30 Ιαν 2012

Από τους ουτοπικούς σοσιαλιστές στο ΣΕΚΕ


Από τους ουτοπικούς σοσιαλιστές στο ΣΕΚΕ
Οι πρώτες σοσιαλιστικές ιδέες στην Ελλάδα άρχισαν να εμφανίζονται από Γάλλους πολιτικούς πρόσφυγες, οπαδούς του ουτοπικού σοσιαλιστή Σαιν Σιμόν, την εποχή του Οθωνα, με πιο σημαντικό τον Γουσταύο Εϊτχάλ. Ο Βασίλης Λάζαρης, στο έργο του «Οι ρίζες του Ελληνικού Κομμουνιστικού Κινήματος», αναφέρει σχετικά για τους «σαινσιμονιστές», όπως τους ονομάζει:
Μέσα στο ιδιαίτερα δυσμενές για την Αντιβασιλεία (σ.σ. ο Οθωνας, που τον έφεραν στην Ελλάδα μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια στις 27 Σεπτέμβρη 1931, ως ανήλικος ήταν τυπικά βασιλιάς, την εξουσία ασκούσαν οι τρεις αντιβασιλείς, Αρμανσμπεργκ, Μάουρερ και Εϊντεκ, έως τις 20 Μάη του 1935 που ενηλικιώθηκε) κλίμα που είχε τότε δημιουργηθεί στην Ελλάδα, άρχισαν την πολιτική δράση τους στο Ναύπλιο και σε άλλες περιοχές της χώρας ορισμένοι Γάλλοι πρόσφυγες, προσκαλεσμένοι από τον Ιωάν. Κωλέττη και κυνηγημένοι από τη γαλλική κυβέρνηση, εξαιτίας της ιδεολογίας τους. Επρόκειτο συγκεκριμένα για οπαδούς του σαινσιμονισμού (σ.σ. Σαιν Σιμόν, Γάλλος ουτοπικός σοσιαλιστής), ο οποίος προωθούσε τότε τις βασικές αρχές της γαλλικής αστικής Επανάστασης από αριστερότερες θέσεις, προπαγανδίζοντας την πλήρη εξαφάνιση κάθε ιδιοκτησίας που δεν αποτελούσε προϊόν εργασίας και επιζητώντας τη μετατροπή του κράτους, από μέσο κυριαρχίας και διοίκησης προσώπων, σε οργανωτή της παραγωγής και ρυθμιστή των πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων.
Ο πιο σημαντικός από τους Γάλλους σαινσιμονιστές, που έδρασαν εκείνη την εποχή στην Ελλάδα, υπήρξε ο Γουσταύος Εϊχτάλ, ο οποίος είχε φτάσει στη χώρα τον Οκτώβρη του 1833, εννιά μήνες μετά την άφιξη του Οθωνα, με σκοπό να προσπαθήσει να οικοδομήσει μια βιομηχανική κοινωνία «με επάρκεια αγαθών, φωτισμένη από την επιστήμη, όπου η αγάπη θα εμπόδιζε τον κοινωνικό αγώνα και τον πόλεμο και όπου κυρίαρχο θα ήταν το πνεύμα» (Γκ. Εϊτχάλ, «Οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα μετά την Επανάσταση», επιμέλεια Θ. Χ. Παπαδόπουλου, Αθήνα 1974, σελ. 9).
Μαζί με τον Φρ. Γκραλιάρ, οργανωτή της χωροφυλακής, και μερικούς άλλους σαινσιμονιστές, επιχείρησε να οργανώσει την Ελλάδα πάνω σε βάσεις που θεωρούσε ότι θα την καταστούσαν πραγματικά ανεξάρτητη χώρα, ενώ παράλληλα ανέπτυσσε μαζί με τους ομοϊδεάτες του μυστική πολιτική δράση μέσα από τη Σαινσιμονιστική Εταιρεία, της οποίας υπήρξε ηγέτης.
Τη μυστική, ωστόσο, δραστηριότητα του Εϊχτάλ και των συντρόφων του την πληροφορήθηκε ο Αρμανσμπεργκ, που ζήτησε στις 19 του Σεπτέμβρη 1834 από τον Κωλέττη, με το παρακάτω έγγραφο, τη λήψη μέτρων, αναφορικά με το θέμα που είχε προκύψει:
«Πληροφορούμεθα ότι πολλά μέλη της Σαινσιμονικής Εταιρείας συνέρχονται άνευ αδείας εις μυστικάς συνεδριάσεις. Η Γραμματεία οφείλει διά παντός τρόπου να εξιχνιάση το ατόπημα τούτο και να καταδιώξη τους ενόχους και τους συνενόχους αυτών κατά τα άρθρα 212, 216, 218, 220 (221 και 222) του Ποινικού Νόμου. Το αποτέλεσμα των ερευνών και χρείας τυχούσης των καταδιώξεων πρέπει να κοινοποιηθή εις ημάς εντός εξ ημερών από σήμερον.
