11 Νοε 2016

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ ΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΟΠΟΙ

 ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ ΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΟΠΟΙ



Η εκλογή του Ντ. Τραμπ ως 45ου προέδρου των ΗΠΑ έδωσε την εντύπωση πως αιφνιδίασε την Ευρώπη, που υποκρινόμενη την αθώα εκδηλώνει με ευγένεια τη  ανησυχία της για ανθρωπιστικού  χαρακτήρα προβλήματα που συνδέονται με την επικράτηση του Τραμπ.
Στη δική μας γωνιά, ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης, σε μια προσπάθεια ενδυνάμωσης της εικόνας της για τον πολιτικό της ρόλο, δίνοντάς του διαστάσεις δυσανάλογες της σημασίας του και  ψυχογραφώντας υπουργούς πρώην και νυν, μαζί με τους «αγώνες»  για συγκρότηση του Εθνικού Ραδοτηλεοπτικού Συμβουλίου, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης της πλαστής αντιπαλότητας κυβέρνησης αντιπολίτευσης, εξελίχτηκαν  σε μείζονα θέματα.   
Και κάπου, σαν ψίθυρος, οι συνομιλίες με διακριτικότητα και οι καλοπροαίρετες(;) ελπίδες μας για λύση του κυπριακού μας υπενθυμίζουν το μείζον πρόβλημά μας που θέλουμε να μένει στη σκιά και το περιθώριο ώσπου η έκρηξή του να μας συμπαρασύρει.
               Κι όλες αυτές οι ειδήσεις και η διαχείρισή τους στις κοινωνίες της ευημερούσας δύσης, στις οποίες ξεφυτρώνουν όλο και περισσότερο οικονομικά και εθνικά γκέττο κι ενώ για χιλιάδες εργαζόμενους η ανεργία ή υποαπασχόληση αποτελούν τις μοναδικές εφικτές  προοπτικές κι ενώ πληθαίνουν οι εστίες πολέμου που με την ευγενική χορηγία της δύσης (ΗΠΑ και ΕΕ) δημιουργούνται, δεν δείχνουν παρά πώς  η πολιτική εξουσία συνεχίζει να  είναι και φορέας τελικά μιας ιδεολογίας για την οποία η απόλυτη αξία είναι η «επικοινωνία» που γίνεται αντιληπτή αυτόνομα και ως αυτοσκοπός.
               Και μεις  ψυχανεμιζόμαστε πως οδεύουμε προς νέες κοινωνικές σχέσεις και  νέα κοινωνική οργάνωση, το πραγματικό περιεχόμενο των οποίων παραμένει για μας σκοτεινό και αινιγματικό κι έτσι πορευόμαστε στα σκοτεινά, όμοια τυφλοί, χωρίς να κατανοούμε γεγονότα ούτε να αντιλαμβανόμαστε τις σκοπιμότητες και στο τέλος βρισκόμαστε με υποστηρικτές και συμμάχους που κανονικά καθόλου δεν θα έπρεπε να επιθυμούμε.
               Και ξαναπιάνουμε αναλύσεις επί αναλύσεων για την εκλογή του Τραμπ, ανίχνευση των προθέσεων των εκλογέων του και κινδυνολογίες για την πολιτική που θα εφαρμόσει, ξεχνώντας πως οι εκλογές στις αστικές μας δημοκρατίες ήταν και παραμένουν μια μορφή νομιμοποίησης του συστήματος, μέσω της κινητοποίησης του πληθυσμού  με σκοπό την υποστήριξη του καθεστώτος και την καλλιέργεια  θετικών στάσεων και αντιλήψεων σε σχέση με το πολιτικό σύστημα  και τη θέση των εκλογέων σ’  αυτό, εξασφαλίζοντας συνάμα και την πολιτική σταθερότητα, αξία ανεκτίμητη για όσους κατέχουν πολιτική εξουσία. Εξάλλου το εκλογικό σώμα δεν είναι παρά μια αφαίρεση,  μάλλον ένα στατιστικό σύνολο που δύσκολα μετατρέπεται σε πολιτικό υποκείμενο. Τότε έχουν σημασία για τους εργαζόμενους οι πολιτικές επιλογές μέσω εκλογών, αν πίσω από τη νόμιμη και κοινοβουλευτική δράση υπάρχει η οργάνωση της εργατικής τάξης, έτοιμη να μπει σε ενέργεια μόλις  χρειαστεί. Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι ποσοστώσεις και οι αριθμοί των εκλογών, αν και πολλαπλώς ερμηνευόμενοι, το πολύ να καταδείχνουν την ύπαρξη κοινωνικών εντάσεων και αναγκών –προειδοποίηση για την άρχουσα τάξη. Γι’ αυτό,  επειδή τα αστικά μας καθεστώτα ομνύουν στη δημοκρατία και στον αυξανόμενο ρόλο του απλού ανθρώπου στις κρατικές υποθέσεις κι είναι περήφανα για  τις δυνατότητες που δίνουν στους πολίτες τους να εισβάλλουν στον κλειστό κύκλο των κυβερνώντων, όταν γίνεται αντιληπτή από την άρχουσα τάξη η ύπαρξη μιας γενικής δυσαρέσκειας, που ακόμα δεν είναι απειλητική, δεν προκρίνεται ο αποκλεισμός τους από την πολιτική αλλά εντείνεται η χειραγώγησή τους. Εν πρώτοις, θα πρέπει η διάθεση  και πρόθεση του εκλογικού σώματος να αναγνωριστεί προκειμένου να δαμαστεί καθοδηγώντας το σε ελεγχόμενα μονοπάτια. Δημιουργούνται λοιπόν τέτοιες κοινωνικές και πολιτικές αξίες και θεσμικές πρακτικές που οριοθετούν το πεδίο της πολιτικής διαδικασίας, έτσι ώστε δημοσίως να συζητούνται και να επιλύονται εκείνα τα ζητήματα που είναι ασφαλή για το σύστημα, ενώ τίθενται εκτός πολιτικής άλλα. Μ’ αυτόν τον τρόπο καθορίζονται και ποιες είναι  οι επιτρεπόμενες συγκρούσεις, σε ποιους τομείς επιτρέπεται αγώνας για τη μεταβολή του συσχετισμού των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων. Κι όσο το εκλογικό σώμα  περιορίζει την κριτική του στους θεσμούς εξουσίας του καπιταλιστικού συστήματος, αναζητεί τις αιτίες για την ένδειά του στους τρόπους και την τακτική που ασκείται η αστική κυριαρχία αφήνοντας στο απυρόβλητο την οικονομική δομή τόσο πιο εύκολο για την κυρίαρχη εξουσία να χρησιμοποιεί εμπρηστικότερες ταμπέλες σαν κράχτες για το εκλογικό σώμα που κάθε φορά θα κρύβουν τις πολιτικές που εφαρμόζει η κυρίαρχη τάξη και που μεταστρέφονται τελικά στις πιο αντιδραστικές.
Το εκλογικό λοιπόν σώμα των ΗΠΑ ζητούσε να χτυπηθεί το σύστημα, καληώρα όπως στη χώρα μας, και του προσφέρθηκε η καρικατούρα του αντισυστημικού, με αποκλίσεις από τον ορθό πολιτικό λόγο, την πουριτανική ηθική, το ωραίο της αισθητικής  κλπ. αναστέλλοντας για …την επομένη φορά την όποια αμφισβήτηση του συστήματος. Αν όμως κάτι δείχνουν αυτές οι εκλογές των ΗΠΑ δεν είναι κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που δείχνουν και στην Ευρώπη. Η αστική δημοκρατία υποτάσσεται στην ανάγκη του ιμπεριαλισμού να τσακίσει τις μάζες, και όσο έχει την ικανότητα να τις χειραγωγεί στρέφει τη δυσαρέσκειά τους σε εθνικιστικές και φασίζουσες επιλογές που τις προσφέρει αφειδώς, μέχρις που να αποδειχτεί ανεπαρκής σ’ αυτό το ρόλο και ξεκάθαρα ν’ αντικατασταθεί με τη δικτατορία και το φασισμό.

