5 Φεβ 2014

Αλαφούζοι - 1-2-3

 Αλαφούζοι - 1. Αλλαξομηντιές


Κάθε φορά που στην παρέα πετιέται κάποιος για να δηλώσει πως πλησιάζει η ώρα που θα πάρουμε τα όπλα και θα βγούμε στο βουνό (εν τάξει, λέμε και καμμιά μαλακία να περνάει η ώρα), η απάντησή μου είναι σταθερή: "εσύ να πας σε όποιο βουνό θες, εγώ με το κονσερβοκούτι μου θα πάω στο Φάληρο". Οι υποψιασμένοι καταλαβαίνουν ότι δεν εννοώ τον Ολυμπιακό. Βλέπετε, το "κακό σπυρί" του Φαλήρου δεν είναι βέβαια ο Ολυμπιακός αλλά η μηντιακή αυτοκρατορία των Αλαφούζων.

Πατριάρχης τού αλαφουζάιηκου θεωρείται ο σαντορινιός -και ενενηντάχρονος πλέον- Αριστείδης, αν και οι πλούσιοι πρόγονοί του είχαν ασχοληθεί επιτυχώς τόσο με τον εφοπλισμό όσο και με την πολιτική. Ο Αριστείδης σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Μετσόβειο Πολυτεχνείο αλλά, χάρη στην πατρική επιρροή, σύντομα τον κέρδισε ο εφοπλισμός. Παράλληλα, κατά την δεκαετία τού '50 ανακατεύεται και με τις εργολαβίες. Είναι η εποχή που ανοικοδομείται η μεταπολεμική Ελλάδα, η εποχή τής "αμερικανικής βοήθειας" και, καθώς ο Αριστείδης μυρίζεται πολύ χρήμα, δεν μπορεί να αδιαφορήσει.

Κατά την επταετία τής χούντας ο Αλαφούζος εξαφανίζεται από τις πρώτες θέσεις τής επικαιρότητας. Μπορεί αυτή η μακρόχρονη απουσία να μη του επιτρέπει να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο κατά τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης αλλά ο δαιμόνιος σαντορινιός οργανώνεται και περιμένει την ευκαιρία. Δεν βιάζεται. Άλλωστε, σύντομα γίνεται σαφές ότι πολύ γρήγορα θα έρθει στα πράγματα ο Ανδρέας Παπανδρέου, τον οποίο ο "κεντροδεξιός" (όπως αυτοχαρακτηρίζεται) Αριστείδης απλώς δεν τον πάει.

Το 1988 ξεσπάει το σκάνδαλο Κοσκωτά και ο Αλαφούζος βρίσκει την ευκαιρία που έψαχνε. Έναν χρόνο νωρίτερα, ο Κοσκωτάς είχε αγοράσει την "Καθημερινή" από την Ελένη Βλάχου. Ο χοντρός τραπεζίτης ήθελε μια μεγάλη εφημερίδα ώστε, ασκώντας τις κατάλληλες πολιτικές πιέσεις, να την χρησιμοποιήσει ως όχημα ανόδου του αλλά τώρα έχει πολύ σοβαρώτερες σκοτούρες στο κεφάλι του. Ο Αλαφούζος εκμεταλλεύεται τα προβλήματα του Κοσκωτά και αποκτά την "Καθημερινή". Υπό την νέα της διεύθυνση, η εφημερίδα μπαίνει αμέσως στην υπηρεσία τού Μητσοτάκη, με τον οποίο ο Αριστείδης διατηρεί εξαιρετικές σχέσεις.

Την επόμενη χρονιά ο Αλαφούζος κάνει το επόμενο βήμα του στον κόσμο των ΜΜΕ, ιδρύοντας τον ειδησεογραφικό ραδιοφωνικό σταθμό "Σκάι 100,4". Με προσεγμένες επιλογές συνεργατών και προσωπικού, σύντομα ο νέος σταθμός αποκτά την πρώτη θέση ακροαματικότητας. Το κοινό του αποτελείται κυρίως από άτομα τα οποία διαθέτουν από μέση και άνω μόρφωση κι από μέση και άνω κοινωνική τάξη. Λογικά, λοιπόν, χάνει την πρωτιά ακροαματικότητας στις νεαρές ηλικίες κι αυτό δεν αρέσει καθόλου στον Αριστείδη. Έτσι, πολύ σύντομα ο "όμιλος Σκάι" αποκτά και δυο μουσικούς σταθμούς, τον "Μελωδία" και τον "Red FM".

Με μια εφημερίδα κι ένα ραδιόφωνο στα χέρια, το μόνο που λείπει από τον Αριστείδη Αλαφούζο για να αναγορευτεί σε βασιλιά των ΜΜΕ είναι ένα τηλεοπτικό κανάλι. Με τον Μητσοτάκη πλέον στην κυβέρνηση, η ίδρυση του τηλεοπτικού Σκάι δεν είναι δύσκολη δουλειά. Πράγματι, το νέο κανάλι βγαίνει στον αέρα στις 21/9/1993, κυρίως με αθλητικές εκπομπές αλλά και κάποιες ενημερωτικές. Όμως, η απουσία ικανού προσωπικού είναι εμφανής και η τηλεόραση του Σκάι δεν καταφέρνει ποτέ να καταγράψει ικανοποιητικά ποσοστά τηλεθέασης. Τα προβλήματα του καναλιού επιδεινώθηκαν με την επάνοδο του ΠαΣοΚ στην εξουσία και έγιναν άλυτα με την κρίση που αντιμετώπισε ο όμιλος Αλαφούζου στα τέλη του περασμένου αιώνα. Μπροστά στο αδιέξοδο, ο τηλεοπτικός Σκάι πουλιέται τον Δεκέμβριο του 1998 και, μέσα στους δέκα επόμενους μήνες, μετατρέπεται σταδιακά σε Alpha.

Όμως, οι Αλαφούζοι δεν θα μπορούσαν να μείνουν δίχως κανάλι. Με την ιδέα τής επαναλειτουργίας τού Σκάι, το 2005 ο όμιλος αγοράζει τον μικρό τηλεοπτικό σταθμό Smart Channel για να χρησιμοποιήσει την συχνότητά του. Όμως, λίγο πριν το σήμα τού νέου Σκάι βγει στον αέρα, βγαίνει στο σφυρί ο τηλεοπτικός σταθμός Seven, ο οποίος έχει άδεια πανελλήνιας μετάδοσης. Οι Αλαφούζοι δεν το πολυσκέφτονται. Έτσι, τον Απρίλιο του 2006 ο νέος Σκάι βγαίνει στον αέρα τής Ελλάδας. Με εφημερίδα, ραδιόφωνο και τηλεόραση δικά τους, οι Αλαφούζοι μπορούν πλέον να καμαρώνουν ως οι βασιλιάδες των μήντια.


Κάποιες φορές τα παιχνίδια των Αλαφούζων είναι εντυπωσιακά. Για παράδειγμα: αν και είναι πασίγνωστη η ποδοσφαιρική κόντρα Μαρινάκη-Αλαφούζου, είναι ελάχιστα γνωστό ότι ο Μαρινάκης διέθετε το 12,9% του ραδιοφωνικού Σκάι από το 2008 έως το 2012. Όμως, η πιο ενδιαφέρουσα "αλλαξομηντιά" των Αλαφούζων είναι άλλη:

Στον Όμιλο Σκάι ανήκει η εταιρεία Ειδήσεις Dot Com Α.Ε., στην οποία ανήκε η εταιρεία Μουσική Ενημέρωση και Ψυχαγωγία Ραδιοφωνική Α.Ε., στην οποία ανήκαν δυο ραδιοφωνικοί σταθμοί: ο Play 88,9 και ο Freedom Web Radio. Στις 20/09/2012 η Ειδήσεις Dot Com Α.Ε. πουλάει την δεύτερη εταιρεία (μαζί με τους σταθμούς, φυσικά) στην Fronstage Ψυχαγωγική Α.Ε., ιδιοκτησίας Αλεξάνδρας Δασκαλοπούλου του Δημητρίου (του γνωστού). Δυο μήνες αργότερα, οι δυο σταθμοί συγχωνεύτηκαν σε Freedom 88,9.

Ίσως αυτό το "88,9" να θυμίζει κάτι στους παλιότερους. Ναι, τον πολύ καλό μουσικό ραδιοσταθμό Jeronymo Groovie 88,9, ο οποίος εξέπεμψε από το 1988 έως το 2005, οπότε τον αγόρασε ο Όμιλος Σκάι, τον μετονόμασε σε Angel 88,9, τον κράτησε ανοιχτό μέχρι τις αρχές τού 2009, τον έκλεισε, τον ξανάνοιξε ως Freedom 88,9 τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς και τον Δεκέμβριο του 2010 τον έσπασε σε Play 88,9 και Freedom Web Radio. Ακολούθησε η αγοραπωλησία τής προηγούμενης παραγράφου. Τελικά, την προτελευταία ημέρα τού 2013 ο Freedom 88,9 ξαναδιασπάστηκε, αναγεννώντας τον Freedom Web Radio και τον Hit 88,9. Η συνέχεια αναμένεται.


Εμείς θα συνεχίσουμε με περισσότερα για τους Αλαφούζους.

 Αλαφούζοι - 2. Η κόντρα με τον Μητσοτάκη

Καθώς η θητεία τής κυβέρνησης Μητσοτάκη (ίσως της πιο αλλοπρόσαλλης κυβέρνησης ολόκληρης της μεταπολιτευτικής περιόδου) πλησιάζει στο τέλος της, οι -μέχρι τότε άριστες- σχέσεις τού Αριστείδη Αλαφούζου με τον "αρχάγγελο της κάθαρσης" διαταράσσονται και σύντομα οι δυο άντρες φτάνουν στην ολική ρήξη. Αιτία είναι η άρνηση του Μητσοτάκη να λύσει -επ' ωφελεία Αλαφούζου, φυσικά- τα προβλήματα που υπάρχουν με τις πανελλαδικές συχνότητες τόσο του ραδιοφωνικού όσο και του τηλεοπτικού Σκάι, ο οποίος βρίσκεται στα σπάργανα.