Επειδή αι τάσεις της σαινσιμονικής αιρέσεως ταύτης ουδόλως συμφωνούν προς τας αρχάς του δικαίου και της νομιμότητος, κατά τας οποίας η ημετέρα πατρική στοργή θέλει να διέπωνται οι πιστοί ημών υπήκοοι, ουδέποτε ωφέλη να δοθή εις τους αιρετιστάς τούτους η άδεια τού να εξασκούν τα μηχανήματά των, ανάγκη δε να επιβλέπωνται αυστηρώς. Οι (δε) παραβάντες το άρθρον 12 του Ποινικού Νόμου, καθ' ην περίπτωσιν είναι ξένοι υπήκοοι, πρέπει να εξωσθούν αμέσως του ημετέρου κράτους». (στο ίδιο, σελ. 104). Η διάδοση λοιπόν των ιδεών του ουτοπικού σοσιαλισμού και η ανάλογη βεβαίως δράση ανησύχησαν την άρχουσα τάξη της Ελλάδας.
Ετσι, το πρόγραμμα του Εϊχτάλ δεν εφαρμόστηκε, ενώ, μετά την ενηλικίωση του Οθωνα και το διορισμό του Αρμανσμπεργκ ως πρωθυπουργού, ο Εϊχτάλ παραιτήθηκε από τη θέση του και επέστρεψε στη Γαλλία. Η επίδραση, όμως, του σαινσιμονισμού διατηρήθηκε σε έναν αρκετά πλατύ κύκλο διανοουμένων στην Ελλάδα, αλλά χωρίς να επηρεάσει τα λαϊκά στρώματα.
Μετά το 1860, μεγάλα ιστορικά και επαναστατικά γεγονότα, που αναδεικνύουν την εργατική τάξη στην αυτοτελή πολιτική ταξική δράση της, η οποία βάζει τη σφραγίδα της στις κοινωνικές εξελίξεις, όπως η δράση της «Διεθνούς Ενωσης Εργατών» που ιδρύθηκε από τους Μαρξ - Ενγκελς το 1864, η Παρισινή Κομμούνα το 1871, αλλά και οι μεγάλοι εργατικοί αγώνες στη Δυτική Ευρώπη και στην Αμερική (απεργία εργατών Σικάγου για το 8ωρο) επηρεάζουν τμήματα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, αλλά και ένα τμήμα αστών δημοκρατών διανοουμένων. Αποτέλεσμα αυτής της επίδρασης ήταν η έκδοση πολλών εφημερίδων και ταυτόχρονα η εμφάνιση των πρώτων σοσιαλιστικών ομίλων σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Ετσι ιδρύονται σοσιαλιστικοί όμιλοι στη Μυτιλήνη, στο Λαύριο, στη Σύρο, στην Κεφαλονιά, στην Πάτρα, στο Αίγιο, στην Αθήνα και τον Πειραιά. Πιο οργανωμένη και ανεπτυγμένη δραστηριότητα γύρω από τις σοσιαλιστικές ιδέες αναπτύσσεται το 1890, όταν ο Σταύρος Καλλέργης ιδρύει τον «Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο» στην Αθήνα, με παραρτήματα και σε άλλες πόλεις.
Ας δούμε όλες αυτές τις εξελίξεις, όπως περιγράφονται από τον Μ. Μ. Παπαϊωάννου στο έργο του «Η Παρισινή Κομμούνα και η Ελλάδα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»:
Από την εποχή των επιγόνων του Σαιν Σιμόν κάνει την εμφάνισή της στην Αθήνα η εφημερίδα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η Πρόοδος», που σημαίνει κατά κύριο λόγο βιομηχανία, για να προπαγανδίσει τις ιδέες του ουτοπικού σοσιαλισμού. Εισηγητής του οΠαναγιώτης Σοφιανόπουλος (1786-1856), γιατρός σπουδαγμένος στην Ιταλία και μετεκπαιδευμένος στο Παρίσι, αγωνιστής του 1821 και στέλεχος του λεγόμενου «γαλλικού» κόμματος του Ιωάν. Κωλέττη, γνωστός για τις στενές σχέσεις του με τον Λουδοβίκο Φίλιππο και τον Γκιζώ. Αργότερα στα 1848, ο Σοφιανόπουλος θα εκδώσει την άλλη εφημερίδα του «Νέοι Καιροί», τίτλος που εκφράζει την αποδοχή από τον εκδότη της των αρχών της«κοινωνικής δημοκρατίας» των αστικοδημοκρατικών ευρωπαϊκών επαναστάσεων του 1848.