Επιλεγόμενα στην "Ευρώπη ... απόλυτη μοναρχία" (του κεφαλαίου)


Στην προηγούμενη ανάρτηση, πριν μερικούς μήνες, είδαμε πώς η Συνθήκη του Μάαστριχτ καθιστά την καπιταλιστική ιδιοκτησία απόλυτο μονάρχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω της αναγόρευσης των ελευθεριών της (ελευθερία ανταγωνισμού, απαραβίαστο της κίνησης των κεφαλαίων) και της «ανοιχτής αγοράς» σε υπέρτατες αρχές…
Ας ρίξουμε όμως μια ματιά και στις αντίστοιχες εθνικές «υπέρτατες αρχές» και συγκεκριμένα στην αντιμετώπιση της «ιδιοκτησίας» από το ισχύον Σύνταγμα.
Πρώτα, με μια πρόχειρη ιστορική αναδρομή, διαπιστώνουμε ότι στο σύνταγμα του 1952 η σχετική πρόβλεψη του άρθρου 17 περιορίζεται ουσιαστικά στη χάραξη του πλαισίου που αφορά τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις  για δημόσια ωφέλεια και υπό τον όρο της σχετικής αποζημίωσης. Στη συνέχεια έρχεται το χουντικό «σύνταγμα» του 1968, όπου – εκτός της τροποποίησης του περιεχομενου του και αλλαγής της αρίθμησης του άρθρου από 17 σε 21 – προστέθηκε και η αρχική διάταξη: «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους». Τέλος το 1975, το σχετικό άρθρο ξανααριθμήθηκε από 21 σε 17 και – υποθέτω ως αποτύπωση της επίδρασης των αντιδικτατορικών αγώνων και του περιεχομένου τους στους «συσχετισμούς» – η μεν φράση του 1968 παρέμεινε αλλά δίπλα της προστέθηκε άλλη μια: «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος».
Πολύ ωραία… Αν λοιπόν τώρα τους πει κανείς ότι ακριβώς τα δικαιώματα που απορρέουν από την «ιδιοκτησία» και συγκεκριμένα από την καπιταλιστική ιδιοκτησία, δηλαδή από την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, όχι απλώς «μπορούν να ασκούνται», αλλά εξ ορισμού ασκούνται ακριβώς «σε βάρος του γενικού συμφέροντος», τι θα του απαντήσουνε;
Αν τους πει κανείς ότι είναι ακριβώς τα δικαιώματα που απορρέουν από την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αυτά που προκαλούν τη συσσώρευση του κοινωνικού πλούτου σε λίγα χέρια, από τη μια, και την απαλλοτρίωση του ίδιου αυτού κοινωνικού πλούτου  από την κοινωνική πλειοψηφία  των παραγωγών του, τον (αβέβαιο) περιορισμό αυτής της κοινωνικής πλειοψηφίας  στο αναγκαίο για την απλή συντήρηση και αναπαραγωγή της μέρος αυτού του πλούτου, από την άλλη; Θα απαντήσουν τι; Ότι το «δημόσιο συμφέρον» συνίσταται σε αυτή τη μορφή απαλλοτρίωσης (χωρίς… αποζημίωση) των παραγωγών από τους «ιδιοκτήτες», στην υπηρέτηση μιας μικρής μειοψηφίας «ιδιοκτητών» και στην οικονομική-πολιτισμική καθήλωση της κοινωνικής πλειοψηφίας;
Αν τους πει κανείς ότι ακριβώς εξαιτίας των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής η οικονομική ανάπτυξη με «μαθηματική» αναγκαιότητα οδηγεί – και οδήγησε – στην οικονομική κρίση, χωρίς να υπάρχουν σημάδια «ομαλής» εξόδου από αυτήν; Το ξέρουν, άλλωστε,  όλοι κατά βάθος! Στα χρόνια της ανάπτυξης ξέραν όλοι «πού ζούνε» και είχαν έτοιμη την διαιολόγηση του συμβιβασμού τους: «στον καπιταλισμό ζούμε…». Μόνο πού σήμερα οι συνθήκες άλλαξαν και η ίδια φράση δεν αποτελεί υπόβαθρο συμβιβασμού, αλλά αφετηρία αντίστασης. Γι’ αυτό και ο «καπιταλισμός» σαν σχήμα – ας πούμε – ιδεολογικού αυτοπροσδιορισμού έχει δώσει τη θέση του στους «300», στους «κλέφτες πολιτικούς», στην… «τελευταία σοβιετική δημοκρατία» ή στις διάφορες παραλλαγές πίστης του είδους ότι «μας ψεκάζουν».
Αν τους πει κανείς ότι τα δικαιώματα που απορρέουν από την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι «αντισυνταγματικώς» υπαίτια για τη μόνιμη και διαρκή παραβίαση του άρθρου 22 του συντάγματος που «ορίζει» ότι: «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού»;
Αν κανείς επιμείνει ότι φταίνε τα «δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιοκτησία» και δη την καπιταλιστική, για το γεγονός των λουκέτων σε μια σειρά επιχειρήσεις που η λειτουργία τους «δεν συμφέρει» πια τους ιδιοκτήτες τους, πράγμα που όμως έρχεται σε άμεση αντίθεση με το «γενικό συμφέρον»;
Κι αν τους πει ότι τα δικαιώματα που απορρέουν από την καπιταλιστική ιδιοκτησία βρίσκουν την ολοκλήρωσή τους – κι ότι η ίδια η καπιταλιστική ιδιοκτησία βρίσκει την ολοκλήρωσή της- στην «απαραβίαστη» ελευθερία της αγοράς, του ανταγωνισμού και της κίνησης των κεφαλαίων, που μέσω της συνθήκης του Μάαστριχτ την έχουν ανυψώσει σε νόμο του κράτους; Ότι αυτή η ελευθερία σημαίνει το απαραβίαστο της ελευθερίας των μονοπωλητών της κοινωνικής παραγωγής και του κοινωνικού πλούτου, και ότι η μονοπώληση της κοινωνικής παραγωγής και του κοινωνικού πλούτου έχει – κατ’ ανάγκη – οδηγήσει στην σημερινή οικονομική κρίση και στην έλλειψη ουσιαστικής διεξόδου από αυτήν;
Τι θα κάνουν τότε, αν τους τα πεις όλα αυτά; Θα καταργήσουν τη συνθήκη του Μάαστριχτ και την καπιταλιστική ιδιοκτησία σαν αντισυνταγματική; Θα… «ταραχτούνε στη νομιμότητα»; Θα σηκώσουν τη σημαία της τήρησης του συντάγματος, την επαφιέμενη στον πατριωτισμό των Ελλήνων;
Το πιθανότερο είναι άλλο: Αν τους τα πεις όλα αυτά, και άλλα τόσα, θα σε κοιτάξουν με λαγνεία ανάλογη με αυτή που κοιτούσαν οι ιεροεξεταστές τον Τζορντάνο Μπρούνο πριν τον στείλουν να καεί ζωντανός, γιατί επέμενε (χωρίς δήλωση μετανοίας) ότι δε γυρνά ο ήλιος γύρω από τη γη αλλά η γη γύρω από τον ήλιο… Διότι όπως και τότε, έτσι και τώρα, το θέμα είναι εξίσου επιστημονικό…