Έτσι, λοιπόν, ο Αλαφούζος δεν αργεί να αναδειχτεί σε φανατικό εχθρό τού πρωθυπουργού. Άλλωστε, έχει στα χέρια του δυο πανίσχυρα όπλα, μια ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδα και τον πρώτο σε ακροαματικότητα ραδιοφωνικό σταθμό. Μάλιστα δε, στον Σκάι καταφέρνει να κλείσει συνεργασία με δυο από τους σφοδρότερους πολέμιους του Μητσοτάκη, τον Νίκο Κακαουνάκη και τον Γιώργο Τράγκα ενώ εξασφαλίζει και την "μεταγραφή" τού Γιώργου Μητσικώστα, η πεντάλεπτη σατιρική εκπομπή του οποίου "Η ώρα του πρωθυπουργού" τσακίζει κόκκαλα καθημερινά.

Όμως, ενώ Σκάι και Καθημερινή χτυπούν ανελέητα τον Μητσοτάκη, σε καμμιά περίπτωση δεν στηρίζουν ανοιχτά επάνοδο του ΠαΣοΚ στην εξουσία. Προφανώς, ο Αλαφούζος προσπαθεί να πιέσει τον κλυδωνιζόμενο Μητσοτάκη προκειμένου να πετύχει τους στόχους του αλλά ως εκεί. Το πιθανώτερο είναι πως, αν η κυβέρνηση υποχωρούσε κι έκανε τα χατήρια τού Αλαφούζου, ο δαιμόνιος σαντορινιός εφοπλιστής θα άλλαζε πάλι ρότα. Δυστυχώς και για τους δυο, ο Σαμαράς με τον Συμπιλίδη χάλασαν την μανέστρα και πρόλαβαν να ρίξουν την κυβέρνηση. Ο Μητσοτάκης δεν συχώρεσε ποτέ τον Αλαφούζο για την στάση του και επιμένει να μιλάει μέχρι σήμερα, είκοσι τόσα χρόνια μετά, για οργανωμένα διαπλεκόμενα εκδοτικά συμφέροντα που έρριξαν την κυβέρνησή του.

Τέλος πάντων, η χώρα οδηγείται στις εκλογές τής 10ης Οκτωβρίου 1993, οι οποίες σηματοδότησαν την επιστροφή τού Ανδρέα στον πρωθυπουργικό θώκο. Εκείνη την στιγμή διάλεξε ο Αλαφούζος για να δώσει την χαριστική βολή στον ψυχορραγούντα Μητσοτάκη: παραχωρεί συνέντευξη στα Νέα, στην οποία δηλώνει ότι στο παρελθόν είχε βοηθήσει την Νέα Δημοκρατία δίνοντας πολλές φορές χρήματα διά πλαγίων οδών ενώ αναφέρεται συγκεκριμένα σε μια επιταγή ενός εκατομμυρίου δολλαρίων την οποία είχε παραδώσει προσωπικά στον Μητσοτάκη.

Το πλήγμα είναι βαρύ για τον τέως πρωθυπουργό (μη ξεχνάμε ότι μόλις τέσσερα χρόνια πριν είχε εκλεγεί με βασικό σύνθημα την κάθαρση του τόπου από την πασοκική διαφθορά) αλλά ο Αλαφούζος επιμένει να γυρίζει το μαχαίρι στην πληγή. Κατά περίεργο τρόπο, η επί τρεις δεκαετίες προσωπική γραμματέας τού Αριστείδη Αλαφούζου δίνει συνέντευξη στην άλλη εφημερίδα τού λαμπρακαίηκου, στο Βήμα, όπου μιλάει για σακ βουαγιάζ που η ίδια γέμιζε με λεφτά και φρόντιζε να φτάσουν στα χέρια πολιτικών. Αυτό ήταν. Τα χτυπήματα του Αλαφούζου είναι καίρια και ο μηντιάρχης τού Φαλήρου, χρησιμοποιώντας τα μέσα τού λαμπρακαίηκου, εξουθενώνει τον Μητσοτάκη. Ο πάλαι ποτέ κραταιός κρητικός πολιτικός περνάει -οριστικά, όπως αποδείχθηκε- στο παρασκήνιο της πολιτικής.

Επιμύθιο: Το 2002, ο τότε υπουργός ΠεΧωΔΕ Κώστας Λαλιώτης κατηγορεί την Νέα Δημοκρατία ότι είχε ιδρύσει μια λιβεριανή υπεράκτια εταιρεία, την Mayo, μέσω της οποίας εισέπραττε μίζες, κυρίως από την Ζήμενς. Συγκεκριμένα, ο Λαλιώτης ισχυρίστηκε ότι την περίοδο 1990-1993 (δηλαδή επί ηγεσίας και πρωθυπουργίας Μητσοτάκη), η ΝΔ εισέπραξε μέσω Mayo κάπου δυόμιση εκατομμύρια δολλάρια. Η ιστορία εξελίχθηκε σε προσωπική κόντρα Λαλιώτη-Μητσοτάκη και, τελικά, το "θείο βρέφος τού ΠαΣοΚ" καταδικάστηκε να πληρώσει στον Μητσοτάκη αποζημίωση 100.000 ευρώ. Τότε κάποιοι είπαν ότι στο εν λόγω θέμα είχε βάλει το δαχτυλάκι του κι ο Αριστείδης Αλαφούζος αλλά δεν αποδείχτηκε ποτέ κάτι τέτοιο.

 Αλαφούζοι - 3. Ο ρουμανικός στόλος


Στο σημείο αυτό πρέπει να παρακαλέσω τον αναγνώστη να εντείνει την προσοχή του γιατί θα μπούμε σε λαβύρινθους.

Βρισκόμαστε στις αρχές τής τελευταίας δεκαετίας του περασμένου αιώνα, εποχή κατά την οποία η καπιταλιστική αντεπανάσταση βρίσκεται στο φόρτε της και ο σοσιαλισμός ηττάται σε όλα σχεδόν τα μήκη και τα πλάτη τής υφηλίου. Το διεθνές κεφάλαιο, δίχως αντίπαλο πια, εφορμά και σκυλεύει ανυπολόγιστης αξίας δημόσιες περιουσίες, οι οποίες χτίζονταν από τους λαούς επί μακρά σειρά ετών. Μια ιδέα του τι έγινε τότε πήραμε όταν μιλούσαμε για την Σοβιετική Ένωση στην σειρά "Ανατομία του νεοφιλελευθερισμού" (σημειώματα 39-41). Παρόμοιες καταστάσεις έζησαν όλες οι πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Ανάμεσά τους κι η Ρουμανία.

Η πτώση τού σοσιαλισμού, λοιπόν, βρήκε την Ρουμανία με έναν πανίσχυρο εμπορικό στόλο (κατείχε την 9η θέση παγκοσμίως), ο οποίος αριθμούσε 310 πλοία ενώ άλλα 70 πλοία βρίσκονταν υπό κατασκευή σε διάφορα ναυπηγεία. Έτσι, είναι λογικό το γεγονός ότι αυτός ο στόλος έκανε πολλά μάτια να τον προσέξουν και πολλά σάλια να τρέξουν για πάρτη του. Όπως είναι επίσης λογικό το ότι η ρουμανική κυβέρνηση (όπως κάθε καπιταλιστική κυβέρνηση που σέβεται τον εαυτό της) απέκτησε μια ξαφνική επιθυμία να ξεπουλήσει ως και το τελευταίο κουπί.

Το πρώτο πράγμα που έκαναν προς αυτή την κατεύθυνση οι ρουμάνοι αξιωματούχοι ήταν να αφήσουν αυτόν τον στόλο να καταρρεύσει, κόβοντας κάθε κονδύλι για την συντήρησή του. Μέσα σε λίγους μήνες, τα ρουμανικά λιμάνια γέμισαν αγκυροβολημένα πλοία που δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν λόγω προβλημάτων. Κάτοπιν, όταν η απαξίωση του στόλου έφτασε σε επιθυμητά επίπεδα, μπήκε μπροστά η διαδικασία ξεπουλήματός του.

Επί σοσιαλισμού, τα ρουμανικά πλοία διαχειρίζονταν από την κρατική εταιρεία Navrom. Επειδή εταιρείες τόσο μεγάλου μεγέθους είναι ευνόητο πως δεν μπορούν εύκολα να πουληθούν, η κυβέρνηση αποφάσισε να την "σπάσει" στα τρία, δημιουργώντας από τα σπλάγχνα τής Navrom την Romlin και την Petromin. (Παρένθεση: Αν η ιστορία σάς θυμίζει την δική μας ΔΕΗ, καλώς κάνει και σας την θυμίζει. Κλείνει η παρένθεση.) Αν κι έχω πολλά να πω και για την Navrom και για την Romline (π.χ. πρώτη δουλειά τής "νέας" Navrom ήταν να πουλήσει 24 πλοία για παλιοσίδερα!)(*), ας περιοριστούμε στην Petromin για να μη ξεστρατίσει η κουβέντα.

