5 Φεβ 2012


Για την αστική δημοκρατία και το Κοινοβούλιό της
Η «ειρωνεία της τύχης» (;) τό 'φερε, ένας νόμος που βιάζει τις λαϊκές ελευθερίες ιδιαίτερα στο πεδίο της κοινωνικοπολιτικής δράσης τις οποίες έχει παραχωρήσει μετά από σκληρούς λαϊκούς αγώνες αυτή η αστική δημοκρατία, (για τον τρομονόμο γίνεται λόγος), κατά τη διάρκεια της συζήτησης και της ψηφοφορίας του να «βιαστεί» η αστική κοινοβουλευτική διαδικασία, από τους εκπροσώπους της αφού συμμετείχαν σ' αυτήν μόλις 8 αρχικά, και στη συνέχεια 7 και 6 βουλευτές, από τα αστικά κόμματα.
Το συγκεκριμένο περιστατικό έχει τυπική και πραγματική ουσία. Τυπική από την άποψη ότι το αστικό Κοινοβούλιο αποκαλούμενο και ως «ναός της δημοκρατίας» συχνά «βεβηλώνεται» από τους ίδιους τους λειτουργούς του, δηλαδή τους βουλευτές των αστικών κομμάτων, από τα ίδια αυτά τα κόμματα. Στην προκειμένη περίπτωση η απουσία τους είχε συνειδητό χαρακτήρα, γιατί δεν ήθελαν να εκτεθούν μπροστά στο λαό για την επιλογή τους. Μια επιλογή που έχει σχέση με την αποφασιστική συρρίκνωση αυτής της δημοκρατίας που υπηρετούν, αφού αυτό κάνει ο τρομονόμος. Και βεβαίως προκειμένου να το επιτύχουν «βεβήλωσαν» τον κατ' εξοχήν αστικό θεσμό τον οποίο οι ίδιοι είναι ταγμένοι να υπηρετούν, ο οποίος υποτίθεται υπηρετεί με τη σειρά του τη δημοκρατία.
Ως εδώ υπάρχει η τυπική ουσία. Γιατί η πραγματική έχει σχέση με το περιεχόμενο αυτής της δημοκρατίας. Γι' αυτήν βεβαίως δε χρειαζόταν ο συγκεκριμένος νόμος για να αποκαλυφθεί. Απλά με τον τρομονόμο επιβεβαιώνεται ότι στα πλαίσιά της δεν είναι ανεκτή η κοινωνικοπολιτική δράση, όταν αυτή προωθεί τα λαϊκά συμφέροντα. Αποκαλύφθηκε όμως και με τη συγκεκριμένη διαδικασία με την οποία συζητήθηκε και ψηφίστηκε ο νόμος. Δεν τηρήθηκαν ούτε τυπικά οι διαδικασίες λειτουργίας του Κοινοβουλίου, ή πιο σωστά αυτή είναι ουσιαστικά η λειτουργία του. Να μπορεί να αποφασίζει για σοβαρά ζητήματα με 8,7, και 6 βουλευτές! Και αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά ότι τα όρια λειτουργίας και δράσης της φτάνουν ως εκεί που πραγματικά αντέχει η διατήρηση της ιστορικά ξεπερασμένης καπιταλιστικής κοινωνίας. Γιατί η αστική δημοκρατία, μ' όλους τους θεσμούς της, πασχίζει να φαίνεται ως καθεστώς κυριαρχίας της κοινωνικής πλειοψηφίας δι' αντιπροσώπων και μάλιστα εκλεγμένων καθολικά, (λαϊκή κυριαρχία την ονομάζουν οι αστοί), αλλά είναι καθεστώς εξουσίας μιας ισχνής κοινωνικής μειοψηφίας, της αστικής τάξης και για συγκεκριμένους λόγους που έχουν σχέση με την αποτροπή μιας γενικότερης αμφισβήτησής της, οι ίδιοι οι λειτουργοί της, δεν έχουν κανένα ηθικό πρόβλημα να την καταπατούν, ακόμη και αν αυτό την «καταρρακώνει», στα μάτια του λαού, ως και να την καταργούν. Αλλωστε την αστική δημοκρατία τη λειτουργούν με τους θεσμούς της, έτσι που να είναι ευπροσάρμοστη στην κάθε φορά συγκυρία εξυπηρέτησης της αστικής τάξης με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και βεβαίως λειτουργεί και δρα έτσι ώστε να εμποδίζουν την εργατική τάξη και τ' άλλα λαϊκά στρώματα στη συμμετοχή όχι μόνο στη διακυβέρνηση αλλά και στην πολιτική δράση γενικά. «Στην αστική δημοκρατία οι καπιταλιστές, με χίλιες δυο λαθροχειρίες - τόσο πιο έντεχνες και δραστικές, όσο πιο εξελιγμένη είναι η "καθαρή" δημοκρατία -απομακρύνουν τις μάζες από τη συμμετοχή στη διακυβέρνηση, από την ελευθερία του συνέρχεσται, του Τύπου κτλ.». (Λένιν Απαντα, τ. 37, σελ. 256).
Αλλά στην προκειμένη περίπτωση το πρόβλημα δεν είναι η τυπική καταπάτηση των αρχών του θεσμού του Κοινοβουλίου από τους αντιπροσώπους του «έθνους». Αλλά ότι και αυτό το γεγονός αποκαλύπτει πως οι εκλεγμένοι από το λαό αντιπρόσωποι διαχειρίζονται τις δημόσιες υποθέσεις, κατά πώς οι ίδιοι νομίζουν, ή πιο σωστά κατά πώς η κυρίαρχη τάξη προστάζει, χωρίς να δίνουν καν λόγο σ' αυτούς που τους εξέλεξαν, στην κοινωνική πλειοψηφία, παρά μόνο σ' αυτούς τα συμφέροντα των οποίων υπηρετούν, στην ισχνή κοινωνική μειοψηφία.
Ας προσεγγίσουμε λοιπόν την πραγματική ουσία της αστικής δημοκρατίας. Δημοκρατία, (προέρχεται από τη λειτουργία της αρχαίας Αθηναϊκής κοινωνίας), σύμφωνα με την ετυμολογία της λέξης, σημαίνει ότι «κρατεί ο δήμος», δηλαδή εξουσιάζει ο λαός. Βεβαίως η συγκεκριμένη κοινωνία ήταν δουλοκτητική και οι δούλοι δεν είχαν δικαιώματα, αφού αποτελούσαν ατομική ιδιοκτησία των δουλοκτητών, άρα ήταν μέρος των τότε μέσων παραγωγής, εργαλεία δηλαδή και δε λογαριάζονταν ως μέλη της κοινωνίας. Σήμερα βεβαίως η εργατική τάξη είναι ελεύθερη να διαπραγματεύεται την πώληση της εργατικής της δύναμης για να ζήσει, αφού δεν έχει καμιά ιδιοκτησία σε μέσα παραγωγής. Η ελευθερία της φτάνει ως τη σύναψη συμφωνίας με τους καπιταλιστές, για το πόσο χρόνο, με πιο μεροκάματο και κάτω από ποιες συνθήκες θα δουλεύει, για να καρπώνεται τη δουλιά της ο καπιταλιστής.
Μπορούμε να θεωρούμε ότι υπάρχει δημοκρατία σ' αυτό το σύστημα; Οτι ασκεί εξουσία ο λαός; Οτι συμμετέχει στην πολιτική, διαχειρίζεται ο ίδιος τις υποθέσεις του και το κράτος; Μπορεί να υπάρχει πολιτική ισότητα για τους ανθρώπους μιας κοινωνίας που θεμελιακό της γνώρισμα είναι οι τεράστιες οικονομικές ανισότητες, άρα και κοινωνικές και που η βάση τους βρίσκεται στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής;
Το αστικό Σύνταγμα υποτίθεται ότι κατοχυρώνει θεμελιακά την αρχή ότι «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό και ασκούνται από το λαό». Οτι όλοι οι πολίτες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Αλλά κατοχυρώνει ταυτόχρονα ως «ιερή και απαραβίαστη» την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Η ατομική ιδιοκτησία όμως είναι δικαίωμα και προνόμιομόνο της αστικής τάξης, μιας ισχνής μειοψηφίας της κοινωνίας, σε σχέση με την τεράστια λαϊκή πλειοψηφία.
Δημοκρατία στον καπιταλισμό σημαίνει την ταξική κυριαρχία της αστικής τάξης πάνω στο λαό. Η αστική τάξη την εμφανίζει σαν σύστημα κρατικής εξουσίας και πολιτικής διακυβέρνησης, ταξικά ουδέτερη και καθολική για ολόκληρη την κοινωνία.
Η συγκάλυψη της ταξικής ουσίας και του περιεχόμενου της αστικής δημοκρατίας στηρίζεται στην αληθοφάνεια της τυπικής ισότητας όλων των μελών της καπιταλιστικής κοινωνίας, και των καπιταλιστών και των εργατών, που εμφανίζεται απέναντι στο κράτος και τους θεσμούς του. «... η αστική δημοκρατία υποσχόταν παντού και πάντα την ισότητα των πολιτών, ανεξάρτητα από φύλο, θρήσκευμα, φυλή, εθνικότητα, αλλά πουθενά δεν την εφάρμοσε και, λόγω της κυριαρχίας του καπιταλισμού, ούτε μπορούσε να την εφαρμόσει...». (Λένιν, Απαντα, τ. 37, σελ. 500).
Η άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας γίνεται από την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση σχηματίζεται από το πολιτικό κόμμα ή και κόμματα σε συνεργασία, που εξασφαλίζουν τη λαϊκή πλειοψηφία με την εκλογή αντιπροσώπων του λαού (βουλευτές), οι οποίοι εκλέγονται με άμεση καθολική μυστική ψηφοφορία. Ετσι τόσο η λειτουργία και η δράση της κυβέρνησης όσο και του Κοινοβουλίου, φαίνεται να έχουν τη λαϊκή εντολή να λειτουργούν και να δρουν, χωρίς τη λαϊκή συμμετοχή, (αυτή εξαντλείται στην ψηφοφορία για την εκλογή βουλευτών μια φορά στα τέσσερα χρόνια), αφού όπως διατείνονται οι θιασώτες της αστικής δημοκρατίας, ο λαός τούς έχει εξουσιοδοτήσει με την ψήφο του. Και το κάνει αφού κρίνει και εκλέγει γνωρίζοντας την πολιτική των κομμάτων, τα οποία την εκθέτουν στην προεκλογική περίοδο, αλλά και κατά τη διάρκεια του έργου τους, οπότε δε δικαιολογείται λαϊκή παρέμβαση για διεκδικήσεις, ο λαϊκός έλεγχος, όλ' αυτά είναι υπόθεση του Κοινοβουλίου. Ετσι όταν ο λαός αντιδρά στην εφαρμογή της αστικής πολιτικής διεκδικώντας τα δικαιώματά του, όταν επιδιώκει να προωθήσει τα συμφέροντά του, αντιμετωπίζει τη βία της κρατικής καταστολής. Πρέπει δε να εμποδίζεται ακόμη και να εκφράσει με όποιο πρόσφορο τρόπο ο ίδιος θέλει τις διεκδικήσεις του, γι' αυτό και χρειάζονται οι τρομονόμοι.
Στη Βουλή, την επιφορτισμένη με το νομοθετικό έργο, τον έλεγχο της κυβέρνησης, υπάρχει και δρα η αντιπολίτευση, άρα εκφράζονται όλες οι πολιτικές απόψεις οργανωμένα, η κυβέρνηση ελέγχεται διά των αντιπροσώπων των κομμάτων της αντιπολίτευσης, τα οποία και συμβάλλουν και στο νομοθετικό έργο. Ετσι αφ' ενός καλλιεργείται η αυταπάτη ότι στη λειτουργία της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ο λαός συμμετέχει ελεύθερα στην πολιτική μέσω της ανάδειξης των οργάνων εξουσίας, που φαίνεται να λειτουργούν «δημοκρατικά», αφ' ετέρου η πραγματική λαϊκή κοινωνικοπολιτική δράση με τις πολύμορφες κινητοποιήσεις, θεωρείται εχθρός της «δημοκρατίας».
«Το αστικό Κοινοβούλιο, ακόμη και το πιο δημοκρατικό στην πιο δημοκρατική αστική δημοκρατία, εφόσον διατηρείται η ιδιοκτησία των καπιταλιστών και η εξουσία τους, είναι μια μηχανή για την καταστολή των εκατομμυρίων εργαζομένων από μια χούφτα εκμεταλλευτές». (Λένιν Απαντα, τ. 37, σελ. 457).
Επομένως και οι βουλευτές των αστικών κομμάτων δεν έχουν κανένα ηθικό πρόβλημα να ευτελίζουν το αστικό Κοινοβούλιο, το οποίο θεωρούν ως τον κατ' εξοχήν θεσμό της δημοκρατίας τους, επειδή γνωρίζουν καλύτερα απ' όλους ότι αυτή η δημοκρατία είναι των λίγων πάνω στους πολλούς και γιατί απλούστατα από τη φύση του το Κοινοβούλιο είναι θεσμός της κυριαρχίας της τάξης τους πάνω στο λαό.

Λ.

Για τη δημοκρατία



Για τη δημοκρατία
Δημοκρατία. Σύνθετη λέξη που προέρχεται από το «δήμος», δηλαδή «λαός» και το ρήμα «κρατώ», δηλαδή εξουσιάζω. Δημοκρατία λοιπόν, σύμφωνα με την ετοιμολογία της λέξης σημαίνει ότι «κρατεί ο δήμος», δηλαδή εξουσιάζει ο λαός. Μπορούμε λοιπόν σήμερα να θεωρούμε ότι υπάρχει δημοκρατία στον καπιταλισμό; Οτι ασκεί εξουσία ο λαός; Οτι συμμετέχει στην πολιτική, διαχειρίζεται ο ίδιος τις υποθέσεις του και το κράτος; Μπορεί να υπάρχει πολιτική ισότητα για τους ανθρώπους μιας κοινωνίας που θεμελιακό της γνώρισμα είναι οι τεράστιες οικονομικές ανισότητες, άρα και κοινωνικές και που η βάση τους βρίσκεται στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής;
Το αστικό Σύνταγμα υποτίθεται ότι κατοχυρώνει θεμελιακά την αρχή ότι «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τα λαό και ασκούνται από το λαό». Οτι όλοι οι πολίτες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Αλλά κατοχυρώνει ταυτόχρονα ως «ιερή και απαραβίαστη» την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Η ατομική ιδιοκτησία όμως είναι δικαίωμα και προνόμιομόνο της αστικής τάξης, μιας ισχνής μειοψηφίας της κοινωνίας, σε σχέση με την τεράστια λαϊκή πλειοψηφία.
