ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

 Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μετάφραση μιας εργασίας του Σεργκέι Ιβάνοβιτς Βαβίλοφ, Προέδρου της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, που παρουσιάστηκε στο συμπόσιο «Η Μεγάλη Δύναμη των Ιδεών του Λενινισμού», το οποίο οργανώθηκε από το Ινστιτούτο Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Εκδόθηκε ως μπροσούρα στη Μόσχα το 1950 από τις εκδόσεις «Gospolitizdat», ενώ η μετάφραση που θα διαβάσετε προέρχεται από την αγγλόφωνη έκδοση της μπροσούρας αυτής, που κυκλοφόρησε στη Μόσχα από τις εκδόσεις «Foreign Languages Publishing House» το 1953, υπό τον τίτλο «Lenin and the Philosophical Problems of Modern Physics». Το κείμενο που δημοσιεύεται, καθώς και άλλα αντίστοιχα κείμενα του Βαβίλοφ, αποτελούν παρέμβαση στην έντονη συζήτηση που είχε ξεσπάσει μεταξύ των φυσικών επιστημόνων γύρω από την κβαντική φυσική (κβαντομηχανική).
O Βαβίλοφ γεννήθηκε στις 24 Μάρτη 1891 στη Μόσχα. Ήταν διακεκριμένος φυσικός, με σημαντικό έργο στον τομέα της οπτικής, όπου μεταξύ άλλων ανακάλυψε –από κοινού με τον Τσερένκοφ– το φαινόμενο Βαβίλοφ-Τσερένκοφ το 1934, για το οποίο ο Τσερένκοφ βραβεύτηκε με το βραβείο Νόμπελ το 1958 (ο Βαβίλοφ είχε πεθάνει στις 25 Γενάρη 1951). Από το 1945 μέχρι το θάνατό του διετέλεσε Πρόεδρος της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ και από το 1946 εκλεγόταν και στο Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ. Για την πολυδιάστατη προσφορά του, τιμήθηκε δύο φορές με το Παράσημο Λένιν, τέσσερεις φορές με το βραβείο Στάλιν, ενώ ήταν κάτοχος και του Παράσημου της Κόκκινης Σημαίας της Εργασίας.
Πέραν του επιστημονικού του έργου στη φυσική, ο Βαβίλοφ διακρίθηκε για τη συμβολή του στην επεξεργασία μεθοδολογικών προβλημάτων της φυσικής, καθώς και για το σημαντικό του έργο στην ιστορία της επιστήμης. Στις πραγματείες του σε σχέση με τις βιογραφίες του Νεύτωνα, του Γαλιλαίου, του Χούιχενς, του Φαραντέι, του Λομονόσοφ, του Όιλερ και άλλων επιστημόνων με σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης, ξεχωρίζει η πρόθεσή του να εστιάσει στις μεθοδολογικές προϋποθέσεις των επιστημονικών τους επιτευγμάτων. Μελετώντας το έργο τους υπό την οπτική του διαλεκτικού υλισμού, ο Βαβίλοφ ανέλυσε τις επιστημολογικές προεκτάσεις της συμβολής καθενός εξ αυτών στην ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης. Αποτελεί έτσι μια ξεχωριστή περίπτωση επιστήμονα, ο οποίος, πέραν του αμιγώς επιστημονικού έργου που προσέφερε στον τομέα ειδίκευσής του, είχε πολυδιάστατη ενασχόληση με όλες τις πλευρές του οικοδομήματος της επιστημονικής γνώσης, χωρίς να παραγνωρίζει τη σημασία της ιστορικο-φιλοσοφικής προσέγγισής του. Η ενάργειά του, την οποία επέδειξε και στις προαναφερθείσες μελέτες, καθώς και η διεισδυτική μαρξιστική ματιά του, αντανακλάται και στο κείμενο που ακολουθεί στις επόμενες σελίδες.
Τόσο στους κόλπους της σοβιετικής επιστημονικής κοινότητας, όσο και μεταξύ των σοβιετικών φιλοσόφων, ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένη η τάση ενασχόλησης με τα μεθοδολογικά ζητήματα των επιμέρους επιστημών. Η τάση αυτή ξεπρόβαλε ως ανάγκη αφενός εξαιτίας των προβλημάτων που έθετε η ίδια η ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης και αφετέρου ως προσπάθεια να εγκολπωθούν η μέθοδος και τα πορίσματα της μαρξιστικής φιλοσοφίας στο θεωρητικό οπλοστάσιο των σοβιετικών επιστημόνων. Από την άποψη αυτή είναι χαρακτηριστική η παρότρυνση του Βαβίλοφ προς τους σοβιετικούς επιστήμονες να εντρυφήσουν στο διαλεκτικό υλισμό και να αναζητήσουν εκεί τα εργαλεία για τις εννοιολογικές υπερβάσεις που απαιτούνται για να ξεπεράσουν την επίδραση της μεταφυσικής και ιδεαλιστικής σκέψης, που ακόμα επιδρούσε στο έργο αρκετών, όπως θαρρετά εντοπίζεται στην τελευταία ενότητα του κειμένου. Πρόκειται για μία επισήμανση που διατηρεί στο ακέραιο τη σημασία της για τους κομμουνιστές επιστήμονες σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης γνώσης.
Προς εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού, ο Βαβίλοφ νιώθει την ανάγκη να απευθυνθεί από το βήμα του παραπάνω συμποσίου στη σοβιετική επιστημονική κοινότητα, επαναφέροντας και προσπαθώντας να αναπτύξει στα πλαίσια των νέων επιστημονικών ανακαλύψεων τα βασικά διδάγματα που προσφέρει το έργο του Λένιν «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός».
Αυτή η παρέμβαση του Βαβίλοφ κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική για δυο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι ότι το συγκεκριμένο έργο του Λένιν, που αποτελεί τη μόνη ολοκληρωμένη αμιγώς φιλοσοφική εργασία του, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της μαρξιστικής γνωσιοθεωρίας, είναι ένα πρότυπο ανάπτυξης της διαλεκτικής ως λογικής και γνωσιοθεωρίας του μαρξισμού. Ο Λένιν στο έργο αυτό, αναπτύσσοντας την πολεμική του απέναντι στις αυθαίρετες γενικεύσεις που κορυφαίοι επιστήμονες της εποχής του ανήγαγαν σε φιλοσοφικά συμπεράσματα, αποδίδοντάς τους γνωσιοθεωρητικό χαρακτήρα, δε δίστασε να συγκρουστεί μαζί τους, επισημαίνοντας τις μεθοδολογικές παρεκβάσεις τους και τον παράλογο και τελικά αντιδραστικό χαρακτήρα των πορισμάτων τους. Η σημασία αυτής της προσπάθειας του Λένιν αναδεικνύεται ιδίως στο βαθμό που γίνεται κατανοητό ότι αντιμετώπισε το ζήτημα αυτό διαβλέποντας τους κινδύνους που ενείχε για το επαναστατικό εργατικό κίνημα η υποχώρηση στο πεδίο της φιλοσοφίας, κίνδυνοι που σε πολιτικό επίπεδο έθεταν εν αμφιβόλω την ίδια την επίτευξη των επαναστατικών σκοπών του κινήματος. Μακριά από κάθε πρακτικισμό, ο Λένιν αφοσιώνεται σε πολύ δύσκολα χρόνια (μετά την ήττα της επανάστασης του 1905-1907 και τη ραγδαία υποχώρηση του κινήματος) στη μελέτη θεωρητικών ζητημάτων, τα οποία από οικονομίστικη οπτική γωνία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως άσκοπη «βυζαντινολογία» με μηδενική σχεδόν σημασία για την επαναστατική πράξη. Ευτυχώς όμως ο Λένιν ήταν πολύ αυστηρός πολέμιος αυτών των αντιλήψεων και κατανοούσε βαθιά τόσο την προτεραιότητα της επαναστατικής θεωρίας (ακόμα και στα φαινομενικά πιο μακρινά από την πράξη πεδία της γνώσης) έναντι της ασκούμενης επαναστατικής πράξης, όσο και τους κινδύνους από την οπορτουνιστική παραβίαση αυτής της σχέσης.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι στους κόλπους της σοβιετικής επιστημονικής και φιλοσοφικής κοινότητας είχε εκφραστεί η ίδια δυσκολία που προέκυψε στην προσπάθεια αφομοίωσης των νέων επιστημονικών ανακαλύψεων και στο δυτικό κόσμο, έστω κι αν εκφράστηκε με διαφορετικούς όρους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ΕΣΣΔ υπήρξε μεγάλη συζήτηση τόσο σε σχέση με τη θεωρία της σχετικότητας, όσο και με την κβαντομηχανική, με αρκετές διαφορετικές θέσεις και απόψεις να διατυπώνονται, πολλές εκ των οποίων μάλιστα ήταν πιο επεξεργασμένες από τις αντίστοιχες που εκφράζονταν στη σχετική συζήτηση που λάμβανε χώρα την ίδια περίοδο στην καπιταλιστική Δύση. Είναι χαρακτηριστική, για παράδειγμα, η συζήτηση για την κβαντομηχανική στην ΕΣΣΔ, η οποία γνώρισε διάφορες κορυφώσεις. Το γεγονός όμως ότι οι Φοκ και Μπλόκιντσεφ αναδείχτηκαν ως οι κορυφαίοι εκφραστές των δυο διαφορετικών προσεγγίσεων (με επεξεργασίες το βάθος των οποίων δεν κατακτήθηκε στην καπιταλιστική Δύση) αναδεικνύει μεταξύ άλλων ακριβώς τη σημασία που αποδιδόταν στην ανάπτυξη της μαρξιστικής, φιλοσοφικής παιδείας των επιστημόνων στην ΕΣΣΔ. Φυσικά, το γεγονός αυτό δεν πρέπει να κρύψει την ύπαρξη σημαντικών προβλημάτων στην ανάπτυξη της σοβιετικής φιλοσοφίας και της σχέσης της με τις υπόλοιπες επιστήμες, για τα οποία υπήρξε και αρθρογραφία στο τεύχος 5/2016 της ΚΟΜΕΠ.