Με το ίδιο "σκονάκι"


Δεν περνάει ούτε μέρα που να μην καταγράφεται και μια παρέμβαση από τα αστικά κόμματα, τον αστικό Τύπο, απευθείας από τους κόλπους του κεφαλαίου, την ΕΕ κ.λπ., που συνηγορεί υπέρ της επιτάχυνσης των αναγκαίων για το κεφάλαιο αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων, όπως αυτές που βρίσκονται στην παρούσα φάση στο επίκεντρο της δεύτερης «αξιολόγησης». Θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι είναι συνεννοημένοι, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο, αφού το «σκονάκι» με τις ανάγκες του κεφαλαίου είναι ενιαίο, κοινής λήψης για το πολιτικό του προσωπικό και τους διάφορους μηχανισμούς του.
Οι δηλώσεις, μέσα στη βδομάδα, του κυβερνητικού εκπροσώπου, του προέδρου της ΝΔ, της προέδρου του ΠΑΣΟΚ, παραγόντων του Γιούρογκρουπ, όλες υπέρ της γρήγορης ολοκλήρωσης της δεύτερης «αξιολόγησης», η «υποδοχή» του ανασχηματισμού απ' τον αστικό Τύπο, που τον εγκωμίασε σαν υποστηρικτικό αυτής της στόχευσης, η υπονομευτική στάση της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ απέναντι στην ανάγκη οργάνωσης της πάλης των εργαζομένων, επιβεβαιώνουν ότι από διαφορετικές θέσεις υπηρετούν την ενιαία στρατηγική του κεφαλαίου και πασχίζουν να κρατήσουν το λαό στη γωνία, αν όχι χειροκροτητή της πολιτικής που σφαγιάζει τα δικαιώματά του, τουλάχιστον απαθή θεατή.
Κάπως έτσι η κυβέρνηση «κόβει» ιεραρχώντας τους στόχους της: «Πρώτον: Η τάχιστη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης (...) Δεύτερον: Η έναρξη της συζήτησης για τον προσδιορισμό των συγκεκριμένων μέτρων για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους... Τρίτον: Η ενίσχυση της επενδυτικής δραστηριότητας στην ελληνική οικονομία», καθορίζοντας ως σημαντικό σταθμό το Γιούρογκρουπ της 5ης του Δεκέμβρη, προσδοκώντας ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Και η αντιπολίτευση «ράβει», με τον Κυρ. Μητσοτάκη να δηλώνει ότι «θα βάλουμε πλάτη στη διεθνή σκηνή για τη διασφάλιση των καλύτερων συμφωνιών για τη χώρα μας...», ιεραρχώντας και αυτός τα ίδια ζητήματα και την Φώφη Γεννηματά να πλειοδοτεί υπέρ της «υποχρέωσης των πολιτικών δυνάμεων του τόπου να συνεννοηθούμε γύρω από ένα Εθνικό Σχέδιο παραγωγικής και οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας».
Από κοντά, ο αστικός Τύπος εκφράζει προσδοκίες από τον κυβερνητικό ανασχηματισμό μιλώντας για ευκαιρία, βήμα προς την ωριμότητα, εκθειάζοντας τη δέσμευση του Αλ. Τσίπρα για επιτάχυνση της αντιλαϊκής επίθεσης ενόψει δεύτερης «αξιολόγησης». Δηλαδή, νέες ανατροπές στα Εργασιακά, χτύπημα στο συνδικαλιστικό κίνημα, άνοιγμα των ομαδικών απολύσεων, «μαχαίρι» στα προνοιακά επιδόματα και όσα άλλα απαιτούνται.
Στο ίδιο πνεύμα και οι δηλώσεις των αξιωματούχων της ΕΕ, όπως του Ντάισελμπλουμ και του Μοσκοβισί, για εποικοδομητική συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση και πρόοδο στις διαπραγματεύσεις. Την ίδια ώρα, η δρομολογούμενη συμμετοχή και του ΔΝΤ στο πρόγραμμα της χρηματοπιστωτικής στήριξης προς το ελληνικό κράτος ανοίγει τη συζήτηση για την υπογραφή ενός ακόμη μνημονίου μαζί του, όπως επιβεβαίωσε πριν από λίγες μέρες ο εκπρόσωπος του ιμπεριαλιστικού οργανισμού, Τζ. Ράις, υποδεικνύοντας μάλιστα την «αντιμετώπιση» του συνταξιοδοτικού.