Στην Petromin, λοιπόν, μεταβιβάστηκαν 89 πλοία πετρελαίου και μεταλλευμάτων. Όμως, πριν προλάβει καλά-καλά να ξεκινήσει την δράση της η νέα εταιρεία, Βακαρόιου (πρωθυπουργός) και Τεοντόρου (υπουργός μεταφορών) άρχισαν να κάνουν βούκινο ότι η Petromin πάει καρφί για πτώχευση, οπότε το δημόσιο συμφέρον επιτάσσει την άμεση πώλησή της. Τότε, τελείως ξαφνικά και αναπάντεχα, εμφανίζονται από το πουθενά κάποιοι έλληνες επενδυτές διατεθειμένοι να βάλουν λεφτά για να κάνουν κοινοπραξίες με την -υποτίθεται παραπαίουσα- Petromin. Φυσικά, αυτοί οι έλληνες επενδυτές θα έβαζαν τα λεφτά τους μέσω κάποιων εταιρειών τους, οι οποίες είχαν την έδρα τους σε άλλους τόπους κι όχι σε τούτην εδώ την ψωροκώσταινα.

Τον μεσάζοντα ανάμεσα στο ρουμανικό κράτος και τους έλληνες λεφτάδες για να στηθεί όλο αυτό το αλισβερίσι, τον έκανε μια από τις πιο σκοτεινές φυσιογνωμίες εκείνης της εποχής. Ήταν ο εξ απορρήτων σύμβουλος και άνθρωπος ειδικών αποστολών τού τότε πρωθυπουργού Μητσοτάκη, ο στρατηγός Νίκος Γρυλλάκης. Η όλη ιστορία θυμίζει μυθιστόρημα κατασκοπείας και ίσως κάποτε αναφερθούμε με λεπτομέρειες σ' αυτήν, όμως για την ώρα ας κρατήσουμε το ζουμί. Και το ζουμί είναι πως η πρώτη κοινοπραξία που στήθηκε με την συμβολή τού Γρυλλάκη ήταν η "Forum Maritime - Petromin", όπου η Forum Maritime ήταν εταιρεία συμφερόντων τού έλληνα εφοπλιστή Στέλιου Κατούνη. Δεύτερη στην σειρά ήταν η κοινοπραξία "Petromin - Minerva". H Minerva ήταν μια εταιρεία στην οποία ανήκε η εταιρεία Ermis Maritime, η οποία ανήκε στον Γιάννη Αλαφούζο.

Ξαναπιάσαμε το νήμα που μας συνδέει με το αλαφουζαίηκο αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι βγήκαμε από τον λαβύρινθο. Χρειάζεται υπομονή γιατί έχουμε δρόμο μπροστά μας.


(*) Να ένα μικρό δείγμα από το μεγάλο φαγοπότι: Στις 23 Φεβρουαρίου 2000 η γνωστή εταιρεία συμβούλων Pricewaterhouse Cooper, ενεργώντας ως εκκαθαριστής τής Navrom, πούλησε μονοκοπανιά έξι πλοία αντί συνολικού τιμήματος 1,44 εκατ. δολλαρίων, δηλαδή όσο κάνει ένα υπερπολυτελές αυτοκίνητο ή μια πολυτελής μαιζονέτα. Εκείνη την εποχή, από τον τεράστιο στόλο των 320 πλοίων τού 1990, είχαν απομείνει στην Navrom λιγώτερα από 20 πλοία. Σύμφωνα με την Pricewaterhouse Cooper, το ξεπούλημα του εμπορικού της στόλου συσσώρευσε στην Ρουμανία ζημιές πάνω από 300 δισ. λέι (περ. 67 δισ. ευρώ)

Η αστική πχιότητα

 Η αστική πχιότητα

Δεν είμαστε εμείς ρατσιστές, οι μετανάστες είναι κακής ποιότητας

Είναι γνωστό τοις πάσι πως οι μετανάστες μας παίρνουνε τις δουλειές. Αυτός είναι ο βασικός λόγος άλλωστε που εγώ κι εκατοντάδες άλλοι απόφοιτοι δημοσιογραφίας βρίσκονται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ανεργίας κι ευελφάλειας, ημιαπασχόλησης, πλήρους απασχόλησης χωρίς αμοιβή ή με μπλοκάκι –που είναι πρακτικά το ίδιο- κι ένα σωρό άλλους συνδυασμούς εκμετάλλευσης, που υπερβαίνουν την καθημερινή ρουτίνα της μόνιμης και σταθερής δουλειάς, που σε σκοτώνει μέρα με τη μέρα. Αυτή είναι η μαγεία της ελεύθερης αγοράς, μακριά από ταμπού και προκαταλήψεις, όπου ο εργοδότης σου μπορεί να σε πάρει (στη δούλεψή του) με διάφορους τρόπους, στάσεις κι εργασιακά καθεστώτα, όπως και για όσο θέλει, είτε δέκα και δώδεκα μέρες την ημέρα (χωρίς υπερωρία, γιατί το σεξ είναι ευχαρίστηση) είτε για δυο-τρεις ώρες τη βδομάδα, ίσα-ίσα δηλ να μην καταγράφεσαι στα μητρώα του οαεδ και πιάνεις τζάμπα χώρο, μόνο και μόνο για να συκοφαντείς ως ενοχλητικό στατιστικό στοιχείο το ελληνικό success story. Εκτός κι αν θες να δουλέψεις μαύρα, οπότε αλλάζει το πράγμα. Και ποιος άλλος φταίει άραγε για τη μαύρη εργασία, αν όχι οι μελαμψοί που έχουνε κατακλύσει την χώρα; Έχουν γίνει μάστιγα αυτοί οι αφγανοί και πακιστανοί δημοσιογράφοι. Και να ‘ταν μόνο αυτοί. Τα ίδια και χειρότερα βιώνουν εξαιτίας τους οι γιατροί, οι μηχανικοί, οι δικηγόροι, οι εκπαιδευτικοί, οι ερευνητές. Όλοι κάνουν μασούρι τα πτυχιόχαρτά τους (έτσι, για να παραπέμπει σε κηδειόχαρτα) επειδή έρχονται αλλοδαποί και μας παίρνουν τις δουλειές. Και σα να μην έφταναν όλα τα άλλα, δεν είναι και καλής ποιότητας.

Φαντάσου βέβαια τι θα ακούγαμε και πόσο πιο πειστικό θα ήταν αυτό το παραμύθι για ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, που ‘ναι και τώρα πρόθυμο (με προδιάθεση και βάλε) να το χάψει και να το ρουφήξει, όπως το χώμα το νερό, αν είχαμε και στην ελλάδα αλλοδαπούς φοιτητές και επιστήμονες, όπως πχ στη βρετανία με την πολυάριθμη ινδική κοινότητα. Και σε τι επίπεδα θα είχε φτάσει τότε το ρατσιστικό παραλήρημα.

Η βασική ανάγκη ενός ρατσιστή είναι να βρει ένα εύκολο θύμα για αποδιοπομπαίο τράγο, κάποιον να του φταίει για να ξεσπάσει πάνω του. Χρειάζεται μια στοιχειώδης νοημοσύνη (και θα ζητούσαμε πολλά μάλλον) να προβληματιστεί και να καταλάβει τι σημαίνει ανταγωνιστικότητα και ποιος είναι στο τιμόνι του οδοστρωτήρα που μας εξισώνει όλους στο υπόγειο –αλλά το δικό μας πρόβλημα δεν είναι αυτό, είναι που δεν γκρεμίσανε τα μισθολογικά ρετιρέ. Αφού λοιπόν είναι κακής ποιότητας οι μετανάστες που έρχονται στην ελλάδα, γιατί «μας παίρνουν τις δουλειές» κι είναι πιο ανταγωνιστικοί στην αγορά εργασίας; Και τι μας ζητάνε στην πραγματικότητα οι κυβερνήσεις, όταν λένε ότι πρέπει να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί –ως μονάδες και ως οικονομία συνολικά; Εννοούν μήπως πως πρέπει να βελτιώσουμε την ποιότητά μας και να αυξήσουμε τις απαιτήσεις μας, ή το ακριβώς αντίθετο;

Και τι σημαίνει ποιότητα; Ας μιλήσουμε λοιπόν για την ποιότητα του σημερινού αστικού κόσμου, που ζέχνει και σαπίζει, καθώς αποσυντίθεται και πετάει τις βρωμιές του κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, για να μη φαίνονται. Να μιλήσουμε για την ποιότητα των αξιών και των ιδανικών του, που συμβαδίζουν διαλεκτικά με την ποσότητα του χρήματος του καθενός και τα κέρδη που αποφέρει μια ενέργεια. Για τη σπάνια πάστα των πολιτικών στελεχών και δημοσιολόγων του –καλή ώρα ο δένδιας και ο πορτοσάλτε-, για την τιμιότητα και την ηθική τους (ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό, όπως έχει πει ένα δικό τους γαλάζιο παιδί), για το εξαιρετικό τους ποιόν και την πχιότητα, όπως την έλεγε μια χρυσή μετριότητα του πρόσφατου παρελθόντος, που έφτασε να γίνει και πρωθυπουργός.

Να πούμε για την ποιότητα της καθημερινής μας ζωής, από τη μόρφωση που λαμβάνουμε και τις τρώγλες που βαφτίζουμε σπίτια, μέχρι τα προγράμματα της τηλεόρασης και τις διάφορες μορφές ψυχαγωγίας και διασκέδασης. Κι από τα «αγνά, ποιοτικά υλικά» της καθημερινής διατροφής μας, μέχρι τις «αγνές ανθρώπινες σχέσεις» που διαμεσολαβούνται από το ατομικό συμφέρον κι οδηγούν στις πιο εγωιστικές συμπεριφορές. Για έναν κόσμο που αναζητά την χαμένη ποιότητα σε αγαθά και εμπορεύματα (και αυτό για μια μικρή μειοψηφία) αλλά αποτυγχάνει να την περάσει στον άνθρωπο, όσο κι αν τον αντιμετωπίζει κι αυτόν σαν εμπόρευμα, ένα απλό μέσο για τη διευρυμένη, κερδοφόρο αναπαραγωγή του κεφαλαίου, ως αυτοσκοπό της καπιταλιστικής παραγωγής.