Ο όρος σοσιαλισμός χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στην Ελλάδα από την «Εφημερίδα της Σμύρνης» και τους «Νέους Καιρούς» του Σοφιανόπουλου, στα 1849. Οι «Νέοι Καιροί» αναδημοσιεύουν από την «Εφημερίδα της Σμύρνης» του Σκυλίτση ένα άρθρο για τους σοσιαλιστές Φουριέ, Οουεν κ.λπ.
Οι όροι κομμουνιστής και κομμουνισμός χρησιμοποιούνται στα Εφτάνησα το 1858 για να χαρακτηρίσουν και κατηγορήσουν τον Ιωσήφ Μομφεράτο (1816-1888), από τους αρχηγούς του «Ριζοσπαστικού κόμματος», δικηγόρο σπουδαγμένο στα πανεπιστήμια της Ιταλίας και της Γαλλίας - είναι στο Παρίσι το 1843 - μέλος του κερκυραϊκού Κοινοβουλίου επί αγγλικής κατοχής και της Ελληνικής Εθνοσυνέλευσης του 1864, μετά την παραχώρηση των Ιονίων νήσων στην Ελλάδα από την Αγγλία.
Κιόλας από τη δεκαετία 1840-1850 κυκλοφορούν στην Ελλάδα και στα Εφτάνησα οι ιδέες των Προυντόν, Μπλανκί, Μπακούνιν. Μάλιστα, καλλιεργείται παράλληλα και ο τρόμος για την κοινοκτημοσύνη. Το φθινόπωρο του 1848 έχει μεταφυτευτεί στην Ελλάδα ο τρόμος από τον κομμουνιστικό κίνδυνο της Ευρώπης.
Στα 1861 δημοσιεύεται στην αθηναϊκή εφημερίδα «Φως» του Σοφοκλή Καρύδη(εξαιρετική φυσιογνωμία της ελληνικής δημοσιογραφίας) κύριο άρθρο με τον τίτλο«Αναρχία». Το φύλλο κατασχέθηκε και ο αρθρογράφος Δήμος Παπαθανασίου φυλακίστηκε...
Στα 1870, που ξεσπάει ο γαλλο-γερμανικός πόλεμος, η Ελλάδα περνάει βαθιά πολιτική κρίση, οφειλόμενη στην αποτυχία της κρητικής επανάστασης (σ.σ. το 1866) και στην άσχημη πορεία των οικονομικών του κράτους...
Η Ελλάδα στα 1870 έχει πληθυσμό διπλάσιο από τον αρχικό (του 1830): 1.500.000. Διαθέτει η χώρα μια αστική τάξη του χωριού και της πόλης αρκετά δυναμική, που διεκδικεί να αναλάβει μόνη της την εξουσία. Πλάι της, η εργατική και υπαλληλική τάξη αυξαίνει τον αριθμό. Τα ναυπηγεία και το λιμάνι της Σύρας στο Αιγαίο απασχολούν εκατοντάδες εργάτες. Το ίδιο συμβαίνει με την εμπορική ναυτιλία. Ο αριθμός των ναυτεργατών ξεπερνά τις 20.000. Από ερειπιώνας που ήταν η Ελλάδα μετά την επανάσταση, στα 1870, εκτός από την Αθήνα, έχει άλλα δέκα τουλάχιστον επαρχιακά κέντρα, σωστές πόλεις.
Στους παραπάνω δείκτες θα πρέπει να προστεθούν οι φοιτητές, οι δημοσιογράφοι, οι εκπαιδευτικοί και άλλοι κλάδοι. Τούτη την κοινωνία τη χαρακτηρίζει ορμή για πρόοδο, για ταχύτερο εξευρωπαϊσμό της ζωής σε όλους τους τομείς, τη βιομηχανία, τη γεωργία, το εμπόριο, την εκπαίδευση, τα γράμματα. Η εξόρμηση της αστικής κοινωνίας περνάει σε μια νέα περίοδο από τούτη τη δεκαετία του περασμένου αιώνα...
Αποκτά ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι στην επανάσταση της Κρήτης (σ.σ. 1866), παίρνει μέρος ο μπλανκιστής Γκούσταβ Φλουράνς (οπαδός του Μπλανκί, Γάλλου εργάτη από τους αρχηγούς στα οδοφράγματα της επανάστασης του 1848 και μετά της Κομμούνας στα 1871)... Η ελληνική κυβέρνηση ενοχλήθηκε από το φιλελληνισμό του Φλουράνς και δε δίστασε να απαγορεύσει μια διάλεξή του σε δημόσια αίθουσα και ακόμα να τον απελάσει από την Ελλάδα...
