30 Ιουν 2012

Η νεκρανάσταση των βρικολάκων


«ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ»
Η νεκρανάσταση των βρικολάκων
«Βουλιμία δράκου για υπερεργασία».
«Η παράταση της εργάσιμης μέρας ως τη νύχτα, πέρα από τα όρια της φυσικής μέρας, επενεργεί μόνο ως καταπραϋντικό και σβήνει μόνο ως ένα βαθμό τη δίψα βρικόλακα για ζωντανό αίμα εργασίας. Γι' αυτό η βαθύτερη τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι να ιδιοποιείται εργασία στο διάστημα όλων, και των 24 ωρών του ημερονυκτίου».
Οι δύο αυτές παράγραφοι, παρμένες από το «Κεφάλαιο» (τόμος 1ος, για την εργάσιμη μέρα), αποκωδικοποιούν πλήρως τις προθέσεις και τις βαθύτερες επιδιώξεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την προώθηση της πρόσφατης Οδηγίας «για την οργάνωση του χρόνου εργασίας». Ακριβώς όπως και πριν από 140 χρόνια, την περίοδο του πρώιμου καπιταλισμού, έτσι και σήμερα, στην εποχή της καπιταλιστικής ωριμότητας, στόχος είναι η ικανοποίηση της βουλιμίας δράκου για υπερεργασία, η κατάσβεση της δίψας του βρικόλακα-κεφαλαιοκράτη για ζωντανό εργατικό αίμα. Το «μυστικό» και τότε και σήμερα είναι ότι στη διάρκεια της υπερεργασίας παράγεται η πολύτιμη εκείνη «κοινωνική ουσία», η υπεραξία, που τρέφει το κεφάλαιο. Υπερεργασία είναι η περίοδος εκείνη της εργάσιμης μέρας, όπου ο εργάτης δουλεύει και παράγει προϊόν όχι για τον εαυτό του, αλλά για τον εργοδότη του δωρεάν... Η υπερεργασία είναι το απλήρωτο κομμάτι του εργάσιμου χρόνου. Οσο πιο μεγάλη είναι, σε σχέση με το πληρωμένο κομμάτι της εργάσιμης μέρας (αναγκαίος χρόνος εργασίας στη διάρκεια του οποίου αναπαράγεται η αξία της εργατικής δύναμης), τόσο αυξάνει ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, το ποσοστό υπεραξίας, το καπιταλιστικό κέρδος. Και η πρόσφατη Οδηγία, με το σπάσιμο του εργάσιμου χρόνου σε ενεργό και ανενεργό, αλλά και με τη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου σε ετήσια βάση, σε αυτό ακριβώς οδηγεί. Στην απεριόριστη παράταση του απλήρωτου εργάσιμου χρόνου, της υπερεργασίας. Περιττό να πούμε ότι η συγκεκριμένη Οδηγία καταργεί το οκτάωρο, τινάζει στον αέρα το καθεστώς των υπερωριών, μετατρέπει τον εργάτη σε απόλυτο εξάρτημα του κεφαλαίου 24 ώρες το 24ωρο. Δημιουργεί τον μονοδιάστατο άνθρωπο. Ο οποίος θα ζει και θα αναπνέει μόνο χάρη στην ιδιότητά του, ότι είναι εκμεταλλεύσιμη «πρώτη ύλη», ότι είναι μηχανισμός παραγωγής υπεραξίας.

Η πρακτική εφαρμογή της Οδηγίας, αν δεν προσκρούσει στις αντιστάσεις του εργατικού κινήματος, είναι κατανοητό ότι θα δημιουργήσει τεράστιες και πολυεπίπεδες ανατροπές στην καθημερινή ζωή της εργατικής οικογένειας. Το τι θα σημάνει στην πράξη το βρικολάκιασμα αυτό του κεφαλαίου, είναι προς εξέταση... Απλώς σήμερα θα επιδιώξουμε να παρουσιάσουμε ορισμένες μόνο πτυχές, με σκοπό να φωτιστεί καλύτερα το όλο θέμα.
