1 Δεκ 2013

Ο Γιάννης Ρίτσος και η στράτευση

Ο Γιάννης Ρίτσος και η στράτευση




Ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνης του Τμήματος Πολιτισμού, σε εκδήλωση για τον Γιάννη Ρίτσο που διοργάνωσαν στις 8.11.2013, οι Κομματικές Οργανώσεις Βάσης Κέντρου - Αγίας Τριάδας και Μπουρναζίου της Τομεακής Οργάνωσης Περιστερίου του ΚΚΕ


Η έκδοση («Σύγχρονη Εποχή») με τα υλικά του Επιστημονικού Συνεδρίου του ΚΚΕ για τον Γιάννη Ρίτσο που έγινε το Νοέμβρη του 2009
«




Η
πρωτοβουλία σας να διοργανώσετε αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο με αφορμή μάλιστα και τη συμπλήρωση - τη Δευτέρα 11 Νοέμβρη - 23 χρόνων από το θάνατό του, μας χαροποιεί. Ανάλογες πρωτοβουλίες χρειάζεται όμως να πολλαπλασιαστούν, ιδιαίτερα στις λαϊκές - εργατικές γειτονιές, γιατί τη "μοίρα" των λαϊκών ανθρώπων ο Ρίτσος μοιράστηκε και πάλεψε και σ' αυτούς απευθύνει πρώτα απ' όλους το έργο του.


Αλλωστε, τον Γιάννη Ρίτσο πρέπει διαρκώς να τον τιμούμε και πάνω απ' όλα να τον μελετούμε. Οχι απλά από χρέος προς έναν κορυφαίο ποιητή που από το 1934 και ως το τέλος του υπήρξε αφοσιωμένο μέλος του ΚΚΕ, αλλά προπαντός από ανάγκη. Την ανάγκη να βαθύνει η σκέψη μας και να οξυνθεί η ευαισθησία μας έτσι που μαζί με το ιδεολογικό - πολιτικό κριτήριο να διαμορφώνουμε και το εξίσου απαραίτητο για την ταξική συνείδησή μας αισθητικό κριτήριο. Ενα κριτήριο που θα μας επιτρέπει από τη μια να αναγνωρίζουμε την ασκήμια σε οποιαδήποτε μορφή της - κοινωνική, ηθική, ψυχική, πνευματική κ.λπ. - αλλά και από την άλλη να μην αντέχουμε να υποκύψουμε σ' αυτήν, να μη λυγίζουμε τα γόνατα μπροστά της σε όλες τις συνθήκες, ακόμη και στις δυσκολότερες.

Ο Ρίτσος κατάφερε μέσα από την τέχνη του αυτό που λέει στην ποιητική σύνθεσή του με τον αλληγορικό τίτλο "Φρυκτωρία", γραμμένη μεταξύ του 1977 και '78. Οι φρυκτωρίες - για όσους δεν το γνωρίζουν - ήταν ένα σύστημα με πυρσούς που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Ελληνες για να εκπέμπουν μηνύματα μες στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας, κάπως έτσι όπως σήμερα δηλαδή.

Γράφει λοιπόν ο Ρίτσος στη "Φρυκτωρία":

Στο γύρισμα του χρόνου θα με βρίσκετε σε κάθε δευτερόλεπτο της ζωής σας. Εχω γεμίσει μ' έπιπλα, με φώτα και με πίνακες τα σπίτια σας, και το κεφάλι σας μ' αινίγματα και ιδέες.



Οποιο χαλίκι αν ανεβάστε απ' το βυθό θα σας πει μια δική μου και δική σας ιστορία.


Και το μερμήγκι τ' ανέβασα στο μύθο μ' ένα στέμμα κουκκί καλαμπόκι.

Και δίδαξα στο τζιτζίκι ένα τραγούδι πέρα απ' το ξερό πετσί του. Γυμνός, στις χειρότερες νύχτες, τοιχοκολλούσα μεγάλα προγράμματα του φιλμ Ο ΛΑΟΣ σ' όλο το μέλλον,

κι όπου περίσσευαν οι δυσκολίες ψιθύριζα

σύντροφε και προχωρούσα,

κι έλεγα πάλι σύντροφε - για να θυμίζω στον καθένα τον κόσμο Και πήρα μπράτσο το μεγαλύτερο όνειρο, μ' ένα στίχο πάντα στα χείλη,

κι είταν μαζί και τα παιδιά μας με τα κόκκινα πουλόβερ.

