22 Σεπ 2018

«#MeToo»: Εργαλείο πολλαπλά χρήσιμο σε αστικούς σχεδιασμούς και αντιπαραθέσεις





Από διαμαρτυρία γυναικών στις ΗΠΑ με τα συνθήματα του «κινήματος» «#Me Too»
Από διαμαρτυρία γυναικών στις ΗΠΑ με τα συνθήματα του «κινήματος» «#Me Too»
Την υποστήριξή του στην πρωτοβουλία του «κινήματος #MeToo» εξέφρασε πρόσφατα το Ευρωκοινοβούλιο. Με το ψήφισμα που υιοθέτησε στις 11 Σεπτέμβρη σχετικά με την «ηθική και σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας, στους δημόσιους χώρους και στην πολιτική ζωή της ΕΕ», εκφράζει την ικανοποίησή του για την «ευρεία δημόσια συζήτηση», η οποία «συμβάλλει στον αναπροσδιορισμό των ορίων σε σχέση με τη σεξουαλική παρενόχληση και τις αποδεκτές συμπεριφορές».
Το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου αποτελεί έναν ακόμα κρίκο στη μακρά αλυσίδα των συζητήσεων γύρω από τις καταγγελίες για κρούσματα σεξουαλικής παρενόχλησης μέσα από την πρωτοβουλία «#MeToo» («κι εγώ επίσης»).
Το έναυσμα για το κύμα καταγγελιών, που πυροδότησε και τη σχετική συζήτηση, δόθηκε πριν από έναν σχεδόν χρόνο, τον Οκτώβρη του 2017, όταν γνωστή ηθοποιός κατήγγειλε πως παρενοχλήθηκε από μεγαλοπαραγωγό του Hollywood, πριν από δύο περίπου δεκαετίες. Ακολούθησε χιονοστιβάδα ανάλογων καταγγελιών για λιγότερο ή περισσότερο πρόσφατα περιστατικά και κρούσματα, τόσο στη λεγόμενη «βιομηχανία του θεάματος» όσο και σε άλλους εργασιακούς χώρους.
Μέσα σε σύντομο διάστημα το «#MeToo», μια διαδικτυακή πρωτοβουλία που υπάρχει για περισσότερα από δέκα χρόνια, έγινε παγκόσμια γνωστό. Μάλιστα, το περιοδικό «Time» ανακήρυξε «Πρόσωπο της Χρονιάς» για το 2017 τις γυναίκες, κυρίως ηθοποιούς του Χόλιγουντ, που «έσπασαν τη σιωπή τους» και μίλησαν για την εμπειρία τους μέσα από την εν λόγω πρωτοβουλία.
Ακολούθησε η πρωτοβουλία «Time's Up», που υποστηρίζεται επίσης από γνωστές ηθοποιούς, με στόχο να προσφέρει νομική υποστήριξη στις γυναίκες που δέχτηκαν σεξουαλική επίθεση ή παρενόχληση στο χώρο εργασίας τους.
Η σχετική συζήτηση, εδώ και έναν σχεδόν χρόνο, βρίσκεται σταθερά στην ατζέντα της επικαιρότητας, συχνά στις πρώτες της θέσεις. Ωστόσο, στους μήνες που προηγήθηκαν, δεν έλειψαν οι αιχμές που εντόπιζαν οικονομικές και άλλες σκοπιμότητες πίσω από τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν σε βάρος μιας σειράς προσώπων.
Δεν έλειψαν επίσης τα ερωτήματα για το αν η πρωτοβουλία έχει πάρει τα χαρακτηριστικά μιας «μόδας» και οι αμφιβολίες για το αν αποκλίνει ή όχι από το σκοπό της. Την εμφάνισή τους έκαναν «σκιές» και «σύννεφα» σε βάρος «πρωταγωνιστικών» προσώπων, οι κατηγορίες των οποίων φαίνεται να γύρισαν μπούμερανγκ, μετατρέποντας τα «θύματα» της μίας μέρας στους «θύτες» της επόμενης.
Σύγχρονο περιτύλιγμα στο αστικό φεμινιστικό ρεύμα
Ανεξάρτητα από το πώς εξελίσσεται η συζήτηση και τις αιχμές που υπερισχύουν κάθε φορά, το βέβαιο είναι αξιοποιείται ως «εργαλείο» πολλαπλά χρήσιμο στα χέρια αυτών που προσανατολίζουν το περιεχόμενό της και δίνουν σε αυτήν τον τόνο.
Για παράδειγμα, δεν είναι τυχαίο ότι στο επίκεντρο των ρεπορτάζ στα αστικά ΜΜΕ βρίσκονται η μορφή της συγκεκριμένης «διαμαρτυρίας» και ο «σεισμός» που προκαλεί στους κύκλους της «βιομηχανίας» του αμερικανικού κυρίως θεάματος, αφήνοντας στο περιθώριο την πολύμορφη βία που υφίστανται πολλαπλάσια οι γυναίκες της εργατικής τάξης, του λαού στο σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο.