Ανοδος του βαθμού εκμετάλλευσης
Τι συνέπειες θα υπάρξουν στις σχέσεις κεφαλαίου - εργασίας, στους όρους εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, θα φανεί από το ακόλουθο (υποθετικό) παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι σε μια επιχείρηση ο εβδομαδιαίος εργάσιμος χρόνος των 48 ωρών μοιράζεται εξίσου. Οι 24 ώρες αποτελούν τον αναγκαίο χρόνο εργασίας (όπου ο εργάτης, με τη μορφή μισθού, αναπληρώνει την αξία της εργατικής δύναμης), ενώ οι υπόλοιπες 24 ώρες αποτελούν την υπερεργασία, την απλήρωτη εργασία, στη διάρκεια της οποίας παράγεται η υπεραξία, την οποία καρπώνεται ο καπιταλιστής με τη μορφή του κέρδους. Υποθέτουμε επίσης ότι σε 1 ώρα εργασίας παράγεται ένα νέο προϊόν αξίας 100 ευρώ, το οποίο μοιράζεται ίσα μεταξύ του εργάτη και του επιχειρηματία. Αρα στη διάρκεια των 48 ωρών θα παραχθεί ένα νέο προϊόν αξίας 4.800 ευρώ, το οποίο μοιράζεται σε 2.400 ευρώ ως μισθός εργασίας, ενώ τα υπόλοιπα 2.400 ευρώ αποτελούν την υπεραξία. Υπό τις συνθήκες αυτές και με δεδομένο ότι το ποσοστό υπεραξίας (βαθμός εκμετάλλευσης) προκύπτει από τη σχέση της υπεραξίας προς το μισθό εργασίας, αυτό θα είναι ίσο με 100%. Στη συνέχεια θα δούμε πώς επηρεάζεται το ποσοστό υπεραξίας αν η εβδομαδιαία εργασία αυξηθεί στις 65, στις 78 και στις 89 ώρες, υπό την προϋπόθεση ότι (λόγω ετήσιας διευθέτησης του εργάσιμου χρόνου και του σπασίματός του σε ενεργό και ανενεργό περίοδο) ο μισθός εργασίας παραμένει σταθερός και όλη τη νεοπαραγόμενη αξία την προσπορίζεται το κεφάλαιο. Οι 65 ώρες προκύπτουν από το γεγονός ότι η Οδηγία προβλέπει μόνο 11 ώρες ανάπαυσης, άρα 13 στη διάθεση του εργοδότη. Αν η βδομάδα είναι 5ήμερη τότε ο εργάτης δουλεύει 13 ώρες Χ 5 = 65 ώρες δουλιάς. Αν δουλέψει 6 μέρες τη βδομάδα Χ 13 ώρες = 78 ώρες, αν δουλέψει 7 μέρες τη βδομάδα Χ 13 ώρες = 89 ώρες τη βδομάδα. Οι υπερωρίες με βάση τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας είναι απλήρωτες.

α) Εργάσιμος χρόνος 65 ωρών μοιράζεται σε αναγκαία εργασία 24 ώρες και υπερεργασία 41 ώρες. Στη διάρκεια των 65 ωρών θα παραχθεί ένα νέο προϊόν αξίας 6.500 ευρώ και θα μοιραστεί σε μισθό αξίας 2.400 ευρώ και υπεραξία4.100 ευρώ και το ποσοστόυπεραξίας θα αυξηθεί στο 170,8%.
β) Εργάσιμος χρόνος 78 ωρών: Στη διάρκειά του θα παραχθεί προϊόν αξίας 7.800 ευρώ και το ποσοστόυπεραξίας θα αυξηθεί στο 225%.
γ) Εργάσιμος χρόνος 89 ωρών: Στη διάρκειά του θα παραχθεί προϊόν αξίας 8.900 ευρώ και το ποσοστό υπεραξίας θα διαμορφωθεί στο 312,5%. Στην ακραία αυτή περίπτωση, σε κάθε 4 νέες παραγόμενες μονάδες, ο εργάτης θα παίρνει κάτι λιγότερο από τη 1 μονάδα και ο καπιταλιστής επιχειρηματίας κάτι περισσότερο από 3.
Επομένως, έχουμε τεράστια αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης. Ακόμη και αν με τη διευθέτηση του χρόνου το διάστημα που δουλεύει παραπάνω ώρες τις πάρει σε άλλο χρονικό διάστημα σε ρεπό ή άδεια, η εργατική του δύναμη θα έχει υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά, αφού με 13 ώρες δουλιά τη μέρα δεν αναπληρώνεται στη διάρκεια του 24ωρου.
