4 Νοε 2012

Ολα πάνω σ’ ένα ψέμα


Ολα πάνω σ’ ένα ψέμα



Παπαγεωργίου Βασίλης
Μακρύ χέρι του συστήματος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, για τη χειραγώγηση του εργατικού - λαϊκού κινήματος και το χτύπημα του ΚΚΕ, της μόνης πολιτικής δύναμης που η αστική τάξη γνωρίζει καλά ότι βρίσκεται απέναντί της, όπως γνωρίζει εξίσου καλά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται εντός των τειχών της στα κρίσιμα θεμελιακά ζητήματα και γι' αυτό οι διαφωνίες του δε συνιστούν εναλλακτική λύση υπέρ του λαού.
Και δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά, για τους παρακάτω δύο λόγους:
Ο πρώτος είναι ότι οι βασικές δυνάμεις που συγκροτούν τον ΣΥΡΙΖΑ είναι οι ίδιες που το 1990 - 1991 επιχείρησαν να διαλύσουν το ΚΚΕ. Δεν το πέτυχαν, χάρη στο γεγονός ότι βρέθηκαν οι απαραίτητες δυνάμεις που ματαίωσαν τα σχέδιά τους. Ο στόχος αυτός δεν εγκαταλείφθηκε ούτε στιγμή στα 22 χρόνια που πέρασαν από τότε. Θέλουν να ξεμπερδεύουν με τη στρατηγική του ΚΚΕ, ώστε να υπάρχει στήριξη και ανοχή στη δική τους σοσιαλδημοκρατική πολιτική. Ούτε στιγμή δεν έπαυσαν οι προσπάθειές τους, που εκδηλώθηκαν άλλοτε με την από τα έξω υπονόμευση και ανοιχτή επίθεση, άλλοτε με χειρονομίες «φιλίας», ή και με τα δύο. Οι εκλογές του Μάη και του Ιούνη 2012 το επιβεβαίωσαν περίτρανα. Περίσσεψε η υποκρισία, η υπόγεια συνεργασία τους με τα αστικά ΜΜΕ ενάντια στο ΚΚΕ, η δολιότητα και η χρησιμοποίηση όλων των γνωστών μεθόδων του ΠΑΣΟΚ.
Τα γεγονότα του 1990 - 1991 δεν αφορούν μόνο την Ιστορία. Αφορούν πρωταρχικά το σήμερα. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνά κανένας αγωνιστής που όλα αυτά τα χρόνια έδωσε τις δυνάμεις του, αρχικά για να κρατηθεί το ΚΚΕ όρθιο και στη συνέχεια για να προχωρήσει η πολιτική του, την οποία χιλιάδες άνθρωποι έκριναν καθημερινά ότι επιβεβαιώνεται.
Τα γεγονότα του 1990 - 1991 αφορούν το σήμερα, γιατί εκείνο που κρίθηκε στην τότε αναμέτρηση και σε συνέχεια είναι το αν θα υπάρχει και θα ενισχύεται το Κόμμα που δεν πέταξε στα σκουπίδια την ένδοξη ιστορία του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, το Κόμμα που είδε κριτικά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση και βγάζει συμπεράσματα από αυτή και από την πορεία του λαϊκού κινήματος στην Ελλάδα, για να γίνει η πάλη σήμερα πιο ισχυρή, για να μπολιαστεί η εργατική συνείδηση με την αναγκαιότητα και τις νομοτέλειες του σοσιαλισμού.