Μπορούμε να συζητήσουμε και για τις διάφορες ποιότητες των ανθρώπων, που τους κατατάσσουν σε διαφορετικές κατηγορίες κοινωνικής στάθμης. Τι ποιότητας θεωρούνται άραγε οι σεισμόπληκτοι της κεφαλλονιάς, που αντιμετωπίζονται σαν πολίτες β κατηγορίας κι αφήνονται στο έλεος του εγκέλαδου; Τι ποιότητας είναι αυτό το κράτος, αν όχι ταξικό και βάρβαρο (κι όχι ανύπαρκτο, όπως λεν κάποιοι); Εκτός και αν κάποιος πιστεύει πως οι ποιοτικές διαβαθμίσεις σταματάν στο χρώμα του δέρματος και δεν έχουνε ταξικό περιεχόμενο. Τι άλλο σημαίνει όμως (αν όχι διάκριση με καθαρά ταξικά κριτήρια) αυτός ο φοβερός διαχωρισμός σε μετανάστες καλής και κακής ποιότητας;

Τι είχαν άραγε κατά νου οι ιθύνοντες; Τον αμερικάνικο στόλο και τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα, που αφήνουν συνάλλαγμα; Πόσο καλής ποιότητας ήταν για τους γερμανούς, τις ηπα και άλλες χώρες οι έλληνες γκασταρμπάιτερ, που έφευγαν γιατί δεν είχαν στον ήλιο μοίρα; Και πόσο καλύτερα είχε υποδεχτεί η «ισχυρή πχιοτική ελλάδα» της δεκαετίας του 90’ τους μετανάστες καλής ποιότητας από την ανατολική ευρώπη; Πόσοι πτυχιούχοι μετανάστες από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες βρήκανε δουλειά στο αντικείμενό τους και πόσοι έπιασαν χειρωνακτικές δουλειές του ποδαριού, για να βγάλουν τα προς το ζην; Πόσες ρωσίδες του πόντου έχουν πτυχία, μόρφωση και καλλιέργεια, που φυσικά δεν τους χρησίμευσαν πουθενά στην ελλάδα; Και σε τι διαφέρει η σημερινή στρατιά άνεργων πτυχιούχων από τη σημερινή κατάσταση; Ίσως μόνο στο ότι σήμερα ούτε καν φτηνές χειρωνακτικές δουλειές δεν μπορεί να βρει κανείς εύκολα.

Η ποιότητα της μεταχείρισης των μεταναστών είναι ο καθρέφτης της ποιότητας του αστικού κόσμου και της εξουσίας του. Εικόνα από το μέλλον μας και από το μίζερο παρόν των ανέργων που σπεύδει θεωρητικά το κράτος να τους βοηθήσει με προγράμματα και στην πράξη τους αφήνει να πνιγούν στα χρέη και τη φτώχια.

Αν για την αφρόκρεμα αυτού του κόσμου είναι θέμα αισθητικής η φτώχια και η κακή ποιότητα των μεταναστών, για εμάς είναι ζήτημα επιβίωσης να τους ξεφορτωθούμε μια ώρα αρχύτερα και ταξικό μας καθήκον να συμπαρασταθούμε στους μετανάστες. Που αν ήταν στην τελική κακής ποιότητας, δε θα είχαν βουλιάξει στον πάτο της θάλασσας στο φαρμακονήσι. Θα είχαν επιπλεύσει σα φελλοί, όπως το κάνουν με θαυμαστή επιτυχία ο δένδιας, ο πορτοσάλτε και το σινάφι τους που ξεχειλίζει από τόση ποιότητα.


Παρακαλώ σας κύματα, στον πάτο να τους πάτε…

Σκέψου το ρε αδερφέ

 Σκέψου το ρε αδερφέ

Σε τι μας έκανε σοφότερους η χτεσινή τηλεοπτική εμφάνιση του γγ; Ας δούμε κάπως κωδικοποιημένα κάποιες εντυπώσεις και μερικά χαρακτηριστικά στιγμιότυπα.


Όλως παραδόξως το κοινό δεν ήταν πολύ επιθετικό. Υπήρχαν κάποιες αναμενόμενες εξαιρέσεις, αλλά κι αυτές δεν είχαν τις ανθρωποφαγικές διαθέσεις που είχαν δείξει προεκλογικά με την αλέκα. Ίσως αν ήμασταν σε προεκλογική περίοδο να υπήρχε ειδική φροντίδα για τη σύνθεσή του. Είναι ζήτημα βέβαια πόσο τυχαία βρέθηκε στο στούντιο ο εργαζόμενος της τυποεκδοτικής (θα εξηγήσω παρακάτω τι εννοώ) που δεν εκπροσωπούσε συνολικά τους εργαζόμενους, αλλά (κατά δήλωσή του) μια μερίδα απλήρωτων εργαζομένων της επιχείρησης (;!). Ακόμα κι αυτός όμως δεν ήταν προκλητικός κι έδωσε αφορμή να ακουστούν σχετικά κάποια πράγματα που ελάχιστοι τηλεθεατές γνώριζαν.

Κι εδώ είναι το φαινομενικά παράδοξο της υπόθεσης, που σημειώσαμε και στην χτεσινή ανάρτηση. Όσο πιο προβοκατόρικα είναι τα ερωτήματα, τόσο το καλύτερο από μια άποψη, για να ξεκαθαριστούν τυχόν παρανοήσεις και να δοθούν πειστικές απαντήσεις. Σε αυτά ακριβώς τα ζητήματα άλλωστε απάντησε καλύτερα κι ο κουτσούμπας, ίσως γιατί ήταν αναμενόμενα και γιατί έχουμε συνηθίσει την πολεμική και τις επιθέσεις, οπότε ανταποκρινόμαστε καλύτερα σε τέτοιες συνθήκες.

Απάντησε για παράδειγμα πολύ καλά και με απόλυτη ψυχραιμία –που εγώ ομολογώ πως δε θα είχα- στις ειρωνείες μιας νούλης, που κατάφερε να χωρέσει σε δέκα λέξεις το αθάνατο πνεύμα των πλατειών: «η ελλάδα είναι υπό κατοχή», «αλλά το πάμε κάνει παρελάσεις». Και της είπε πέραν των άλλων πως «το θέμα δεν είναι να αντιδικήσουμε μεταξύ μας». Ενώ αυτός που έκανε την ερώτηση για το ριζοσπάστη και τον 902, τελείωσε λέγοντας «γιατί να εμπιστευτώ το κουκουέ ότι θα κάνει όσα ευαγγελίζεται για τη σοσιαλδημοκρατία, για το σοσιαλισμό…» που γι’ αυτόν προφανώς είναι ένα και το αυτό –κι έτσι φανέρωσε έμμεσα την πολιτική του ένταξη.

Τα «αβανταδόρικα ερωτήματα» από δυο-τρεις δικούς μας, που βρέθηκαν στο στούντιο –δεν είναι τυχαίο πως υπήρχαν αναλογικά πολλοί οικοδόμοι στη σύνθεση του κοινού- δεν προσφέρουν τόσο πολλά στο μέσο τηλεθεατή. Και τα πιο δύσκολα ερωτήματα είναι αυτά που δεν προσπαθούν να σε στριμώξουν, αλλά ζητάνε ειλικρινά μια πειστική απάντηση με θετικό περιεχόμενο κι επιχειρήματα.

Μια ρωσίδα για παράδειγμα, που γεννήθηκε στη σοβιετική ένωση κι έζησε, λέει, τον κομουνισμό και την κατάρρευσή του (ούτε το ένα ούτε το άλλο ισχύει στην πραγματικότητα, αλλά ας μην είμαστε σχολαστικοί) τον ρώτησε τι θα μπορούσε να πει σε αυτήν και γενικά στη ρωσική και ποντιακή κοινότητα της ελλάδας, για να πιστέψουν ξανά και να εμπνευστούν από τον κομμουνισμό. Ενώ ένας 18άρης ρώτησε το γγ τι θα έλεγε στη γενιά του και τη νεολαία εν γένει για να τη μεταπείσει και να την κάνει να ψηφίσει και να συμμετέχει στα κοινά. Σε αυτές τις ερωτήσεις κατά τη γνώμη μου, ο κουτσούμπας είχε πολλά να πει και θα μπορούσε να απαντήσει πιο στοχευμένα, για να τα προλάβει όλα.

Δεν τον άφησε όμως να πιάσει ειρμό κι ο χατζηνικολάου, που πετιόταν σα δαπιτάκος, για να δυσκολέψει τις ερωτήσεις, που δεν του άρεσαν –την πρώτη πχ τη συμπλήρωσε με το κλασικό κλισέ για το στάλιν, που (αλίμονο!) δεν μπορούσε να λείπει από μια τέτοια συζήτηση. Στην εισαγωγή είχε επισημάνει τη μονομέρεια τάχα και τις 17 αναφορές του κουκουέ στο σύριζα, αλλά ο ίδιος πρόλαβε να κάνει περίπου 17 ερωτήσεις για τον τσίπρα, το λαφαζάνη και τα άλλα παιδιά, αγγίζοντας τα όρια της εμμονής –«για να ισοφαρίσει ρε» όπως μου έγραψε κι ένας φίλος στο τουίτερ.
Αυτό που μου άφησε όμως την χειρότερη εντύπωση ήταν το στήσιμο κι η αθώα (;) συνεννόηση με τον εργαζόμενο της τυποεκδοτικής, πριν από ένα διαφημιστικό διάλειμμα. Αν προσέξατε ο e-νικος του λέει «θα έρθω μετά σε εσάς», το ρωτάει αν είναι έτοιμος να θέσει το ερώτημά του, τον ξαναρωτά για σιγουριά αστειευόμενος (;), δίνει πάσα για διαφημίσεις και με την επιστροφή της εικόνας στο στούντιο, σκάει η αναμενόμενη ερώτηση για την κατάσταση στην επιχείρηση και τα οικονομικά της προβλήματα.