Τα παραπάνω ελπίζουμε να συμβάλουν στην καλύτερη κατανόηση του πλαισίου, εντός του οποίου ο Βαβίλοφ καταθέτει τη συγκεκριμένη συμβολή του. Όσον αφορά τώρα το ίδιο το κείμενο, αυτό που ξεχωρίζει είναι η έμφασή του στην ανάδειξη των μεθοδολογικών ζητημάτων και των επιστημολογικών προκείμενων που τίθενται σε κάθε πρόβλημα με το οποίο καταπιάνεται. Αυτό το γεγονός του επιτρέπει να ξεχωρίζει τα ζητήματα που αφορούν αμιγώς τη γνώση σ’ ένα ιδιαίτερο επιστημονικό πεδίο, η οποία δεν μπορεί παρά να αναπτύσσεται μέσα από τις αντιφάσεις της (γεγονός που ο Βαβίλοφ κατανοεί άριστα), από τις φιλοσοφικές προεκτάσεις των διάφορων θέσεων στις οποίες αποκρυσταλλώνεται αυτή η γνώση. Χωρίς αυτή τη διάκριση είμαστε καταδικασμένοι να πέσουμε στο ίδιο σφάλμα με αυτούς στους οποίους ο Λένιν άσκησε συντριπτική κριτική στο έργου του «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός». Η ξεχωριστή δε συμβολή του Βαβίλοφ συνίσταται στην προτροπή του προς την επιστημονική κοινότητα να αναπτύσσει το εννοιολογικό πλαίσιο κατ’ αντιστοιχία με τις απαιτήσεις που θέτει το κάθε φορά νέο στάδιο στην ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης. Η ενδεχόμενη καθυστέρηση σε αυτό το καθήκον είναι που πολλές φορές προκαλεί τεράστια προβλήματα στην ίδια την ανάπτυξη της επιστημονικής σκέψης, στην ίδια την ικανότητα της επιστημονικής κοινότητας να αφομοιώσει με ολοκληρωμένο τρόπο τα συμπεράσματα που απορρέουν από αυτή την ανάπτυξη.
Ο Βαβίλοφ τονίζει την αμηχανία πολλών (Σοβιετικών και μη) επιστημόνων μπροστά στις τεράστιες ανακαλύψεις στη φυσική κατά τον 20ό αιώνα. Πολλοί από αυτούς έχασαν την επιστημονική τους «πυξίδα» όταν αναιρέθηκαν κάποια από τα παλιά επιστημονικά συμπεράσματα ή, πιο σωστά, όταν συγκεκριμενοποιήθηκε το πεδίο ισχύος της εφαρμογής τους. Αυτή η αμηχανία αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστούμε ότι ακούμπησε σπουδαίους επιστήμονες, οι οποίοι εξ ορισμού είχαν συνηθίσει να μην τρομάζουν μπροστά στην αντίφαση της παλιάς και της νέας γνώσης, είχαν συνηθίσει δηλαδή έμπρακτα (από την ίδια τους την επαγγελματική πρακτική) να κατανοούν σε κάποιο βαθμό τη σχετικότητα της κάθε βαθμίδας της ανθρώπινης γνώσης. Απέναντι σε αυτή την αμηχανία, ο Βαβίλοφ ξεκαθαρίζει ότι ο επιστήμονας που «σταθερά παίρνει θέση από τη σκοπιά του διαλεκτικού υλισμού» δεν έχει κανένα λόγο να πανικοβάλλεται μπροστά σε αυτή την αντίφαση. Αξίζει τέλος να αναφέρουμε ότι η ανασταλτική πίεση που μπορεί να ασκήσει η (διανοητική) συνήθεια και η έλλειψη (διανοητικού) θάρρους στην εξέλιξη της ανθρώπινης γνώσης δεν περιορίζεται φυσικά στο πεδίο της φυσικής, αλλά αφορά όλα τα πεδία, συμπεριλαμβανομένου του πεδίου της πολιτικής σκέψης.
Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι η μελέτη του άρθρου που ακολουθεί είναι χρήσιμη όχι μόνο για τους φυσικούς επιστήμονες, αλλά και για τους κομμουνιστές που δεν έχουν εξοικείωση με το συγκεκριμένο επιστημονικό αντικείμενο. Η άντληση των γενικών συμπερασμάτων του άρθρου δεν προϋποθέτει την κατανόηση των ειδικών επιστημονικών αναφορών που περιλαμβάνονται σε αυτό.
  

1. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ

 Το έργο του Β. Ι. Λένιν «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός» εκδόθηκε στη Μόσχα το 1909, κατά τη διάρκεια των μαύρων ημερών της αντίδρασης που ξεκίνησαν μετά την ήττα της Επανάστασης του 1905. Η κατήφεια που κυριάρχησε στις διαθέσεις ενός σημαντικού τμήματος της Ρώσικης διανόησης συνοδεύτηκε από την ύφεση κάθε είδους και ποικιλίας επαναστατικής δραστηριότητας, φιλοσοφίας, λογοτεχνίας και τέχνης. Ήταν μια περίοδος που η αχλή του ιδεαλισμού, του μυστικισμού, της αναζήτησης του θεού και το αντιδραστικό κίνημα των συγγραφέων των «Vekhi»1 ήταν πιο πυκνή από ποτέ στην ιστορία της Ρώσικης πνευματικής ζωής. Σε αυτή τη γεμάτη παράσιτα ατμόσφαιρα, μόνο λίγοι έδωσαν σημασία στην εμφάνιση του βιβλίου του Λένιν, το μήνυμά του και ο μαχητικός, πολεμικός χαρακτήρας του δεν εκτιμήθηκαν από τους περισσότερους. Οι στόχοι, στους οποίους ο Λένιν κατεύθυνε τα βέλη του, ήταν πάρα πολύ μακρινοί και ο σκοπός του ήταν πάρα πολύ βαθύς. Η πραγματική σημασία αυτού του τόμου έγινε κατανοητή μόνο μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, όταν οι ιδέες που προτείνονται στον «Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό» αποδείχτηκαν στην πράξη σωστές από την ιστορική νίκη της εργατικής τάξης στη Ρωσία και από την ανάπτυξη της υλικής και πνευματικής κουλτούρας του σοσιαλισμού.
Είναι ένα χτυπητό γνώρισμα του βιβλίου του Λένιν ότι όσο περισσότερο η εποχή που σηματοδοτείται από την εμφάνισή του αποσύρεται στο παρασκήνιο της ιστορίας, τόσο πιο καθαρό και σημαντικό αναδεικνύεται το περιεχόμενό του. Ενόσω ο Μπαζάροφ, ο Μπογκντάνοφ, ο Γιουσκέβιτς, ο Βαλεντίνοφ και ο Τσερνόφ, οι μετριότητες έναντι των οποίων ο Λένιν εξαπέλυσε την πολεμική του, αποτραβιούνταν στη λήθη και οι φιλοσοφικές διακηρύξεις του Ερνστ Μαχ και του Ρίχαρντ Αβενάριους σωρεύονταν κάτω από παχιά στρώματα σκόνης, η ζωντανή και ακέραια διδασκαλία του Λένιν ανερχόταν σε ακόμα μεγαλύτερα και περίλαμπρα ύψη πάνω από τα σκουπίδια της αποθανούσας και παραμερισμένης φιλολογίας. Ολόκληρη η Χώρα των Σοβιέτ –και με αυξανόμενο ρυθμό η προχωρημένη διανόηση σε όλο τον κόσμο– χρησιμοποιεί πλέον τον «Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό» του Λένιν μαζί με τα άλλα έργα του, καθώς κι αυτά του Ι. Β. Στάλιν, για να μελετήσει το διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό.
Το βιβλίο του Λένιν έχει ήδη υπάρξει και αναμφίβολα θα συνεχίσει να είναι ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας για τις φυσικές επιστήμες. Στην «Ιστορία του ΚΚΣΕ (μπ) - Σύντομος Κύκλος Μαθημάτων» ο σύντροφος Στάλιν αναφέρεται στο βιβλίο ως «μια υλιστική γενίκευση καθετί σημαντικού και ουσιώδους που έχει κατακτήσει η επιστήμη, και ειδικά οι φυσικές επιστήμες, στην πορεία μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου, την περίοδο από το θάνατο του Ένγκελς μέχρι την εμφάνιση του Υλισμού και Εμπειριοκριτικισμού του Λένιν»2.
Σε αυτό το βιβλίο ο Λένιν αφιέρωσε ιδιαίτερη προσοχή στα προβλήματα της φυσικής. Ο Μαχ, ο πρωταγωνιστής των εμπειριοκριτικών, ήταν ένας επαγγελματίας πειραματικός φυσικός που συνέχεια συνέδεε –ή προσπαθούσε να συνδέσει– τη φιλοσοφία του με τα συγκεκριμένα προβλήματα της φυσικής και της ιστορίας της. Επομένως, πολλά αποσπάσματα στη συντριπτική κριτική του Λένιν στο μαχισμό, ξεκινώντας από τα πρώτα κιόλας κεφάλαια του βιβλίου του, αφορούν τη φυσική ή προβλήματα που έχουν σημασία γι’ αυτή. Όμως το επίσημο επάγγελμα του Μαχ έπαιξε μόνο ένα μικρό ρόλο για την ιδιαίτερη προσοχή με την οποία ο Λένιν καταπιάστηκε με τη φυσική. Απείρως πιο πειστικοί λόγοι τον ώθησαν να ασχοληθεί με αυτή. Το πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου, που τιτλοφορείται «Η νεότερη επανάσταση στις φυσικές επιστήμες και ο φιλοσοφικός ιδεαλισμός», ασχολείται αποκλειστικά με επιστημολογικά ζητήματα της νέας φυσικής. Ταυτόχρονα, ο Λένιν προσδιορίζει με σαφήνεια τα όρια εντός των οποίων εξετάζει τη φυσική στο βιβλίο του.
«Είναι αυτονόητο» γράφει «ότι, διερευνώντας το ζήτημα του δεσμού μιας από τις σχολές των νεότατων φυσικών με την αναβίωση του φιλοσοφικού ιδεαλισμού, δε σκεπτόμαστε καθόλου να θίξουμε τις ειδικές θεωρίες της φυσικής. Μας ενδιαφέρουν αποκλειστικά τα γνωσιολογικά πορίσματα από μερικές καθορισμένες θέσεις και πασίγνωστες ανακαλύψεις. Τα γνωσιολογικά αυτά πορίσματα επιβάλλονται από μόνα τους σε τέτοιο βαθμό, που ήδη πολλοί φυσικοί τα θίγουν. Κάτι παραπάνω, υπάρχουν κιόλας διάφορες κατευθύνσεις ανάμεσα στους φυσικούς και αρχίζουν να διαμορφώνονται ορισμένες σχολές πάνω σ’ αυτή τη βάση. Το καθήκον μας περιορίζεται γι’ αυτό το λόγο στο να παρουσιάσουμε με σαφήνεια ποια είναι η ουσία της διαφοράς ανάμεσα σ’ αυτές τις κατευθύνσεις και ποια η σχέση τους με τις βασικές γραμμές της φιλοσοφίας».3
Ο Λένιν αναδεικνύει έτσι τη βαθιά ριζωμένη σύνδεση μεταξύ της νεότερης φυσικής και της φιλοσοφίας, κι εδώ έγκειται ο κύριος λόγος για τον οποίο το βιβλίο του Λένιν εμβαθύνει τόσο επιμελώς στα προβλήματα της φυσικής. Ο ίδιος ο τίτλος του πέμπτου κεφαλαίου μέχρις ενός σημείου ταυτίζει τις φυσικές επιστήμες με τη φυσική.
