Τις τελευταίες βδομάδες υπάρχει μια πυκνή αρθρογραφία στον ηλεκτρονικό και έντυπο Tύπο για τις δημογραφικές εξελίξεις, με αναλυτικά ρεπορτάζ από εκδηλώσεις διαφόρων φορέων και από παρεμβάσεις κυβερνητικών στελεχών. Ανάμεσα στα στοιχεία που παρουσιάζονται, αναφέρεται ότι η Ελλάδα έχει από τους χαμηλότερους δείκτες γονιμότητας στην ΕΕ με 1,35 παιδιά ανά γυναίκα το 2017, από 1,31 το 2004 και 1,5 το 2008 – 2009. Η ηλικία απόκτησης πρώτου παιδιού από τις γυναίκες μετατέθηκε στα 30,3 έτη το 2016 από 28,8 έτη το 2008. Το 2050 προβλέπεται ότι το 36% των κατοίκων της Ελλάδας θα είναι άνω των 65 ετών. Χαρακτηριστικά επισημαίνεται ότι το 2017 είχαμε 88.553 γεννήσεις και 124.501 θανάτους.
Πάνω σε αυτό το έδαφος «ξετυλίγεται» το πλαίσιο των παρεμβάσεων των εκπροσώπων της κυβέρνησης της ΝΔ. Περιλαμβάνει απειλητικές προειδοποιήσεις για τις συνέπειες του δημογραφικού ζητήματος στο ασφαλιστικό σύστημα, που λειτουργούν ως τροχιοδεικτικές βολές για τα επόμενα βήματα της επίθεσης σε μια σειρά από δικαιώματα.
Εξάλλου, η συζήτηση γύρω από τις δημογραφικές εξελίξεις, με τις πολλές πλευρές και προεκτάσεις της, θα συνεχίσει να βρίσκεται στην επικαιρότητα, με αφορμή το νομοσχέδιο για το επίδομα γέννησης το οποίο κατατέθηκε στη Βουλή και στις 20/1/2020 μπαίνει για συζήτηση στην αρμόδια Επιτροπή. Θριαμβευτικοί τόνοι για τη θεσμοθέτηση του επιδόματος, με το οποίο η κυβέρνηση διατείνεται πως θα θέσει τα «νέα θεμέλια της σύγχρονης δημογραφικής πολιτικής της χώρας», αντεγκλήσεις και αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα αστικά κόμματα, που στηρίζουν την παρωχημένη, αστική αντίληψη πως η φροντίδα του παιδιού αποτελεί ατομική και οικογενειακή ευθύνη, συνεχίζουν να βρίσκονται στο επίκεντρο της σχετικής συζήτησης.

Προβληματισμοί για το «ανθρώπινο κεφάλαιο» και τις «προοπτικές ανάπτυξης»

«Η δημογραφική κρίση μπορεί να αντιστραφεί», δήλωνε το Δεκέμβρη 2019 η υφυπουργός Εργασίας, Δ. Μιχαηλίδου, μιλώντας στο αντίστοιχο συνέδριο του «Economist». Αναφερόμενη στα μέτρα που σχεδιάζει η κυβέρνηση έκανε λόγο για ένα «αναπτυξιακό εργαλείο» που συμβάλλει στο «χτίσιμο» του «ανθρώπινου κεφαλαίου» της χώρας.
Σε αντίστοιχη παρέμβαση, ο υπουργός Εργασίας, Γ. Βρούτσης, χαρακτήρισε το δημογραφικό «βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια του συστήματος κοινωνικής προστασίας». Πίσω από τα μελανά χρώματα για τους δημογραφικούς δείκτες μπορεί κανείς να διακρίνει τη νέα επίθεση στην Κοινωνική Ασφάλιση που ετοιμάζει η κυβέρνηση. Με τη σειρά του, ο Ν. Μηταράκης αποφάνθηκε πως «τα αναδιανεμητικά συστήματα δεν μπορούν να σηκώσουν αποτελεσματικά το βάρος του δημογραφικού», επαναλαμβάνοντας για μια ακόμα φορά την πρόθεση της κυβέρνησης να προωθήσει ένα σύστημα «τριών πυλώνων», δηλαδή να «ξηλώσει» τον όποιο κοινωνικό χαρακτήρα της Ασφάλισης έχει απομείνει και να αφήσει το πεδίο ελεύθερο στα επαγγελματικά ταμεία, που λειτουργούν με βάση το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, και στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες.
Τη σκυτάλη στον σχετικό προβληματισμό παίρνει η αιτιολογική έκθεση για το σχέδιο νόμου για το επίδομα γέννησης. Το νομοσχέδιο αναφέρεται στην υποχρέωση του κράτους «να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της οικογένειας στο πλαίσιο άσκησης δημογραφικής πολιτικής» και παράλληλα «να μεριμνήσει για τη βιωσιμότητα του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης», υποδεικνύοντας πως η δημογραφική γήρανση όχι μόνο «οδηγεί σε συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού» αλλά συνιστά «τον πυρήνα του ασφαλιστικού προβλήματος της χώρας μας».