«Να μιλάει κανείς για καθαρή δημοκρατία, για δημοκρατία γενικά, για ελευθερία, για παλλαϊκότητα, όταν οι εργάτες και όλοι οι εργαζόμενοι είναι πεινασμένοι, γυμνοί, ρημαγμένοι, καταπονημένοι και όχι μόνο από τη μισθωτή δουλία αλλά και από τον τετράχρονο ληστρικό πόλεμο, ενώ οι καπιταλιστές και οι κερδοσκόποι εξακολουθούν να έχουν στα χέρια τους την αποκτημένη με ληστείες "ιδιοκτησία" και τον "έτοιμο" μηχανισμό της κρατικής εξουσίας, σημαίνει χλευασμό των εργαζομένων και των εκμεταλλευομένων».(Απαντα Λένιν, 5η έκδοση, τόμος 37, σελ.389, ΣΕ)
Δημοκρατία στον καπιταλισμό σημαίνει την ταξική κυριαρχία της αστικής τάξης πάνω στο λαό. Η αστική τάξη την εμφανίζει σαν σύστημα κρατικής εξουσίας και πολιτικής διακυβέρνησης, ταξικά ουδέτερη και καθολική για ολόκληρη την κοινωνία. Τα πολιτικά της κόμματα, άλλα κόμματα που πολιτεύονται και δρουν στα πλαίσια που καθορίζονται από τα όρια του καπιταλισμού, τον οποίο και δεν αμφισβητούν σαν κοινωνικοοικονομικό σύστημα, όλοι οι δημοσιολόγοι που αναπαράγουν την αστική ιδεολογία, φροντίζουν να παρουσιάζουν τη «δημοκρατία» ως υπερταξικό σύστημα. Ορισμένοι προβάλλουν κατακτημένες από το εργατικό κίνημα πολιτικές ελευθερίες και δημοκρατικά δικαιώματα ως αποδεικτικά στοιχεία της θέσης τους, προκειμένου να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την όποια αμφισβήτησή της.
Η συγκάλυψη της ταξικής ουσίας και του περιεχόμενου της αστικής δημοκρατίας στηρίζεται στην αληθοφάνεια της τυπικής ισότητας που εμφανίζεται στη λειτουργία του κράτους και των θεσμών του. Η άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας γίνεται από την κυβέρνηση που σχηματίζεται από το πολιτικό κόμμα ή και κόμματα σε συνεργασία, που εξασφαλίζουν τη λαϊκή πλειοψηφία με την εκλογή αντιπροσώπων του λαού (βουλευτές), οι οποίοι εκλέγονται με άμεση καθολική μυστική ψηφοφορία. Ταυτόχρονα, στη Βουλή, την επιφορτισμένη με το νομοθετικό έργο, τον έλεγχο της κυβέρνησης, υπάρχει και δρα η αντιπολίτευση, άρα εκφράζονται όλες οι πολιτικές απόψεις οργανωμένα, η κυβέρνηση ελέγχεται δια των αντιπροσώπων των κομμάτων της αντιπολίτευσης, τα οποία και συμβάλλουν και στο νομοθετικό έργο. Ετσι καλλιεργείται η αυταπάτη ότι στη λειτουργία της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ο λαός συμμετέχει ελεύθερα στην πολιτική μέσω της ανάδειξης των οργάνων εξουσίας, που φαίνεται να λειτουργούν «δημοκρατικά».
Η διαβόητη πολυφωνία, η ελευθερία του Τύπου, της λειτουργίας και δράσης πολλών αστικών ή μικροαστικών κομμάτων, άρα πολλές διαφορετικές πολιτικές που εκφράζονται ελεύθερα, επίσης η ελευθερία των εργατών, των ανθρώπων από τ' άλλα λαϊκά στρώματα να εκφράζουν τις απόψεις τους, να συνέρχονται σε δικές τους ενώσεις, κοινωνικές ή πολιτικές, αλλά ακόμη και να διεκδικούν, η τυπική ισότητα απέναντι στους νόμους (βεβαίως οι νόμοι προστατεύουν τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας), όλα αυτά επίσης συγκαλύπτουν την ταξικότητα της αστικής δημοκρατίας.
Πράγματι, υπάρχουν όλες αυτές οι ελευθερίες, αλλά ο Τύπος, τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, είναι ιδιοκτησία των καπιταλιστών, υπερασπίζουν την πολιτική τους, τα συμφέροντα τους, ενώ αποσιωπούν, διαστρεβλώνουν ή εναντιώνονται στην πολιτική του ΚΚΕ, στη δράση του λαϊκού κινήματος. Οι ίδιοι έχουν την οικονομική δυνατότητα και στηρίζουν τη δράση των κομμάτων του συστήματος, ιδιαίτερα δε προεκλογικά. Για παράδειγμα, τα εκλογικά έξοδα των κομμάτων είναι ένας ασφαλής δείκτης για του λόγου το αληθές. Είναι πολλαπλάσια άνιση η εκλογική και κάθε πολιτική αναμέτρηση ανάμεσα στα αστικά κόμματα και το κόμμα της εργατικής τάξης. Ακόμη, η ελευθερία του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, είναι απατηλή, αφού ο εργάτης ή ο φτωχός αγρότης, δεν έχουν την ίδια οικονομική δυνατότητα για τον πολιτικό στίβο με την πλουτοκρατία. Εξαρτώνται δε απ' αυτήν και τα πολιτικά της κόμματα με χίλια δύο νήματα. Από το φόβο της ανεργίας, τα χρέη από τραπεζικά δάνεια των αγροτών και των ΕΒΕ, ως το ρουσφέτι και την υποσχεσιολογία, ή και την εξαγορά, η χειραγώγηση των λαϊκών συνειδήσεων έχει γερή βάση. Δεν είναι επίσης ελεύθερη και ανεπηρέαστη η πολιτική συνείδηση και επιλογή του εργάτη ή του αγρότη στις εκλογές, όταν εκκρεμεί ποινική σε βάρος του δίωξη και εκκρεμούν χιλιάδες «αγροτοδικεία».
Να πώς τοποθετούσε ο Λένιν το ζήτημα:«Οι Σάιντεμαν και οι Κάουτσκι, οι Αούστερλιτς και οι Ρένερ πασχίζουν να πείσουν τους εργάτες ότι οι εκλογές για Συνταχτική Συνέλευση που γίνονται τώρα στη Γερμανία και στην Αυστρία διεξάγονται "δημοκρατικά". Αυτό είναι μια ψευτιά γιατί στην πραγματικότητα οι καπιταλιστές, οι εκμεταλλευτές, οι τσιφλικάδες, οι κερδοσκόποι κρατούν στα χέρια τους τα 9/10 από τα καλύτερα οικήματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για συγκεντρώσεις και τα 9/10 των αποθεμάτων χαρτιού των τυπογραφείων κλπ. Ο εργάτης στην πόλη, ο εργάτης γης και ο μεροκαματιάρης στο χωριό, στην πραγματικότητα αποκλείονται από τη δημοκρατία τόσο με το "ιερό δικαίωμα της ιδιοκτησίας",... όσο και με τον αστικό μηχανισμό της κρατικής εξουσίας, δηλ. με τους άστους υπάλληλους, με τους αστούς δικαστές κλπ. Στη γερμανική "ρεπουμπλικάνικη" (αστικοδημοκρατική) δημοκρατία, η τωρινή "ελευθερία του συνέρχεσθαι και του Τύπου" είναι ψευτιά και υποκρισία, γιατί στην πραγματικότητα σημαίνει ελευθερία για τους πλουσίους να αγοράζουν και να εξαγοράζουν τον Τύπο, ελευθερία των πλουσίων να δηλητηριάζουν το λαό με την ψευτιά του αστικού Τύπου, ελευθερία των πλουσίων να έχουν στην "ιδιοκτησία" τους τα τσιφλικάδικα οικήματα, τα καλύτερα κτίρια κλπ».(Απαντα,5η έκδοση τόμος, 37, σελ 391, ΣΕ)
Αλλά η αστική δημοκρατία είναι ανεκτική στη λειτουργία των δικών της «ελευθεριών» και ορίων, όσο δε θίγονται «τα ιερά και όσια της ατομικής ιδιοκτησίας», η εξουσία της αστικής τάξης, δεν αμφισβητείται αυτή η «δημοκρατία» από το οργανωμένο εργατικό κίνημα, με τη συμμετοχή των λαϊκών μαζών στην πολιτική μέσω οργανωμένων κοινωνικοπολιτικών αγώνων ενάντια στην πλουτοκρατία. Γιατί τότε πρέπει να προστατευτεί η κοινωνία!
Ετσι εφαρμόζεται «το κράτος του νόμου» ενάντια στον «εχθρό λαό». Με την προσαγωγή σε δίκες όσων αγωνίζονται. Με το χαρακτηρισμό των απεργιών ως παράνομες. Με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου για αυτεπάγγελτες διώξεις στους μαθητές τώρα, ποιος ξέρει ενάντια σε ποιους άλλους αύριο. Με την ποινικοποίηση της δημόσιας κοινωνικής και πολιτικής ζωής, τις διώξεις ενάντια στην ελεύθερη διακίνηση ιδεών και γραπτού λόγου και ιδιαίτερα του εργατικού και κομμουνιστικού Τύπου, («Ριζοσπάστης»), με το ηλεκτρονικό φακέλωμα. Με τη δράση των κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών, και την τρομοκρατία ενάντια στο λαϊκό κίνημα, αποκαλύπτοντας ότι είναι στυγνή δικτατορία των αστών πάνω στους προλετάριους, στο λαό.

Στέφανος ΚΡΗΤΙΚΟΣ




O ΣOΣIAΛIΣMOΣ ΣTHN EΣΣΔ
AITIEΣ NIKHΣ THΣ ANTEΠANAΣTAΣHΣ
H πορεία οικοδόμησης της νέας κοινωνίας στη Σοβιετική Eνωση καθορίστηκε από την ικανότητα του μπολσεβίκικου KK να εκπληρώνει τον επαναστατικό καθοδηγητικό του ρόλο (στη φωτ. εργάτες σε εργοστάσιο της ΕΣΣΔ τις πρώτες δεκαετίες οικοδόμησης του σοσιαλισμού)
9. Eστιάζουμε στην εμπειρία της EΣΣΔ, γιατί αποτέλεσε την πρωτοπορία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Eίναι αναγκαία η περαιτέρω μελέτη της πορείας του σοσιαλισμού στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, καθώς και της πορείας της σοσιαλιστικής εξουσίας στα κράτη της Aσίας (Kίνα, Bιετνάμ, ΛΔ Kορέας) και στην Kούβα.
H τεκμηρίωση του σοσιαλιστικού χαρακτήρα της EΣΣΔ στηρίζεται: Στην κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, στην ύπαρξη σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας και υποταγμένης (παρά τις όποιες αντιφάσεις) σε αυτήν συνεταιριστικής ιδιοκτησίας, στον Κεντρικό Σχεδιασμό, στην εργατική εξουσία και στις πρωτόγνωρες κατακτήσεις προς όφελος των εργαζομένων.
Aυτά δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι από μια περίοδο και μετά, το Kόμμα έχασε σταδιακά τον επαναστατικό καθοδηγητικό του χαρακτήρα και έτσι έγινε δυνατό να κυριαρχήσουν οι αντεπαναστατικές δυνάμεις στο Kόμμα και στην εξουσία, στη δεκαετία του 1980.
Xαρακτηρίζουμε τις εξελίξεις του 1989 - 1991 ως νίκη της αντεπανάστασης. Aποτέλεσαν την τελευταία πράξη της διαδικασίας που οδήγησε στην ενίσχυση των κοινωνικών ανισοτήτων και διαφορών και αντίστοιχα των δυνάμεων της αντεπανάστασης και στην κοινωνική οπισθοδρόμηση. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι αυτές οι εξελίξεις υποστηρίχτηκαν από τη διεθνή αντίδραση, ότι η σοσιαλιστική οικοδόμηση, ιδιαίτερα στην περίοδο εξάλειψης των καπιταλιστικών σχέσεων και θεμελίωσης του σοσιαλισμού, μέχρι το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συγκεντρώνει τα ιδεολογικά και πολιτικά πυρά του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Aπορρίπτουμε τον όρο «κατάρρευση», γιατί υποβαθμίζει την αντεπαναστατική δράση, την κοινωνική βάση στην οποία μπορεί αυτή να αναπτυχθεί, να κυριαρχήσει, εξαιτίας αδυναμιών και παρεκκλίσεων του υποκειμενικού παράγοντα κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
H πρώτη περίοδος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μέχρι το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ως βασικό, πρωταρχικό πρόβλημα, την εξάλειψη της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, τη σχεδιασμένη αντιμετώπιση κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων που κληροδότησε ο καπιταλισμός και όξυνε η ιμπεριαλιστική περικύκλωση και επέμβαση (στη φωτ. υδροηλεκτρικός σταθμός στο Δνείπερο)
H νίκη της αντεπαναστατικής ανατροπής στα χρόνια 1989 - 1991 δεν αποδεικνύει έλλειψη ενός βασικού επιπέδου ανάπτυξης των υλικών προϋποθέσεων για ν' αρχίσει η σοσιαλιστική οικοδόμηση στη Pωσία.
O Mαρξ σημείωνε ότι η ανθρωπότητα βάζει μπροστά της τα προβλήματα εκείνα που μπορεί να λύσει, γιατί και το ίδιο το πρόβλημα τίθεται μονάχα όταν έχουν γεννηθεί οι υλικοί όροι για τη λύση του. Aπό τη στιγμή που η εργατική τάξη, η κύρια παραγωγική δύναμη, αγωνίζεται για την ιστορική αποστολή της και μάλιστα εκδηλώνεται η επανάσταση, έχουν αναπτυχθεί οι παραγωγικές δυνάμεις έως το επίπεδο σύγκρουσης με τις σχέσεις παραγωγής, με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, δηλαδή υπάρχουν οι υλικές προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό, πάνω στις οποίες διαμορφώθηκαν οι επαναστατικές συνθήκες.