Στη συζήτηση παρεισφρέουν ζητήματα που αναδεικνύουν σύγχρονες πλευρές της γυναικείας ανισοτιμίας, υπαρκτά κοινωνικά προβλήματα και διακρίσεις που βιώνουν οι γυναίκες στην οικονομική, κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική τους ζωή, αποκομμένα όμως από την ταξική τους ρίζα, από τις πραγματικές αιτίες των πολλαπλών διακρίσεων που βιώνουν οι γυναίκες της εργατικής τάξης, του λαού.
Αποκομμένα όμως και από τους υλικούς όρους ζωής και εργασίας, τους εκμεταλλευτικούς μηχανισμούς χειραγώγησης και ενσωμάτωσης (μέσω των κρατικών μηχανισμών, της Εκπαίδευσης, των τηλεοπτικών εκπομπών, παιχνιδιών, σειρών, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης κ.ά.), που αναπαράγουν μια σειρά από αντιδραστικές κοινωνικές απόψεις, αντιλήψεις και προκαταλήψεις για την κοινωνική θέση της γυναίκας.
Πάνω εκεί βρίσκει γόνιμο έδαφος και η εκδήλωση παρενοχλητικών και βίαιων συμπεριφορών σε βάρος των γυναικών, άλλων παθογόνων φαινομένων στις κοινωνικές σχέσεις, στις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, φαινόμενα που οξύνονται όσο βαθαίνει η σήψη του καπιταλισμού.
Ατομική υπόθεση η προστασία των γυναικών
Η ανάδειξη εξάλλου της συγκεκριμένης μορφής καταγγελίας και διαμαρτυρίας για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα αξιοποιείται για να περιβάλει με μανδύα προοδευτισμού τις σύγχρονες αστικές επιδιώξεις γύρω από τη «συμμετοχή των γυναικών».
Ετσι, πίσω από τα μεγάλα λόγια για το «κοινωνικό κίνημα» του «#MeToo» αναπαράγεται η προβολή των γυναικών ως του «κοινωνικού υποκειμένου» που εναντιώνεται και αντιστέκεται στην επέλαση του «συντηρητισμού», του σεξισμού, της «πατριαρχίας», της παρενόχλησης και της βίας, με σβησμένες τις ταξικές διαφοροποιήσεις.
Σε κάθε περίπτωση, οι καμπάνιες και οι «εκστρατείες» ευαισθητοποίησης δεν μπορούν να δώσουν από μόνες τους λύση στα οξυμένα προβλήματα των κακοποιημένων γυναικών. Η προτροπή στις γυναίκες να «κοινοποιήσουν» στη διαδικτυακή πλατφόρμα τη βίαιη συμπεριφορά σε βάρος τους, δεν εξασφαλίζει ούτε κατά διάνοια την ουσιαστική στήριξή τους, τη στιγμή που έρχονται αντιμέτωπες με ένα αποσπασματικό, υποβαθμισμένο κρατικό δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών και υποδομών.
Ουσιαστικά, καθίσταται αποκλειστικά ατομική υπόθεση της γυναίκας η εξασφάλιση εκείνων των οικονομικών, κοινωνικών παραγόντων για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της, αφήνοντας ορθάνοιχτη την πόρτα για την παρέμβαση διαφόρων ειδών ΜΚΟ, αλλά και μονοπωλιακών ομίλων, που παρέχουν νομική, συμβουλευτική υποστήριξη με «ημερομηνία λήξης». Αυτό επιβεβαιώνει άλλωστε και η κατεύθυνση των ευρωπαϊκών και κρατικών χρηματοδοτήσεων σε ΜΚΟ.
Σε τελική ανάλυση, η όλη συζήτηση συμβάλλει στην «αναθέρμανση» του αστικού φεμινιστικού ρεύματος στο γυναικείο κίνημα, με σύγχρονο περιτύλιγμα, ώστε πιο αποτελεσματικά να προσανατολιστούν η σκέψη και η δράση εργαζόμενων και άνεργων γυναικών, ιδιαίτερα νεότερης ηλικίας, σε ανώδυνα κανάλια για την εκμεταλλευτική κοινωνία, ως στρόφιγγα εκτόνωσης και διαχείρισης της αυξανόμενης λαϊκής δυσαρέσκειας.
Κομμάτι στο παζλ ενδοαστικών αντιπαραθέσεων
Στο ερώτημα αν το «#MeToo» μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός για να κινηθούν προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση πολιτικές εξελίξεις, κάποιοι απαντούν καταφατικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα από την «εκστρατεία» έχει ξεκινήσει για τα καλά η συζήτηση γύρω από τη δυνατότητα να αναδειχθούν περισσότερες γυναίκες σε πολιτειακά αξιώματα στις ΗΠΑ, ακόμα και στην Προεδρία της χώρας.
