29 Ιουν 2013

Το καλύτερο πράγμα του κόσμου

Το καλύτερο πράγμα του κόσμου 
Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή δεν είναι πράγματα, μας λέει ένα τηλεοπτικό μήνυμα (σλόγκαν) ιδιωτικού σταθμού. Ναι αλλά ποιο είναι το ωραιότερο πράγμα στη ζωή; Ο ύπνος! Το φαΐ! Η μπάλα! Το σεξ! Θα ήταν μάλλον οι δημοφιλέστερες απαντήσεις. Αλλά αν περιορίζαμε μεταξύ μας την έρευνα, θα συμφωνούσαμε πως το καλύτερο πράγμα του κόσμου είναι η παγκόσμια επανάσταση και ο κομμουνισμός, έστω και στην ανώριμη σοσιαλιστική βαθμίδα του, όπως τη ζήσαμε στην περίπτωση της σοβιετίας –αν και υπάρχουν αρκετοί πολιτικά ανώριμοι επίδοξοι ή αυτοπροσδιοριζόμενοι κομμουνιστές που θα έσπευδαν να μας βεβαιώσουν πως δεν ήταν ποτέ σοσιαλιστική.

 Μιλάμε για μια κοινωνία όπου δε θα υπάρχουν χαρμάνια οπαδοί, παρά μόνο φίλαθλοι και αθλούμενοι. Δε θα υπάρχουν άυπνοι, που δε μπορούν να κλείσουν μάτι από το άγχος του αγώνα για επιβίωση, ούτε νηστικοί, που δεν έχουν να βάλουν μια μπουκιά στο στόμα τους και πεθαίνουν της πείνας. Αλλά ούτε και μπακούρια, παρά μόνο ως εξαίρεση και ταξικό κατάλοιπο, οπότε και θα εφαρμόσουμε τη λύση που προκρίνει ο αριστοφάνης για την ουτοπία του στις εκκλησιάζουσες: κάθε όμορφος νέος θα πρέπει να πηγαίνει με μια «άσχημη γριά», προτού ζευγαρώσει με τη νέα της επιθυμίας του και το αντίστροφο θα ισχύει και για την τελευταία. Αν και τότε ο καθένας μας θα καλλιεργεί την προσωπικότητά του ως σύνολο, αναδεικνύοντας την εσωτερική του ομορφιά· ενώ η εξωτερική του μορφή θα συνοδεύει το περιεχόμενο, χωρίς να το επισκιάζει φορμαλιστικά.
 Γιατί ο κομμουνισμός καλύπτει τις βασικές ανάγκες, αλλά δεν είναι απλώς σεξ, φαΐ και μπάλα για όλους. Στην πραγματικότητα είναι κάτι πολύ ευρύτερο, (mes que un sistema economic όπως θα συμπλήρωναν οι καταλανοί), που αναπτύσσει ολόπλευρα την ανθρώπινη προσωπικότητα, αξιοποιώντας τις ιδιαίτερες κλίσεις και τα ταλέντα του καθενός..

 Αυτά όμως ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας, που οργιάζει, όσο παραμένουμε μπακούρια από επαναστατικής απόψεως. Ενώ το θέμα είναι να είμαστε ρεαλιστές, επιδιώκοντας το άμεσο και το εφικτό –κι όχι το αδύνατο όπως λένε κάποιοι ρομαντικοί μαξιμαλιστές. Να μην κάνουμε όνειρα τρελά, αλλά να μπαζώσουμε πρώτα για να χτίσουμε, όπως λέει μια γνωστή σεξιστική ρήση. Ή με άλλα λόγια να βάλουμε τη στρατηγική στο τιμόνι και την τακτική στις ταχύτητες –αν και τώρα τελευταία μόνο η όπισθεν δουλεύει. Κι αφού τα κάνουμε όλα αυτά να σκεφτούμε σοβαρά και να απαντήσουμε: ποιο είναι το δεύτερο καλύτερο πράγμα του κόσμου;