Το πρόβλημα είναι ότι εμείς, οι σύντροφοί του, που σαν ομοϊδεάτες του έχουμε μεγαλύτερες δυνατότητες και περισσότερα εφόδια για να προσεγγίσουμε σωστά το έργο του, δεν έχουμε ακόμη κατορθώσει να το αφομοιώσουμε, να το διαδώσουμε και να το αξιοποιήσουμε σε όλες τις διαστάσεις του. Και φανταστείτε ότι ένα μέρος του έργου του παραμένει ακόμη ανέκδοτο, όπως η συλλογή του "Υπερώον", που θα κυκλοφορήσει όπως μαθαίνουμε τις επόμενες μέρες. Το επιστημονικό συνέδριο που πραγματοποιήσαμε με την ευκαιρία των εκατό χρόνων από τη γέννησή του, αποτέλεσε την απαρχή για μια πιο ολοκληρωμένη, ολόπλευρη προσέγγιση στο έργο του Ρίτσου, που ένα μέρος του είναι τα γνωστά, εγερτήρια ποιήματα. Ενα πλήθος άλλων ποιημάτων του, που γράφτηκαν μετά την ήττα του εργατικού - λαϊκού κινήματος στη χώρα μας και τις εξελίξεις που δρομολόγησε στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, είναι χαμηλόφωνα, στοχαστικά, εξομολογητικά, σαν αναγκαία προσαρμογή του ρεαλιστή Ρίτσου στις τότε πρωτοφανέρωτες συνθήκες κλονισμού της βεβαιότητας ότι ο σοσιαλισμός προχωρά ακάθεκτα μπροστά. Σ' αυτή την κατηγορία ποιημάτων ανήκει και "Η Σονάτα του Σεληνόφωτος", που αποσπάσματά της είδαμε πριν λίγο και γράφτηκε τον Ιούνη του 1956.

Για να μπούμε έτσι στο θέμα μας, ποια είναι η γνώμη σας για τη "Σονάτα του Σεληνόφωτος"; Είναι στρατευμένη ποίηση, όπως, για παράδειγμα, οι "Γειτονιές του Κόσμου", το "Καπνισμένο Τσουκάλι", η "Καντάτα για τη Μακρόνησο" ή ελεύθερη, απαλλαγμένη από πολιτικοϊδεολογικές δεσμεύσεις ποίηση, όπως υποστηρίζει η αστική και οπορτουνιστική κριτική;

Αστεία πράγματα, θα σκεφτεί κάθε λογικός άνθρωπος. Είναι δυνατόν ένας ποιητής που με λόγο και πράξη έμεινε σε όλη του τη ζωή σταθερός στα κομμουνιστικά ιδανικά, να απομονώνει ένα μεγάλο μέρος της ποιητικής δημιουργίας του από την κοσμοθεωρία του;

Κι όμως αυτή η παραμορφωτική ερμηνεία του Ρίτσου, τον συνοδεύει ως τις μέρες μας, γεγονός που καθόλου δεν μας εκπλήσσει. Ο Ρίτσος είναι πολύ μεγάλος για να αποσιωπηθεί από την άρχουσα τάξη, άρα η μόνη λύση είναι να αποπολιτικοποιηθεί, να "αποστρατευτεί". Ενας σημαντικός αριθμός λοιπόν μελετητών του Ρίτσου τον παρουσιάζει ούτε λίγο - ούτε πολύ σα διχασμένη και διαρκώς ταλαντευόμενη προσωπικότητα. Από δω ο ποιητής Ρίτσος, ωραίος, σπουδαίος, μεγάλος, γιατί ασχολείται με τα θέματα του αιώνιου ανθρώπου, τα υπαρξιακά, όπως η φθορά, ο θάνατος, ο έρωτας, υπακούοντας στα εσωτερικά του και μόνον οράματα, κι από κει ο απλοϊκός, μονοδιάστατος, παρωχημένος κομματικός Ρίτσος της κοινωνικοπολιτικής στιχουργίας, που - παρά την ποιητική της κάλυψη - δεν είναι ποίηση, είναι δήθεν ποίηση, σύμφωνα με όσα διδάσκει και ο θεμελιωτής της αστικής αισθητικής, Μπενεντέτο Κρότσε.
Απέναντι από τους «στρατευμένους της αποστράτευσης»