Και το σημείωμα που διαβάστηκε δεν εντόπιζε τη ρίζα του κακού στη δημιουργία και τη γιγάντωση της επιχείρησης, όπως θαρραλέα κι αυτοκριτικά παραδέχτηκε ο κουτσούμπας –σε μια από τις πλέον ουσιαστικές ειδήσεις της βραδιάς κατά τη γνώμη μου- αλλά στην απόφαση για τη συρρίκνωσή της σε συνθήκες κρίσης και σκληρού ανταγωνισμού με άλλα μονοπώλια. Για την οποία θα μπορούσε ίσως να ρωτήσει και τον παρόντα χατζηνικολάου για τη μετακόμιση της ρίαλ σε άλλο τυπογραφείο. Το μόνο που ξέχασε ίσως ή δεν πρόλαβε να πει ο κουτσούμπας ήταν για τα προβλεπόμενα έσοδα της τυποεκδοτικής κατά το παρελθόν, που δεν εισπράχτηκαν ποτέ, κι έφτασαν ένα ποσό που υπερέβαινε τα συσσωρευμένα χρέη της.

Μερικά ακόμα βασικά σημεία που κράτησα από χτες.

Το καπιταλιστικό σύστημα δε μερεμετίζεται.

Την ατάκα του γγ για το λαφαζάνη, που αν ήταν τίμιος έπρεπε να έχει πει «το καπελάκι μου και φεύγω» από το σύριζα. Αυτή όμως ήταν η μόνιμη ατάκα του παλάβρα του αντωνάκη (πάει και το μου) από το «η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», που έμενε μόνο στις απειλές, χωρίς ποτέ να τις κάνει πράξη και κατέληξε στο τέλος να έχει μόνο μάρτυρα υπεράσπισης στο δικαστήριο τον ταρίφα τον παντόφλα.

Τον αναλυτικό λόγο του κουτσούμπα, που δεν είναι ακριβώς απέριττος και δωρικός. Αλλά αν φαίνεται καμιά φορά ότι πλατειάζει, είναι γιατί θέλει να κάνει πλατύ άνοιγμα και να γίνει κατανοητός κι από τον τελευταίο τηλεθεατή που τον παρακολουθεί.

Το καπιταλιστικό σύστημα δεν παίρνει μερεμέτια.

-Να αγιάσει το στόμα του γγ, που τόνισε επανειλημμένα πως οι δικοί μας ψηφοφόροι είναι συνέχεια στο δρόμο του αγώνα και των κινητοποιήσεων. Το θέμα είναι οι άλλοι πού βρίσκονται και γιατί κάθονται στον καναπέ τους.
Πολύ καλή ήταν κι η παραδοχή του πως όταν το κόμμα έχει οικονομική στενότητα –όπως τώρα- αυτός είναι ο πρώτος που δε θα πάρει το μισθό του.

-Ο μπογιόπουλος δεν είναι άστεγος (κομματικά, επαγγελματικά ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο), βγαίνει στο φακό πιο συχνά από τον κουτσούμπα (αν και βασικά τους έχουν αραιώσει αμφότερους) και αξιοποιείται στο θίασο του καζάκου, που ανεβάζει μια πολύ αξιόλογη παράσταση αντιφασιστικού περιεχομένου.
Ναι αλλά δε θα ήταν πολύ λογικό να αξιοποιηθεί και με κάποιον άλλο τρόπο; Και εμένα μου έχει μείνει αυτή η απορία.

Ένας πολίτης (κέιν) από το κοινό ρώτησε αν πρέπει να αλλάξει κάτι και στην ηγεσία του κουκουέ. Όχι που δε θα έμπαινε θέμα ηγεσίας για το κόμμα, επειδή ο κουτσούμπας είναι σχετικά φρέσκος. Αναρωτιέμαι αν γίνονται ποτέ παρόμοιες ερωτήσεις κι αυτός ο διαχωρισμός ηγεσίας-βάσης και σε άλλους αρχηγούς πολιτικών κομμάτων.

Το σύστημα δε μερεμετίζεται. Μερεμετίσου εσύ.

Ας κλείσουμε με ελαφριά διάθεση και δύο μικρά τρολαρίσματα.

Αν ήταν να βάλω κάποιον τίτλο στην χτεσινή συνέντευξη, θα αξιοποιούσα κάποιες από τις αγαπημένες εκφράσεις του κουτσούμπα («σας καλούμε να σκεφτείτε αυτά που λέμε»… «γιατί μπορεί βρε αδερφέ…» ) και θα κατέληγα στον τίτλο της ανάρτησης. Σκέψου το ρε αδερφέ, τι έχεις να χάσεις;
Παρόλα αυτά κάποιοι αξιοποίησαν τη ροή προγράμματος του σταρ και τις ταινίες που έπαιξαν πριν και μετά την εκπομπή. Έτσι μετά την ταινία «το άδυτο» περάσαμε στα… άδυτα του περισσού κι από εκεί στη «συνέντευξη με ένα βρικόλακα», που κατέληξε στην παρακάτω εικόνα.


Αν και ο πραγματικός βρικόλακας δεν είναι άλλος από το κεφάλαιο που ζει κι αναπαράγεται (διευρυμένα) ρουφώντας την υπεραξία της ζωντανής εργασίας. Ενώ εμείς είμαστε το φάντασμα που πλανάται ακόμα πάνω από τον αστικό κόσμο, στοιχειώνοντας τα όνειρά του.

Όπως με πληροφόρησαν επίσης οι συνεργάτες της κε του μπλοκ, την κυριακή επικράτησε στον τελικό ενός χορευτικού ριάλιτι ο ησαΐας ματιάμπα, που συμμετείχε στο πρόγραμμα του τελευταίου φεστιβάλ της οργάνωσης –ενώ πέρσι είχε νικήσει μια άλλη που συμμετείχε στον περσινό θίασο του καζάκου.
Το χτεσινό βράδυ γέμισε με τη συνέντευξη του γγ –αλλά ήταν κρίμα που έβαζαν διαφημίσεις, την ίδια ώρα με την ανατροπή του πρετεντέρη και δεν μπορέσαμε να απολαύσουμε τις αναλύσεις του τζήμερου για το μήτρογλου.

Και σήμερα; Πώς θα γεμίσουμε απόψε σφοι το κενό; Με μπογδάνο;

Το μύθευμα της ελληνικής σοβιετίας

 Το μύθευμα της ελληνικής σοβιετίας





Προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον και πολύ μεγάλη έκπληξη η ταχύτητα και η ενορχήστρωση με την οποία οι δυνάμεις της αστικής τάξης στην Ελλάδα έστησαν τον προπαγανδιστικό τους μηχανισμό με το που εμφανίστηκε η κρίση 

Με την έναρξη της κρίσης στην ελληνική επικράτεια, το 2010 περίπου, οι πολιτικές δυνάμεις της ελληνικής αστικής τάξης διέβλεψαν σχεδόν ακαριαία τρία βασικά πράγματα.

Πρώτα απ από όλα αντιλήφθηκαν έγκαιρα το προφανές, πως δηλαδή αυτή η κρίση είναι μια παγκόσμια καπιταλιστική κρίση. 

Δεύτερη πρώιμη διαπίστωση των αστών ήταν πως λόγω αυτής της παρατεταμένης και βαθιάς κρίσης θα αμφισβητηθεί το καπιταλιστικό σύστημα από ευρύτερα λαϊκά στρώματα και από οικονομικές τάξεις, πέραν της εργατικής, οι οποίες έως τώρα στην Ελλάδα τουλάχιστον δεν τον αμφισβητούσαν, όπως πχ μικροαστοί κτλ. 

Τρίτη έγκαιρη διαπίστωση των αστών είναι πως πολύ νωρίς έλαβαν υπ όψιν την πιθανότητα όλη αυτή η αμφισβήτηση του καπιταλιστικού συστήματος στο σύνολό του να βρει τον σοσιαλισμό ως εναλλακτική διέξοδο.

Φοβούμενη λοιπόν το τελευταίο και τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που μπορεί να προκαλέσει μια σοσιαλιστική διέξοδος από την καπιταλιστική κρίση τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκόσμια το επικοινωνιακό επιτελείο των αστών από τις πρώτες κιόλας μέρες της εμφάνισης της κρίσης στην Ελλάδα επινόησαν την θεωρία της ελληνικής σοβιετίας.


Τι υποστηρίζει πάνω κάτω αυτή η προπαγανδιστική θεωρία που η αλήθεια είναι πως έως ένα βαθμό βρίσκει απήχηση μεγάλο τμήμα του κόσμου; Αυτή λοιπόν η θεωρία υποστηρίζει πως η κρίση στην Ελλάδα είναι ένα ιδιαίτερο οικονομικό φαινόμενο το οποίο δεν σχετίζεται με την κρίση στην υπόλοιπη Ευρώπη αλλά οφείλεται σε ενδογενείς αιτίες.

Βασική αιτία της ελληνικής κρίσης σύμφωνα με αυτή τη θεωρία είναι πως στην Ελλάδα δεν εφαρμόστηκε με σωστό τρόπο ο καπιταλισμός ή και για κάποιους δεν εφαρμόστηκε καθόλου. Αντί δηλαδή η χώρα να αναπτυχθεί με όχημα την ιδιωτική πρωτοβουλία υπήρξε υπερβολικά μεγάλη κρατική παρέμβαση στην παραγωγή και γενικότερα στην οικονομία. Αυτός ο τεράστιος κρατισμός, σύμφωνα πάντα με την παραπάνω θεωρία, ήταν σοβιετικής έμπνευσης και αυτός ήταν που τελικά διέλυσε την ελληνική παραγωγή- οικονομία.