 Μα φυσικά η μετάβαση προς το πρώτο. Ο δρόμος που οδηγεί στην ιθάκη –που ίσως να είναι πιο φτωχική απ΄ όσο τη φανταστήκαμε. Και ένα μεταβατικό πρόγραμμα που μας οδηγεί σαν οδικός χάρτης από μυστικά μονοπάτια στην κοινωνία του μέλλοντος: παύση πληρωμών, έξοδος από το ευρώ, ρήξη με την εε, κρατικοποίηση τραπεζών… και τέλος πάντων το έχουμε ακούσει όλοι τόσες φορές που δεν χρειάζεται να το επαναλάβουμε μέχρι τέλους, εκτός και αν διακατεχόμαστε από κάποιον ιδιαίτερο μαζοχισμό.
 Μια άλλη εκδοχή της παραπάνω λογικής, κάπως διαφοροποιημένη και ελαφρώς ελαφρύτερη, για να είναι πιο εύπεπτη από το ευρύ κοινό, εστιάζει σε άλλα σημεία-αιχμές: πραγματική δημοκρατία (μπέσα όμως, όχι στα ψέματα), να πέσει η κυβέρνηση (ουστ!) και πέφτοντας, πάρτε το μνημόνιο και φύγετε από εδώ (αλλιώς ονειρευόμαστε τον ολυμπιακό).

 Αυτό είναι μέσες άκρες το πολιτικό(;) σκεπτικό που επικράτησε στις πλατείες και έδωσε τον τόνο στη διπλή εκλογική μάχη της χρονιάς που ακολούθησε. Που δεν ήταν η άρνηση και η συνέπεια του ξεφουσκώματος των πλατειών, αλλά η φυσική συνέχεια και το επισφράγισμα της λογικής τους, σε αντίθεση με όσους είδαν σε αυτές, με τα μάτια της ψυχής τους, μια αυθόρμητη λαογέννητη μορφή και το προπαρασκευαστικό υλικό για μια ελληνική εκδοχή των σοβιέτ.
 Ένα κίνημα χωρίς ουσιαστική πολιτική στόχευση, μόνο τέτοιο πολιτικό περιεχόμενο μπορούσε να πάρει, γιατί ακόμα και το απολιτίκ ακομμάτιστο έχει βαθιά πολιτικό (κι αντιδραστικό) χαρακτήρα και βρίσκει την κατάλληλη πολιτική έκφραση που του ταιριάζει. Και δε θα ψάξει για μεσοβέζικες μεταβατικές λύσεις, αλλά θα στραφεί νομοτελειακά προς τους πιο αυθεντικούς εκφραστές αυτής της λογικής.
 Είναι ζήτημα λοιπόν αν οι παραπάνω κρίκοι μπορεί να σταθούν αυτοτελώς και πού ακριβώς μεταβαίνουν σε τελική ανάλυση.

 Συνεπώς δικαιούμαστε να θέσουμε κι εμείς από την πλευρά μας ένα ερώτημα αντιστρέφοντας το αρχικό σκεπτικό. Ποιο θα ήταν το καλύτερο σενάριο από τη σκοπιά της αστικής τάξης; Ένας λαός υπνωτισμένος, ζαλισμένος από τη νίκη της αντεπανάστασης, πειθήνιος και αδρανής στο ξήλωμα των κατακτήσεών του και τις προωθούμενες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Και ως ένα βαθμό πράγματι το πέτυχαν τα πρώτα χρόνια μετά τις ανατροπές, με τα κίβδηλα οράματα της ένταξης στην ονε και των ολυμπιακών. Αλλά η καπιταλιστική κρίση οξύνει τις αντιφάσεις και δημιουργεί αντικειμενικά το εκρηκτικό έδαφος για λαϊκά ξεσπάσματα και κοινωνικές διεργασίες. Συνεπώς δε μπορούσαν να αποφύγουν το ξέσπασμα της λαϊκής οργής. Μπορούσαν όμως να επιχειρήσουν να ελέγξουν το βάθος και τον χαρακτήρα αυτού του ξεσπάσματος.

 Ποιο είναι λοιπόν σε αυτές τις συνθήκες το (δεύτερο) καλύτερο σενάριο για τους αστούς; Ένα χύμα κίνημα εκτόνωσης με τηλεοπτικούς όρους και θολή στόχευση, χωρίς βαθύτερα ταξικά και πολιτικά χαρακτηριστικά που θα το καθιστούσαν επικίνδυνο. Κι αυτή ακριβώς ήταν εν ολίγοις η περίπτωση των ελληνικών πλατειών. Το δεύτερο καλύτερο σενάριο για το ανώδυνο καναλιζάρισμα των λαϊκών αντιδράσεων και το εναλλακτικό σχέδιο βήτα για την κινηματική ενσωμάτωση της διογκούμενης δυσαρέσκειας και τους εγκλωβισμού της σε μια κίνηση που διακηρύσσει πως είναι το παν, για να μη γίνει ποτέ τίποτα.