Η φυσική αναπτύσσεται για πάνω από 2000 χρόνια. Παρότι το περιεχόμενό της κατανοούνταν διαφορετικά στις διάφορες χώρες και τις διάφορες εποχές, ήδη για τους αρχαίους Έλληνες σήμαινε το αντικείμενο που στην ουσία εγκόλπωνε τη γνώση των απλούστερων και πλέον κοινών ιδιοτήτων και φαινομένων του εξωτερικού κόσμου. Δεν μπορεί να υπάρξει αντίρρηση στο ότι η φυσική αναδείχτηκε με αναγκαίο τρόπο από την πρακτική, ώστε να υπηρετήσει πρακτικές ανάγκες και ότι ήταν το αποτέλεσμα μιας γενίκευσης των καθημερινών παρατηρήσεων που γίνονταν για μια μακρά χρονική περίοδο και από την εμπειρία πολλών γενιών ανθρώπων. Τέτοιες έννοιες-κλειδιά, όπως ο χώρος, το μήκος, ο χρόνος, η ταχύτητα, η δύναμη και το σώμα, περιήλθαν στους κόλπους της φυσικής από τη συνήθη ζωή κι έχουν επηρεάσει σημαντικά τη δομή όλων των επιστημών.
Από αμνημονεύτων χρόνων, ο πολύ γενικός χαρακτήρας μεγάλου μέρους του περιεχομένου της φυσικής και πολλών εκ των γεγονότων και των νόμων την έφεραν σε στενή επαφή με τη φιλοσοφία, ιδιαίτερα με τη θεωρία της γνώσης. Στην αρχαιότητα, σχεδόν κάθε φυσικός ήταν επίσης και φιλόσοφος και κάθε φιλόσοφος είχε και κάτι από φυσικό. Η επίδραση που ασκούσαν ήταν αμοιβαία και πολύ ισχυρή. Ο δεσμός μεταξύ φυσικής και φιλοσοφίας διήρκησε για χιλιάδες χρόνια και σήμερα διατηρείται ακόμα. Η φιλοσοφία και η φυσική αλληλοδιαπλέκονται με αξεδιάλυτο τρόπο στα επιστημονικά εγχειρήματα του Γαλιλαίου, του Γκασέντι, του Ντεκάρτ, του Κέπλερ, του Νιούτον, του Λομονόσοφ, του Μεντελέγιεφ, του Ούμοφ, του Πλανκ, του Αϊνστάιν και γενικά όλων των φυσικών με ευρείς ορίζοντες.
Ένα ακόμα ιδιαίτερο γνώρισμα της φυσικής, που πιθανότατα πρέπει να τράβηξε το ενδιαφέρον του Λένιν, είναι η άμεση και ουσιαστική σύνδεσή της με την τεχνολογία. Εξαιτίας της πολύ γενικής φύσης της και της εκτεταμένης εμβέλειας του αντικειμένου της, η φυσική πάντα έπαιζε σπουδαίο και πολλές φορές ακόμα και καθοριστικό ρόλο στις πρακτικές δραστηριότητες των ανθρώπων ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, εδώ πρέπει κανείς να βρει το αφετηριακό ερέθισμα που έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη αυτής της επιστήμης. Οι νόμοι της φυσικής και οι έννοιες και τα συμπεράσματά της παρέχουν στο μηχανικό και τον εφευρέτη συστηματικό και εξορθολογισμένο υλικό που ανταποκρίνεται επαρκώς στη φύση. Αυτό το υλικό διευκολύνει σε τεράστιο βαθμό ταχύτατους νοητικούς ελέγχους και εφευρετικούς συνδυασμούς. Από τη σκοπιά αυτή δυο είδη ανακαλύψεων πρέπει να διακριθούν στην ιστορία της τεχνολογίας. Από τη μια, η τεχνική ανάπτυξη είναι το αποτέλεσμα «απρόσμενων» ή –όπως λέγονται– «συμπτωματικών» ανακαλύψεων. Με αυτό τον τρόπο ανακαλύφθηκε η φωτιά στους προϊστορικούς χρόνους, το κύριο μέρος της φωτογραφικής διαδικασίας ήταν επίσης μια συμπτωματική ανακάλυψη, όπως και τα γυαλιά οράσεως το 13ο αιώνα και πολλά ακόμα σε ολόκληρο τον κόσμο. Από την άλλη, η τεχνολογία προωθήθηκε από ανακαλύψεις που έγιναν ως αποτέλεσμα συνεπούς εφαρμογής των επιστημονικών συμπερασμάτων, κυρίως στο πεδίο της φυσικής. Τέτοια ήταν η ανακάλυψη της ατμομηχανής και των ηλεκτρικών μηχανών, το ράδιο, η ατομική βόμβα κλπ. Εδώ, σαφώς, η πιθανότητα συμπτωματικής ανακάλυψης ήταν εξαιρετικά μικρή και η φυσική ήταν ο καθοριστικός παράγοντας ώστε να γίνουν αυτές οι ανακαλύψεις, καθώς κατέστησε τον επιστήμονα ικανό να κάνει ορθολογική σύγκριση μεταξύ ετερογενών φαινομένων και νόμων κι έτσι να πετύχει το σκοπό του. Αν κανείς διερευνήσει τα σύγχρονα τεχνικά μέσα, θα βρει ότι εν πολλοίς οφείλουν την ύπαρξή τους στην εφαρμογή της φυσικής. Κάτι τέτοιο μπορεί να υποστηριχτεί για το σύνολο των μηχανοποιημένων μεταφορών – επίγειων, θαλάσσιων και ιπτάμενων. Το ίδιο ισχύει και για κάθε τομέα στην ηλεκτρική και θερμική μηχανική, όλων των τεχνικών χρήσεων του φωτός, όλων των αυτοματοποιημένων ελέγχων και του τηλεμηχανικού εξοπλισμού και μεγάλου μέρους των κατασκευαστικών τεχνικών. Επομένως, η σύγχρονη τεχνολογία μπορεί καλώς να αποκληθεί –τουλάχιστον ως προς ένα μέρος της– «τεχνική φυσική», αν επεκταθεί κάπως το αποδεκτό νόημά της.
Ο ειδικός ρόλος που έπαιξε η φυσική και στη φιλοσοφία και στην τεχνολογία εν πολλοίς έχει να κάνει με τη ραγδαία ανάπτυξή της και τη μεγάλη προσοχή που προσέλαβε. Η φυσική, όπως και τα μαθηματικά, εδώ και πολύ καιρό έχουν θεωρηθεί ουσιώδες μέρος ακόμα και της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι η επίδραση που άσκησε η φυσική στη διαμόρφωση και ανάπτυξη άλλων φυσικών επιστημών, όπως η αστρονομία, η χημεία, η βιολογία και η γεωλογία, ήταν βαθιά και επωφελής. Παρόλα αυτά, η εξαιρετική της θέση μεταξύ των επιστημών καθορίστηκε πρωτίστως από τη φιλοσοφική και τεχνική της σημασία.
Από τα παραπάνω φαίνεται σε μεγάλο βαθμό γιατί ο Λένιν ασχολήθηκε επιμελώς με τα προβλήματα της φυσικής. Ο Λένιν είχε πολύ μεγάλη συναίσθηση του επιστημολογικού ρόλου των συμπερασμάτων που απέρρεαν από τη νέα φυσική, της επίδρασής της στη φιλοσοφία και μέσω αυτής και στη σφαίρα της πολιτικής, επίσης. Ήταν αναπόδραστο ότι η νέα φυσική έπρεπε να μετατραπεί σε πολιτικό παράγοντα, έπρεπε να κομματικοποιηθεί. Οι ιδέες και οι παρατηρήσεις του Λένιν για τη φυσική, τις οποίες συγκέντρωσε στον «Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό» και τα «Φιλοσοφικά Τετράδια», ρίχνουν με εκπληκτική ακρίβεια και βάθος σκέψης το λαμπρό φως του διαλεκτικού υλισμού στα σκοτεινά και περιπλεγμένα σοκάκια της νέας φυσικής όπου ο ιδεαλισμός έψαχνε να κρυφτεί. Η διαυγής διαλεκτική θεωρία της ύλης του Λένιν διέλυσε την ομίχλη που στην αρχή του αιώνα πήγαζε από μια μερίδα φυσικών που ήταν φιλοσοφικά αδέξιοι και μια μερίδα φιλοσόφων που προσπαθούσαν να αναστήσουν τον ιδεαλισμό στη βάση όσων θεωρούσαν ότι ήταν φυσικά γεγονότα που έφεραν στο φως οι ανακαλύψεις εκείνου του καιρού στην ηλεκτρονική και τη ραδιο-ακτινοβολία.
Η φυσική στην ολότητά της είναι ένα από τα πιο αξιοσημείωτα επιτεύγματα στην ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας. Η επίδραση που άσκησε η έξυπνη εφαρμογή της φυσικής είναι υπερβολικά σημαντική στο παρόν στάδιο της ιστορίας. Αναμφίβολα αποκτά κυριαρχική σημασία στο τιτάνιο ιστορικό προτσές της συνειδητής κοινωνικής ανάπτυξης στην κατεύθυνση του κομμουνισμού, στην οποία εμείς, οι Σοβιετικοί πολίτες, συμμετέχουμε.

2. ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

 Στον «Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό» του ο Λένιν αναλύει τις μεθοδολογικές δυσκολίες και τις αντιφάσεις που αντιμετώπιζαν οι φυσικοί στην αρχή του 20ού αιώνα και που συνιστούσαν μια από τις αιτίες που τους ωθούσαν να περάσουν στο στρατόπεδο των ιδεαλιστών. Ο Λένιν επισήμανε ότι η κρίση στη φυσική μπορούσε να ξεπεραστεί μέσα από τη βαθιά κατανόηση της επιστήμης του διαλεκτικού υλισμού. Αυτός παρείχε ένα σίγουρο δρόμο για τη φυσική, ώστε να υπερβεί κάθε είδους κρίση και να αναπτυχθεί περαιτέρω.