Σε αυτό το κλίμα συναίνεσης και συνεννόησης πρέπει να ενταχθεί και ο υπονομευτικός ρόλος των συνδικαλιστικών πλειοψηφιών σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, που, σε συνεννόηση και με μοιρασμένους ρόλους, εμπόδισαν την οργάνωση πανεργατικής πανελλαδικής απεργίας από κοινού σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, όπως πρότεινε το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα, βάζοντας πλάτη στο κεφάλαιο και την κυβέρνηση στην προσπάθεια να περάσουν τα νέα μέτρα χωρίς να ακουστεί κιχ.
Οι εργαζόμενοι, τα λαϊκά στρώματα έχουν συμφέρον να απορρίψουν τα κηρύγματα συναίνεσης, ανοχής και συμβιβασμού μπροστά στα νέα και παλιά αντιλαϊκά μέτρα που συσσωρεύονται, στην ένταση της εκμετάλλευσης, στο τσάκισμα του λαϊκού εισοδήματος. Να αξιοποιήσουν τις απεργιακές μάχες του επόμενου διαστήματος για να κάνουν βήματα στην κατεύθυνση ανασύνταξης του εργατικού κινήματος, ενίσχυσης της λαϊκής συμμαχίας σε κατεύθυνση σύγκρουσης με το κεφάλαιο, την ΕΕ, τις κυβερνήσεις τους, την εξουσία τους.

Μη μου κάνεις εμένα εφέ!

 Μη μου κάνεις εμένα εφέ!


Δημοσιεύθηκε στο Ατέχνως


Αυτό πρόκειται να είναι ένα λίγο διαφορετικό άρθρο από αυτά που συνηθίζω να γράφω. Πάντως τη στιγμή που το ξεκινάω και έτσι όπως το έχω στο μυαλό μου δεν αναμένεται να μιλήσω καθόλου για πολιτική, για ιστορία κλπ κλπ. Στην πορεία βέβαια αυτό μπορεί και να αλλάξει –οπότε δεν υπόσχομαι- όμως δηλώνω υπεύθυνα ότι δεν το έχω σκοπό εξ αρχής. Αυτό που εξαρχής έχω σκοπό, είναι να παραθέσω κάποιες από τις σκέψεις μου σχετικά με το τέλμα στο οποίο μοιάζει να έχει πέσει ο αμερικάνικος κινηματογράφος, και κυρίως δύο από τα αγαπημένα μου κινηματογραφικά είδη, οι ταινίες τρόμου και οι ταινίες φαντασίας (επιστημονικής και επικής).

Κάποτε, αυτό που μας/με εντυπωσίαζε σε αυτού του είδους τις ταινίες ήταν τα καλοφτιαγμένα «ειδικά εφέ», και αυτό, γιατί τότε, τις παλιές καλές εποχές, ήταν ακόμη κάτι ζητούμενο και όχι δεδομένο. Με τον καιρό και την εξέλιξη των υπολογιστών, τα εφέ και πιο εντυπωσιακά έγιναν, και πιο ρεαλιστικά όπου χρειαζόταν, και λιγότερο κοστοβόρα. Κάτι αντίστοιχο έχει συμβεί και στη βιομηχανία των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, τα πολύ καλά γραφικά είναι σχεδόν δεδομένα. Αυτό δυστυχώς ή ευτυχώς έχει ως επακόλουθο να συνηθίσουμε την υψηλή ποιότητα ειδικών εφέ και να μη μας κάνουν [σχεδόν] καθόλου εντύπωση. Ναι μεν μια ταινία με πρόχειρα εφέ δεν θα είχε καμία τύχη, αλλά όσο περνάει ο καιρός, όλο και λιγότερο πάμε σε μια ταινία στον κινηματογράφο απλά και μόνο για τα εφέ της. Υπήρχαν βέβαια ταινίες επιστημονικής φαντασίας με απλά εφέ, όπως για παράδειγμα το the cube, που ήταν μικρά διαμαντάκια, όμως είχαν απλά εφέ όχι κακοφτιαγμένα.