Τα γεγονότα του 1990 - 1991 αφορούν το σήμερα, γιατί τη μόνη φιλολαϊκή πολιτική διέξοδο συγκροτεί η πρόταση του ΚΚΕ στο λαό για ρήξη και αποδέσμευση από την ΕΕ, μονομερή διαγραφή του χρέους με εργατική - λαϊκή εξουσία και κοινωνικοποίηση των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, απαραίτητες προϋποθέσεις για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της ανεργίας, της φτώχειας, της καταπάτησης όλων των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Ο δεύτερος λόγος, που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν δυνατό να μην επιτίθεται στο ΚΚΕ, είναι γιατί έχει πολιτική διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης και επομένως έχει στο στόχο του το ΚΚΕ, το μοναδικό κόμμα που υποστηρίζει και παλεύει για να πληρώσει την κρίση το κεφάλαιο που τη δημιούργησε και όχι η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, που δεν ευθύνονται ούτε για την κρίση ούτε για το χρέος. Δεν έχει καμία σημασία και δεν πρέπει να ξεγελά το γεγονός ότι η επίθεση γίνεται μέσω της δήθεν ανάγκης του λαού να αποκτήσει η χώρα «κυβέρνηση της αριστεράς». Ισα ίσα που αυτό είναι το πιο ύπουλο. Γιατί απευθύνονται με τέτοια «πρόταση» σε ένα κόμμα, με το οποίο γνωρίζουν ότι τους χωρίζουν βαθιές διαφορές όχι μόνο στο ζήτημα του σοσιαλισμού, αλλά και σε σειρά επιμέρους ζητημάτων της πάλης, καθώς και στην κατεύθυνση που πρέπει να έχει ο αγώνας. Αρα γνωρίζουν ότι η συνεργασία είναι αδύνατη. Εκτός αν το ΚΚΕ γινόταν ένα είδος ΣΥΡΙΖΑ...
Ποιος είναι ο στόχος των αστικών μηχανισμών όσον αφορά το ΚΚΕ; Ο στόχος είναι να το εξαφανίσουν, αν είναι δυνατό, είτε να το ενσωματώσουν στο σάπιο αστικό πολιτικό σύστημα. Το τελευταίο θα γινόταν πραγματικότητα, αν το ΚΚΕ άλλαζε τη στρατηγική του και προσχωρούσε στην πολιτική της «αριστερής διακυβέρνησης». Αυτό ακριβώς επιδιώκει και ο ΣΥΡΙΖΑ. Εδώ η σύμπτωση αστικής τάξης και ΣΥΡΙΖΑ είναι απόλυτη.
Στις 24 του Οκτώβρη 2012, ο Ιταλός πρωθυπουργός Μόντι δήλωσε:
«Οποιος κι αν κερδίσει στις εκλογές της Ανοιξης, πρέπει να κινηθεί στο πλαίσιο των κανόνων και των πολιτικών που έχουν ορισθεί από την Ευρωπαϊκή Ενωση, που δεσμεύουν τις κυβερνήσεις (...) κάθε πολιτικού χρώματος».
Αυτός ο ειλικρινής αστός πολιτικός είναι ένας από εκείνους του Νότου, με τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει συμμαχία, όπως και με τον Ολάντ, που ωστόσο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αισθάνεται καμία υποχρέωση αυτοκριτικής για το νέο άνεμο που προπαγάνδιζε ότι θα φέρει ο Ολάντ στην Ευρώπη, παρότι ο τελευταίος έχει επιβάλει μέτρα δεκάδων δισ. στο γαλλικό λαό. Το ίδιο, βέβαια, κάνουν όλες οι αστικές κυβερνήσεις του Μεσογειακού Νότου. Η συζήτηση γίνεται για τους όρους του Δημοσιονομικού Συμφώνου Σταθερότητας, που αφορά σε αλλαγές υπέρ των μονοπωλιακών ομίλων και στους όρους δανεισμού τους από τα κράτη, καθώς και στη διαχείριση της πιο οξυμένης φτώχειας.
Το πλαίσιο που διατύπωσε ο Μόντι γνωρίζει ασφαλώς και ο ΣΥΡΙΖΑ. Γνωρίζει, δηλαδή, ότι και αυτός αν έρθει στην κυβέρνηση σε αυτή τη γραμμή θα κινηθεί. Το ότι παριστάνει τον «αντιφρονούντα» υποδηλώνει μόνο και μόνο ότι κοροϊδεύει τον κόσμο. Αλλά και στην περίπτωση που δεν είχε τέτοια πρόθεση, το ίδιο θα συνέβαινε εξ αντικειμένου, γιατί είναι αδύνατο να υπάρξουν μέτρα υπέρ του λαού, όσο η Ελλάδα παραμένει στην ΕΕ και τα μονοπώλια κυριαρχούν στην οικονομία, κατέχοντας φυσικά και την εξουσία. Οταν βρίσκεσαι μέσα στην ΕΕ είσαι υποχρεωμένος να τηρείς τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί. Αν δεν το κάνεις, σημαίνει ότι επιλέγεις το δρόμο της σύγκρουσης που η συνέπειά της είναι η αποδέσμευση. Κάτι που ο ΣΥΡΙΖΑ δε θέλει ούτε να το ακούει. Σε διαφορετική περίπτωση οδηγείσαι στη συμμόρφωση, δηλαδή εξανεμίζεις τις λαϊκές ελπίδες. Μέσος δρόμος δεν υπάρχει. Και μόνο το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατήγγειλε την κυβέρνηση Σαμαρά ότι δεν διαπραγματεύτηκε (!) τα λέει όλα...