Δεν είναι εύκολο να εκτιμήσει κανείς ολοκληρωμένα τη σημασία του βιβλίου του Λένιν για την ανάπτυξη της νέας φυσικής αν δε ρίξει μια ματιά πίσω, στα κορυφαία στάδια, διαμέσου των οποίων πέρασε η ανάπτυξη της μεθοδολογίας των φυσικών επιστημών.
Σε όλη την πορεία της μακράς της ύπαρξης ως ξεχωριστής επιστήμης, η φυσική υφίσταται συνεχή αλλαγή, ανάπτυξη και τελειοποίηση. Ωστόσο, ήδη στην αρχαία Ελλάδα, οι ατομικοί4 καθόρισαν αρκετές προτάσεις –διατυπωμένες με ακριβείς όρους παρότι στη μορφή ήταν πρώιμες και κάποιες φορές λαθεμένες– της κλασικής φυσικής, που άσκησαν σχεδόν αδιάσειστη κυριαρχία στην επιστήμη μέχρι και τις αρχές του αιώνα μας και, από πολλές απόψεις, διατηρούν τη σημασία και την επίδρασή τους και σήμερα. Όπως όλοι ξέρουν, τα σωμάτια, τα απειροελάχιστα σώματα που κινούνται και αλληλεπιδρούν στον κενό ευκλείδειο χώρο5, αποτελούν τη βάση ακόμα και του απλούστερου σχήματος της κλασικής φυσικής. Αυτή (αν παραμεριστούν ορισμένες διακρίσεις, που μερικές φορές –αξίζει να σημειωθεί– συνεπάγονταν θεμελιώδεις διαφορές) ήταν η φυσική του Δημόκριτου, του Επίκουρου, του Γαλιλαίου, του Γκασέντι, του Νεύτωνα και του Λομονόσοφ. Ο Νεύτωνας ήταν ο πρώτος που μετέτρεψε, με τη βοήθεια των νόμων και των εννοιολογικών σχημάτων για τη μάζα και τη δύναμη που ο ίδιος θεμελίωσε, αυτό το αρχαίο μηχανιστικό σχήμα σ’ ένα φυσικό πρότυπο που είναι επιδεκτικό σε ποσοτικούς χειρισμούς. Το σχήμα του Νεύτωνα διατηρεί, σε μεγάλο βαθμό, τη σημασία του ακόμα και σε τομείς της σύγχρονης φυσικής που έχουν προχωρήσει πολύ πέραν του κλασικού τους πρωτοτύπου. για παράδειγμα, στην επίλυση προβλημάτων που απασχολούν την πυρηνική φυσική.
Ας εξετάσουμε τη φυσικο-φιλοσοφική βάση αυτού του κλασικού σχήματος από τη σκοπιά μας, αυτή του διαλεκτικού υλισμού. Θα πρέπει εξαρχής να σημειώσουμε ότι η στατική αφαίρεση που κάνει ο Νεύτωνας για το κενό, τον απόλυτο χώρο, την αντικειμενικά υπάρχουσα ανυπαρξία, είναι από φιλοσοφικής άποψης ένα ανεπίτρεπτο φαντασιούργημα. Είναι μεθοδολογικά απαράδεκτη και καθίσταται ανεκτή μόνο επειδή παρέχει πρακτική διευκόλυνση για υπολογισμούς. Το ίδιο πρέπει να ειπωθεί και γι’ αυτή καθαυτή την έννοια του απόλυτου χρόνου, ο οποίος πουθενά δε μετρά την κίνηση του μηδέν. Από την άλλη, είναι γνωστές οι δυσκολίες σε σχέση με τον καθορισμό της μάζας. Η έννοια της μάζας μπορεί να αποδοθεί μόνο με σχετική μορφή στη νευτώνεια φυσική και στη φυσική γενικά. Η κλασική έννοια της δύναμης συναντά ίσως ακόμα μεγαλύτερες φιλοσοφικές –κι όχι μόνο φιλοσοφικές– δυσκολίες. Σύμφωνα με τον Ένγκελς «…σε κάθε φυσική επιστήμη, ακόμα και στη μηχανική, είναι πάντοτε πρόοδος όταν απορρίπτεται κάπου η λέξη δύναμη»6.
Παρότι μπορούσε να στηριχτεί μόνο στη βοήθεια ενός οπλοστασίου εννοιών που ήταν μεθοδολογικά ατελείς όπως αυτές, ο Νεύτωνας, με τόλμη που συνορεύει με την ιδιοφυΐα, χρησιμοποίησε τη μέθοδο της «δυναμικοποίησης» της μάζας, αν κάποιος θα μπορούσε να εκφραστεί με αυτό τον τρόπο, που του επέτρεψε να εγκαθιδρύσει μια αρμονική βάση για την κλασική φυσική. Από το Δημόκριτο μέχρι τον Ντεκάρτ η μάζα θεωρούνταν αδρανής, το πολύ-πολύ να ήταν εφοδιασμένη με ελαστικές δυνάμεις που εκδήλωναν τους εαυτούς τους μόνο όταν τα σώματα συγκρούονταν. Η μέθοδος του Νεύτωνα, με την οποία νοητικά ασκούνταν πάνω στις μάζες συγκεκριμένες δυνάμεις που δρούσαν, όπως ήταν, από απόσταση, κατέστησε δυνατή τη λύση των δύσκολων προβλημάτων, όπως το οικοδόμημα της ουράνιας μηχανικής7 και πολλά άλλα πέραν αυτής. Αλλά η δυναμική μέθοδος του Νεύτωνα δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά μόνο τυπική, κι έτσι ακριβώς την θεωρούσε κι ο ίδιος ο Νεύτωνας, τουλάχιστον όταν διατηρούσε την οπτική της φυσικής. Αυτό συχνά δεν κατανοείται. Από το συνδυασμό δυο βοηθητικών εννοιών, δυο τυπικών φυσικών μεθόδων –απόλυτα κενός χώρος και δυνάμεις που προέρχονται από σώματα– ανέκυψε το μεθοδολογικό ψευδοπρόβλημα της «δράσης από απόσταση»8, που ταλαιπωρούσε τα μυαλά σοβαρών ανθρώπων μέχρι πρόσφατα. Όπως ξέρουμε, διαφυγή από αυτή τη δυσκολία αναζητήθηκε στο να συμπληρωθεί ο κενός χώρος του Νεύτωνα μ’ ένα συνεχές μέσο, τον αιθέρα, αλλά όπως επίσης γνωρίζει ο καθένας, κανένα τέτοιο μέσο δεν ανιχνεύτηκε ποτέ. Αλλά ακόμα κι αν είχε ανιχνευτεί, δε θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να άρει τις μεθοδολογικές δυσκολίες με τις οποίες μπλέκονται ο απόλυτος χώρος και χρόνος.
Η θεωρία του Αϊνστάιν για το φυσικό χωρο-χρόνο και τη βαρύτητα εξάλειψε ή τουλάχιστον απάλυνε τις μεθοδολογικές δυσκολίες της κλασικής φυσικής. Στη θεωρία του, ο χωρο-χρόνος έπαψε να είναι ένα τίποτα. Έγινε συγκεκριμένη πραγματικότητα, που διακατέχεται και από φυσικές ιδιότητες, πέρα από τις γεωμετρικές, ο απόλυτος χώρος και χρόνος του Νεύτωνα9 –αυτά τα μεταφυσικά φαντάσματα που υποτίθετο ότι ήταν ανεξάρτητα από την ύλη– εξοβελίστηκαν από τη φυσική σε κάθε περίπτωση επί της αρχής. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως έχουν λυθεί τα πάντα στην τεράστια σφαίρα της επιστήμης. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κάποια ενιαία θεωρία πεδίου που να αγκαλιάζει και τη βαρύτητα και τον ηλεκτρομαγνητισμό, εν τούτοις μια τέτοια θεωρία είναι απαραίτητη για τη μεθοδολογική ολοκλήρωση της θεωρίας της σχετικότητας.10 Ακόμα και σήμερα, αρκετά ερωτήματα σε σχέση με τη γενική θεωρία της σχετικότητας παραμένουν ασαφή ή αμφιλεγόμενα. Η θεωρία της σχετικότητας στη γενική της μορφή δεν μπορεί να θεωρηθεί κατοχυρωμένη πέραν πάσης αμφισβήτησης.11 Η τελευταία λέξη σε σχέση με αυτή δεν έχει ειπωθεί ακόμα.
Η κλασική φυσική με το μεθοδολογικά λαθεμένο νευτώνειο σχήμα συνεχίζει ακόμα και τώρα να ασκεί τις χρήσιμες λειτουργίες της. Κάθε νέο σπίτι, ατμομηχανή, αεροπλάνο και πλοίο ακόμα χτίζεται σύμφωνα με το Νεύτωνα. Από την άλλη, η φυσική του Αϊνστάιν, η οποία, μεθοδολογικά, απέχει ακόμα από την τελειότητα, ήδη μας βοηθά στους υπολογισμούς των πιο σύγχρονων συγχροτρονίων και κυκλοτρονίων και στις μελέτες για την ατομική φυσική. Εδώ έχουμε μια τυπική περίπτωση που διαχωρίζει τη σχετική από την απόλυτη αλήθεια.
Σε αυτό το ιδιαίτερο γνώρισμα των φυσικών επιστημών δίνεται έμφαση στο Διαλεκτικό και Ιστορικό Υλισμό του Στάλιν: «…ο μαρξιστικός φιλοσοφικός υλισμός ξεκινά από την άποψη, ότι ο κόσμος και η νομοτέλειά του μπορούν να γίνουν πέρα για πέρα γνωστά, ότι οι γνώσεις μας για τους νόμους της φύσης, που έχουν επαληθευτεί από το πείραμα, από την πραχτική, είναι γνώσεις έγκυρες, που έχουν τη σημασία αντικειμενικών αληθειών, ότι στον κόσμο δεν υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούμε να τα γνωρίσουμε, αλλά υπάρχουν μόνο πράγματα που δεν τα γνωρίσαμε ακόμα, που θα ανακαλυφθούν και θα γίνουν γνωστά με τις δυνάμεις της επιστήμης και της πραχτικής»12.
