17 Νοε 2018

Κατάρρευση διαπραγματεύσεων για συμβάσεις και 12ωρο στην Αυστρία – Σε κινητοποιήσεις τα συνδικάτα

Αναβρασμός με προειδοποιητικές στάσεις εργασίας επικρατεί σε κλάδους εργαζομένων στην Αυστρία, ιδίως σε εκείνων των μεταλλουργών καθώς και του Συνδικάτου Δημοσιογραφίας, Τυπογραφίας και Χάρτου. Αιτία η διακοπή των διαπραγματεύσεων για τις συμβάσεις, που προκλήθηκε από την εργοδοτική αδιαλλαξία. Σύμφωνα με τον επικεφαλής του συνδικάτου μεταλλεργατών Ράινερ Βίμερ, η οργάνωση αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον διάλογο των «κοινωνικών εταίρων», καθώς οι εργοδότες υπαναχώρησαν σε σχέση με αρχικές τους δεσμεύσεις.
Ήδη μετά την αποχώρηση του συνδικάτου, οι εργοδότες αύξησαν την πρόταση αυξήσεων από 2,02% σε 2,7%, με τους εργαζόμενους να απαιτούν 5% και να βρίσκονται σε συσκέψεις για τα επόμενα βήματά τους.
Οι εργοδοτικές παλινωδίες πατούν πάνω στην επιδείνωση του εργατικού δικαίου στην Αυστρία, καθώς η συγκυβέρνηση δεξιάς και ακροδεξιάς από την 1η Σεπτέμβρη πέρασε το νόμο που επιτρέπει ως 12 ώρες εργασίας ημερησίως και 60 εβδομαδιαίως, με τα συνδικάτα να ζητούν αύξηση της υπερωριακής αποζημίωσης.
Ως χθες τουλάχιστον δεν υπήρχε κάποια καθορισμένη ημερομηνία συνάντησης εργοδοτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων, με τον Βίμερ να προειδοποιεί πως αν δεν υπάρξει νέα πρόταση από τους εργοδότες, τα πράγματα μετά τις 19 Νοέμβρη «θα σοβαρέψουν».
Το ζήτημα είναι ότι η μεγαλύτερη συνδικαλιστική οργάνωση της χώρας  ÖGB έχει διαβρωθεί από χρόνια συμμετοχής στους «κοινωνικούς διαλόγους» και έχει ελάχιστη αγωνιστική πείρα, ενώ η αυστριακή σοσιαλδημοκρατία, με την οποία οργανικά συνδέεται, δε δείχνει καμία ουσιαστική διάθεση για συμπαράσταση στις όποιες κινητοποιήσεις αποφασιστούν στη συνέχεια.
Με πληροφορίες από jungewelt.de

«Μα… αυτά τα λένε οι κομμουνισταί…»


Στις 15 του Νοέμβρη 1920 γεννήθηκε ο μεγάλος μας ηθοποιός και δάσκαλος του θεάτρου Βασίλης Διαμαντόπουλος.
Άλλο δρόμο φαίνεται ότι ξεκίνησε να βαδίζει – σπούδασε νομικά – μα η ζωή τα ’φερε να συναντηθεί με τον Κάρολο Κουν και να τον κερδίσει το θέατρο. Εκεί, στο Θέατρο Τέχνης του Κουν θα κάνει την πρώτη εμφάνισή του, το 1942, στην Αγριόπαπια του Ίψεν. Θα συνεργαστεί με το Θέατρο Τέχνης μέχρι το 1949 και στη συνέχεια με το Εθνικό,  ώσπου το 1958 θα ιδρύσει το δικό του «Νέο Θέατρο», που λειτούργησε ως και το 1966.
Στη δικτατορία καταφεύγει στο Παρίσι κι όταν επιστρέφει συνεργάζεται με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και αργότερα με τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο στο Θέατρο Σάτιρα. Με τον Μιχαλακόπουλο πρωταγωνιστούν στη θρυλική τηλεοπτική σειρά Εκείνος κι Εκείνος, σε κείμενα του Κώστα Μουρσελά. Το αξεπέραστο δίδυμο «Λουκάς» Β. Διαμαντόπουλος και Σόλων «Γ. Μιχαλακόπουλος», γίνεται γνωστό στο πανελλήνιο περνώντας στην μικρή οθόνη αλληγορικά αντιχουντικά μηνύματα.
Άνθρωπος μορφωμένος και καλλιεργημένος ο Β. Διαμαντόπουλος ξεχώρισε ανάμεσα στους ηθοποιούς της γενιάς του και για τη σεμνότητά του, αλλά και για τις ικανότητές του ως δάσκαλος και για την αγάπη που έτρεφε προς τους νέους, διδάσκοντας στις σχολές του Εθνικού και του Κουν και ιδρύοντας χρόνια μετά το δικό του «Θεατρικό Εργαστήρι» του και αργότερα την Ανωτέρα Δραματική Σχολή «Ίασμος».
Σπουδαίος ηθοποιός και πνεύμα ανήσυχο, δεν δίστασε να αναμετρηθεί με τους μεγάλους ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου, παίζοντας με την ίδια επιτυχία στον κινηματογράφο και σε τηλεοπτικές σειρές, παραμένοντας ως το τέλος της ζωής του δημιουργικός και «αξεδίψαστος». Σε προχωρημένη ηλικία θα πει: «Ακόμα και τώρα πιστεύω ότι είμαι λειψός, δηλαδή «χωράει κι άλλο»…, δε νομίζω ότι υπάρχει κανένα τέλος σ’ αυτό το «χωράει»… Αυτό που με κρατάει ζωντανό είναι ότι μου λείπουν πράγματα… δεν ξέρω πολλά πράγματα, δεν έχω γευτεί πολλά πράγματα. Γι’ αυτό λέω να ζήσω κι άλλο για να μπορέσω να τα γευτώ».
Για τον Βασίλη Διαμαντόπουλο τέχνη και ζωή ήταν άρρηκτα συνυφασμένες σ’ έναν ασταμάτητο αγώνα για το καλύτερο, για την πρόοδο. Πίστευε βαθιά ότι ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να είναι αποκομμένος από τα κοινά. Ο ίδιος είχε επιλέξει τον δικό του δρόμο: «Ήμουν, είμαι και θα είμαι κομμουνιστής. Κολακεύομαι να πιστεύω ότι το αξίζω να είμαι κομμουνιστής και γι’ αυτό θα αγωνιστώ, όσο μου το επιτρέπουν τα μέσα μου και οι ικανότητές μου, για την ουσιαστική αλλαγή και την ανατροπή του καπιταλισμού».
Και δίνοντας, άθελά του, μαθήματα αγωνιστικής αισιοδοξίας προς τους νεότερους έλεγε: «Τα χρόνια της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης ήταν που «έβαλαν τα θεμέλια της σταθερότητάς μου στο ΚΚΕ. Κι επιπλέον πιστεύω ότι ο κομμουνισμός είναι στέρεος. Κυκλοφορεί μέσα στο ανθρώπινο αίμα. Ο Μαρξ δεν εφεύρε έτσι μια φιλοσοφία, αλλά την άντλησε από την ανθρώπινη πραγματικότητα. Είναι όνειρο ανθρώπινο, όνειρο δικό μας, το να υπάρξει μια κοινωνία ελεύθερη και οι άνθρωποι να ζουν με ισότητα και δικαιοσύνη».
Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος έφυγε από τη ζωή στις 5 του Μάη 1999. Παραμένει αξέχαστος σε όσους είχαν την τύχη να τον δουν ζωντανά στο σανίδι. Έμειναν στην ιστορία οι σκηνές και οι εμβληματικές ατάκες του από το «Εκείνος κι Εκείνος» κι από τις ταινίες που πρωταγωνίστησε, όπως ο ρόλος του αυστηρού (μα κατά βάθος δίκαιου) γυμνασιάρχη στο «Μάθε παιδί μου γράμματα»:

Simon Clarke-Η πολιτική οικονομία και η αναγκαιότητα της κρίσης

Simon Clarke
Η πολιτική οικονομία και η αναγκαιότητα της κρίσης
Από το Η θεωρία της κρίσης στον Μαρξ, St Martin's Press, 1994
Μτφρ.: Lenin Reloaded


Κάθε φορά που υπάρχει φάση ανάπτυξης, οι απολογητές του καπιταλισμού ισχυρίζονται πως η τάση προς την κρίση που έχει ταλαιπωρήσει το καπιταλιστικό σύστημα από τις απαρχές του έχει επιτέλους ξεπεραστεί. Όταν η φάση ανάπτυξης ανακοπεί, οι οικονομολόγοι διαγκωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος θα προσφέρει μια αποσπασματική εξήγηση της κατάρρευσης. Η κρίση των αρχών του 90 ήταν το αποτέλεσμα του απρόσεχτου δανεισμού της δεκαετίας του 80. Η κρίση των αρχών του 80 ήταν το αποτέλεσμα υπερβολικών κρατικών δαπανών στα τέλη της δεκαετίας του 70.  Η κρίση των μέσων του 70 ήταν το αποτέλεσμα της πληθωριστικής χρηματοδότησης του πολέμου στο Βιετνάμ...η κρίση της δεκαετίας του 30 ήταν το αποτέλεσμα λανθασμένων τραπεζιτικών πολιτικών....κάθε κρίση έχει και άλλη αιτία, και όλες οι αιτίες καταλήγουν στην ανθρώπινη αποτυχία, ενώ καμία στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Κι όμως, οι κρίσεις επαναλαμβάνονται περιοδικά τα τελευταία διακόσια χρόνια.

Οι αστοί οικονομολόγοι πρέπει να αρνούνται ότι οι κρίσεις είναι ενδογενείς στην κοινωνική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής διότι ολόκληρη η οικονομική θεωρία βασίζεται στην υπόθεση ότι το καπιταλιστικό σύστημα αυτορυθμίζεται, και έτσι ότι το βασικό καθήκον του θεωρητικού οικονομολόγου είναι να ταυτοποιεί τις ελάχιστες συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να διατηρηθεί αυτή η αυτορύθμιση, έτσι ώστε κάθε κατάρρευση να ταυτοποιείται ως αποτέλεσμα εξαιρετικών αποκλίσεων από το φυσιολογικό.


Ακόμα και οι περισσότερο απολογητικοί οικονομολόγοι δεν μπορεί να μην παρατηρούν ότι υπάρχουν επαναλαμβανόμενες κρίσεις. Αλλά, ακολουθώντας τις παραδόσεις της κλασικής πολιτικής οικονομίας, οι οικονομολόγοι εξηγούν αυτές τις κρίσεις ως ενδεχομενικά φαινόμενα. Η βασική λειτουργία των δυνάμεων της προσφοράς και της ζήτησης εγγυάται ότι υπάρχει πάντοτε μια τάση προς την ισορροπία. Αυτό σημαίνει ότι οι κρίσεις μπορούν να έλθουν μόνο ως αποτέλεσμα εξωτερικών σοκ, τα οποία ανατρέπουν για λίγο την ισορροπία, ή εσωτερικών αναταραχών, οι οποίες παρεμποδίζουν ή ανατρέπουν τις διαδικασίες εξισορρόπησης της αγοράς.

Μέσα στα πλαίσια της γενικής θεωρίας της ισορροπίας, το κεφάλαιο κινείται ανάμεσα σε κλάδους παραγωγής, ανταποκρινόμενο στις μεταβολές του ποσοστού κέρδους οι οποίες προέρχονται από ανισορροπίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Αυτή η κίνηση του κεφαλαίου είναι το μέσο δια του οποίου ο ανταγωνισμός διατηρεί τις αναλογίες μεταξύ των διαφόρων κλάδων, έτσι ώστε οι ασυμμετρίες οι οποίες θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν την συσσώρευση να εξομαλύνονται μέσω της αρμονικής διάδρασης ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση. Κάθε κρίση μεταξύ αναλογιών, όπως αυτή των μέσων της δεκαετίας του 70, αποδίδεται κατόπιν στις ατέλειες της αγοράς, και εν προκειμένω στις μονοπωλιακές εξουσίες των πετρελαιοπαραγωγών.

Στα πλαίσια της νεοκλασικής θεωρίας, η γενική ισορροπία προσφοράς και ζήτησης συντηρείται από τη διάδραση μεταξύ του επιτοκίου και του ποσοστού κέρδους. Αν υπάρχει έλλειψη επενδύσεων, τότε θα πέσει η ζήτηση για κεφάλαια επενδύσεων, οδηγώντας σε πτώση του επιτοκίου, η οποία θα φέρει νέες επενδύσεις. Μια σταθερή νομισματική πολιτική θα εγγυηθεί ότι η ισορροπία συντηρείται. Στον κλασικό κόσμο του κανόνα του χρυσού, το έλειμμα στον ισολογισμό των διεθνών πληρωμών παρείχε την κατεξοχήν ένδειξη υπερθέρμανσης της οικονομίας, καθώς η εκροή αποθεμάτων χρυσού και συναλλάγματος πίεζε τις νομισματικές αρχές να σφίξουν την νομισματική πολιτική ώστε να διορθώσουν την ανισορροπία. Παρομοίως, η απαρχή της ύφεσης οδηγούσε σε μια εισροή προς τα αποθέματα η οποία επέτρεπε μια χαλαρότερη νομισματική πολιτική. Στον σύγχρονο κόσμο, οι ενδείξεις για τις πληθωριστικές και αποπληθωριστικές πιέσεις είναι πιο πολύπλοκες, αλλά η βασική αρχή παραμένει η ίδια. Μια κρίση υπερσυσσώρευσης, όπως αυτή που χτύπησε στα τέλη της δεκαετίας του 80, είναι έτσι το αποτέλεσμα χαλαρών νομισματικών πολιτικών οι οποίες προκάλεσαν πληθωριστικές και σπεκουλαδόρικες υπερεπενδύσεις. 