Ο αθηναϊκός Τύπος αντιμετωπίζει τα γεγονότα του εμφυλίου πολέμου (σ.σ. στη Γαλλία το 1871, που οδήγησε στην ανακήρυξη της Κομμούνας), χωρίς πολιτικές προκαταλήψεις, αναγράφει τις ειδήσεις με αντικειμενικότητα. Αλλωστε δεν είναι καθόλου προϊδεασμένος για φαινόμενα τέτοια, όπως η Κομμούνα. Ετσι, η Παρισινή Κομμούνα, η Διεθνής εταιρεία των εργατών, όταν αρχίζει η επανάσταση της 18 Μαρτίου, παρουσιάζεται με το αληθινό της πρόσωπο ή με τα στίγματα που οφείλονται στο γαλλικό και τον άλλο ξένο Τύπο. Η αλήθεια είναι πως αυτό δεν κρατάει πολύ. Οσο προχωρούν οι μέρες και το χάσμα ανάμεσα στους δύο κόσμους, του παρισινού προλεταριάτου από τη μια και από την άλλη της μεγαλοαστικής τάξης, που παραδίδεται στην κυβέρνηση των Βερσαλιών και προδίδει τη Γαλλία στους Γερμανούς καταχτητές, μεγαλώνει και βαθαίνει, τόσο και οι ελληνικές εφημερίδες τάσσονται καθαρότερα με την επανάσταση ή με την αντεπανάσταση. Τελικά, το σύνολο των εφημερίδων τάχθηκε εχθρικά στην Κομμούνα και μόνο μια ξεσπάθωσε και υπερασπίστηκε τις αρχές και τα πρόσωπα του πρώτου προλεταριακού κράτους στον κόσμο. Αυτή η εφημερίδα είναι το «Μέλλον» του Δήμου Παπαθανασίου...
Στα 1869 ο Γεώργιος Γλήνης (1831-1870) συμβάλλεται με το Δήμο Παπαθανασίου (1830-1878), δημοσιογράφο και εκδότη της εφημερίδας «Νέα Γενεά» (1862)... Από τις αρχές της δεκαετίας 1850-1860 αρχίζει να εργάζεται ως συντάχτης σε αθηναϊκές εφημερίδες και το 1859 εκδίδει δική του εφημερίδα, τον «Αγγελιαφόρο», με πρόγραμμα: «Πλήρης ισότης και πλήρης ελευθερία του ατόμου» (σ.σ. ο Παπαθανασίου).
Ο Παπαθανασίου, πριν ακόμα αποφασίσει να εκδώσει δική του εφημερίδα, είναι οπαδός του Προυντόν και γενικά του αναρχισμού. Στα 1861 δημοσίευσε το άρθρο με τον τίτλο «Αναρχία» στο «Φως» του Σοφ. Καρύδη.
Το 1869 κλείνει τη «Νέα Γενεά» και γίνεται συνιδιοκτήτης και συνδιευθυντής του «Μέλλοντος» του Γ. Γλήνη. Τον Οκτώβρη του 1870 πεθαίνει ο Γ. Γλήνης και ο Παπαθανασίου συνεχίζει μόνος του την έκδοση της εφημερίδας.
Ο Παπαθανασίου είναι γαλλόφιλος, αλλά και εχθρός του Ναπολέοντα του Γ` και γενικά της μοναρχίας και της απολυταρχίας. Χαιρετίζει την ανακήρυξη της δημοκρατίας στη Γαλλία, όμως δεν ανήκει στους οπαδούς της πρώτης κυβέρνησής της. Η έκρηξη της επανάστασης στο Παρίσι στις 18 Μαρτίου 1871 τον αιφνιδιάζει, είναι βέβαια περισσότερο από πολλούς άλλους έτοιμος να την επιδοκιμάσει...
Ενα μήνα ύστερα από την εγκαθίδρυση της Κομμούνας στο Παρίσι, το «Μέλλον» παίρνει θέση με το μέρος της επανάστασης και αρχίζει να την υπερασπίζεται από τις επιθέσεις και τις συκοφαντίες των αντιπάλων της με νευρώδη αρθρογραφία...
Η επανάσταση της Παρισινής Κομμούνας έδωσε την αφορμή να γνωριστούν μεταξύ τους οι οπαδοί του σοσιαλισμού και να σχηματίσουν κύκλους μαζί με άλλους, που η Κομμούνα τους έφερε κοντά στο σοσιαλιστικό κίνημα. Κάτι τέτοιο αποδείχνεται από την κυκλοφορία του «Μέλλοντος». Δεν επηρεάστηκε καθόλου από τις αστυνομικές επιθέσεις εναντίον του διευθυντή της και τις συκοφαντίες των άλλων εφημερίδων...