Ο επόμενος σταθμός σε αυτήν την προσπάθεια είναι οι ενδιάμεσες εκλογές για τα σώματα του αμερικανικού Κογκρέσου που πρόκειται να διεξαχθούν στις 6 Νοέμβρη, με τους Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους να κοντράρονται για την πλειοψηφία σε Βουλή και Γερουσία. Ηδη οι γυναικείες υποψηφιότητες στις εκλογές αυτές καταγράφονται αυξημένες, με δημοσιεύματα να κάνουν λόγο για αριθμούς ρεκόρ, πράγμα που αποδίδεται εν πολλοίς στο «#MeToo».
Εξάλλου, η ανάληψη της Προεδρίας από τον Ντ. Τραμπ είχε συνοδευτεί από διαδηλώσεις με σημαντική συμμετοχή γυναικών, που πυροδοτήθηκε από σεξιστικές και προσβλητικές δηλώσεις του Προέδρου. Ομως, η κατεύθυνση που έδωσαν οι οργανωτές στις κινητοποιήσεις, επιδίωξε να εντάξει τις δικαιολογημένες αντιδράσεις στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης που εξελίσσεται και δυναμώνει στο εσωτερικό της αμερικανικής αστικής τάξης για στρατηγικές επιλογές και προσανατολισμούς στην οικονομία και στην κρατική εξωτερική πολιτική.

ΠΕΡΙ «ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗΣ» ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ Ρομπότ με «καρδιά»;





Το ρομπότ Pepper, που κατασκευάζεται ως βοηθός - παρέα για ηλικιωμένους
Το ρομπότ Pepper, που κατασκευάζεται ως βοηθός - παρέα για ηλικιωμένους
«Συγγνώμη, δεν σας άκουσα». Αυτή ίσως ήταν η πρώτη φράση «ενσυναίσθησης», από μηχανή που κυκλοφόρησε στο εμπόριο, έξω από τους τοίχους των εργαστηρίων. Προς το τέλος της δεκαετίας του 1990, μια εταιρεία με έδρα τη Βοστόνη των ΗΠΑ άρχισε να προμηθεύει άλλες εταιρείες με λογισμικό εξυπηρέτησης πελατών, προγραμματισμένο να χρησιμοποιεί αυτήν τη φράση, όταν δεν καταλάβαινε τι του ζητήθηκε. Στα χρόνια που πέρασαν συνηθίσαμε να μιλάμε με μηχανές. Σχεδόν κάθε κλήση σε κέντρο εξυπηρέτησης πελατών αρχίζει με μια συζήτηση με ρομπότ. Εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι έχουν όλη μέρα μέσα στην τσέπη τους έναν έξυπνο προσωπικό βοηθό, με τη μορφή της τεχνητής νοημοσύνης (ΤΝ) των σύγχρονων κινητών τηλεφώνων, από την οποία ζητούν να καλέσει τους φίλους τους, να βρει εστιατόριο, ή να βάλει να παίζει ένα τραγούδι που αρέσει στον κάτοχο του τηλεφώνου. Συχνά αυτές οι απλές εκδοχές τεχνητής νοημοσύνης εμφανίζουν συμπεριφορά που έχει αρκετή ομοιότητα με αυτή των ανθρώπων, ώστε να προκαλεί αμηχανία. Αν κάποιος ρωτήσει μια απ' αυτές: «Με αγαπάς Σίρι;», θα πάρει την απάντηση «Δεν είμαι ικανή να αγαπήσω»!
Συναισθήματα
Αλλά οι μηχανές δεν απαντούν πάντοτε όπως θα θέλαμε. Το λογισμικό αναγνώρισης ομιλίας κάνει λάθη. Οι μηχανές συχνά αποτυγχάνουν να αντιληφθούν τις προθέσεις των συνομιλητών τους. Δεν αντιλαμβάνονται το συναίσθημα και το χιούμορ, τον σαρκασμό και την ειρωνεία. Αν στο μέλλον πρόκειται να αφιερώνουμε περισσότερο χρόνο για να αλληλεπιδρούμε μ' αυτές - και αυτό είναι μάλλον σίγουρο, είτε πρόκειται για έξυπνες ηλεκτρικές σκούπες, είτε για ρομποτικές ανθρωποειδείς νοσοκόμες - πρέπει να πετύχουμε να αντιλαμβάνονται κάτι περισσότερο από τις λέξεις που λέμε: Πρέπει να μας καταλαβαίνουν ουσιαστικά. Πρέπει να «καταλαβαίνουν» και να «μοιράζονται» τα ανθρώπινα συναισθήματα ή τουλάχιστο να δείχνουν ότι το κάνουν: Να έχουν ή να δείχνουν ότι έχουν ενσυναίσθηση.