Πέρα από τα εφέ, αν σε κάτι έχουν γίνει καλοί οι παραγωγοί του Χόλυγουντ είναι στο μάρκετινγκ. Είναι πλέον επιστήμονες στο να δημιουργούν το λεγόμενο Hype1,με αποτέλεσμα να γεμίζουν τις αίθουσες –και τα ταμεία- τις πρώτες μέρες προβολής. Αν η ταινία είναι «πατάτα» μπορεί τελικά να πάρει χαμηλή βαθμολογία από κοινό και κριτικούς στους σχετικούς ιστότοπους, όμως η μπάζα έχει ήδη γίνει. Και δυστυχώς οι ταινίες είναι συχνά «πατάτες», και με το πατάτες εννοώ σεναριακά αδιάφορες, ξαναζεσταμένες, και ανέμπνευστες, τουλάχιστον για τα δικά μου γούστα. Σε αυτό σίγουρα συμβάλει το γεγονός ότι κοντεύω τα 40 και ότι από τα παιδικά μου χρόνια έχω δει χιλιάδες ταινίες, οπότε είναι πιο δύσκολο πλέον κάτι να με εντυπωσιάσει. Όμως δεν είναι μόνο αυτό, δεν είναι μόνο υποκειμενικό το ζήτημα αλλά και αντικειμενικό. Αντικειμενικά τα περισσότερα χολυγουντιανά σενάρια, ειδικά στις κατηγορίες που ανέφερα, είναι αδιάφορα, ξαναζεσταμένα και ανέμπνευστα.

Έχουμε περάσει από μια παλιότερη εποχή που ακόμα και οι τσόντες είχαν σενάρια, σε μια νεότερη εποχή που τα σενάρια των υπερπαραγωγών είναι συχνά κατώτερα από αυτά των πορνό ταινιών της δεκαετίας του 80.

Γκουσγκούνης: «Έφερα τις πίτσες»
Παραλήπτριες: «Μα δεν παραγγείλαμε πίτσες»
Γκουσγκούνης: «Παραγγείλατε, δεν παραγγείλατε, εγώ θα σας πηδήξω!»

Ε, άμα στη θέση του «πηδήξω» μπει η λέξη «σκοτώσω», μπορεί κάλλιστα ο παραπάνω διάλογος να χρησιμοποιηθεί σε ταινία δράσης του στυλ The Expendables. Όχι ότι τέτοια απλοϊκά σενάρια και διάλογοι δεν υπήρχαν παλιότερα, όμως δεν θα έπρεπε μετά από τόσα χρόνια να είχαμε πάει λίγο παρακάτω; Βαρετοί διάλογοι, επανάληψη σκηνοθετικών τρικ κ.α. Ας εξετάσουμε ένα ακόμα παράδειγμα. Υπάρχει μια κλασική σκηνή που επαναλαμβάνεται συχνά στις παλιές ταινίες τρόμου σε διάφορες εκδοχές.
Ο ήρωας ανοίγει την ντουλάπα, ή ντουλαπάκι του μπάνιου, ή την πόρτα του ψυγείου, και όταν μετά από λίγο την κλείνει υπάρχει από πίσω ο ψυχοπαθής δολοφόνος με το κασόνι. Κάποια στιγμή σε μια ταινία γύρισαν αυτή τη σκηνή χωρίς τελικά να εμφανιστεί κάποιος από πίσω, και με αυτόν τον τρόπο πρωτοτύπησαν (δεν θυμάμαι τώρα ποια ήταν αυτή η ταινία), ε τώρα πια έχει γίνει κλισέ και αυτό, μιας και έχει αντιγραφεί από τουλάχιστον 5-6 ακόμα ταινίες που έχει τύχει να παρακολουθήσω. Ειδικά τα σενάρια των ταινιών τρόμου έχουν καταντήσει σαν το «σεξ των αποκλειστικά παντρεμένων»2, ξεκινάνε πάντα έτσι, κλιμακώνουν έτσι, και κορυφώνουν πάλι έτσι, στο τέλος κάνεις και ένα τσιγάρο.



Ο μεγαλύτερος τρόμος πάντως για εμάς τους καλοφαγάδες είναι να βρούμε το ψυγείο άδειο
Μια άλλη κατηγορία ταινιών που έχει καταντήσει αηδία (αν δεν ήταν από την αρχή) είναι αυτή με τους σούπερ ήρωες της Marvel και της Dc. Οκ, υπάρχουν και καλές, όπως πχ κάποια Batman, αλλά οι περισσότερες αποτελούν απλά χορογραφίες δράσης που δεν καταφέρνουν κινηματογραφικά να ξεπεράσουν την αξία ενός μακρηγορούντος βίντεο κλιπ. Οκ, καταλαβαίνω, είναι διασκεδαστικές, πετάνε οι ήρωες πού και πού και καμιά καλή ατάκα (βλέπε Deadpool), γίνεται ο χαμός επί της οθόνης, αλλά γενικότερη κινηματογραφική αξία έχουν μικρή. Αν και για να πω την αμαρτία μου τα κόμικ αυτού του τύπου εγώ ποτέ δεν τα διάβαζα, προτιμούσα τα ευρωπαϊκά, οπότε δεν λογίζομαι και για φαν.

Και γεννιέται με όλα τα παραπάνω η απορία… «μα καλά, τόσα λεφτά δίνουν, δεν μπορούν να πληρώσουν για ένα καλό σενάριο;». Δεν θέλω να είμαι άδικος, έχουν βγει και καλές και πρωτότυπες ταινίες τα τελευταία δέκα χρόνια, για παράδειγμα το Cabin in the woods στην κατηγορία τρόμου εμένα μου άρεσε πάρα πολύ. Το κακό είναι όμως ότι οι αξιόλογες ταινίες αυτού του είδους είναι μετρημένες στα δάχτυλα. Ορισμένες φορές χρειάζεται το μυαλό μου να πάει τόσο πίσω για να βρει μια πολύ καλή, που φτάνει στο Sixth Sense που κυκλοφόρησε το 1999.