Ενεργός - Ανενεργός χρόνος εργασίας
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι νέο. Είχε εμφανιστεί στην Αγγλία την περίοδο 1830-1845 με τη μορφή του αγγλικού όρου «Relaissystem System of Relays», αλλά σε αντίθεση με σήμερα, όπου επιδιώκεται η καθολική εφαρμογή του, τότε εφαρμοζόταν μόνο για την απασχόληση των παιδιών και των εφήβων μέχρι τα 18 τους χρόνια. Σύμφωνα με τον Μαρξ, «relay λένε στα αγγλικά και στα γαλλικά την αλλαγή των ταχυδρομικών αλόγων στις διάφορες στάσεις. Ετσι που λ.χ. από τις 5 1/2 το πρωί ως τις 1 1/2 μετά το μεσημέρι ζεύουνε στη δουλιά μία βάρδια παιδιά 9 ως 13 χρόνων και από τις 1 1/2 το μεσημέρι ως τις 8 1/2 το βράδυ μία δεύτερη βάρδια παιδιά κλπ.». Οι εργοστασιάρχες, όμως, δεν περιορίστηκαν στον τρόπο αυτό εφαρμογής του Relaissystem, αλλά εφάρμοσαν ένα δικό τους σύστημα, σπάζοντας και κατατέμνοντας τον εργάσιμο χρόνο σε πολλά κομμάτια. «Ο νόμος του 1844 απαγόρευσε βέβαια σε παιδιά 8-13 χρόνων, που είχαν εργαστεί πριν από τις 12 το μεσημέρι, να ξαναεργαστούν ύστερα από τη 1 μ.μ. Ομως, δε ρύθμιζε με κανέναν τρόπο την 6 1/2ωρη εργασία των παιδιών που έπιαναν δουλιά στις 12 το μεσημέρι ή και αργότερα! Ετσι 8χρονα παιδιά που έπιαναν δουλιά στις 12 το μεσημέρι μπορούσαν να τα απασχολούν 1 ώρα, από τις 12 ως τη 1 μ.μ., 2 ώρες από τις 2 ως τις 4 μ.μ. και 3 1/2 ώρες από τις 5 ως τις 8 1/2 το βράδυ» («Κεφάλαιο», τόμος 1ος σελ. 300, η εργάσιμη μέρα). Πρόκειται για την κλασική περίπτωση σπασίματος του εργάσιμου χρόνου σε ενεργό και ανενεργό. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα ο ενεργός χρόνος ανέρχεται σε 6 1/2 ώρες, ο ανενεργός σε 2 ώρες, αλλά ο εργοδότης κρατά το παιδί-εργάτη στη διάθεσή του 8 1/2 ώρες. Το «Relaissystem» κάτω από την πάλη του εργατικού κινήματος καταργήθηκε, ενώ λίγα χρόνια αργότερα καταργήθηκε και η παιδική εργασία. Ποιος θα φανταζόταν ότι 160 χρόνια μετά, θα επανερχόταν το σύστημα του ενεργού και ανενεργού χρόνου εργασίας, αυτή τη φορά όχι για την παιδική εργασία αλλά για την εργασία των ενηλίκων, όχι μόνο σε μια χώρα, αλλά για το σύνολο των κρατών-μελών της ΕΕ...
Ο εργάσιμος χρόνος
Αν παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της εργάσιμης μέρας από το 14ο αιώνα, όταν εμφανίστηκε το σύστημα της μισθωτής εργασίας, κυρίως στην αγγλική ύπαιθρο, έως και τις μέρες μας, διαπιστώνουμε ότι χωρίζεται σε τρεις μεγάλες περιόδους.
Α) Η πρώτη περίοδος ξεκινά από το 14ο αιώνα και φτάνει στην περίοδο της μεγάλης βιομηχανίας στα τέλη του 17ου αιώνα. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την πάλη του κεφαλαίου να επεκτείνει, με τη βοήθεια της κρατικής βίας, τα όρια της εργάσιμης μέρας έως τις 12 ώρες... Αν και τα όρια του εργάσιμου χρόνου, όπως και οι μισθοί εργασίας, υπαγορεύονταν με αναγκαστικούς νόμους, στην πράξη τα πράγματα ήταν απογοητευτικά για το κεφάλαιο. Ο Μαρξ επικαλείται σύγγραμμα του γνωστού προγενέστερού του οικονομολόγου Ουίλιαμ Πέτι, που δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τρίτο του 17ου αιώνα, όπου και αναφέρει: «Οι εργάτες (Labouring men, στην ουσία επρόκειτο τότε για τους εργάτες γης) εργάζονται 10 ώρες τη μέρα και παίρνουν 20 γεύματα τη βδομάδα...». Για το ίδιο πάντα θέμα, σε άλλο σημείο αναφέρει: «Ακόμα και στο μεγαλύτερο μέρος του 18ου αιώνα, ως την εποχή της μεγάλης βιομηχανίας, το κεφάλαιο στην Αγγλία δεν είχε καταφέρει πληρώνοντας τη βδομαδιάτικη αξία της εργατικής δύναμης, να γίνει κύριος όλης της βδομάδας του εργάτη» («Κεφάλαιο», τόμος 1ος, σελ. 286).