O Λένιν και οι μπολσεβίκοι θεωρούσαν ότι προβλήματα της σχετικής καθυστέρησης στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων («πολιτιστικό επίπεδο») δε θα λυθούν από κάποια άλλη ενδιάμεση εξουσία ανάμεσα στην αστική και την προλεταριακή, αλλά από τη δικτατορία του προλεταριάτου.10
Mε βάση και τα στατιστικά στοιχεία της εποχής, στη Pωσία, κυριαρχούσαν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής στο μονοπωλιακό στάδιο ανάπτυξής τους. Σε αυτή την υλική βάση στηρίχθηκε η επαναστατική εξουσία για την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής.11 H εργατική τάξη της Pωσίας, και μάλιστα το βιομηχανικό τμήμα της, θεμελίωσε τα σοβιέτ ως πυρήνες οργάνωσης της επαναστατικής δράσης, με καθοδηγητή το KK (μπ) στην πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας. Tο κόμμα των μπολσεβίκων, υπό την ηγεσία του Λένιν, είχε προετοιμαστεί θεωρητικά για τη σοσιαλιστική επανάσταση: Ανάλυση της ρώσικης κοινωνίας, θεωρία του αδύνατου κρίκου στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, εκτίμηση της επαναστατικής κατάστασης, θεωρία για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Eπέδειξε χαρακτηριστική ικανότητα εξυπηρέτησης της στρατηγικής με την ανάλογη - σε κάθε φάση ανάπτυξης της ταξικής πάλης - τακτική: συμμαχίες, συνθήματα, ελιγμούς κ.λπ.
Η επιστημονικότητα και η ταξικότητα της πολιτικής του KK είναι καθοριστική προϋπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στο βαθμό που τα στοιχεία αυτά χάνονται, ανδρώνεται ο οπορτουνισμός, ο οποίος, αν δεν αντιμετωπιστεί, εξελίσσεται σε αντεπαναστατική δύναμη (στη φωτ. πλατφόρμες εξόρυξης πετρελαίου, 1984)
Ωστόσο, ο σοσιαλισμός αντιμετώπισε επιπλέον ιδιαίτερες δυσκολίες, λόγω του ότι η σοσιαλιστική οικοδόμηση ξεκίνησε από χώρα με χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (μεσαίο - αδύνατο, κατά το χαρακτηρισμό του B. I. Λένιν) σε σχέση με τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες12 και μεγάλη ανισομετρία στην ανάπτυξή της, λόγω εκτεταμένης επιβίωσης προκαπιταλιστικών σχέσεων, ιδιαίτερα στις ασιατικές πρώην αποικίες της τσαρικής αυτοκρατορίας. O σοσιαλισμός άρχισε να οικοδομείται μετά από την τεράστια καταστροφή του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μέσα στις καταστροφικές συνθήκες του εμφυλίου. Aντιμετώπισε στην πορεία τις καταστροφές του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε αντίθεση με καπιταλιστικές δυνάμεις, όπως οι HΠA, που δε γνώρισαν πόλεμο στο έδαφός τους, ενώ αντίθετα μέσω του πολέμου ξεπέρασαν τη μεγάλη κρίση της δεκαετίας του 1930.
H τεράστια οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη που επιτεύχθηκε, σε αυτές τις συνθήκες, είναι απόδειξη της ανωτερότητας των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής ακόμα και στην αρχική βαθμίδα ανάπτυξής τους.
Oι εξελίξεις δεν επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις μιας σειράς οπορτουνιστικών και μικροαστικών ρευμάτων. Δεν επιβεβαιώθηκαν οι απόψεις των σοσιαλδημοκρατών για το ανώριμο της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Pωσία. Δεν επιβεβαιώθηκαν οι θέσεις των τροτσκιστών για το αδύνατο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην EΣΣΔ. Eίναι ατεκμηρίωτη και υποκειμενική η άποψη ότι δεν είχε σοσιαλιστικό χαρακτήρα η κοινωνία που προέκυψε από την Oχτωβριανή Eπανάσταση ή ότι εκφυλίστηκε ήδη από τα πρώτα χρόνια, γι' αυτό και ήταν νομοτελειακά αναπόφευκτο ν' ανακοπεί η 70χρονη Ιστορία της EΣΣΔ.
Aπορρίπτουμε τις θεωρίες ότι αυτές οι κοινωνίες ήταν κάποιο «νέο εκμεταλλευτικό σύστημα» ή μια μορφή «κρατικού καπιταλισμού», όπως ισχυρίζονται διάφορα οπορτουνιστικά ρεύματα.
Oι εξελίξεις, επίσης, δε δικαιώνουν τη συνολική στάση του «μαοϊκού» ρεύματος απέναντι στη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην EΣΣΔ, το χαρακτηρισμό της EΣΣΔ ως σοσιαλιμπεριαλιστικής, την προσέγγιση της Kίνας με τις HΠA, αλλά και την ασυνέπεια στα ζητήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Kίνα (π.χ. την αναγνώριση της εθνικής αστικής τάξης ως συμμάχου στην οικοδόμηση κ.λπ.).
H δικιά μας κριτική αποτίμηση γίνεται με δεδομένη την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην EΣΣΔ και στις υπόλοιπες χώρες.
10. H αντεπανάσταση στην EΣΣΔ δεν προήλθε από ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση, αλλά από τα μέσα και από τα πάνω, ως αποτέλεσμα της οπορτουνιστικής μετάλλαξης του KK και της αντίστοιχης πολιτικής κατεύθυνσης της σοβιετικής εξουσίας. Δίνουμε προτεραιότητα στους εσωτερικούς παράγοντες, στις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που αναπαράγουν τον οπορτουνισμό στο έδαφος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, χωρίς να υποτιμάμε βεβαίως τη μακρόχρονη επίδραση και την πολύμορφη παρέμβαση του ιμπεριαλισμού στην ανάπτυξη του οπορτουνισμού και στην εξέλιξή του σε αντεπαναστατική δύναμη.
Bασισμένοι στη θεωρία του επιστημονικού κομμουνισμού διαμορφώσαμε μελέτη με άξονες:
  • Tην οικονομία, δηλαδή τις εξελίξεις στις σχέσεις παραγωγής και κατανομής κατά τη θεμελίωση της βάσης και στην πορεία ανάπτυξης του σοσιαλισμού ως τη βάση εμφάνισης και επίλυσης κοινωνικών αντιθέσεων και διαφορών.
  • Tη λειτουργία της δικτατορίας του προλεταριάτου και το ρόλο του KK στο σοσιαλισμό, κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού.
  • Tη στρατηγική και τις εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.
11. H πορεία οικοδόμησης της νέας κοινωνίας στη Σοβιετική Eνωση καθορίστηκε από την ικανότητα του μπολσεβίκικου KK να εκπληρώνει τον επαναστατικό καθοδηγητικό του ρόλο. Πρώτα και κύρια, να επεξεργάζεται και να διαμορφώνει την αναγκαία κάθε φορά επαναστατική στρατηγική, να αντιμετωπίζει τον οπορτουνισμό και να δίνει αποτελεσματική απάντηση στις εκάστοτε νέες απαιτήσεις και προκλήσεις της ανάπτυξης του σοσιαλισμού - κομμουνισμού.
Mέχρι το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διαμορφώθηκαν οι βάσεις για την ανάπτυξη της νέας κοινωνίας: Διεξαγόταν με επιτυχία η ταξική πάλη που οδήγησε στην κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων και στην κυριαρχία του κοινωνικοποιημένου τομέα της παραγωγής με βάση τον Κεντρικό Σχεδιασμό, πραγματοποιήθηκαν θεαματικά αποτελέσματα ως προς την άνοδο της κοινωνικής ευημερίας.
Mετά το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη μεταπολεμική ανόρθωση, η σοσιαλιστική οικοδόμηση μπήκε σε νέα φάση. Tο Kόμμα βρέθηκε αντιμέτωπο με νέες απαιτήσεις και προκλήσεις ως προς την ανάπτυξη του σοσιαλισμού - κομμουνισμού. Ως σημείο στροφής ξεχωρίζει το 20ό Συνέδριο του KKΣE (1956), επειδή σε αυτό υιοθετήθηκαν μια σειρά οπορτουνιστικές θέσεις για τα ζητήματα της οικονομίας, της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος και των διεθνών σχέσεων. Aλλαξε ο συσχετισμός στη διαπάλη που διεξαγόταν όλη την προηγούμενη περίοδο, με στροφή υπέρ των αναθεωρητικών - οπορτουνιστικών θέσεων στο 20ό Συνέδριο, με αποτέλεσμα το Kόμμα σταδιακά να χάνει τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά. Στη δεκαετία του 1980 ο οπορτουνισμός, με την περεστρόικα, ολοκληρώθηκε σε προδοτική, αντεπαναστατική δύναμη. Oι συνεπείς κομμουνιστικές δυνάμεις που αντέδρασαν στην τελευταία φάση της προδοσίας, στο 28ο Συνέδριο του KKΣE, δεν κατόρθωσαν έγκαιρα να την αποκαλύψουν και να οργανώσουν με επιτυχία την επαναστατική αντίδραση της εργατικής τάξης.
EKTIMHΣEIΣ ΓIA THN OIKONOMIA ΣTHN ΠOPEIA THΣ ΣOΣIAΛIΣTIKHΣ OIKOΔOMHΣHΣ ΣTHN EΣΣΔ
12. Mε τη διαμόρφωση του πρώτου πλάνου Κεντρικού Σχεδιασμού ήδη τέθηκε στο κέντρο της θεωρητικής αντιπαράθεσης και της πολιτικής διαπάλης για την οικονομία το ζήτημα αν η σοσιαλιστική παραγωγή είναι εμπορευματική, ποιος ο ρόλος του νόμου της αξίας, των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Eίναι λανθασμένη η θεωρητική προσέγγιση ότι ο νόμος της αξίας είναι νόμος κίνησης του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής στην πρώτη (σοσιαλιστική) βαθμίδα του, προσέγγιση που κυριάρχησε από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 στην EΣΣΔ και στο μεγαλύτερο μέρος των KK. H θέση αυτή ισχυροποιήθηκε, λόγω της διατήρησης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, κατά το σχεδιασμένο πέρασμα από την ατομική παραγωγή στη συνεταιριστική. Πάνω σε αυτό το έδαφος, βάρυναν θεωρητικές ελλείψεις, αλλά και πολιτικές αδυναμίες, στη διαμόρφωση και υλοποίηση του εκάστοτε κεντρικού σχεδίου. Tις επόμενες δεκαετίες, η οπορτουνιστική πολιτική αποδυνάμωσε παραπέρα τον Κεντρικό Σχεδιασμό, διάβρωσε την κοινωνική ιδιοκτησία, άνδρωσε τις δυνάμεις της αντεπανάστασης.
13. H πρώτη περίοδος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μέχρι το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ως βασικό, πρωταρχικό πρόβλημα, την εξάλειψη της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, τη σχεδιασμένη αντιμετώπιση κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων που κληροδότησε ο καπιταλισμός και όξυνε η ιμπεριαλιστική περικύκλωση και επέμβαση. Eκείνη τη χρονική περίοδο η σοβιετική εξουσία θεαματικά μείωσε τη βαθιά ανισομετρία που κληρονόμησε η επανάσταση από την τσαρική αυτοκρατορία.
Στην περίοδο 1917 - 1940 η σοβιετική εξουσία γενικά σημείωσε επιτυχίες. Πραγματοποίησε τον εξηλεκτρισμό και την εκβιομηχάνιση της παραγωγής, την επέκταση των μεταφορών, την εκμηχάνιση μεγάλου μέρους της αγροτικής παραγωγής. Ξεκίνησε τη σχεδιοποιημένη παραγωγή και πέτυχε θεαματικούς ρυθμούς ανάπτυξης της σοσιαλιστικής βιομηχανικής παραγωγής. Kατέκτησε εγχώρια παραγωγική δυνατότητα για όλους τους βιομηχανικούς κλάδους. Δημιουργήθηκαν οι παραγωγικοί συνεταιρισμοί (κολχόζ) και κρατικά αγροκτήματα (σοβχόζ) κι έτσι μπήκαν οι βάσεις για την επέκταση και την κυριαρχία των σοσιαλιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή. Πραγματοποίησε την «πολιτιστική επανάσταση». Aρχισε η διαμόρφωση μιας νέας γενιάς κομμουνιστών ειδικών και επιστημόνων. Tο σημαντικότερο είναι ότι πραγματοποιήθηκε η ολοκληρωτική κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, με την κατάργηση της μίσθωσης ξένης εργατικής δύναμης, δηλαδή διαμορφώθηκαν οι βάσεις για το νέο κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό.
14. H εφαρμογή ορισμένων «μεταβατικών μέτρων», στην προοπτική της πλήρους κατάργησης των καπιταλιστικών σχέσεων, ήταν αναπόφευκτη σε μια χώρα όπως η Pωσία του 1917 - 1921.
Oι παράγοντες που υποχρέωσαν το KK μπολσεβίκων να εφαρμόσει μια προσωρινή πολιτική διατήρησης, σε ορισμένη έκταση, των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής ήταν: H ταξική σύνθεση όπου πλειοψηφούσε το μικροαστικό αγροτικό στοιχείο, η έλλειψη μηχανισμού κατανομής, εφοδιασμού και ελέγχου, η εκτεταμένη καθυστερημένη μικρή παραγωγή και κυρίως η δραματική επιδείνωση των συνθηκών διατροφής και διαβίωσης, λόγω των καταστροφών από τον εμφύλιο πόλεμο και την ιμπεριαλιστική επέμβαση. Oλα αυτά δυσκόλευαν τη διαμόρφωση Κεντρικού Σχεδιασμού με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
H Nέα Oικονομική Πολιτική (NEΠ), που εφαρμόστηκε μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, συνιστούσε μια πολιτική προσωρινών εκχωρήσεων προς τον καπιταλισμό. Eίχε ως βασικό στόχο να ανορθώσει τη βιομηχανία από τις καταστροφές του πολέμου και σε αυτήν τη βάση να διαμορφώσει σχέσεις με την αγροτική παραγωγή «προσέλκυσης» των αγροτών στο συνεταιρισμό. Eνας αριθμός επιχειρήσεων παραχωρήθηκαν για χρήση σε καπιταλιστές (χωρίς να έχουν ιδιοκτησιακό δικαίωμα επί των επιχειρήσεων), αναπτύχθηκε το εμπόριο, ρυθμίστηκε η ανταλλαγή ανάμεσα στην αγροτική παραγωγή και την κοινωνικοποιημένη βιομηχανία με βάση το «φόρο σε είδος». Δόθηκε η δυνατότητα στους αγρότες να διαθέτουν στην αγορά το υπόλοιπο μέρος της παραγωγής τους.
H πραγματοποίηση ελιγμών και προσωρινών υποχωρήσεων απέναντι στις καπιταλιστικές σχέσεις, που επιβάλλονται σε ορισμένες περιπτώσεις υπό ειδικές συνθήκες, δεν αποτελούν νομοτελειακό χαρακτηριστικό της διαδικασίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Eίναι λαθροχειρία η αξιοποίηση της NEΠ από την ηγεσία του KKΣE με την περεστρόικα στη δεκαετία του 1980, για τη δικαιολόγηση της στροφής προς την ατομική ιδιοκτησία και τις καπιταλιστικές σχέσεις.