I see dead movies, they look like real movies but they dont have a pulse
Προσωπικά αναζητώ κάτι διαφορετικό …  κάτι πρωτότυπο,  κάτι ενδιαφέρον, αλλά φαίνεται ότι άμα έχει βρεθεί ο τρόπος να βγαίνει το παραδάκι με πιο στάνταρ τρόπο, το πρωτότυπο το ενδιαφέρον και το διαφορετικό αποτελούν πολυτέλεια. Πηγαίνω σχετικά συχνά στον κινηματογράφο (2 φορές το μήνα περίπου), βλέπω επιπλέον καμπόσες ταινίες κατεβασμένες από το internet, αλλά είναι ζήτημα να κρατάω κάθε χρόνο 2-3 από αυτές. Γενικότερα μου είναι πιο εύκολο να κάτσω να ξαναδώ μια παλιά ταινία από ό,τι μια πιο σύγχρονη. Ελάχιστες είναι οι ταινίες των τελευταίων 15 ετών που έχω κάτσει να ξαναδώ, ενώ υπάρχουν αρκετές παλιότερες που τις έχω δει και δυο και τρεις και τέσσερις φορές. Και δεν είναι ότι μου έχει περάσει η δίψα για καλές ταινίες, το κάθε άλλο, νιώθω το λαρύγγι μου όλο και πιο στεγνό, όμως ο δρόμος που ακολουθεί ο αμερικανικός κινηματογράφος μου είναι όλο και πιο αδιάφορος. Μερικές φορές πιάνω τον εαυτό μου να πηγαίνει στον κινηματογράφο από συνήθεια, άλλες επειδή έχω πέσει και εγώ θύμα του Hype.

Τα καλά εφέ πλέον δεν μου λένε τίποτα, θα μπορούσαν να μου προκαλέσουν από την αρχή το ενδιαφέρον αν υιοθετούνταν νέες τεχνολογίες, για παράδειγμα ο virtual reality κινηματογράφος, ή η προβολή με ολογράμματα. Όμως ακόμα και έτσι κάποια στιγμή θα επέλθει ο κορεσμός και θα αποζητήσω ξανά την συνολικότερη ποιότητα, ή έστω την μη ξαναζεσταμένη σούπα. Αν μπορώ να διακρίνω κάτι θετικό στην αμερικάνικη βιομηχανία του θεάματος είναι το γεγονός ότι οι τηλεοπτικές σειρές έχουν γίνει πολύ πιο ποιοτικές, και, σε κάποιες περιπτώσεις φτάνουν τα production values των κινηματογραφικών blogbusters (βλέπε Game of thrones), ενώ ακόμα συχνότερα έχουν πολύ πιο ενδιαφέρουσα πλοκή και σενάριο, ακόμη και ηθοποιία. Υπάρχουν όμως δυο ζητήματα, από τη μια οι σειρές δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τον κινηματογράφο, όπως και ο κινηματογράφος δεν μπορεί να υποκαταστήσει το θέατρο (αν και έχει αναπτυχθεί εις βάρος του). Από την άλλη, όταν μια σειρά πετυχαίνει και φέρνει λεφτά στο κανάλι και στους παραγωγούς, παρατηρείται το φαινόμενο να την τραβάνε σε μήκος και να την ξεχειλώνουν και τελικά να την χαλάνε. Άλλες φορές πάλι ανοίγουν τόσα σεναριακά μέτωπα προκειμένου να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού, που δεν ξέρουν στο τέλος πως να τα κλείσουν όποτε και μετατρέπονται σε σεναριακά κενά. Χαρακτηριστικό θύμα αυτού του φαινομένου είναι το Lost.

Αυτά ήταν μερικά από τα παράπονα μου από τον χολυγουντιανό κινηματογράφο του οποίου είμαι, ομολογώ, τακτικός (και εθισμένος) θεατής. Κάνω σε αυτό το σημείο και την αυτοκριτική μου που δεν είμαι και πολύ του «ποιοτικού σινεμά», αλλά σε κάθε περίπτωση το αίτημα μου να γίνει και ο εμπορικός λίγο πιο ποιοτικός, είναι και δίκαιο και ουτοπικό:P

Πάντως κράτησα τελικά χαρακτήρα και δεν μίλησα καθόλου ούτε για πολιτική, αλλά ούτε και για ιστορία είπα τίποτα! Ας μου το συγχωρήσετε…

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος (Poexania)


1 Δηλαδή να δημιουργείται μεγάλη ανυπομονησία από την πλευρά του κοινού για να βγει η ταινία.
2 Τίτλος από κόμικ άλμπουμ των εκδόσεων παρά πέντε ή Βαβέλ