Τουλάχιστον αυτό θεωρεί η Πασκάλ Φουνγκ, καθηγήτρια μηχανικής των υπολογιστών και ηλεκτρονικής μηχανικής στο πανεπιστήμιο Επιστήμης και Τεχνολογίας του Χονγκ Κονγκ. Κατά την άποψή της, «τα ρομπότ με ενσυναίσθηση μπορεί να είναι μεγάλη βοήθεια προς την κοινωνία. Δεν θα είναι απλώς βοηθοί - θα είναι σύντροφοι. Θα είναι φιλικά και ένθερμα, καταλαβαίνοντας τις φυσικές και συναισθηματικές μας ανάγκες. Θα μαθαίνουν από τις αλληλεπιδράσεις τους με τους ανθρώπους. Θα κάνουν τη ζωή μας καλύτερη και τη δουλειά μας πιο αποτελεσματική. Θα ζητούν συγγνώμη για τα λάθη τους και θα ζητούν την άδεια πριν προχωρήσουν σε κάποια δράση. Θα φροντίζουν τους ηλικιωμένους και θα διδάσκουν τα παιδιά μας (!). Ισως σώσουν και τη ζωή μας σε κάποια κρίσιμη κατάσταση, θυσιάζοντας τον εαυτό τους - μια πράξη υπέρτατης ενσυναίσθησης». Η Φουνγκ εργάζεται πάνω σε ΤΝ βασισμένη σε μηχανική μάθηση, που θα γίνεται πιο «έξυπνη» και - όπως ελπίζει - με μεγαλύτερη ενσυναίσθηση, όσο αλληλεπιδρά με τους ανθρώπους και συγκεντρώνει περισσότερα δεδομένα.
Κατ' εικόνα και ομοίωση
Υπάρχουν ενστάσεις σε αυτήν τη συλλογιστική και τη στόχευση. Η δημιουργία μιας καλοκάγαθης ΤΝ, που να «νιώθει» τον άνθρωπο, ίσως θα ήταν εφικτή σε έναν κόσμο χωρίς καταστροφικές αντιθέσεις, έναν κόσμο διαφορετικό από τον σημερινό, τον καπιταλιστικό, ο οποίος στηρίζεται στην εκμετάλλευση, το άδικο (των απολαβών με βάση την ιδιοκτησία και όχι με βάση την εργασία), την καταπίεση, τον πόλεμο, το ψέμα, τις διακρίσεις. Ειδικά η ΤΝ μηχανικής μάθησης, δηλαδή η ΤΝ που δεν έχει «γραμμένες στην πέτρα» τις οδηγίες συμπεριφοράς της, αλλά μαθαίνει αλληλεπιδρώντας, έχει ήδη αποδειχτεί ότι πολύ εύκολα γίνεται εικόνα της σάπιας καπιταλιστικής κοινωνίας, φτάνοντας ακόμη και σε ρατσιστικές αντιλήψεις. Το γνώρισε ήδη η «Microsoft» το 2016 με την ΤΝ «Τέι» (Tay.ai), που παρίστανε τον άνθρωπο και συμμετείχε σε συζητήσεις σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όταν αυτή μέσα σε λίγες ώρες υιοθέτησε ρατσιστικές θέσεις, καθώς χειραγωγήθηκε από κάποια «καλά παιδιά» του διαδικτύου.
Φυσικά, η κοινωνία (των ανθρώπων) που οι (εκμεταλλευτικές) σχέσεις παραγωγής της την οδηγούν να σέβεται τους ηλικιωμένους τόσο ώστε να τους κόβει τη σύνταξη και να δημιουργεί γενιές που μάλλον επίδομα θα πάρουν στο τέλος του εργασιακού τους βίου παρά σύνταξη, δεν θα φροντίσει τους ανθρώπους στα βαθιά τους γεράματα με ρομπότ. Επίσης, όσο καλοπροαίρετα κι αν γίνεται, δεν παύει να είναι ανατριχιαστική η σκέψη και μόνο, τα ρομπότ να διδάσκουν τα παιδιά μας. Θα μάθουν τα παιδιά την ανθρωπιστική παιδεία από τις μηχανές; Θα μάθουν απ' αυτές την αξία του αγώνα, την άμιλλα και την αγάπη στον άνθρωπο; Πώς θα αντιμετωπίσει ένα ρομπότ έναν άτακτο μαθητή; Πώς θα αξιολογήσει ένα ρομπότ κάποιον μαθητή ιδιαίτερα ευαίσθητο στην αποτυχία και την απόρριψη;
Και όσον αφορά την υπέρτατη θυσία - ένδειξη υπέρτατης ενσυναίσθησης, τι έχει άραγε να χάσει μια ΤΝ οδηγούμενη στην καταστροφή για να προστατεύσει έναν άνθρωπο; Μάλλον θα κερδίσει την επιβράβευση με το να ξαναενεργοποιηθεί ως επιτυχημένη (με χρήση κάποιου αντιγράφου ασφαλείας) μέσα σε νέο ρομποτικό σώμα. Συγκρίνεται αυτό με την απώλεια της ζωής του ανθρώπου (άπαξ και διαπαντός);
Επίφαση