Συμπεράσματα;

1) Στην Ελλάδα δεν εφαρμόστηκε ποτέ καπιταλισμός αλλά μια οικονομία σοβιετικής έμπνευσης

2) Ως συνέπεια του πρώτου για την ελληνική κρίση φταίνε οι κομμουνιστές και όσοι επηρεάστηκαν από αυτούς

 3) Για να βγούμε από την κρίση πρέπει να αφήσουμε πίσω μας τα κομμουνιστικά κατάλοιπα και να αφήσουμε τον καπιταλισμό ¨να κάνει την δουλειά του¨.

Είναι πράγματι εκπληκτικό πως με τόσο χονδροειδή τρόπο προσπαθούν να φορτώσουν μια καπιταλιστική κρίση σε αυτούς που φοβούνται πιο πολύ και επίσης, πως με αυτή την μέθοδο, επιχειρούν όλη αυτή η λαϊκή δυσαρέσκεια να μην οδηγήσει τον κόσμο στους κομμουνιστές αλλά οπουδήποτε αλλού.

 Ας δούμε όμως κατ αρχάς πόσο στέκει αυτή η θεωρία και κατά δεύτερο γιατί οι αστοί φοβούνται τόσο πολύ τους κομμουνιστές και τις απόψεις που πρεσβεύουν δεδομένου ότι το λαϊκό κίνημα στις μέρες μας δεν δείχνει να έχει τέτοια δυναμική που να απειλεί την αστική τάξη.

Αυτή λοιπόν η θεωρία προφανώς και είναι μια τεράστια μπαρούφα η οποία δεν δεν μπορεί να αντέξει στην ελάχιστη κριτική.

Το οικονομικό σύστημα που επικρατεί σε μια χώρα το ορίζουν οι οικονομικές σχέσεις που διέπουν. Στην Ελλάδα οι οικονομικές σχέσεις στην παραγωγή ήταν πάντα καπιταλιστικές. Οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής απαιτούν μια πλήρως σχεδιασμένη οικονομία η οποία σχεδιάζεται με γνώμονα της ανθρώπινες ανάγκες και όχι το κέρδος. Ως εκ τούτου είναι απολύτως σαφές πως στην Ελλάδα δεν υπήρξαν  ποτέ σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής αλλά καθαρός, πεντακάθαρος καπιταλισμός. Σε αυτό το καπιταλιστικό λοιπόν σύστημα  σε πολλές χώρες της Ευρώπης συμμετείχε και το κράτος ως καπιταλιστής. Αλλού με μικρή και αλλού με μεγαλύτερη επιτυχία. Στην Ελλάδα πχ το κράτος ως επιχειρηματίας δεν ήταν επιτυχημένος διότι οι πολιτικοί που καθόριζαν την λειτουργία του το χρησιμοποιούσαν ως όχημα να αυξήσουν την εκλογική τους πελατεία. Το πάρτι που γινόταν δεκαετίες τώρα το ξέρουμε καλά και δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σε αυτό. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως το κράτος ως καπιταλιστής απέτυχε παντού. Στην Γερμανία, στην Σουηδία και σε άλλες χώρες το κράτος διαχρονικά είχε ισχυρή παρουσία αλλά ως επιχειρηματίας σε ένα σύστημα που λειτουργούσε με σκοπό το κέρδος και ακολουθούσε τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Έτσι λοιπόν και στην Ελλάδα το κράτος υπήρχε και λειτουργούσε αλλά ως κακός επιχειρηματίας. Τι έγινε όμως στις χώρες που τα κράτη τους λειτουργούσαν με πιο άρτιο επιχειρηματικά τρόπο; Απέφυγαν την κρίση; Βρίσκονται σε ακμή; Έχουν τάχα ξεπεράσει μια για πάντα τις καπιταλιστικές κρίσεις και βρίσκονται σε μια διαρκή φάση ανάπτυξης και ευημερίας;

Φυσικά και όχι, η κρίση είναι εδώ μπροστά μας ολοζώντανη και πιο σφοδρή από ποτέ, επαναλαμβάνεται συνεχώς και κάθε φόρα και σε πιο μεγάλη ένταση όπως ακριβώς προέβλεψε ο Μαρξ .Γι αυτό άλλωστε και είναι τόσο μισητός από τους αστούς διότι τους έχει ξεμπροστιάσει ανεπανόρθωτα αυτούς και το σύστημά τους. Άρα λοιπόν το συμπέρασμα είναι πως η ελληνική κρίση είναι και αυτή όπως και η παγκόσμια, μια καπιταλιστική κρίση που ενδογενώς δημιουργεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής.

Πάμε τώρα στο δεύτερο ερώτημα.Γιατί φοβούνται τόσο πολύ τους κομμουνιστές παρόλο που σε αυτή την φάση είναι αδύναμοι και το λαϊκό κίνημα τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό είναι προς το παρόν αδύναμο και δεν μοιάζει και τόσο απειλητικό;

Η απάντηση είναι πολύ απλή. Ένας λαός όσο θυμωμένος και να είναι, όσο εξοργισμένος κι αν μοιάζει, όσο επιθετικός κι αν γίνει δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να απειλήσει το αστικό κράτος και κατ επέκταση την αστική τάξη αν πρώτα δεν την αμφισβητήσει. Με όσο πάθος κι αν παλεύει, αν έχει θέσει ως στόχο να κρεμάσει στο Γουδί τους προδότες ή να διώξει τους κακούς Μερκελιστές για να φέρει άλλους καλούς καπιταλιστές, τότε το μόνο που κάνει είναι να τρέχει γύρω απ το εαυτό του προσπαθώντας να πιάσει την ουρά του. Γίνεται ένας λαός που μοιάζει με τον Δον Κιχώτη που μάχεται με τους ανεμόμυλους. Όσο  κι αν προσπαθεί, στο τέλος η μάχη με το ανέφικτο θα τον κουράσει και θα υποταχθεί.

Αν όμως στοχεύσει σωστά; Αν έγκαιρα αντιληφθεί πως η ρίζα αυτού του προβλήματος δεν είναι η Μέρκελ ή ο Σαμαράς ή ο Στουρνάρας αλλά ο ίδιος ο καπιταλισμός, τότε αυτός ο λαός γίνεται εξαιρετικά απειλητικός και επικίνδυνος. Αυτόν λοιπόν τον δρόμο της επιστημονικής αλήθειας οι μόνοι που τον δείχνουν σταθερά, διαχρονικά και με συνέπεια είναι οι κομμουνιστές άρα λοιπόν αυτοί είναι και ο πραγματικός κίνδυνος για τους αστούς και είναι πολύ φυσικό ο πυρήνας της προπαγάνδας τους αυτούς να στοχεύει.

Όσο όμως θα παλεύουν αυτοί να μας αφανίσουν άλλο τόσο θα παλεύουμε κι εμείς για τον δικό τους αφανισμό. Κι αν αυτοί έχουν συσσωρευμένη πείρα, άλλη τόση έχουμε και εμείς 95 χρόνια τώρα, κι αν αυτοί διαθέτουν κατασταλτικούς και προπαγανδιστικούς μηχανισμούς εμείς έχουμε το δίκιο με το μέρος μας, και θα παλεύουμε και ο αγώνας αυτός θα είναι μακρύς, θα είναι δύσκολος θα έχει σκαμπανεβάσματα αλλά νομοτελειακά η νίκη θα είναι δική μας.



Ο «νέος κυβερνητικός συνδικαλισμός» έβγαλε καινούριες φύτρες

Ο «νέος κυβερνητικός συνδικαλισμός» έβγαλε καινούριες φύτρες

Με άρθρο του στην ιστοσελίδα της «Αυτόνομης Παρέμβασης» ο Γ. Χαρίσης, στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ στην ΑΔΕΔΥ, αναφέρεται στη σύσκεψη που έγινε με πρωτοβουλία Ομοσπονδιών του Δημοσίου, με στόχο, όπως ανακοίνωσαν, «να συντονίσουμε το επόμενο διάστημα τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις μας (...) ενάντια στις διαθεσιμότητες - απολύσεις, στις ιδιωτικοποιήσεις» κ.ά.

Αφορμή για το άρθρο του αποτέλεσε η ανακοίνωση δυο Ομοσπονδιών, της Ομοσπονδίας Συλλόγων Εργαζομένων Αποκεντρωμένων Διοικήσεων Ελλάδας (ΟΣΕΑΔΕ) και της Ομοσπονδία Υπαλλήλων τ. υπουργείου Ανάπτυξης τομείς Βιομηχανίας, Ενέργειας, Ερευνας και Τεχνολογίας, που εκπροσωπήθηκαν στη σύσκεψη.
Οι Ομοσπονδίες αυτές αμφισβήτησαν ότι υπήρξε οποιαδήποτε κοινή απόφαση, όπως ανακοίνωσε μετά τη σύσκεψη η ΟΛΜΕ. Στην ανακοίνωση που εξέδωσε η ΟΣΕΑΔΕ, σημείωνε συγκεκριμένα: «Ισα-ίσα η παρέμβασή μας ήταν στην κατεύθυνση ξεσκεπάσματος τέτοιων πρωτοβουλιών, που στήνονται χωρίς αποφάσεις οργάνων, χωρίς την απόφαση για συμμετοχή και δράση των εργαζομένων, που συσκοτίζουν το μοναδικό δρόμο για αποτελεσματικούς αγώνες, το δρόμο της ρήξης και ανατροπής με την πολιτική της κυβέρνησης, του κεφαλαίου και της ΕΕ.
Η θέση της ΟΣΕΑΔΕ, που εκφράστηκε στην παρέμβασή μας στη σύσκεψη αυτή, αφορούσε την αναγκαιότητα στη δράση και κινητοποίηση των εργαζομένων με αποφάσεις που παίρνονται από τα κάτω και μέσα από τις Γενικές Συνελεύσεις των ίδιων των εργαζομένων. Βασικό στοιχείο για την Ομοσπονδία μας είναι ότι το πλαίσιο αιτημάτων πρέπει να κινείται στην κατεύθυνση αποκάλυψης των αιτιών που δημιουργούν την καπιταλιστική οικονομική κρίση, αποκάλυψης του ρόλου και του χαρακτήρα της ΕΕ και των θεσμικών οργάνων της».
«Γραφειοκρατία» η λειτουργία των συνδικάτων