Η συζήτηση την επομένη των εκλογών στις ΗΠΑ

Η συζήτηση την επομένη των εκλογών στις ΗΠΑ
Καθόλου φειδωλά δεν είναι τα αστικά επιτελεία στις αναλύσεις τους για το τι οδήγησε στην επικράτηση του Τραμπ έναντι της Κλίντον, για τους οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες που βάρυναν στην εκλογή του, για τις συντελούμενες αλλαγές στο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ και τις επιδράσεις τους στο αντίστοιχο της Ευρώπης, για τα «πολιτικά διακυβεύματα» και τους «κινδύνους» που προκύπτουν από την ανάδειξη και επικράτηση τέτοιων δυνάμεων σε άλλες χώρες της ΕΕ, όπου μάλιστα προηγήθηκαν των ΗΠΑ.
Για παράδειγμα, διαβάζουμε στον αστικό Τύπο ότι ο Τραμπ είναι «ο Μπερλουσκόνι της Αμερικής» και ότι διαμορφώνεται σιγά - σιγά μια «μαύρη διεθνής», η οποία «θέτει το δίλημμα μπρος Τραμπ και πίσω κατάρρευση του καπιταλισμού». Ειδικά για την Ελλάδα, γράφεται ότι «είναι ζήτημα χρόνου η ανάδυση ελληνογενούς Τραμπ» και ότι «η νέα προγραμματική διακήρυξη είναι εδώ γύρω ζωντανή και συμπαγής», υπονοώντας το οικονομικό και κοινωνικό υπόβαθρο της ενίσχυσης τέτοιων πολιτικών δυνάμεων.
Από άλλους γίνεται η εκτίμηση ότι αντίπαλος του Τραμπ δεν ήταν οι ελίτ, «αλλά οι δυτικές αξίες, η αλληλεγγύη, η ανεκτικότητα, η δικαιοσύνη» και ότι η εκλογή του δίνει «αέρα στα πανιά της ευρωπαϊκής και ανά τον κόσμο ακροδεξιάς». Οτι οι εξελίξεις παραπέμπουν σε «σκηνικό μεσοπολέμου» και ότι οι ανακατατάξεις στο πολιτικό σύστημα της Ελλάδας και της Μ. Βρετανίας υπήρξαν «πρόδρομοι» για φαινόμενα τύπου Τραμπ.
***
Η συζήτηση αυτή ακολουθείται από μια δεύτερη, για το ποιος θα μπορούσε να διαχειριστεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια με τρόπο που να μη διαχέεται σε δυνάμεις με τα χαρακτηριστικά που ενσαρκώνει ο Τραμπ, με δεδομένο ότι στον καπιταλισμό και ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης, οι ταξικές αντιθέσεις οξύνονται.
Για παράδειγμα, σε μερίδα του Τύπου είναι διάχυτος ο προβληματισμός για το ότι «η εξτρεμιστική δεξιά μπορεί να διαχειριστεί πιο αποτελεσματικά από την αριστερά το θυμό και την απελπισία» και ότι «η ψήφος παίρνει και ταξικά χαρακτηριστικά που εκφράζονται μέσω του ακατάσχετου λαϊκισμού, όπου οι κοινωνίες βρίσκουν αντίδοτο». Στη συζήτηση αυτή παρεμβαίνει και η «Αυγή», η οποία εκφράζει την άποψη ότι θα έπρεπε οι Δημοκρατικοί να επιλέξουν για υποψήφιο Πρόεδρο τον Σάντερς (υποψήφιος των Δημοκρατικών που νικήθηκε από την Κλίντον και δεν πήρε το χρίσμα) και ότι η εκλογή Τραμπ είναι μήνυμα σε Γάλλους, Γερμανούς και Αυστριακούς σοσιαλδημοκράτες «να στραφούν αριστερά».
Γράφει ακόμα ότι η πολιτική που εκφράζει ο Τραμπ πρέπει να βρει απέναντι «τον κόσμο της δημοκρατίας, της αλληλεγγύης, του ουμανισμού» και ότι όσοι πετροβολούν την «αριστερά» δεν πρέπει να το κάνουν, επειδή «η καμπάνα χτυπάει και για αυτούς», από την άνοδο της ακροδεξιάς. Στο ίδιο πνεύμα, κάνει προσπάθεια να απαντήσει στο επιχείρημα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, οι «Podemos», ο Σάντερς, ή το κίνημα «occupy» έχουν την ίδια νομιμοποιητική βάση στη συνείδηση του κόσμου με αυτήν που έχει ο Τραμπ και οι όμοιοί του.
***
Ποιο είναι το πραγματικό αντικείμενο της συζήτησης; Ποια πολιτική δύναμη και με ποια αναλογία στο μείγμα της διαχείρισης μπορεί να διασφαλίσει με μεγαλύτερη αξιοπιστία την καπιταλιστική ανάκαμψη και ταυτόχρονα να χειραγωγήσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια που μεγαλώνει. Για παράδειγμα, δυνάμεις όπως ο ΣΥΡΙΖΑ εκθειάζουν τη σοσιαλδημοκρατία και εκφράζουν την προτίμησή τους για την πολιτική Σάντερς, όπως έκαναν προηγουμένως για την πολιτική Ομπάμα.
Δεν λένε, βέβαια, ότι η λαϊκή δυσαρέσκεια που τελικά κατευθύνθηκε εκλογικά προς τον Τραμπ (τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος της), όχι μόνο δεν κόπασε, αλλά μεγάλωσε κατά την περίοδο της διακυβέρνησης Ομπάμα, ο οποίος εφάρμοσε περισσότερα επεκτατικά μέτρα στη διαχείριση της οικονομίας των ΗΠΑ σε σχέση με αυτά που εφαρμόστηκαν στην ΕΕ. Αλλά και ο σοσιαλδημοκράτης Ολάντ, που επίσης αποθεώνεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, αύξησε με την πολιτική του τη λαϊκή δυσαρέσκεια, μεγάλο μέρος της οποίας καρπώνεται τώρα εκλογικά η Λεπέν.
Το κριτήριο για κάθε πολιτική δύναμη είναι ποιανού τα συμφέροντα υπηρετεί, των μονοπωλίων ή του λαού, ανεξάρτητα από την αναλογία επεκτατικών και περιοριστικών μέτρων στο μείγμα της διαχείρισης που προτείνει. Ανεξάρτητα, όμως, και από τις διαφορετικές ιστορικές και ιδεολογικές καταβολές, που είναι υπαρκτές και αξιοποιούνται κάθε φορά για τη συστράτευση του λαού σε στόχους αλλότριους προς τα πραγματικά του συμφέροντα.
Απ' αυτήν τη σκοπιά, πραγματική διέξοδο για τους λαούς μπορεί να υπάρξει, αν απεγκλωβιστούν από τη «Σκύλλα» και τη «Χάρυβδη» της αστικής διαχείρισης, αν χαράξουν το δικό τους δρόμο ρήξης και ανατροπής του σάπιου συστήματος που γεννάει φτώχεια, κρίσεις και πολέμους.