Τα ίδια θα έπραττε και το ΚΚΕ, αν συμμετείχε στη λεγόμενη «κυβέρνηση της αριστεράς». Και θα έπραττε ό,τι και ο ΣΥΡΙΖΑ, για τον απλούστατο λόγο ότι η συμμετοχή του προϋποθέτει εγκατάλειψη της θέσης για αποδέσμευση από την ΕΕ και για κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων. Δεν θα έμενε να κάνει κάτι άλλο από τη διαχείριση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, υποστηρίζει και την παραμονή στην ΕΕ και στο ευρώ και ισχυρίζεται ταυτόχρονα ότι θα ακολουθήσει ως κυβέρνηση φιλολαϊκή πολιτική. Ωστόσο, η κατάργηση των μνημονίων (που δεν την υποστηρίζει με ειλικρίνεια) σημαίνει έξοδο από την ΕΕ, όποια κυβέρνηση κι αν την επιχειρούσε. Και εδώ βρίσκεται το μεγάλο ψέμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Από την άλλη, δεν έχει καμία πρόθεση να συγκρουστεί με τους επιχειρηματικούς ομίλους στην Ελλάδα, οι οποίοι μαζί με την ΕΕ και τις κυβερνήσεις επιβάλλουν τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, τη λιτότητα, την κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων κ.λπ. Πώς θα βελτιωθεί, επομένως, η ζωή των εργαζομένων; Αυτή η στάση του συμπληρώνει το μεγάλο ψέμα.
Το λεγόμενο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι καθόλου πρωτότυπο. Εφαρμόστηκε σε σειρά άλλων χωρών (Γερμανία, Ισπανία κ.α.), δίχως, εννοείται, να έχουν το παραμικρό όφελος οι εργαζόμενοι. Οι τράπεζες και άλλες επιχειρήσεις δεν είναι δυνατό να λειτουργήσουν υπέρ του λαού στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος, ακόμα και στην περίπτωση που ήταν 100% κρατικές. Και αυτό έχει επιβεβαιωθεί και στην Ελλάδα. Από την άλλη, το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αναγνωρίζει μέρος του χρέους, σημαίνει ότι ο λαός θα χρωστά διαρκώς. Ενώ καταντά ανιστόρητη η εμμονή του στο ότι το μνημόνιο απέτυχε. Επέτυχε! Γιατί τα μνημόνια δε διαμορφώθηκαν για να χτυπηθεί η ύφεση, αλλά για να τσακιστούν οι εργαζόμενοι, επιβάλλοντας μονομιάς εκείνα τα μέτρα που είχαν αποφασιστεί με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, που εφαρμόζονταν αργά αργά, αλλά η εφαρμογή τους επιταχύνθηκε εξαιτίας της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Το μνημόνιο εξασφαλίζει, όταν έρθει η ανάκαμψη, να υπάρχει κερδοφορία με αρπαγή των όποιων κατακτήσεων είχαν αποσπαστεί ή παραχωρηθεί μετά το 1974.
Η πρόταση του ΚΚΕ στο λαό είναι η μόνη ρεαλιστική και πραγματικά προς όφελος των εργαζομένων. Απαιτεί θυσίες, οι οποίες θα είναι τιμή για την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, αλλά και θα ανοίξουν το δρόμο για να μπει στο προσκήνιο αυτή μαζί με τους συμμάχους της. Τυχόν κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγήσει στην απογοήτευση και με τη σειρά της είναι πολύ πιθανό να επιφέρει μια πελώρια συντηρητική μετατόπιση των μαζών. Ας σκεφθεί καθένας και καθεμιά από τους εργαζόμενους μήπως αυτός είναι ένας μεσοπρόθεσμος σχεδιασμός της αστικής τάξης.

Του Μάκη ΜΑΪΛΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