Με την πείρα από την ήττα της Κομμούνας και από τη χρόνια πολιτική κρίση της Ελλάδας, οι πρώτοι Ελληνες σοσιαλιστές κατέληξαν στην απόφαση να αναλάβουν πρωτοβουλία για να σχηματιστεί μια νέα πολιτική κίνηση, με συνεπείς δημοκρατικές αστικές αρχές, η οποία να προχωρήσει στην ίδρυση ενός δημοκρατικού κόμματος αρχών.
Αλλά δε θα φτάσει, ως το κλείσιμο του περασμένου αιώνα (σ.σ. του 20ού), στην ένωση σ' ένα πολιτικό κόμμα όλων των αριστερών δημοκρατικών και σοσιαλιστικών κινήσεων. Η σημαντικότερη κίνηση σ' αυτό το χώρο αντιπροσωπεύτηκε από τον πολυταξιδεμένο Κεφαλονίτη Παναγιώτη Πανά (1832-1894), οπαδό του Ιταλού αριστερού δημοκράτη Ματσίνι, που είχε πάρει μέρος και στις πρώτες συνεδριάσεις της Πρώτης Διεθνούς...
Οταν ξεσπά η Παρισινή Κομμούνα δεν αργεί να στείλει από τη Ρουμανία, όπου βρίσκεται, το μήνυμά του μέσα από την εφημερίδα «Μέλλον» του Δήμου Παπαθανασίου για τη σοσιαλιστική επανάσταση της Γαλλίας. Και στη Ρουμανία δεν έμενε αδρανής.
Για πρώτη φορά το 1865 στο Βελιγράδι καταστρώνονται σχέδια για τη συνεργασία των βαλκανικών λαών, για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωσή τους. Ιδρύεται μυστική οργάνωση με το όνομα «Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία» (ΔΑΟ). Δημοσιογραφικό όργανό της η φιλελεύθερη σερβική εφημερίδα. Τα τμήματα της ΔΑΟ στις διάφορες χώρες ονομάζονταν «Κύκλοι». Στην Ελλάδα ιδρύθηκε μυστικός «Κύκλος» το 1868 από τον Παναγιώτη Πανά, που τότε είχε έρθει στην Ελλάδα. Είναι ο πρώτος στην Ελλάδα ρομαντικός σοσιαλιστής, εκδότης της πρώτης σοσιαλιστικής ελληνικής εφημερίδας «Εργάτης» της Κεφαλονιάς, το 1874. Ο παράνομος «Κύκλος» ιδρύει το 1876 το δημοκρατικό σύλλογο, που κάτω από τον τίτλο «Ρήγας» συγκεντρώνει την πλειοψηφία των αριστερών δημοκρατών. Η εφημερίδα «Εργάτης» έχει κιόλας πετύχει να φέρει στη Βουλή τον πρώτο σοσιαλιστή βουλευτή, το Ρόκο Χοϊδά, που γρήγορα γίνεται ο πόλος για την πρώτη αριστερή κοινοβουλευτική ομάδα με τον Φιλάρετο, Τιμ. Φιλήμονα κ.λπ...
Ο σπουδαιότερος πολιτικός σύλλογος, ύστερα από το «Ρήγα» της Αθήνας, ήταν ο σύλλογος της Πάτρας, που την 1η Μάη 1877 εκδίδει την εφημερίδα «Ελληνική Δημοκρατία», που κατατρόμαξε την υψηλή κοινωνία της τότε συμπρωτεύουσας και ανάγκασε τις καταδιωκτικές αρχές να την κατασχέσουν και να συλλάβουν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του ομώνυμου συλλόγου. Ηταν ένα από τα πιο ηχηρά συμβάντα στην Ελλάδα της δεκαετίας της Κομμούνας. Εφερε το ζήτημα στη Βουλή ο Ρόκος Χοϊδάς, ανοίχτηκε ζωηρή συζήτηση κατά την οποία εκφράστηκαν ενδιαφέρουσες απόψεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα από τους αριστερούς δημοκράτες. Την κίνηση των αναρχικών της Πάτρας την υπερασπίστηκαν ο Χοϊδάς, ο Πανάς, ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης, εγγονός του Γέρου του Μοριά, ο οποίος πλήρωσε και την εγγύηση για την αποφυλάκιση των κρατουμένων.
Η δεκαετία του 1870 υπήρξε αφετηρία γόνιμων εξελίξεων στην Ελλάδα. Αργότερα η κυριαρχία της αστικής ολιγαρχίας έριξε στη λησμονιά όλους αυτούς τους πρωτοπόρους της περιόδου, που φάνηκαν πριν από την αστική πνευματική αναγέννηση του 1880, αφού πρώτα τους διέλυσε και τους εξόντωσε με αστυνομικούς και δικαστικούς διωγμούς.
Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, στην Ελλάδα, η εργατική τάξη αρχίζει να συγκεντρώνεται στα πρώτα εργοστάσια που κάνουν την εμφάνισή τους μετά το 1870. Ετσι εμφανίζεται το βιομηχανικό προλεταριάτο. Μέχρι τότε, οι εργάτες ήταν διάσπαρτοι σε μαγαζιά, μικρές βιοτεχνίες, στα λιμάνια και τα εμπορικά πλοία και σε ελάχιστες εξορυκτικές μονάδες. Αυτή την εποχή οργανώνονται και τα πρώτα σωματεία και οι πρώτοι αξιόλογοι οργανωμένοι συνδικαλιστικοί εργατικοί αγώνες. Η πρώτη, βεβαίως, εργατική απεργία έγινε το 1826 από τους τυπογράφους του Ναυπλίου, αλλά σταθμός στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος ήταν η μεγάλη απεργία των μεταλλωρύχων του Λαυρίου το 1896 που πήρε τη μορφή της εξέγερσης.
Την ίδια περίοδο προς το τέλος του 19ου αιώνα αναπτύσσεται και η σοσιαλιστική φιλολογία, κυρίως μέσω εφημερίδων με έργα όπως του Μπέμπελ «Γυνή και Κοινωνισμός» (Γυναίκα και Σοσιαλισμός), του Βέλγου Λεβαλιέ «Ιστορία και θεωρία του Σοσιαλισμού» και το έργο του Μαρξ «Μισθωτή Εργασία και Κεφάλαιο». Στις αρχές του 20ού αιώνα, το 1907, κυκλοφορεί το πρώτο θεωρητικό έργο της ελληνικής σοσιαλιστικής φιλολογίας, το βιβλίο του Γ. Σκληρού (Γ. Κωνσταντινίδης) με τίτλο «Το Κοινωνικό μας ζήτημα», που έκανε την πρώτη προσπάθεια διερεύνησης των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας με βάση τον ιστορικό υλισμό, προπαγανδίζοντας το αναπόφευκτο της πάλης των τάξεων σαν το μοναδικό παράγοντα της κοινωνικής προόδου. Στη συνέχεια, ο Κώστας Χατζόπουλος, που ενστερνίστηκε τις σοσιαλιστικές ιδέες στη Γερμανία, μεταφράζει το κλασικό ιστορικό έργο,«Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» των Μαρξ - Ενγκελς, με τίτλο «Το Κοινωνιστικό Μανιφέστο» και αργότερα το έργο του Ενγκελς «Η εξέλιξη του σοσιαλισμού από ουτοπία σε επιστήμη», με τίτλο «Ο επιστημονικός και ουτοπικός σοσιαλισμός», ενώ αργότερα άρχισε να δημοσιεύει η εφημερίδα «Κοινωνισμός»αποσπάσματα από το «Κεφάλαιο» του Μαρξ. Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα μπαίνει πλέον στην περίοδο ωριμότητας, ανοίγοντας το δρόμο στο εργατικό κίνημα να γνωριστεί με την επιστημονική κοσμοθεωρία, πορεία την οποία διακόπτει βίαια ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος το 1914, στον οποίο παίρνει μέρος η Ελλάδα με την κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου, στο πλευρό των δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία κ.λπ.).
Την ίδια περίοδο το εργατικό κίνημα αναπτύσσεται, αφού γίνονται οι πρώτες προσπάθειες συνένωσης των σωματείων σε εργατικά κέντρα, ενώ το 1911 ιδρύεται η πρώτη Πανελλήνια Εργατική Ομοσπονδία. Είναι η πρώτη προσπάθεια συνένωσης της εργατικής τάξης σε ενιαία οργάνωση. Την ίδια περίοδο το αγροτικό κίνημα, κυρίως στη Θεσσαλία, αναπτύσσει τη δική του πάλη με τη συμβολή του Μαρίνου Αντύπα και με αίτημα την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών.
Το 1911 συγκροτείται στην Αθήνα το Σοσιαλιστικό Κέντρο από τον Ν. Γιαννιό. Το Σοσιαλιστικό Κέντρο έχει δικό του πρόγραμμα και αρχές, με βάση τα διεθνή σοσιαλιστικά συνέδρια της Β' Διεθνούς. Σύμφωνα μ' αυτά, οι σκοποί και οι επιδιώξεις του είναι:
Η προώθηση των σοσιαλιστικών ιδεών στην Ελλάδα συνδυάζεται με την οργάνωση των εργατών σε συνδικάτα, τη διεκδίκηση σειράς μεταρρυθμίσεων που αφορούσαν την κατοχύρωση του δικαιώματος ψήφου και εκλογής σε άντρες και γυναίκες, την καθιέρωση του εκλογικού συστήματος της αναλογικής αντιπροσώπευσης, την αποχή από κάθε επιθετικό πόλεμο και την ένωση όλων των κρατών του Αίμου σε μια δημοκρατική Βαλκανική Ομοσπονδία. Την ίδια χρονιά (1911), με πρωτοβουλία πάλι του Γιαννιού, ιδρύθηκε τοΣοσιαλιστικό Κέντρο Πειραιά.