Οπως αποδείχτηκε, η κριτική της ενόχλησε τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ στα συνδικάτα του δημοσίου, που με πρώην συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ, προσπαθούν να διαμορφώσουν τον νέο κυβερνητικό συνδικαλισμό. Ας δούμε ορισμένα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί ο Γ. Χαρίσης στο άρθρο του:
«Το ΠΑΜΕ σε ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ - Ομοσπονδίες σαμποτάρει κάθε προσπάθεια συντονισμού και γίνεται υπέρμαχος της τυπικής νομιμότητας και της γραφειοκρατικής λειτουργίας των συνδικάτων, για να δυσκολεύονται να παίρνουν αποφάσεις. Γι' αυτή του τη στάση, είτε επιβραβεύεται από τις δυνάμεις του κυβερνητικού εργοδοτικού συνδικαλισμού... για τη συνέπειά του, είτε χρησιμοποιείται ως άλλοθι απ' αυτές για να μη λαμβάνεται καμιά απόφαση για δράση απέναντι στην κυβερνητική πολιτική».
Αλήθεια, για τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, οι Γενικές Συνελεύσεις στους τόπους δουλειάς, η ουσιαστική λειτουργία των συνδικάτων, των οργάνων και των επιτροπών τους στα εργοστάσια και αλλού, είναι «γραφειοκρατική λειτουργία»; Ακόμα πιο πέρα: Μέχρι τώρα, οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ στη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, κατηγορούσαν το ΠΑΜΕ ότι «διασπά» τους αγώνες, επειδή έπαιρνε και παίρνει αγωνιστικές πρωτοβουλίες έξω και ενάντια στη γραμμή της συνδικαλιστικής πλειοψηφίας, την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει.
ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ - Αυτόνομη Παρέμβαση «κατέβαιναν» ακόμα και σε κοινό ψηφοδέλτιο σε συνδικάτα ή απέκλειαν το ΠΑΜΕ από το προεδρείο, επειδή οι θέσεις του είναι σε κόντρα με αυτές της συνδικαλιστικής πλειοψηφίας. Τώρα όλοι αυτοί, με πρώτο βιολί τον ΣΥΡΙΖΑ, συκοφαντούν το ΠΑΜΕ ότι είναι «υπέρμαχος της τυπικής νομιμότητας και της γραφειοκρατικής λειτουργίας των συνδικάτων». Στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σκοινί.
Αυτά μάλιστα τα λένε την ίδια στιγμή που η παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ καλεί τη ΓΣΕΕ να αποκαταστήσει τη λειτουργία των οργάνων της! Για να οργανώσει αγώνες! Για να πάψει η απαξίωση και αδράνεια των συνδικάτων!
Να τι έγραφε η «Αυτόνομη Παρέμβαση», σε ανακοίνωση που εξέδωσε στις 22/1/2014, με τον τίτλο: «Πού είναι η ΓΣΕΕ; Πρωτοβουλίες άμεσης ανατροπής τώρα, για να ξαναγίνουν τα συνδικάτα υπολογίσιμη δύναμη»: «Η απουσία, η αδράνεια, η ακινησία και η τακτική της απόδρασης από κάθε παρέμβαση της Συνομοσπονδίας, με ευθύνη της ηγετικής της πλειοψηφίας (...) ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΑΛΛΟ. Ζητούμε να συνεδριάσει άμεσα η ΕΕ της ΓΣΕΕ και να πάρει αποφάσεις για οργάνωση της δράσης των εργαζομένων (...) αυτή η αδράνεια και ακινησία, οδηγεί σε στρατηγική ήττα το θεσμό των συνδικάτων και στην κατάρρευσή τους. Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί»
Τα σχόλια είναι περιττά...
Στόχος τους να κυβερνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ
Λέει σε άλλο σημείο ο Γ. Χαρίσης: «Στη σημερινή συγκυρία, για να δοθεί ελπίδα στους εργατικούς αγώνες και προοπτική νίκης, χρειάζεται η σύμπτυξη κοινού μετώπου του εργατικού με το λαϊκό κίνημα, για την υπεράσπιση των δημόσιων κοινωνικών αγαθών και για την ανατροπή της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου (...) Η στάση αυτή του ΠΑΜΕ απορρέει από την εκτίμηση ότι στη σημερινή συγκυρία η ανάπτυξη μαζικών-ταξικών αγώνων μεγάλης έντασης και διάρκειας, που θα θέτουν θέμα πολιτικής ανατροπής, επισπεύδουν την κατάρρευση της κυβέρνησης και την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που απεύχεται το ΚΚΕ, είτε γιατί πιστεύει, λανθασμένα, ότι ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ είναι το ίδιο πράγμα, είτε γιατί κινδυνεύει να περιθωριοποιηθεί με την ανθενωτική πολιτική που ακολουθεί».
Ο συνδικαλιστής του ΣΥΡΙΖΑ λέει ωμά ότι οι εργατικοί αγώνες πρέπει να έχουν στόχο να γίνει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτόν τον αγώνα, μάλιστα, έχει το θράσος να τον ονομάζει «ταξικό»! Ταξικός είναι ο αγώνας που φέρνει αντιμέτωπη την εργατική τάξη με τους εκμεταλλευτές της. Σ' αυτήν την κατεύθυνση, το εργατικό κίνημα θα πρέπει να παλεύει για την ανατροπή της σημερινής και κάθε άλλης κυβέρνησης που είναι όργανο της εξουσίας του κεφαλαίου, κάθε κυβέρνησης αστικής διαχείρισης, έστω και με διαφορετικό μείγμα.
Τέτοιους αγώνες δεν τους θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός δεν κρύβει ότι θέλει να διαχειριστεί τον καπιταλισμό, συναναστρέφεται μερίδες της πλουτοκρατίας, όπως οι βιομήχανοι της χαλυβουργίας, οι εφοπλιστές, οι φαρμακοβιομήχανοι και άλλοι και υπόσχεται μέτρα για τους υγιείς καπιταλιστές. Γι' αυτό η παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να εγκλωβίσει τους εργαζόμενους στην κόντρα για την αλλαγή διαχειριστή στη διακυβέρνηση.
Επιτίθεται με συκοφαντίες στο ΠΑΜΕ, επειδή αποκαλύπτει την προσπάθειά τους να διαμορφώσουν ένα νέο κυβερνητικό συνδικαλισμό. Η τακτική αυτή δεν είναι καινούρια. Οποτε στο παρελθόν το ΠΑΜΕ ασκούσε κριτική στην ΠΑΣΚΕ και στις δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ, το κατηγορούσαν ότι συμπράττει με τη «δεξιά» και το αντίστροφο. Με τέτοιες αθλιότητες προσπαθούσαν να θολώσουν οι ΠΑΣΟΚοι τη συμφωνία τους σε ζητήματα στρατηγικής με τη ΝΔ. Το ίδιο κάνει τώρα και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Με συνεννοήσεις «κορυφών», χωρίς να συνεδριάσουν καν τα διοικητικά συμβούλια συνδικάτων και ομοσπονδιών, με συντονιστικά - σφραγίδα, που πνίγουν συνειδητά κάθε διεργασία ζύμωσης και οργάνωσης από τα κάτω, οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και άλλοι πρώην του ΠΑΣΟΚ προσπαθούν να φέρουν το κίνημα στα μέτρα της επιδίωξής τους να κυβερνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο,τι έκανε δηλαδή η ΠΑΣΚΕ όταν κυβερνούσε η ΝΔ και η ΔΑΚΕ όταν κυβερνούσε το ΠΑΣΟΚ.
Ζητάνε και το βόδι...
Καταλήγει στο άρθρο του ο Γ. Χαρίσης: «(...) Με τη στάση του αυτή το ΠΑΜΕ δίνει "φιλί" της ζωής στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και απογοητεύει τους εργαζόμενους, όταν βλέπουν ότι, παρά την απώλεια της αυτοδυναμίας από τις δυνάμεις της ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ στην ΑΔΕΔΥ και την ενίσχυση της Αριστεράς, η ζωή τους δεν αλλάζει και η κατάσταση χειμερίας νάρκης στα συνδικάτα συνεχίζεται».
Εδώ ισχύει το «εκεί που μας χρωστάγανε, μας πήραν και το βόδι». Αλήθεια, τι κέρδισαν οι εργαζόμενοι και το κίνημα από το γεγονός ότι οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, σε συνεργασία με ...μετανοημένους ΠΑΣΟΚους, έχουν ενισχύσει τις θέσεις τους στις συνδικαλιστικές οργανώσεις; Τι κέρδισαν από την «ανατροπή» που έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ ότι έγινε όταν το ποσοστό του εκτοξεύτηκε το 2012;
Μήπως ματαιώθηκε κανένα από τα αντιλαϊκά μέτρα; Μήπως έκανε το κίνημα βήματα στη ριζοσπαστικοποίησή του; Μήπως τρόμαξαν οι βιομήχανοι από την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και των συνδικαλιστικών του δυνάμεων, ώστε να υποχρεωθούν σε υποχωρήσεις;
Τίποτα απ' αυτά δεν έγινε, επειδή το κεφάλαιο δεν ανησυχεί ούτε για τον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε για τις συνδικαλιστικές του δυνάμεις. Ξέρει ότι δεν έχουν γραμμή ρήξης αλλά διαχείρισης του συστήματος και ότι μπορούν να ανταποκριθούν στο ρόλο του νέου εργοδοτικού κυβερνητικού συνδικαλισμού: Να διασφαλίσουν την ανοχή του λαού σε μια επόμενη κυβέρνηση, που θα ασκήσει από χέρι αντιλαϊκή διαχείριση, ανεξάρτητα από προθέσεις και διακηρύξεις.
Η στάση των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνει στο ακέραιο τα όσα σημείωνε το ΠΑΜΕ στο κάλεσμα για την ανασύνταξη του κινήματος: «Το πραγματικό δίλημμα είναι: (...) Κίνημα έξω από τα Συνδικάτα με τους εργαζόμενους ανοργάνωτους στους τόπους δουλειάς, ξεμοναχιασμένους απέναντι στον εργοδότη τους ή κίνημα με τον εργάτη οργανωμένο στο Συνδικάτο του, στον τόπο δουλειάς του και με το Συνδικάτο του στους δρόμους και στις πλατείες;
(...) Κίνημα πολιτικοποιημένο με στόχο να αλλάξει μια δεξιά κυβέρνηση και να έρθει μια άλλη δήθεν αριστερή, για αλλαγές στον τρόπο διαχείρισης πάντα με στόχο την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία των επιχειρήσεων ή κίνημα πολιτικοποιημένο και τοποθετημένο ενάντια στο σχεδιασμό της οικονομίας από τους καπιταλιστές και το κράτος τους, τοποθετημένο συνολικά ενάντια στα αστικά κόμματα, στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις στο σύνολό τους;
Αναζωογόνηση και ανασύνταξη του συνδικαλιστικού κινήματος στηριγμένη σε ποιες δυνάμεις; Σε αυτές που αντιστάθηκαν και που αντιστέκονται, όπως οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ, ή σε αυτές που έβαλαν και βάζουν πλάτες στις αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις των κυβερνήσεων και της ευρωπαϊκής λυκοσυμμαχίας και στηρίζουν τη Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, που είναι το μακρύ χέρι των μονοπωλίων, όπως οι δυνάμεις της ΠΑΣΚΕ, της ΔΑΚΕ, της Αυτόνομης Παρέμβασης και των τμημάτων που αποσπώνται από αυτές, αλλά στηρίζουν την ίδια στρατηγική;».
Αυτά τα ερωτήματα πρέπει να απασχολήσουν τους εργαζόμενους, με αφορμή τα όσα γράφουν και κυρίως τα όσα κάνουν οι συνδικαλιστές του παλιού και νέου συνδικαλισμού...