Παρά την μαθηματική τους εκλέπτυνση, οι εξηγήσεις για τις κρίσεις που δίνουν σήμερα οι οικονομολόγοι δεν διαφέρουν από αυτές που διατυπωνόντουσαν στις αρχές του 19ου αιώνα. Πάντα αναγνωριζόταν ότι ένα μεγάλο εξωτερικό σοκ, όπως ο πόλεμος ή η κακή σοδειά, μπορεί να επιφέρει μια παροδική διακοπή στις σχέσεις ανάμεσα στους κλάδους της παραγωγής, ή στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις μιας εθνικής οικονομίας. Αλλά οι αιτίες μιας τέτοιας κρίσης βρίσκονται εκτός του καπιταλιστικού συστήματος, και η υπόθεση ήταν ότι η σταθερότητα θα επανεγκαθίστατο μέσα από τις φυσιολογικές διαδικασίες της προσαργμογής της αγοράς. Όταν δεν αποδίδονταν σε τέτοια εξωγενή σοκ, η βασική αιτία της κρίσης ταυτοποιούνταν παραδοσιακά ω αποτέλεσμα παρέμβασης της κυβέρνησης στην ρύθμιση της οικονομίας. Πιο συγκεκριμένα, αν η κυβέρνηση προσπαθούσε να τονώσει την οικονομία τεχνητά τυπώνοντας χρήμα ώστε να χρηματοδοτήσει τις υπερβολικές της δαπάνες, τότε θα προήγαγε τις υπερβολικές επενδύσεις και θα οδηγούσε έτσι σε πληθωριστικού χαρακτήρα ανάπτυξη. Στο τέλος, η φάση ανάπτυξης θα κατέρρεε καθώς θα αποτύγχαναν οι επισφαλείς και σπεκουλαδόρικες επενδύσεις, απαιτώντας έτσι μια περίοδο ύφεσης ώστε να εκκαθαριστούν οι υπερβολές απ' τον οργανισμό του συστήματος. Η κυκλική εναλλαγή της ανάπτυξης και της ύφεσης [boom and bust] η οποία σημάδεψε την ιστορία του καπιταλισμού δεν ήταν λοιπόν εγγενής στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αλλά ήταν αποτέλεσμα της ανοησίας και της ανευθυνότητας των πολιτικών

Ο Κέινς αμφισβήγησε την σταθερότητα του κλασικού μακροοικονομικού μηχανισμού προσαρμογής αλλά από άλλες απόψεις το έργο του έμεινε μέσα στα πλαίσια της κλασικής αντίληψης. Η κεϊνσιανή θεωρία μπόρεσε να εξηγήσει την κυκλική εναλλαγή της ανάπτυξης και της ύφεσης, η οποία συνιστούσε αυτό που είναι γνωστό ως "κύκλος εμπορίου" ή "επιχειρηματικός κύκλος", αλλά να εξηγήσει μόνο το ότι ο κύκλος αυτός δεν ήταν με κανένα τρόπο εγγενής στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αλλά μπορούσε να τύχει θεραπείας από τις σωστές κυβερνητικές πολιτικές. Αυτό το οποίο υπονοούσε η κριτική του Κέινς ήταν πως η σταθεροποίηση απαιτούσε την ενεργότερη παρέμβαση μιας κυβέρνησης στην αναζήτηση αντικυκλικών οικονομικών και νομισματικών μέτρων ώστε να διατηρηθεί μια μακροοικονομική ισορροπία. Αλλά ο βασικός σκοπός της κριτικής του Κέινς ήταν η επανεπιβεβαίωση της αρμονίας του φιλελεύθερου καπιταλισμού μπροστά στην απειλή του κομμουνιστικού και του φασιστικού κορπορατισμούΓια τους κεϊνσιανούς, όπως και για τους κλασικούς οικονομολόγους, η τάση προς την κρίση δεν είναι εγγενής στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αλλά είναι αποτέλεσμα της ανεπάρκειας των θεσμικών ρυθμίσεων και των πολιτικών αποκρίσεων. Η τάση προς την κρίση μπορεί συνεπώς να ξεπεραστεί με τις σωστές θεσμικές και πολιτικές μεταρρυθμίσειςΜετά τον Κέινς, όπως και πριν απ' αυτόν, η επιμονή των κρίσεων αποτελεί μαρτυρία όχι στις ανεπάρκειες του καπιταλισμού, αλλά στην άγνοια και την ανευθυνότητα των πολιτικών.

Μετά από διακόσια χρόνια επανάληψης αυτών των ανοησιών θα περίμενε κανείς οι οικονομολόγοι να έχουν οσμιστεί ότι κάτι βρωμάει. Το είδος των εξηγήσεων που δίνουν στις κρίσεις οι οικονομολόγοι μοιάζει με το να αρνείται ένας επιστήμονας την επανάληψη των εποχών ως φυσικό φαινόμενο, αποδίδοντας την επιστροφή της άνοιξης κάθε χρόνο σε κάποια υπερφυσική δύναμη. Το θεωρητικό πρόβλημα δεν είναι η εξήγηση των συγκεκριμένων αιτιών αυτής ή εκείνης της κρίσης, όπως δεν είναι επιστημονικό ζήτημα να εξηγήσει ο επιστήμονας την ακριβή ημερομηνία κατά την οποία έρχεται η άνοιξη σε μια συγκεκριμένη χρονιά. Το επιστημονικό καθήκον είναι η εξήγηση της τακτικής επανάληψης των οικονομικών κρίσεων ως φυσιολογικού μέρους των αναπτυξιακών τάσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτό είναι το καθήκον που ανέλαβε ο μαρξισμός, προσπαθώντας να αποδείξει ότι οι κρίσεις δεν είναι απλώς επιφανειακές  στρεβλώσεις στην συσσώρευση κεφαλαίου, αλλά ότι η τάση προς την κρίση είναι εγγενής στην κοινωνική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής. 

Το διακριτικό χαρακτηριστικό των μαρξιστικών θεωριών της κρίσης είναι η έμφασή τους στην αναγκαιότητα της κρίσης ως θεμελιώδους και ανεξάλειπτου χαρακτηριστικού του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, το οποίο και ορίζει τα αντικειμενικά όρια του καπιταλισμού και την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ έδωσε την κλασική διατύπωση για τον ρόλο της μαρξιστικής θεωρίας της κρίσης απαντώντας στον Μπερνστάιν:
Από την οπτική του επιστημονικού σοσιαλισμού, η ιστορική αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης εκδηλώνεται περισσότερο από οπουδήποτε στην αυξανόμενη αναρχία του καπιταλισμού, η οποία οδηγεί το σύστημα σε αδιέξοδο. Αν όμως κάποιος δέχεται, όπως κάνει ο Μπερνστάιν, ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν κινείται στην κατεύθυνση της καταστροφής της, τότε ο σοσιαλισμός παύει να είναι αντικειμενικά αναγκαίος. 
Αν οι μεταρρυθμίσεις μπορούν να 
εξαλείψουν ή τουλάχιστον να απαλύνουν της ενδογενείς αντιφάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας.... η εξάλειψη των κρίσεων σημαίνει την κατάπνιξη του ανταγωνισμού ανάμεσα στην παραγωγή και την ανταλλαγή στην καπιταλιστική βάση. Η καλυτέρευση της κατάστασης της εργατικής τάξης....σημαίνει την απάλυνση του ανταγωνισμού ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία...Απομένει μονάχα ένα θεμέλιο του σοσιαλισμού -- η ταξική συνείδηση του προλεταριάτου...[η οποία] γίνεται τώρα απλό ιδεώδες, του οποίου η δύναμη πειθούς εξαρτάται μόνο από την τελειότητα που του αποδίδεται (Luxemburg, 1899/1908, σ. 58).
Η μαρξιστική θεωρία της αναγκαιότητας της κρίσης, της κρίσης ως απαραίτητης έκφρασης  της εγγενώς αντιφατικής μορφής της καπιταλιστικής παραγωγής, είναι αυτή που χαράζει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην "μεταρρύθμιση" και στην "επανάσταση", ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία, η οποία αναζητά θεσμικές μεταρρυθμίσεις μέσα σε ένα καπιταλιστικό πλαίσιο, και στον σοσιαλισμό, ο οποίος αναζητά ένα θεμελιακά διαφορετικό είδος κοινωνίας. Αν οι κρίσεις είναι καθαρά ενδεχομενικές, ή αν σηματοδοτούν απλώς τη μετάβαση από μία φάση, "καθεστώς" ή "κοινωνική δομή" της συσσώρευσης σε μια άλλη (Aglietta, 1979; Bowles, Gordon και Weisskopf, 1984), τότε δεν υπάρχει αντικειμενική αναγκαιότητα για τον σοσιαλισμό και το σοσιαλιστικό κίνημα δεν έχει κοινωνική βάση. Αν ένας μεταρρυθμισμένος καπιταλισμός μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες της εργατικής τάξης, τότε η ταξική πάλη χάνει το αντικειμενικό της θεμέλιο και ο σοσιαλισμός καταλήγει ηθικό ιδεώδες, το οποίο δεν έχει καμία ιδιαίτερη σχέση με τις ανάγκες και τις προσδοκίες της εργατικής τάξης, αλλά εκφράζει ένα επιμέρους σύνολο ηθικών αξιών που δεν έχει προνομιούχο ταξική βάση ούτε περισσότερη αξία από οποιεσδήποτε άλλες

Η θεωρία της κρίσης έχει κεντρικό ρόλο για την ιδεολογία του μαρξισμού και δεν μπορεί να κατανοηθεί έξω από τα ιδεολογικά του συμφραζόμενα. Αλλά δεν είναι καθόλου επαρκές το να υπερασπιστεί κανείς την μαρξιστική θεωρία της κρίσης σε ιδεολογική βάση. Ο μαρξιστικός ισχυρισμός ότι ο σοσιαλισμός τίθεται σε "επιστημονική βάση" εξαρτάται αναμφίβολα, κι αυτό το συνειδητοποίησε πάρα πολύ ξεκάθαρα η Λούξεμπουργκ, από το επιστημονικό στάτους της μαρξιστικής θεωρίας της κρίσης. Αν η μαρξιστική θεωρία δεν διεκδικεί ένα τέτοιο στάτους, γίνεται απλώς ιδεολογικό δεκανίκι για μια εκδοχή του ηθικού σοσιαλισμού. Έτσι, αν και δεν μπορούμε να αποσπάσουμε ποτέ την μαρξιστική θεωρία της κρίσης από τα ιδεολογικά και πολιτικά της συμφραζόμενα, είναι εξίσου σημαντικό η θεωρία αυτή να αξιολογηθεί σε καθαρά λογική βάση. Το βιβλίο αυτό αφορά αποκλειστικά την επιστημονική αξιολόγηση της θεωρίας της κρίσης στον Μαρξ, έχοντας όμως πλήρη επίγνωση της πολιτικής και ιδεολογικής σημασίας του θέματος. 


«Ενόχληση» ναζιστών




Από την πορεία στην αμερικάνικη πρεσβεία το 2017 
Από την πορεία στην αμερικάνικη πρεσβεία το 2017

Από το σκοτάδι βγήκε ο γερμανοντυμένος ναζιστής Παππάς Χρήστος. Ενοχλήθηκε από τη συμμετοχή στρατιωτών στο γιορτασμό του Πολυτεχνείου και κατέθεσε ερώτηση στη Βουλή.

Κάθε λαϊκή εκδήλωση που αναδεικνύει τον ρόλο των ΗΠΑ και ΝΑΤΟ και αποκαλύπτει τον ρόλο της χούντας, τους ερεθίζει. Ενεργοποιεί τα αντανακλαστικά των κάθε λογής φασιστών. Κάνουν κάθε τι για να καταργήσουν την ιστορική μνήμη και να συγκαλύψουν τον βρώμικο ρόλο των αμερικανοΝΑΤΟϊκών και της χούντας, την οποία εξυμνούν. Σαν γνήσιος γκαιμπελίσκος, αναφέρει στην ερώτησή του ότι δήθεν από την παρουσία των στρατιωτών στο γιορτασμό του Πολυτεχνείου, ξεσηκώθηκε «κοινωνική κατακραυγή και σάλος», εννοώντας το σινάφι του.