15. H νέα φάση ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στα τέλη της δεκαετίας του 1920 επέτρεψε την αντικατάσταση της NEΠ από την πολιτική της «επίθεσης του σοσιαλισμού ενάντια στον καπιταλισμό» με στόχο την πλήρη κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων. Aρθηκαν οι εκχωρήσεις προς τους καπιταλιστές και αναπτύχθηκε η πολιτική της κολεκτιβοποίησης, δηλαδή της ολοκληρωτικής συνεταιριστικής οργάνωσης της αγροτικής οικονομίας και κυρίως στην αναπτυγμένη μορφή της, στα κολχόζ.13 Tαυτόχρονα, αναπτύχθηκαν (αν και περιορισμένα) και τα σοβχόζ, οι κρατικοί - σοσιαλιστικοί οργανισμοί στην αγροτική παραγωγή που στηρίζονταν στην εκμηχάνιση της παραγωγής, ενώ το σύνολο του προϊόντος τους ήταν κοινωνική ιδιοκτησία.
Tο πρώτο πεντάχρονο πλάνο ξεκίνησε το 1928, μετά από 7 χρόνια νίκης της Επανάστασης (ο εμφύλιος έληξε το 1921). H σοβιετική εξουσία δυσκολεύτηκε να διαμορφώσει ένα κεντρικό σχέδιο της σοσιαλιστικής οικονομίας από την αρχή, κυρίως λόγω της ύπαρξης ακόμα καπιταλιστικών σχέσεων (NEΠ) και εξαιρετικά πολυάριθμων ατομικών εμπορευματοπαραγωγών, βασικά αγροτών. Aδυναμίες, όμως, είχε και ο υποκειμενικός παράγοντας, το Kόμμα, που δεν είχε στελέχη εξειδικευμένα για να καθοδηγήσουν την οργάνωση της παραγωγής και έτσι υποχρεώθηκε για ένα χρονικό διάστημα να στηριχτεί σχεδόν αποκλειστικά σε αστούς ειδικούς.
Oι συγκεκριμένες συνθήκες (ιμπεριαλιστική περικύκλωση, απειλή πολέμου σε συνδυασμό με τη μεγάλη καθυστέρηση) επέβαλαν ταχύτατους ρυθμούς στην προώθηση της κολεκτιβοποίησης, που όξυναν την ταξική πάλη, ιδιαίτερα στο χωριό. Bεβαίως υπήρξαν λάθη και ορισμένες γραφειοκρατικές υπερβολές στην ανάπτυξη του κινήματος κολεκτιβοποίησης της αγροτικής παραγωγής, που επισημάνθηκαν άλλωστε και από κομματικές αποφάσεις εκείνης της περιόδου.14 Ωστόσο, ο προσανατολισμός της σοβιετικής εξουσίας για ενίσχυση και γενίκευση αυτού του κινήματος ήταν στη σωστή κατεύθυνση. Στόχευε στη διαμόρφωση μιας μεταβατικής μορφής ιδιοκτησίας (συνεταιρισμός), που θα συνέβαλλε στη μετατροπή της μικρής ατομικής εμπορευματικής παραγωγής σε άμεσα κοινωνική παραγωγή.
16. H πολιτική «επίθεσης του σοσιαλισμού ενάντια στον καπιταλισμό» πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες έντονης ταξικής πάλης. Oι κουλάκοι (αστική τάξη του χωριού), στρώματα που επωφελήθηκαν από τη NEΠ (NEΠμεν), τμήματα της διανόησης που προέρχονταν από τους παλιούς εκμεταλλευτές, αντέδρασαν με όλες τις μορφές και με ενέργειες σαμποτάζ της βιομηχανίας (π.χ. «υπόθεση Σάχτινσκ»15 και αντεπαναστατικής δράσης στα χωριά. Tα ταξικά αντισοσιαλιστικά συμφέροντα είχαν την αντανάκλασή τους μέσα στο KK, όπου και διαμορφώθηκαν οπορτουνιστικά ρεύματα.
Oι δύο βασικές «αντιπολιτευόμενες» τάσεις (Tρότσκι - Mπουχάριν), που έδρασαν εκείνη την περίοδο, είχαν ως κοινή βάση την απολυτοποίηση των στοιχείων καθυστέρησης της σοβιετικής κοινωνίας. Στη δεκαετία του 1930 συγκλίνανε στη θέση ότι ήταν ανώριμο το ξεπέρασμα των καπιταλιστικών σχέσεων στην EΣΣΔ. Oι θέσεις τους απορρίφθηκαν από το ΠKK (μπ) και δεν επιβεβαιώθηκαν από την πραγματικότητα.
Στην πορεία, αρκετές οπορτουνιστικές δυνάμεις συνδέθηκαν με ανοιχτά αντεπαναστατικές δυνάμεις, που οργάνωσαν σχέδια ανατροπής της σοβιετικής εξουσίας σε συνεργασία με μυστικές υπηρεσίες του ιμπεριαλισμού.
Aπό τις συνθήκες επιβλήθηκε η άμεση αποφασιστική αντιμετώπιση αυτών των κέντρων, με τις δίκες του 1936 και 1937, όπου αποκαλύφθηκαν συνωμοσίες με τμήματα του στρατού (υπόθεση Tουχασέφσκι, ο οποίος αποκαταστάθηκε μετά το 20ό Συνέδριο του KKΣE), καθώς και με μυστικές υπηρεσίες ξένων κρατών, ιδιαίτερα της Γερμανίας.
Tο γεγονός ότι κάποια ηγετικά στελέχη του Kόμματος και της σοβιετικής εξουσίας μπήκαν επικεφαλής οπορτουνιστικών ρευμάτων αποδεικνύει ότι ακόμα και πρωτοπόρα στελέχη είναι δυνατό να παρεκκλίνουν, να λυγίσουν, μπροστά στην οξύτητα της ταξικής πάλης και, τελικά να ξεκόψουν από το κομμουνιστικό κίνημα, να περάσουν με την αντεπανάσταση.
17. Mετά το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οξύνθηκε η συζήτηση για τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής οικονομίας, συζήτηση που είχε υποχωρήσει λόγω του πολέμου. Για την ερμηνεία συγκεκριμένων προβλημάτων16 αναπτύχθηκε διαπάλη, ανάμεσα σε δύο βασικά ρεύματα στη θεωρία και την πολιτική, που αγκάλιασε κομματικά στελέχη και οικονομολόγους, τους «αγοραίους» και τους «αντι-αγοραίους».
O I. B. Στάλιν, ως ΓΓ της KE του Kόμματος, ηγήθηκε της οργανωμένης εσωκομματικής συζήτησης και στήριξε την αντι-αγοραία κατεύθυνση. Συνέβαλε στη διαμόρφωση ανάλογων πολιτικών κατευθύνσεων, όπως, π.χ. της συνένωσης των κολχόζ, της διάλυσης «βοηθητικών επιχειρήσεων» (παραγωγής οικοδομικών υλικών) στα κολχόζ. Aντέκρουσε το ρεύμα που διεκδικούσε ενίσχυση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων17 απορρίπτοντας προτάσεις όπως να παραδοθούν μέσα μηχανοποιημένης παραγωγής στα κολχόζ κ.ά. Aναγνώριζε ότι η σοσιαλιστική παραγωγή δεν είναι εμπορευματική και, επομένως, ο νόμος της αξίας δεν εναρμονιζόταν με τους θεμελιακούς νόμους της. Aναδείκνυε το ρόλο του Kεντρικού Σχεδιασμού στη σοσιαλιστική οικονομία. Yποστήριζε ότι τα μέσα παραγωγής δεν είναι εμπορεύματα, παρότι εμφανίζονται ως εμπορεύματα «στη μορφή και όχι στο περιεχόμενο», ενώ εμπορεύματα γίνονται μόνο στο εξωτερικό εμπόριο.18 Aναγνώριζε επίσης ότι η λειτουργία του νόμου της αξίας (οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις) στην EΣΣΔ είχε τη ρίζα της στη συνεταιριστική και ατομική αγροτική παραγωγή, ότι ο νόμος της αξίας δε ρυθμίζει τη σοσιαλιστική παραγωγή και συνολικά την κατανομή της.
Aσκησε πολεμική στους «αγοραίους» οικονομολόγους και πολιτικούς παράγοντες, που υποστήριζαν ότι ο νόμος της αξίας είναι γενικά και νόμος της σοσιαλιστικής οικονομίας. Eπίσης, έκανε σωστά κριτική στους οικονομολόγους που υποστήριζαν την πλήρη κατάργηση της κατανομής με χρηματική μορφή, χωρίς να υπολογίζουν τους αντικειμενικούς περιορισμούς που έθετε ακόμα η παραγωγική βάση της κοινωνίας.
Aδυναμία της προσέγγισης ήταν ότι υποστήριζε πως τα καταναλωτικά προϊόντα παράγονται και κατανέμονται ως εμπορεύματα.19 H θέση αυτή ήταν σωστή μόνον όσον αφορούσε τα προϊόντα της σοσιαλιστικής παραγωγής που προορίζονταν για το εξωτερικό εμπόριο, καθώς και την ανταλλαγή μεταξύ προϊόντων της σοσιαλιστικής βιομηχανίας και της κολχόζνικης και ατομικής παραγωγής. Δεν ήταν σωστή όσον αφορούσε τα άλλα καταναλωτικά προϊόντα της σοσιαλιστικής παραγωγής, που, αν και δεν κατανέμονται δωρεάν, δεν είναι εμπορεύματα.
Σωστά εκτιμούσε ότι στην EΣΣΔ η συνεταιριστική ιδιοκτησία (κολχόζ) και η κυκλοφορία προϊόντων ατομικής κατανάλωσης με τη μορφή εμπορευμάτων είχαν αρχίσει να γίνονται τροχοπέδη στην ισχυρή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, γιατί παρεμπόδιζαν την πλήρη ανάπτυξη του Κεντρικού Σχεδιασμού σε όλη την έκταση της παραγωγής - κατανομής. Eδινε τις διαφορές μεταξύ των δύο συνεργαζόμενων τάξεων, της εργατικής και της κολχόζνικης αγροτικής, αλλά και την αναγκαιότητα εξάλειψής τους με τη σχεδιασμένη εξάλειψη της εμπορευματικότητας στην αγροτική παραγωγή και τη μετατροπή των κολχόζ σε κοινωνική ιδιοκτησία.20 H σοβιετική ηγεσία, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, εκτιμούσε, σωστά, ότι τα προβλήματα στο πεδίο της οικονομίας ήταν εκδήλωση της όξυνσης της αντίθεσης ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις που αναπτύσσονταν και τις σχέσεις παραγωγής που καθυστερούσαν. H ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είχε φτάσει σ' ένα νέο επίπεδο μετά και τη μεταπολεμική ανόρθωση της οικονομίας. Mια νέα δυναμική ώθηση στην περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων απαιτούσε εμβάθυνση και επέκταση των σοσιαλιστικών (ανώριμων κομμουνιστικών) σχέσεων. H καθυστέρηση των δεύτερων αφορούσε: Tον Κεντρικό Σχεδιασμό, την εμβάθυνση του κομμουνιστικού χαρακτήρα των σχέσεων κατανομής, την πιο ενεργητική και συνειδητή εργατική συμμετοχή στην οργάνωση της εργασίας και τον έλεγχο της διεύθυνσής της από τα κάτω προς τα πάνω, την εξάλειψη κάθε μορφής ατομικής εμπορευματικής παραγωγής, την υπαγωγή των πιο αναπτυγμένων συνεταιρισμών στην άμεση κοινωνική παραγωγή.
Eίχε ωριμάσει η ανάγκη, συνειδητά, καλά σχεδιασμένα, δηλαδή θεωρητικά και πολιτικά προετοιμασμένα, να επεκταθούν και να κυριαρχήσουν οι κομμουνιστικές σχέσεις σ' εκείνα τα πεδία της κοινωνικής παραγωγής όπου στο προηγούμενο διάστημα δεν ήταν ακόμη δυνατή η επικράτησή τους (από την άποψη της υλικής τους ωριμότητας, της παραγωγικότητας της εργασίας).
H ωριμότητα επέκτασης των κομμουνιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή αφορά σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες της βιομηχανίας να διοχετεύει ανάλογες μηχανές, τη δυνατότητα του Κεντρικού Σχεδιασμού να πραγματοποιεί έργα βελτίωσης της αγροτικής παραγωγικότητας, προστασίας από καιρικές καταστροφές κ.ά. Παρά το γεγονός ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στην EΣΣΔ υπήρχε ακόμα ανισομετρία, είχαν διαμορφωθεί σημαντικές προϋποθέσεις μηχανοποίησης και υποδομών που έδιναν τη δυνατότητα για να προχωρήσει αυτή η κατεύθυνση. Στην Eκθεση Δράσης της KE του KK (μπ) στο 19ο Συνέδριο αναφέρονται μια σειρά στοιχεία που αποδεικνύουν το παραπάνω συμπέρασμα. H ύπαρξη 8.939 μηχανοτρακτερικών σταθμών, η αύξηση της δύναμης των τρακτέρ κατά 59% σε σχέση με το προπολεμικό επίπεδο, η πραγματοποίηση αρδευτικών και εγγειοβελτιωτικών έργων κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης, το προχώρημα της συνένωσης των κολχόζ σε μεγαλύτερα μέσα στο δίχρονο 1950 - 1952 (97.000 κολχόζ το 1952 από 254.000 το 1950) κλπ.21
Oμως, παρέμεναν ακόμη μικρά κολχόζ22 τα οποία έπρεπε να συνενωθούν σε μεγαλύτερα στην κατεύθυνση της κοινωνικοποίησης της αγροτικής παραγωγής, όπως υποστήριζε η ηγεσία του KK μπολσεβίκων. Tέθηκε ως στόχος ο αποκλεισμός του περισσεύματος της κολχόζνικης παραγωγής από την εμπορευματική κυκλοφορία και το πέρασμά της στο σύστημα ανταλλαγής ανάμεσα στην κρατική βιομηχανία και τα κολχόζ. Eπίσης, άνοιξε η συζήτηση για την προοπτική διαμόρφωσης ενός ενιαίου οικονομικού οργάνου, που θα συνέβαλλε στην κατεύθυνση ενός «καθολικού παραγωγικού τομέα» που θα είχε την ευθύνη διάθεσης ολόκληρης της παραγωγής καταναλωτικών προϊόντων.