 Αν τώρα κάποιος διαβάζοντας τα παραπάνω καταλαβαίνει ως βασική θέση του κειμένου πως οι πλατείες ήταν εξ αρχής μια κατασκευή των αστικών επιτελείων, είτε έχει πρόβλημα κατανόησης είτε δικά του κατασκευασμένα συμπεράσματα, που τα φοράει σαν έτοιμο καλούπι στον αντίλογο και τα γεγονότα –που αν δε συμφωνούν μαζί του, τόσο το χειρότερο για αυτά. Η κριτική μου όμως δεν αφορά το πώς και το γιατί, αλλά κυρίως τους όρους και τον χαρακτήρα αυτού του κινήματος που καθόρισαν εν τέλει και το ταβάνι του. Κι οι αιχμές μου δεν κατευθύνονται φυσικά στον κόσμο που αντέδρασε και κατέβηκε στο δρόμο εκείνες τις μέρες, αλλά τις οργανωμένες δυνάμεις που τις μετρούσαν σαν μήνες –γιατί όταν έχουμε επαναστατική κατάσταση τα γεγονότα και ο πολιτικός χρόνος συμπυκνώνονται δραματικά και κάθε μέρα μετράει σα μήνας στο ρου της ιστορίας.
 Θα μου πεις πως όταν μιλάμε για κίνηση, τα πάντα είναι ανοιχτά. Και το ζητούμενο δεν είναι να μείνουμε στην απέξω και να δικαιωθούμε, βλέποντας τη μπάλα να βγαίνει κι αυτή έξω. Αλλά να δούμε τι πορεία μπορούμε να της δώσουμε για να καταλήξει στα δίχτυα. Να αξιοποιήσουμε δηλ τις δυνατότητες που έχουμε και να δούμε πώς θα τις αυξήσουμε.

 Ναι αλλά είναι ζήτημα αν σε παίρνει η μπάλα παραμάζωμα και εσύ φαντασιώνεσαι πως της αλλάζεις πορεία. Αν υποτάσσεσαι άνευ όρων στο «αυθόρμητο» και πιστεύεις πως το διαπαιδαγωγείς και του διαμορφώνεις συνείδηση. Ή αν η ομάδα είναι καλώς τα παιδιά τα τρία μηδέν κι εσύ μιλάς για τετ α τετ και μεγάλες ιστορικές ευκαιρίες. Ενώ η βασική σου τακτική –που την έχεις βαγγέλιο, την κλίνεις σε όλες τις πτώσεις και την έχεις βάλει στις ταχύτητες, δίπλα στο τιμόνι- είναι «πάμε γερά, με τσαμπουκά» σαν μπουλούκι, χωρίς την παραμικρή οργάνωση.
 Ο χειρότερος τρόπος να καταδικάσεις μια αυθόρμητη έκρηξη και να σκάσει στα μούτρα σου σαν τα δώρα που κάνει ο χαχανούλης από τα στρουμφάκια, είναι να καλοπιάνεις τις μάζες (παικταρά μου εσύ, τους έχεις όλους, κτλ) χωρίς να τις εξοπλίζεις ιδεολογικά για να δώσουν πιο σκληρές μάχες.

 Δικαιούμαστε λοιπόν να θέσουμε το ερώτημα «τι έκανες στον (ταξικό) πόλεμο θανάση»; Και να κάνουμε ένα μικρό απολογισμό δράσης για αυτού που «δε δίστασαν να λερώσουν τα χέρια τους με το επίπεδο συνειδητοποίησης του κόσμου και να επιχειρήσουν να το ανυψώσουν». Πώς ακριβώς το πάλεψαν όμως αυτό το τελευταίο; Με τι σχέδιο δράσης κινήθηκαν; Πού σκόνταψε και πώς το τροποποίησαν για να πετύχει; Τι συγκεκριμένα βήματα μέτρησαν σε αυτή την κατεύθυνση; Και πώς συμβάδιζαν όλοι αυτοί οι τακτικοί ελιγμοί, που έγιναν στο όνομα της παρέμβασης στην αντιφατική συνείδηση των μαζών, όχι μόνο με τον υφέρποντα φασισμό της πάνω πλατείας αλλά και με την απογειωμένη αμεσοδημοκρατία της κάτω βουλής που ψήφισε μεταξύ άλλων την κατάργηση του χρήματος και των πολιτικών κομμάτων;
 Αυτό κι αν είναι ώριμος κομμουνισμός, ε; Όχι σαν τους σοβιετικούς που είχαν το κόμμα στην εξουσία κι είχαν διατηρήσει σα μορφή το χρήμα για να γεμίζουν με ρούβλια τους έλληνες συντρόφους τους και να αγοράζουν κότερα στον χαρίλαο.