Σφαλερά μεθοδολογικά συμπεράσματα από τους αντικειμενικούς νόμους και τα γεγονότα μπορεί να έχουν εξαιρετικά δυσμενή αντίκτυπο στην ανάπτυξη της ίδιας της επιστήμης και την όλη διανοητική δραστηριότητα του ανθρώπου. Οι μεθοδολογικές δυσκολίες πρέπει επομένως να γίνονται άμεσα γνωστές και να ξεπερνιούνται.

3. Η ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ

 Το άνοιγμα του αιώνα μας σημαδεύτηκε από την πιο ολοκληρωτική αλλαγή που υπέστη ποτέ η κλασική φυσική στο διάβα των πολλών εκατοντάδων χρόνων της ύπαρξής της. Το δόγμα ότι η μάζα ενός σώματος δεν αλλάζει ενόσω το σώμα κινείται αποδείχτηκε απατηλό η μάζα μεγαλώνει καθώς η ταχύτητα αυξάνει13. Και όταν ανακαλύφθηκε ότι κίνηση και δράση δεν είναι αδιάκοπες, ότι αυτή η αξίωση της κλασικής φυσικής ήταν λαθεμένη, αυτό αποτέλεσε μια ολοσχερή έκπληξη για τους φυσικούς. Μαθεύτηκε ότι ένα πλήθος φυσικών φαινομένων ήταν κβαντικού χαρακτήρα14. Αυτό έγινε η αφετηρία για μια ολοκληρωτικά νέα εποχή στη φυσική.
Μέχρι τότε οι θεμελιώδεις εννοιολογικές θεωρήσεις και ιδέες των φυσικών στηρίζονταν κυρίως στην καθημερινή εμπειρία. Ο κόσμος των απειροστών μεγεθών και η εσωτερική δομή των ουσιών συνήθως κατανοούνταν μέσα στην εικόνα του κόσμου με τα αντικείμενα του οποίου ήταν εξοικειωμένοι. Αυτό ίσχυε μέχρι να παραμεριστεί αυτή η προφανής και αυταπόδεικτη βασική αξίωση της φυσικής του χτες. Θεωρήθηκε δεδομένο ότι αν πάρει τους πιο περιεκτικούς και γενικούς νόμους και εννοιολογικές θεωρήσεις ως οδηγούς, ο φυσικός θα μπορούσε να μελετήσει τη φύση σε όσο βάθος ήθελε. Όμως η τελειοποίηση των μέσων παρατήρησης, οι νέες μέθοδοι που εφαρμόστηκαν στην πειραματική φυσική, καθώς και απλώς η από πιο κοντά παρατήρηση των φαινομένων, αποκάλυψαν οξύτατες αποκλίσεις από το οικείο κλασικό σχήμα των πραγμάτων. Αυτό, για πολλά χρόνια, πυροδότησε την αμφιβολία και την αμηχανία μεταξύ των φυσικών, που ναι μεν είχαν ανακαλύψει τους νέους νόμους, αλλά είχαν διαπαιδαγωγηθεί με τις παραδόσεις της κλασικής φυσικής. Ακόμα και ο Μαξ Πλανκ, ο θεμελιωτής της κβαντικής θεωρίας, ο οποίος στα 1900 ανακάλυψε την ύπαρξη του κβάντου δράσης, αντιπάλεψε πραγματικά για είκοσι χρόνια την ιδέα των κβάντων, σε μια προσπάθεια να «διασώσει την κατάσταση», δηλαδή να επιστρέψουμε στην κλασική φυσική. Ο σερ Τζόζεφ Τζ. Τόμσον, ένας από τους δημιουργούς της ηλεκτρονικής θεωρίας, ήταν ακόμα ένας σθεναρός υπερασπιστής της κλασικής φυσικής. Οι δικοί μας Λεμπέντεφ και Ούμοφ παρέμειναν κλασικοί μέχρι και τις τελευταίες μέρες τους. Οι φυσικοί δε θα εγκατέλειπαν ούτε μια ίντσα του οχυρού της παλιάς, για χρόνια δοξασμένης, κλασικής φυσικής χωρίς να δώσουν μάχη. Όμως το οχυρό έπεσε ολωσδιόλου και σήμερα έχει μείνει δίχως υπερασπιστές ή με ελάχιστα λίγους από δαύτους μεταξύ των φυσικών.
Ο «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός» του Λένιν γράφτηκε στα 1908, στην κορύφωση του αγώνα που διεξήγαγαν οι φυσικοί προς υπεράσπιση των κλασικών τους θέσεων. Αυτό συμπίπτει με την αρχική περίοδο ανάπτυξης της κβαντικής και της σχετικιστικής φυσικής. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Λένιν δεν τάχθηκε με το μέρος των «παλιών πιστών», που προσπαθούσαν να διασώσουν με κάθε τρόπο το οχυρό της κλασικής, μηχανιστικής φυσικής. Το βιβλίο του Λένιν γράφτηκε ως απάντηση στις πολυάριθμες προσπάθειες των φιλοσόφων και των φιλοσοφούντων φυσικών να χρησιμοποιήσουν τις νέες ανακαλύψεις της φυσικής για να αναβιώσουν τον ιδεαλισμό. Το έδαφος είχε ήδη προετοιμαστεί από το φυσικό Μαχ και τη σχολή του. Ο μαχισμός, η ενεργητική και άλλα παρόμοια ρεύματα ξεπήδησαν και αναπτύχθηκαν σε μεγάλο βαθμό κυρίως εξαιτίας της υποστήριξης, από πολλές απόψεις, που έλαβαν από το φορμαλισμό της θερμοδυναμικής μεθόδου15, η οποία ήταν ευρύτατα διαδεδομένη ανάμεσα στους φυσικούς στα τέλη του 19ου αιώνα. Ωστόσο αυτή η άμεμπτη και στην πραγματικότητα υπερβολικά χρήσιμη μέθοδος της θεωρητικής φυσικής υπέφερε στη φιλοσοφία του Μαχ, του Όστβαλντ, του Ντιέμ και άλλων, οι οποίοι την διέστρεψαν μεθοδολογικά.
Σε αυτή τη βάση κάποιοι φιλόσοφοι –και άλλοι που δεν ισχυρίζονταν ότι ήταν τέτοιοι– υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό τα όσα διαβεβαίωνε η νέα φυσική, τα οποία ερμηνεύονταν ωσάν να επιδείκνυαν την «απο-υλοποίηση» της ύλης.
«…είναι αδύνατο να πάρουμε στα χέρια μας οποιοδήποτε σύγγραμμα των μαχιστών ή για το μαχισμό» έγραφε ο Λένιν «χωρίς να συναντήσουμε βαρύγδουπες παραπομπές στη νέα φυσική, η οποία, κατά τη γνώμη τους, έχει ανασκευάσει τον υλισμό κτλ. κ.ο.κ.»16.
«Η βασική ιδέα της εξεταζόμενης σχολής της νέας φυσικής» για να αναφέρουμε ένα επόμενο απόσπασμα από τον ίδιο τόμο «είναι η άρνηση της αντικειμενικής πραγματικότητας, που μας είναι δοσμένη στο αίσθημα και αντανακλάται στις θεωρίες μας, ή η αμφιβολία για την ύπαρξη μιας τέτοιας πραγματικότητας»17.
Ο Λένιν προσκομίζει ευάριθμες συγκεκριμένες αποδείξεις για να υποστηρίξει τη θέση του. Η μεγάλη παλίρροια του ιδεαλισμού, στον οποίο η νέα φυσική, υπό τις συνθήκες του ιμπεριαλισμού, έδωσε ώθηση, εισέβαλαν και στη ρωσική προ-επαναστατική επιστημονική εργογραφία. Μια εξέταση της αρκετά ογκώδους ρωσικής εργογραφίας στη φυσική και τη φιλοσοφία, τόσο στα πρωτότυπα όσο και στα μεταφρασμένα έργα που γράφτηκαν εκείνη την περίοδο, υποστηρίζει αυτό τον ισχυρισμό. Ενώ η νέα φυσική ήταν αναμφίβολα ένας σημαντικός παράγοντας για την προώθηση της επιστήμης και της τεχνολογίας, την ίδια ώρα αποτέλεσε γεννήτορα του ιδεαλισμού σε διάφορες μορφές. Αυτός ο ιδεαλισμός ασκήθηκε με το πλεονέκτημα των κυρίαρχων τάξεων της αστικής κοινωνίας και ο μόνος υλισμός που ήταν γνωστός σε πολλά μέλη του επιστημονικού κόσμου ήταν ο στοιχειώδης μηχανικισμός, ο μεταφυσικός υλισμός.
Το βιβλίο του Λένιν, το έργο μιας μεγαλοφυΐας, έδειξε τη διέξοδο από την κρίση. «Η μοναδική “ιδιότητα” της ύλης» έγραφε «που με την αναγνώρισή της συνδέεται ο φιλοσοφικός υλισμός, είναι η ιδιότητα να είναι αντικειμενική πραγματικότητα, να υπάρχει έξω από τη συνείδησή μας».18
Αυτός είναι ο πολύ ευρύς ορισμός της έννοιας της ύλης, ο οποίος δόθηκε από το Λένιν, που δυνητικά εμπεριέχει τη λύση της κρίσης. Η αμετάβλητη μετακινούμενη μάζα της κλασικής φυσικής επ’ ουδενί δεν είναι το μόνο δυνατό είδος ύλης ούτε ο μηχανιστικός υλισμός η μόνη μορφή υλισμού.
Σύμφωνα με το Λένιν, ο μαχισμός έλαθε αγνοώντας τη διάκριση μεταξύ μεταφυσικού και διαλεκτικού υλισμού. «Η αναγνώριση οποιωνδήποτε αμετάβλητων στοιχείων, μιας “αμετάβλητης ουσίας των πραγμάτων” κτλ. δεν είναι υλισμός, αλλά μεταφυσικός, δηλ. αντιδιαλεκτικός υλισμός […] Αν θέλουμε να θέσουμε το πρόβλημα από τη μοναδικά σωστή, δηλ. τη διαλεκτικη-υλιστική άποψη, πρέπει να ρωτήσουμε: τα ηλεκτρόνια, ο αιθέρας και τα λοιπά υπάρχουν έξω από την ανθρώπινη συνείδηση, σαν αντικειμενική πραγματικότητα ή όχι; Σ’ αυτό το ερώτημα οι φυσιοδίφες πρέπει ν’ απαντήσουν και απαντούν πάντα χωρίς δισταγμό ναι […] Ο διαλεκτικός όμως υλισμός επιμένει στον κατά προσέγγιση, στο σχετικό χαρακτήρα κάθε επιστημονικής θέσης για τη δομή της ύλης και τις ιδιότητές της, στην απουσία απόλυτων ορίων στη φύση, στη μετατροπή της κινούμενης ύλης από τη μια κατάσταση στην άλλη, που από την άποψή μας φαίνεται ασυμβίβαστη με την πρώτη κτλ.»19.