Για αυτά τα κοινωνικά αποβράσματα τους φασίστες, τους ναζιστές, οι στρατιώτες δεν πρέπει να έχουν δικαιώματα. Επιδιώκουν με κάθε τρόπο να ξεχάσουν τη συνδικαλιστική, πολιτική και ιδεολογική τους τοποθέτηση και δράση που είχαν αναπτύξει πριν τη στρατιωτική τους θητεία.

Σήμερα, 45 χρόνια μετά το Πολυτεχνείο, ο λαός μπορεί να κάνει πράξη τα ιδανικά και τις αξίες του, με δυνατό ΚΚΕ να τσακίσει το ναζι-φασισμό και το εκμεταλλευτικό σύστημα που τον γεννά.

Λ.Α

902gr 

“Δεν υπήρξαν νεκροί εντός Πολυτεχνείου” – Και οι φιλελέ των “Ελληνικών Hoaxes” στο χορό της ωραιοποίησης της σφαγής

Μπορεί να έχουμε συνηθίσει την αμφισβήτηση των νεκρών του Πολυτεχνείου από κάθε λογής ακροδεξιούς, φασίστες ή απλά «λαϊκοδεξιούς» νοσταλγούς της χούντας, φέτος όμως προστέθηκε στη χορεία όσων υποβαθμίζουν τη σημασία των νεκρών δια της πλαγίας και οι φιλελελεύθεροι από τη γνωστή σελίδα «Ellinika Hoaxes».
Έτσι λοιπόν σε άρθρο «Μύθοι και Αλήθειες για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου» ο συντάκτης κρίνει σκόπιμο να δώσει το στίγμα του κειμένου με το καλημέρα σας γράφοντας Κανένα από τα πορίσματα που έχουν εκδοθεί δεν στοιχειοθέτησε την ύπαρξη νεκρού εντός του Πολυτεχνείου.(υπογράμμιση του κειμένου) . Μάλιστα. Πρόκειται δηλαδή για την υιοθέτηση της λογικής κάθε χουνταίου που πολλοί είχαμε την ατυχία να ακούμε στα καφενεία από τα μικράτα μας, ότι το ζήτημα των θανάτων είναι χωροταξικό. Το αθώο τανκς απλά έριξε την πύλη, κάποιοι κακοί ελεύθεροι σκοπευτές –εδώ το σενάριο προσθέτει τις γνωστές θεωρίες περί πρακτόρων που ήθελαν να ρίξουν τον Παπαδόπουλο – ρίχναν αδέσποτες και κάναν τη ζημιά.
Προφανώς στα hoaxes μπορούν και καλύτερα από αυτό, οπότε προσεχτικά υιοθέτησαν μόνο τον πυρήνα του φιλοχουντικού αφηγήματος, τηρώντας αποστάσεις από το υπόλοιπο σκεπτικό. Εννοείται φυσικά πως όποιος είναι ήδη πεπεισμένος για τη θεωρία περί διαφοροποίησης νεκρών εντός κι εκτός Πολυτεχνείου δεν πρόκειται καν να διαβάσει να το υπόλοιπο, καθώς έχει ήδη ακούσει αυτό που θέλει : «Μα να, το γράφουν και τα hoaxes, που δεν τους λες και χουντικούς, νεκροί μέσα στο Πολυτεχνείο δεν υπήρξαν».
Ούτως ή άλλως και να το διάβαζαν βέβαια, η δομή του κειμένου είναι τέτοια, που ακόμα και η απεικόνιση των πραγματικών περιστατικών γύρω από την καταμέτρηση των νεκρών, (που ήταν φυσικά ένα δύσκολο έργο και είναι απόλυτα φυσιολογικό να μην μπορούσε να υπάρξει άμεσα μεγάλη ακρίβεια), γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να καταλήξει κανείς στο ότι μπροστά στις εκατοντάδες που ακούστηκαν τα πρώτα, οι 24 ταυτοποιημένοι και οι 16 άγνωστης ταυτότητας νεκροί  που εντοπίστηκαν με επιστημονική έρευνα του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών δεν ήταν και τόσοι πολλοί τελικά.
Πολύ χαρακτηριστική είναι και η κατακλείδα του κειμένου, με έντονα γράμματα στο πρωτότυπο: Εδώ θα θέλαμε να σημειώσουμε πως, το γεγονός ότι δεν υπήρξαν νεκροί εντός του Πολυτεχνείου, σε καμία περίπτωση δεν μειώνει τη σημασία της κινητοποίησης των φοιτητών αλλά και του απλού λαού που κατέβηκε στους δρόμους, στην προσπάθεια ανατροπής του φασιστικού καθεστώτος.
Τι επιλέγει να τονίσει ο συντάκτης; Ότι «δεν υπήρξαν νεκροί εντός του Πολυτεχνείου» κλείνοντας δηλαδή με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τον οποίο άνοιξε, για να εμπεδωθεί καλύτερα η βασική του θέση. Εν προκειμένω δεν μπαίνει καν στον κόπο να πει ότι «είναι ακριβώς το ίδιο το ότι οι νεκροί ήταν γύρω από το Πολυτεχνείο», γιατί προφανώς ούτε το πιστεύει, ούτε και θέλει να το μεταδώσει ως μήνυμα.
Με τη σειρά μας προτείνουμε στην ιστοσελίδα να ξαναγυρίσει στην υπεράσπιση των καρκινογόνων ουσιών της Monsanto και να αφήσει τους νεκρούς του Πολυτεχνείου στην ησυχία τους. Εκτός κι αν σε κάποιο από τα σεμινάρια της ΕΕ στα οποία προσκαλείται κατά διαστήματα περιλαμβάνεται και το ξέπλυμα στρατιωτικών δικτατοριών, κάτι που δε θα μας εξέπληττε με δεδομένη τη πολιτεία της Ένωσης έναντι φασιζόντων καθεστώτων όπως στις χώρες της Βαλτικής και την Ουκρανία.
Άντε και του χρόνου καλή αποδόμηση του θρύλου της Ηλένιας ευχόμαστε.

Χούντα: Το «οικονομικό θαύμα» ήταν όλεθρος

Το κείμενο που ακολουθεί είναι εργασία των Χαράλαμπου και Αθανάσιου Πουλάκη, η οποία παρουσιάστηκε στο συνέδριο Νέων Οικονομολόγων που πραγματοποιήθηκε στις 2-3 Δεκεμβρίου του 2017,της Εταιρίας Οικονομολόγων Θεσσαλονίκης με τίτλο: H Πολιτική Οικονομία 1967-1974. 
Ο «Ημεροδρόμος» τους ευχαριστεί για τη δυνατότητα δημοσίευσης της δουλειάς τους, η οποία δείχνει πως το «οικονομικό θαύμα της χούντας» ήταν όλεθρος για τον λαό. Όπως, δε, αναφέρουν και στα συμπεράσματα τους «η επταετία αναδεικνύει την δυνατότητα σύνθεσης του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού και του πολιτικού αυταρχισμού. Ενώ λοιπόν οι δαπάνες για κοινωνική πρόνοια περικόπτονταν, αυξάνονταν δραματικά τα έξοδα υπέρ του αστυνομικού κράτους. Στο πεδίο της φορολογικής πολιτικής διακρίναμε την «ταξική μεροληψία» των πραξικοπηματιών υπέρ της οικονομικής ελίτ».
***
Εισαγωγή : Η Οικονομική Φιλοσοφία της Δικτατορίας
Μελετώντας το «Πρόγραμμα Οικονομικής Αναπτύξεως της Ελλάδος, 1968-1972» πληροφορούμαστε για την οικονομική φιλοσοφία της Δικτατορίας[1]. Ο Γ.Γ. του Υπ. Συντονισμού και Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής Επεξεργασίας Προγράμματος Κ. Θάνος γράφει πως: «Το παρόν πρόγραμμα είναι κατ εξοχήν ενδεικτικόν δια τον ιδιωτικόν τομέα της οικονομίας. Τούτο είναι απολύτως δικαιολογημένον, καθόσον η αποτελεσματική λειτουργία των ελεύθερων οικονομικών θεσμών αποτελεί- τούτο άλλωστε προκύτπει και εκ της εμπειρίας του παρελθόντος- το καταλληλότερον μέσον προωθήσεως της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας…[2]». Στην συνέχεια συμπληρώνει χαρακτηριστικά: «ο αυστηρός και λεπτομερής σχεδιασμός των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων αντιβαίνει προς την γενικοτέραν φιλοσοφικήν τοποθέτησιν της Κυβερνήσεως όσον και προς το καλόν νοούμενον συμφέρον της Χώρας…. Είναι ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού…. Πράγματι το σύνολον σχεδόν των προβλεπόμενων μέτρων πολιτικής και θεσμικών μεταρυθμίσεων αποσκοπεί εις την απελέυθερωσην των δυνάμεων του υγειούς ανταγωνισμού και την ενίσχυσιν του ρυθμιστικού ρόλου των τιμών εις την κατανομή των οικονομικών πόρων».[3] Στο ίδιο πνεύμα ο Υπ. Συντονισμού Ν. Μακαρέζος αναφέρει πως το πρόγραμμα : «βασίζεται εις την ενίσχυσιν του ρόλου της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και την αποτελεσματικωτέραν λειτουργίαν των ελέυθερων οικονομικών θεσμών[4]». Μπορούμε συνεπώς να εξάγουμε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα.
Η Στρατιωτική Δικτατορία φαίνεται απόλυτα προσηλωμένη στις αρχές της ελεύθερης αγοράς και υποστηρίζει την αδέσμευτη από το κράτος ιδιωτική πρωτοβουλία. Το οικονομικό επιτελείο της Δικτατορίας, δεν βλέπει καμιά αντίφαση μεταξύ της οικονομικής και της πολιτικής του φιλοσοφίας. Οι αρχές της ελεύθερης αγοράς ταιριάζουν, στο «διανοητικό σύμπαν» των Πραξικοπηματιών, με το «αποφασίζομεν και διατάσωμεν» και την παντελή έλλειψη πολιτικού φιλελευθερισμού. Βασικό στοιχείο του προγράμματος, είναι ο «εκσυγχρονιστικός» του χαρακτήρας που επιδιώκει να «απελευθερώσει» τις δυνάμεις της αγοράς. Εντοπίζεται ουσιαστικά, μια προσπάθεια νεοφιλελεύθερων απορρυθμίσεων. Είναι έκδηλο, ότι η οικονομική φιλοσοφία της Δικτατορίας αντιτίθεται σε πολιτικές ρυθμιστικού κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία. Σε αυτό το σημείο να υπενθυμίσουμε ότι η Ένωση Κέντρου προσπάθησε να εφαρμόσει «αναδιανεμητικές» πολιτικές. Η Δικτατορία λοιπόν μετατόπισε εκ νέου την «ισορροπία» μεταξύ αγοράς και κράτους υπέρ της πρώτης[5].
Σε ότι αφορά την Βιομηχανία το πρόγραμμα θέτει ως στόχο την ταχεία εκβιομηχάνιση της χώρας[6]. Ακόμα αναφέρεται, πως «η Ελληνική Βιομηχανία αναπτύχθηκε λόγω της ισχυρής δασμολογικής προστασίας– η GATT ήταν αρκετά ευέλικτη ως προς την δυνατότητα επιβολής προστατευτικών πολιτικών[7] – και ότι θα πρέπει πλέον να σταθεί μόνη της στις συνθήκες του διεθνούς ανταγωνισμού, υλοποιώντας τους όρους Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ»[8][9]. Από αυτό το σημείο αντιλαμβανόμαστε ότι η Δικτατορία δεν είχε καμιά πρόθεση να συγκρουστεί οικειοθελώς με την ΕΟΚ.  Σε ότι αφορά το κράτος ο βασικός του ρόλος εντοπίζεται στο ότι πρέπει με όλες του τις δυνάμεις να προσπαθήσει να «ενισχυθούν παντοιοτρόπως οι δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς[10][11]». Στο ίδιο πνεύμα είναι και οι αναφορές του Προγράμματος για τον ρόλο του ξένου κεφαλαίου που θεωρείται απαραίτητος αρωγός της οικονομικής ανάπτυξης[12]. Ο πολιτικός δρών που μπορεί να φέρει εις πέρας αυτόν τον «εκσυγχρονισμό», για τους «Συνταγματάρχες», είναι μόνον ο Στρατός[13]. Έτσι το μερίδιο του Κράτους στην οικονομία έτεινε να μειωθεί[14]. Το Κράτος περιοριζόταν σε λειτουργίες όπως η τάξη, η ιδεολογία, η άμυνα κλπ[15].
Η πολιτική της Επταετίας για ορισμένους αναλυτές έχει χαρακτηριστεί ακόμα και πρωτονεοφιλελευθερη[16]. Τούτου δοθέντος στην Ελλάδα εφαρμόστηκε νεοφιλελεύθερη πολιτική, πριν ακόμα από την Χιλή του Δικτάτορα Pinochet (1973). Όμως παρά τις εξαγγελίες για ορθολογισμό των δημόσιων δαπανών αυτές εκτινάχθηκαν στα ύψη, ιδιαίτερα για τις ανάγκες της «εσωτερικής ασφάλειας»[17], ενώ και ο δημόσιος δανεισμός ξεπέρασε κάθε προδικτατορικό όριο[18]. Παράλληλα η «κοινωνία των πολιτών» ασφυκτιούσε υπό την «επίβλεψη» του καθεστώτος και οργανώσεις όπως τα συνδικάτα ουσιαστικά απαγορεύονταν[19]. Καταλήγοντας πρέπει να τονίσουμε την συμβατότητα μεταξύ νεοφιλελεύθερης οικονομικής φιλοσοφίας και παντελούς έλλειψης δημοκρατικών θεσμών.
Η ανοδική φάση του μεγάλου οικονομικού κύκλου και τα τελευταία προδικτατορικά έτη.
Είναι γνωστό πως η δεκαετία του’60 είναι ο πυρήνας της «χρυσής εποχής» του δυτικού καπιταλισμού. Με τις συμφωνίες του Bretton Woods να έχουν διαμορφώσει το μακροοικονομικό περιβάλλον και τις ιδέες του J.M. Keynes να κυριαρχούν ο δυτικός καπιταλιστικός κόσμος γνωρίζει πρωτόγνωρη ανάπτυξη, με μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης 4,8% την περίοδο 1960-1972, για το σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ[20]. Ειδικά η ετήσια μεγέθυνση της Δ. Ευρώπης[21] και των ΗΠΑ ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή ενώ και ο όγκος συναλλαγών του διεθνούς εμπορίου γνώριζε μέση ετήσια αύξηση  περίπου κατά 7%[22] .Η ανάπτυξη αυτή συνοδευόταν από χαμηλά ποσοστά ανεργίας και άνοδο του βιοτικού επιπέδου[23]. Ακόμα την περίοδο της Δικτατορίας η αραβοϊσραηλινή διαμάχη εκτίναξε τα ναύλα στα ύψη προς όφελος του ελληνικού εφοπλισμού. Η μόνη ίσως «αστάθεια» την εποχή του πραξικοπήματος ήταν, η υποτίμηση της βρετανικής στερλίνας[24].
Η Ελληνική οικονομία από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και κατά την διάρκεια της, γνώρισε και αυτή υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης τόσο στις επενδύσεις όσο και στην παραγωγή[25]. Την περίοδο 1963-1975 το ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε περίπου κατά 250% και ο μέσος ετήσιος ρυθμός της βιομηχανικής παραγωγής ξεπέρασε το 9%[26] με το εισόδημα της βιομηχανίας μαζί με τις κατασκευές να αυξάνεται κατά 350%. Την ίδια περίοδο το εισόδημα από τον αγροτικό τομέα αυξήθηκε μόλις κατά 50%. Είναι εμφανές λοιπόν ότι ο βιομηχανικός τομέας αρχίζει να διαδραματίζει όλο και πιο σημαντικό ρόλο.
Η Ελλάδα κατείχε την πρώτη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, για την περίοδο 1965-1973, στον ρυθμό παραγωγικότητα της εργασίας με μέση ετήσια μεταβολή 8,40%[27]. Ωστόσο είναι γεγονός πως οι μισθοί και τα ημερομίσθια παρέμεναν σε χαμηλά επίπεδα[28]. Επιπλέον αύξηση της παραγωγικότητας και του ΑΕΠ δεν συνοδευόταν με αξιοσημείωτη αύξηση της απασχόλησης[29], εφόσον η τελευταία αυξήθηκε κατά 0,7%-0,8%[30],  και επιπλέον το τμήμα προϊόντος που ιδιοποιούταν η εργασία παρέμενε σε χαμηλά επίπεδα[31]. Αυτό είναι ένα δομικό χαρακτηριστικό του λεγόμενου «ελληνικού οικονομικού θαύματος». Το 1964 ο ρυθμός μεγέθυνσης ήταν 9,4% (Διάγραμμα 2), παρά  την χαμηλή παραγωγή ελαιολάδου, ένα από τα βασικότερα εξαγωγικά προϊόντα της Ελληνικής οικονομίας[32]. Αυτή οφειλόταν σε αύξηση του βιομηχανικού προϊόντος κατά 10,6%, αλλά και στην αύξηση της γεωργικής παραγωγής . Το 1965 και το 1966 παρά την Κυβερνητική αστάθεια και την έλλειψη νομιμοποίησης- των Κυβερνήσεων των αποστατών – η μεγέθυνση άγγιξε κατά μέσο όρο το  8,65%.
Η οικονομική κατάσταση μετά το Πραξικόπημα
Η οικονομική ανάπτυξη ήταν ζήτημα ζωτικής σημασίας για το Στρατιωτικό Καθεστώς καθώς μέσω αυτής θα μπορούσε να αντλήσει το απαραίτητο «πολιτικό κεφάλαιο» προκειμένου να πετύχει την νομιμοποίηση του, από ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας ή να εξασφαλίσει απλώς την ανοχή τους. Αναμφίβολα όμως, η δικτατορία βασίστηκε στην νομισματική σταθεροποίηση και την οικονομική ανάπτυξη που είχε ξεκινήσει είδη από την δεκαετία του 1950 [33]
Ο ισχυρισμός των Συνταγματαρχών ότι παρενέβησαν στην πολιτική ζωή για να σώσουν την Ελληνική Οικονομία από την ύφεση είναι αβάσιμος[34]. Απεναντίας τα δυο πρώτα χρόνια του δικτατορικού καθεστώτος η μεγέθυνση του ΑΕΠ υστερούσε της προδικτατορικής περιόδου [35]. Ο μέσος όρος μεγέθυνσης της διετίας 1967-1968[36] ανήλθε (Διάγραμμα 2) στο 6,45%[37]. Για να αντιστρέψουν την κατάσταση, οι Συνταγματάρχες επέτρεψαν τον άφρονα δανεισμό της τουριστικής, της οικοδομικής και της ναυτιλιακής δραστηριότητας και φυσικά των ευνοούμενων του καθεστώτος[38].  Παρόλα αυτά την διετία 1968 -1969 η ανεργία (Διάγραμμα 1) σημείωσε ποσοστό ρεκόρ (5,4% κατά μέσο όρο), (4,4% το 1967) αλλά από το 1970 και μετά ακολουθεί φθίνουσα πορεία.
Η ανάκαμψη της τριετίας 1969-1971 – μέσος ρυθμός μεγέθυνσης 9,4% -(Διάγραμμα 2) βασίστηκε στην αναθέρμανση της βιομηχανικής παραγωγής[40]. Η «δανειακή» οικονομική πολιτική όμως έφερε την οικονομία σε αδιέξοδο που εκφράστηκε με την «επανάσταση των τιμών» το 1973 την οποία επέτειναν κερδοσκοπικές πρακτικές. Ως εκ τούτου το 1974 λόγω των οικονομικών προβλημάτων και της κατακόρυφης πτώσης των επενδύσεων (-25,6%)[41] , το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 6,4%. (Διάγραμμα 2).