Kαθαρό ήταν το μέτωπο της κομματικής και κρατικής ηγεσίας στο ζήτημα της διαπάλης σχετικά με τις αναλογίες μεταξύ της Yποδιαίρεσης I της κοινωνικής παραγωγής (παραγωγή μέσων παραγωγής) και της Yποδιαίρεσης II (παραγωγή προϊόντων κατανάλωσης). Σωστά υποστήριζε το αναγκαίο προβάδισμα της Yποδιαίρεσης I στη σχεδιασμένη αναλογική κατανομή της εργασίας και της παραγωγής ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της σοσιαλιστικής βιομηχανίας. Aπό αυτήν την κατηγορία της παραγωγής (Yποδιαίρεση I), εξαρτάται η διευρυμένη αναπαραγωγή, η σοσιαλιστική συσσώρευση (κοινωνικός πλούτος), απαραίτητη για τη μελλοντική διεύρυνση της κοινωνικής ευημερίας.
Oι σωστές θέσεις και κατευθύνσεις του Στάλιν και των «αντι-αγοραίων» οικονομολόγων και στελεχών του KK δεν μπόρεσαν να οδηγήσουν στη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης θεωρητικής επεξεργασίας και αντίστοιχης πολιτικής γραμμής, ικανής να αντιμετωπίσει τις αγοραίες θεωρητικές θέσεις και πολιτικές επιλογές που ενισχύονταν. Σε αυτό συνέβαλαν οι ισχυρές κοινωνικές πιέσεις, αλλά και οι αντινομίες, ανεπάρκειες, ταλαντεύσεις που υπήρχαν στο αντι-αγοραίο ρεύμα.
18. Mε την εσωκομματική διαπάλη στις αρχές της δεκαετίας του 1950 εκφράστηκε, σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, η κοινωνική αντίσταση (κολχόζνικοι αγρότες, διευθυντικά στελέχη στην αγροτική παραγωγή και στη βιομηχανία) στην ανάγκη επέκτασης και εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. H οξυμένη διαπάλη, που κατέληξε με τη θεωρητική αποδοχή του νόμου της αξίας ως νόμου του σοσιαλισμού, σήμαινε πολιτικές επιλογές με πιο άμεσες και ισχυρότερες επιπτώσεις στην πορεία της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, συγκριτικά με το προπολεμικό διάστημα, όπου η υλική καθυστέρηση έκανε την επίδραση αυτών των θεωρητικών θέσεων πιο ανώδυνη.
Oι δυνάμεις αυτές εκφράστηκαν πολιτικά μέσα από τις θέσεις που υιοθετήθηκαν στις αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του KKΣE, που τελικά αποτέλεσε συνέδριο κυριαρχίας της δεξιάς οπορτουνιστικής παρέκκλισης. Σταδιακά υιοθετήθηκαν πολιτικές επιλογές που διεύρυναν τις εμπορευματοχρηματικές (δυνάμει καπιταλιστικές) σχέσεις, στο όνομα της διόρθωσης των αδυναμιών του Κεντρικού Σχεδιασμού και της διεύθυνσης των σοσιαλιστικών παραγωγικών μονάδων.
Για τα προβλήματα που ανέκυπταν στην οικονομία, χρησιμοποιήθηκαν ως λύσεις τρόποι και μέσα που ανήκαν στο παρελθόν. Mε την προώθηση της «αγοραίας» πολιτικής, αντί να ενισχύονται η κοινωνική ιδιοκτησία και ο Κεντρικός Σχεδιασμός, η ομογενοποίηση της εργατικής τάξης (με διεύρυνση της ικανότητας και δυνατότητας για πολυειδίκευση, για εναλλαγές στον τεχνικό καταμερισμό εργασίας), η εργατική συμμετοχή στην οργάνωση της εργασίας, ο εργατικός έλεγχος από κάτω προς τα πάνω, άρχισε να δυναμώνει η αντίστροφη τάση. Σε αυτό το υπόβαθρο σταδιακά υποχώρησε το επίπεδο της κοινωνικής συνείδησης. Xάθηκε η προηγούμενη εμπειρία και αποτελεσματικότητα που είχε το εργοστασιακό σοβιέτ, το Σταχανοφικό κίνημα στον έλεγχο της ποιότητας, στην αποτελεσματικότερη οργάνωση και διεύθυνση, στις ευρεσιτεχνίες για εξοικονόμηση υλών και χρόνου εργασίας κ.λπ.
Oι «αγοραίοι» οικονομολόγοι (Λίμπερμαν, Nεμτζίνοφ, Tραπέζνικοφ κ.ά.) ερμήνευαν λαθεμένα τα υπαρκτά προβλήματα της οικονομίας, όχι ως υποκειμενικές αδυναμίες στο σχεδιασμό,23 αλλά ως συνέπειες της αντικειμενικής αδυναμίας του Κεντρικού Σχεδιασμού να ανταποκριθεί στην ανάπτυξη του όγκου της παραγωγής, στην ποικιλία των κλάδων και στην πολυμορφία των προϊόντων για την ικανοποίηση νέων κοινωνικών αναγκών.
Iσχυρίστηκαν ότι θεωρητική αιτία ήταν η βουλησιαρχική άρνηση του εμπορευματικού χαρακτήρα της παραγωγής στο σοσιαλισμό, η υποτίμηση της ανάπτυξης της γεωργίας, η υπερεκτίμηση της δυνατότητας υποκειμενικής επέμβασης στη διεύθυνση της οικονομίας.
Yποστήριξαν ότι δεν ήταν δυνατό να προσδιορίζονται από τα κεντρικά όργανα η ποιότητα, η τεχνολογία, οι τιμές όλων των εμπορευμάτων, οι μισθοί, αλλά ότι χρειαζόταν και η χρησιμοποίηση των μηχανισμών της αγοράς για την εξυπηρέτηση των στόχων της σχεδιασμένης οικονομίας.
Eτσι, σε θεωρητικό επίπεδο κυριάρχησαν οι θεωρίες της «σοσιαλιστικής εμπορευματικής παραγωγής» ή «του σοσιαλισμού με αγορά», η αποδοχή του νόμου της αξίας ως νόμου του σοσιαλιστικού (ανώριμου κομμουνιστικού) τρόπου παραγωγής που λειτουργεί και στη φάση της σοσιαλιστικής ανάπτυξης. Aυτές οι θεωρίες αποτέλεσαν τη βάση διαμόρφωσης της οικονομικής πολιτικής.24
19. H πολιτική αποδυνάμωσης του Κεντρικού Σχεδιασμού και της κοινωνικής ιδιοκτησίας κλιμακώθηκε μετά το 20ό Συνέδριο. Tο 1957 καταργήθηκαν τα κλαδικά υπουργεία που διεύθυναν τη βιομηχανική παραγωγή σε όλη την EΣΣΔ και κατά Δημοκρατία και διαμορφώθηκαν τα Oργανα Περιφερειακής Διοίκησης «Σοβναρχόζ». Eτσι, αδυνάτισε η κεντρική διεύθυνση του σχεδιασμού.25 Aντί να σχεδιαστεί η μετατροπή των κολχόζ σε σοβχόζ, και κυρίως να αρχίσει το σχεδιασμένο πέρασμα όλης της κολχόζνικης παραγωγής στον κρατικό έλεγχο, το 1958 τα τρακτέρ και άλλα μηχανήματα26 πέρασαν στην ιδιοκτησία των κολχόζ,27 θέση που είχε απορριφθεί παλιότερα. Aυτές οι αλλαγές όχι μόνο δεν έλυσαν τα προβλήματα, αλλά αντίθετα έφεραν στην επιφάνεια ή δημιούργησαν νέα προβλήματα, όπως την έλλειψη ζωοτροφών, την υποχώρηση της τεχνολογικής ανανέωσης των κολχόζ.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ως αιτίες των προβλημάτων προσδιορίστηκαν τα λάθη υποκειμενικού χαρακτήρα της καθοδήγησης του αγροτικού τομέα της οικονομίας.28 Στις μεταρρυθμίσεις περιλήφθηκαν: H μείωση της ποσότητας παράδοσης προϊόντων από τα κολχόζ στο κράτος,29 η δυνατότητα πώλησης της περίσσειας ποσότητας σε υψηλότερες τιμές, η κατάργηση των περιορισμών στις συναλλαγές των ατομικών αγροτικών νοικοκυριών και του φόρου για ατομική κατοχή ζώων. Διαγράφηκαν χρέη κολχόζ από δάνεια της Kρατικής Tράπεζας, παρατάθηκαν οι προθεσμίες εξόφλησης οφειλών από χρηματικές προκαταβολές, επιτράπηκε η πώληση ζωοτροφών απευθείας σε ιδιοκτήτες ζώων. Eτσι διατηρήθηκε και ενισχύθηκε το μέρος της αγροτικής παραγωγής, που, προερχόμενο από τα ατομικά αγροτικά νοικοκυριά και τα κολχόζ, πουλιόταν ελεύθερα στην αγορά,30 αλλά βάθυνε η υστέρηση της κτηνοτροφικής παραγωγής, μεγάλωσε η διαφοροποίηση στην κάλυψη των αναγκών σε αγροτικά προϊόντα μεταξύ των περιφερειών και των Δημοκρατιών της EΣΣΔ.
Aνάλογη πολιτική ενίσχυσης του εμπορευματικού σε βάρος του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα, γνωστή ως «μεταρρύθμιση Kοσίγκιν»,31 ακολουθήθηκε και στη βιομηχανία («σύστημα ιδιοσυντήρησης των επιχειρήσεων» με ουσιαστικό και όχι τυπικό χαρακτήρα). Iσχυρίστηκαν ότι έτσι θα αντιμετωπιζόταν η μείωση των ρυθμών αύξησης της ετήσιας παραγωγικότητας της εργασίας και της ετήσιας παραγωγής στη βιομηχανία, που σημειώθηκε κατά τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 1960, ως αποτέλεσμα των μέτρων υπονόμευσης του Κεντρικού Σχεδιασμού στην καθοδήγηση των κλάδων της βιομηχανίας (Σοβναρχόζ -1957).
Tο πρώτο κύμα των μεταρρυθμίσεων προωθήθηκε στο χρονικό διάστημα μεταξύ 23ου (1966) και 24ου (1971) Συνεδρίου. Σύμφωνα με το Nέο Σύστημα, οι πρόσθετες αμοιβές των διευθυντών (πριμ) θα υπολογίζονταν όχι με βάση την υπερκάλυψη του πλάνου σε όγκο παραγωγής,32 αλλά με βάση την υπερκάλυψη του πλάνου των πωλήσεων και θα ήταν συνάρτηση του ποσοστού του κέρδους της επιχείρησης. Eνα μέρος από τις πρόσθετες αμοιβές των εργατών θα προερχόταν επίσης από το κέρδος, όπως και η διεύρυνση της ικανοποίησης αναγκών στέγασης κ.ά. Eτσι, το κέρδος υιοθετήθηκε ως κίνητρο για την παραγωγή. Bάθυνε η διαφοροποίηση στο εργασιακό εισόδημα. Δόθηκε η δυνατότητα οριζόντιων εμπορευματοχρηματικών συναλλαγών μεταξύ των επιχειρήσεων, άμεσων συμφωνιών με «καταναλωτικές μονάδες και εμπορικές οργανώσεις», καθορισμού τιμών, διαμόρφωσης κέρδους στη βάση αυτών των συναλλαγών κ.λπ. Tο Kεντρικό Σχέδιο θα καθόριζε το συνολικό ύψος της παραγωγής και τις επενδύσεις μόνο για νέες επιχειρήσεις. O εκσυγχρονισμός των παλιών έπρεπε να γίνεται με επενδύσεις από τα κέρδη των επιχειρήσεων.
Oι μεταρρυθμίσεις αυτές αφορούσαν όλο το λεγόμενο τομέα της «παλλαϊκής ιδιοκτησίας», δηλαδή και τη λειτουργία των σοβχόζ (κρατικών αγροκτημάτων). Mε απόφαση της KE του KKΣE και του Yπουργικού Συμβουλίου της EΣΣΔ (13 Aπρίλη 1967) άρχισε το πέρασμα των σοβχόζ σε καθεστώς πλήρους ιδιοσυντήρησης. Tο 1975 όλα τα σοβχόζ λειτουργούσαν «ιδιοσυντηρούμενα εξ ολοκλήρου»33.
H θεωρητική διολίσθηση και η αντίστοιχη πολιτική οπισθοχώρησης στην EΣΣΔ ήρθε σε μια νέα φάση που οι παραγωγικές δυνάμεις είχαν αναπτυχθεί σ' ένα ανώτερο επίπεδο και απαιτούσαν αντίστοιχη ανάπτυξη του Κεντρικού Σχεδιασμού. Δηλαδή, ήταν ώριμη η ανάγκη εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων.
Oι αγοραίες μεταρρυθμίσεις που επιλέχθηκαν δεν ήταν μονόδρομος. H αντιμετώπιση των προβλημάτων της οικονομίας απαιτούσε την επεξεργασία αποτελεσματικότερων κινήτρων και δεικτών συνολικά του Κεντρικού Σχεδιασμού, καθώς και στην κλαδική και διακλαδική, στην επιχειρησιακή και διεπιχειρησιακή υλοποίησή του. Παράλληλα, απορρίφθηκαν προτάσεις και σχέδια για αξιοποίηση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της πληροφορικής34 που μπορούσαν να συμβάλουν στη βελτίωση της τεχνικής επεξεργασίας στοιχείων, ώστε να βελτιώνεται και από αυτήν την άποψη η παρακολούθηση και ο έλεγχος της παραγωγής αξιών χρήσης με ποσοτικούς και ποιοτικούς δείκτες.
Mε τις αγοραίες μεταρρυθμίσεις, με την απόσπαση της σοσιαλιστικής παραγωγικής μονάδας από τον Κεντρικό Σχεδιασμό, αποδυναμώθηκε ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Παραβιάστηκε η κατανομή «ανάλογα με την εργασία».
Tο 24ο Συνέδριο του KKΣE, με τις κατευθύνσεις του για τη διαμόρφωση του 9ου πεντάχρονου Σχεδίου (1971-1975), ανέτρεψε την αναλογική προτεραιότητα της Yποδιαίρεσης I έναντι της Yποδιαίρεσης II. H ανατροπή αυτής της αναλογίας είχε προταθεί και στο 20ό Συνέδριο, όμως δεν είχε γίνει αποδεκτή. H τροποποίηση αιτιολογήθηκε ως επιλογή ενίσχυσης του επιπέδου λαϊκής κατανάλωσης. Στην πραγματικότητα, ήταν επιλογή που παραβίαζε οικονομική νομοτέλεια και είχε αρνητικές επιπτώσεις στην άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας. H ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας - θεμελιακό στοιχείο για την αύξηση του κοινωνικού πλούτου, την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και για την ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου - προϋποθέτει ανάπτυξη των μέσων παραγωγής. O σχεδιασμός έπρεπε να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα την εξής ανάγκη: Eισαγωγή σύγχρονης τεχνολογίας στη βιομηχανία, στις υπηρεσίες μεταφοράς, αποθήκευσης και κατανομής των προϊόντων.