Αυτό το υπέρτατα σημαντικό συμπέρασμα του Λένιν από τις υποκείμενες αρχές της κοσμοαντίληψης του διαλεκτικού υλισμού και από τον ορισμό του για την ύλη είναι αποφασιστικής σημασίας για εμάς ως οδηγός για να καθορίσουμε τη στάση μας όχι μόνο απέναντι στη φυσική των αρχών του αιώνα, αλλά επίσης και στη φυσική των ημερών μας. Ο Λένιν επίμονα καταδεικνύει ότι όλες οι ουσίες που προσδιορίζονται ως αμετάβλητες αποτελούν απλώς τον καρπό της άγνοιας της διαλεκτικής. Διατυπώνει τότε την περίφημη θέση ότι το ηλεκτρόνιο, όπως και το άτομο είναι ανεξάντλητο, ότι «η ύλη» είναι «άπειρη στο βάθος», όπως κατέγραψε πρόχειρα στο περιθώριο της περίληψης της «Επιστήμης της Λογικής» του Χέγκελ. Υπό το φως του διαλεκτικού υλισμού η μεθοδολογική κρίση και οι αμφιβολίες που προξένησαν οι εκπληκτικές ανακαλύψεις της νέας φυσικής στο ξεκίνημα του παρόντος αιώνα ήταν το αποτέλεσμα της αποτυχίας πολλών φυσικών να υπερβούν το μεταφυσικό υλισμό και της κατάπτωσής τους στο τέλμα της αντιδραστικής φιλοσοφίας.

4. Η ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΕΝΤΡΥΦΗΣΟΥΜΕ ΣΤΟ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟ ΥΛΙΣΜΟ ΣΤΗ ΣΦΑΙΡΑ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ

 Τα συμπεράσματα του Λένιν, που ξεκαθαρίζουν την κατάσταση με όλες τις δυσκολίες που περιέβαλαν τη φυσική στο άνοιγμα του αιώνα, ήταν θεμελιώδους φιλοσοφικής σημασίας. Η εξαντλητική του μελέτη αποκάλυψε ολοκληρωτικά σε τι αδιέξοδο ή άβυσσο ήταν βέβαιο ότι θα κατέληγε ο φυσικός ή ο φιλόσοφος αν απομακρυνόταν από το διαλεκτικό υλισμό προς τον ιδεαλισμό ή αν προσπαθούσε να βαδίσει την παλιά πεπατημένη του μηχανικισμού.
Οι ανακαλύψεις με τις οποίες η νέα φυσική εξέπληξε τον αποχωρούντα 19ο και τον επερχόμενο 20ό αιώνα ήταν μόνο το πρελούδιο όσων θα αποκαλύπτονταν μπροστά στα μάτια μας κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας σε αυτό το πεδίο της γνώσης. Δεν είναι της παρούσης να αναλύσουμε την αξιοσημείωτη πρόοδο που κατέγραψε η φυσική απ’ όταν ξεκίνησε ο 20ός αιώνας. Θα πρέπει επομένως να περιορίσω τον εαυτό μου σε μια απλή απαρίθμηση κάποιων εκ των βασικών νέων ζητημάτων που μας πάνε βαθιά, στη ρίζα των πραγμάτων.
1. Η δομή του ατομικού πυρήνα και των ατόμων και των μορίων καθορίζεται από συγκεκριμένους κβαντικούς νόμους.
2. Οι δυνάμεις που συγκρατούν τα συστατικά μέρη του πυρήνα (νετρόνια και πρωτόνια) είναι ειδικής, αν και μέχρι τώρα ανεξακρίβωτης, φύσης και διαφέρουν από τις ηλεκτρομαγνητικές και βαρυτικές δυνάμεις.
3. Το φως έχει κυματικές και σωματιδιακές ιδιότητες.
4. Όπως το φως, τα υλικά σωμάτια έχουν διττή φύση – σωματιδιακή και κυματική.
5. Η ποικιλότητα συγκεκριμένων ειδών στοιχειωδών σωματιδίων σταθερά αυξάνει, με τα βαρυτρόνια και το φάσμα τους, που ανακαλύφθηκαν από τους αδερφούς Αλικχάνοφ, να είναι χτυπητά παραδείγματα.
6. Η ακτινοβολία φωτονίων από υλικά σωματίδια είναι στατιστικά ακανόνιστη.
7. Υλικά σωματίδια μπορούν, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, να μετατρέπονται σε φως, και αντίστροφα.
Αυτή η λίστα θα μπορούσε να επεκταθεί σημαντικά.
Αναμφίβολα, κάθε ένα από όσα απαριθμήσαμε εδώ επηρεάζει ζητήματα αρχών και θα άφηνε άναυδο κάθε φυσικό του 19ου αιώνα.
Οι αποκαλύψεις της νέας φυσικής είναι ήδη αρκετές για να τρομάξουν κάθε φυσικό ή κοινό άνθρωπο που έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπος με αυτά. Δεν είναι παράλογο ότι θα πρέπει να υπάρχει μια ενότητα των σωματιδιακών και των κυματικών ιδιοτήτων της ύλης; Μπορεί κανείς να συλλάβει κάποια ενότητα μεταξύ του στατιστικού χάους των σωματιδίων με την αυστηρή κανονικότητα των κυμάτων; Πώς μπορεί το φως να μετατρέπεται σε ύλη; Και πολλά άλλα.
Ο μηχανικισμός καλλιεργείται στον καθένα από την καθημερινή εμπειρία, από τα απλούστατα αντικείμενα και φαινόμενα και μεγάλη συγκέντρωση του μυαλού και εσωτερική διαπάλη με βαθιά ριζωμένες συνήθειες απαιτούνται για να καταστεί κανείς ικανός να εξετάσει και να καλοζυγίσει με ηρεμία τα όσα μας αποκαλύπτονται και να συμφωνήσει ότι δεν έχουμε κάνει λάθος, ότι παρατηρούμε τη φύση ως πραγματικά έχει σε όλη τη διαλεκτική πολυπλοκότητα και κίνησή της. Δεν μπορεί να πανικοβάλλει τον φυσικό που σταθερά παίρνει θέση από τη σκοπιά του διαλεκτικού υλισμού.
Πρώτα και κύρια είναι η καταπληκτική, «παράξενη» φύση των συστημάτων του κόσμου που μας αποκαλύπτει τον εαυτό της και μας παρέχει μια πειστική επιχειρηματολογία που επιβεβαιώνει την αντικειμενικότητα αυτού του κόσμου. Τα ιδεαλιστικά συστήματα της φυσικής φιλοσοφίας, από τον Σέλινγκ στον Έντινγκτον, θεωρούσαν ότι ο κόσμος μπορεί να συλληφθεί από το λογιζόμενο φυσικό και φιλόσοφο, ακόμα κι αν αυτός καθόταν κλεισμένος σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο. Σε αυτό τον ιδεαλιστικό κόσμο το καθετί μοιάζει να έχει προβλεφθεί, το καθετί μοιάζει να αντιστοιχίζεται με τη σκέψη. Ένας κόσμος προικισμένος με απρόσμενες ιδιότητες διαταράσσει αυτή την ιδεαλιστική αρμονία.
«Η υλιστική αντίληψη του κόσμου» λέει ο Ένγκελς στη «Διαλεκτική της Φύσης» «σημαίνει απλούστατα την αντίληψη της φύσης όπως ακριβώς είναι, χωρίς καμία ξένη προσθήκη».
Οι ελπίδες των μηχανιστών ότι η φύση, τόσο στον κόσμο των πιο στοιχειωδών σωματιδίων όσο και στον κόσμο των τεραστίων διαστάσεων, θα αποδεικνυόταν στα κύρια να είναι ίδια όπως στον κόσμο των συνηθισμένων φαινομένων ήταν φυσικά μια «ξένη προσθήκη», για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Ένγκελς. Ο πυρηνικός κόσμος βρέθηκε να είναι ουσιαστικά διαφορετικός από το συνηθισμένο κόσμο. Οι έννοιές μας έπρεπε να αλλάξουν, έπρεπε να προσαρμοστούν στον κόσμο που μας αποκαλύφθηκε. Αυτές οι έννοιες «πρέπει να είναι επίσης λεπτές, καλοδουλεμένες, ευλύγιστες, σχετικές, αλληλοσυνδεμένες, ενιαίες στις αντιθέσεις, για να αγκαλιάσουν τον κόσμο»20. Και καταγράφοντας την πάλη ενάντια στη μετατροπή της έννοιας σε νόμο στο Χέγκελ, ο Λένιν δηλώνει με ειδική έμφαση: «Ν. Β.  για τη σύγχρονη φυσική!!!»21.
Έχουν καταφέρει οι φυσικοί να προσεγγίσουν με αυτόν ακριβώς τον τρόπο τη νέα εκδήλωση της διαλεκτικής της φύσης που τους αποκαλύφθηκε; Δυστυχώς, πρέπει να παραδεχτούμε ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν τα έχουν καταφέρει και ότι η φυσική αναμφίβολα δεν έχει ακόμα βγει από την κατάσταση μεθοδολογικής κρίσης στην οποία σέρνεται για τόσα πολλά χρόνια. Δυο παράγοντες επιδεινώνουν σημαντικά αυτή την κρίση. Ο ένας από αυτούς απορρέει από την ίδια πηγή από την οποία προέρχεται το πείσμα των μηχανιστών, που θέλουν να διεισδύσουν στον κόσμο των ατόμων ενώ χρησιμοποιούν τις συνήθεις εικόνες που απεικονίζουν κοινά φαινόμενα και τα συμπεράσματα που εξάγουν από αυτά. Είμαστε βαθιά πεισμένοι ότι οι μηχανιστές έχουν λαθεμένη γνώμη, αλλά, όπως κι αυτοί, είμαστε εξαναγκασμένοι να χρησιμοποιούμε όλο το οπλοστάσιο της κλασικής φυσικής όταν μελετάμε τον ατομικό κόσμο, δηλαδή είμαστε εξαναγκασμένοι να χρησιμοποιούμε τις έννοιες σωμάτιο, ταχύτητα, δύναμη κλπ. Πρέπει να το κάνουμε, επειδή δεν έχουμε ακόμα έννοιες που να ανταποκρίνονται επαρκώς στο νέο κόσμο των φαινομένων και με τις οποίες, την ίδια ώρα, να είμαστε επαρκώς εξοικειωμένοι.