Δικτατορία και Ευρώπη
Η προδικτατορική ελληνική πολιτική προσανατολιζόταν σταθερά στην ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και στην υλοποίηση της Συμφωνίας Σύνδεσης Ελλάδας-Κοινότητας. Η σύνδεση προέβλεπε σταδιακή και μεθοδική ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή[43]. Με την έλευση της Δικτατορίας όμως οι σχέσεις της Ελλάδας με την ΕΟΚ βίωσαν μια «ελεγχόμενη κρίση» ενώ, με τις ΗΠΑ οι  σχέσεις αναθερμάνθηκαν ιδιαίτερα[44].
Όσον αφορά την Συμφωνία η Δικτατορία εφήρμοσε τις υποχρεώσεις της, που αφορούσαν το σκέλος της τελωνιακής ένωσης [45]. Ωστόσο η οικονομική βοήθεια από πλευράς ΕΟΚ είχε παγώσει[46]. Αυτή η επιλεκτική εφαρμογή ευνοούσε την Κοινότητα που έβλεπε τους Ελληνικούς δασμούς να αίρονται κατά την διάρκεια της Δικτατορίας. Εν συνεχεία υπό την πίεση των Σκανδιναβικών Κυβερνήσεων η Ελλάδα αποχώρησε από το Συμβούλιο της Ευρώπης (όργανο που δεν συνδέεται άμεσα με την ΕΟΚ) προκειμένου να προλάβει την καταδίκη της για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[47].
Υπό αυτές τις συνθήκες η Δικτατορία – που ωστόσο είχε άριστες σχέσεις με τις ΗΠΑ – στρέφεται προς τις χώρες του τρίτου κόσμου, ακόμα και σε χώρες του λεγόμενου σοσιαλιστικού στρατοπέδου[48] προκειμένου να εξασφαλίσει επενδύσεις και εμπορικές συναλλαγές[49]
Δημοσιονομική Πολιτική και Δικτατορία
Οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν κατακόρυφα μετά το 1967 και ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο[50]. Τα έξοδα της κυβέρνησης συνέβαλαν μεν σε μια σημαντική αύξηση στην γενική ρευστότητα αλλά ενέτειναν τις πληθωριστικές πιέσεις[51].
Στον τομέα των δαπανών για την κοινωνική μέριμνα το μερίδιο αυτών για την εκπαίδευση – στο σύνολο των κυβερνητικών δαπανών για αγαθά και υπηρεσίες-  έπεσε από το 16,3%, το 1966 σε 14,6%, το 1973[52]. Η Ελλάδα εξακολουθούσε να έχει το χαμηλότερο ποσοστό δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη σε σχέση με όλες τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες[53]. Ακολούθως οι δαπάνες για την Δημόσια Υγεία και τις κοινωνικές υπηρεσίες μειώθηκαν. Από 11,6%  των εξόδων, το 1966, έφτασαν στο 10%, το 1973[54]. Στον αναπτυξιακό τομέα το μερίδιο των επιδοτήσεων στις συνολικές δαπάνες έπεσε από 6,6% το 1966, σε 4,1%, το 1973[55].
Για να καλυφτούν τα δημόσια έξοδα οι φόροι ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν από δύο έως και τρείς μονάδες[56]. Η φορολογική μεταρρύθμιση του 1968 μετέφερε το φορολογικό βάρος κυρίως στους εργαζόμενους, καθώς μεγάλες επιχειρήσεις και εύποροι ιδιώτες «απαλλάσσονταν»[57]. Χαρακτηριστικά το 1971 οι φοροαπαλλαγές που «απήλαυσαν» 464 μεγάλες επιχειρήσεις ήταν κατά τρείς φορές υψηλότερες από τους φόρους που είχαν καταβάλει[58]. Η πολιτική του καθεστώτος φαίνεται και στην σύνθεση των φόρων καθώς μεταξύ άλλων, η Δικτατορία επέλεξε την αύξηση κυρίως των έμμεσων φόρων, οι οποίοι έπλητταν κυρίως την εργατική τάξη και τα μεσαία στρώματα[59]. Επιπροσθέτως το σύνολο των κατηγοριών των φορολογικών εισφορών, εκτός αυτών από ημερομίσθια και μισθούς, ακολούθησαν φθίνουσα πορεία από το 1966, κάτι το οποίο σχετίζεται με την εύνοια του καθεστώτος προς την κοινωνικοοικονομική ελίτ[60]. Ειδικότερα παρότι το σύνολο των φόρων, ως ποσοστό, του ΑΕΠ αυξήθηκε από 27,4% το 1966, σε 29,2% το 1972, οι φόροι κληρονομιάς μειώθηκαν, όπως και οι φόροι των μεγάλων επιχειρήσεων που «έπεσαν» κατά 10,9% την περίοδο 1972-73[61]. Το Στρατιωτικό Καθεστώς εισέπραττε το 36%  των εσόδων του μέσω άμεσων φόρων από τα νοικοκυριά και το 55% αυτών, μέσω έμμεσων[62]. Ανιχνεύουμε λοιπόν στην φορολογική πολιτική των Συνταγματαρχών στοιχεία της συνταγής των trickledown economics πολλά χρόνια πριν την οικονομική πολιτική του Reagan (Reaganomics).
Το μεγαλύτερο μέρος όμως των δαπανών του δημοσίου χρησιμοποιήθηκε υπέρ των διαφόρων «σωμάτων ασφαλείας»[63]και στην ανορθολογική επέκταση του δημοσίου[64]. Οι δαπάνες για την Εθνική Άμυνα μειώθηκαν αλλά υπερδιογκώθηκαν τα έξοδα για την «εσωτερική ασφάλεια»[65]. Το τελευταίο είναι ένα χαρακτηριστικό όλων των αυταρχικών καθεστώτων που κάνουν χρήση του αστυνομικού κράτους. Η καταστολή είναι ένας τρόπος επιβίωσης της εξουσίας σε πλαίσια χαμηλής κοινωνικής νομιμοποίησης. Αυτό το φαινόμενο «εκρηκτικής αύξησης» των δημοσίων δαπανών για την «ασφάλεια» θα το ονομάζαμε «δημοσιονομική επίπτωση του αστυνομικού κράτους».
Ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή λοιπόν η αύξηση του δημοσίου χρέους προκειμένου να χρηματοδοτηθεί ο προϋπολογισμός. Αυτή η διαχείριση είχε ως αποτέλεσμα το μερίδιο των τόκων του δημοσίου χρέους στα κυβερνητικά έξοδα να αυξηθεί από 3,0% το 1966, σε 4,8% το 1973.[66] Το 1971 ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη ενός δανείου, ύψους 60 εκατομμυρίων δολαρίων, από ένα σύνολο Τραπεζών[67] υπό την ηγεσία της First National City Bank[68]. Επιπλέον, τον Ιανουάριο του 1972 έκλεισαν οι διαπραγματεύσεις για νέο δάνειο 30 εκατ. Δολαρίων προς την Τράπεζα της Ελλάδος από μια σειρά Αμερικανικών και Αγγλικών Τραπεζών ενώ τον Απρίλιο συνομολογήθηκε και νέο δάνειο, ύψους 70 εκατ. δολαρίων, με τις τράπεζες Goldman Sachs ,International Corporation, κλπ[69]. Ακολούθως το Μάιο του 1972, το Ελληνικό Δημόσιο έλαβε ακόμα ένα δάνειο, ύψους 25 εκατ. δολαρίων., από τη (FNCB)[70] της Νέας Υόρκης ενώ τον Οκτώβρη του ίδιου έτους η Τράπεζα της Ελλάδος έλαβε δάνειο 70 εκατ. δολάρια. από κοινοπραξία τραπεζών με επικεφαλής την Crocker National Bank San Francisco California.[71]  Τέλος, τον Ιούλιο του 1973 η Τράπεζα της Ελλάδας έλαβε ακόμα ένα δάνειο, με τη μορφή αναλήψεων έως το ποσό των 200 εκατ. δολαρίων από κοινοπραξία ξένων τραπεζών υπό την ηγεσία της First Boston (Europe) Limited, London[72].
Έτσι το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από τις 38,7 δισεκατομμύρια δραχμές που ήταν τον Δεκέμβρη του 1967 στα 87,5 δις δραχμές τον Γενάρη του 1973 (Διάγραμμα 3). Η πληρωμή των τοκοχρεολυσίων αφορούσε ένα ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο των δημοσίων δαπανών[73]. Συνεπώς, κατά την περίοδο της δικτατορίας, σε απόλυτα μεγέθη το Δημόσιο Χρέος αυξήθηκε κατά 194,86% (Διάγραμμα 3). Παρατηρούμαι όμως ότι η Δικτατορία ακολούθησε σε γενικές γραμμές – έστω δανειζόμενη μεγαλύτερα ποσά- την «ελληνική» δανειακή πολιτική της μεταπολεμικής περιόδου (Διάγραμμα 3.1). Θα πρέπει να επισημάνουμε όμως ότι από το 1971 που ξεκινά ουσιαστικά ο  επιτακτικός δανεισμός του καθεστώτος από τις διεθνείς αγορές, η παγκόσμια οικονομία εισέρχεται σε μια νέα φάση. Προπολεμικά οι πολύ υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης μπορούσαν να καταστήσουν βιώσιμο τέτοιο δανεισμό. Με την κατάρρευση του Bretton Woods, τις πετρελαϊκές κρίσεις, την κρίση στασιμοπληθωρισμού και την «στάσιμη ανάπτυξη» των επερχόμενων δεκαετιών στην Ελλάδα δεν θα ξαναεμφανιστούν τέτοιοι ρυθμοί μεγέθυνσης. Ως εκ τούτου μακροπρόθεσμα η δανειακή πολιτική του Καθεστώτος – όσον αφορά την επιτάχυνση μεγέθυνσης του δημοσίου χρέους – δεν θα ήταν βιώσιμη ακόμα και με τα πιο ελαστικά κριτήρια. Και στην «βραχεία διάρκεια» όμως το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν μεγαλύτερο από ότι στην προδικτατορική περίοδο (Διάγραμμα 3) . Έτσι το 1974 άγγιζε το 22% του Ελληνικού ΑΕΠ (Διάγραμμα 3).