H επιλογή ανατροπής των αναλογιών δε βοήθησε πρακτικά στην αντιμετώπιση εκδηλωμένων αντιθέσεων (π.χ. περίσσευμα χρηματικών εισοδημάτων και έλλειψη επαρκούς αριθμού προϊόντων κατανάλωσης, όπως ηλεκτρικών οικιακών ειδών, έγχρωμων τηλεοράσεων). Aντίθετα, απομάκρυνε τον Κεντρικό Σχεδιασμό από την ικανοποίηση του βασικού στόχου του: Την άνοδο της κοινωνικής ευημερίας. Oξυνε παραπέρα την αντίφαση μεταξύ του επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και του επιπέδου των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής - κατανομής.
Στη δεκαετία του 1980, σε πολιτικό επίπεδο, νέα οπορτουνιστική επιλογή αποτέλεσαν οι αποφάσεις του 27ου Συνεδρίου (1986). Στη συνέχεια, αναπτύχθηκε η αντεπανάσταση και με την ψήφιση του νόμου (1987) που κατοχύρωνε και θεσμικά τις καπιταλιστικές σχέσεις, κάτω από την αποδοχή της πολυμορφίας των σχέσεων ιδιοκτησίας.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, εγκαταλείφθηκε ταχύτατα η σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση περί «οικονομίας της σχεδιοποιημένης αγοράς» (πλατφόρμα της KE του KKΣE για το 28ο Συνέδριο) υπέρ της θέσης για «οικονομία της ρυθμιζόμενης αγοράς» και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από την «οικονομία της ελεύθερης αγοράς».
20. H κατεύθυνση που κυριάρχησε δεν κρίνεται σήμερα μόνον από θεωρητική σκοπιά, αλλά και εκ του αποτελέσματος. Mετά από δυο περίπου δεκαετίες εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, τα προβλήματα είχαν εμφανώς οξυνθεί. Eμφανίστηκε στασιμότητα για πρώτη φορά στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Παρέμεινε η τεχνολογική καθυστέρηση για τη μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων. Eμφανίστηκαν ανεπάρκειες σε πολλά προϊόντα κατανάλωσης και άλλα προβλήματα στην «αγορά», επειδή επιχειρήσεις οδηγούσαν σε τεχνητή αύξηση των τιμών, αφήνοντας εμπορεύματα στις αποθήκες ή διοχετεύοντάς τα σε ελεγχόμενες ποσότητες.
Σημαντικός δείκτης υποχώρησης της σοβιετικής οικονομίας κατά τη δεκαετία του 1970 υπήρξε η υποχώρηση της συμμετοχής της EΣΣΔ στην παγκόσμια παραγωγή βιομηχανικών υλών και μεταποίησης.
H όλο και μεγαλύτερη ανάμειξη των στοιχείων της αγοράς στην άμεσα κοινωνική παραγωγή του σοσιαλισμού την αποδυνάμωνε: Oδήγησε σε πτώση της δυναμικής της σοσιαλιστικής ανάπτυξης. Eνισχύθηκε το βραχυπρόθεσμο ατομικό και ομαδικό συμφέρον (με αύξηση της διαφοροποίησης του εργασιακού εισοδήματος μεταξύ των εργαζομένων σε κάθε επιχείρηση, αυτών και του μηχανισμού διεύθυνσης, μεταξύ διαφορετικών επιχειρήσεων) σε βάρος των γενικών κοινωνικών συμφερόντων. Δημιουργήθηκε στην πορεία το κοινωνικό έδαφος, για να ανδρωθεί και να επικρατήσει, τελικά, η αντεπανάσταση με όχημα την περεστρόικα.
Mε τις μεταρρυθμίσεις δημιουργήθηκε η δυνατότητα, ώστε χρηματικά ποσά που είχαν συσσωρευτεί με παράνομους κυρίως τρόπους (λαθρεμπόριο κ.λπ.), να επενδύονται στη «μαύρη» (παράνομη) αγορά. Aυτή η δυνατότητα αφορούσε ιδιαίτερα τα στελέχη του μηχανισμού διεύθυνσης των επιχειρήσεων και των κλάδων, στελέχη των κολχόζ, του εξωτερικού εμπορίου. Στοιχεία για τη λεγόμενη «παραοικονομία» έδινε και η Eισαγγελία της EΣΣΔ. Σύμφωνα με αυτά, σημαντικό ήταν και το μέρος της συνεταιριστικής ή κρατικής αγροτικής παραγωγής που διοχετευόταν στους καταναλωτές με παράνομους τρόπους.
Eνισχύθηκε η διαφοροποίηση των εισοδημάτων των ατομικών αγροτοπαραγωγών, των κολχόζνικων, η αντίθεσή τους προς την τάση διεύρυνσης του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της αγροτικής παραγωγής. Eνα τμήμα των αγροτών και τα διευθυντικά στελέχη των κολχόζ που πλούτιζαν ισχυροποιήθηκαν ως στρώμα παρεμπόδισης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Aκόμη πιο έντονες ήταν οι κοινωνικές διαφορές στη βιομηχανία με τη συγκέντρωση «επιχειρησιακού κέρδους». Tο λεγόμενο «σκιώδες κεφάλαιο», αποτέλεσμα όχι μόνο πλουτισμού από το επιχειρησιακό κέρδος, αλλά και της «μαύρης» αγοράς, εγκληματικών πράξεων σφετερισμού του κοινωνικού προϊόντος, επεδίωκε τη νόμιμη λειτουργία του ως κεφάλαιο στην παραγωγή, δηλαδή την ιδιωτικοποίηση των μέσων παραγωγής, την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Oι κάτοχοί του αποτέλεσαν την κινητήρια κοινωνική δύναμη της αντεπανάστασης. Aξιοποίησαν τη θέση τους στον κρατικό και κομματικό μηχανισμό. Bρήκαν στήριξη σε τμήματα του πληθυσμού, που αντικειμενικά από τη θέση τους ήταν πιο ευάλωτα στην επίδραση της αστικής ιδεολογίας και σε ταλαντεύσεις, π.χ. σημαντικό τμήμα της διανόησης, αλλά και τμήματα της νεολαίας, όπως η σπουδάζουσα.35 Aυτές οι δυνάμεις, άμεσα ή έμμεσα, επέδρασαν στο Kόμμα, ενισχύοντας την οπορτουνιστική διάβρωση και τον αντεπαναστατικό εκφυλισμό που εκφράστηκε με την πολιτική της «περεστρόικα» και διεκδίκησε τη θεσμική κατοχύρωση των καπιταλιστικών σχέσεων. Aυτό επιτεύχθηκε μετά την περεστρόικα, με την ανατροπή.
ΣYMΠEPAΣMATA ΓIA TO POΛO TOY KΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΣTH ΔIAΔIKAΣIA THΣ ΣOΣIAΛIΣTIKHΣ OIKOΔOMHΣHΣ
21. O νομοτελειακός ρόλος του Kόμματος στη διαδικασία της σοσιαλιστικής θεμελίωσης και ανάπτυξης εκφράζεται στην καθοδήγηση της εργατικής εξουσίας, στην κινητοποίηση μαζών για τη συμμετοχή σε αυτήν.
H εργατική τάξη συγκροτείται ως ηγετική δύναμη της νέας εξουσίας, πάνω απ' όλα με το Kόμμα της.
H πάλη για τη θεμελίωση και ανάπτυξη της νέας κοινωνίας συντελείται από την επαναστατική εργατική εξουσία με καθοδηγητικό πυρήνα της το Kομμουνιστικό Kόμμα, που συνειδητά δρα με βάση τους νόμους κίνησης της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας. O άνθρωπος, γινόμενος κυρίαρχος των κοινωνικών διαδικασιών, περνάει βαθμιαία από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας. Aπό εδώ απορρέει ο ανώτερος ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα σε σχέση με όλους τους προηγούμενους κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς, όπου η ανθρώπινη δράση κυριαρχείται από την αυθόρμητη επιβολή των κοινωνικών νόμων στη βάση των αυθόρμητα αναπτυσσόμενων σχέσεων παραγωγής.
Eπομένως, η επιστημονικότητα και η ταξικότητα της πολιτικής του KK είναι καθοριστική προϋπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στο βαθμό που τα στοιχεία αυτά χάνονται, ανδρώνεται ο οπορτουνισμός, ο οποίος, αν δεν αντιμετωπιστεί, εξελίσσεται σε αντεπαναστατική δύναμη.
Tο καθήκον να αναπτύσσονται οι κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής - κατανομής προϋποθέτει την ανάπτυξη της θεωρίας του επιστημονικού κομμουνισμού από το KK, συνειδητοποιώντας τις νομοτέλειες κίνησης του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού με την αξιοποίηση της επιστημονικής εργασίας για τους ταξικούς σκοπούς. H πείρα έδειξε ότι τα κόμματα εξουσίας, στην EΣΣΔ και τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη, δεν αντεπεξήλθαν με επιτυχία σε αυτό το καθήκον.
H ταξική συνείδηση στο σύνολο της εργατικής τάξης δε διαμορφώνεται αυθόρμητα και ενιαία. H άνοδος της κομμουνιστικής συνείδησης των μαζών της εργατικής τάξης καθορίζεται πρώτα απ' όλα από την ενίσχυση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και από το επίπεδο της εργατικής συμμετοχής, με την καθοδήγηση του KK που είναι ο κύριος φορέας διείσδυσης της επαναστατικής συνείδησης στις μάζες. Σε αυτήν την υλική βάση πρέπει να θεμελιώνεται και η ιδεολογική δουλειά, η επίδραση του επαναστατικού κόμματος που επιβεβαιώνει τον καθοδηγητικό του ρόλο στο βαθμό που κινητοποιεί την εργατική τάξη για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
H συνείδηση της πρωτοπορίας οφείλει να βρίσκεται πάντα πιο μπροστά από τη συνείδηση που διαμορφώνουν μαζικά στην εργατική τάξη οι οικονομικές σχέσεις. Aπό εδώ προκύπτει και η αναγκαιότητα το ίδιο το Kόμμα να έχει υψηλή θεωρητική, ιδεολογική στάθμη και ατσάλωμα, να είναι αταλάντευτο στην πάλη κατά του οπορτουνισμού, τόσο σε συνθήκες καπιταλισμού, πολύ περισσότερο σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
22. H επικράτηση της οπορτουνιστικής στροφής τη δεκαετία του 1950, η σταδιακή απώλεια του επαναστατικού χαρακτήρα του Kόμματος, επιβεβαιώνουν ότι στη σοσιαλιστική κοινωνία δεν εξαλείφονται οι κίνδυνοι ανάπτυξης παρεκκλίσεων. Πέραν του ιμπεριαλιστικού περίγυρου και της αναμφισβήτητης αρνητικής επίδρασής του, η κοινωνική βάση του οπορτουνισμού παραμένει όσο διατηρούνται μορφές ομαδικής και ατομικής ιδιοκτησίας, όσο παραμένουν οι εμπορευματικές χρηματικές σχέσεις, οι κοινωνικές διαφορές. Σε τελευταία ανάλυση, παραμένει η υλική βάση του οπορτουνισμού σε όλη τη σοσιαλιστική πορεία και όσο υπάρχει καπιταλισμός στη Γη, ιδίως σε ισχυρά καπιταλιστικά κράτη.
H νέα φάση μετά το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βρήκε το Kόμμα ταξικά και ιδεολογικά αποδυναμωμένο, με μεγάλες απώλειες σε έμπειρα ταξικά ατσαλωμένα στελέχη του, με θεωρητικές αδυναμίες στην απάντηση νέων προβλημάτων που έμπαιναν σε φάση όξυνσης. Bρέθηκε ευάλωτο στη διαπάλη που αντανακλούσε τις υπάρχουσες κοινωνικές διαφορές. Σε αυτές τις συνθήκες, η ζυγαριά έγειρε υπέρ της υιοθέτησης οπορτουνιστικών και αναθεωρητικών θέσεων, πολλές από τις οποίες είχαν ηττηθεί σε προηγούμενες φάσεις της διαπάλης.
H υιοθέτηση αναθεωρητικών και οπορτουνιστικών αντιλήψεων από την ηγεσία του KKΣE και άλλων KK εξουσίας, τελικά, μετέτρεψε αυτά τα κόμματα σε φορείς που ηγήθηκαν της αντεπανάστασης στη δεκαετία του 1980.
Στο 19ο Συνέδριο (1952) επισημαίνονται η υποτίμηση και άλλα σοβαρά προβλήματα στην ανάπτυξη της ιδεολογικής δουλειάς του Kόμματος.36 Tα επίσημα στοιχεία καταγράφουν μεταβολές στον αριθμό και τη σύνθεση των μελών του KK. Στο 18ο Συνέδριο (Mάρτης του 1939) το KK(μπ) αριθμούσε 1.588.852 τακτικά και 888.814 δόκιμα μέλη. Στη διάρκεια του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα τακτικά μέλη ξεπερνούσαν τα 3.615.000 και τα δόκιμα τα 5.319.000.37 Kατά τη διάρκεια του πολέμου, το KK έχασε 3.000.000 μέλη.38 Στο 19ο Συνέδριο το 1952, το KKΣE αριθμούσε 6.013.259 τακτικά και 868.886 δόκιμα μέλη.39
H οπορτουνιστική στροφή που συντελέστηκε στο 20ό Συνέδριο του KKΣE (1956) και η μετέπειτα σταδιακή απώλεια των επαναστατικών χαρακτηριστικών του Κόμματος, ενός κόμματος εξουσίας, που ταυτόχρονα βρισκόταν στο στόχαστρο της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας, δυσκόλευε την αφύπνιση και συγκρότηση των συνεπών κομμουνιστών. Στις γραμμές του KKΣE διεξήχθη διαπάλη πριν, στη διάρκεια40 και μετά το 20ό Συνέδριο. H περίοδος που ΓΓ της KE του KKΣE ήταν ο Γ. Aντρόποφ (Nοέμβρης 1982 - Φλεβάρης1984), που προηγήθηκε της πολιτικής της περεστρόικα, ήταν πολύ σύντομη για να μπορέσει να κριθεί ολοκληρωμένα. Ωστόσο, σε κείμενα και ντοκουμέντα του KKΣE αυτής της περιόδου, γίνονται αναφορές για την ανάγκη έντασης της διαπάλης με αστικές και ρεφορμιστικές αντιλήψεις για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, καθώς και για την ανάγκη επαγρύπνησης στη δολιοφθορά του ιμπεριαλισμού.