Π.

Εμπειρία από την πιλοτική εφαρμογή της «αυτοαξιολόγησης»

Μπροστά στην προσπάθεια επιβολής της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας και της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού, καλό θα ήταν να θυμηθούμε και να αξιοποιήσουμε την εμπειρία μας από την πιλοτική εφαρμογή της αυτοαξιολόγησης το 2010. Ετυχε να βρεθώ εκείνη τη χρονιά σε σχολείο όπου ο σύλλογος διδασκόντων είχε δεχτεί την πιλοτική εφαρμογή και ξεκίνησε να την εφαρμόζει, με εξαίρεση τρεις συναδέλφους που δηλώσαμε ότι δε συμμετέχουμε στις ομάδες εργασίας. Τα βασικά επιχειρήματα των υπολοίπων, τα οποία περίπου ταυτίζονται με όσα ακούγονται σήμερα, συνοψίζονται ως εξής:


Καταρχήν έμπαινε το οικονομικό όφελος τόσο για το σχολείο όσο και για τους ίδιους, που έχοντας υποστεί την ίδια χρονιά μεγάλη μείωση στις αποδοχές τους δυσκολεύονταν να απορρίψουν το επίδομα που ακουγόταν ότι θα συνόδευε τις ομάδες εργασίας, μια υπόσχεση που γρήγορα αποδείχτηκε αυταπάτη. Μάλιστα, όχι μόνο δεν αμείφθηκαν οι συνάδελφοι, αλλά φορτώθηκαν ατελείωτες ώρες απλήρωτης υπερωριακής εργασίας για συνελεύσεις του συλλόγου και για σύνταξη ερωτηματολογίων και ποικίλων εκθέσεων.

Κατ' αντιστοιχία, σήμερα το καρότο που προσφέρεται είναι η θετική αξιολόγηση που πιθανόν θα βοηθήσει τον εκπαιδευτικό να σκαρφαλώσει στον επόμενο βαθμό. Αποκρύπτεται, βέβαια, το γεγονός ότι η μισθολογική ανέλιξη έχει παγώσει μέχρι το 2015 και ότι δε διαφαίνεται έτσι κι αλλιώς αλλαγή της οικονομικής πολιτικής από κει και μετά. Για να μη σχολιάσω και την ηθική του επιχειρήματος, που μας καλεί αντί πινακίου φακής να βάλουμε πλάτη για να περάσει η αντιεκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης και της ΕΕ, η οποία θα σαρώσει κάθε εργασιακό μας δικαίωμα και θα κατηγοριοποιήσει τα σχολεία, καταργώντας το δικαίωμα όλων στη δημόσια δωρεάν Παιδεία.
Επειτα, φαινόταν τότε ισχυρό το επιχείρημα ότι μέσω του θεσμού της αυτοαξιολόγησης εμείς οι εκπαιδευτικοί που γνωρίζουμε την κατάσταση της Εκπαίδευσης από τα μέσα, θα έχουμε την ευκαιρία να βελτιώσουμε το σχολείο και να προσφέρουμε περισσότερα στους μαθητές μας. Εντονη ήταν και η πεποίθηση ότι οι όποιες παγίδες του νόμου μπορούν να εντοπιστούν και να παρακαμφθούν, δηλαδή να αλλάξει ο νόμος προς όφελός μας. Ολες αυτές οι αυταπάτες κατέρρευσαν μέσα στη χρονιά που ακολούθησε.

O πρώτος κύκλος της αυτοαξιολόγησης προέβλεπε την καταγραφή της κατάστασης, η οποία θα οδηγούσε στο δεύτερο κύκλο, δηλαδή στο σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση των όποιων ελλείψεων. Οι συνάδελφοι επέλεξαν να εξετάσουν, ως πιο ανώδυνους, τους δείκτες της υλικοτεχνικής υποδομής και της επιμόρφωσης των διδασκόντων. Ωστόσο, γρήγορα έγινε φανερή η πίεση της συμβούλου να συνταχθούν ερωτηματολόγια πάνω σε κάθε θέμα, τα οποία θα απευθύνονταν στους γονείς και στους μαθητές. Παράλληλα, η υλικοτεχνική υποδομή δεν εξεταζόταν αυτοτελώς, αλλά ο σύλλογος έπρεπε να αξιολογήσει (με βαθμό) κατά πόσο οι εκπαιδευτικοί κάνουν χρήση των υπαρχόντων πενιχρών μέσων. Για παράδειγμα, «χρησιμοποιούν όλοι τον προτζέκτορα;»... ο οποίος όμως ήταν ένας και δεν επαρκούσε για όλους! Ετσι, η τελική αξιολόγηση στρεφόταν κατά των εκπαιδευτικών και γινόταν φανερή η σύνδεσή της με την επερχόμενη προσωπική αξιολόγηση.

Οσο για το δεύτερο κύκλο, το βάρος της αντιμετώπισης των ελλείψεων του σχολείου και των εκπαιδευτικών θα μετατοπιζόταν από το κράτος στην εκπαιδευτική κοινότητα και το σχολείο θα έπρεπε να βρει πόρους για την πληρωμή των επιμορφωτών, που διαπιστώθηκε ότι ήταν απαραίτητοι ή την αγορά οπτικοακουστικών μέσων. Ετσι, ο εκπαιδευτικός θα αισθανόταν συνένοχος για την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης (κάτι σαν το «μαζί τα φάγαμε») και θα έτρεχε να βρει χορηγούς, υπηρετώντας το στόχο της σύνδεσης του σχολείου με την αγορά.
Κάπου εκεί ο συγκεκριμένος σύλλογος πήρε την απόφαση να σταματήσει την αυτοαξιολόγηση και να υπογράψει το αντίστοιχο πρακτικό, καθώς ήταν πια εμφανής ο χαρακτήρας της διαδικασίας.

Σήμερα, δεν έχουμε την πολυτέλεια μιας νέας δοκιμής και λάθους. Η αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας και η αξιολόγηση των προγραμμάτων και των εκπαιδευτικών ανατρέπουν τη δημόσια δωρεάν Παιδεία.

Θίγουν πρώτα απ' όλα τα μορφωτικά δικαιώματα των παιδιών μας, καθώς προτίθενται να καταμετρήσουν αν τα σχολεία μας παράγουν το φθηνό εργατικό δυναμικό που έχουν ανάγκη βιομήχανοι, εφοπλιστές, τραπεζίτες, μεγαλέμποροι για να κλέβουν πιο αποτελεσματικά τον πλούτο που παράγουν οι εργαζόμενοι. Οι δείκτες θα μετρήσουν ως θετικό στοιχείο το κατά πόσο οι μαθητές μας έχουν τις απαραίτητες δεξιότητες και κατάρτιση για να γίνουν γρανάζια στη μηχανή υπερκέρδους για μια χούφτα παράσιτα, ενώ θα μετρήσουν αρνητικά το κατά πόσο μορφώνονται ουσιαστικά οι μαθητές μας, ώστε να μπορέσουν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους.
Να μη γίνουμε, λοιπόν, εμείς οι νεκροθάφτες των ονείρων μας για την Εκπαίδευση. Ας μην επιτρέψουμε να μας τρομοκρατήσουν. Δε συμμετέχουμε στις ομάδες εργασίας. Υπογράφουμε το σχέδιο πρα

TOP READ