Σαφώς, αν μια ακτίνα φωτός ή μια ακτίνα ηλεκτρονίων κατέχουν ταυτόχρονα τις ιδιότητες της ακανόνιστης εναλλαγής των σωματιδίων και των χαρακτηριστικών των κανονικών κυμάτων, τότε το φως και τα ηλεκτρόνια μπορούν πράγματι να μην είναι ούτε σωματίδια ούτε κύματα, αλλά θα πρέπει να είναι κάποιου είδους διαλεκτικός σχηματισμός που συνιστά μια «ενότητα των αντιφάσεων». Οι πρωτότυπες προσπάθειες να χειριστούν το φαινόμενο των σωματιδίων ως «κυματοπακέτα» αντιμετώπισαν ανυπέρβλητα εμπόδια θεμελιακής φύσεως. Όμως ο σύγχρονος φυσικός είναι αναγκασμένος να χρησιμοποιήσει σχεδόν όλη τη γκάμα των εννοιών που συνδέονται με σωματίδια και κύματα, και ως αποτέλεσμα του συνδυασμού πειραματικών δεδομένων, θέλοντας και μη, καταλήγει στη διαβόητη σχέση αβεβαιότητας, για την οποία τόσες πολλές λόγχες έχουν σπάσει. Αυτή η αναλογία εκφράζει σε γενική μορφή μονάχα το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι αντιλήψεις που αφορούν σωματίδια και κύματα δεν μπορούν με συνέπεια να εφαρμοστούν σε πραγματικές υποστάσεις και στο φως.22 Αυτός ο τύπος δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση φιλοσοφικό αίνιγμα, αλλά μια έκφραση του ότι είναι αδύνατο να εφαρμόσεις μέχρι τέλους τις αντιλήψεις του συνήθους κόσμου στις πιο λεπτές ιδιότητες των διαφόρων υποστάσεων και του φωτός.
Μήπως όμως η ακαταλληλότητα των κλασικών αντιλήψεων στο πεδίο των ατομικών φαινομένων σημαίνουν έναν περιορισμό στη γνώση μας και μια επιβράδυνση της περαιτέρω προόδου μας στην απόκτηση γνώσης για τη φύση; Σε καμία περίπτωση. Μέχρις ότου η κλασική φυσική άρχισε να ταλαντεύεται, θεωρούνταν δεδομένο ότι κάθε σωστή φυσική θεωρία θα έπρεπε να ταιριάζει χωρίς αστοχία μ’ ένα αντιστοιχούν μηχανικό μοντέλο. Η νέα φυσική μάς αποκάλυψε ένα σύνολο φαινομένων, αλλά κανείς δεν έχει μπορέσει μέχρι τώρα να επινοήσει ένα μηχανικό μοντέλο για να τα εξηγήσει. Είναι παρόλα αυτά πιθανό να επεξεργαστούμε θεωρίες για να εξηγήσουμε φαινόμενα αυτού του είδους; Αναμφίβολα. Η θεωρία της σχετικότητας και η κβαντική μηχανική μπορούν να θεωρηθούν τέτοια παραδείγματα. Αλλά καιρό πριν προταθούν αυτές οι θεωρίες, μια αψεγάδιαστη μη μηχανική θεωρία ήταν ήδη γνωστή στη φυσική και συγκεκριμένα η περίφημη θεωρία του Μάξγουελ για τα ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα και οι εξισώσεις του, που δεν μπορούν να αναχθούν σε μηχανική βάση.23 Πώς λοιπόν οικοδομούνται τέτοιες θεωρίες; Είναι μια σύνθετη διαδικασία συνδυασμού πειραματικών δεδομένων, μαθηματικών υποθέσεων και παρέκτασης με συνετές ποιοτικές εφαρμογές των κλασικών αντιλήψεων και μοντέλων. Έτσι, σύντομα θα είμαστε στο μισό αιώνα απ’ όταν άρχισε να οικοδομείται η νέα φυσική και ήδη ακμάζει θαυμαστά. Αναπτύσσεται συνεχώς, γίνεται όλο και πιο περίπλοκη και τελειοποιείται. Και ούτε είναι δυνατό να τεθούν όρια σε αυτή την ανάπτυξη.
Η μεθοδολογική κρίση εντείνεται από την περίσταση ότι στην εποχή μας, της αποφασιστικής μάχης μεταξύ των δυνάμεων της δημοκρατίας και του ετοιμοθάνατου ιμπεριαλισμού, οι νέες ανακαλύψεις στη φυσική αξιοποιούνται από τους ιδεολόγους της μπουρζουαζίας για να τονώσουν τον ιδεαλισμό σε κάθε σχήμα και μορφή του.
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, στην εργογραφία για τη φυσική που εκδίδεται στις καπιταλιστικές χώρες, τόσο σε βιβλία όσο και σε επιστημονικά περιοδικά, αφθονούν παραδείγματα ηθελημένης και αθέλητης αξιοποίησης γεγονότων και θεωριών της νέας φυσικής, χημείας, αστρονομίας και άλλων επιστημών για την επεξεργασία πολυποίκιλων διαφοροποιήσεων του ιδεαλισμού ή και του απροκάλυπτου μυστικισμού. Οι ντροπαλοί οπαδοί του συγκεκαλυμμένου φυσικού ιδεαλισμού των αρχών του εικοστού αιώνα ήταν ασύγκριτα πολύ πιο μετριοπαθείς από κάποιους διαπρύσιους κήρυκες του ιδεαλισμού στην επιστήμη στο σημερινό καπιταλιστικό κόσμο.
Η σοβιετική φυσική, όπως και συνολικά η σοβιετική επιστήμη, έχει προ πολλού καταστεί μέρος και τμήμα της ζωής της σοβιετικής κοινωνίας. Οι δυνάμεις της αξιοποιούνται εξ ολοκλήρου προς όφελος της πατρίδας, για την ικανοποίηση των απαιτήσεων του μεγάλου σκοπού της κομμουνιστικής οικοδόμησης.
Οι σοβιετικοί φυσικοί έχουν τη φιλοσοφία του διαλεκτικού υλισμού ως οδηγό στη δουλειά τους. Αλλά δεν πρέπει να κλείνουμε τα μάτια μας μπροστά στο γεγονός ότι σε κάποιους από τους φυσικούς μας ακόμα παραμένουν απομεινάρια του ιδεαλισμού, που πηγάζουν κυρίως από την άκριτη αποδοχή του περιεχομένου των εκδόσεων για τη φυσική στις καπιταλιστικές χώρες.
Πρέπει λοιπόν να θέσουμε ως άμεσο καθήκον μας την καταπολέμηση αυτών των απομειναριών με τα μέσα της ανηλεούς κριτικής και αυτοκριτικής. Ασκούν μεγάλη και ολέθρια επιρροή στη σφαίρα της ιδεολογίας και στη λύση πρακτικών προβλημάτων. Οι φυσικοί πρέπει να δραστηριοποιηθούν πιο ενεργά και να αφιερώσουν πολύ μεγαλύτερη προσοχή απ’ όση μέχρι τώρα στα φιλοσοφικά ερωτήματα.
Είναι υποχρέωση των σοβιετικών φυσικών να κάνουν μέγιστη χρήση του διαλεκτικού υλισμού του Μαρξ, του Ένγκελς, του Λένιν και του Στάλιν, αυτού του πανίσχυρου όπλου, και στη σφαίρα της φυσικής.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

 1. Vekhi (Ορόσημα): Συλλογική έκδοση 7 αντιδραστικών άρθρων που εκδόθηκε στη Ρωσία το 1909. Τα άρθρα γράφτηκαν από ισάριθμους αντιπροσώπους της αντεπαναστατικής φιλελεύθερης μπουρζουαζίας (μεταξύ των οποίων και ο Π. Στρούβε). Κοινό χαρακτηριστικό των συγγραφέων των άρθρων ήταν ότι πριν την επανάσταση του 1905 υιοθετούσαν θέσεις που είχαν αναφορά στο Μαρξ και την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας, ενώ μετά την ήττα της επανάστασης υιοθέτησαν ανοιχτά το συντηρητισμό και το φιλελευθερισμό. Στο φιλοσοφικό πεδίο, οι 4 από τους 7 συγγραφείς ήταν νεο-καντιανοί. Τα «Vekhi» δόξαζαν ανοιχτά και υπερασπίζονταν την αντίδραση σε μια προσπάθεια να δυσφημίσουν το ρωσικό απελευθερωτικό κίνημα. Εξ ονόματος της αστικής τάξης, υμνούσαν τον τσαρισμό για την καταστολή της επανάστασης.
2. «Ιστορία του ΚΚΣΕ (μπ) - Σύντομος Κύκλος Μαθημάτων», Μόσχα 1952, σελ. 163-64.
3. Β. Ι. Λένιν: «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός», «Άπαντα», τ. 18, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, σελ. 270.
4. Ατομικοί αποκαλούνταν οι φυσικοί-φιλόσοφοι που υποστήριζαν τη θέση ότι η ύλη, ο κόσμος, συγκροτείται από αδιάσπαστα, στοιχειώδη «σωματίδια», στη βάση των οποίων προσπαθούσαν να εξηγήσουν τη λειτουργία της φύσης και του κόσμου. Η εισαγωγή της ατομικής θεωρίας στην αρχαιοελληνική φυσικο-φιλοσοφική σκέψη αποδίδεται στο Λεύκιππο και η ανάπτυξή της στο Δημόκριτο.
5. Ο όρος αναφέρεται στη μαθηματική περιγραφή του χώρου από την ευκλείδεια γεωμετρία, στην οποία δεν εξετάζεται η αλληλεπίδραση του χώρου με τα όσα βρίσκονται εντός αυτού, παρά μόνο οι γεωμετρικές σχέσεις. Σε αυτή τη βάση, η κλασική φυσική μελετά φαινόμενα και νόμους που αφορούν σώματα τα οποία έχουν «τοποθετηθεί» σε έναν κατά τα άλλα κενό χώρο.
6. Φρ. Ένγκελς: «Διαλεκτική της Φύσης», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2008, σελ. 135.
7. Εννοεί την περιγραφή της κίνησης των ουράνιων σωμάτων και την εξήγηση του γιατί κινούνται σε μεταξύ τους τροχιές, εξήγηση που δόθηκε με τη διατύπωση της βαρυτικής θεωρίας του Νεύτωνα.