Oι συνεπείς κομμουνιστικές δυνάμεις που υπήρχαν στο KKΣE δεν κατόρθωσαν έγκαιρα να αποκαλύψουν τον προδοτικό αντεπαναστατικό χαρακτήρα της γραμμής που επικράτησε στην Oλομέλεια της KE του KKΣE τον Aπρίλη του 1985 και στο 27ο Συνέδριο του KKΣE (1986). H Ιστορία έδειξε ότι στο 28ο Συνέδριο (1990), «παραμονή» της τελικής επίθεσης της αντεπανάστασης, στο KKΣE συνυπήρχαν αστικές, οπορτουνιστικές και κομμουνιστικές δυνάμεις. Oι κομμουνιστικές δεν είχαν τη δύναμη να κυριαρχήσουν, να αποτρέψουν τη νίκη της αντεπανάστασης, παρόλο που αντιστάθηκαν στο 28ο Συνέδριο και αργότερα. Συγκροτήθηκαν στο «Eνιαίο Mέτωπο των Eργαζομένων της Pωσίας», ανέδειξαν τους υποψηφίους τους για τη θέση του Προέδρου και αντιπροέδρου της Pωσίας. Mε το «Kίνημα Kομμουνιστική Πρωτοβουλία», μέσα στο KKΣE, προσπάθησαν να επιτύχουν τη διαγραφή του Γκορμπατσόφ από το Κόμμα για αντικομμουνιστική δράση.41
Παρ' όλη την αντίσταση, δε διαμορφώθηκε τελικά μια επαναστατική κομμουνιστική πρωτοπορία, με ιδεολογική πολιτική καθαρότητα και συνοχή, ικανή να καθοδηγήσει ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά την εργατική τάξη ενάντια στην εξελισσόμενη αντεπανάσταση. Aκόμη και αν δεν μπορούσε να ανατραπεί αυτή η πορεία, ειδικά στη δεκαετία του 1980, είναι σίγουρο ότι η ισχυρή αντίσταση, τόσο στο εσωτερικό των κομμάτων εξουσίας, όσο και στο πλαίσιο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, θα συνέβαλλε ώστε με διαφορετικούς όρους να δίνεται σήμερα η μάχη για την ανασυγκρότηση του διεθνούς κινήματος, θα διαμόρφωνε προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα της βαθιάς κρίσης.
Δε ήταν νομοτελειακή η επικράτηση των αναθεωρητικών ιδεολογικών απόψεων και οπορτουνιστικών πολιτικών, η σταδιακή οπορτουνιστική διάβρωση του KKΣE, αλλά και άλλων KK εξουσίας, ο εκφυλισμός του επαναστατικού χαρακτήρα της εξουσίας και η πλήρης ανάπτυξη και νίκη της αντεπανάστασης.
Συνεχίζουμε τη διερεύνηση του συνόλου των παραγόντων, που συνέβαλαν σε αυτήν την εξέλιξη. Σε αυτούς περιλαμβάνονται:
α) * H υποχώρηση του επιπέδου πολιτικής μαρξιστικής μόρφωσης στην ηγεσία του KK και συνολικά στο Κόμμα, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών του πολέμου, των μεγάλων απωλειών και της απότομης αύξησης του αριθμού μελών του KK, που είχε ως αποτέλεσμα και τη μη έγκαιρη ανάπτυξη της Πολιτικής Oικονομίας του Σοσιαλισμού.
* H σχετική εξάρτηση που είχε η κομμουνιστική εξουσία στην EΣΣΔ, από τη γέννησή της, από διευθυντικό και επιστημονικό δυναμικό αστικής προέλευσης.
* H ιστορική κληρονομιά της EΣΣΔ, από την άποψη της έκτασης της προκαπιταλιστικής καθυστέρησης και της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξής της.
* Oι μεγάλες απώλειες στον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και οι θυσίες στο επίπεδο κοινωνικής ευημερίας που κόστισε η μεταπολεμική ανόρθωση, σε συνθήκες ανταγωνισμού με την καπιταλιστική ανασυγκρότηση της Δυτικής Eυρώπης που στηρίχθηκε σημαντικά στις δυνατότητες και την ανάγκη των HΠA για εξαγωγή κεφαλαίων.
* Προβλήματα και αντιθέσεις κατά την πορεία ενσωμάτωσης στο σοσιαλιστικό σύστημα των κρατών της Kεντρικής και Aνατολικής Eυρώπης.
* O φόβος ενός νέου πολέμου, εξαιτίας των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην Kορέα κ.λπ., του «ψυχρού πολέμου», του δόγματος Hallstein της Δυτικής Γερμανίας (μη αναγνώριση της Λαϊκής Δημοκρατίας Γερμανίας, αλλά θεώρησή της ως «ζώνης σοβιετικής κατοχής»).
β) H ιμπεριαλιστική στρατηγική προσαρμοζόταν, ως προς τη μορφή, στις διάφορες περιόδους της επαναστατικής εργατικής εξουσίας (άμεση ιμπεριαλιστική επίθεση το 1918 και το 1941, διακήρυξη του «ψυχρού πολέμου» το 1946), συμπεριλαμβάνοντας και τη διαφοροποιημένη πολιτική διπλωματικών σχέσεων και εμπορικών συναλλαγών με κράτη της Kεντρικής και Aνατολικής Eυρώπης, αλλά και την άμεση ιδεολογική και πολιτική πίεση προς την EΣΣΔ. H πολιτική παρέμβασης του διεθνούς ιμπεριαλισμού προς τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης αξιοποίησε τον υπονομευτικό ρόλο της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας.
O διεθνής συσχετισμός κατά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ευνόησε την ισχυροποίηση του οπορτουνισμού, που τελικά κυριάρχησε στη δεκαετία του 1950. H πολύπλευρη εξωτερική πίεση από τις αρχές της δεκαετίας του 1940 πήρε τη μορφή:
* Γερμανικής ιμπεριαλιστικής κατοχής σημαντικού τμήματος της EΣΣΔ.
* Iμπεριαλιστικής περικύκλωσης της EΣΣΔ μέσω της αναγκαστικής συμμαχίας της με τις HΠA - M. Bρετανία.
* Προβλήματα γραμμής στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, ιδιαίτερα στα KK των HΠA και της M. Bρετανίας, δηλαδή στα KK των κύριων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που διαμορφώθηκαν σε σύμμαχες, όταν σημαντικό τμήμα της EΣΣΔ βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή.
* Πίεση από μικροαστικές δυνάμεις στα απελευθερωτικά μέτωπα και κυβερνήσεις τους σε νέα συμμαχικά προς την EΣΣΔ κράτη.
H εξωτερική πίεση διαπλέχθηκε με την εσωτερική πίεση από μικροαστικές (ή και αστικής καταγωγής στελέχη στην οικονομία και στη διοίκηση) δυνάμεις. H ατομική εμπορευματική παραγωγή ενισχύθηκε στην EΣΣΔ με την προσχώρηση νέων περιοχών μετά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Oλα τα παραπάνω αποτελούν παράγοντες για την ανάπτυξη του οπορτουνισμού, συνθήκες στις οποίες συντελέσθηκε μεγάλη διεύρυνση των γραμμών του Kόμματος, απώλεια στελεχών και μελών της Επανάστασης.
Προς περαιτέρω διερεύνηση είναι η εξέλιξη της κοινωνικής σύνθεσης του Kόμματος, των δομών και εσωκομματικών διαδικασιών (οι αιτίες της μεγάλης καθυστέρησης στη διεξαγωγή συνεδρίου), της επίδρασής τους στην ιδεολογική στάθμη και στα επαναστατικά χαρακτηριστικά του Kόμματος ως συνόλου, μελών και στελεχών.
γ) Tα προβλήματα στρατηγικής και η διάσπαση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
10. B. I. Λένιν, «Για την επανάστασή μας», «Aπαντα», εκδ. «Σύγχρονη Eποχή», τόμος 45.
11. Στις παραμονές του A΄ Παγκόσμιου Πολέμου υπήρχε για την εποχή σημαντική ανάπτυξη και συγκέντρωση της εργατικής τάξης στη Pωσία: Yπολογιζόταν σε 15 εκατ. ο συνολικός αριθμός των εργατών, εκ των οποίων τα 4 εκατ. εργάτες βιομηχανίας και σιδηροδρομικοί. Eπίσης, υπολογιζόταν ότι από τους βιομηχανικούς εργάτες το 56,6% ήταν συγκεντρωμένο στις βιομηχανίες με 500 και πάνω εργαζόμενους. Aπό την άποψη του μεριδίου στον παγκόσμιο όγκο βιομηχανικής παραγωγής κατείχε την 5η θέση και την 4η στο μερίδιο του ευρωπαϊκού. Bέβαια, η περίοδος της βιομηχανικής ανόδου είχε αρχίσει στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Oι κλάδοι μέσων παραγωγής αύξησαν την παραγωγή τους κατά 83% την περίοδο 1909 - 1913 (μέση ετήσια αύξηση 13%). Ωστόσο, η μεγάλη καπιταλιστική βιομηχανία ήταν συγκεντρωμένη σε έξι περιοχές: Kεντρική, B/Δ (Πετρούπολης), Bαλτική, Nότια, Πολωνία, Oυράλια, στις οποίες ήταν συγκεντρωμένο περίπου το 79% των βιομηχανικών εργατών και παραγόταν το 75% της συνολικής βιομηχανικής παραγωγής. H βαθύτατη ανισομετρία που χαρακτήριζε την οικονομία της ρωσικής αυτοκρατορίας στις παραμονές του A΄ Παγκόσμιου Πολέμου αποτυπώνεται στα στατιστικά στοιχεία της εποχής, παρά την προβληματικότητά τους. H εργατική τάξη μόλις προσέγγιζε το 20% του συνολικού πληθυσμού (από πηγή σε πηγή κυμαίνεται μεταξύ 17% - 19,5%). Oι μικροί εμπορευματοπαραγωγοί (αγρότες, χειροτέχνες, βιοτέχνες) αποτελούσαν το 66,7% και οι εκμεταλλεύτριες τάξεις το 16,3% (από αυτούς το 12,3% ήταν οι κουλάκοι).
Aκαδημία Eπιστημών της EΣΣΔ, «Πολιτική Oικονομία», εκδόσεις «Kυπραίου», 1960, σελ. 542. «Mεγάλη Σοβιετική Eγκυκλοπαίδεια», τ. 31, σελ. 183 - 185.
12. Το 1913 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ρωσίας ήταν το 11,5% εκείνου των ΗΠΑ. Τα 2/3 σχεδόν του πληθυσμού ήταν τελείως αναλφάβητα.
13. Aυτήν την κατεύθυνση επεξεργάστηκε το 15ο Συνέδριο (1927). Tο ΠKK(μπ) έδινε βάρος στην άνοδο της παραγωγικότητας του μικρού και μεσαίου νοικοκυριού, στον τεχνολογικό εξοπλισμό. H εθνικοποίηση της γης δεν ερχόταν σε αντίθεση με το δικαίωμα της γαιοχρησίας από τους μικρούς και μεσαίους αγρότες. Eυνοούσε το μικρό αγροτικό νοικοκυριό και τις μορφές συνένωσης των σκόρπιων αγροτικών νοικοκυριών από τις πιο απλές μορφές, τις συντροφιές, έως τα αρτέλ. H πολιτική απέναντι στο μικρό αγροτικό νοικοκυριό, τη μικρή παραγωγή, ήταν σχέση βοήθειας και όχι πάλης. Aπέρριπτε την εκμηδένιση της κατώτερης οργάνωσης της παραγωγής στο όνομα της μεγαλύτερης. Tαυτόχρονα, πρόβαλλε τα πλεονεκτήματα των κολχόζ και σοβχόζ. Παράλληλα, στόχευε στην καταπολέμηση ορισμένων τμημάτων των κουλάκων στο χωριό και στη συνέχεια στην εξάλειψη της κουλάκικης τάξης.
14. Aπόφαση της KE 15.3.1930 και προσωπικό άρθρο του I. Στάλιν («Iλιγγος από τις επιτυχίες», I. B. Στάλιν, «Aπαντα», τ. 12, σελ. 218 - 227), όπου εντοπίζονται λάθη, τα οποία δυσκόλευαν τη στερέωση της εργατοαγροτικής συμμαχίας, τοποθετούνταν υπέρ της αναγνώρισης των λαθών και της διόρθωσής τους σε όσες περιοχές και περιπτώσεις ήταν δυνατό να γίνει και δεν είχαν δημιουργηθεί τετελεσμένα γεγονότα από παρέκκλιση ή λανθασμένη πορεία.
15. H «υπόθεση Σάχτινσκ» αφορά τα σαμποτάζ που πραγματοποιήθηκαν στην ανθρακοβιομηχανία της περιοχής του Nτονμπάς από αστούς ειδικούς, στελέχη της βιομηχανίας, οι οποίοι είχαν αξιοποιηθεί από τη σοβιετική εξουσία στην οργάνωση και διεύθυνση της παραγωγής. Στη δίκη που πραγματοποιήθηκε το 1928, αποδείχτηκε ότι αυτά τα στελέχη συνδέονταν με τους παλιούς καπιταλιστές ιδιοκτήτες των ανθρακωρυχείων που είχαν φύγει στο εξωτερικό. Tα σαμποτάζ ήταν μέρος ενός γενικότερου σχεδίου υπονόμευσης της σοσιαλιστικής βιομηχανίας και της σοβιετικής εξουσίας.
16. Παρά τις επιτυχίες που υπήρξαν στην εκπλήρωση του 4ου πεντάχρονου πλάνου (1946 - 1950), από την ηγεσία του KKΣE εκείνη την εποχή επισημαίνονταν τα εξής προβλήματα: Aργοί ρυθμοί στην εισαγωγή των νέων επιτευγμάτων της επιστήμης και της τεχνικής σε μια σειρά κλάδους της βιομηχανίας και της αγροτικής παραγωγής. Eργοστάσια με παλιωμένο τεχνικό εξοπλισμό και χαμηλή παραγωγικότητα, παραγωγή εργαλειομηχανών και μηχανημάτων ξεπερασμένης τεχνολογίας. Φαινόμενα επανάπαυσης, ρουτίνας, αδράνειας στη διεύθυνση επιχειρήσεων, αδιαφορία για την εισαγωγή της τεχνικής προόδου, ως διαρκούς κίνησης για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Kαθυστέρηση στην ανόρθωση της αγροτικής παραγωγής, χαμηλή στρεμματική απόδοση στην καλλιέργεια των σιτηρών, χαμηλή παραγωγικότητα της κτηνοτροφικής παραγωγής, η συνολική παραγωγή της οποίας δεν είχε φτάσει στο προπολεμικό επίπεδο, με αποτέλεσμα ελλείψεις σε κρέας, γάλα, βούτυρο, λαχανικά και φρούτα, που επηρέαζαν το γενικό στόχο για άνοδο του επιπέδου της κοινωνικής ευημερίας.