Το 1912, στην Αθήνα ιδρύεται ο Σοσιαλιστικός Ομιλος της Ελληνικής Νεολαίας, από νέους εργάτες, και εκδίδει το δεκαπενθήμερο περιοδικό «Ανάστασις». Στόχος του ομίλου είναι η δημιουργία πανελλαδικού σοσιαλιστικού ομίλου νέων, και η προετοιμασία προπαγανδιστών για το σοσιαλιστικό αγώνα. Ο όμιλος αυτός εντάχθηκε στο Σοσιαλιστικό Κέντρο της Αθήνας του Ν. Γιαννιού, ενώ συνδέθηκε και με τη Διεθνή Σοσιαλιστική Νεολαία. Το 1912 ιδρύεται και ο Σοσιαλιστικός Ομιλος της Κέρκυρας, ενώ μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους συγκροτείται η Σοσιαλιστική Νεολαία Καβάλας που αναπτύσσει έντονη σοσιαλιστική προπαγάνδα και δράση στους καπνεργάτες.
Το 1914, ο Π. Δημητράτος ίδρυσε στην Αθήνα τη Σοσιαλιστική Εργατική Ενωση και το 1916 ιδρύθηκε η Σοσιαλιστική Νεολαία της Αθήνας, με πρωτοβουλία του Δημοσθένη Λιγδόπουλου και των συμφοιτητών του Σπ. Κομιώτη, Φρ. Τζουλάτη και αδελφών Δούμα. Αυτή η οργάνωση έδινε έμφαση στις αρχές του επιστημονικού σοσιαλισμού και στην ανάγκη της διαφώτισης και οργάνωσης της εργαζόμενης νεολαίας. Εξέδιδε δε και την εφημερίδα «Εργατικός Αγών» που διηύθυνε ο Λιγδόπουλος.
Η Φεντερασιόν, σοσιαλιστική οργάνωση που δρούσε στη Θεσσαλονίκη και συσπείρωνε στις γραμμές της εκπροσώπους από εργάτες όλων των εθνικοτήτων της πόλης (Ελληνες Τούρκους, Εβραίους, Βούλγαρους) και είχε οργανώσει και καθοδηγήσει σημαντικούς εργατικούς αγώνες στη Μακεδονία, είχε συνειδητοποιήσει περισσότερο την ανάγκη οργάνωσης κόμματος της εργατικής τάξης της Ελλάδας. Ετσι πήρε την πρωτοβουλία της σύγκλησης, τον Απρίλη του 1915 στην Αθήνα, της πρώτης Πανελλαδικής Σοσιαλιστικής Συνδιάσκεψης, στην οποία συμμετείχαν αντιπρόσωποί της και αντιπρόσωποι τηςΣοσιαλιστικής Ενωσης, των Σοσιαλιστικών Κέντρων του Πειραιά, του Βόλου, της Κέρκυρας και της Μυτιλήνης, καθώς και των εφημερίδων «Αβάντι» (Θεσσαλονίκης) και «Οργάνωσις».
Η Συνδιάσκεψη κατέληξε σε μια σειρά διακηρύξεις για τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και την ανάγκη ίδρυσης δικού της κόμματος, αλλά δεν πήρε καμιά άλλη αξιόλογη απόφαση. Ανέθεσε, όμως, στη Σοσιαλιστική Ενωση να συγκαλέσει το ιδρυτικό συνέδριο του Σοσιαλιστικού Κόμματος, στο οποίο έπρεπε να πάρουν μέρος όλες οι σοσιαλιστικές οργανώσεις της Ελλάδας.
Υπήρχαν, όμως, έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ σοσιαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες και συνεχίστηκαν. Ο Γιαννιός, μάλιστα, δημοσίευσε πύρινα άρθρα κατά της Φεντερασιόν. Αλλά η εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο και η ανάγκη για την αποκατάσταση της ειρήνης, ιδιαίτερα μετά την αστικοδημοκρατική επανάσταση του Φλεβάρη του 1917 στη Ρωσία, επέδρασαν στο σχετικό ξεκαθάρισμα των απόψεων ανάμεσα στις σοσιαλιστικές οργανώσεις και στην παραπέρα πολιτική ωρίμανση πολλών απ' αυτές.