Η Νομισματική Πολιτική του Στρατιωτικού Καθεστώτος
Κατά την προδικτατορική περίοδο η νομισματική βάση της ελληνικής οικονομίας ήταν σε μεγάλο βαθμό υγιής[76]. Παρότι το ΑΕΠ αυξάνονταν με μέσο ετήσιο ποσοστό της τάξης του 8,68% την περίοδο 1961-1966 (Διάγραμμα 2), η ετήσια αύξηση των τιμών ήταν μόλις 3%[77]. Με την Δικτατορία τα πράγματα αλλάζουν. Αρχικά η ρευστότητα, μετρίσιμη από τον λόγο της παροχής χρήματος προς το σύνολο του ΑΕΠ, αυξήθηκε από 51% το 1966, σε 76% το 1972[78]. Θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι αυτή η ρευστότητα «κατευθύνονταν» σε τομείς όπως ο τουρισμός, η ναυτιλία και οι οικοδομικές δραστηριότητες[79].
Τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας παρατηρείται λοιπόν αύξηση του πραγματικού μισθού (Διάγραμμα 7) χωρίς ταυτόχρονη πληθωριστική έκρηξη [80]. Το 1967 και το 1968 οι τιμές παρέμειναν σχεδόν σταθερές με αύξηση 1% ετησίως[81]. Την κατάσταση επιδείνωσε όμως η νομισματική πολιτική του καθεστώτος καθώς άρχισε να χρηματοδοτεί χωρίς προαπαιτούμενα κάθε επιχειρηματική δράση[82]. Έτσι ο λόγος της αύξησης της νομισματικής κυκλοφορίας εκτινάχθηκε από το 7,1% που ήταν το 1969 σε 28,5% το 1973 και ο αντίστοιχος της προσφοράς χρήματος (κυκλοφορούν χρήμα + καταθέσεις) διαμορφώθηκε από 8,2%, το 1969 σε 22,7%, το 1973[83]. Είναι χαρακτηριστικό πως τα δυο αυτά μεγέθη υπερέβησαν την αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων για το 1973 που ήταν  της τάξης του 8,7% και 9,7% αντίστοιχα[84]. Έτσι οι ιδιωτικές καταθέσεις μειώθηκαν από 34,2 δισεκατομμύρια δραχμές το 1972, σε 19,6 δισεκατομμύρια δραχμές το 1973, προξενώντας μειώσεις των επενδύσεων [85]. Αυτή η τάση μείωσης της αποταμίευσης μας καταδεικνύει απώλεια εμπιστοσύνης στην δραχμή.
Την περίοδο 1973-1974 τα θεσμικά βάθρα του Στρατιωτικού Καθεστώτος φάνηκαν τελείως ανίκανα να διαχειριστούν την κατάσταση. Η συνολική ζήτηση προ πολλού είχε αρχίσει να αυξάνεται με ρυθμούς μεγαλύτερους της συνολικής προσφοράς. Έτσι αυξήθηκε ο βαθμός χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας και εντάθηκαν οι πληθωριστικές πιέσεις οι οποίες αρχικά συγκαλύφθηκαν λόγω της παρέμβασης του κράτους.[86] Συνεπώς σε συνδυασμό με την ατελέσφορη νομισματική διαχείριση των Συνταγματαρχών,  επήλθαν πολύ υψηλά επίπεδα πληθωρισμού (Διάγραμμα 4). Η Ελλάδα με το χαμηλότερο ποσοστό πληθωρισμού (2,2%) μεταξύ όλων τον χωρών του ΟΟΣΑ το 1961-71,  κατέληξε η χώρα με το μεγαλύτερο επίπεδο πληθωρισμού για το 1973[87].
Από το 1971 η δικτατορία προσπάθησε να ακολουθήσει μια πολιτική ελέγχου των τιμών προκειμένου να συγκρατήσει τον πληθωρισμό[88] .Όμως ο δείκτης τιμών καταναλωτή από 2,5%, το 1968, έφτασε το 6,6% το 1972[89]. Έτσι το 1972 το καθεστώς πήρε αυστηρά περιορίστηκα μέτρα νομισματικής και πιστωτικής φύσης τα οποία όμως, επειδή δεν εντάσσονταν σε ένα πλήρες σχέδιο αποδείχθηκαν ανεπαρκή[90]. Έτσι ο πληθωρισμός και το επίπεδο τιμών ήταν μεγαλύτερο στην Ελλάδα – έως και υπερδιπλάσιο το 1974- από το σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ (Διάγραμμα 4) και υποχώρησε μόνο κατά την μεταπολίτευση. 

To 1973 λοιπόν – σε συνδυασμό με την πετρελαϊκή κρίση και την κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods – ο δείκτης τιμών καταναλωτή σκαρφάλωσε στο 15,5%, (Διάγραμμα 4) ενώ παρουσίασε αύξηση της τάξης του 37,8% από τον Απρίλιο του 1973 μέχρι τον Απρίλιο του 1974[92]. Οι ανατιμήσεις αφορούσαν κυρίως είδη πρώτης ανάγκης, με ότι αυτό συνεπάγεται για τα μεσαία και κατώτερα εισοδήματα [93]. Ως εκ τούτου το 1973 το ποσοστό του πληθωρισμού είχε επιφέρει μειώσεις των πραγματικών μισθών κατά 4% (Διάγραμμα 7 )[94]. Η Δικτατορία προσπάθησε να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό με την εφαρμογή περιοριστικής πολιτικής αλλά και με αστυνομικά-διοικητικά μέτρα. [95] Παρόλα αυτά στις αρχές του 1974 ο δείκτες τιμών καταναλωτή ανήλθε στο 40% [96].
 Ποιες ήταν όμως οι βαθύτερες αιτίες αυτής της κατάστασης ; Ο V. Kafiris, διαφωνεί κάθετα με τον ισχυρισμό του Στρατιωτικού Καθεστώτος ότι ο πληθωρισμός ήταν ουσιαστικά εισαγόμενος[97]. Βασίζει το επιχείρημα του στο γεγονός ότι το αποτέλεσμα των τιμών των εισαγόμενων προϊόντων στον δείκτη χονδρικών πωλήσεων των τελικών προϊόντων ήταν μόλις 0,4%[98]. Εσωτερικά αίτια διακρίνει και ο Σάκης Καράγιωργας, καθώς θεωρεί πως βασική αιτία της κρίσης ήταν η προηγηθείσα αλόγιστη επεκτατική πολιτική[99]. Αυτή η πολιτική, για τον Καράγιωργα,  δεν συνδέθηκε με μια μακρόπνοη αναπτυξιακή στρατηγική – κυρίως από την πλευρά της προσφοράς- και είχε ως αποτέλεσμα την συσσώρευση υπερβάλλουσας ζήτησης[100]. Ο πληθωρισμός λοιπόν ήταν αναπόφευκτος ακόμα και χωρίς την επίδραση του εξωτερικού παράγοντα.
Το Ισοζύγιο Πληρωμών στην Επταετία
Από το 1968 το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο αυξάνεται με ταχύς ρυθμούς (Διάγραμμα 5). Χαρακτηριστικό της περιόδου είναι οι διογκούμενες εισαγωγές αγροτικών προϊόντων[101]. –οι οποίες αυξήθηκαν δραματικά κατά την επταετία- , πιθανώς ως απότοκος της αγροτικής της πολιτικής. Το 70% των εισαγωγών αφορούσε καταναλωτικά προϊόντα και κυρίως τρόφιμα. ‘Άλλη μια αδυναμία του ελληνικού εμπορίου, ήταν η παντελής έλλειψη σχεδίου για την ανάπτυξη του κλάδου των μηχανοκατασκευών[102]. Η Ελλάδα συνέχιζε να εξαρτάτε πλήρως από το εξωτερικό για τις ανάγκες της σε μηχανολογικό εξοπλισμό[103]. Έτσι το 1973 το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου παρουσιάζεται σχεδόν τετραπλάσιο από το αντίστοιχο του 1968 (Διάγραμμα 5). Ειδικότερα το 1971 το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου αυξάνεται σχεδόν κατά 21% σε σχέση με το 1970.  Αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό, ανάγκασε την Δικτατορία να αναγνωρίσει για πρώτη φορά δημόσια την αποτυχία της οικονομικής της πολιτικής και να εγκαινιάσει τα «νέα οικονομικά μέτρα»[104].  Ακολούθως το 1973, λόγω και της πετρελαϊκής κρίσης, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών διπλασιάστηκε (Διάγραμμα 5).  Η ελλειμματικότητα του εμπορικού ισοζυγίου αντισταθμιζόταν (αλλά όχι επαρκώς) από το πλεόνασμα ισοζυγίου άδηλων συναλλαγών που ωστόσο μειώθηκε από 77% το 1972 σε 58% το 1973[105]. Έτσι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών οχταπλασιάστηκε μεταξύ του 1967 και 1972 (Διάγραμμα 8)[106]. Τούτο δοθέντος, το «βασικό ισοζύγιο» μετατράπηκε από πλεονασματικό (κατά μέσο όρο της τάξεως των 14,6 εκατομμυρίων δολαρίων) το 1960-66, σε ελλειμματικό (κατά μέσο όρο της τάξεως των 117,0 εκατομμυρίων) το 1967-73[107].

Κατανομή του Εθνικού Εισοδήματος κατά Περιοχές και Κοινωνικές Τάξεις
 Η Δικτατορία δεν αντιμετώπισε την ανισόμετρη ανάπτυξη μεταξύ των γεωγραφικών διαμερισμάτων της Ελλάδας. Στην περιοχή της Αττικής συνέχισε να παράγεται περίπου το 55% του ακαθάριστου βιομηχανικού προϊόντος ενώ το υπόλοιπο παραγόταν κατά κύριο λόγω σε ορισμένα βιομηχανικά κέντρα όπως η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα, και ο Βόλος[109]. Η υπόλοιπή Ελλάδα λοιπόν και ιδιαίτερα η ύπαιθρος παρέμενε καθυστερημένη. Αυτή η εικόνα εξηγεί το φαινόμενο της αστικοποίησης. Τη διαφορά που υπάρχει στα κατά κεφαλήν εισοδήματα κατά περιφέρεια, μας δίνουν τα στοιχεία της Επιτροπής της ΕΟΚ για το 1972[110] (Διάγραμμα 6)[111].

Επίσης σημαντική διαφορά υπήρξε στην αύξηση των κερδών από την μια πλευρά και των μισθών και ημερομισθίων από την άλλη. Ενώ την προδικτατορική περίοδο 1961-1966 ο πραγματικός μισθός αυξήθηκε κατά 7,07%, την περίοδο 1967-1964 αυξήθηκε μόλις κατά 5,25%[112] (Διάγραμμα 7 ) . Ακόμα σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΥΕ τα κέρδη των βιομηχανικών, εμπορικών και λοιπών επιχειρήσεων την περίοδο 1967-1971 αυξήθηκαν περίπου 250%, ενώ τα ημερομίσθια κατά 40%[113]. Παράλληλα το 1973 – σε μια περίοδο έντονων πληθωριστικών πιέσεων – οι πωλήσεις αυξηθήκαν σε σχέση με το 1970 κατά 109% αλλά, τα καθαρά κέρδη αυξήθηκαν κατά 143,5%[114].  Ο Σάκης Καράγιωργας μας καταδεικνύει ότι τα κέρδη των Βιομηχάνων αυξήθηκαν την περίοδο 1967-1974 κατά 80% ενώ οι μισθοί στον αντίστοιχο κλάδο 46%[115]. Έτσι πολλοί Έλληνες επέλεγαν να εγκαταλείψουν την χώρα. Το 1968 μεταναστεύουν περίπου 51.000 άτομα, το 1969, 91.500 και το 1971, 62.000[116]. Αυτοί οι μετανάστες θα «στηρίξουν» το ελληνικό ισοζύγιο πληρωμών. Σύμφωνα με στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος τα εμβάσματα θα αυξηθούν από 239 εκ. δολάρια το 1968 σε 673 εκ. δολάρια το 1974[117].

Αγροτικός & Βιομηχανικός Τομέας, Ναυτιλία και Επενδύσεις στην Επταετία
Η Δικτατορία προσπάθησε να επιτύχει ανάπτυξη με υποφορολόγηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων, με προγράμματα δημοσίων επενδύσεων αλλά και μέσω της περεταίρω ενθάρρυνσης της οικοδομικής δραστηριότητας[119]. Βασικό εργαλείο για την αύξηση των επενδύσεων υπήρξε ο ΑΝ 147/1967. Αυτός καθιέρωσε σειρά πιστωτικών προνομίων και φορολογικών απαλλαγών όπως η επιδότηση επενδυτικών βιομηχανικών δανείων, με στόχο  την μαζική προσέλευση ξένων επενδύσεων και κεφαλαίων [120][121]. Όλα αυτά συνδυάστηκαν με απαγόρευση των απεργιακών κινητοποιήσεων. Όμως παρά τις διευκολύνσεις στο μεγάλο κεφάλαιο, το 1967 οι επενδύσεις εμφάνισαν μείωση κατά 4,7%[122]. Ως αντιστάθμισμα την διετία 1967-1968 παρατηρείται μια σχετική αύξηση της συμμετοχής του δημοσίου σύνολο των επενδύσεων[123].
Έτσι το 1968 οι ιδιωτικές επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 16,7% με την οικοδομή να είναι η ατμομηχανή της μεγέθυνσης[124]. Από το 1968 στο 1969, οι πιστώσεις στον οικοδομικό τομέα αυξήθηκαν κατά 64% και 44%, στον τουρισμό 39% και 33%[125], ενώ συνολικά στον ιδιωτικού τομέα 12% και 21,5% αντίστοιχα[126]. Αυτή η «στρεβλή» χρησιμοποίηση των πόρων της χώρας είχε όμως και μια θετική δευτερογενή επίπτωση. Η Βιομηχανία βρήκε πρόσφορο έδαφος προκειμένου να παράγει, καθώς οι οικοδομές χρειάζονταν τσιμέντα, οικοδομικά υλικά κλπ[127]. Όμως το «πληθωριστικό έτος» 1974 η κατασκευαστική δραστηριότητα υποχώρησε κατά 30% θίγοντας τρομερά εργαζόμενους (Διάγραμμα 4) αλλά και κατασκευαστές[128]. Πρέπει να τονίσουμε πως οι παραγωγικές επενδύσεις δεν σημείωσαν πρόοδο με  συνέπεια να ανακοπεί η διαδικασία εκβιομηχάνισης της χώρας, η οποία είχε αρχίσει από το 1961[129]. Μάλιστα το σύνολο των επενδύσεων έπεσε από το 46% της περιόδου 1964-1966, σε 39% την χρονική περίοδο 1970-1972[130]. Οι ιδιωτικές επενδύσεις στην βιομηχανία επιβραδύνθηκαν αισθητά σε αντίθεση με αυτές στον τομέα του τουρισμού[131].
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της Δικτατορίας είναι πως σε ολόκληρη την διάρκεια της οι βιομηχανικές επενδύσεις βασίστηκαν εξ ολοκλήρου στις τραπεζικές πιστώσεις. Το μερίδιο των πιστώσεων στο σύνολο των βιομηχανικών επενδύσεων άγγιξε το 1967 το 90%, το 1968 το 70%, το 1969 το 81%, το 1970 το 87% και το 1971 το 90%[132]. Οι βραχυπρόθεσμες πιστώσεις αφορούσαν ακόμα και επενδύσεις παγίου κεφαλαίου[133]. Παρόλα αυτά δεν είχαμε το φαινόμενο μετοχικών συμμετοχών Τραπεζών σε μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις. Ο δανεισμός όμως, δεν γινόταν χωρίς πολιτικές σκοπιμότητες. Περίπου το 25% της νέας πιστωτικής επέκτασης το 1972 ήρθε από χρήμα που «κόπηκε» στην Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδας και παραχωρήθηκε επιλεκτικά σε πιστούς φίλους του καθεστώτος, εμπόρους και δημόσιες εταιρίες[134]. Αποτέλεσμα της δανειακής οικονομίας ήταν η δημιουργία ενός αριθμού – μη βιώσιμων μακροπρόθεσμα – μικρών βιομηχανικών μονάδων πλήρως εξαρτημένων από τον «γενναίο» δανεισμό και την δασμολογική προστασία[135]. Ακόμα – και αυτό είναι ιδιαίτερα αρνητικό – παρά τις πιστώσεις η παραγωγή μέσων παραγωγής ήταν από καθυστερημένη έως ανύπαρκτη[136]. Το ποσοστό ανάπτυξης των ιδιωτικών επενδύσεων παγίου κεφαλαίου μειώθηκε σταδιακά από 57% το 1964-66 σε 32% το 1967-1969 και σε 39% το 1970-72[137]. Έτσι οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στην βιομηχανία έδειξαν μείωση από 12% το 1964-66, σε 10% το 1970-72[138]. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέψουμε την δυναμική που είδη είχε αναδειχτεί από την δεκαετία του 1950, δηλαδή την αύξηση των βιομηχανικών εξαγωγικών επιχειρήσεων[139]. Παρόλα αυτά κάποιες σημαντικές βιομηχανίες παρήγαγαν ελάχιστα ή παρέμειναν ακόμα και στάσιμες[140].
Έτσι λοιπόν κατά την περίοδο της Επταετίας παρά τα «κίνητρα και τις διευκολύνσεις» που παρείχε το καθεστώς είχαμε μόνο τρία μεγάλα επενδυτικά έργα[141], τα διυλιστήρια των Βαρδινογιάννη και Λάτση και τα Ναυπηγεία Ελευσίνας ιδιοκτησίας Ανδρεάδη[142]. Όμως, η πτώση των ναύλων το 1971 απέτρεψε άλλους εφοπλιστές από το να επενδύσουν σε ναυπηγεία[143]. Οι υπόλοιπες επενδύσεις αφορούσαν κυρίως επεκτάσεις βιομηχανιών που είδη υπήρχαν. Αυτές οι νέες μονάδες λειτουργούσαν με υψηλό κόστος παραγωγής στο οποίο πρέπει να συνυπολογίσουμε και την επιβάρυνση των τόκων λόγω του «αφειδούς» δανεισμού[144]. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που αρκετές εξ αυτών χαρακτηρίστηκαν ως «προβληματικές» και κρατικοποιήθηκαν την δεκαετία του 1980[145]. Ακόμα πρέπει να συνυπολογίσουμε πως, τα μείζονος σημασίας έργα είχαν αρχίσει, πραγματοποιηθεί ή αποφασισθεί πριν από την Δικτατορία[146]. Όλα σε ένα επενδυτικό περιβάλλον όπου με την θέσπιση 300 συγκεκριμένων μέτρων (πχ 89/1967 και 378/1968) δόθηκε πλήρης ελευθερία κινήσεων στο εγχώριο και ξένο κεφάλαιο[147].
Σε αυτό το σημείο, ας δούμε τα κοινά χαρακτηριστικά του «γραφειοκρατικού αυταρχισμού[148] – συμμαχία μεταξύ των οικονομικών και κρατικών/στρατιωτικών ελίτ με στόχο την εγκαθίδρυση αυταρχικών καθεστώτων – που παρατηρήθηκαν σε χώρες τις Λατινικής Αμερικής την δεκαετία του ΄70 όπως εμφανίστηκαν και στην Ελλάδα. Και στην τελευταία, η ανάπτυξη τομέων όπως των μεταφορών, της χημικής βιομηχανίας, της μεταλλουργίας, των ηλεκτρικών υποδομών είχε περιοριστεί στα χέρια λίγων επιχειρηματιών οι οποίοι ανήκαν σε εγχώρια ή ξένα μονοπώλια φιλικά προσκείμενα προς το καθεστώς, όπως οι Pappas, Ωνάσης, και Νιάρχος[149]. Η καθεστωτική υποστήριξη προς τις επιχειρήσεις τους εκφράστηκε με την ελευθερία εξαγωγής προϊόντων και κερδών, με την δυνατότητα απόκτησης φθηνού συναλλάγματος, με φορολογικά προνόμια, με την δυνατότητα εισαγωγής μηχανημάτων άνευ δασμών και την «παραχώρηση» φθηνού εργατικού δυναμικού[150].
Στον αγροτικό τομέα την περίοδο της Επταετίας, παρά την δραστική αντιμετώπιση των αγροτικών χρεών[151], η οικονομία γνώρισε αποδιοργάνωση στην παραγωγή παραδοσιακών προϊόντων όπως η σταφίδα, οι ελιές τα μήλα κλπ[152]. Αυτή ήταν μια ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη, καθώς παρά την μεταπολεμική αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, στον αγροτικό τομέα απασχολούταν το 44% του εργαζόμενου πληθυσμού[153]. Στο επίπεδο των προθέσεων η  Δικτατορία έθεσε ως στόχο την αύξηση του αγροτικού προϊόντος κατά 5,2% για την επόμενη πενταετία ωστόσο αυτό γνώρισε μεγέθυνση μόνο κατά 1,8% κατά την περίοδο 1967-1974, ρυθμός που σαφώς υπολείπεται του 4,2% της περιόδου 1963-1966[154]. Παράλληλα η αγροτική πολιτική που επιλέχθηκε, προέβλεπε περικοπές των επιδοτήσεων και δραστικούς έλεγχους στις τιμές των αγροτικών προϊόντων[155]. Ως αποτέλεσμα το κατά κεφαλήν αγροτικό εισόδημα συμπιέσθηκε[156]. Έτσι συρρικνώθηκαν οι επενδύσεις στον ιδιωτικό αλλά και δημόσιο τομέα της αγροτικής οικονομίας.[157]          
Ως προς την Ναυτιλία, η Δικτατορία βρέθηκε σε μια ιδιαιτέρως ευνοϊκή συγκυρία. Την περίοδο 1967-1974 τα ναύλα παρουσίασαν τις υψηλότερες τιμές σε όλη την μεταπολεμική περίοδο[158]. Ο Αραβοϊσραηλινός πόλεμος, έκλεισε το Σουέζ, αποδιοργάνωσε τις θαλάσσιες οδούς προς Μέση και Άπω Ανατολή και αύξησε την ζήτηση για χωρητικότητα[159]. Ως εκ τούτου οι τιμές των ναύλων εκτινάχθηκαν στα ύψη. Έτσι δεκαπέντε μόλις μέρες μετά το πραξικόπημα η Κυβέρνηση ήρθε σε επαφή με τους εφοπλιστές και μετά από έντεκα μήνες ο Γ. Παπαδόπουλος επισκέφθηκε την Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών (ΕΕΕ) και δήλωσε πως η ελληνική κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να της προσφέρει κάθε υλική βοήθεια[160]. Τον Μάρτιο του 1972 σε δείπνο της ΕΕΕ προς τιμήν της Κυβέρνησης ο Σ. Ανδρεάδης ανακοίνωσε στον Γ. Παπαδόπουλο πως η ΕΕΕ τον ανακήρυξε επίτιμο Πρόεδρο[161].
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι η Δικτατορία συνεργάστηκε στενά με τους εφοπλιστές στους οποίους έδωσε όμως ελευθερία κινήσεων. Βασικός στόχος των Συνταγματαρχών ήταν ο «επαναπατρισμός» της ελληνικής ναυτιλίας δηλαδή η ένταξη τους στο ελληνικό νηολόγιο μέσω μιας πολιτικής φοροαπαλλαγών και η σύνδεση των ναυτιλιακών επιχειρήσεων με την ελληνική οικονομία μέσω χερσαίων επενδύσεων[162]. Για αυτό το λόγο το νομικό πλαίσιο άλλαξε άρδην. Πριν το 1968 η φορολογία στα πλοία βασίζονταν στα μεικτά κέρδη των ναύλων τους[163]. Ωστόσο με τον ΑΝ 465/1968 και τις μετέπειτα τροποποιήσεις του (ΝΔ 509/1970, ΒΔ 800/1970) η φορολογία υπολογιζόταν με βάση το καθαρό τονάζ σε συνδυασμό με την ηλικία τους[164]. Όπως αντιλαμβανόμαστε λοιπόν αυτή η μέθοδος υπολογισμού των φόρων δεν συμπεριλαμβάνει στον υπολογισμό της των όγκο των επιχειρήσεων των πλοίων (Διάγραμμα 8) . Έτσι η Ελληνική Σημαία κατέστη ιδιαίτερα συμφέρουσα επιλογή για κάθε έλληνα πλοιοκτήτη. Έτσι οι φόροι στην Ναυτιλία μειώθηκαν στο ελάχιστο από 3,6 εκατομμύρια δολάρια το 1968 σε 980.000 δολάρια το 1971 και 1,4 εκατομμύρια δολάρια το 1974 (Διάγραμμα 8). Η μείωση των συνολικών φορολογικών εσόδων του Ελληνικού Κράτους από την Ναυτιλιακή δραστηριότητα έγινε σε μια περίοδο (1968-1974) που τα κέρδη των ελλήνων εφοπλιστών εξαπλασιάστηκαν[165]. Ενδεικτικά το 1967-1974 οι έλληνες εφοπλιστές πλήρωσαν κατά μέσο όρο 2,7 δις δραχμές, ενώ την μεταπολιτευτική διετία 1975-1976 34,89 δις (Διάγραμμα 8) .
Με τον Νόμο 551/1970 έγινε μια ανεπιτυχής προσπάθεια για την δημιουργία «ναυτιλιακής» ασφαλιστικής αγοράς[166]. Ο Νόμος 378/68 επέκτεινε τα προνόμια που δίνονταν σε νεοεισερχόμενες στην ελληνική αγορά ξένες εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις και στις είδη υπάρχουσες ναυτιλιακές επιχειρήσεις ελλήνων ή αλλοδαπών[167]. Οι εφοπλιστές απολάμβαναν το προνόμιο της εξαίρεσης «από οποιονδήποτε φόρο εισοδήματος, ή άλλου είδος φόρο, δασμούς συνεισφορές ή κρατήσεις…»[168]. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που μια σειρά από ξένες ναυτιλιακές εταιρίες που βρίσκονταν στο εξωτερικό, εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά[169].  
Μέχρι το 1960 δεν υπήρχε κάποιος ειδικευμένος θεσμός επιφορτισμένος με την δανειοδότηση της ναυτιλίας. Οι εμπορικές τράπεζες χορηγούσαν δάνεια τα όποια όμως κάλυπταν μόνο το 1,5%-3% των οικονομικών και εγγυητικών απαιτήσεων των εφοπλιστών[170]. Κατά την διάρκεια της Επταετίας οι συνολικές πιστώσεις προς την ναυτιλία εξαπλασιάστηκαν καθώς κρατικοί πιστωτικοί οργανισμοί και κυρίως η ΕΤΒΑ εξουσιοδοτήθηκαν από την Κυβέρνηση να χορηγήσουν πιστωτικές διευκολύνσεις σε πλοία που κατασκευάζονταν στην Ελλάδα[171]. Η ελληνική ναυσιπλοΐα αναπτύσσονταν και στην προδικτατορική περίοδο με αποτέλεσμα είδη από το 1970 οι έλληνες εφοπλιστές να είναι οι ιδιοκτήτες του μεγαλύτερου εμπορικού στόλου στον κόσμο κατέχοντας το 13,6% του παγκόσμιου τονάζ[172]. Ωστόσο η οικονομική πρόοδος της «ελληνικής» ναυτιλίας δεν συνεπάγεται και γενικότερη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αν αναλογιστούμε την πρακτική των «σημαιών ευκαιρίας». Ενδεικτικό είναι ότι μεταξύ των ετών 1967-74 μόνο το 11% των συνολικών ναυτιλιακών κερδών εισέρευσε στην Ελλάδα[173].Οι κύριες Ναυτιλιακές δραστηριότητες όπως χρηματοδότηση, η ναύλωση, η ασφάλιση και οι επισκευές των πλοίων γίνονταν στο εξωτερικό.


Αντί Επιλόγου
Συμπερασματικά το Στρατιωτικό Καθεστώς απέτυχε να κινητοποιήσει το παραγωγικό δυναμικό της χώρας. Αναπτύχθηκαν δηλαδή αντιπαραγωγικοί και ελάχιστα παραγωγικοί κλάδοι[175]. Το μόνο επίτευγμα της δικτατορίας ήταν η συγκυριακή άνθιση του εφοπλισμού εις βάρος όμως του δημοσίου συμφέροντος. Η συμμετοχή του βιομηχανικού τομέα στην σύνθεση του ΑΕΠ παρέμεινε σε πολύ χαμηλά στάδια, ειδικά συγκρινόμενη με άλλες ανεπτυγμένες χώρες[176]. Μετά την εμφάνιση του πληθωρισμού η άνευ κριτηρίων πιστώσεις της οικοδομικής, τουριστικής και εμπορικής δραστηριότητας σταμάτησαν[177]. Συνεπώς το 1975, σύμφωνα με στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, οι παραγωγικοί τομείς – πρωτογενής και δευτερογενής τομέας– κάλυπταν το 47,3% του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος[178].
Καταλήγοντας, πρέπει να τονίσουμε τα εξής. Η επταετία αναδεικνύει την δυνατότητα σύνθεσης του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού και του πολιτικού αυταρχισμού. Ενώ λοιπόν οι δαπάνες για κοινωνική πρόνοια περικόπτονταν, αυξάνονταν δραματικά τα έξοδα υπέρ του αστυνομικού κράτους. Στο πεδίο της φορολογικής πολιτικής διακρίναμε την «ταξική μεροληψία» των Πραξικοπηματιών υπέρ της οικονομικής ελίτ. Οι υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης κυρίως των ετών 1969-1972 δεν ήταν τόσο απότοκος της οικονομικής πολιτικής της Επταετίας όσο λογική συνέπεια της οικονομικής ανάπτυξης που γνώριζε η Ελλάδα όπως και ολόκληρος ο Δ. Κόσμος από την δεκαετία του 1950. Αντίθετα η Δικτατορία, ακολουθώντας ανερμάτιστη νομισματική και πιστωτική πολιτική κατέστησε την ελληνική οικονομία αυτή με τον μεγαλύτερο πληθωρισμό μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ για το 1973. Ακόμα το 1974 η ελληνική οικονομία γνώρισε ύφεση της τάξης του 6,4%[179]. Μεταξύ άλλων είναι γεγονός πως ο δημόσιος δανεισμός υπερέβη κατά τρείς φορές σχεδόν το σύνολο των δανείων που είχε λάβει το ελληνικό κράτος από την ίδρυση του μέχρι το 1967, ωστόσο δεν υπερέβαινε το 1/4 του ΑΕΠ. Βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου είναι ότι το «βασικό ισοζύγιο» από πλεονασματικό το 1960-66, μετατράπηκε σε ελλειμματικό  το 1967-73. Τελικά οι ίδιοι οι νόμοι της αγοράς, που επικαλούνταν οι δικτάτορες, ήταν αυτοί που εξέθεσαν ανεπανόρθωτα την οικονομική τους πολιτική.
***
[1] Αυτό καταρτίστηκε αμέσως μετά την επιβολή της
[2] Πάνος Καζάκος , Ανάμεσα σε Κράτος και Αγορά, Εκδόσεις Παττάκη Αθήνα 2007,σελ. 280
[3] Ηλίας Νικολόπουλος, Οικονομία και Πολιτική της περίοδο της Δικτατορίας 1967-1974, στο  Οικονομία και Πολιτική στην Σύγχρονη Ελλάδα  (επ. Θ. Σακελλαρόπουλος)  τ. Α, Εκδόσεις Διόνικος, Αθήνα 2004 σελ. 259
[4] Στο ίδιο σελ. 259
[5] Πάνος Καζάκος , ο.π. ,σελ. 268
[6] Ηλίας Νικολόπουλος: ο.π. σελ. 260
[7] Dani Rodrick, Tο Παράδοξο της Παγκοσμιοποίησης, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 2012 σελ.125
[8] Ηλίας Νικολόπουλος,  ο.π σελ. 260
[9] Νεότερες μελέτες έδειξαν ότι ακόμα και το 1981 παρά την μείωση των δασμών λόγω της επερχόμενης ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ η ελληνική παραγωγή «προστατεύονταν» σημαντικά.
[10] Πάνος Καζάκος , ο.π. σελ. 281
[11] Ηλίας Νικολόπουλος, ο.π. σελ. 260
[12] Στο ίδιος σελ. 261
[13] Πάνος Καζάκος , ο.π. σελ. 274
[14]Στο ίδιο ,σελ. 278
[15]Στο ίδιο ,σελ. 279
[16] Ηλίας Νικολόπουλος, ο.π.  σελ. 264-265
[17] Ευάγγελος Χεκίμογλου: Οικονομία 1963-1964, στο Ιστορία των Ελλήνων τ. 17  (Συλλογικό), Εκδόσεις Δομή, Αθήνα 2006 σελ. 566
[18] Στο ίδιο  σελ. 566-567
[19] Πάνος Καζάκος , ο.π., σελ. 269
[20] OECD “ National Accounts, 1960-1992”, Vol. I. Paris,1994
[21] S. Bernetsein & P.Milza, Ιστορία της Ευρώπης, 1914-Σήμερα, Διάσπαση και Ανοικοδόμηση, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997 σ. 195
[22] Dani Rodrick, ο.π. σελ.120
[23] Skidelsky, Robert. Keynes: The Return of the Master. Allen Lane 2009, Σελ. 116, 126.
[24] Η οποία όμως έγινε σύμφωνα με τους κανόνες του Β.W., δηλαδή δεν ήταν ανταγωνιστική και επιζήμια για τις άλλες οικονομίες.
[25]Κ. Βαιτσιος, Τ. Γιαννίτσης: Η Μεταπολεμική Οικονομική Μεγέθυνση, στο  Οικονομία και Πολιτική στην Σύγχρονη Ελλάδα  (επ. Θ. Σακελλαρόπουλος)  τ. Α, Εκδόσεις Διόνικος, Αθήνα 2004 σελ. 59.
[26] Το 1966, το τελευταίο προδικτατορικό έτος , ο ρυθμός βιομηχανικής παραγωγής έφτασε το 14,6%
[27] OECD, Productivity in Industry Prospect and Policies (Paris, 1986)
[28] Vasilis Kafiris, The Greek Economy Under Dictatorship (1967-1974), στο Journal of the Hellenic Diaspora Vol. 2, No 3, July 1975 σελ.  37-43
[29] Κ. Βαιτσιος, Τ. Γιαννίτσης: , ο.π.  σελ. 60
[30] Γιάννη Σαμαρά, Κράτος και Κεφάλαιο στην Ελλάδα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1986 σελ.239
[31] Η. Ιωακείμογλου, Γ. Μιλιός Το Εξωτερικό Εμπόριο και οι Φάσεις Ανάπτυξης της Ελλάδας (1960-1990), στο  Οικονομία και Πολιτική στην Σύγχρονη Ελλάδα( επ. Θ. Σακελλαρόπουλος )  τ. Α, Εκδόσεις Διόνικος, Αθήνα 2004 σελ 97
[32] Ευάγγελος Χεκίμογλου, ο.π. 2006 σελ. 442
[33] Πεσμαζόγλου, Ι. « Η Ελληνική Οικονομία μετά το 1967», στο Γιαννόπουλος Γ./Clogg,R (επιμ.): Η Ελλάδα κάτω από Στρατιωτικό Ζυγό σελ. 136
[34] Ηλίας Νικολόπουλος, ο.π σελ. 256
[35] Στο ίδιο, σελ. 256
[36] O Μ. Ψαλλιδόπουλος με βάση τα στοιχεία της   ΤτΕ, του ΥΠΕΘΟ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εντοπίζει μεγέθυνση 5,17 κατά μέσο όρο.
[37] Ευάγγελος Χεκίμογλου, ο.π σελ. 564
[38] Ηλίας Νικολόπουλος, ο.π.σελ. 257
[39] Πηγή: ΥΠ.ΕΘ.ΟΙΚ., Ίδια Επεξεργασία
[40] Ευάγγελος Χεκίμογλου ο.π. σελ. 564-565
[41] Στο ίδιο , σελ.84
[42] Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Εθν. Λογ. ΕΣΥΕ
[43]Πάνος Καζάκος ο.π. ,σελ. 289
[44]Στο ίδιο, σελ. 292
[45]Στο ίδιο, σελ. 289
[46]Στο ίδιο ,σελ. 289
[47]Στο ίδιο, σελ. 289
[48] Για παράδειγμα τον Ιανουάριο του 1969 αναφέρεται στα Ναυτικά Χρονικά, ότι περισσότερα από 400 ελληνικά πλοία συμμετείχαν σε μεταφορές για λογαριασμό της μαοϊκής Κίνας. Το 1973 η Δικτατορία υπέγραψε διήμερη σύμβαση με την Λ. Δ. της Κίνας προκειμένου να «ελαφρύνει» φορολογικά τα πλοία που προσέγγιζαν τα Κινεζικά λιμάνια υπό την Ελληνική Σημαία.
[49] Στο ίδιο σελ. 279
[50] Ευάγγελος Χεκίμογλου, ο.π.  σελ. 566
[51] Vasilis Kafiris, ο.π.  σελ.  37-43
[52] Στο ίδιο, σελ.  37-43
[53] Χρίστος Χατζηιωσήφ: Η Πολιτική Οικονομία της Μεταπολεμικής Ελλάδας 1944-1996, στο  Εισαγωγή στην Νεοελληνική Οικονομική Ιστορία, (επιμ. Βασίλης Κρεμμυδας), Εκδόσεις Τυπωθήτω Αθήνα 1999 σελ.312
[54]Vasilis Kafiris, ο.π. σελ.37-43
[55]Στο ίδιο, σελ.37-43
[56] Ευάγγελος Χεκίμογλου, ο.π. σελ. 566
[57]Vasilis Kafiris, σελ.37-43