Προωθούν την «ευελιξία» με πρόσχημα την «υποστήριξη» της οικογένειας

Στο ενδιαφέρον της εκάστοτε κυβέρνησης γύρω από τους δημογραφικούς δείκτες, στα μέτρα που σχεδιάζει και υλοποιεί αποτυπώνονται οι αντιφάσεις της πολιτικής που υπηρετούν το αστικό κράτος, οι επιχειρηματικοί όμιλοι, οι διακρατικές ιμπεριαλιστικές οργανώσεις. Πρόκειται για τις αντιδραστικές προσαρμογές στις αντιφάσεις που γεννά ο σύγχρονος καπιταλισμός, χωρίς να εξασφαλίζει ούτε την εργασία ως καθολικό κοινωνικό δικαίωμα ούτε την κοινωνική ευθύνη για την προστασία της μητρότητας και τη στήριξη της οικογένειας. Ετσι, οι κυβερνητικές εξαγγελίες για το επίδομα γέννησης συμπληρώνονται με επισημάνσεις για τη σημασία που έχει «η παραμονή της γυναίκας στην αγορά εργασίας», ενώ δείχνουν σταθερά προς την κατεύθυνση της επέκτασης των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, με το πλαστό επιχείρημα πως αυτές μπορούν να συμβάλουν στην καλύτερη «ισορροπία» ανάμεσα στην εργασία και την οικογένεια.
«Οι περισσότερες θέσεις εργασίας δεν έχουν την απαιτούμενη ευελιξία που μπορεί να χρειαστεί η υποστήριξη της οικογένειας», ανέφερε χαρακτηριστικά η γενική γραμματέας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, Μαρία Συρεγγέλα, στη δική της παρέμβαση στο συνέδριο για τη «δημογραφική κρίση». Η ίδια επανέλαβε την πρόταση για επέκταση της «ευελιξίας» και στην άδεια εγκυμοσύνης και λοχείας. Η σημερινή κυβέρνηση, που όπως και η προηγούμενη πίνει νερό στο όνομα της «συμφιλίωσης οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής», ρίχνει στο τραπέζι την πρόταση για θεσμοθέτηση της «δυνατότητας» να «επιλέγουν» οι ίδιες οι μητέρες το χρόνο κατά τον οποίο θα λάβουν την εν λόγω άδεια. Με τον τρόπο αυτό, δίπλα στα ωράρια και τις εργασιακές σχέσεις – «λάστιχο», ανοίγει το δρόμο για να κόβει και να ράβει η εργοδοσία στα μέτρα της και την άδεια μητρότητας.