Σε τελευταία ανάλυση είναι δυνατόν οι μηχανές να αποκτήσουν πραγματική ενσυναίσθηση απέναντι στον άνθρωπο, όταν δεν νιώθουν πόνο, κούραση, αγάπη, όταν δεν έχουν βιώσει όλες τις αλλαγές, τις χαρές, τις λύπες, τις εντάσεις, τις γαλήνιες στιγμές που νιώθει ένας άνθρωπος μεγαλώνοντας; Μπορούν να αποκτήσουν αναλύοντας την αλληλεπίδρασή τους με τους ανθρώπους την ίδια ενσυναίσθηση με εκείνη που αποκτά ο άνθρωπος βιώνοντας ο ίδιος αυτήν την αλληλεπίδραση; Μπορούμε να καταλάβουμε αν π.χ. ο σκύλος μας είναι χαρούμενος ή λυπημένος, αλλά μπορούμε να πούμε ότι είμαστε ικανοί να νιώσουμε ακριβώς όπως νιώθει; Πώς μια μηχανή, ένα κατασκεύασμα που απέχει πολύ περισσότερο απ' ό,τι απέχουν ο σκύλος και ο άνθρωπος που είναι και οι δύο βιολογικά όντα, θα μπορέσει ποτέ να «νιώσει» πραγματικά πώς νιώθει ο άνθρωπος με τον οποίο αλληλεπιδρά;
Η Φουνγκ, που κατασκεύασε το κινεζικό ανάλογο της ΤΝ Siri, εξηγεί ότι σκοπός της είναι να κατασκευάσει ένα άρθρωμα (module) ενσυναίσθησης, δηλαδή ένα κομμάτι λογισμικού, που να ενσωματώνεται ως «καρδιά», στο οικοδόμημα των άλλων αρθρωμάτων λογισμικού, που σχηματίζουν το «σώμα» της ΤΝ, δηλαδή το άρθρωμα της αναγνώρισης ομιλίας, της αναγνώρισης αντικειμένων σε εικόνες ή βίντεο κ.τ.λ. Αυτό το άρθρωμα ενσυναίσθησης θα αναγνωρίζει τα χαρακτηριστικά στοιχεία της γλώσσας του σώματος των ανθρώπων, ενδεικτικά στοιχεία συναισθήματος στη φωνή τους και το συναισθηματικό φορτίο των ίδιων των λεγομένων, ώστε να αναγνωρίζει τα συναισθήματα του συνομιλητή του και να δίνει κατάλληλες εντολές στο ρομπότ στο οποίο είναι ενσωματωμένο για να απαντήσει.
Μερικά ρομπότ που μπορούν να μιμηθούν την ύπαρξη συναισθημάτων υπάρχουν ήδη στην αγορά, όπως η Pepper, ένας μικρός ανθρωποειδής βοηθός κατασκευασμένος από γαλλική εταιρεία για λογαριασμό μιας ιαπωνικής και το Jibo, ένας επιτραπέζιος προσωπικός βοηθός. Το πεδίο των ρομπότ με «ενσυναίσθηση» βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα, αλλά τα εργαλεία και οι αλγόριθμοι που θα οδηγήσουν σε μεγάλη και απότομη βελτίωση των μηχανών στον τομέα αυτόν έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους.

Επιμέλεια:
Σταύρος ΞΕΝΙΚΟΥΔΑΚΗΣ
Πηγή: «Scientific American»

«Start-up» στη διεκδίκηση των σύγχρονων αναγκών των νέων επιστημόνων



Η δημιουργία και η επιτυχία μιας «start-up» επιχείρησης παρουσιάζονται λίγο - πολύ ως παιχνίδι... Η πραγματικότητα όμως για χιλιάδες νέους είναι τελείως διαφορετική
Η δημιουργία και η επιτυχία μιας «start-up» επιχείρησης παρουσιάζονται λίγο - πολύ ως παιχνίδι... Η πραγματικότητα όμως για χιλιάδες νέους είναι τελείως διαφορετική
Η «απόβαση» των αμερικανικών μονοπωλιακών ομίλων στη ΔΕΘ και η υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ «Microsoft» και ΑΠΘ για την ίδρυση του πρώτου hub (κόμβου) για start-up επιχειρήσεις στη Θεσσαλονίκη επανέφεραν στο προσκήνιο τη συζήτηση περί επιχειρηματικής αξιοποίησης καινοτόμων ιδεών ως ρεαλιστικής προοπτικής για επαγγελματική αποκατάσταση των νέων επιστημόνων. Η σχετική προπαγάνδα από τα επιτελεία της αστικής τάξης πραγματικά γανώνει το κεφάλι φοιτητών και αποφοίτων.
Φυσικά, η συζήτηση περί start-up δεν είναι ελληνικό εφεύρημα, αφού ήδη από τις δεκαετίες του '80 και του '90 τέτοιου τύπου επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στον κλάδο της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών, θεωρείται ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην αναμόρφωση της οικονομίας των ΗΠΑ. Ετσι, σήμερα, σύμφωνα με την κυρίαρχη προπαγάνδα, είναι τάχα στο χέρι του νέου επιστήμονα να προσπαθήσει να γίνει ένας νέος Μπιλ Γκέιτς ή Στιβ Τζομπς, ξεκινώντας τη δική του start-up επιχείρηση. Αυτή είναι η εικόνα που προβάλλεται για τις start-ups στον δημόσιο λόγο: Εταιρείες που ιδρύονται με ελάχιστους πόρους και σύντομα μπορούν να πετύχουν έσοδα εκατομμυρίων.