Π.

Με το ίδιο «σκονάκι»

Με το ίδιο «σκονάκι»
Δεν περνάει ούτε μέρα που να μην καταγράφεται και μια παρέμβαση από τα αστικά κόμματα, τον αστικό Τύπο, απευθείας από τους κόλπους του κεφαλαίου, την ΕΕ κ.λπ., που συνηγορεί υπέρ της επιτάχυνσης των αναγκαίων για το κεφάλαιο αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων, όπως αυτές που βρίσκονται στην παρούσα φάση στο επίκεντρο της δεύτερης «αξιολόγησης». Θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι είναι συνεννοημένοι, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο, αφού το «σκονάκι» με τις ανάγκες του κεφαλαίου είναι ενιαίο, κοινής λήψης για το πολιτικό του προσωπικό και τους διάφορους μηχανισμούς του.
Οι δηλώσεις, μέσα στη βδομάδα, του κυβερνητικού εκπροσώπου, του προέδρου της ΝΔ, της προέδρου του ΠΑΣΟΚ, παραγόντων του Γιούρογκρουπ, όλες υπέρ της γρήγορης ολοκλήρωσης της δεύτερης «αξιολόγησης», η «υποδοχή» του ανασχηματισμού απ' τον αστικό Τύπο, που τον εγκωμίασε σαν υποστηρικτικό αυτής της στόχευσης, η υπονομευτική στάση της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ απέναντι στην ανάγκη οργάνωσης της πάλης των εργαζομένων, επιβεβαιώνουν ότι από διαφορετικές θέσεις υπηρετούν την ενιαία στρατηγική του κεφαλαίου και πασχίζουν να κρατήσουν το λαό στη γωνία, αν όχι χειροκροτητή της πολιτικής που σφαγιάζει τα δικαιώματά του, τουλάχιστον απαθή θεατή.
Κάπως έτσι η κυβέρνηση «κόβει» ιεραρχώντας τους στόχους της: «Πρώτον: Η τάχιστη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης (...) Δεύτερον: Η έναρξη της συζήτησης για τον προσδιορισμό των συγκεκριμένων μέτρων για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους... Τρίτον: Η ενίσχυση της επενδυτικής δραστηριότητας στην ελληνική οικονομία», καθορίζοντας ως σημαντικό σταθμό το Γιούρογκρουπ της 5ης του Δεκέμβρη, προσδοκώντας ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Και η αντιπολίτευση «ράβει», με τον Κυρ. Μητσοτάκη να δηλώνει ότι «θα βάλουμε πλάτη στη διεθνή σκηνή για τη διασφάλιση των καλύτερων συμφωνιών για τη χώρα μας...», ιεραρχώντας και αυτός τα ίδια ζητήματα και την Φώφη Γεννηματά να πλειοδοτεί υπέρ της «υποχρέωσης των πολιτικών δυνάμεων του τόπου να συνεννοηθούμε γύρω από ένα Εθνικό Σχέδιο παραγωγικής και οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας».
Από κοντά, ο αστικός Τύπος εκφράζει προσδοκίες από τον κυβερνητικό ανασχηματισμό μιλώντας για ευκαιρία, βήμα προς την ωριμότητα, εκθειάζοντας τη δέσμευση του Αλ. Τσίπρα για επιτάχυνση της αντιλαϊκής επίθεσης ενόψει δεύτερης «αξιολόγησης». Δηλαδή, νέες ανατροπές στα Εργασιακά, χτύπημα στο συνδικαλιστικό κίνημα, άνοιγμα των ομαδικών απολύσεων, «μαχαίρι» στα προνοιακά επιδόματα και όσα άλλα απαιτούνται.
Στο ίδιο πνεύμα και οι δηλώσεις των αξιωματούχων της ΕΕ, όπως του Ντάισελμπλουμ και του Μοσκοβισί, για εποικοδομητική συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση και πρόοδο στις διαπραγματεύσεις. Την ίδια ώρα, η δρομολογούμενη συμμετοχή και του ΔΝΤ στο πρόγραμμα της χρηματοπιστωτικής στήριξης προς το ελληνικό κράτος ανοίγει τη συζήτηση για την υπογραφή ενός ακόμη μνημονίου μαζί του, όπως επιβεβαίωσε πριν από λίγες μέρες ο εκπρόσωπος του ιμπεριαλιστικού οργανισμού, Τζ. Ράις, υποδεικνύοντας μάλιστα την «αντιμετώπιση» του συνταξιοδοτικού.
Σε αυτό το κλίμα συναίνεσης και συνεννόησης πρέπει να ενταχθεί και ο υπονομευτικός ρόλος των συνδικαλιστικών πλειοψηφιών σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, που, σε συνεννόηση και με μοιρασμένους ρόλους, εμπόδισαν την οργάνωση πανεργατικής πανελλαδικής απεργίας από κοινού σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, όπως πρότεινε το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα, βάζοντας πλάτη στο κεφάλαιο και την κυβέρνηση στην προσπάθεια να περάσουν τα νέα μέτρα χωρίς να ακουστεί κιχ.
Οι εργαζόμενοι, τα λαϊκά στρώματα έχουν συμφέρον να απορρίψουν τα κηρύγματα συναίνεσης, ανοχής και συμβιβασμού μπροστά στα νέα και παλιά αντιλαϊκά μέτρα που συσσωρεύονται, στην ένταση της εκμετάλλευσης, στο τσάκισμα του λαϊκού εισοδήματος. Να αξιοποιήσουν τις απεργιακές μάχες του επόμενου διαστήματος για να κάνουν βήματα στην κατεύθυνση ανασύνταξης του εργατικού κινήματος, ενίσχυσης της λαϊκής συμμαχίας σε κατεύθυνση σύγκρουσης με το κεφάλαιο, την ΕΕ, τις κυβερνήσεις τους, την εξουσία τους.

TOP READ