Εμπόδιο η ανάπτυξη με κριτήριο το καπιταλιστικό κέρδος

Οι δημογραφικές εξελίξεις είναι άμεσα συνυφασμένες με τους υλικούς όρους ζωής και η επιλογή ενός νέου ζευγαριού να δημιουργήσει τη δική του οικογένεια εξαρτάται από μια σειρά οικονομικών, κοινωνικών παραγόντων, που θέτουν αντικειμενικά εμπόδια στην απόφασή τους. Με την έννοια αυτή, οι δημογραφικοί δείκτες στην Ελλάδα διαμορφώνονται και κάτω από την επίδραση της επιδείνωσης των όρων δουλειάς και διαβίωσης που επιφέρουν οι αντεργατικοί και αντιλαϊκοί νόμοι, τα προηγούμενα χρόνια στο όνομα της καπιταλιστικής κρίσης και σήμερα πλέον στο όνομα της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Σε μεγάλο βαθμό, εμπόδιο στέκεται η γενικευμένη ανασφάλεια για την πλειοψηφία των νέων σε συνθήκες κυριαρχίας των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, της περιπλάνησης ανάμεσα στην ανεργία και τα προγράμματα ολιγόμηνης, κακοπληρωμένης εργασίας, της ανασφάλιστης εργασίας. Γενικεύονται η ανασφάλεια της μισθωτής και αυτοαπασχολούμενης, η έλλειψη σταθερού ημερήσιου και βδομαδιάτικου χρόνου εργασίας, η εντατικοποίηση της δουλειάς χωρίς ουσιαστικά η γυναίκα να έχει απαλλαγεί από την ατομική φροντίδα και ευθύνη όχι μόνο για την αναπαραγωγή της δικής της εργατικής δύναμης, αλλά και για τη στήριξη, τη φροντίδα των παιδιών της, στο έδαφος της υποβάθμισης και εμπορευματοποίησης της Υγείας – Πρόνοιας.
Αποκαλύπτεται ότι οι προτάσεις και τα μέτρα των αστικών κυβερνήσεων διαχρονικά με επιδόματα «μιας χρήσης» για τα νέα ζευγάρια, τις πολύτεκνες οικογένειες ή με άλλα μέτρα δεν μπορούν να καλύψουν ούτε στοιχειωδώς τις όλο και αυξανόμενες ανάγκες μιας οικογένειας, ιδιαίτερα σε συνθήκες που συνεχώς περικόπτονται ποσά από τον κρατικό προϋπολογισμό για κοινωνικές δαπάνες.
Η πιο μαζική συμμετοχή των γυναικών στην κοινωνική εργασία επέδρασε στο θεσμό της οικογένειας και σε ορισμένες δημογραφικές εξελίξεις. Οι παραπάνω οικονομικοί, κοινωνικοί παράγοντες που επιδρούν ανασταλτικά στη δημιουργία οικογένειας έχουν την αντανάκλασή τους και στην κοινωνική συνείδηση και στάση νέων γυναικών απέναντι στην εργασία και στη μητρότητα. Ετσι, η κοπέλα αναβάλλει τη δημιουργία οικογένειας μεταθέτοντας την επίλυση των αντικειμενικών δυσκολιών στο απώτερο μέλλον, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο μέσος όρος ηλικίας τεκνοποίησης των γυναικών.
Για να ξεκολλήσουν οι «δείκτες» του δημογραφικού ζητήματος πρέπει να παραμεριστούν το εμπόδιο της ανάπτυξης με κριτήριο το καπιταλιστικό κέρδος, η σαπίλα των σύγχρονων καπιταλιστικών σχέσεων, ώστε να εξασφαλίζονται τα σύγχρονα δικαιώματα των γυναικών στη σταθερή εργασία, με σταθερό ωράριο εργασίας και κοινωνικές υπηρεσίες για την κοινωνική προστασία της μητρότητας, της οικογένειας. Ώστε να γίνει πραγματικά ελεύθερη η επιλογή ενός νέου ζευγαριού αν και πότε και πόσα παιδιά θα αποκτήσει, χωρίς να περιορίζεται από οικονομικούς ή άλλους κοινωνικούς παράγοντες.