 Όσα εγκώμια ή επετειακά κείμενα κι αν διαβάσει κανείς όμως, δε θα βρει καμία σοβαρή απόπειρα να απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα. Μονάχα μια ρηχή κι αυτάρεσκη αυτοκριτική του τύπου, δε μπορέσαμε να μπολιάσουμε το κίνημα με πολιτικά χαρακτηριστικά, προφανώς από καθαρή ατυχία –σα να λέμε δοκάρι, για να συνεχίσουμε τον ποδοσφαιρικό μας παραλληλισμό. Και έτσι επισημαίνουμε «αυτοκριτικά» και τις δικές μας ανεπάρκειες, έχοντας ήσυχη την πρωτοπόρα μας συνείδηση και συνεχίζουμε τον ύπνο του δικαίου με το ίδιο πλευρό.

 Για το κόμμα αντιθέτως ο συλλογικός μύθος μας λέει πως σνόμπαραν το κίνημα των πλατειών, όπου βρέθηκαν όλοι πλην λακεδαιμονίων, και συμμετείχαν στον μαζικό εξεγερσιακό διονυσιασμό. Οι κομμουνιστές όμως δεν απαρνήθηκαν την πολιτική τους ταυτότητα πριν αλέκτωρ λαλήσαι τρις. Και προσπάθησαν να προσεγγίσουν το πλήθος των αγανακτισμένων με τους δικούς τους όρους. Με οργανωμένα μπλοκ σωματείων κι εργαζομένων. Την κατάληψη του παρακείμενου υπουργείου οικονομικών. Ευέλικτες απεργιακές συγκεντρώσεις που πέρασαν ή και έμειναν στην πλατεία αλλά αποδοκιμάστηκαν ενίοτε από κάποιους όχι και τόσο… αυθόρμητους αγανακτισμένους πολίτες. Τι από τα παραπάνω έχουν να επιδείξουν άραγε στο ενεργητικό τους οι φλογεροί υμνητές πλαταιείς, που δεν έμειναν να φυλάττουν θερμοπύλες δίπλα στους λακεδαιμόνιους;

 Τα παραπάνω πάντως δεν γράφονται από μια σκοπιά αυτάρεσκης επιβεβαίωσης, αλλά ως διμέτωπες κριτικές παρατηρήσεις: ενάντια στον ταξικό εχθρό που μπορεί να πάρει πολλά προσωπεία και να εμφανιστεί ως πέμπτη φάλαγγα μες στις γραμμές του κινήματος. Και κατά συνέπεια ενάντια στον οπορτουνισμό, που πρέπει να τσακιστεί. Και αυτό δε σημαίνει να στοχοποιήσουμε τον απλό κόσμο με τις αυταπάτες και τις αντιφάσεις του, ούτε μόνο τους πολιτικούς χώρους που τον εκφράζουν, αλλά να τον χτυπήσουμε συνολικά ως λογική, με την έννοια της επιρροής της αστικής τάξης στο ταξικό κίνημα –που μπορεί να εμφιλοχωρεί ακόμα και στις δικές μας γραμμές ή τον περίγυρό μας.

 Το πιο σημαντικό όμως είναι τι κάνουμε εμείς στη δική μας δράση. Κι αυτό το κομμάτι δεν το έχω συμπεριλάβει –κι είναι ζήτημα κατά πόσο μπορεί να λυθεί εκτός δράσης σ’ ένα θεωρητικό κείμενο. Κάθε πολεμική-κριτική δε μπορεί να λειτουργεί ως καθαρτήρια αυτοεπιβεβαίωση (μπράβο μας, δίκιο έχουμε, καλά του τα ‘παμε) και να αφήνει έξω από την οπτική της το δισάκι με τις δικές μας αδυναμίες, παρά να αποτελεί αφορμή για γόνιμο προβληματισμό ως προς τα δικά μας.
 Προβοκάτσια από Μπρεζνιεφικό απολίθωμα  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