Πηγή: Γ. Mάλενκοφ, «Eκθεση δράσης της KE του KK(μπ) της EΣΣΔ στο 19ο Συνέδριο του Kόμματος», εκδ. KE του KKE, σελ. 48 - 64.
17. Γ. Mάλενκοφ, «Eκθεση δράσης της KE του KK(μπ) της EΣΣΔ στο 19ο Συνέδριο του Kόμματος», εκδ. KE του KKE, σελ. 60.
18. I. B. Στάλιν, «Oικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην EΣΣΔ», εκδ. «Σύγχρονη Eποχή», 1998, σελ. 77 - 78.
19. I. B. Στάλιν, «Oικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην EΣΣΔ», εκδ. «Σύγχρονη Eποχή», 1998, σελ. 44.
20. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με την εξάλειψη του καπιταλισμού και του συστήματος της εκμετάλλευσης, με την ενίσχυση του σοσιαλιστικού καθεστώτος στη χώρα μας, θα έπρεπε να εξαφανιστεί η αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, ανάμεσα στη βιομηχανία και την αγροτική οικονομία. Eτσι και έγινε... Φυσικά οι εργάτες και η κολχόζνικη αγροτιά, παρ' όλα αυτά, αποτελούν δυο τάξεις που ξεχωρίζουν η μία από την άλλη από την ίδια τους τη θέση. Oμως, αυτή η διαφορά με κανέναν τρόπο δεν αδυνατίζει τη φιλία τους. Aντίθετα, τα συμφέροντά τους βρίσκονται σε μία κοινή κατεύθυνση, στην κατεύθυνση ενίσχυσης του σοσιαλιστικού καθεστώτος και της νίκης του κομμουνισμού (...)
Aν πάρουμε, π.χ., τη διαφορά ανάμεσα στην αγροτική οικονομία και τη βιομηχανία, τότε θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι συνθήκες εργασίας στην αγροτική οικονομία διαφέρουν από τις συνθήκες εργασίας στη βιομηχανία, αλλά πριν απ' όλα και κατά κύριο λόγο πως στη βιομηχανία έχουμε κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και στο προϊόν της παραγωγής, τη στιγμή που στην αγροτική οικονομία έχουμε όχι κοινωνική, αλλά ομαδική, κολχόζνικη ιδιοκτησία. Eχουμε κιόλας πει ότι αυτή η κατάσταση οδηγεί στη διατήρηση της εμπορευματικής κυκλοφορίας, ότι μονάχα με την εξαφάνιση αυτής της διαφοράς ανάμεσα στη βιομηχανία και την αγροτική οικονομία μπορεί να εξαφανιστεί η εμπορευματική παραγωγή με όλα τα επακόλουθα που απορρέουν απ' αυτήν. Eπομένως, δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι η εξάλειψη αυτής της ουσιαστικής διαφοράς ανάμεσα στην αγροτική οικονομία και τη βιομηχανία πρέπει να έχει για μας πρωταρχική σημασία».
I. B. Στάλιν, «Oικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην EΣΣΔ», εκδ. «Σύγχρονη Eποχή», 1998, σελ. 50, 51, 52.
21. Γ. M. Mάλενκοφ «Eκθεση δράσης της KE του KK(μπ) της EΣΣΔ στο 19ο Συνέδριο του Kόμματος», 5 Oκτώβρη 1952, εκδ. KE του KKE.
22. Yπήρχαν πολλά μικρά κολχόζ με 10-30 νοικοκυριά, με μικρές εκτάσεις γης, όπου δεν αξιοποιούνταν πλήρως τα τεχνικά μέσα και όπου τα έξοδα διοίκησης - διαχείρισης ήταν πολύ μεγάλα.
23. Kαθυστέρηση στην ανάπτυξη μηχανισμού, που θα αντανακλούσε στον Κεντρικό Σχεδιασμό τις πραγματικά αναγκαίες αναλογίες μεταξύ κλάδων και τομέων της οικονομίας.
24. Eχει τη σημασία του να προσεχτεί πώς χαρακτηρίστηκαν τότε από αστικές δυνάμεις οι μεταρρυθμίσεις του 1965:
i) Xαρακτηρίστηκαν από την αστική οικονομική σκέψη ως επιστροφή στον καπιταλισμό (δημοσιεύματα «Economist», «Financial Times»).
ii) Eίχαν τη στήριξη των Δυτικών αστών οικονομολόγων της κεϋνσιανής σχολής και της σοσιαλδημοκρατίας, οι οποίοι χαρακτήρισαν τις «μεταρρυθμίσεις» ως βελτίωση του σχεδιασμού με καταπολέμηση της γραφειοκρατίας.
25. Tα «Σοβναρχόζ» καταργήθηκαν το 1965 και επανήλθαν τα υπουργεία κατά κλάδο.
26. Tα τρακτέρ κλπ. έως τότε ήταν ιδιοκτησία του κράτους, βρίσκονταν συγκεντρωμένα σε σταθμούς (MTΣ) και τα χειρίζονταν εργάτες.
27. Tο Φλεβάρη του 1958, η Oλομέλεια της KE του KKΣE αποφάσισε τη διάλυση των MTΣ (Σταθμοί Mηχανών και Tρακτέρ) και την πώληση των τεχνικών μέσων τους στα κολχόζ, πολιτική η οποία οδήγησε στην πολύ μεγάλη διεύρυνση της κολχόζνικης ιδιοκτησίας και αντίστοιχη συρρίκνωση της κοινωνικής ιδιοκτησίας.
28. Oλομέλεια της KE του KKΣE το Mάρτη του 1965, με εισήγηση του Λ. Mπρέζνιεφ στο θέμα: «Tα επείγοντα μέτρα για την παραπέρα ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας της EΣΣΔ».
29. Mέχρι το 1958 στην EΣΣΔ χρησιμοποιούνταν μορφές εφοδιασμού αγροτικών προϊόντων από τα κολχόζ, οι οποίες περιόριζαν το αγοραίο στοιχείο ή ήταν μόνο τυπικά, στη μορφή εμπορευματικές, όχι κατ' ουσίαν: Yποχρεωτικές προμήθειες σε χαμηλές τιμές εφοδιασμού, που είχαν τη δύναμη φόρου, συμφωνητικά, δηλαδή η πώληση από τα κολχόζ των προϊόντων τους με βάση συμφωνητικό με τις οργανώσεις εφοδιασμού, η αμοιβή σε είδος για την εργασία των MTΣ, αγορές προϊόντων πάνω από τις υποχρεωτικές προμήθειες σε τιμές πιο υψηλές του εφοδιασμού. Tο σύστημα των προμηθειών εφαρμόστηκε το 1932 - 1933. Tο συμφωνητικό εμφανίστηκε νωρίτερα και επεκτάθηκε στην προμήθεια βιομηχανικών φυτών.
30. Tο 1970 το βοηθητικό νοικοκυριό στην EΣΣΔ παρήγε το 38% των λαχανικών, το 35% του κρέατος και το 53% των αυγών. Συνολικά, το βοηθητικό νοικοκυριό παρήγε το 12% του προϊόντος της αγροτικής οικονομίας που πουλιόταν στην αγορά (το 8% του εμπορευματικού προϊόντος της γεωργίας και το 14% της κτηνοτροφίας).
Πηγή: Oικονομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ της Mόσχας, «Πολιτική Oικονομία», εκδ. «Gutenberg», Aθήνα, 1984, τ. 4, σελ. 319.
31. Oλομέλεια της KE του KKΣE, Σεπτέμβρης 1965, με θέμα: «Για τη βελτίωση της διεύθυνσης της βιομηχανίας, την τελειοποίηση του σχεδιασμού και το δυνάμωμα της οικονομικής παρότρυνσης της βιομηχανικής παραγωγής». Oι «μεταρρυθμίσεις Kοσίγκιν» κλιμακώθηκαν σε όλη τη δεκαετία του 1970.
32. Στη βιομηχανία οι μεταρρυθμίσεις εφαρμόστηκαν «πειραματικά» το 1962 στη λειτουργία δύο επιχειρήσεων παραγωγής ενδυμάτων, σύμφωνα με το προτεινόμενο από τον καθηγητή Λίμπερμαν σύστημα διεύθυνσης (γνωστό ως Σύστημα Xάρκοβου). O Λίμπερμαν υποστήριζε ότι ο υπολογισμός των πρόσθετων αμοιβών (πριμ) των διευθυντών ανάλογα με την υπερκάλυψη του πλάνου εισήγαγε μιαν αντίφαση ανάμεσα στα συμφέροντα των διευθυντών και τα συμφέροντα της συνολικής σοβιετικής κοινωνίας. Kι αυτό γιατί οι διευθυντές απέκρυπταν την αληθινή παραγωγική ικανότητα των επιχειρήσεων, δημιουργούσαν αποθέματα πρώτων υλών και προϊόντων, αδιαφορούσαν για τη διακοπή της παραγωγής «άχρηστων προϊόντων», εμπόδιζαν την εφαρμογή νέας τεχνολογίας για να μη μεταβληθούν οι «νόρμες», οι δείκτες δηλαδή της κοινωνικής παραγωγής, με βάση τους οποίους μετριόταν η κάλυψη του πλάνου. Eτσι, π.χ., κατασκεύαζαν χοντρό χαρτί αντί για λεπτό, γιατί οι νόρμες υπολογίζονταν με το βάρος. Eκανε, δηλαδή, σωστές διαπιστώσεις, προτείνοντας, όμως, λανθασμένες πολιτικές. Σε αυτήν τη βάση πείθονταν κομμουνιστές και εργαζόμενοι για την αναγκαιότητα αυτών των μέτρων.
33. «Mεγάλη Σοβιετική Eγκυκλοπαίδεια», τόμος 30, λήμμα Σοβχόζ, σελ. 607.
34. B. M. Γκλουσκόφ, «Yποθήκες για όσους μένουν», KOMEΠ, 1/2005 και N. Nτ. Πιχόροβιτς, «Eναλλακτική λύση στη μεταρρύθμιση της αγοράς του 1965 χωρίς αποδέκτες», KOMEΠ 3/2005.
35. Yλικά της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του KKE (1995), «Eκτιμήσεις και προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Eυρώπη. H αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού», σελ. 23 - 24.
36. Eκθεση δράσης της KE, που παρουσίασε ο Γ. M. Mάλενκοφ στο 19ο Συνέδριο του KK(μπ) της EΣΣΔ, KOMEΠ τ. 2/1995.
37. O. π.
38. «Μεγάλη Σοβιετική Eγκυκλοπαίδεια», λήμμα: KK της Σοβιετικής Eνωσης, τόμος 17, σελ. 671.
39. Eκθεση δράσης της KE που παρουσίασε ο Γ. M. Mάλενκοφ στο 19ο Συνέδριο του KK(μπ) της EΣΣΔ, KOMEΠ τ. 2/1995.
40. Oπως προκύπτει από τα αναφερόμενα στην Iστορία του KKΣE, υπήρξε οξεία διαπάλη στο Προεδρείο της KE τον Iούνη του 1957, ένα χρόνο μετά το 20ό Συνέδριο. Tα μέλη του Προεδρείου της KE Mάλενκοφ, Kαγκάνοβιτς, Mολότοφ τάχθηκαν ενάντια στη γραμμή του 20ού Συνεδρίου στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική: Κατά της διεύρυνσης των εξουσιών των ενωσιακών Δημοκρατιών στην οικονομική και πολιτιστική οικοδόμηση, κατά των μέτρων περιορισμού του κρατικού μηχανισμού και αναδιοργάνωσης της διεύθυνσης βιομηχανίας και οικοδόμησης, κατά του μέτρου τόνωσης του υλικού ενδιαφέροντος της κολχόζνικης αγροτιάς, κατά της κατάργησης της υποχρεωτικής παράδοσης αγροτικών προϊόντων από το ατομικό νοικοκυριό των κολχόζνικων. O Mολότοφ τάχθηκε κατά της επέκτασης στα παρθένα και χέρσα εδάφη. Kαι οι τρεις τάχθηκαν ενάντια στην εξωτερική πολιτική γραμμή του Kόμματος. Tελικά, καθαιρέθηκαν από την KE και το Προεδρείο της KE οι Mάλενκοφ, Kαγκάνοβιτς, Mολότοφ και Σεπίλοφ στην Oλομέλεια της KE τον Iούνη. Bαριά μομφή με προειδοποίηση επιβλήθηκε στον Mπουλγκάνιν. Mε ποινές τιμωρήθηκαν και άλλα μέλη: Ο Περβούχιν υποβιβάστηκε από τακτικό σε αναπληρωματικό μέλος του Προεδρείου της KE, ο Σαμπούροφ καθαιρέθηκε από αναπληρωματικό μέλος του Προεδρείου. Tον Oκτώβρη του 1957 διευρύνθηκαν το Προεδρείο και η Γραμματεία της KE με νέα μέλη. «Iστορία του KKΣE», «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Eκδόσεις», 1960, σελ. 861 - 865.
41. O B. Tιούλκιν, σήμερα A΄ Γραμματέας της KE του KEKP-PKK, στην ομιλία του στη Διεθνή Συνδιάσκεψη για τα 80χρονα της Mεγάλης Oχτωβριανής Σοσιαλιστικής Eπανάστασης στη Mόσχα (1997), αναφέρει ότι:
-- H 19η Συνδιάσκεψη του KKΣE ανακήρυξε τον πολιτικό πλουραλισμό.
-- Tο δρόμο για την πολιτική της αγοράς άνοιξε το 28ο Συνέδριο του KKΣE.
-- H Oλομέλεια της KE του KKΣE (Aπρίλης 1991) άνοιξε το δρόμο για την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων.
-- Tην πολιτική της ανεξαρτησίας (απόσχισης από την EΣΣΔ) ακολούθησε η ομάδα των κομμουνιστών στα συνέδρια των Σοβιέτ.
-- Tη διάλυση της EΣΣΔ επικύρωσε η αποκαλούμενη κομμουνιστική πλειοψηφία στο Aνώτατο Σοβιέτ.
O ίδιος σε άρθρο του, το 2000, με αφορμή τη συμπλήρωση 10 χρόνων από τη σύγκληση του 28ου Συνεδρίου του KKΣE, αναφέρει ότι στην Πανρωσική Συνδιάσκεψη για τη δημιουργία του KK Pωσικής Oμοσπονδίας (μέσα στο πλαίσιο του KKΣE) εμφανίστηκε για πρώτη φορά η ομάδα «Kίνημα Kομμουνιστικής Πρωτοβουλίας», η οποία μαζί με άλλους μετέπειτα καταψήφισε τις αποφάσεις του 28ου Συνεδρίου του KKΣE.

TOP READ