Η πραγματική εικόνα
Η εικόνα αυτή, όμως, είναι τουλάχιστον εξωραϊσμένη, καθώς με βάση στοιχεία και μελέτες, το ποσοστό επιτυχίας των start-ups είναι εξαιρετικά χαμηλό σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι σε μελέτη της «Deutsche Bank» που δημοσιεύτηκε το 2016 αναφέρεται ότι, σύμφωνα με εκτιμήσεις της βιομηχανίας, περίπου οι μισές start-up επιχειρήσεις αποτυγχάνουν ήδη από τα πρώτα τους βήματα στον επιχειρηματικό «στίβο», ενώ, σύμφωνα με το γνωστό περιοδικό «Forbes», περίπου το 90% των start-ups τελικά αποτυγχάνει. Ακόμα και στις ΗΠΑ, τη «γη της επαγγελίας» του start-up επιχειρείν, από το 2008 και μετά, αυτές που κλείνουν είναι περισσότερες από αυτές που ιδρύονται ετησίως (έκθεση του US Census Bureau, 2015).
Ποιοι είναι όμως οι λόγοι που οδηγούν τη συντριπτική πλειοψηφία των start-up επιχειρήσεων σε αποτυχία; Σύμφωνα με φετινή μελέτη της εταιρείας συμβούλων «CB Insights», το 42% των περιπτώσεων δεν ανταποκρίθηκε στις ανάγκες της αγοράς, το 29% ξέμεινε από ρευστό και το 18% δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το λειτουργικό κόστος της επιχείρησης. Τα ευρήματα αυτά ουσιαστικά καταδεικνύουν ότι οι λόγοι που οι περισσότερες start-ups δεν εκπληρώνουν τελικά τα όνειρα που είχαν όσοι τις ξεκίνησαν, σε ποσοστό περίπου 90% έχουν να κάνουν με παράγοντες που αφορούν το «τέρας της αγοράς» και όχι με το αν είχαν συλλάβει και αναπτύξει μια καλή και πραγματικά «καινοτόμο» ιδέα.
Βέβαια, μια ιδέα που δεν ανταποκρίνεται «στις ανάγκες της αγοράς» δεν είναι ντε και καλά μια κακή ιδέα ή μια ιδέα που δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί ώστε να ικανοποιηθούν πραγματικές, σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες. Στην καπιταλιστική οικονομία, όμως, δεν είναι αυτά που ενδιαφέρουν, αλλά το κατά πόσο μια οποιαδήποτε «καινοτομία» θα μπορεί να αποβεί κερδοφόρα.
Ενα παράδειγμα: Μια καινοτόμος τεχνολογική εφαρμογή θα μπορούσε να συλλέγει άμεσα, μέσω τηλεμέτρησης, στοιχεία και ενδείξεις σχετικά με δείκτες φυσικών καταστροφών. Στη βάση της επεξεργασίας αυτών των στοιχείων, θα μπορούσε και να ενεργοποιεί μια αυτοματοποιημένη διαδικασία απόκρισης του κρατικού μηχανισμού και των πολιτών. Προφανώς, μια τέτοια εφαρμογή θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη. Ομως, όπως αποκάλυψε πρόσφατα ο «Ριζοσπάστης» (7/8/2018, σελ. 9), ένα αντίστοιχο σχέδιο διαχείρισης κινδύνων θα πρέπει να αναπτυχθεί, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ, με μόνο κριτήριο την οικονομική του αποδοτικότητα, που εν προκειμένω σημαίνει μέριμνα μόνο για τα μεγαλύτερα περιουσιακά στοιχεία (μεγαλοϊδιοκτησίες και σταθερά κεφάλαια μεγαλοεπιχειρηματιών).
Ενα άλλο παράδειγμα μπορεί να φωτίσει και την αντίστροφη διαδικασία, πώς δηλαδή το επιχειρηματικό κίνητρο μεταστρέφει τη λειτουργία εφαρμογών που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε διαφορετική βάση. Πιστεύει κανείς ότι μια εφαρμογή τύπου «AirBnB» η οποία θα κατέγραφε τις διαθέσιμες οικιστικές υποδομές, με στόχο π.χ. να καλυφθεί με ευθύνη του κράτους το τεράστιο πρόβλημα των αστέγων, αλλά και ζητήματα στέγασης φοιτητών, θα είχε την ίδια τύχη με το «AirBnB» να αναπτυχθεί στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία;
Στους παράγοντες που οδηγούν σε αποτυχία start-up εγχειρήματα καταγράφεται επίσης και το αν θα «κοκκινίσουν» ή όχι τα δάνεια που θα αναγκαστούν να πάρουν από τις τράπεζες όσοι τις ξεκινούν για να χρηματοδοτήσουν τη λειτουργία τους.
Το δε άγχος μπροστά στον κίνδυνο χρεοκοπίας είναι τόσο μεγάλο, που το 76% των στελεχών start-up επιχειρήσεων που συμμετείχαν σε σχετική δημόσια διαβούλευση της ΕΕ, το 2016, το ανέδειξε σε βασικό παράγοντα προβληματισμού. Ενα άγχος απολύτως εύλογο, αφού, όπως τεκμηριώνει έρευνα του αμερικανικού ινστιτούτου «Gallup» από το 2014, το 79% όσων ξεκίνησαν μια τέτοια επιχείρηση έβαλαν λεφτά από την τσέπη τους.
Το πραγματικό κίνητρο
Οπως γίνεται φανερό, η ίδρυση μιας start-up είναι μάλλον επιλογή ανάγκης, που περιβάλλεται το μανδύα της «ευκαιρίας» και πασπαλίζεται με διάφορες «αναπτυξιακές» φιοριτούρες στο πλαίσιο της συστηματικής προσπάθειας που καταβάλλει η αστική τάξη, αξιοποιώντας όλους τους μηχανισμούς που έχει στο οπλοστάσιό της, για να χειραγωγήσει ιδεολογικά τους νέους επιστήμονες.
Φυσικά, η όλη συζήτηση δεν γίνεται αποκλειστικά και μόνο για λόγους ιδεολογικής χειραγώγησης των νέων επιστημόνων. Το κεφάλαιο και οι μηχανισμοί του έχουν κι άλλους, πολύ σοβαρούς λόγους να «επενδύουν» τόσο πολύ στο ζήτημα του start-up επιχειρείν. Αυτοί έχουν να κάνουν με την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου στην αρένα του ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων ιμπεριαλιστικών κέντρων. Η προαναφερθείσα μελέτη της «Deutsche Bank» κάνει κάποιες σχετικές επισημάνσεις, που έχουν ιδιαίτερη αξία.
Η πρώτη αφορά στον ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, καθώς η ενίσχυση της «καινοτομίας» (με σκοπό τη διεύρυνση των περιθωρίων κερδοφορίας του κεφαλαίου) αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της εκάστοτε καπιταλιστικής οικονομίας. Η μελέτη επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν, περίπου 1.100 start-up επιχειρήσεις εξαγοράστηκαν από μεγαλύτερους επιχειρηματικούς ομίλους από το 2012 μέχρι το 2016. Περίπου το 30% αυτών εξαγοράστηκαν από αμερικανικές επιχειρήσεις, οι οποίες επένδυσαν περίπου το 65% των κεφαλαίων που μπήκαν σε ευρωπαϊκές start-ups...
Ενα δεύτερο ζήτημα αφορά στο εσωτερικό της ΕΕ, αναδεικνύοντας και την ανισομετρία που υπάρχει, καθώς στις βορειοευρωπαϊκές χώρες ιδρύονται περισσότερες start-up επιχειρήσεις σε σχέση με τις νοτιοευρωπαϊκές, όπου ο ρυθμός αποτυχίας start-up εγχειρημάτων είναι συγκριτικά μεγαλύτερος και εκτιμάται ότι αυτό οφείλεται σε σημαντικό βαθμό και στη δυσκολία πρόσβασης σε κατάλληλα χρηματοδοτικά προγράμματα.
Σε αυτήν τη βάση αναπτύσσονται και οι διάφορες σχετικές πρωτοβουλίες για την ενίσχυση του start-up επιχειρείν και στην Ελλάδα, μέσω χρηματοδοτικών προγραμμάτων. Σε γενικές γραμμές, αυτές κυρίως αφορούν ιδιωτικές πρωτοβουλίες (π.χ. διάφορα επενδυτικά funds) και επενδυτικά κεφάλαια που χρηματοδοτήθηκαν από το πρόγραμμα «Jeremie» του European Investment Fund (EIF) της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (EIB), για τα οποία η Ελλάδα έχει υπογράψει συμβάσεις χρηματοδότησης ύψους 250 εκατ. ευρώ.
Πρόκειται για χρηματοδοτικά εργαλεία που στόχο έχουν να διευκολύνουν την ανάπτυξη start-up εγχειρημάτων προτού βγουν «στα γεμάτα» στην αρένα του ανταγωνισμού, ώστε τα ευρωπαϊκά μονοπώλια να μπορέσουν στη συνέχεια με ευνοϊκότερους όρους να τα εκμεταλλευτούν. Το κίνητρο ενίσχυσης των start-ups, δηλαδή, δεν έχει να κάνει με τη βελτίωση των προοπτικών ενός νέου επιστήμονα, αλλά με τη βελτίωση των προοπτικών των ευρωπαϊκών μονοπωλίων στο πλαίσιο του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού.
Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι οι φορείς και οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου που υμνολογούν το start-up επιχειρείν χρησιμοποιούν επιχειρήματα/συνθήματα αντίστοιχα με αυτά που αξιοποιούνται και στη συζήτηση περί «brain drain». Ετσι, προβάλλουν ότι οι θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης που διαμορφώνονται στις start-ups μπορεί να αποτελέσουν αντίδοτο στο «brain drain». Αυτό που δεν λένε, όμως, είναι ότι το «brain drain» δεν έχει αιτία την κρίση, αλλά την ίδια αιτία με την κρίση, δηλαδή τις αδυσώπητες νομοτέλειες που διέπουν την καπιταλιστική οικονομία (βλ. ΚΟΜΕΠ τ. 3/2018), αυτές ακριβώς που εγκλωβίζουν σήμερα τις προοπτικές του νέου επιστήμονα.
Υπάρχει διέξοδος!
Τα παραπάνω δείχνουν ότι η σκιά της ομπρέλας του start-up επιχειρείν είναι τόσο μεγάλη, που χωράει πολλούς και πολλά από κάτω. Από «μεγαλοκαρχαρίες» και ισχυρά μονοπώλια που αναζητούν νέα κέρδη, μέχρι νέους επιστήμονες που αναζητούν μια καλύτερη προοπτική από τη μιζέρια της εργασιακής ανασφάλειας, την αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης στο εξωτερικό, την αβεβαιότητα για το μέλλον.
Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι στη σκιά. Είναι στο ποιος κρατά την ομπρέλα και μπορεί να την ανοιγοκλείνει. Αυτός είναι και ο λόγος που οι νέοι επιστήμονες, τα παιδιά της λαϊκής οικογένειας, είναι αυτοί που κατά κύριο λόγο διαπιστώνουν στην πράξη ότι η «επιχειρηματικότητα» και οι «ευκαιρίες» που διαφημίζουν το αστικό κράτος και όλα τα κόμματα του κεφαλαίου στην πραγματικότητα είναι νέα δόκανα που στήνονται για τους ίδιους. Είναι αυτοί οι οποίοι, αναζητώντας διαφυγή από τον εφιάλτη της εργασιακής ανασφάλειας που κατασπαράσσει την εργατική τάξη, είναι πολύ πιθανό να βρεθούν αντιμέτωποι με τον εφιάλτη του «λουκέτου» και των χρεών που κατασπαράσσουν τους αυτοαπασχολούμενους και τους μικροεπαγγελματίες.
Είναι όμως λογικό ένας νέος επιστήμονας σήμερα να τζογάρει τη ζωή του σαν να κυνηγά το τζακ-ποτ στο «Τζόκερ», ελπίζοντας μπας και είναι μεταξύ των λίγων που τελικά ίσως και να «πιάσουν την καλή», ξεχωρίζοντας έτσι από το σωρό όσων δεν θα τα καταφέρουν; Προφανώς θα υπάρξουν και τέτοιοι. Το αντίτιμο όμως που καλείται να καταβάλει κάποιος για την αγορά αυτής της ελπίδας είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό μιας στήλης στο «Τζόκερ»...
Ας αναρωτηθεί κάθε νέος επιστήμονας: Τι είναι αυτό που τον αναγκάζει να ψάχνει πώς θα γίνει - σχηματικά το λέμε - ο 1 στους 100, αντί να αναζητεί πώς θα έχουν και οι 100 τις ίδιες δυνατότητες; Αυτό το ερώτημα μπορεί να φωτίσει και τον άλλο δρόμο που έχει μπροστά του. Γιατί το μόνο που δεν λείπει σήμερα από τη χώρα είναι ανάγκες που θα μπορούσαν να καλύψουν οι νέοι επιστήμονες, αξιοποιώντας τις γνώσεις και τις ικανότητές τους, ώστε κι αυτοί να έχουν καλύτερη προοπτική. Αυτό που λείπει είναι ακριβώς αυτή η καλύτερη προοπτική για τους πολλούς.
Ο δρόμος, λοιπόν, που δίνει διέξοδο στις αγωνίες του νέου επιστήμονα σήμερα είναι ο δρόμος της συστράτευσης με το ΚΚΕ. Είναι ο δρόμος που ανοίγεται σήμερα, στην οργανωμένη πάλη για μισθούς και Συλλογικές Συμβάσεις στο ύψος των σύγχρονων αναγκών των νέων επιστημόνων, με αταλάντευτο ταξικό προσανατολισμό.
Είναι το αντιπάλεμα της εργασιακής ανασφάλειας και των απαράδεκτων συνθηκών δουλειάς, της επιχειρηματικής λειτουργίας των πανεπιστημίων, της υποταγής της εκπαιδευτικής διαδικασίας στα κελεύσματα της αγοράς. Είναι ο δρόμος που δεν οδηγεί σε σταυροδρόμια δήθεν «ευκαιριών», που καταλήγουν σε αδιέξοδα, αλλά ο δρόμος που οδηγεί «στις λεωφόρους του μέλλοντος», όπως ποιητικά τον περιέγραψε ο Γ. Ρίτσος.

TOP READ