Β) Η περίοδος της μεγάλης βιομηχανικής επανάστασης (τέλη του 18ου - πρώτο μισό του 19ου αιώνα). Είναι η περίοδος όπου και σημειώθηκαν οι μεγαλύτερες φρικαλεότητες και τα ειδεχθέστερα εγκλήματα σε βάρος της εργατικής τάξης, αδιακρίτως φύλου και ηλικίας. Ενώ για αιώνες το κεφάλαιο προσπαθούσε να επεκτείνει τα όρια της εργάσιμης μέρας στις 12 ώρες, την περίοδο αυτή μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, ηλικίας 7, 8, 9 και 10 χρόνων, εργάζονταν σε καθημερινή βάση 15, 16, έως και 18 ώρες, ενώ σε περιόδους αιχμής τα κρατούσαν στη δουλιά 30 και 32 συνεχόμενες ώρες, μέσα σε εργοστάσια-κάτεργα, όπου η φθίση και άλλες εργατικές αρρώστιες θέριζαν... Ηταν τέτοια η αγριότητα του κεφαλαίου και ο εκτροχιασμός όλων των κοινωνικών σχέσεων γύρω από τα εργοστάσια, ώστε ο Μαρξ στην παρουσίαση της παιδικής εργασίας κάνει λόγο για πατέρες δουλεμπόρους των παιδιών τους! Η κατάσταση αυτή δεν μπορούσε να συνεχιστεί εσαεί. Η εργατική τάξη, η οποία αισθάνθηκε να απειλείται η ίδια της η ύπαρξη, ήταν λογικό να αντιδράσει. Ο περιορισμός του εργάσιμου χρόνου και η αύξηση των μισθών - μαζί με το εκλογικό δικαίωμα - ήταν τα βασικά αιτήματα του κινήματος των χαρτιστών. Ετσι, με αλλεπάλληλες νομοθετικές παρεμβάσεις (το 1833 και το 1844) μειώθηκε ο εργάσιμος χρόνος, αρχικά στις 12, στις 11 ώρες, και τελικά την 1η του Μάη του 1844 ψηφίστηκε το 10ωρο. Μετά από 42 χρόνια, το 1886, στο Σικάγο αυτή τη φορά, πάλι την 1η του Μάη, εξελίχθηκαν τα αιματηρά γεγονότα που οδήγησαν στην υιοθέτηση του 8ωρου.
Γ) Από τις αρχές του 1990, μετά τις ανατροπές και την ήττα του εργατικού κινήματος, το ρολόι φαίνεται να γυρίζει προς τα πίσω. Το κεφάλαιο επιχειρεί να ξαναζωντανέψει τους βρικόλακες της μεγάλης βιομηχανίας, επιχειρεί μια ολική επαναφορά στη σκοτεινή περίοδο 1800-1844. Απαιτεί να έχει στη διάθεσή του τον εργάτη 24 ώρες το 24ωρο. Γιατί σε ένα σύστημα όπου τα μέσα παραγωγής εξουσιάζουν τον εργάτη και όχι ο εργάτης τα μέσα παραγωγής, όπου τα μέσα παραγωγής «ζωντανεύουν» μόνο όταν καταναλώνουν εργατική δύναμη, όπου «το κεφάλαιο, σαν πεθαμένη εργασία, ζωντανεύει μόνο σαν τον βρικόλακα ρουφώντας ζωντανή εργασία και ζει τόσο περισσότερο όσο περισσότερη εργασία ρουφά», κάθε ώρα, κάθε λεπτό, είναι πολύτιμα (για το κεφάλαιο). Τα αργούντα, τα σταματημένα μέσα παραγωγής, είναι ανεπανόρθωτη ζημιά. Δουλιά και μόνο δουλιά απαιτεί το κεφάλαιο. Δουλιά έως την τελική πτώση (του εργάτη, όχι του κεφαλαιοκράτη).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