χωροφυλακής. Οι απεργοί κάμνουν επανειλημμένας επιθέσεις κατά των καπναποθηκών προς παρεμπόδισιν της εργασίας και κατά των υπό συνοδείαν μεταβαινόντων εις τα εργοστάσια κιτρίνων. Η έφιππος Χωροφυλακή επίσης χρησιμοποιείται. Επί 8 ημέρας η Θεσσαλονίκη γίνεται θέατρον συγκινητικών περιπετειών με συγκρούσεις, τραυματισμούς, συλλήψεις. Τέλος επεμβαίνει η Διοίκησις και εν γενικόν συμβόλαιον εργασίας υπογράφεται μεταξύ των διαμαχομένων και αυτής της Διοικήσεως με πλείστας παραχωρήσεις προς τους εργάτας. Ετσι η απεργία λήγει θριαμβευτικώς».
10. Την απεργία από τα παρασκήνια τη διεύθυνε ο Γιαννιός, γι' αυτό και καταδιώχτηκε. Φυλακίστηκε μάλιστα σαράντα μέρες.
11. Ιδιοχτήτης των μεταλλείων ήταν ο γερμανός Γρόμαν, εργοδότης από τους πιο αυταρχικούς. Στη Σέριφο την εποχή εκείνη ο λόγος του ήταν νόμος.
12. Βγήκε κι ένα φυλλάδιο για το ιστορικό της απεργίας αυτής με τον τίτλο «Η απεργία της Σερίφου», ήτοι αφήγησις των αιματηρών σκηνών της 21 Αυγούστου εις τα μεταλλωρυχεία του Μεγάλου Λειβαδίου της Σερίφου, υπό Κ. Σπέρα, Αθήναι 1919.

TOP READ