8. Η έννοια της «δράσης από απόσταση» σημαίνει ότι δυο σώματα αλληλεπιδρούν ακαριαία, ανεξάρτητα από τη μεταξύ τους απόσταση. Αναπτύχθηκε στην προσπάθεια να εξηγηθεί ότι δε χρειάζεται να βρίσκονται σε επαφή για να αλληλεπιδράσουν. Όμως, η ειδική θεωρία της σχετικότητας, που θεμελιώνεται στη βάση του πεπερασμένου της ταχύτητας του φωτός, έρχεται σε σύγκρουση με τη θέση περί ακαριαίας αλληλεπίδρασης. Πλέον ξέρουμε ότι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των σωμάτων συντελούνται και εκδηλώνονται στα αντίστοιχα πεδία. Εξ ου και ο Βαβίλοφ χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο ζήτημα «ψευδοπρόβλημα», αφού προκύπτει ως πρόβλημα μόνο στα πλαίσια μιας –μεθοδολογικά και εννοιολογικά– ξεπερασμένης διάκρισης.
9. Στη νευτώνεια φυσική (ακόμα καλύτερα, στην κλασική μηχανική) ο χώρος και χρόνος θεωρούνται απόλυτοι, προϋπάρχοντες και ανεξάρτητοι απ’ ό,τι συμβαίνει εντός αυτών, ενώ και ό,τι συμβαίνει εντός αυτών δεν επηρεάζει το χώρο και το χρόνο. Σε αυτό ακριβώς έγκειται και η θεμελιωδώς διαφορετική θεώρηση της θεωρίας της σχετικότητας, αφού στη βάση αυτής ο ενιαία θεωρούμενος χωρόχρονος θεωρείται σε συνεχή αλληλεπίδραση και με αλληλοκαθορισμό από τα υλικά φαινόμενα που συντελούνται σε αυτόν. Τη σχετικιστική αυτή περιγραφή δεν μπορεί να υπηρετήσει η ευκλείδεια γεωμετρία, αλλά χρειάζεται η υιοθέτηση μιας μη ευκλείδειας περιγραφής.
10. Η διατύπωση μιας ενιαίας θεωρίας, δηλαδή μιας ενιαίας και συνεκτικής περιγραφής για όλων των ειδών τις αλληλεπιδράσεις, είναι από τα μεγάλα στοιχήματα της σύγχρονης φυσικής, που όμως δεν έχουν απαντηθεί ακόμα. Το συγκεκριμένο πρόβλημα τέμνεται με ένα ακόμα που έχει προκαλέσει μεγάλες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις μεταξύ των φυσικών από τις αρχές του 20ού αιώνα ως και τις μέρες μας. Το ζήτημα αυτό, το οποίο έχει και σημαντικές φιλοσοφικές προεκτάσεις, αφορά το ότι η θεωρία της σχετικότητας και η κβαντομηχανική είναι ασύμβατες σε ό,τι αφορά συγκεκριμένες προβλέψεις κι εφαρμογές τους, με αποτέλεσμα, παρότι είναι δυο άκρως επιτυχημένες επιστημονικές θεωρίες, να έχει εδώ και πολύ καιρό ανακύψει το ερώτημα αν η επιστήμη απαιτείται να υπερβεί κάποια εξ αυτών ή και τις δυο, κινούμενη στην κατεύθυνση μιας σύνθεσης/αναίρεσής τους (ή πτυχών τους), με την έννοια της διαλεκτικής άρνησης, ώστε να αποκτήσει μια ενιαία θεωρία που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που τίθενται από την ίδια την πραγματικότητα. Στο ζήτημα αυτό αναφέρεται και ο Βαβίλοφ στη συνέχεια του κειμένου.
11. Μόλις πρόσφατα υπήρξαν οι πρώτες παρατηρήσεις των βαρυτικών κυμάτων, της τελευταίας ανεπιβεβαίωτης θεωρητικής πρόβλεψης της γενικής θεωρίας της σχετικότητας. Φυσικά, η ισχύς της θεωρίας ήταν ήδη γνωστή και επιβεβαιωμένη και στην πράξη (π.χ. τα GPS λειτουργούν στη βάση αυτής). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι φιλοσοφικές αντιπαραθέσεις που προκάλεσε η διατύπωση της θεωρίας της σχετικότητας (ειδικής και γενικής) από τον Αϊνστάιν, είχαν αντίκτυπο και στη Σοβιετική Ένωση. Η αλλαγή στην κατανόηση του χώρου και του χρόνου που επέφερε η θεωρία της σχετικότητας, βρισκόταν σε σύγκρουση με μηχανιστικές και θετικιστικές αντιλήψεις.
12. Ι. Β. Στάλιν: «Ζητήματα Λενινισμού», εκδ. «Β. Καμπίτση», Αθήνα, σελ. 716-7.
13. Αυτό προκύπτει από την ειδική θεωρία της σχετικότητας και αναφέρεται σε ταχύτητες που προσεγγίζουν την ταχύτητα διάδοσης του φωτός στο κενό.
14. Κβαντικού χαρακτήρα θεωρούνται τα φαινόμενα που αφορούν διακριτές (δηλαδή όχι συνεχείς) ποσότητες. Τα διάφορα κβαντικά μεγέθη δεν μπορούν να πάρουν οποιαδήποτε τιμή, παρά μόνο πολλαπλάσια μιας συγκεκριμένης τιμής. Για παράδειγμα, θεμελιώδης αρχή της κβαντομηχανικής είναι ότι η ενέργεια μεταφέρεται σε διακριτές ποσότητες και οι τιμές που μπορεί να πάρει είναι πολλαπλάσια του κβάντου ενέργειας. Αυτό συνιστά σημαντική τομή σε σχέση με την κλασική φυσική, όπου τα μεγέθη θεωρούνται συνεχή.
15. Η θερμοδυναμική μέθοδος εξετάζει τα διάφορα συστήματα «αγνοώντας» την επίδραση των εσωτερικών μηχανισμών ή διαδικασιών που καθορίζουν τη συμπεριφορά του συστήματος. Με τη μέθοδο αυτή περιγράφεται μακροσκοπικά ένα σύστημα. Η στατιστική μέθοδος, σε αντίθεση με τη θερμοδυναμική, εξετάζει τη μικροσκοπική δομή του συστήματος. Οι δύο αυτές μέθοδοι στην πραγματικότητα λειτουργούν συμπληρωματικά και δεν έρχονται σε απόλυτη αντίθεση μεταξύ τους, αφού εστιάζουν σε διαφορετικά χαρακτηριστικά, εστιάζουν σε διαφορετικές αλληλεπιδράσεις και τελικά μόνο συμπληρωματικά μπορούν να δώσουν ολοκληρωμένη περιγραφή ενός συστήματος.
16. Β. Ι. Λένιν: «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός», «Άπαντα», τ. 18, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, σελ. 269.
17. Β. Ι. Λένιν: «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός», «Άπαντα», τ. 18, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, σελ. 327.
18. Ό.π., σελ. 279.
19. Β. Ι. Λένιν: «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός», «Άπαντα», τ. 18, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, σελ. 279-80.
20. Β. Ι. Λένιν: «Φιλοσοφικά Τετράδια», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, σελ. 131.
21. Ο Λένιν εδώ αναφέρεται στην τάση που εκδηλωνόταν από αρκετούς φυσικούς της εποχής εκείνης να κατανοούν κάθε έννοια που επεξεργάζονταν ωσάν να ήταν νόμος με καθολική ισχύ στη φύση. Αυτή η απολυτοποίηση των επεξεργασιών τους, που, όπως καταδεικνύει και ο Βαβίλοφ στο κείμενο, είναι έντονα φορτισμένη από τις φιλοσοφικές τους απόψεις ή και προκαταλήψεις, καταλήγει να χρησιμοποιείται ως υπέρτατη μεθοδολογική αρχή. (Σ.μ.: Ν. Β.=ωραία παρατήρηση).
22. Στο σημείο αυτό, ο Βαβίλοφ εννοεί ότι οι κλασικές σωματιδιακές και κυματικές περιγραφές δεν αρκούν πλέον για να μας δώσουν μια ολοκληρωμένη περιγραφή της συμπεριφοράς των πραγματικών υλικών συστημάτων. Η σύγχρονη φυσική κατανοεί την κυματική και σωματιδιακή συμπεριφορά σε υποατομικό επίπεδο ως αξεδιάλυτες και συμπληρωματικές, εξ ου και απαιτείται μια αναβάθμιση του εννοιολογικού μας οπλοστασίου, όπως το εννοεί και ο Βαβίλοφ, δεδομένου ότι οι κλασικές έννοιες, έστω κι αν εφαρμοστούν κατ’ αναλογία στη βάση των νέων ανακαλύψεων, μας δεσμεύουν τόσο εννοιολογικά, όσο και μεθοδολογικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που συνηγορεί προς τούτο από την ιστορία της φυσικής είναι η κατανόηση της φύσης του φωτός. Η «σύγκρουση» μεταξύ όσων συνηγορούσαν υπέρ της σωματιδιακής του (με την κλασική έννοια) φύσης, έχοντας διάφορα πειραματικά δεδομένα να υποστηρίζουν τη θέση τους, με όσους αντέκρουαν αυτές τις απόψεις, προβάλλοντας φαινόμενα τα οποία εξηγούνταν με την υιοθέτηση της άποψης περί κυματικής φύσης, είναι αρκετά παλιά και γνώρισε την πρόσκαιρη κορύφωσή της στη σχετική διαπάλη μεταξύ Νεύτωνα και Χούιχενς. Η ανάπτυξη της ηλεκτρομαγνητικής θεωρίας, καθώς και οι μελέτες του Αϊνστάιν για το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο, μετά την εισαγωγή από τον Πλανκ της έννοιας της κβάντωσης της ενέργειας, οδήγησαν στην ανάπτυξη της σύγχρονης κατανόησης για το ζήτημα.
23. Η κλασική θεωρία του ηλεκτρομαγνητισμού μάς έδειξε ότι ο ηλεκτρισμός και ο μαγνητισμός αποτελούν εκδηλώσεις του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου και σε αυτά τα πλαίσια εξηγεί και το φως. Ο Τζέιμς Κλερκ Μάξγουελ είναι από τους θεμελιωτές της κλασικής ηλεκτρομαγνητικής θεωρίας και διατύπωσε τις ομώνυμες εξισώσεις, βάσει των οποίων περιγράφεται το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο.