13 Μαΐ 2015

Η ταφόπλακα της ελπίδας

 Η ταφόπλακα της ελπίδας


Προσοχή: Το παρακάτω κείμενο ΔΕΝ προέρχεται από τα επιτελεία τής Νέας Δημοκρατίας ή του ΠαΣοΚ! Παρακαλώ, ελέγξτε τα νεύρα σας και διαβάστε με προσοχή:

Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα προχώρησε σε πρωτοφανή οικονομική προσαρμογή με στόχο αφενός την βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών, αφετέρου την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Η πρόοδος που επετεύχθη αντικατοπτρίζεται εύγλωττα στα θεμελιώδη μακροοικονομικά μεγέθη και είναι αποτέλεσμα των σημαντικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε μακροοικονομικό επίπεδο που έλαβαν χώρα.
Στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής η δημοσιονομική θέση της χώρας βελτιώθηκε σημαντικά αλλά τέθηκαν και οι βάσεις ώστε η πρόοδος που επετεύχθη στα μακροοικονομικά μεγέθη να μην είναι μόνο κυκλικού χαρακτήρα αλλά να έχει και σημαντικό διαρθρωτικό υπόβαθρο.
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε από το 15,2% του ΑΕΠ το 2009 στο 3,5% του ΑΕΠ το 2014, αποτυπώνοντας την εντατική προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής και την πορεία της οικονομίας προς την πλήρωση του αντίστοιχου κριτηρίου σύγκλισης. Η στροφή προς ένα αναπτυξιακό υπόδειγμα με εξωστρεφή προσανατολισμό, φαίνεται να επιτυγχάνεται το 2013 και το 2014, όπου το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών κατέγραψε πλεονάσματα ύψους 0,6% και 0,9% του ΑΕΠ αντίστοιχα.
Οι διαρθρωτικές αλλαγές, αν και επικεντρώνονται στο βασικό στόχο της επίτευξης δημοσιονομικής σταθερότητας,  επεκτείνουν  την  επίδρασή  τους  σε χρηματοοικονομικές, τομεακές και κανονιστικές ρυθμίσεις της ελληνικής οικονομίας, όπως η συγκράτηση του κόστους της συνταξιοδοτικής ασφάλισης και ο εξορθολογισμός του συστήματος υγείας, η αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου της αγοράς εργασίας, η απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων και η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος.
Συνεπώς οι διαρθρωτικές αλλαγές στοχεύουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους και στην αποτελεσματική λειτουργία των αγορών, με την κατάργηση των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, τη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και την ενίσχυση της αποδοτικότητας του δημόσιου τομέα, ώστε να τεθούν οι βάσεις για την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας από την παρατεταμένη ύφεση στη διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα βελτιώθηκε όπως φαίνεται από διεθνείς δείκτες όπως ο ‘δείκτης προόδου προσαρμογής’ του Lisbon Council & Berenberg Bank, όπου η Ελλάδα κατατάσσεται πρώτη το 2014 για δεύτερο συνεχόμενο έτος. Επιπλέον ο δείκτης ‘doing business’ της Διεθνούς Τράπεζας αντικατοπτρίζει την πρόοδο που έχει σημειώσει η Ελλάδα στους τομείς για έναρξη επιχειρήσεων, της καταγραφής περιουσίας και της υλοποίησης συμβολαίων με αποτέλεσμα τη συνολική βελτίωση στην κατάταξη της χώρας κατά 4 θέσεις.
Οι στρεβλώσεις των αγορών που προκαλούν ακαμψία των τιμών έχουν μερικώς αντιμετωπιστεί μέσω διαρθρωτικών αλλαγών και άρση κανονιστικών πλαισίων (πχ απελευθέρωση ‘κλειστών επαγγελμάτων’). Κατά την περίοδο της προσαρμογής, έχει βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα κόστους, καθώς οι κατά κεφαλή αμοιβές μειώνονται από το 2010 ενώ και οι τιμές βάσει του Εν.ΔΤΚ και του ΔΤΚ μειώνονται από το 2013. Η αποπληθωριστική πίεση στην οικονομία έχει θετικές επιπτώσεις στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και στη δυναμική των εξαγωγών. (...)
Εκεί καταντήσαμε, "σύντροφοι"; Να μας τρολλάρει ο Άδωνις;
Πώς σας φάνηκε; Επαναλαμβάνω ότι αυτά που διαβάσατε ΔΕΝ συντάχθηκαν από νεοδημοκράτες ή πασόκους και δεν αποτελούν προσπάθεια διαφήμισης του έργου τής προηγούμενης κυβέρνησης. Γράφτηκαν από την ο-θεός-να-την-κάνει αριστερά που μας κυβερνάει και συνιστούν ισχυρότατο χαστούκι σε όσους κοιμούνται ακόμη, περιμένοντας την ελπίδα που έρχεται!

Σε συνέχεια, λοιπόν, όσων έγραφα χτες και προχτές, σας καλώ να διαβάσετε μόνοι σας το "Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων 2015", το οποίο έχει ήδη αποστείλει η κυβέρνηση στηις Βρυξέλλες και το οποίο αποτελεί την βάση για την επικείμενη συμφωνία με το "τρίθεσμο". Πάνω σ' αυτό το κείμενο θα γίνουν οι συζητήσεις για το νέο μνημόνιο, περί του οποίου μιλάμε εδώ και μήνες από τούτη την γωνιά. Ό,τι διαβάσατε παραπάνω είναι ακριβώς αντιγραμμένα από το πρώτο κεφάλαιο αυτού του κατάπτυστου πονήματος, το οποίο βάζει οριστικά ταφόπλακα στις φρούδες ελπίδες ορισμένων συννεφοπαρμένων πως κάτι μπορεί να αλλάξει με κυβέρνηση της αριστεράς.

Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε το σαμαρικό επιτελείο των Μουρούτηδων, των Χρύσανθων και των Φαήλων ή η περί τον Βενιζέλο πασοκική κάστα να ετοιμάσουν κάποιο καλύτερο κείμενο για να λιβανίσουν τις μνημονιακές επιλογές των κυβερνήσεων της τελευταίας πενταετίας. Αναρωτιέμαι, επίσης, αν είχαμε δίκιο που κάναμε, ως λαός, το τόλμημα να βγάλουμε αριστερή κυβέρνηση ή μήπως ήταν προτιμώτερο ν' αφήσουμε στην θέση τους τους προηγούμενους. Στο κάτω-κάτω, εκείνοι ήξεραν την δουλειά, δεν πήγαιναν ψάχνοντας...

Δεν θα προσθέσω τίποτε. Ούτε καν θα μπω στον κόπο να υπογραμμίσω ο,τιδήποτε, αφήνοντας τον αναγνώστη να βγάλει μόνος του συμπεράσματα. Εγώ θα κλείσω επαναλαμβάνοντας (για τρίτη μέρα στην σειρά) ότι, μ' όλο που βρεθήκαμε πρώτη φορά αριστερά, τίποτε δεν άλλαξε και τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει. Όλα παραμένουν δεξιά, όπως πάντα.


Και τώρα που την κάτσαμε την βάρκα κανονικά, τί κάνουμε "σύντροφοι" του ΣυΡιζΑ; Μόνο η μου πείτε ότι φταίω εγώ ο κομμουνιστής για το ναυάγιο επειδή δεν συνεργάστηκα...


ΥΓ: Εκείνη η τελευταία φράση που μιλάει για "θετικές επιπτώσεις στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών", δεν καταπίνεται με τίποτε, ρε γαμώτο...

Καλημέρα συνάδελφε

   Καλημέρα συνάδελφε



Γράφει ο Βασίλης Κρίτσας //
-Καλημέρα!
Τον χαιρέτησε μια σκιά απέναντι, που είχε σάρκα, όνομα, υπόσταση, αλλά ήταν πολύ πρωί για να τα διακρίνει. Μέχρι το δεύτερο καφέ, για αυτόν ήταν όλα μια σκιά, σε διάφορες αποχρώσεις (του γκρι, αλλά όχι πενήντα).

Μουρμούρισε κάτι σαν απάντηση μέσα από τα δόντια του. Μπορούσε να παίξει θέατρο, παριστάνοντας τον κεφάτο, αλλά η αυλαία του ματιού του δεν είχε ανοίξει ακόμα, καλά-καλά. Τι τις θέλουμε εξάλλου τις τυπικότητες πρωί-πρωί –και γενικώς; Αφού δε θα ήταν καλή μέρα και το ήξερε. Και πώς να ήταν άλλωστε σε αυτή την τρύπα, που ρουφάει τις ζωές τους.
Και γιατί λοιπόν το λέμε και το ξαναλέμε, μπας και το πιστέψουμε; Μήπως συνεχίζουμε, περιμένοντας την έκπληξη; Όταν εύχεσαι όμως κάτι τυπικά, από συνήθεια, δεν είναι σα να παραδέχεσαι έμμεσα πως είναι άπιαστο όνειρο, γιατί ζεις το ακριβώς ανάποδο; Απλά φοβάσαι να δεις κατάματα την αλήθεια και τις συνέπειες της γνώσης. Που για τους πρωτόπλαστους ήταν τουλάχιστον η απώλεια ενός παράδεισου, ενώ εμείς… δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε –παρά μόνο μια επίγεια κόλαση να κερδίσουμε.
Κι αφού λοιπόν αυτή την κόλαση την είχαν κερδίσει εσαεί και δεν υπήρχε άμεση ελπίδα να τη χάσουν, αυτό που τον σκότωνε περισσότερο, σα καρφί στις πληγές του, ήταν το επαναλαμβανόμενο μαρτύριο της «καλημέρας», ένα κράμα νιρβάνας κι υποκρισίας, σα να μη συνέβαινε τίποτα κι όλα μέλι-γάλα. Που εκτός από τον παράδεισο των μουσουλμάνων έρρεε σε αφθονία και στη δική τους επίγεια κόλαση.
Να μην μπορείς καν να πεις, όχι ρε φίλε, δεν είμαι καλά, ας μην κρυβόμαστε πίσω από τη σκιά μας. Κι ως πότε θα είμαστε σκιές του εαυτού μας, χωρίς αληθινή υπόσταση; Μέχρι να πιει την πρώτη γουλιά από τον καφέ του –τον πρώτο τον είχε πιει στο σπίτι.
Αλλά ακόμα κι αυτό έπρεπε να εκφραστεί μίζερα, συγκαταβατικά, με βάση το πρωτόκολλο της ίδιας πάντα κακομοιριάς. Ε ας τα λέμε καλά, σα βουβό παράπονο, με αποσιωπητικά… αλλά ποτέ σαν έκρηξη, έξω απ’ τα καθιερωμένα.

Τι σου φταίει όμως ο άνθρωπος (πίσω από τη σκιά) στην τελική; Και τι σου φταίει ο κόσμος; Φταίει… φταίει γιατί… πώς το ‘λεγε να δεις ο Κόκορας του Αρκά; Κάθε πρωί ξυπνάς με ζωντάνια, όρεξη για δημιουργία και με αυτή την αίσθηση πως κατά βάθος, κάπου έχεις πιαστεί μαλάκας.
Τώρα ο μεγαλύτερος φόβος του ήταν πως η σκιά απέναντι θα είχε όρεξη για κουβέντα και θα προσπαθούσε να την ανοίξει. Και τι να έλεγαν; Τα ίδια και τα ίδια για τον καιρό, λες και ήταν εγγλέζοι, τους χτεσινούς αγώνες, λες και επηρέαζαν άμεσα τη ζωή τους, ή κάτι άλλου, εξίσου συναρπαστικό κι ενδιαφέρον. Οι ίδιες κουβέντες, οι ίδιες προβλέψιμες ατάκες, οι ίδιες κινήσεις, τα ίδια ψόφια βήματα που σέρνονταν. Τα ίδια και τα ίδια και πάλι από την αρχή, λες και περιμένουν την έκπληξη. Αλλά αυτό το είχε σκεφτεί λίγο πριν, και τώρα σκόνταφτε στα ίδια μονότονα συμπεράσματα.
-Πώς σου φάνηκε το ματς χτες;
Άκουσε τον εαυτό του να λέει, για να κάνει αυτός την έκπληξη, ανοίγοντας το σκορ.

-Δεν τον είδα, απάντησε με το ίδιο νόμισμα (έκπληξη δηλ) ο συνάδελφός του. Και συνέχισε να τον εκπλήσσει ευχάριστα, με τα θέματα που έπιασε: μια ταινία που είδε στο σινεμά (την είχε ξεχωρίσει κι αυτός), τον μπέμπη του, το κοινό πάθος που μοιράζονταν για τα αστυνομικά μυθιστορήματα.
Κάθε άνθρωπος τελικά είναι μια ξεχωριστή ιστορία, που κρύβεις θησαυρούς, αν ξέρεις να ξετυλίξεις το νήμα της, και να σκάψεις για να τους ψάξεις. Κι η «καλημέρα» δεν είναι απλά για να πέσει χάμω, αλλά μοχλός για να τους ξεκλειδώσει, το παρασύνθημα για να σου ανοίξουν.
-Καλημέρα Βαγγέλη!
είπε στο συνάδελφο, πριν χωρίσουν στη γωνία με το κουζινάκι.
Έπιασε από την πράσινη ντουλάπα το κόκκινο μπρίκι, για να ετοιμάσει το δεύτερο καφέ της ημέρας. Αν και η μέρα είχε ανακτήσει ήδη το χρώμα της.

Αν θες να λέγεσαι άνθρωπος

 Αν θες να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θες να λέγεσαι άνθρωπος, πρέπει να μάθεις να κάνεις αφαιρέσεις και να φεύγεις από τα στενά όρια του εαυτού σου, του σπιτιού, του χωριού ή της γειτονιάς σου, να μπορείς να πας πέρα από την άμεση εμπειρία και τα δεδομένα του κοντινού περιβάλλοντος. Χωρίς λοιπόν να καθίστανται απάνθρωποι ή να υστερούν όσοι δεν έτυχε να σπουδάσουν και πέρασαν μόνο από το μεγάλο πανεπιστήμιο της ζωής, και χωρίς να εξασφαλίζουν αυτομάτως πιστοποιητικό ανθρώπινης ιδιότητας οι υπόλοιποι, το πανεπιστήμιο σε φέρνει κατά κανόνα σε επαφή με έναν τελείως διαφορετικό κόσμο, που σου προσφέρει τα ερεθίσματα, για να καλλιεργήσεις και να αναπτύξεις ικανότητα αφαιρετικής σκέψης –άλλο ζήτημα αν το κάνει σωστά ή πόσοι αξιοποιούν τελικά αυτά τα ερεθίσματα.

Υπάρχουν βέβαια και μερικά «αλλά», σα βασικοί σκόπελοι. Μια ειδοποιός διαφορά του ανθρώπινου είδους είναι πως αποτελεί κοινωνικό ζωάκι, που δεν ιδιωτεύει, αλλά ασχολείται με τα κοινά. Αυτό το είδος όμως κινδυνεύει με εξαφάνιση στα αμφιθέατρα, καθώς πληθαίνουν τα ζωάκια που κλείνονται στη γυάλα τους και νοιάζονται μόνο για το πτυχίο τους –χωρίς να τα ανησυχεί ιδιαίτερα πως θα είναι ένα κουρελόχαρτο χωρίς αξία. Αυτό το καθεστώς της φοιτητικής προστατευτικής γυάλας –που εκτρέφει πολλά αμνήμονα χρυσόψαρα, ξεκομμένα από τα άλλα και έτοιμα να προσφερθούν στο πιάτο των μεγαλύτερων ψαριών- επηρεάζει σαφώς και τα πιο πολιτικά ζωάκια, που βλέπουν τον κόσμο παραμορφωμένο μέσα από τη γυάλα (χωρίς τα απαραίτητα ταξικά γυαλιά), ή και κάποια σκέτα ζώα, κατ’ επίφαση πολιτικά, που συναγωνίζονται σε πολιτική νοημοσύνη τα τετράποδα.



Ένα άλλο κατεξοχήν ανθρώπινο χαρακτηριστικό είναι ο γραπτός λόγος, η αποθήκευση πληροφοριών –και με άλλους τρόπους πλέον- κι η αποθησαυρισμένη γνώση, που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά και μας βοηθάει να μην ξεκινάμε κάθε φορά από το μηδέν. Μόνο που το φοιτητικό κίνημα μηδενίζει πολλές φορές το κοντέρ, γιατί κάποια πράγματα αφομοιώνονται καλύτερα μόνο μέσα από τη δική μας πείρα. Κι όταν εμείς φτάνουμε στο σημείο να διαμορφώσουμε ένα επαρκές δικό μας κριτήριο, καθίσταται σχεδόν άχρηστο, γιατί τελειώνουν οι σπουδές κι ο φοιτητικός μας χρόνος και πρέπει να παραδώσουμε τη σκυτάλη στους επόμενους (περίπου όπως και με τη ζωή, που έχει στο τέλος τις οδηγίες χρήσης). Εκτός κι αν είσαι αιώνιος φοιτητοπατέρας, οπότε το βασικό κριτήριο που έχεις είναι η κινηματική αυτοπροβολή σου.

ένα άλλο ζήτημα είναι η λεπτή γραμμή που χωρίζει την επιθυμητή αφαιρετική σκηνή από την αφηρημένη, που ατενίζει την πραγματικότητα από το συννεφάκι της καθαρής θεωρίας κι αποσπάται από τα επίγεια –κουσούρι που συναντά συχνά κανείς μεταξύ των μεγάλων ρητόρων-αμφιθεατρίνων των συνελεύσεων.

Το πανεπιστήμιο δίνει αρκετά ενδιαφέρουσες διαστάσεις σε όσα έχει πει ο βλαδίμηρος για το απέξω στην επαναστατική θεωρία αλλά και για τις οργανωτικές-πολιτικές (γιατί το οργανωτικό είναι πάντα πολιτικό) αδυναμίες των μικροαστών διανοούμενων. Έξω από το άγχος της καθημερινής βιοπάλης και την αλλοτρίωση της καπιταλιστικής παραγωγής, οι φοιτητές μπορούν να έρθουν σε επαφή και να ασπαστούν πιο εύκολα κάποιες επαναστατικές ιδέες. Αλλά έξω από τον χορό πολλά τραγούδια λένε. Και είναι ζήτημα πόσοι από εμάς χορεύουμε μόνο όταν λείπει ο γάτος και το σκάμε σαν τα ποντίκια στη συνέχεια και πόσοι συνεχίζουν να χορεύουν στο ταψί της ταξικής πάλης –τι τραβάμε κι εμείς οι χορεύτριες, που έλεγε και μια συριζαία ψυχή. Χώρια η παραδοσιακή έλλειψη πειθαρχίας και οργάνωσης, που κάνει πρωινό κάλεσμα για να μαζευτούν όλοι προς το μεσημεράκι.

Αυτή η πτυχή μπορεί να φορά κυρίως μικρές γκρούπες που ευδοκιμούν σχεδόν αποκλειστικά εντός της πανεπιστημιακής γυάλας, αλλά επηρεάζει ως ένα βαθμό και τη δική μας δουλειά –πχ τους δείκτες στρατολόγησης, που έρχονται στο προσκήνιο αυτό το διάστημα με την άμιλλα για τα 100χρονα του κόμματος είναι πάντα ψηλότεροι στη σπουδάζουσα. Το ζητούμενο δεν είναι προφανώς να απολυτοποιήσουμε τη θετική ή την αρνητική πλευρά και να αντιπαραθέσουμε το φοιτηταριάτο στο προλεταριάτο. Αλλά ένας ιδανικός συνδυασμός που θα μετέφερε τον φοιτητικό ενθουσιασμό και μεράκι στους χώρους δουλειάς. Με άλλα λόγια, θα χρειαζόμασταν ρυθμούς σπουδάζουσας στη μαζική στρατολόγηση και το στήσιμο νέων οργανώσεων στους εργασιακούς χώρους και το φοιτητικό στιλ δουλειάς με το μαζικό άνοιγμα, τις συνεχείς εξορμήσεις, τους «πολιτικούς καφέδες», την ευρηματικότητα στα υλικά και τα συνθήματα, κτλ, όπως ακριβώς στο φοιτητικό κίνημα είναι απαραίτητο το μπόλιασμα με την εργατική πειθαρχία και οργάνωση.

Μετά από αυτή τη μακρά εισαγωγή, περνάμε και στο δια ταύτα των σημερινών φοιτητικών εκλογών, που έχουν καταρχάς ένα αριθμητικό κομμάτι.
-Η πασπ θα συνεχίσει πιθανότατα την ελεύθερη πτώση της, αλλά λανσάρει το κόλπο της ανεξαρτησίας (λαϊκής κυριαρχίας) στο δρόμο που χάραξαν οι πράσινοι δήμαρχοι που θυμήθηκαν ξαφνικά πόσο αδέσμευτα πνεύματα είναι και πόσο εύκολα μπορεί να ελιχθεί η πράσινη γλίτσα που κυνηγάν οι γκοστμπάστερς.
-Η δαπ παραμένει σχετικά ακλόνητη, αλλά είναι καιρός να αρχίσει να φθείρεται και να ακολουθήσει σταδιακά την πορεία που έχει το δίδυμο αδελφάκι της.
-Η κυβερνητική αρεν δύσκολα θα κάνει φέτος το ξεπέταγμα, εφόσον δεν το κατάφερε την τελευταία τριετία. Μία ακόμα απόδειξη για το πόσο αδύναμος και μη γειωμένος σε διάφορους χώρους είναι ο εκλογικός μηχανισμός του σύριζα, που λειτουργεί με δανεικές ψήφους –εν προκειμένω, κυρίως από όσους ψήφισαν εαακ.
-Για την πανσπουδαστική ο πήχης έχει μπει πολύ ψηλά από πέρσι, και δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι να συνεχιστεί η αυξητική τάση της δύναμής της.

Το αριθμητικό κομμάτι όμως δεν είναι παρά μόνο ένας δείκτης που έρχεται πίσω από τα βιογραφικά (στρατολογία), τις συνελεύσεις και τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις. Το φοιτητικό κίνημα έχει μπροστά του να αντιμετωπίσει τις συμπληγάδες της κυβερνητικής ενσωμάτωσης (αφού η αριστερή κυβέρνηση διευθετεί, υποτίθεται, τα ζητήματα για τους αιώνιους φοιτητές, τα συμβούλια διοίκησης, κτλ) και της φιλελέ, αντιδραστικής αντιπολίτευσης, με τα κανάλια να παρουσιάζουν την χτεσινή, φαιδρή σύναξη στο σύνταγμα με του φακούς ως τη μεγαλύτερη και σημαντικότερη κινητοποίηση των τελευταίων χρόνων για το εκπαιδευτικό (τρίζουν τα σεντόνια από το φάντασμα του μαϊούνη).

Όσο το κίνημα δεν καταφέρνει να ξεφύγει από αυτό το δίπολο, κανένα εκλογικό αποτέλεσμα, όσο ελπιδοφόρο κι αν είναι, δε θα έχει ουσιαστικό αντίκρισμα.

Δήμος Πατρέων – Τοπική Αυτοδιοίκηση με το λαό για το λαό: Χώρος του ΕΟΤ, αφού σώθηκε από το ξεπούλημα και την ιδιωτικοποίηση, έγινε κατασκήνωση για τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών

 Δήμος Πατρέων – Τοπική Αυτοδιοίκηση με το λαό για το λαό: Χώρος του ΕΟΤ, αφού σώθηκε από το ξεπούλημα και την ιδιωτικοποίηση, έγινε κατασκήνωση για τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών


Ημερήσια κατασκήνωση στο κάμπινγκ της Αγυιάς θα λειτουργήσει από τις 22 Ιούνη με ευθύνη του Δήμου Πατρέων. Αυτό ανακοινώθηκε σε σημερινή συνέντευξη τύπου του Δημάρχου Κώστα Πελετίδη και στελεχών του Δήμου, όπως ο Πρόεδρος του Κοινωνικού Οργανισμού Θόδωρος Τουλγαρίδης και τα τέσσερα (Φάνης Τσεκούρας, Αγγελική Ορδίτη, Ήρα Κουρή, Ελένη Λουλέλη) από τα επτά μέλη της Επιτροπής Σχεδιασμού, που θα εργαστούν εθελοντικά για την υλοποίηση της προσπάθειας. Τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής είναι οι Τάκης Πετρόπουλος, Ελένη Μπούκλη και Ελένη Καράμπαλη.

Ο Κώστας Πελετίδης επεσήμανε ότι ο συγκεκριμένος χώρος αξιοποιείται για τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών της πόλης, αφού σώθηκε από το ξεπούλημα και την ιδιωτικοποίηση. Εξέφρασε πάντως την ανησυχία του για την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της κυβέρνησης, που σημαίνει ότι είναι υπαρκτός ο κίνδυνος, χρήματα και πόροι που είναι εντελώς απαραίτητα για τη λειτουργία της δομής, μαζί με άλλα που προορίζονται για κοινωνικές δομές, σχολικές επιτροπές και μικροέργα, να καταλήξουν στους δανειστές, και κάλεσε τον λαό να αγωνιστεί για την κατάργησή της. 

Συγκεκριμένα, ο Δήμαρχος Πατρέων μεταξύ άλλων επεσήμανε: «Ανακοινώνουμε σήμερα ότι στον χώρο του ΕΟΤ στην Αγυιά, θα λειτουργήσει ο Δήμος μας θερινό Κέντρο Δημιουργικής Απασχόλησης για τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών που δεν έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν σε κατασκηνώσεις.

Μέσα σε δύσκολες συνθήκες και σοβαρά εμπόδια που δημιουργεί η αντιλαϊκή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κυβερνήσεων, με συνέπεια λόγων και έργων υλοποιούμε βήμα - βήμα την πολιτική μας πρόταση για την αξιοποίηση ολόκληρης της έκτασης του έλους της Αγυιάς, προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων.

Το έλος της Αγυιάς σώθηκε από το ξεπούλημα και την ιδιωτικοποίηση.

Τώρα ο λαός και τα παιδιά του δεν είναι πελάτες. Είναι οι ίδιοι αφεντικά σε μια από τις πιο όμορφες περιοχές της Ελλάδας. Θα την απολαμβάνουν δωρεάν, γιατί το δικαίωμα στην ξεκούραση, στην αναψυχή και στις διακοπές, δεν είναι πολυτέλεια αλλά βασική ζωτική ανάγκη.

Το πρόγραμμα θα υλοποιηθεί από 22/6/2015 έως 14/8/2015 και θα το παρακολουθούν ανά δεκαπενθήμερο συγκεκριμένα γκρουπ, αποτελούμενα από 150 παιδιά ηλικίας 10 - 13 χρονών, από τις 8 το πρωί έως τις 4 το απόγευμα, και από τη Δευτέρα μέχρι και το Σάββατο. Η μεταφορά των παιδιών θα γίνεται με μισθωμένα από την υπηρεσία μας λεωφορεία, από σταθμούς συγκέντρωσης πλησίον της διεύθυνσης κατοικίας τους.

Η ημερήσια απασχόληση θα περιλαμβάνει, πλήρη διατροφή και δραστηριότητες για δημιουργική απασχόληση και αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου των παιδιών, με την ανάπτυξη ατομικής και ομαδικής δραστηριότητας, υλοποίηση δράσεων έκφρασης, ψυχαγωγίας, κοινωνικών δεξιοτήτων, ενίσχυση της αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης, σε ένα ασφαλές και υγιεινό περιβάλλον.

Επισημαίνουμε ωστόσο την ανησυχία μας για την πορεία υλοποίησης αυτής της πρωτοβουλίας μας, γιατί έχουμε σε πλήρη ισχύ και διάρκεια χωρίς λήξη την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, και είναι υπαρκτός ο κίνδυνος, χρήματα και πόροι που είναι εντελώς απαραίτητα για τη λειτουργία της δομής, μαζί με άλλα που προορίζονται για κοινωνικές δομές, σχολικές επιτροπές και μικροέργα, να καταλήξουν στους δανειστές.

Η άμεση και χωρίς όρους κατάργηση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, είναι πια προϋπόθεση για την εξυπηρέτηση των στοιχειωδών αναγκών του λαού».

Από την πλευρά του ο Πρόεδρος του Κοινωνικού Οργανισμού, Θόδωρος Τουλγαρίδης, επεσήμανε τη μονιμότητα της προσπάθειας, τονίζοντας ότι «η δράση δεν είναι προσωρινή, αφού η Δημοτική Αρχή την φέρνει για να μείνει και να εξελίσσεται χρόνο με τον χρόνο».

Η Ήρα Κουρή, παρουσίασε στην τοποθέτησή της στοιχεία για το πώς και με τι θα απασχολούνται τα παιδιά στη διάρκεια της ημέρας, μέσω των «βασικών παιδαγωγικών μεθόδων», που είναι η αυτενέργεια, η συμμετοχή, η δημιουργία και η εμψύχωση. Τα παιδιά θα απασχολούνται στις εξής δραστηριότητες: αθλητικές, επιτραπέζια παιχνίδια, χειροτεχνία, εργαστήρια δημιουργικής γραφής, μουσικοκινητική αγωγή, εικαστικά, δραματοποίηση, εργαστήριο περιβαλλοντικής διαπαιδαγώγησης μέσα από τις βιωματικές δραστηριότητες, θέατρο σκιών, βιωματικά δρώμενα πρόληψης.


ΠΑΣΥ ΚΕΡΚΥΡΑΣ +Κερκυραίοι Ελαιοπαραγωγοί

Κερκυραίοι Ελαιοπαραγωγοί


Η εφαρμογή της Νέας Αναθεωρημένης ΚΑΠ της Ε.Ε. μπαίνει σε εφαρμογή την περίοδο
15-20 επιφυλάσσοντας νέες μειώσεις, νέα χαράτσια, νέα φορομπηχτική πολιτική.
Η επιδότηση αποσυνδέεται πλήρως από την παραγωγή και καταβάλλεται με βάση την
έκταση από 70 ευρώ το στρέμμα που είναι κατά μέσο όρο σήμερα, θα καταλήξει
προοδευτικά στα 45 ευρώ το 2019.
Συγχρόνως φέτος φορολογείται το Αγροτικό εισόδημα από το πρώτο ευρώ και στο νέο
εκκαθαριστικό θα κληθούμε να πληρώσουμε επιπλέον φόρο εισοδήματος.
Η Τράπεζα Πειραιώς, ο «νέος σωτήρας», του Αγροτικού Κόσμου της πατρίδας μας
απαιτεί την προπληρωμή του χαρατσιού στον ΕΛΓΑ πριν από την καταβολή της
επιδότησης.
Οι αγροτικοί δρόμοι είναι απροσπέλαστοι, εγκαταλείπονται κτήματα γιατί οι ιδιοκτήτες
τους δεν μπορούν να τα πλησιάσουν, το νερό είναι πιο ακριβό από την βενζίνη και η
Δημοτική Αρχή « σφυρίζει κλέφτικα».
Όλα αυτά η νέα συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ στηρίζει απροκάλυπτα ταγμένη πλήρως
και συνειδητά στον αντιλαϊκό – αντιαγροτικό ευρωμονόδρομο.
Κερκυραίοι-ες,
Η ανάγκη Οργάνωσης Αντίστασης και Αντεπίθεσης απέναντι σε αυτήν την Πολιτική
είναι εκ των ων ουκ άνευ.
Φέτος στην Κέρκυρα από την ανθοφορία φαίνεται ότι η σοδειά θα είναι καλή,
πλησιάζει κατά εκτίμηση το 70% αν διατηρηθεί σε αυτά τα επίπεδα, μπορεί να δώσει
«ανάσες» στον εξαθλιωμένο ελαιοπαραγωγό της Κέρκυρας αρκεί εκτός των άλλων να
γίνει επιτυχείς αντιμετώπιση του δάκου που μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει επειδή κανείς
ουσιαστικά δεν ελέγχει και δεν παρακολουθεί την Δακοκτονία.
Έχει σοβαρές ευθύνες η περιφέρεια Ι.Ν. για την υποστελέχωση της Διεύθυνσης
Γεωργίας που δεν μπορεί να παρακολουθήσεις την τήρηση των όρων της σύμβασης. Η
ζημιά του δάκου η μείωση της επιδότησης κατά 15-20% περίπου και η γενικότερη
πολιτική κυβέρνησης – ΕΕ στον αγροτικό τομέα εντατικοποιεί το ξεκλήρισμα της
μικρομεσαίας αγροτιάς οδηγώντας τη γη και την παραγωγή σε μεγαλοαγρότες
καπιταλιστές.
Η Παναγροτική Αγωνιστική Συσπείρωση, ενημερώνει τους Κερκυραίους Αγρότες και
καλεί σε Αγωνιστική επαγρύπνηση και δράση.
Το στήσιμο Νέων Αγροτικών Συλλόγων, η Λειτουργία των παλιών και η επανίδρυση της
Ομοσπονδίας Αγροτικών Συλλόγων Κέρκυρας ΟΑΣΚ, μαζί με την καταδίκη της
αντιαγροτικής πολιτικής της ΕΕ, της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και των άλλων
κομμάτων του ευρωμονόδρομου είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να μην
υποταχθούμε στην νέα περίοδο ξεκληρίσματος των Αγροτών και απαξίωσης του
προϊόντος μας.
Κέρκυρα 13-5-2015
ΠΑΣΥ ΚΕΡΚΥΡΑΣ 

ΚΕΡΚΥΡΑ-η ΛΑ.ΣΥ.καταηηελει

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ


Οι δήμοι και οι περιφέρειες της χώρας υποταγμένοι και υπηρετούντες την πολιτική
της κυβέρνησης και της ΕΕ μετέτρεψαν την τοπική διοίκηση σε καθαρά ανώνυμες
επιχειρήσεις και το μακρύ χέρι των μνημονιακών πολιτικών σε τοπικό επίπεδο.
Επικίνδυνα χαρακτηριστικά παίρνει πλέον η πλήρης απραξία του δήμου σε
ζητήματα που έχουν να κάνουν με την καθημερινή ζωή των κερκυραίων
εργαζομένων την επιβίωσή τους και το βιοτικό τους επίπεδο.
Η καθαριότητα, η ύδρευση, η αγροτική και δημοτική οδοποιία, η πανάκριβη τιμή
στο νερό, το χαράτσι κλπ είναι προβλήματα που έχουν εκρηκτικές διαστάσεις. Η
μόνιμη απάντηση της δημοτικής αρχής στα αιτήματα αυτά είναι η πλήρης απραξία
λόγω οικονομικής αδυναμίας.
Όμως κερκυραίοι – κερκυραίες. Στο δημοτικό συμβούλιο όλες οι παρατάξεις με
αστερίσκους και επιφυλάξεις πλην Λαϊκής Συσπείρωσης ψήφισαν να κατατεθούν τα
αποθεματικά του Δήμου στην Τράπεζα της Ελλάδας για να πληρωθεί το ΔΝΤ για να
διαπραγματευτεί πιο δυνατά ή «αριστερή» κυβέρνηση.
Το επικίνδυνο είναι ότι επικαλούνται πατριωτικούς λόγους λες και
διαπραγματεύονται με τους θεσμούς τρόικα την μείωση της ανεργίας, την αύξηση
των συντάξεων, την καταβολή των δεδουλευμένων, τα δικαιώματα των 3
εκατομμυρίων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας κλπ.
Είναι πλέον καθαρό ότι διαπραγματεύονται για το πώς θα εξασφαλίσουν πόρους
για την ελληνική αστική τάξη για τους έλληνες τραπεζίτες, τους εφοπλιστές, τους
βιομήχανους, τους μεγάλους ξενοδοχειακούς ομίλους ώστε να αντέξουν τις πιέσεις
των ανταγωνισμών.
Αυτούς ουσιαστικά αποφάσισαν να ενισχύσουν οι δημοτικές παρατάξεις γιατί
αυτούς νοούν για πατρίδα.
Καλούμε τον κερκυραϊκό λαό και τη νεολαία να βγάλουν τα απαραίτητα πολιτικά
συμπεράσματα από την πολιτική πρακτική της κυβέρνησης και της δημοτικής αρχής
και να διεκδικήσουν οργανωμένα την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών τους.

Κέρκυρα 13/5/2015 

Δύσκολες Μέρες

   Δύσκολες Μέρες



Γράφει η ofisofi //
[Λένε πως τον παλιό καιρό ο πάτερ – Κοσμάς έκανε μια περιοδεία. Ήθελε να δει με τα ίδια του τα μάτια μήπως ο πιστός ξώκειλε απ’ το δρόμο του Θεού. Να ακούσει με τ’ αφτιά του αν η προσευχή του χριστιανού βγαίνει απ’ την καρδιά ή απ’ τα χείλη. Μαζί του, όπως πάντα, πήγαινε κι ο διάβολος. Και σ’ όλο το δρόμο τον πάλαιβε, όλο κι αλυχτούσε:
- Πάτερ – Κοσμά! πάτερ – Κοσμά! δος μου ένα κομμάτι γης για νάναι δικό μου.
Ο άγιος σούφρωνε τα φρύδια από παραξενιά, χάιδευε τα γένια του, τα τραβούσε λίγο από γινάτι κι απαντούσε:
- Όλη δική σου είναι!
- Δική μου και δική σου…Όλα δικά μας είναι. Αλλά…εγώ θέλω ένα κομμάτι καταδικό μου, να μην έχεις εσύ να κάνεις.
Πέρασαν βουνά και κάμπους, θάλασσες, ποτάμια και κάποτε ξεμπάρκαραν και σε τούτα τα μέρη. Ανέβηκαν σε μια ραχούλα. Ο άγιος άφησε τη ματιά του ήρεμη και χαϊδευτική να περπατήσει όλη την ορεινή περιοχή, απ’ το ένα ποτάμι ως το άλλο, κι απ’ το μικρό βουνό ως το μεγάλο. Οι ανθρώποι, μ’ όλο που είχαν μάθει τον ερχομό του αγίου, δε σήκωσαν κεφάλι απ’ το χώμα. Κι έσκυψε ο άγιος χαμηλά να του φέρει η γης του πιστού την προσευχή. Κι άκουσε κάτι σα βογγητό, κάτι σα θρήνο, κάτι σαν κατάρα πούβγαινε απ’ του πιστού τα στήθια καθώς παράδερνε στη μέγγενη του κόπου και του πόνου. Έσκυψε πιο χαμηλά, πιο καλά ν’ ακούσει. Κι άκουσε τα σπλάχνα της γης να βογγούν καθώς την έσφιγγε ο δουλευτής στα δυο του χέρια. Κι έκανε η ματιά του ένα γύρο από σπίτι σε σπίτι, από καλύβι σε καλύβι. Και δεν είδε τη λεχώνα που στράγγιξε, ξεράθηκε ο κόρφος της και δεν είχε γάλα να δόσει στο μωρό` δεν είδε το παιδάκι που χόρευε στο τζάκι απ’ τον πυρετό. Δεν είδε τη 17χρονη κοπέλα που χώθηκε στο λόγγο για να κρύψει τα κουρέλια της απ’ το διαβάτη` δεν είδε τη χτικιασμένη που έσκαβε, έφτυνε αίμα, βύζαινε και το παιδί` δεν είδε πως οι ζωντανοί δεν ξεχώριζαν απ’ τους πεθαμένους. Μα είδε πως δεν έκαιγαν καντήλια, και πως τα καντήλια δεν είχαν λάδι. Κι αναστέναξε ο άγιος. Κι ούτε ο διάβολος κατάλαβε  αν ήταν από λύπη ή από θυμό. Έκανε μια βόλτα η ματιά του ακόμα, χάιδεψε τον τόπο απαλά, μπορεί και τους ανθρώπους, σήκωσε το χέρι αργά, επιβλητικά και δείχνοντας όλο αυτό το καυκί, είπε:
- Πάρτο! δικό σου είναι.
Κι έτσι ο τόπος έγινε διαβολότοπος]
Σ’ αυτό το σκληρό τόπο, το διαβολότοπο,  η φτώχεια και η πείνα είναι η προέκτασή του.  Οι άνθρωποι δεν γελούν, δεν χαίρονται γιατί η αγωνία για την επιβίωση τούς «κόβει και συντρίβει τα φτερά και την ορμή». Όλη τους η ζωή μέσα στη δυστυχία, στον καημό και στον πόνο.
Και σα δεν έφτανε τόση φτώχεια, ήρθαν ακόμη πιο δύσκολες μέρες με τον πόλεμο και τους κατακτητές να φέρνουν μαζί τους  και τη σκλαβιά. «Πείνα και σκλαβιά. Και φούντωνε η πείνα και κάλπαζε ο χάροντας πάνω σε βαρβάτο άλογο και ταχύτερα  απ’ την πείνα και το χάρο έτρεχε ο τρόμος και η αγωνία».
Οι άνθρωποι αγρίεψαν και τα ένστικτα φανερώθηκαν όσο και αν προσπαθούσαν να τα υποτάξουν. Κλέφτες, ληστές, μαυραγορίτες και προδότες  σέρνονταν εδώ και εκεί και μεγάλωνε η πείνα και ο φόβος.
«Κι εκεί που η νύχτα έγινε θεοσκότεινη, γιατί ο ουρανός έμεινε χωρίς αστέρια και φεγγάρι, και κει που νόμιζες πως έσβησε μες στη στάχτη η σπίθα, τ’ αγέρι έφερε μια λέξη με τρία γράμματα: ΕΑΜ. Στην αρχή το κουτσομπόλεψαν στις ρούγες οι γριούλες, βάζοντας η μια στην άλλη να πάρει όρκο πως δε θα το πει παρέκει, έπειτα το είπαν στις εκκλησιές κρυφά – κρυφά, κατόπι στους μύλους και στα καφενεία, ώσπου το βροντολάλησαν τα χωνιά και τα τραγούδια απ’ όλες τις κορφές. Ζωντάνεψε η ελπίδα, πούλεγες πως έσβησε. Και σαν ακούστηκε η πρώτη τουφεκιά και δευτέρωσε και τρίτωσε…ε! τότε έγινε πυρκαγιά και πυρπόλησε τις ψυχές του κόσμου.»
Οι καρδιές φτερούγιζαν χαρούμενα στην ελπίδα της νέας μέρας, του ερχομού του καινούριου κόσμου «της δουλιάς και της αγάπης».
Όμως ο ήλιος δεν πρόλαβε να ανατείλει «Κι άξαφνα άστραψε, συννέφιασε, μαύρισε η ανατολή, έγινε ο ουρανός μολύβι και χάθηκεν ο ήλιος προτού  να βγει. Μαρμάρωσε ο κόσμος` πάγωσε το χαμόγελο στ’ αχείλη των παιδιών` κρουστάλλιασαν τα δάκρυα καθώς κυλούσαν στα μαραγκιασμένα μάγουλα των γέρων` έμειναν ασάλευτα τα μπράτσα των νέων. Και δεν το χωρούσε ο νους ούτε η καρδιά. Και δεν μπορούσαν τ’ αχείλη να προφέρουν μια μονάχα φράση: « Ν ά ν α ι  α λ ή θ ε ι α;!».
«Δύσκολες Μέρες» τιτλοφορείται το μυθιστόρημα του Κώστα Μπόση που εκδόθηκε το 1956 στη Ρουμανία από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις. Ακυκλοφόρητο στην Ελλάδα και σπάνιο βιβλίο. Τύχη αγαθή οδήγησε ένα αντίτυπό του από εκείνα τα πρώτα του 1956 στα χέρια μου.
Πρόκειται για τον α’ τόμο .
Ο Κώστας Μπόσης, δάσκαλος από το χωριό Χώσεψη (Κυψέλη) της Άρτας, μέλος του ΚΚΕ από νεαρή ηλικία, εξόριστος στον Αη – Στράτη, Ελασίτης μαχητής του ΔΣΕ και στη συνέχεια πολιτικός πρόσφυγας, αποδίδει με μεγάλη ρεαλιστικότητα, ζωντάνια και αφηγηματική δεινότητα τις μέρες που ακολούθησαν την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας μέχρι και την πρώτη εποχή της οργάνωσης του δεύτερου αντάρτικου. Αφηγείται την εποχή της τρομοκρατίας  κυρίως στην ύπαιθρο και  στα ορεινά χωριά αλλά  και τη δράση των ληστοσυμμοριών εναντίον των εαμιτών, των μελών του ΚΚΕ και όσων τους υποστήριζαν ή τους  βοηθούσαν.
Ζωντανεύει το κλίμα μιας τραγικής εποχής όπου το ΕΑΜ και το ΚΚΕ είναι τυπικά νόμιμα, αλλά διώκονται με κάθε τρόπο όσοι συμμετείχαν και ανέπτυξαν δράση μέσα από τις γραμμές τους. Η ατμόσφαιρα είναι ζοφερή. Το ξύλο, οι επιδρομές σε σπίτια, γραφεία και χωριά καθώς και οι δολοφονικές απόπειρες εντάσσονται στην καθημερινότητα των αριστερών και των κομμουνιστών. Οι συλλήψεις, οι φυλακίσεις και τα βασανιστήρια από τους ληστοσυμμορίτες και τους εθνοφύλακες εντείνονται σε συνδυασμό με τις προβοκάτσιες και τις στημένες δίκες που έχουν στόχο να αποδεκατίσουν το κίνημα και να εξουδετερώσουν κάθε μορφή αντίδρασης προκειμένου οι διάφοροι παράγοντες να δείξουν  ότι υπάρχει κράτος και η περίοδος της αναρχίας τελείωσε. Παράλληλα παρουσιάζει την ταυτότητα αυτού του κράτους, πίσω από το οποίο δραστηριοποιούνται πρώτα οι Βρετανοί και μετά οι Αμερικάνοι. Σε πρώτο πλάνο οι συνεργάτες τους, διάφοροι παράγοντες, που έχουν ήδη αρχίζει το μεγάλο φαγοπότι με την εισαγώμενη βοήθεια και ερωτοτροπούν με την εξουσία. Αυτοί λοιπόν θέλοντας να δείξουν πόσο σέβονταν τα αφεντικά τους εξαπολύουν ανηλεές ανθρωποκυνηγητό στα χωριά για να συλλάβουν αγωνιστές, κλέβουν, βιάζουν, βασανίζουν, σκοτώνουν όποιον θεωρούν συνεργάτη των εαμιτών και των κομμουνιστών ή υποπτεύονται ότι τους βοηθούν.
Μέσα από τους ζωντανούς διαλόγους αλλά και τις πολύ παραστατικά αποδοσμένες σκέψεις των αγωνιστών που διώκονται και την ψυχολογική τους κατάσταση ο Κώστας Μπόσης μάς μεταφέρει την αγωνία, την ένταση, το παράπονο και την πίκρα τους για όσα συνέβησαν από το Δεκέμβρη του 1944 μέχρι τις μέρες που περιγράφει.
Στο βουνό κρύβονται κυνηγημένοι αντάρτες και σύντροφοι. Από τα στόματά τους ακούγονται επικριτικά σχόλια τόσο για την παράδοση των όπλων όσο και για τη στάση του Κόμματος.  Στην πόλη και στα χωριά άλλοι προσπαθούν να συντονίσουν κάποια αντίδραση, να έρθουν σε επαφή με τον κομματικό μηχανισμό, να προσπαθήσουν να αλλάξει η κατάσταση.
Το Κόμμα δεν θέλει έναν εμφύλιο, η θέση του είναι να υπάρξει συμφιλίωση, να πείσουν τους εδεσίτες και να δείξουν ποιοι είναι εκείνοι που σπρώχνουν την πατρίδα στον εμφύλιο με το κυνηγητό, τις διώξεις και τις θηριωδίες που διαπράττουν.
Μέσα στις φυλακές ο αγώνας είναι ακόμη πιο δύσκολος. Οι αντιλήψεις των κομματικών είναι διαφορετικές μεταξύ τους  σχετικά με την οργάνωση του αγώνα και την καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης. Από την άλλη οι κρατούμενοι έχουν να αντιμετωπίσουν την τακτική της διάσπασης που ακολουθεί η διοίκηση των φυλακών.
Σε αυτές τις συνθήκες δεν είχαν όλοι τις ίδιες αντιστάσεις. Κάποιοι μάλιστα δεν είχαν καθόλου. Πολύ εύκολα μεταπήδησαν στην πλευρά του αντιπάλου και αυτή τη στάση τους την  εξαργύρωσαν με χρήματα, δουλειά και θέσεις.
Ο Μπόσης δεν παρουσιάζει ωραιοποιημένες καταστάσεις, αλλά δίνει ανάγλυφα τους ανθρώπινους χαρακτήρες με τις αδυναμίες τους, τις κάθε είδους πιέσεις που δέχονταν και  τις ιδεολογικές τους συγχύσεις.
Μέσα σε όλους αυτούς τους  αδύναμους ανθρώπινους τύπους  ξεχωρίζουν όμως  οι ιδεολόγοι, οι ευαίσθητοι, οι μαχόμενοι κομμουνιστές. Αυτοί ζουν, δρουν, αγωνίζονται, ονειρεύονται, προσπαθούν να σταθούν όρθιοι, αντιστέκονται και θυσιάζονται. Η συντροφικότητα τούς δυναμώνει. Τέτοιοι είναι ο Θανάσης, η Λενιώ, η Μαρθούλα, ο μπαρμπα – Στέφος και ο Πέτρος Κορφιάτης, ο βασικός ήρωας του μυθιστορήματος.
Εδώ απολογείται στο δικαστήριο με την κατηγορία της απόπειρας δολοφονίας ενός αξιωματούχου τους καθεστώτος:
[…σηκώθηκε να απολογηθεί ο Πέτρος. Στην αίθουσα απλώθηκε απόλυτη ησυχία. Ο κόσμος στριμώχτηκε και ζύγωσε περισσότερο προς την έδρα του δικαστηρίου. Οι πιο πίσω σηκώνονταν στις μύτες των ποδιών τους κι άλλοι έγερναν τα κεφάλια τους δεξιά – αριστερά για να ακούν και να βλέπουν καλύτερα.
- Την «απόπειρα», κύριοι δικαστές, την έκανε μια απ’ τις δυο πολιτικές παρατάξεις και συγκεκριμένα εκείνη η παράταξη που είχε συμφέροντα απ’ αυτή. Τι συμφέρον όμως θα είχαμε εμείς;!.. Είχαμε στρατό και τον διαλύσαμε, είχαμε όπλα και τα παραδόσαμε…
Ο πρόεδρος έβγαλε τα γυαλιά, έσκυψε λίγο μπροστά από την έδρα και κοιτάζοντας τον Πέτρο αυστηρά είπε:
- Άκου να σου πω κατηγορούμενε…Άσε την προπαγάνδα, τους στρατούς και τα όπλα και μίλα για τον εαυτό σου…
- Δεν έχω καμιά διάθεση, κ. πρόεδρε, να κάνω προπαγάνδα. Θέλω να αποδείξω μόνο πως εμείς δεν κάναμε την « απόπειρα». Μέσα σε μισό χρόνο, ύστερ’ από τη Βάρκιζα, δεκάδες είναι οι δολοφονούμενοι εαμίτες, εκατοντάδες οι σακατεμένοι και οι ανάπηροι απ΄τα βασανιστήρια. Δε θα υπάρχει ούτε ένας οπαδός της αριστεράς που να μη δάρθηκε μια φορά. Κανένας δεν ξέρει πόσες είναι οι βιασμένες γυναίκες…Το δράμα της υπαίθρου είναι ασύλληπτο. Δεν μπορεί να το χωρέσει το μυαλό τ’ ανθρώπου. Οικογένειες ξεκληρίστηκαν… Αρπάχτηκαν περιουσίες. Βιάζουν και σφάζουν κοριτσάκια. Κόσμος τρελάθηκε απ’ τα βασανιστήρια, γυρίζει στα λόγγα και ουρλιάζει… Χάθηκε η ησυχία… Στα μάτια των ανθρώπων διαβάζεις τον τρόμο…
- Σταμάτα, κατηγορούμενε, σταμάτα, φώναξε αγριεμένος ο πρόεδρος. Εδώ δεν είναι βουλή, είναι δικαστήριο. Άμα πας στη βουλή μπορείς να βγάλεις όσους λόγους θέλεις. Μίλα για την υπόθεση που εκδικάζουμε.
- Αυτό προσπαθώ να κάνω κι εγώ κύριε πρόεδρε. Στο ίδιο χρονικό διάστημα ούτε μύτη, που λέει ο λόγος, της δεξιάς δε μάτωσε. Γιατί κάναμε και κάνουμε υπομονή και υποφέραμε τόσα. Κάνουμε υπομονή γιατί αγαπούμε την πατρίδα μας και δε θέλουμε να πάμε στον εμφύλιο πόλεμο. Γιατί αν θα φτάσουμε εκεί δε θα μείνει σπίτι που να μη μαυροφορεθεί και τα δάκρυα του λαού θα είναι το ίδιο πικρά σ’ όποια παράταξη κι αν ανήκει. Κι αφού αυτή είναι η πολιτική του κόμματός μας και στο αιματηρό αυτό όργιο δεν απαντήσαμε ούτε με τα ξύλα, τότε τι έννοια θα είχε να πάμε και να ρίξουμε τρεις πιστολιές σ’ έναν άνθρωπο, και μάλιστα να τις ρίξουμε στον αέρα; Αυτό ούτε παιδάκια – για να παίξουν – δε θα το έκαναν κι όχι ένα τέτιο κόμμα σαν το δικό μας. Η πολιτική του κόμματός μας είναι η καλύτερη απόδειξη πως εμείς δεν κάναμε την «απόπειρα» …]
Δύσκολες μέρες στην πόλη, στο χωριό, στη φυλακή, στο σπίτι. Χαφιέδες παντού, παρακολουθήσεις, συλλήψεις, στρατοδικεία και άγριες δολοφονίες αθώων ανθρώπων.
«- Θάρθει κάνας καιρός που οι άνθρωποι διαβάζοντας τα βιβλία ή ακούγοντας τους μεγαλύτερους να λένε ιστορίες θ’ απορούν και δεν θα πιστεύουν πως υπήρχε κάποια εποχή που σκότωναν αθώους ανθρώπους…»
Ακόμη και μέσα στις οικογένειες οι συγκρούσεις ήταν σκληρές. Ο ένας αδελφός στον ΕΛΑΣ και ο άλλος στους ληστοσυμμορίτες. Ανάμεσά τους ο πόνος και η αγωνία των γονιών.
Η τρομοκρατία οδηγεί στην δημιουργία και ανάπτυξη των πρώτων αντάρτικων ομάδων. Οι ελλείψεις σε πυρομαχικά και τρόφιμα είναι τεράστιες. Δεν υπάρχει όμως άλλος δρόμος. Αρχίζει νέα αντίσταση αλλά μέσα σε διαφορετικό κλίμα. Η περιγραφή των μαχών λεπτομερής και οδυνηρή αλλά με πείσμα και υπεράνθρωπη προσπάθεια. Η ζωή και ο θάνατος σε σφιχταγκάλιασμα.
[Τη νύχτα που έκαναν την πορεία Αλωνάκι – Μελίσσι ψιλόβρεχε. Το πρωί ξαστέρωσε και το βραδάκι ο ουρανός σκεπάστηκε με μαύρα – μολυβένια σύννεφα. Στο βάθος – βορειοδυτικά – φαινόταν μια λωρίδα σύννεφα, λεπτή στρωτή και γαλαζόμαυρη κολημένη στον ουρανό. Φυσούσε ένα αεράκι κρύο – φαρμάκι κι έλεγες πως από ώρα σε ώρα θα χιονίσει κι ας ήταν Απρίλης μήνας. Γύρα απ΄το χωριό ο εχθρός συγκέντρωσε δυνάμεις. Μόλις έπεσε το σκοτάδι λοξοδρόμησαν απ’ το μονοπάτι, γιατί δεν ήξεραν αν το σέλωμα το είχαν πιασμένο ή όχι, κι έφυγαν. Όσο ανέβαιναν τόσο το σκοτάδι πύκνωνε και δυνάμωνε το κρύο. Από νωρίς άρχισε να ψιλοβρέχει. Κι όσο προχωρούσε η νύχτα τόσο το νερό γινόταν χιόνι. Αρβύλες κανένας σχεδόν δεν είχε. Οι περισσότεροι φορούσαν τσαρούχια από γιδιές και προβιές κι άλλοι μόνο προπόδια. Τα ρούχα τους ήταν λυωμένα, ένας είχε μια παλιοφανέλα και δεν είχε πουκάμισο κι άλλος είχε πουκάμισο και δεν είχε φανέλα. Αντί για χιτώνια και κυλότες φορούσαν παντελόνια και σακάκια ντρίλινα. Κατά τα μεσάνυχτα ξέσπασε χιονοθύελλα. Ο αγέρας σφύριζε δαιμονισμένα στις κορφές, χτυπούσε με μανία τα τσουγκάρια κι άφηνε μια βαζούρα μες στις βαθιές χαράδρες. Το χιόνι κολούσε πάνω τους και γινόταν νερό, που πότιζε τα ρούχα ως το πετσί και περνούσε το κορμί ως το κόκαλο. Τα χέρια και τα πόδια πάγωσαν κι άρχισαν να ξενεύουν, να μην τα νιώθουν και τα δόντια να χτυπούν. Ανέβαιναν μπουσουλώντας και δεν έβλεπαν ούτε τη μύτη τους. Απ’ τον αυχένα κι έπειτα έγινε κατακλυσμός. Δυνάμωσε ο αγέρας και κινδύνευαν από στιγμή σε στιγμή να τους πάρει σαν πούπουλα. Ως την αυγή δεν προχώρησαν πάνω από 200 μέτρα. Το πρωί η χιονοθύελα δυνάμωσε κι απλώθηκε κάτω μακριά ως τον κάμπο και τα σκέπασε όλα με χιόνι, ως τη θάλασσα.
Τα μεσάνυχτα έφτασαν ξανά στο χωριό Αλωνάκι. Ήταν πεθαμένοι από την κούραση, το κρύο και την πείνα, και μόνο μια ελπίδα πως θα φτάνανε στο χωριό, θα έμπαιναν κάτω από στέγη, θα ξάπλωναν σε στεγνό και θα ξημέρωναν τους έδινε κουράγιο. Κι έτσι έσφιγγαν τα δόντια, στήλωναν στα πόδια και προχωρούσαν. Σ’ ένα διασελάκι, λίγο πιο δω απ’ τα πρώτα σπίτια, τους καρτερούσε η ομάδα, που είχε πάει για ανίχνευση. Και το τμήμα, αντί να μπει στο χωριό, έστριψε δεξιά κι άρχισε να κατεβαίνει την πλαγιά. Κρύωσαν οι καρδιές τους και κόπηκαν ολότελα τα γόνατα. Ένας ψίθυρος πιο κρύος κι απ’ το χιόνι πέταξε από στόμα σε στόμα: «στο χωριό έχει στρατό».
Χαμήλωσαν στη χαράδρα απέναντι απ’ το χωριό Μαυρόγκουρα και χώθηκαν σ’ ένα δασωμένο μέρος. Έψαξαν κι άλλοι βρήκαν σπηλιές, άλλοι μαζεύτηκαν στων ελατιών τις ρίζες και στριμώχτηκαν πλάτη με πλάτη, ο ένας δίπλα στον άλλον, για να ζεσταθούν και να ξημερώσουν, γιατί φωτιά δεν μπορούσαν ν’ ανάψουν.
Ολόγυρα χιόνι, κρύα νύχτα κι εχθρός, πείνα και κούραση. Δεν ήξεραν τι γίνεται δέκα μέτρα πιο πέρα. Εδώ να μείνουν δεν μπορούσανε και πού έχει πέρασμα δεν ήξεραν…]
Μικρές καθημερινές πράξεις αντίστασης στην τρομοκρατία από τους ανθρώπους της περιοχής τις περισσότερες φορές με τίμημα την ίδια τους τη ζωή είναι διάσπαρτες σε όλη την ιστορία.
Δυναμικές περιγραφές μαχών και ανθρώπινων καταστάσεων και συμπεριφορών δείχνουν από τη μια μεριά την αγριότητα και τη μετατροπή των ανθρώπων σε ύαινες που μπροστά τους βλέπουν μόνο θηράματα έτοιμα να τα κατασπαράξουν και να μετατρέψουν τη λεία τους σε εμπόρευμα. Έτσι συμπεριφέρονταν οι ληστοσυμμορίτες που περιφέρονταν με τα κομμένα κεφάλια των ανταρτών και πληρώνονταν με το κομμάτι. Από την άλλη προβάλλεται η αλληλεγγύη, η ανθρωπιά, η συντροφικότητα των ανταρτών.
Χωρίς βέβαια να λείπουν και τα περιστατικά των ανθρώπων που αρνούνται όχι μόνο να προσφέρουν τη βοήθειά τους από το φόβο μην τιμωρηθούν αυτοί και οι οικογένειές τους, αλλά είναι πρόθυμοι να καταγγείλουν τους κυνηγημένους στην αστυνομία.
[Όταν η Λενιώ τα διηγήθηκε αυτά στον Πέτρο και τούκανε παράπονο πως ο κόσμος χάλασε κείνος αποκρίθηκε:
- Οι τέτιες καταστάσεις, Λενιώ έχουν και τέτια πράματα. Πρέπει να πούμε πως περνούμε μια δύσκολη καμπή, ίσως τη δυσκολότερη. Αντί να κυνηγούμε τον εχθρό μάς κυνηγάει κι αυτό καταλαβαίνεις τι επίδραση έχει. Περίμενε ο κόσμος όπως το διψασμένο χώμα τη βροχή, όπως οι πρώτοι Χριστιανοί τη Λαμπρή… Πάθαμε ζημιές. Μεγάλες, μικρές… ποιος ξέρει! Τόσες μέρες τώρα ούτε μια ντουφεκιά δεν ακούστηκε. Βουβαμάρα ολόγυρα. Ο κόσμος πικράθηκε. Μερικοί φοβήθηκαν, άλλοι απογοητεύτηκαν κι άλλοι μούδιασαν και κουμπώθηκαν. Τέτια πράματα πάντα συμβαίνουν μόνο που πρέπει νάναι προσωρινά, γιατί αν γίνουν μόνιμη κατάσταση… Εμείς είμαστε κρυμμένοι μες στο λόγγο, κλεισμένοι σε μια σπηλιά και δεν ξέρουμε τι γίνετια παρέκει κι ούτε μπορούμε να μαντέψουμε πόσον καιρό θα είμαστε αποκομμένοι. Υπάρχει κίνδυνος η μοναξιά κι η απομόνωση να μας βάλουν κάτω και πρέπει ν’ αντιπαλαίψουμε. Πού θα βρούμε την ψυχική δύναμη, τη σωματική αντοχή; Από πού θα τα πάρουμε; Ποιος θα μας τη δόσει; Η Ρηνούλα, ο μπάρμπας της, ο νεολαίος που σου έδοσε τις κότες, ο μπάρμπα – Γρηγόρης… ο λαός. Τέσσερες βρίσκονται στο πλευρό μας κι ένας μόνο μάς γύρισε την πλάτη. Ο κόσμος δε χάλασε. Πάνω από δυο χρόνια τώρα καταπίνει τα δάκρυα, δένει τις πληγές του, μαζεύει μέσα του οργή και μίσος, ελπίζει και παλαίβει  όπως μπορεί κι αύριο, πρέπει να ελπίζυμε, θάναι καλύτερα. Μ’ αν το αύριο θάναι χειρότερο – γιατί μπορεί να γίνει κι αυτό – το μεθαύριο θάναι οπωσδήποτε καλύτερο.]

Ο έρωτας δε λείπει από τη ζωή των πρωταγωνιστών. Άλλοτε ως μέσο παρελκυστικό, συμφεροντολογικό σαν του Βάγγου και της Μάχης  και άλλοτε ως όνειρο και επιθυμία, ρομαντικός και ανεκπλήρωτος, λουλούδι που δεν προλαβαίνει να ανθίσει, όπως εκείνος της Λενιώς για τον συναγωνιστή της Περικλή και του Πέτρου για τη Μαρθούλα.
Τα πρόσωπα και τα γεγονότα τοποθετούνται μέσα σε περιβάλλον αστικό αλλά και ορεινό. Λεπτομερείς περιγραφές, χαρακτηριστικό της γραφής του Κώστα Μπόση, χρωματίζουν τα τοπία, αισθητοποιούν τον ήχο του ανέμου, τη βουή του νερού, το κελάηδημα των πουλιών, το κρώξιμο των αρπακτικών, τα αρώματα των φυτών, το ταξίδεμα των σύννεφων, τη δύναμη της βροχής, την απαλότητα του χιονιού. Ραχούλες, διάσελα, χαμηλά και ψηλά βουνά, κάμποι, ποτάμια, σπηλιές, δέντρα και θάμνοι αποκτούν μορφή.
Το περίγραμμα της πόλης που περιγράφει στην αρχή του μυθιστορήματος θυμίζει την Άρτα με το γεφύρι, το ποτάμι, τον κάμπο και στο βάθος τη θάλασσα. Λεμονιές, ελιές, ανθισμένοι κήποι. Οι δρόμοι που οδηγούν στα ορεινά, τα χωριά, οι αγροτικές δουλειές, τα σπίτια, οι άνθρωποι μοιάζουν βγαλμένα από την τοπιογραφία της ιδιαίτερης πατρίδας του Κώστα Μπόση.
Οι μορφές, οι κινήσεις και τα συναισθήματα των ανθρώπων ζωντανεύουν με δραματικό τρόπο.
Ανατριχιαστικές  οι λεπτομέρειες των ξυλοδαρμών, των θηριωδιών και των δολοφονιών σε συνδυασμό με την απόδοση των πιο ακραίων και κτηνώδικων  συμπεριφορών σε σημείο πρόκλησης πόνου και αισθήματος οδύνης.
Όλα αυτά συμβαίνουν πάντα μέσα σε μια φύση εκπληκτικής ομορφιάς, οργιαστικής δύναμης και ζωής  σε αντίθεση με τις πράξεις και τις ζωές των ανθρώπων. Αυτές οι αντιθέσεις είναι επίσης από τους πιο εκφραστικούς τρόπους της γραφής του Μπόση.
Η γλώσσα πλούσια και εκφραστική, εμπλουτισμένη με λέξεις από την ντοπιολαλιά του συγγραφέα  και προσαρμοσμένοι διάλογοι στα πρόσωπα και στους τόπους. Αν και θίγονται πολιτικά και κομματικά ζητήματα στους διαλόγους  και σε διάφορους σχολιασμούς ο λόγος δεν είναι ξύλινος ούτε και ψυχρός. Είναι ανθρώπινος, ευαίσθητος, τρυφερός, συμβολικός ή σκληρός και τραχύς ανάλογα με τους ανθρώπινους τύπους  που τον χρησιμοποιούν.
Το τέλος του α’ τόμου αφήνει να εννοηθεί ότι υπάρχει συνέχεια. Άγνωστο αν υπήρξε.
Πόσο άραγε κόστισε η λευτεριά; Με τι μέτρο μπορούν να μετρηθούν οι θυσίες;  Τι να αισθάνονταν αυτοί οι άνθρωποι και πώς έβλεπαν το μέλλον τους μέσα σε αυτή τη μαύρη εποχή; Ο Κώστας Μπόσης δίνει την απάντηση με τις σκέψεις του Πέτρου Κορφιάτη:
[Κατά τη βρυσούλα τη μοναχική – μεσάνυχτα θα είναι – ανεβαίνει κάποιος. Κουτσαίνει, κοντανασαίνει, κοντοστέκεται και ξανασαίνει. Κάθεται στο πεζούλι. Το νεράκι πέφτει απ’ την ξυλένια κάνουλα μουρμουριστά και τρέχει στην πλαγιά ανάμεσα σε χαλίκια και χορτάρια. Ατάραχος στέκει ο γέρο – πλάτανος, μόνο τα φύλλα του σαν κάτι να μουρμουρίζουν με του βουνού τ’ αγέρι. Τα έλατα πιο κει, στέκουν ορθά στητά και πότε – πότε γέρνουν τις κορφές αλαφρά και σιγοκουβεντιάζουν. Μοσχοβολάει ο αγέρας από ρετσίνι, ρίγανη, θυμάρι και φρεσκοκομμένο χόρτο. Κάποιος ασβός έπεσε σε παγίδα και σκούζει. Αντηχάει  ολόγυρα των τριζονιών η μουσική. Τα χωριουδάκια στις πλαγιές, στις ρεματιές, σκόρπια εδώ κι εκεί, κοιμούνται τυλιγμένα στη νυχτερινή σιγαλιά.
Τσακισμένο είναι το κορμί. Πικραμένη, μα περήφανη η ψυχή. Κι απ’ του μυαλού τη στράτα χείμαρος διαβαίνει η ζωή. Αξέχαστες μορφές που χάθηκαν, αγαπημένα πρόσωπα που παλαίβουν, αγάπες και μίση, χαρά και πόνος, λαχτάρες, πόθοι και καημοί. «Μας πήραν το ψωμί, μουρμουρίζει, τον ήλιο, τον αγέρα… τον ύπνο, τη χαρά και τη γαλήνη… Κούρσεψαν τα χωριά μας… Έσφαξαν τα παιδιά μας… Βίασαν τις γυναίκες, τις αδερφές μας… Σκότωσαν… Πόσα δάκρυα, πόσο αίμα, πόσες θυσίες… Κόλαση φριχτή έκαναν τη ζωή μας… Μα του λαού την ψυχή δεν κατάφεραν να την πατήσουν… Σε βουνοκορφές και βαθίσκιωτα δάση, σε χωριά και πολιτείες, σε μπουντρούμια και σε ξερονήσια στέκη αγέρωχη… Δύσκολες μέρες… μα θάρθουν και χαρούμενες».]
Κ. Μπόση, Δύσκολες Μέρες, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1956

V.I. Lenin-Το στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης

 V.I. Lenin-Το στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης

V.I. Lenin
Το στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης (1916).
Μεταγραφή, σχόλια και επεξεργασία σημειώσεων: Μη Απολιθωμένος (ακόμα!) από τις ακτές της Ανατολικής Βαλτικής

Το άρθρο υπάρχει στον 30ό τόμο των «Απάντων», πρβλ. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, 5η έκδοση, τόμος 30 (Iούλης 1916–Φλεβάρης 1917), Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1981, σελ. 131–143. Για την ψηφιοποίηση χρησιμοποίησα την έκδοση: Β. Ι. Λένιν, Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης — Το στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης, Εκδόσεις Προγκρές, Μόσχα 1985, σελ. 11–28· το κείμενο της έκδοσης αυτής είναι το ίδιο με το κείμενο του 30ού τόμου της ελληνικής μετάφρασης της 5ης έκδοσης των «Απάντων». Επειδή οι σημειώσεις της ελληνικής μετάφρασης παρουσίαζαν κάποιες παραλείψεις, ανέτρεξα στο ρωσικό πρωτότυπο της 5ης έκδοσης των «Απάντων» (В. И. Ленин, Полное собрание сочинений, Издание пятое, Том 30 (Июль 1916 ~ февраль 1917), Москва: Издательство политической литературы, 1973), σελ. 427–433, για να τις συμπληρώσω. Όσοι και όσες γερμανομαθείς ενδιαφέρονται να διαβάσουν το άρθρο στο γερμανικό πρωτότυπο, θα το βρουν εδώ: W. I. Lenin, Werke, Band 23 (August 1916–März 1917), Dietz Verlag: Berlin/DDR, 1975, S. 72–83.


ΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ[1]

Στην Ολλανδία, στις Σκανδιναβικές χώρες, στην Ελβετία, από τους κύκλους των επαναστατών σοσιαλδημοκρατών που παλεύουν ενάντια στην ψευτιά των σοσιαλσοβινιστών για την «υπεράσπιση της πατρίδας» στο σημερινό ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ακούγονται φωνές υπέρ της αντικατάστασης της παλιάς θέσης του σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος-μίνιμουμ: «πολιτοφυλακή ή εξοπλισμός του λαού» ― με μια νέα: «αφοπλισμός». Η «Jugend-Internationale»[2] άνοιξε συζήτηση πάνω σ’ αυτό το ζήτημα και δημοσίευσε στο 3ο φύλλο ένα άρθρο της Σύνταξης υπέρ του αφοπλισμού. Στις νεότερες θέσεις του Ρ. Γκριμ[3] βρίσκουμε δυστυχώς επίσης μια παραχώρηση στην ιδέα του «αφοπλισμού». Στα περιοδικά «Neues Leben»[4] και «Vorbote» έχει αρχίσει συζήτηση.

Ας εξετάσουμε τα επιχειρήματα των υπερασπιστών του αφοπλισμού.

Ι

Το βασικό επιχείρημα είναι ότι το αίτημα του αφοπλισμού είναι η πιο ξεκάθαρη, η πιο αποφασιστική, η πιο συνεπής έκφραση της πάλης ενάντια σε κάθε μιλιταρισμό και ενάντια σε κάθε πόλεμο.

Μα σ’ αυτό ακριβώς το βασικό επιχείρημα βρίσκεται η βασική πλάνη των οπαδών του αφοπλισμού. Οι σοσιαλιστές δεν μπορούν να είναι ενάντια σε κάθε πόλεμο, αν δεν θέλουν να πάψουν να είναι σοσιαλιστές.

Πρώτο, οι σοσιαλιστές ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν μπορούν να είναι αντίπαλοι των επαναστατικών πολέμων. Η αστική τάξη των «μεγάλων» ιμπεριαλιστικών Δυνάμεων έγινε πέρα για πέρα αντιδραστική και τον πόλεμο που διεξάγει τώρα αυτή η αστική τάξη τον θεωρούμε αντιδραστικό, δουλοκτητικό και εγκληματικό πόλεμο. Πώς τίθεται όμως το ζήτημα σχετικά με τον πόλεμο ενάντια σ’ αυτή την αστική τάξη; Λογουχάρη με τον πόλεμο των καταπιεζόμενων απ’ αυτήν ή των αποικιακών λαών, για την απελευθέρωσή τους; Στις «θέσεις» της ομάδας «Η Διεθνής», στην παράγραφο 5, διαβάζουμε: «Στην εποχή αυτού του αχαλίνωτου ιμπεριαλισμού δεν μπορούν να υπάρξουν κανενός είδους εθνικοί πόλεμοι». Αυτό είναι ολοφάνερα λαθεμένο.

Η ιστορία του 20ού αιώνα, αυτού του αιώνα του «αχαλίνωτου ιμπεριαλισμού», είναι γεμάτη από αποικιακούς πολέμους. Αυτό όμως που εμείς, οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές καταπιεστές της πλειοψηφίας των λαών του κόσμου, με το σιχαμερό ευρωπαϊκό σοβινισμό που μας χαρακτηρίζει, ονομάζουμε «αποικιακούς πολέμους», είναι συχνά εθνικοί πόλεμοι ή εθνικές εξεγέρσεις των καταπιεζόμενων αυτών λαών. Μια από τις πιο βασικές ιδιότητες του ιμπεριαλισμού είναι ακριβώς ότι επιταχύνει την ανάπτυξη του καπιταλισμού στις πιο καθυστερημένες χώρες κι έτσι πλαταίνει και οξύνει την πάλη ενάντια στην εθνική καταπίεση. Αυτό είναι γεγονός. Κι απ’ αυτό προκύπτει αναπόφευκτα το συμπέρασμα ότι ο ιμπεριαλισμός δεν μπορεί παρά να γεννά συχνά εθνικούς πολέμους. Ο Γιούνιους, υπερασπίζοντας στην μπροσούρα του τις προαναφερμένες «θέσεις», λέει ότι στην ιμπεριαλιστική εποχή κάθε εθνικός πόλεμος ενάντια σε μια από τις ιμπεριαλιστικές μεγάλες Δυνάμεις οδηγεί στην επέμβαση μιας άλλης, επίσης ιμπεριαλιστικής μεγάλης Δύναμης που συναγωνίζεται την πρώτη, κι έτσι κάθε εθνικός πόλεμος μετατρέπεται σε ιμπεριαλιστικό. Μα και το επιχείρημα αυτό δεν είναι σωστό. Αυτό μπορεί να συμβεί, όμως δεν συμβαίνει πάντα έτσι. Πολλοί αποικιακοί πόλεμοι στην περίοδο 1900–1914 δεν ακολούθησαν αυτό το δρόμο. Και θα ήταν απλούστατα γελοίο, αν δηλώναμε ότι, λογουχάρη, ύστερα από το σημερινό πόλεμο, αν αυτός τελειώσει με την πλήρη εξάντληση των εμπόλεμων χωρών, «δεν μπορεί» να υπάρξει «κανένας» εθνικός, προοδευτικός, επαναστατικός πόλεμος από την πλευρά π.χ. της Κίνας σε συμμαχία με την Ινδία, την Περσία, το Σιάμ κτλ. ενάντια στις μεγάλες Δυνάμεις.


Η άρνηση κάθε δυνατότητας εθνικών πολέμων στην εποχή του ιμπεριαλισμού θεωρητικά δεν είναι σωστή, ιστορικά είναι ολοφάνερα λαθεμένη και πρακτικά ισοδυναμεί με ευρωπαϊκό σοβινισμό: εμείς που ανήκουμε στα έθνη που καταπιέζουν εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους στην Ευρώπη, στην Αφρική, στην Ασία κτλ., πρέπει να δηλώσουμε στους καταπιεζόμενους λαούς ότι ο πόλεμός τους ενάντια στα έθνη «μας» είναι «αδύνατος»!

Δεύτερο. Και οι εμφύλιοι πόλεμοι είναι πόλεμοι. Όποιος παραδέχεται την πάλη των τάξεων δεν μπορεί να μην παραδέχεται τους εμφύλιους πολέμους, οι οποίοι σε κάθε ταξική κοινωνία αποτελούν τη φυσική και κάτω από ορισμένες συνθήκες αναπόφευκτη συνέχιση, ανάπτυξη και όξυνση της ταξικής πάλης. Αυτό το επιβεβαιώνουν όλες οι μεγάλες επαναστάσεις. Το να αρνιέσαι τους εμφύλιους πολέμους ή να τους ξεχνάς σημαίνει ότι πέφτεις στον έσχατο οπορτουνισμό και απαρνιέσαι τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Τρίτο, ο σοσιαλισμός που νίκησε σε μια μόνη χώρα δεν αποκλείει καθόλου μεμιάς όλους γενικά τους πολέμους. Απεναντίας, τους προϋποθέτει. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού συντελείται στον ανώτατο βαθμό ανισόμετρα στις διάφορες χώρες. Κι ούτε μπορεί να γίνει διαφορετικά στις συνθήκες της εμπορευματικής παραγωγής. Από δω βγαίνει το αδιαφιλονίκητο συμπέρασμα: ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να νικήσει ταυτόχρονα σ’ όλες τις χώρες. Θα νικήσει αρχικά σε μια ή σε μερικές χώρες και οι υπόλοιπες θα παραμείνουν για ένα διάστημα αστικές ή προαστικές. Αυτό δεν μπορεί παρά να προκαλέσει όχι μονάχα προστριβές, μα και άμεση επιδίωξη της αστικής τάξης των άλλων χωρών να συντρίψει το νικηφόρο προλεταριάτο του σοσιαλιστικού κράτους. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο πόλεμος από την πλευρά μας θα ήταν νόμιμος και δίκαιος. Θα ήταν πόλεμος υπέρ του σοσιαλισμού, για την απελευθέρωση άλλων λαών από την αστική τάξη. Ο Ένγκελς είχε απόλυτα δίκιο, όταν στο γράμμα του προς τον Κάουτσκι της 12 του Σεπτέμβρη 1882 παραδεχόταν ξεκάθαρα τη δυνατότητα «αμυντικών πολέμων» του σοσιαλισμού που έχει πια νικήσει. Είχε υπόψη του ακριβώς την άμυνα του νικηφόρου προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη των άλλων χωρών.

Μόνο αφού ανατρέψουμε, νικήσουμε οριστικά και απαλλοτριώσουμε την αστική τάξη σ’ όλο τον κόσμο, κι όχι μονάχα σε μια χώρα, οι πόλεμοι θα γίνουν αδύνατοι. Και από επιστημονική άποψη δεν θα είναι καθόλου σωστό και καθόλου επαναστατικό, αν παρακάμψουμε ή αποκρύψουμε ακριβώς το πιο σπουδαίο: την κατάπνιξη της αντίστασης της αστικής τάξης, που είναι το πιο δύσκολο και που απαιτεί μεγαλύτερο αγώνα στην περίοδο του περάσματος στο σοσιαλισμό. Οι «κοινωνικοί» παπάδες και οι οπορτουνιστές είναι πάντα έτοιμοι να ονειροπολήσουν ένα μελλοντικό ειρηνικό σοσιαλισμό, αλλά διαφέρουν από τους επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες, ακριβώς γιατί δεν θέλουν να σκέπτονται και να συλλογίζονται τη σκληρή ταξική πάλη και τους ταξικούς πολέμους για την πραγματοποίηση αυτού του θαυμάσιου μέλλοντος.

Δεν πρέπει να αφεθούμε να μας εξαπατούν με τα λόγια. Η έννοια «υπεράσπιση της πατρίδας» είναι σε πολλούς μισητή, γιατί μ’ αυτήν οι ανοιχτοί οπορτουνιστές και οι καουτσκιστές καλύπτουν και κρύβουν την ψευτιά της αστικής τάξης στο σημερινό ληστρικό πόλεμο. Αυτό είναι γεγονός. Απ’ αυτό όμως δεν προκύπτει ότι πρέπει να ξεμάθουμε να σκεπτόμαστε τη σημασία των πολιτικών συνθημάτων. Το να αναγνωρίζει κανείς την «υπεράσπιση της πατρίδας» στο σημερινό πόλεμο, σημαίνει ότι το θεωρεί «δίκαιο», ανταποκρινόμενο στα συμφέροντα του προλεταριάτου ― και τίποτε, μα τίποτε παραπάνω, γιατί η εισβολή δεν αποκλείεται σε κανένα πόλεμο. Θα ήταν απλώς ανοησία να αρνιέται κανείς την «υπεράσπιση της πατρίδας» απομέρους των καταπιεζόμενων λαών, στον πόλεμό τους ενάντια στις ιμπεριαλιστικές μεγάλες Δυνάμεις ή απομέρους του νικηφόρου προλεταριάτου στον πόλεμό του ενάντια σε οποιονδήποτε Γκαλιφέ αστικού κράτους.


Θεωρητικά θα ήταν τελείως λαθεμένο να ξεχνάμε ότι κάθε πόλεμος είναι μόνο συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα· ο τωρινός ιμπεριαλιστικός πόλεμος είναι η συνέχιση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής δυο ομάδων μεγάλων Δυνάμεων, κι αυτή η πολιτική γεννήθηκε και τρέφεται από το σύνολο των σχέσεων της ιμπεριαλιστικής εποχής. Όμως αυτή η ίδια η εποχή δεν μπορεί παρά να γεννήσει και να θρέψει κατανάγκη και την πολιτική του αγώνα ενάντια στην εθνική καταπίεση και του αγώνα του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη, και γι’ αυτό και τη δυνατότητα και το αναπόφευκτο, πρώτο, των επαναστατικών εθνικών εξεγέρσεων και πολέμων, δεύτερο, των πολέμων και των εξεγέρσεων του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη, τρίτο, της συνένωσης των δυο αυτών ειδών επαναστατικών πολέμων κτλ.

ΙΙ

Σ’ αυτά πρέπει να προσθέσουμε και τον παρακάτω γενικό συλλογισμό.

Μια καταπιεζόμενη τάξη που δεν επιδιώκει να μάθει να χειρίζεται τα όπλα, να έχει όπλα, μια τέτοια καταπιεζόμενη τάξη δεν θα άξιζε παρά να τη μεταχειρίζονται όπως μεταχειρίζονται τους δούλους. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε, αν δεν θέλουμε να μεταβληθούμε σε αστούς πασιφιστές ή οπορτουνιστές, ότι ζούμε σε ταξική κοινωνία και ότι απ’ αυτή δεν υπάρχει και ούτε μπορεί να υπάρξει άλλη διέξοδος, εκτός από την ταξική πάλη. Σε κάθε ταξική κοινωνία ―άσχετα αν στηρίζεται στη δουλεία, στη δουλοπαροικία ή, όπως σήμερα, στη μισθωτή εργασία― η τάξη που καταπιέζει είναι ένοπλη. Όχι μόνο ο τωρινός τακτικός στρατός, μα και η τωρινή πολιτοφυλακή ―ακόμη και στις πιο δημοκρατικές αστικές δημοκρατίες, π.χ. στην Ελβετία― είναι εξοπλισμός της αστικής τάξης ενάντια στο προλεταριάτο. Αυτό είναι μια τόσο στοιχειώδης αλήθεια, που νομίζω ότι δεν χρειάζεται να σταθούμε ιδιαίτερα σ’ αυτή. Φτάνει να υπενθυμίσουμε τη χρησιμοποίηση του στρατού ενάντια στους απεργούς σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες.

Ο εξοπλισμός της αστικής τάξης ενάντια στο προλεταριάτο είναι ένα από τα πιο μεγάλα, βασικά και σπουδαιότερα γεγονότα της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας. Και μπροστά σ’ ένα τέτοιο γεγονός προτείνουν στους επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες να προβάλλουν το «αίτημα» του «αφοπλισμού»! Αυτό ισοδυναμεί με πλήρη εγκατάλειψη της άποψης της ταξικής πάλης, με παραίτηση από κάθε σκέψη για επανάσταση. Σύνθημά μας πρέπει να είναι: εξοπλισμός του προλεταριάτου για να νικήσει, ν’ απαλλοτριώσει και ν’ αφοπλίσει την αστική τάξη. Αυτή είναι η μοναδικά δυνατή τακτική της επαναστατικής τάξης, τακτική που απορρέει απ’ όλη την αντικειμενική ανάπτυξη του καπιταλιστικού μιλιταρισμού που υπαγορεύεται απ’ αυτή την ανάπτυξη. Μόνο αφού αφοπλίσει την αστική τάξη, μπορεί το προλεταριάτο, χωρίς να προδώσει την κοσμοϊστορική του αποστολή, να πετάξει στα παλιοσίδερα κάθε όπλο γενικά και το προλεταριάτο θα το κάνει αυτό αναμφίβολα, αλλά μόνο τότε, σε καμιά περίπτωση νωρίτερα.

Αν ο τωρινός πόλεμος προκαλεί στους αντιδραστικούς χριστιανοσοσιαλιστές, στους κλαψιάρηδες μικροαστούς μόνο φρίκη και τρόμο, μόνο αποστροφή προς κάθε χρησιμοποίηση των όπλων, προς το αίμα, το θάνατο κτλ., τότε πρέπει να πούμε: η καπιταλιστική κοινωνία ήταν και είναι πάντα μια φρίκη δίχως τέλος. Κι αν τώρα αυτός ο πόλεμος, ο πιο αντιδραστικός απ’ όλους τους πολέμους, ετοιμάζει σ’ αυτή την κοινωνία ένα τέλος γεμάτο φρίκη, εμείς δεν έχουμε κανένα λόγο να πέσουμε σε απόγνωση. Και στην αντικειμενική του σημασία το «αίτημα» του αφοπλισμού ―ή σωστότερα: το ονειροπόλημα του αφοπλισμού― δεν είναι τίποτε άλλο παρά εκδήλωση ακριβώς απόγνωσης σε μια τέτοια περίοδο που μπροστά στα μάτια όλων προετοιμάζεται με τις δυνάμεις της ίδιας της αστικής τάξης ο μοναδικά νόμιμος και επαναστατικός, δηλαδή ο εμφύλιος πόλεμος ενάντια στην ιμπεριαλιστική αστική τάξη.

Όποιος πει ότι αυτό είναι θεωρία αποσπασμένη από τη ζωή, θα του θυμίσουμε δυο κοσμοϊστορικά γεγονότα: το ρόλο των τραστ και τη δουλειά των γυναικών στα εργοστάσια, από το ένα μέρος, την Κομμούνα του 1871 και την εξέγερση του Δεκέμβρη του 1905 στη Ρωσία, από το άλλο.

Έργο της αστικής τάξης είναι να αναπτύσσει τα τραστ, να σπρώχνει τα γυναικόπαιδα στις φάμπρικες, να τα βασανίζει εκεί, να τα διαφθείρει και να τα καταδικάζει στην έσχατη φτώχια. Εμείς δεν «διεκδικούμε» μια τέτοια ανάπτυξη, δεν την «υποστηρίζουμε», παλεύουμε ενάντιά της. Μα πώς παλεύουμε; Ξέρουμε ότι τα τραστ και η δουλειά των γυναικών στα εργοστάσια αποτελούν πρόοδο. Δεν θέλουμε να πάμε πίσω, στη χειροτεχνία, στον προμονοπωλιακό καπιταλισμό, στη σπιτική δουλειά των γυναικών. Εμπρός μέσω των τραστ κτλ., και πέρα απ’ αυτά προς το σοσιαλισμό!

Ο συλλογισμός αυτός ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών και για τη σημερινή στρατιωτικοποίηση του λαού. Σήμερα η ιμπεριαλιστική αστική τάξη στρατιωτικοποιεί όχι μονάχα όλο το λαό, μα και τη νεολαία. Αύριο θ’ αρχίσει, ίσως να στρατιωτικοποιεί και τις γυναίκες. Εμείς παίρνοντας αφορμή απ’ αυτό, πρέπει να πούμε: τόσο το καλύτερο! Γρηγορότερα εμπρός! Όσο πιο γρήγορα, τόσο θα βρεθούμε πλησιέστερα στην ένοπλη εξέγερση ενάντια στον καπιταλισμό. Πώς μπορούν οι σοσιαλδημοκράτες να αφήνονται να τρομοκρατηθούν από τη στρατιωτικοποίηση της νεολαίας κτλ., όταν δεν ξεχνούν το παράδειγμα της Κομμούνας; Αυτό δεν είναι «θεωρία αποσπασμένη από τη ζωή», δεν είναι όνειρο, αλλά γεγονός. Και θα ήταν στ’ αλήθεια πολύ άσχημο, αν οι σοσιαλδημοκράτες, στο πείσμα όλων των οικονομικών και πολιτικών γεγονότων, άρχιζαν να αμφιβάλλουν ότι η ιμπεριαλιστική εποχή και οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν αναπόφευκτα στην επανάληψη αυτών των γεγονότων.

Ένας αστός παρατηρητής της Κομμούνας το Μάη του 1871 έγραφε σε μια αγγλική εφημερίδα: «Αν το γαλλικό έθνος αποτελούνταν μόνο από γυναίκες, τι τρομερό έθνος θα ήταν!». Τον καιρό της Κομμούνας γυναίκες και παιδιά 13 χρονών πολέμησαν δίπλα στους άντρες. Και δεν μπορεί να συμβεί διαφορετικά και στις μελλοντικές μάχες για την ανατροπή της αστικής τάξης. Οι προλετάρισσες δεν θα βλέπουν παθητικά πώς η καλοοπλισμένη αστική τάξη θα τουφεκίζει τους κακοοπλισμένους ή και τους άοπλους εργάτες. Θα αδράξουν τα όπλα, όπως το 1871 και από τα τωρινά τρομαγμένα έθνη ―σωστότερα: από το τωρινό εργατικό κίνημα, το αποδιοργανωμένο από τους οπορτουνιστές περισσότερο παρά από τις κυβερνήσεις― θα γεννηθεί αναμφισβήτητα, αργά ή γρήγορα, μα οπωσδήποτε αναμφισβήτητα, η διεθνής συμμαχία των «τρομερών εθνών» του επαναστατικού προλεταριάτου.

Τώρα η στρατιωτικοποίηση διεισδύει σ’ όλη την κοινωνική ζωή. Ο ιμπεριαλισμός είναι η άγρια πάλη των μεγάλων Δυνάμεων για το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα του κόσμου ― γι’ αυτό δεν μπορεί παρά να οδηγήσει αναπόφευκτα στην παραπέρα στρατιωτικοποίηση όλων των χωρών και των ουδετέρων και των μικρών. Τι θα κάνουν ενάντια σ’ αυτό οι προλετάρισσες;; Θα καταριούνται απλώς κάθε πόλεμο και καθετί το στρατιωτικό, θα ζητούν μονάχα αφοπλισμό; Ποτέ οι γυναίκες μιας καταπιεζόμενης τάξης, που είναι πραγματικά επαναστατική, δεν θα συμβιβαστούν μ’ ένα τέτοιο επαίσχυντο ρόλο. Αλλά θα πουν στα παιδιά τους: «Γρήγορα θα γίνεις μεγάλος. Θα σου δώσουν όπλο. Πάρτο και μάθε καλά την πολεμική τέχνη. Αυτή η μάθηση είναι απαραίτητη στους προλετάριους ― όχι για να πυροβολούν ενάντια στ’ αδέλφια σου, τους εργάτες των άλλων χωρών, όπως γίνεται στον τωρινό πόλεμο και όπως σε συμβουλεύουν να κάνεις οι προδότες του σοσιαλισμού, μα για να παλεύουν ενάντια στην αστική τάξη της δικής τους χώρας, για να βάλουν τέρμα στην εκμετάλλευση, την αθλιότητα και τους πολέμους, όχι με ευσεβείς ευχές, αλλά νικώντας την αστική τάξη και αφοπλίζοντάς την».

Αν παραιτείσαι από τη διεξαγωγή μιας τέτοιας προπαγάνδας και ακριβώς της τέτοιας προπαγάνδας σχετικά με τον τωρινό πόλεμο, είναι καλύτερα να μη λες μεγάλα λόγια για διεθνή επαναστατική σοσιαλδημοκρατία, για σοσιαλιστική επανάσταση, για πόλεμο κατά του πολέμου.

ΙΙΙ

Οι οπαδοί του αφοπλισμού τάσσονται ενάντια στην προγραμματική θέση «του εξοπλισμού του λαού», ανάμεσα στ’ άλλα και για το λόγο πως το τελευταίο αυτό αίτημα οδηγεί τάχα πιο εύκολα σε παραχωρήσεις προς τον οπορτουνισμό. Εξετάσαμε παραπάνω το σπουδαιότερο: τη σχέση του αφοπλισμού προς την ταξική πάλη και προς την κοινωνική επανάσταση. Ας εξετάσουμε τώρα το ζήτημα της σχέσης του αιτήματος του αφοπλισμού προς τον οπορτουνισμό. Μια από τις κυριότερες αιτίες που κάνουν απαράδεκτο το αίτημα του αφοπλισμού είναι ακριβώς ότι αυτό και οι αυταπάτες που γεννιούνται αναπόφευκτα απ’ αυτό αδυνατίζουν και εξασθενούν την πάλη μας ενάντια στον οπορτουνισμό.

Δεν χωράει αμφιβολία ότι η πάλη αυτή αποτελεί το κύριο άμεσο πρόβλημα της Διεθνούς. Η πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, αν δεν είναι αδιάρρηκτα συνδεμένη με την πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό, είναι κούφια φράση ή απάτη. Μια από τις κύριες ελλείψεις του Τσίμμερβαλντ και του Κίνταλ[5] και μια από τις βασικές αιτίες του πιθανού φιάσκου αυτών των εμβρύων της Γ΄ Διεθνούς είναι ακριβώς ότι το ζήτημα της πάλης ενάντια στον οπορτουνισμό δεν είχε μπει καν ανοιχτά, χωρίς να μιλήσω για λύση του με την έννοια ότι χρειάζεται η ρήξη με τους οπορτουνιστές. Ο οπορτουνισμός νίκησε ―προσωρινά― στο ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα. Σ’ όλες τις μεγάλες χώρες διαμορφώθηκαν δυο βασικές αποχρώσεις του οπορτουνισμού: πρώτα ο απροκάλυπτος, ο κυνικός και γι’ αυτό λιγότερο επικίνδυνος, σοσιαλιμπεριαλισμός των κυρίων Πλεχάνοφ, Σάιντεμαν, Λέγκιν, Αλμπέρ Τομά και Σαμπά, Βαντερβέλντε, Χάιντμαν, Χέντερσον κτλ. Δεύτερο, ο σκεπασμένος, ο καουτσκισμός: Κάουτσκι–Χάαζε και η «Σοσιαλδημοκρατική ομάδα εργασίας»[6] στη Γερμανία· Λονγκέ, Πρεσμάν, Μαγεράς κτλ. στη Γαλλία· Ράμσεϋ Μακντόναλντ και οι άλλοι αρχηγοί του «Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος» στην Αγγλία[7]· Μάρτοφ, Τσχεΐτζε κτλ. στη Ρωσία· Τρέβες και λοιποί, οι λεγόμενοι αριστεροί ρεφορμιστές στην Ιταλία.

Ο απροκάλυπτος οπορτουνισμός δρα ανοιχτά και άμεσα ενάντια στην επανάσταση και ενάντια στα επαναστατικά κινήματα και τα ξεσπάσματα που αρχίζουν, σε άμεση συμμαχία με τις κυβερνήσεις, όσο διαφορετικές κι αν είναι οι μορφές αυτής της συμμαχίας, αρχίζοντας από τη συμμετοχή στις κυβερνήσεις και τελειώνοντας με τη συμμετοχή στις Επιτροπές πολεμικής βιομηχανίας (Ρωσία)[8]. Οι σκεπασμένοι οπορτουνιστές, οι καουτσκιστές, είναι πολύ πιο επιζήμιοι και επικίνδυνοι για το εργατικό κίνημα, επειδή κρύβουν την υπεράσπιση της συμμαχίας τους με τους πρώτους με καλόηχες ψευτο-«μαρξιστικές» λέξεις και πασιφιστικά συνθήματα. Η πάλη ενάντια στις δυο αυτές μορφές του οπορτουνισμού που τώρα επικρατεί πρέπει να διεξάγεται σε όλα τα πεδία δράσης της προλεταριακής πολιτικής: κοινοβουλευτισμός, επαγγελματικά συνδικάτα, απεργίες, στρατιωτική τέχνη κτλ. Η κυριότερη όμως ιδιομορφία που διακρίνει και τις δυο αυτές μορφές του κυρίαρχου οπορτουνισμού είναι ότι αποσιωπούν, σκεπάζουν ή πραγματεύονται το συγκεκριμένο ζήτημα της σχέσης του τωρινού πολέμου με την επανάσταση και τα άλλα συγκεκριμένα ζητήματα της επανάστασης, προσέχοντας μην παραβούν τις αστυνομικές απαγορεύσεις. Κι αυτό παρόλο που πριν από τον πόλεμο είχε τονιστεί αμέτρητες φορές και ανεπίσημα, και στη Διακήρυξη[9] της Βασιλείας επίσημα η σύνδεση που έχει αυτός ακριβώς ο πόλεμος με την προλεταριακή επανάσταση. Η κυριότερη λοιπόν έλλειψη του αιτήματος του αφοπλισμού είναι ότι παρακάμπτονται έτσι όλα τα συγκεκριμένα ζητήματα της επανάστασης. Ή μήπως οι οπαδοί του αφοπλισμού τάσσονται υπέρ ενός ολωσδιόλου νέου είδους επανάστασης, της άοπλης επανάστασης;

Παρακάτω. Δεν είμαστε καθόλου ενάντια στον αγώνα για μεταρρυθμίσεις. Δεν θέλουμε να αγνοήσουμε το δυσάρεστο ενδεχόμενο ότι η ανθρωπότητα θα ζήσει ―στη χειρότερη περίπτωση― ακόμη ένα δεύτερο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, παρόλες τις πολυάριθμες εκρήξεις του μαζικού αναβρασμού και της μαζικής δυσαρέσκειας και παρά τις προσπάθειές μας. Είμαστε οπαδοί ενός τέτοιου προγράμματος μεταρρυθμίσεων, που πρέπει να στρέφεται και ενάντια στους οπορτουνιστές. Οι οπορτουνιστές θα ένιωθαν μόνο χαρά, αν αφήναμε μονάχα σ’ αυτούς τον αγώνα για τις μεταρρυθμίσεις και μεις απομακρυνόμασταν στα χιμαιρικά ύψη κάποιου «αφοπλισμού», σώζοντας τον εαυτό μας με τη φυγή από τη θλιβερή πραγματικότητα. Ο «αφοπλισμός» είναι ακριβώς φυγή από την άσχημη πραγματικότητα και καθόλου αγώνας εναντίον της.

Σ’ ένα τέτοιο πρόγραμμα θα λέγαμε περίπου τα παρακάτω: «Το σύνθημα και η αναγνώριση της υπεράσπισης της πατρίδας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο του 1914–1916 είναι μόνο διαφθορά του εργατικού κινήματος με το αστικό ψέμα». Μια τέτοια συγκεκριμένη απάντηση στα συγκεκριμένα ζητήματα θα ήταν θεωρητικά πιο σωστή, πολύ πιο ωφέλιμη για το προλεταριάτο, πολύ πιο ανυπόφορη για τους οπορτουνιστές, από το αίτημα του αφοπλισμού και από την άρνηση «κάθε» υπεράσπισης της πατρίδας. Και θα μπορούσαμε να προσθέσουμε: «Η αστική τάξη όλων των ιμπεριαλιστικών μεγάλων Δυνάμεων, της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Ρωσίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, των Ηνωμένων Πολιτειών, έχει γίνει τόσο αντιδραστική και είναι τόσο διαποτισμένη από την τάση για παγκόσμια κυριαρχία, που κάθε πόλεμος απομέρους της αστικής τάξης αυτών των χωρών μπορεί να είναι μόνο αντιδραστικός. Το προλεταριάτο όχι μόνο πρέπει να είναι ενάντια σε κάθε τέτοιο πόλεμο, μα και πρέπει να επιθυμεί την ήττα της “δικής του„ κυβέρνησης σ’ αυτούς τους πολέμους και να χρησιμοποιεί την ήττα αυτή για την επαναστατική εξέγερση, αν δεν πετύχει η εξέγερση που θα είχε σκοπό την παρεμπόδιση του πολέμου».

Όσο για την πολιτοφυλακή θα έπρεπε να πούμε: δεν είμαστε υπέρ της αστικής πολιτοφυλακής, αλλά μόνο υπέρ της προλεταριακής. Γι’ αυτό «ούτε μια πεντάρα κι ούτε έναν άνθρωπο» όχι μονάχα για τον τακτικό στρατό, αλλά και για την αστική πολιτοφυλακή, ακόμη και σε χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες ή η Ελβετία, η Νορβηγία κτλ. Πολύ περισσότερο γιατί και στις πιο ελεύθερες δημοκρατικές χώρες (π.χ. στην Ελβετία) βλέπουμε τον ολοένα και μεγαλύτερο εκπρωσισμό της πολιτοφυλακής, ιδιαίτερα ύστερα από το 1907 και 1911, την εκπόρνευσή της για την κινητοποίηση τμημάτων ενάντια στους απεργούς. Μπορούμε ν’ απαιτούμε: εκλογή των αξιωματικών από το λαό, κατάργηση κάθε είδους στρατιωτικής δικαιοσύνης, εξίσωση δικαιωμάτων ξένων και ντόπιων εργατών (ιδιαίτερα σπουδαίο σημείο για εκείνα τα ιμπεριαλιστικά κράτη που, όπως η Ελβετία, όλο και σε μεγαλύτερο βαθμό και όλο και πιο ξετσίπωτα εκμεταλλεύονται τους ξένους εργάτες, αφήνοντάς τους χωρίς δικαιώματα), παρακάτω: δικαίωμα για κάθε εκατό, ας πούμε, κατοίκους μιας χώρας να σχηματίζουν ελεύθερες ενώσεις για την ολόπλευρη εκμάθηση της πολεμικής τέχνης, με ελεύθερη εκλογή των εκπαιδευτών, με πληρωμή τους από το Δημόσιο ταμείο κτλ. Μόνο μ’ αυτούς τους όρους θα μπορούσε το προλεταριάτο να μάθει την πολεμική τέχνη πραγματικά για τον εαυτό του και όχι για τους δουλοκτήτες του και μια τέτοια εκμάθηση απαιτούν αναμφισβήτητα τα συμφέροντα του προλεταριάτου. Η ρωσική επανάσταση απόδειξε πως η κάθε επιτυχία του επαναστατικού κινήματος ―π.χ. η κατάληψη μιας πόλης, ενός βιομηχανικού συνοικισμού, ενός τμήματος του στρατού― θα αναγκάσει αναπόφευκτα το νικηφόρο προλεταριάτο να εφαρμόσει τέτοιο ακριβώς πρόγραμμα.

Τέλος, είναι αυτονόητο πως ενάντια στον οπορτουνισμό δεν μπορείς να αγωνιστείς απλώς με προγράμματα, αλλά μόνο με τη διαρκή επίβλεψη για να εφαρμόζονται τα προγράμματα αυτά πραγματικά. Το πιο μεγάλο, το μοιραίο λάθος της χρεοκοπημένης Β΄ Διεθνούς ήταν ότι τα λόγια δεν ανταποκρίνονταν στα έργα, ότι καλλιεργούνταν η συνήθεια της υποκρισίας και της ξεδιάντροπης επαναστατικής φρασεολογίας (βλ. την τωρινή στάση των Κάουτσκι και Σίας απέναντι στη Διακήρυξη της Βασιλείας). Ο αφοπλισμός σαν κοινωνική ιδέα ―δηλαδή σαν ιδέα που γεννιέται από κάποια κοινωνική κατάσταση και μπορεί να επιδρά σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον και δεν είναι προσωπική παραξενιά― γεννήθηκε, φαίνεται, από τις ιδιαίτερες και κατ’ εξαίρεση «ήρεμες» συνθήκες ζωής μερικών κρατών που έμειναν αρκετό χρόνο παράμερα από το ματωμένο παγκόσμιο δρόμο των πολέμων και ελπίζουν να μείνουν παράμερα και στο μέλλον. Για να πειστεί κανείς γι’ αυτό, αρκεί να εμβαθύνει λ.χ. στην επιχειρηματολογία των νορβηγών οπαδών του αφοπλισμού: «εμείς ―λένε― είμαστε χώρα μικρή, ο στρατός μας είναι μικρός, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε ενάντια στις μεγάλες Δυνάμεις» (αλλά και γι’ αυτό ανίσχυροι απέναντι στο βίαιο τράβηγμα σε μια ιμπεριαλιστική συμμαχία με μια οποιαδήποτε ομάδα μεγάλων Δυνάμεων)… «θέλουμε να μείνουμε ήσυχοι στην απόμερη γωνιά μας και θα εξακολουθούμε να εφαρμόζουμε την απόμερη πολιτική μας, να απαιτούμε αφοπλισμό, υποχρεωτικά διαιτητικά δικαστήρια, μόνιμη ουδετερότητα κτλ.» («μόνιμη» ― μήπως σαν τη βελγική;).

Η στενόκαρδη επιδίωξη των μικρών κρατών να μείνουν παράμερα, η μικροαστική επιθυμία να βρίσκονται όσο γίνεται μακρύτερα από τις μεγάλες μάχες της παγκόσμιας ιστορίας, να εκμεταλλεύονται τη σχετική μονοπωλιακή θέση τους για να παραμείνουν σε αποστεωμένη παθητικότητα ― να ποιες αντικειμενικές κοινωνικές συνθήκες μπορεί να εξασφαλίσουν μια ορισμένη επιτυχία στην ιδέα του αφοπλισμού και μια ορισμένη διάδοσή της σε μερικά μικρά κράτη. Εννοείται πως η επιδίωξη αυτή είναι αντιδραστική και στηρίζεται ολοκληρωτικά σε αυταπάτες, γιατί ο ιμπεριαλισμός έτσι είτε αλλιώς παρασέρνει τα μικρά κράτη στη δίνη της παγκόσμιας οικονομίας και της παγκόσμιας πολιτικής.

Στην Ελβετία π.χ. οι ιμπεριαλιστικές συνθήκες της τής υπαγορεύουν αντικειμενικά δυο γραμμές στο εργατικό κίνημα: οι οπορτουνιστές σε συμμαχία με την αστική τάξη προσπαθούν να κάνουν την Ελβετία ρεπουμπλικανικο-δημοκρατική μονοπωλιακή ένωση για να αποκομίζουν κέρδη από τους περιηγητές της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης και για να χρησιμοποιούν αυτή την «ήρεμη» μονοπωλιακή της θέση όσο το δυνατό συμφερτικότερα, όσο το δυνατό ηρεμότερα.

Οι πραγματικοί σοσιαλδημοκράτες της Ελβετίας προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τη σχετική ελευθερία και τη «διεθνή» της θέση για να βοηθήσουν να νικήσει η στενή συμμαχία των επαναστατικών στοιχείων των εργατικών κομμάτων της Ευρώπης. Η Ελβετία μιλάει, δόξα τω θεώ, όχι «δική της ανεξάρτητη» γλώσσα, μα τρεις διεθνείς γλώσσες και μάλιστα γλώσσες που τις μιλάνε εμπόλεμες χώρες, οι οποίες συνορεύουν μαζί της.

Αν τα 20000 μέλη του Ελβετικού κόμματος έδιναν κάθε βδομάδα 2 σαντίμ σαν «έκτακτο πολεμικό φόρο», θα εισπράτταμε 20000 φράγκα το χρόνο, ποσό μεγαλύτερο απ’ ό,τι χρειάζεται για να τυπώνουμε περιοδικά σε τρεις γλώσσες και να κυκλοφορούμε ανάμεσα στους εργάτες και τους στρατιώτες των εμπολέμων χωρών, παρά τις απαγορεύσεις των γενικών επιτελείων, όλα όσα περιέχουν την αλήθεια για την αγανάκτηση που αρχίζει να εκδηλώνεται ανάμεσα στους εργάτες, για τη συναδέλφωσή τους στα χαρακώματα, για τις ελπίδες τους επαναστατικής χρησιμοποίησης των όπλων ενάντια στην ιμπεριαλιστική αστική τάξη των «δικών τους» χωρών κτλ.

Όλα αυτά δεν είναι καινούργια. Αυτό ακριβώς γίνεται από τις καλύτερες εφημερίδες, όπως η «La Sentinelle», η «Volksrecht»[10], η «Berner Tagwacht», αλλά δυστυχώς, σε ανεπαρκή βαθμό. Μονάχα με μια τέτοια δράση μπορεί η θαυμάσια απόφαση του κομματικού συνεδρίου του Άαραου[11] να γίνει κάτι περισσότερο από απλώς θαυμάσια απόφαση.

Εκείνο που μας ενδιαφέρει τώρα είναι το παρακάτω ερώτημα: ανταποκρίνεται άραγε στην επαναστατική κατεύθυνση των ελβετών σοσιαλδημοκρατών το αίτημα του «αφοπλισμού»; Είναι φανερό πως δεν ανταποκρίνεται. Αντικειμενικά ο «αφοπλισμός» είναι το πιο εθνικό, το ειδικά εθνικό πρόγραμμα των μικρών κρατών και κάθε άλλο παρά το διεθνές πρόγραμμα της διεθνούς επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας.

Γράφτηκε στα γερμανικά το Σεπτέμβρη του 1916

Πρωτοδημοσιεύτηκε το Σεπτέμβρη και Οχτώβρη του 1917 στην εφημερίδα «Jugend-Internationale» αρ. φύλ. 9 και 10
Υπογραφή: N. L e n i n

Στα ρωσικά πρωτοδημοσιεύτηκε το 1929 στη 2–3 έκδοση των Απάντων του Β. Ι. Λένιν, τόμ. ΧΙΧ

Δημοσιεύεται σύμφωνα με το κείμενο της εφημερίδας
Μετάφραση από τα γερμανικά

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Το άρθρο «Το στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης» (ο Β. Ι. Λένιν το ονομάζει στην αλληλογραφία του «Entwaffnung» («Αφοπλισμός») – «Για τον αφοπλισμό») γράφτηκε στα γερμανικά και προοριζόταν για δημοσίευση στον τύπο των ελβετών, σουηδών και νορβηγών αριστερών σοσιαλδημοκρατών. Όμως τότε δεν δημοσιεύτηκε. Αμέσως μετά ο Λένιν ξαναδούλεψε λίγο το άρθρο για να εκδοθεί στα ρωσικά. Το άρθρο με τον τίτλο «Για το σύνθημα του “αφοπλισμού„» δημοσιεύτηκε στη «Σμπόρνικ “Σοτσιάλ-Ντεμοκράτα„» τεύχ. 2, το Δεκέμβρη του 1916 (βλ. Άπαντα, 5η έκδ., τόμ. 30ός, σελ. 151–162).

Το αρχικό, γερμανικό κείμενο του άρθρου δημοσιεύτηκε στο όργανο της Διεθνούς ένωσης σοσιαλιστικών οργανώσεων της νεολαίας «Jugend-Internationale» («Διεθνής των Νέων») τεύχ. 9 και 10 του Σεπτέμβρη και Οχτώβρη του 1917 με τον τίτλο «Das Militärprogramm der proletarischen Revolution». Κατά τη δημοσίευση του άρθρου η Συντακτική Επιτροπή του περιοδικού έβαλε τον παρακάτω πρόλογο: «Στις μέρες μας, όταν ο Λένιν είναι ένας από εκείνους τους παράγοντες της ρωσικής επανάστασης, για τους οποίους μιλούν πιο συχνά απ’ όλους, το παρακάτω άρθρο αυτού του παλιού σιδερένιου επαναστάτη, που εκθέτει σημαντικό μέρος του πολιτικού του προγράμματος, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το άρθρο το έφερε ο ίδιος στη Συντακτική μας επιτροπή λίγο πριν την αναχώρησή του από τη Ζυρίχη τον Απρίλη του 1917». Τον τίτλο του άρθρου, όπως φαίνεται, τον έδωσε η Συντακτική επιτροπή του περιοδικού «Jugend-Internationale».

[2] «Jugend-Internationale» («Διεθνής των Νέων») ― όργανο της Διεθνούς ένωσης σοσιαλιστικών οργανώσεων της νεολαίας που ανήκε στην αριστερά του Τσίμμερβαλντ· έβγαινε από το Σεπτέμβρη του 1915 ως το Μάη του 1918 στη Ζυρίχη, διευθυντής του ήταν ο Β. Μύντσενμπεργκ. Την εκτίμηση του «Jugend-Internationale» βλ. στο άρθρο του Β. Ι. Λένιν «Η Διεθνής των Νέων», (Άπαντα, τ. 30, σελ. 225–229).

[3] Πρόκειται για τις θέσεις πάνω στο στρατιωτικό ζήτημα, που συντάχτηκαν από τον Ρ. Γκριμ και δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Grütlianer» («Γκρυτλιανός») αρ. φύλ. 162 και 164 της 14 και 17 του Ιούλη 1916.

Στο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Ελβετίας εξαιτίας του ότι δυνάμωσε ο κίνδυνος να παρασυρθεί η Ελβετία στον πόλεμο, έγινε συζήτηση πάνω στο ζήτημα σχετικά με τη στάση απέναντι στον πόλεμο. Τον Απρίλη του 1916 η Διοίκηση του ελβετικού Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ανάθεσε σε επιφανείς παράγοντες του κόμματος ―στον Ρ. Γκριμ, στον Γκ. Μύλλερ, στον Σ. Νεν, στον Π. Πφλύγκερ κ.ά.― να εκφράσουν στον τύπο τη γνώμη τους πάνω στο ζήτημα αυτό. Ο καθένας απ’ αυτούς έγραψε άρθρα ή θέσεις που δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες «Berner Tagwacht» («Φρουρός της Βέρνης»), «Volksrecht» («Λαϊκό Δίκαιο»), «Grütlianer» («Γκρυτλιανός»).

Ο Β. Ι Λένιν παρακολουθούσε με προσοχή την πορεία της συζήτησης, μελετούσε τα υλικά, έγραφε τις παρατηρήσεις του για τις θέσεις. Όλα αυτά τα υλικά δημοσιεύτηκαν στη «Λενινιστική Συλλογή», τόμ. XVII.

[4] «Neues Leben» («Νέα Ζωή») ― μηνιαίο περιοδικό, όργανο του ελβετικού Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Εκδιδόταν στη Βέρνη από το Γενάρη του 1915 ως το Δεκέμβρη του 1917. Το περιοδικό διοχέτευε τις απόψεις των δεξιών τσιμμερβαλντιστών. Από τις αρχές του 1917 πήρε σοσιαλσοβινιστική θέση.

[5] Πρόκειται για τις διεθνείς σοσιαλιστικές συνδιασκέψεις που έγιναν στο Τσίμμερβαλντ και στο Κίνταλ.

Η Συνδιάσκεψη του Τσίμμερβαλντ ή η Πρώτη διεθνής σοσιαλιστική συνδιάσκεψη έγινε στις 5–8 του Σεπτέμβρη 1915. Σ’ αυτήν πήραν μέρος 38 αντιπρόσωποι από τους σοσιαλιστές 11 ευρωπαϊκών χωρών: της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ρωσίας, της Πολωνίας, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Σουηδίας, της Νορβηγίας, της Ολλανδίας και της Ελβετίας. Επικεφαλής της αντιπροσωπείας της ΚΕ του ΣΔΕΚΡ ήταν ο Β. Ι. Λένιν.

Στη συνδιάσκεψη συζητήθηκαν τα παρακάτω θέματα: 1) εκθέσεις των αντιπροσώπων των διάφορων χωρών· 2) κοινή διακήρυξη των αντιπροσώπων της Γερμανίας και της Γαλλίας· 3) πρόταση της Αριστεράς του Τσίμμερβαλντ να ψηφιστεί μια απόφαση αρχών· 4) ψήφιση διακήρυξης· 5) εκλογή Διεθνούς Σοσιαλιστικής Επιτροπής (I.S.K.)· 6) έγκριση ψηφίσματος συμπάθειας προς τα θύματα του πολέμου και τους καταδιωκόμενους.

Η συνδιάσκεψη ψήφισε διακήρυξη-έκκληση «Προς τους προλετάριους της Ευρώπης», που την επεξεργάστηκε επιτροπή και στην οποία κατορθώθηκε να μπουν μια σειρά βασικές θέσεις του επαναστατικού μαρξισμού χάρη στην επιμονή του Λένιν και των αριστερών σοσιαλδημοκρατών. Εκτός απ’ αυτό, η συνδιάσκεψη ψήφισε την κοινή διακήρυξη της γερμανικής και της γαλλικής αντιπροσωπείας, το ψήφισμα συμπάθειας προς τα θύματα του πολέμου και τους αγωνιστές που διώκονται για την πολιτική τους δράση, και εξέλεξε Διεθνή Σοσιαλιστική Επιτροπή.

Στη συνδιάσκεψη δημιουργήθηκε αριστερή ομάδα του Τσίμμερβαλντ, στην οποία μπήκαν αντιπρόσωποι της ΚΕ του ΣΔΕΚΡ με επικεφαλής τον Λένιν, της καθοδήγησης της σοσιαλδημοκρατίας της περιοχής του Βασιλείου της Πολωνίας και της Λιθουανίας, της ΚΕ της σοσιαλδημοκρατίας της περιοχής Λεττονίας, των σουηδών αριστερών (Ζ. Χέγκλουντ), των νορβηγών αριστερών (Τ. Νέρμαν), των ελβετών αριστερών (Φ. Πλάττεν), της ομάδας «Διεθνιστές σοσιαλιστές της Γερμανίας» (Γ. Μπόρχαρντ). Η αριστερή ομάδα του Τσίμμερβαλντ πάλευε δραστήρια ενάντια στην κεντριστική πλειοψηφία της συνδιάσκεψης. Συνεπή ως το τέλος θέση στη συνδιάσκεψη πήραν μόνο οι αντιπρόσωποι του Κόμματος των μπολσεβίκων.

Ο Λένιν έκανε την εκτίμηση της συνδιάσκεψης του Τσίμμερβαλντ και της τακτικής που κράτησαν σ’ αυτήν οι μπολσεβίκοι στα άρθρα του: «Ένα πρώτο βήμα» και «Οι επαναστάτες μαρξιστές στη διεθνή σοσιαλιστική συνδιάσκεψη της 5–8 του Σεπτέμβρη 1915» (βλ. Άπαντα, 5η έκδ., τόμ. 27ος).

Η Συνδιάσκεψη του Κίνταλ, ή η Δεύτερη διεθνής σοσιαλιστική συνδιάσκεψη έγινε στην κωμόπολη Κίνταλ (Ελβετία) στις 24–30 του Απρίλη 1916. Στη συνδιάσκεψη πήραν μέρος 43 αντιπρόσωποι από τους σοσιαλιστές 10 χωρών: της Ρωσίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ελβετίας, της Πολωνίας, της Νορβηγίας, της Αυστρίας, της Σερβίας και της Πορτογαλίας. Εκτός απ’ αυτούς πήραν μέρος σαν προσκαλεσμένοι ένας αντιπρόσωπος της Αγγλίας και ένας αντιπρόσωπος της γραμματείας της Διεθνούς της νεολαίας. Οι αντιπρόσωποι του Ανεξάρτητου εργατικού κόμματος της Αγγλίας, των σοσιαλιστών των ΗΠΑ, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας, της Ελλάδας και της Σουηδίας δεν μπόρεσαν να πάρουν διαβατήριο και γι’ αυτό δεν πήραν μέρος· μερικοί αντιπρόσωποι των αριστερών μεταβίβασαν τα πληρεξούσιά τους σε άλλα κόμματα: η σοσιαλδημοκρατία της περιοχής Λεττονίας μεταβίβασε το πληρεξούσιό της στην ΚΕ του ΣΔΕΚΡ· ο αντιπρόσωπος των ολλανδών αριστερών, Γκ. Ρόλαντ-Χολστ, το δικό του στη σοσιαλδημοκρατία της περιοχής του Βασιλείου της Πολωνίας και της Λιθουανίας. Απομέρους της ΚΕ του ΣΔΕΚΡ στη συνδιάσκεψη πήραν μέρος 3 αντιπρόσωποι μ’ επικεφαλής τον Λένιν.

Στη συνδιάσκεψη συζητήθηκαν τα παρακάτω θέματα: 1) η πάλη για τον τερματισμό του πολέμου, 2) η στάση του προλεταριάτου απέναντι στα ζητήματα της ειρήνης, 3) η ζύμωση και η προπαγάνδα, 4) η κοινοβουλευτική δράση, 5) η μαζική πάλη, 6) η σύγκληση του Διεθνούς Σοσιαλιστικού Γραφείου.

Η αριστερή ομάδα του Τσίμμερβαλντ μ’ επικεφαλής τον Β. Ι. Λένιν κατείχε πιο σταθερές θέσεις στη συνδιάσκεψη του Κίνταλ απ’ ό,τι στο Τσίμμερβαλντ. Συνένωνε 12 αντιπροσώπους και σε μερικά ζητήματα τις προτάσεις της ψήφιζαν μέχρι 20 άτομα, δηλαδή σχεδόν οι μισοί αντιπρόσωποι της συνδιάσκεψης. Το γεγονός αυτό αντικαθρέφτιζε την αλλαγή στο συσχετισμό των δυνάμεων που είχε γίνει στο διεθνές εργατικό κίνημα προς όφελος του διεθνισμού.

Η συνδιάσκεψη ψήφισε διακήρυξη-έκκληση «Προς τους λαούς που καταστρέφονται και σκοτώνονται» και αποφάσεις που έκαναν κριτική στον πασιφισμό και στο Διεθνές Σοσιαλιστικό Γραφείο. Ο Β. Ι. Λένιν εκτίμησε τις αποφάσεις της συνδιάσκεψης σαν ένα παραπέρα βήμα προς τα μπρος, στην υπόθεση της συσπείρωσης των διεθνιστών στην πάλη κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου.

Οι συνδιασκέψεις του Τσίμμερβαλντ και του Κίνταλ συνέβαλαν στη συσπείρωση πάνω στην ιδεολογική βάση του μαρξισμού-λενινισμού των αριστερών στοιχείων της δυτικοευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, που αργότερα έπαιξαν δραστήριο ρόλο στην πάλη για τη δημιουργία των κομμουνιστικών κομμάτων στις χώρες τους και στην ίδρυση της Γ΄, της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

[6] «Σοσιαλδημοκρατική ομάδα εργασίας» («Arbeitsgemeinschaft» ― «Κοινότητα εργασίας») ― οργάνωση των γερμανών κεντριστών. Σχηματίστηκε το Μάρτη του 1916 από βουλευτές του Ράιχσταγκ, που αποσχίστηκαν από τη σοσιαλδημοκρατική ομάδα του Ράιχσταγκ. Επικεφαλής της ομάδας ήταν οι Ο. Χάαζε, Γκ. Λέντεμπουρ, Β. Ντίτμαν. Η ομάδα έβγαζε το «Lose Blätter» («Άδετα Φύλλα») και μέχρι τον Απρίλη του 1916 υπερίσχυε στη Συντακτική επιτροπή της εφημερίδας «Vorwärts» («Εμπρός»). Μετά την απομάκρυνση των κεντριστών από τη «Vorwärts» η ομάδα έκανε Κεντρικό της Όργανο το «Mitteilungsblätter» («Πληροφοριακά Φύλλα») που έβγαινε στο Βερολίνο. Η ομάδα είχε την πλειοψηφία της οργάνωσης του Βερολίνου. Η «Σοσιαλδημοκρατική ομάδα εργασίας» αποτέλεσε το βασικό πυρήνα του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας, που δημιουργήθηκε τον Απρίλη του 1917, και το οποίο δικαιολογούσε τους ανοιχτούς σοσιαλσοβινιστές, τασσόμενο υπέρ της διατήρησης της ενότητας μ’ αυτούς.

[7] Ανεξάρτητο Εργατικό κόμμα της Αγγλίας (Independent Labour Party) ― ρεφορμιστική οργάνωση που ιδρύθηκε από τους καθοδηγητές των «νέων τρέιντ-γιούνιον» το 1893 σε συνθήκες που αναζωογονούνταν ο απεργιακός αγώνας και δυνάμωνε το κίνημα για την ανεξαρτησία της εργατικής τάξης της Αγγλίας από τα αστικά κόμματα. Στο ΑΕΚ μπήκαν τα μέλη των «νέων τρέιντ-γιούνιον» και μια σειρά παλιά συνδικάτα, αντιπρόσωποι της διανόησης και της μικροαστικής τάξης, που βρίσκονταν κάτω από την επίδραση των φαβιανών. Επικεφαλής του κόμματος ήταν ο Κέιρ Χάρντυ και ο Ρ. Μακντόναλντ. Το ΑΕΚ από την αρχή ακόμη της εμφάνισής του τήρησε αστική ρεφορμιστική στάση, στρέφοντας την κύρια προσοχή του στην κοινοβουλευτική μορφή πάλης και στις κοινοβουλευτικές συναλλαγές με το Φιλελεύθερο κόμμα. Ο Λένιν, χαρακτηρίζοντας το Ανεξάρτητο Εργατικό κόμμα, έγραφε ότι «στην πράξη το κόμμα αυτό είναι κόμμα οπορτουνιστικό, εξαρτημένο πάντα από την αστική τάξη» (Άπαντα, 5η έκδ., τόμ. 39ος, σελ. 90).

Στις αρχές του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου το ΑΕΚ έβγαλε διακήρυξη κατά του πολέμου, στη συνδιάσκεψη του κόμματος στις 5–6 του Απρίλη 1915 στο Νόρβιλ ψηφίστηκαν μια σειρά πασιφιστικές αποφάσεις, όμως ύστερα από λίγο διάστημα το ΑΕΚ ακολούθησε τις θέσεις του σοσιαλσοβινισμού.

[8] Οι Επιτροπές πολεμικής βιομηχανίας δημιουργήθηκαν στη Ρωσία το Μάη του 1915 από την ιμπεριαλιστική μεγαλοαστική τάξη για να βοηθήσουν τον τσαρισμό στη διεξαγωγή του πολέμου. Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής πολεμικής βιομηχανίας ήταν ο μεγαλύτερος καπιταλιστής, ο αρχηγός των οχτωβριστών Α. Ι. Γκουτσκόφ. Μέλη της Επιτροπής ήταν ο εργοστασιάρχης Α. Ι. Κονοβάλοφ, ο τραπεζίτης και ιδιοκτήτης εργοστασίου ζάχαρης Μ. Ι. Τερέστσενκο και άλλοι μεγιστάνες του κεφαλαίου. Η αστική τάξη στην προσπάθειά της να υποτάξει τους εργάτες στην επιρροή της και να τους μεταδώσει αμυνίτικες διαθέσεις, αποφάσισε να οργανώσει «εργατικές ομάδες» δίπλα σ’ αυτές τις επιτροπές και να αποδείξει μ’ αυτό ότι στη Ρωσία αποκαταστάθηκε η «ταξική ειρήνη» ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο. Οι μπολσεβίκοι μποϋκοτάρισαν τις Επιτροπές πολεμικής βιομηχανίας και, έχοντας την υποστήριξη της πλειοψηφίας των εργατών, το πραγματοποίησαν αυτό με επιτυχία. Στη συνέλευση των πληρεξουσίων των εργατών της Πετρούπολης στις 27 του Σεπτέμβρη (10 του Οχτώβρη) 1915, υπέρ της απόφασης των μπολσεβίκων που καλούσε τους εργάτες να μποϋκοτάρουν τις Επιτροπές πολεμικής βιομηχανίας και να παλέψουν για την επαναστατική έξοδο από τον πόλεμο, ψήφισαν 95 άτομα, υπέρ της απόφασης των μενσεβίκων 81 άτομα. Μόνο στην επαναληπτική συνέλευση, ύστερα από την αποχώρηση των εργατών οπαδών των μπολσεβίκων, οι μενσεβίκοι κατόρθωσαν να βγάλουν στην «εργατική ομάδα» 10 άτομα μ’ επικεφαλής τον Κ. Α. Γκβόζντεφ.

Ύστερα από τη διαφωτιστική δουλειά που έκαναν οι μπολσεβίκοι, από το συνολικό αριθμό των 239 περιφερειακών και τοπικών Επιτροπών πολεμικής βιομηχανίας εκλογές «εργατικών ομάδων» έγιναν μόνο σε 70 Επιτροπές, και εργάτες αντιπρόσωποι εκλέχθηκαν μόνο σε 36 επιτροπές.

[9] Διακήρυξη της Βασιλείας — διακήρυξη για τον πόλεμο, που ψηφίστηκε από το Έκτακτο Διεθνές σοσιαλιστικό συνέδριο της Βασιλείας (Ελβετία), που έγινε στις 24–25 του Νοέμβρη 1912. Το συνέδριο συγκλήθηκε για να λύσει το ζήτημα της πάλης ενάντια στον επικείμενο κίνδυνο του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου, που η απειλή του μεγάλωσε ακόμη πιο πολύ ύστερα από την έναρξη του πρώτου βαλκανικού πολέμου. Στο συνέδριο πήραν μέρος 555 αντιπρόσωποι. Η ΚΕ του ΣΔΕΚΡ εκπροσωπήθηκε με 6 αντιπρόσωπους. Την ημέρα της έναρξης των εργασιών του συνεδρίου έγινε πολυπληθής αντιπολεμική διαδήλωση και διεθνές συλλαλητήριο διαμαρτυρίας κατά του πολέμου.

Στις 25 Νοέμβρη το συνέδριο ψήφισε ομόφωνα τη διακήρυξη για τον πόλεμο. Η διακήρυξη προειδοποιούσε τους λαούς για τον κίνδυνο του επικείμενου παγκόσμιου πολέμου. «Σε οποιαδήποτε στιγμή, αναφερόταν στη διακήρυξη, οι μεγάλοι ευρωπαϊκοί λαοί μπορεί να ριχτούν ο ένας ενάντια στον άλλον, και ένα τέτοιο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και της λογικής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε με το παραμικρότερο πρόσχημα οποιουδήποτε λαϊκού συμφέροντος… Θα ήταν τρέλα αν οι κυβερνήσεις δεν καταλάβαιναν ότι και μόνο η σκέψη για τη φρικαλεότητα ενός παγκόσμιου πολέμου είναι ικανή να προκαλέσει την αγανάκτηση και την οργή της εργατικής τάξης. Το προλεταριάτο θεωρεί έγκλημα να πυροβολεί ο ένας τον άλλον για τα κέρδη των καπιταλιστών, για τη φιλοδοξία των δυναστειών, για την πραγματοποίηση των μυστικών διπλωματικών συμφωνιών» (βλ. «Außerordentlicher Internationaler Sozialistenkongreß zu Basel am 24. und 25. November 1912», Berlin, 1912, S. 23, 26).

Η διακήρυξη ξεσκέπαζε τους ληστρικούς σκοπούς του πολέμου που προετοίμαζαν οι ιμπεριαλιστές και καλούσε τους εργάτες όλων των χωρών να κάνουν αποφασιστική πάλη για την ειρήνη, ενάντια στην απειλή του πολέμου, «να αντιπαρατάξουν στον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό την ισχύ της διεθνούς αλληλεγγύης του προλεταριάτου». Σε περίπτωση που θα ξεσπάσει ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, η διακήρυξη σύστηνε στους σοσιαλιστές να χρησιμοποιήσουν την οικονομική και πολιτική κρίση που προκαλεί ο πόλεμος, για τον αγώνα υπέρ της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Οι ηγέτες της Β΄ Διεθνούς (Κάουτσκι, Βαντερβέλντε κ.ά.) στο συνέδριο ψήφισαν υπέρ της διακήρυξης ενάντια στον πόλεμο. Ωστόσο μόλις άρχισε ο παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος ξέχασαν τη διακήρυξη της Βασιλείας, όπως και τις άλλες αποφάσεις των διεθνών σοσιαλιστικών συνεδρίων για την πάλη κατά του πολέμου και τάχθηκαν στο πλευρό των ιμπεριαλιστικών τους κυβερνήσεων.

[10] «La Sentinelle» («Ο Φρουρός») ― εφημερίδα, όργανο της σοσιαλδημοκρατικής οργάνωσης του καντονίου του Νεσατέλ (Ελβετία). Έβγαινε στο Σο-ντε-Φον από το 1890. Από το 1906 ως το 1910 δεν εκδιδόταν. Στα χρόνια του πρώτου παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου (1914–1918) η εφημερίδα κράτησε διεθνιστική στάση. Στις 13 του Νοέμβρη 1914 στο φύλ. αρ. 265 της εφημερίδας δημοσιεύτηκε σε περίληψη η διακήρυξη της ΚΕ του ΣΔΕΚΡ «Ο πόλεμος και η σοσιαλδημοκρατία της Ρωσίας».

«Volksrecht» («Λαϊκό Δίκαιο») ― καθημερινή εφημερίδα, όργανο του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Ελβετίας. Εκδίδεται στη Ζυρίχη από το 1898. Στα χρόνια του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου (1914–1918) διευθυντής της εφημερίδας ήταν ο Ε. Νομπς και η εφημερίδα δημοσίευε άρθρα αριστερών τσιμμερβαλντιστών. Σ’ αυτήν δημοσιεύτηκαν τα άρθρα του Λένιν «Δώδεκα σύντομες θέσεις για την υπεράσπιση από τον Γκ. Γκρόιλιχ της υπεράσπισης της πατρίδας», «Για τα καθήκοντα του ΣΔΕΚΡ στη ρωσική επανάσταση», «Τεχνάσματα ρεπουμπλικάνων σοβινιστών» κ.ά. Σήμερα η στάση της εφημερίδας πάνω στα βασικά ζητήματα της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, από άποψη αρχών, σχεδόν σε τίποτε δεν διαφέρει από τη στάση των αστικών εφημερίδων.

[11] Ο Β. Ι. Λένιν εννοεί το συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Ελβετίας στο Άαραου, που έγινε στις 20–21 του Νοέμβρη 1915. Το κεντρικό θέμα της ημερήσιας διάταξης του συνεδρίου ήταν το ζήτημα της στάσης της ελβετικής σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στην ένωση των διεθνιστών του Τσίμμερβαλντ. Γύρω από το ζήτημα αυτό διεξάχθηκε πάλη ανάμεσα στις τρεις κατευθύνσεις της ελβετικής σοσιαλδημοκρατίας: 1) στους αντιτσιμμερβαλντιστές (Γκ. Γκρόιλιχ, Π. Πφλύγκερ κ.ά.), 2) τους οπαδούς της Δεξιάς του Τσίμμερβαλντ (Ρ. Γκριμ, Π. Γκράμπερ κ.ά.) και 3) τους οπαδούς της Αριστεράς του Τσίμμερβαλντ (Φ. Πλάττεν, Ε. Νομπς κ.ά.). Από τον Ρ. Γκριμ προωθήθηκε απόφαση, στην οποία προτεινόταν στο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Ελβετίας να προσχωρήσει στην ένωση του Τσίμμερβαλντ και να εγκρίνει την πολιτική γραμμή των δεξιών τσιμμερβαλντιστών. Οι ελβετοί αριστεροί σοσιαλδημοκράτες υπόβαλαν εξονόματος του τμήματος Λοζάνης πρόταση τροποποίησης της απόφασης του Γκριμ. Στην τροποποίηση προτεινόταν να αναγνωριστεί η αναγκαιότητα της ανάπτυξης μαζικής επαναστατικής πάλης ενάντια στον πόλεμο και δηλωνόταν ότι μόνο η νικηφόρα επανάσταση του προλεταριάτου μπορεί να βάλει τέλος στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Αφού η πρόταση τροποποίησης του τμήματος Λοζάνης αποσύρθηκε κάτω από την πίεση του Γκριμ, την πρόταση επανάφερε ο μπολσεβίκος Μ. Μ. Χαριτόνοφ, που έπαιρνε μέρος στο συνέδριο ως αντιπρόσωπος με πλήρες δικαίωμα ψήφου απομέρους μιας από τις ελβετικές σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις. Ο Γκριμ και οι οπαδοί του αναγκάστηκαν για λόγους τακτικής να υποστηρίξουν την τροποποίηση. Η πλειοψηφία των αντιπροσώπων του συνεδρίου (υπέρ 258, κατά 141) ενέκρινε την τροποποίηση των αριστερών.

TOP READ