[58]Στο ίδιο, σελ.37-43
[59] Στο ίδιο, σελ. 37-43
[60]Στο ίδιο, σελ.37-43
[61]Στο ίδιο, σελ.37-43
[62]Στο ίδιο, σελ. 37-43
[63]  Η δυστυχής έκβαση του Κυπριακού καταδεικνύει τις αδυναμίες των Ενόπλων Δυνάμεων που παρουσιάστηκαν εντελώς αποδιοργανωμένες.
[64] Ευάγγελος Χεκίμογλου, ο.π σελ. 566
[65]Στο ίδιο, σελ. 566
[66] Vasilis Kafiris, ο,π. σελ.  37-43
[67] Συμμετοχή Bank of America, First National Bank of Chicago κλπ
[68] Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, Ιστορία της Τραπέζης της Ελλάδας 1928-2008, Κέντρο Πολιτισμού Έρευνας και Τεκμηρίωσης, Αθήνα 2014 σελ. 265
[69] Στο ίδιο, σελ. 265-266
[70] First National City Bank
[71] Στο ίδιο, σελ. 266
[72] Στο ίδιο,  σελ. 266-267
[73] Ευάγγελος Χεκίμογλου ο.π.  σελ. 566
[74] Πηγή: ΕΣΥΕ, Δελτίον Στατιστικής Δημοσίων Οικονομικών, Τόμος ΧVI, Ίδια Επεξεργασία
[75] Πηγή: ΕΣΥΕ, Δελτίον Στατιστικής Δημοσίων Οικονομικών, Τόμος ΧVI, Ίδια Επεξεργασία
[76] Vasilis Kafiris  ο.π.  σελ.  37-43
[77] Στο ίδιο, σελ.  37-43
[78] Vasilis Kafiris, ο.π. σελ.  37-43
[79] Στο ίδιο, σελ.  37-43
[80] Λευτέρης Τσουλφίδης, Οικονομική Ιστορία της Ελλάδας, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2013 σελ. 341
[81] Ευάγγελος Χεκίμογλου, ο.π.  566
[82] Λευτέρης Τσουλφίδης, ο. π. σελ. 341
[83] Vasilis Kafiris, ο.π.  σελ.  37-43
[84] Στο ίδιο, σελ.  37-43
[85] Στο ίδιο, σελ.  37-43
[86] Λευτέρης Τσουλφίδης, ο.π. σελ. 341
[87] Vasilis Kafiris, ο.π. σελ.  37-43
[88] Κ. Δρακάτος,, Ο Μεγάλος Κύκλος της Ελληνικής Οικονομίας 1945-1995, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1997 σελ.75
[89] Ευάγγελος Χεκίμογλου: ο.π.  σελ. 566-567
[90] Κ. Δρακάτος, ο.π. , σελ.79
[91]OECD, “Economic Outlook”, June, 1989. Τράπεζα της Ελλάδος, «Η Ελληνική Οικονομία», Αθήνα 1980
[92] Vasilis Kafiris, ο.π.  σελ.  37-43
[93] Στο ίδιο σελ.  37-43
[94] Στο ίδιο  σελ.  37-43
[95] Χαρακτηριστική είναι η είσοδος του Σ. Παττακού στην Κεντρική Αγορά Αθηνών με κρανοφόρους προκειμένου να πατάξει την κερδοσκοπία.
[96] Ευάγγελος Χεκίμογλου ο,π. σελ. 566-567
[97] Vasilis Kafiris, ο.π. σελ.  37-43
[98] Στο ίδιο  σελ.  37-43
[99]Σάκης Καράγιωργας, «Οι οικονομικές συνέπειες της στρατιωτικής δικτατορίας» Παπασπηλιόπουλος, Σπύρος. (επιμ.) : Μελέτες πάνω στην Σύγχρονη Ελληνική Οικονομίας, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1978.  σελ.2-34
[100]Στο ίδιο, σελ.2-34
[101] Vasilis Kafiris, ο.π. σελ.  37-43
[102] Χρίστος Χατζηιωσήφ ο.π. σελ.312-313
[103] Στο ίδιο,  σελ.312-313
[104] Γιάννης Δόβας, Οικονομία της Ελλάδας, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1980, σελ 121
[105] Vasilis Kafiris, ο.π.  σελ.  37-43
[106] Στο ίδιο  σελ.  37-43
[107] Στο ίδιο  σελ.  37-43
[108] Ευάγγελος Χεκίμογλου, ο.π.  σελ 66
[109] Γιάννης Δόβας, ο.π. σελ. 111
[110] Το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα – γενικά – ανέρχεται στα 1011 δολάρια ενώ στην Αττική και στα Νησιά του Αιγαίου αυτό αγγίζει τα 1.372 δολάρια.
[111] Στο ίδιο, σελ. 111
[112] Jahreswirtschaftsbericht 1983/84 der Kommision der Euopaishen Gemeinshaften, veroffentlicht in Europasche Wirtshaft Nr. 18/1983, S. 228
[113] Στο ίδιο, σελ. 115
[114] Στο ίδιο σελ. 115
[115] Σάκης Καράγιωργας ο.π. σελ.2-34
[116] Πάνος Καζάκος ο.π. ,σελ. 277
[117]Στο ίδιο ,σελ. 277
[118] Πηγή Δεδομένων: Jahreswirtschaftsbericht 1983/84 der Kommision der Euopaishen Gemeinshaften, veroffentlicht in Europasche Wirtshaft Nr. 18/1983, S. 228
[119] Λευτέρης Τσουλφίδης ο.π.  σελ. 341
[120] Πάνος Καζάκος , ο.π. ,σελ. 271
[121]  Ευάγγελος Χεκίμογλου, ο.π.  σελ. 565
[122] Στο ίδιο σελ. 565
[123] Κων/νου Καμουζή, Ανατομία της Ελληνικής Οικονομίας, Από το 1953 μέχρι Σήμερα, Εκδόσεις University Studio, Θεσσαλονίκη 1981 σελ. 96
[124]  Ευάγγελος Χεκίμογλου ο.π., σελ. 565
[125] Η τουριστική προσέλευση αυξήθηκε λόγω της Δυτικής «ευμάρειας».
[126] Πάνος Καζάκος , ο.π. σελ.270
[127] Στο ίδιο σελ. 270
[128]Στο ίδιο ,σελ. 288
[129] Ηλίας Νικολόπουλος, ο.π. σελ. 258
[130] Vasilis Kafiris, ο.π. σελ.  37-43
[131] Ευάγγελος Χεκίμογλου, ο.π. σελ. 565
[132] Στο ίδιο σελ. 565
[133] Χρίστος Χατζηιωσήφ, ο.π. σελ.313
[134] Vasilis Kafiris, ο.π. σελ.  37-43
[135] Ηλίας Νικολόπουλος ο.π.  σελ. 258
[136] Γιάννης Δόβας, ο.π.  σελ. 100
[137] Vasilis Kafiris, ο.π.  σελ.  37-43
[138] Στο ίδιο σελ.  37-43
[139] Πάνος Καζάκος , ο.π. ,σελ. 285
[140] Vasilis Kafiris, ο.π. σελ.  37-43
[141] Μικρότερης σημασίας ήταν η αγορά των «Ναυπηγείων Νεωρίου» στην Σύρο από την εφοπλιστική ομάδα των υιών Ν.Ι. Γουλανδρή και οι ίδρυση των «Ναυπηγείων Χαλκίδας» από τον Ι.Κ. Καρρά.
[142] Ηλίας Νικολόπουλος, ο.π. σελ. 258
[143] Στο ίδιο σελ. 281
[144] Ηλίας Νικολόπουλος, ο.π. σελ. 258
[145] Λευτέρης Τσουλφίδης, ο.π.  σελ. 341
[146] Γιάννης Δόβας, ο.π. σελ. 88
[147] Vasilis Kafiris, ο.π. σελ.  37-43
[148]  Guillermo O’Donnell, Modernization and Bureaucratic-Authoritarianism: Studies in South American Politics (Institute of International Studies/University of California), 1973
[149] Vasilis Kafiris, ο.π. σελ. 37-43
[150] Στο ίδιο σελ.  37-43
[151] Πολιτική που «εγκαινίασε» η Κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου.
[152] Στο ίδιο σελ.  37-43
[153] Στο ίδιο σελ.  37-43
[154] Στο ίδιο  σελ.  37-43
[155] Στο ίδιο σελ.  37-43
[156] Στο ίδιο σελ.  37-43
[157] Στο ίδιο σελ.  37-43
[158] Τζελίνα Χαρλαύτη, Κράτος και Εφοπληστές στην Ελλάδα (1945-1975), Μια άρρηκτη σχέση, στο  Οικονομία και Πολιτική στην Σύγχρονη Ελλάδα  (επ. Θ. Σακελλαρόπουλος)  τ. Α, Εκδόσεις Διόνικος, Αθήνα 2004  . σελ. 278
[159] Στο ίδιο σελ. 278
[160] Στο ίδιο σελ. 283
[161] Στο ίδιο σελ. 284
[162] Στο ίδιο σελ. 278
[163] Στο ίδιο σελ. 256
[164] Στο ίδιο σελ. 278
[165] Στο ίδιο σελ. 278
[166] Στο ίδιο σελ. 281
[167] Στο ίδιο σελ. 279
[168] Στο ίδιο σελ. 279
[169] Στο ίδιο σελ. 279
[170] Στο ίδιο σελ. 381
[171] Στο ίδιο σελ. 381
[172] Στο ίδιο σελ. 256
[173] Στο ίδιο σελ. 257
[174] Πηγή Δεδομένων: Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, Αρχεία της Γραμματείας 1/4/1980
[175] Ηλίας Νικολόπουλος ο.π. σελ. 257
[176] Γιάννης Δόβας, ο.π.  σελ. 99
[177] Ηλίας Νικολόπουλος ο.π.  σελ. 258
[178] Στο ίδιο σελ. 97
[179] Δεν παραγνωρίζουμε την επίδραση εξωτερικών ως προς την οικονομία παραγόντων όπως η κρίση του Κυπριακού. Ακόμα όμως και για  την έκβαση του «Αττίλα» κάθε άλλο παρά άμοιρη ευθηνών είναι η Δικτατορία, αρχής γενομένης από την απόσυρση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο το 1967 λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα.
Το συγκεκριμένο κείμενο δημοσιεύτηκε στον «Ημεροδρόμο», στις 21/04/2018

Σχε

TOP READ