Τον Ιούνη του 1917 πραγματοποιήθηκε νέα Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη στην Αθήνα, η οποία αποφάσισε τη συγχώνευση του Σοσιαλιστικού Κέντρου και της Σοσιαλιστικής Ενωσης σε ενιαία οργάνωση με την ονομασία Σοσιαλιστικό Τμήμα των Αθηνών. Αποφάσισε, επίσης, τη σύγκληση, το Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς, συνεδρίου του πολιτικού κόμματος του ελληνικού προλεταριάτου. Οι διαφωνίες, όμως, εξακολουθούσαν να υπάρχουν, ιδιαίτερα ανάμεσα στο Σοσιαλιστικό Κέντρο και τη Φεντερασιόν. Εδώ πρέπει να τονίσουμε τις προσπάθειες της εφημερίδας «Εργατικός Αγών», με επικεφαλής τον Δημοσθένη Λιγδόπουλο, στην πάλη για την υπερνίκηση των διαφωνιών.
Η Οχτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία επιδρά αποφασιστικά στην επιτάχυνση των διαδικασιών και την ωρίμανση της ανάγκης ίδρυσης κόμματος του προλεταριάτου.Στα τέλη του 1918 επαναλήφθηκαν στην Αθήνα οι εργασίες της Δεύτερης Σοσιαλιστικής Συνδιάσκεψης, στην οποία πήραν μέρος, εκτός από τους αντιπροσώπους της Φεντερασιόν, της Σοσιαλιστικής Εργατικής Ενωσης της Αθήνας και της Σοσιαλιστικής Οργάνωσης του Πειραιά, οι Σοσιαλιστικές Ενώσεις του Βόλου και της Κέρκυρας. Το Σοσιαλιστικό Κέντρο του Γιαννιού δεν προσκλήθηκε να πάρει μέρος, γιατί, με τη συνεργασία του με την κυβέρνηση του Βενιζέλου, ακολούθησε ανοιχτά διασπαστική πολιτική.
Η Συνδιάσκεψη αποφάσισε να συνέλθει τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς συνέδριο, με σκοπό την ίδρυση πολιτικού κόμματος της εργατικής τάξης.
Τον Αύγουστο του 1918 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα εργατική Συνδιάσκεψη, με σκοπό την προετοιμασία της σύγκλησης Πανελλαδικού Εργατικού Συνεδρίου για τη συνένωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων της εργατικής τάξης και την ίδρυση κεντρικού συνδικαλιστικού οργάνου.
Το Πανελλαδικό Εργατικό Συνέδριο άρχισε τις εργασίες του στην Αθήνα στις 21 του Οκτώβρη (3 του Νοέμβρη) του 1918 και τις συνέχισε στον Πειραιά με τη συμμετοχή 182 αντιπροσώπων που εκπροσωπούσαν τα 214 από τα 320 εργατικά σωματεία, με 65.000 μέλη από το συνολικό αριθμό των 80.000 οργανωμένων εργατών. Τον κύριο ρόλο στη διοργάνωση του Συνεδρίου έπαιξε το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης. Τα Εργατικά Κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά βρίσκονταν κάτω από την επιρροή του κόμματος των Φιλελευθέρων. Επιδίωξή τους ήταν να παρασύρουν το εργατικό κίνημα στο δρόμο του ρεφορμισμού και της ταξικής συνεργασίας.
Υστερα από έντονη και σκληρή ιδεολογική αντιπαράθεση, το Συνέδριο, με ψήφους 158 (σε σύνολο 180), 21 κατά και 1 λευκό, υιοθέτησε την αρχή της πάλης των τάξεων και του μαχητικού αγώνα των εργατών και υπαλλήλων - μακριά από κάθε αστική κηδεμονία - και τις δίκαιες διεκδικήσεις του.
Ηταν το αποφασιστικό βήμα για την ενότητα δράσης της εργατικής τάξης, προάγγελος της ίδρυσης πολιτικού κόμματος της εργατικής τάξης.
Λίγες μέρες μετά το εργατικό συνέδριο και την ίδρυση της ΓΣΕΕ, συνήλθε το 1ο Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο, το ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ. Το ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ) ήταν το πιο σημαντικό ιστορικό γεγονός της εποχής, γιατί μπήκε το θεμέλιο της ανάπτυξης της συνειδητής ταξικής πάλης για την εκπλήρωση του ιστορικού ρόλου της εργατικής τάξης.
Πηγές:
1. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1918-1949, τ. 1ος», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»
2. «Σαράντα χρόνια του ΚΚΕ, 1918-1958, επιλογή ντοκουμέντων», «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις»
3. Βασίλη Λάζαρη: «Οι ρίζες του Ελληνικού Κομμουνιστικού Κινήματος», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»
4. Μ. Μ. Παπαϊωάννου: «Η Παρισινή Κομμούνα και η Ελλάδα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