Το πρόβλημα δηλαδή είναι πιο σύνθετο. Η επικρατούσα μεθοδολογία ανάλυσης του Ρίτσου δεν έχει να κάνει μόνο με τον Ρίτσο, ούτε ξεκινά σε όλες τις περιπτώσεις από κάποια πρόθεση, αφού αυτή η προσέγγιση της τέχνης υπαγορεύεται από την κυρίαρχη στην καπιταλιστική κοινωνία και σε όλους τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της, όπως τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, αστική αισθητική θεωρία.

Σύμφωνα με την αστική αισθητική η αληθινή, καθαρή τέχνη, είναι η τέχνη που εκφράζει τις αιώνιες κι αμετάβλητες αλήθειες και υπάρχει μόνο στον κόσμο των αυθόρμητων ιδεών, στη φαντασία, στην ενόραση, στην εσωτερική παρόρμηση του καλλιτέχνη, δεν έχει καμιά σχέση με τον εξωτερικό κόσμο.

Αν αναζητήσει κανείς βαθύτερα τη φιλοσοφική αφετηρία αυτών των θέσεων θα φτάσει στο μεταφυσικό ιδεαλισμό. Στην άρνηση ότι υπάρχει μια αντικειμενική πραγματικότητα, ανεξάρτητα από τα αισθήματα και τη συνείδηση του ανθρώπου - που το μόνο αιώνιο σ' αυτήν είναι η κίνησή της, η διαρκής αλλαγή της - μια πραγματικότητα που επενεργεί πάνω στα αισθητήρια όργανα του ανθρώπου προκαλώντας τα αντίστοιχα αισθήματα, επομένως και στην άρνηση ότι η τέχνη αποτελεί μια μορφή ιδιαίτερης, υποκειμενικής αντανάκλασης αυτής της πραγματικότητας στη συνείδηση του καλλιτέχνη. Με πιο απλά λόγια, δεν είναι οι ιδέες που δημιουργούν την πραγματικότητα, αλλά η πραγματικότητα είναι η πηγή των ιδεών. Αν εξετάσει κανείς, για παράδειγμα, την ιστορία της τέχνης θα διαπιστώσει ότι οι μεγάλες αλλαγές στα ρεύματα και τις τάσεις της συντελούνται σε περιόδους ιστορικών κοινωνικοοικονομικών αλλαγών. Η Αναγέννηση εμφανίζεται με το ξεκίνημα της περιόδου μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, ο μοντερνισμός συνόδευε την είσοδο του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο κ.ο.κ. Επομένως, ούτε αιώνια τέχνη, ούτε αιώνιες και αμετάβλητες αλήθειες υπάρχουν, αντίθετα οι αντιλήψεις μας, π.χ., για τον έρωτα, το θάνατο, τη μοναξιά, την ομορφιά είναι συνάρτηση ιστορικών και κοινωνικών παραμέτρων. Ομως, αυτό το θέμα είναι αντικείμενο μιας άλλης συζήτησης.

Αποστομωτική απάντηση στην αντίληψη ότι η τέχνη είναι προορισμένη να πραγματεύεται τα "αιώνια" και "αμετάβλητα", αναβλύζοντας αποκλειστικά από τον εσωτερικό κόσμο του καλλιτέχνη είχε δώσει ο Μπρεχτ που έγραφε ότι αν ο καλλιτέχνης ψάξει καλά την πηγή των "αιωνόβιων ορμών" του θα διαπιστώσει ότι πολλές απ' αυτές του της δίδαξε ο δάσκαλος με το ξύλο και πως από τον εσωτερικό του κόσμο δε βγαίνει η φωνή των προσωπικών οραμάτων του, "η φωνή του θεού του, αλλά η φωνή κάποιων εκμεταλλευτών". "Ο καλλιτέχνης τις περισσότερες φορές δημιουργεί ασυνείδητα μόνο πλάνες και ψευτιές. Αντλεί δηλαδή ασυνείδητα ό,τι του έχουν βάλει μέσα του εντελώς συνειδητά" η κυρίαρχη τάξη και ιδεολογία.

Μ' όλα αυτά θέλουμε να καταλήξουμε ότι δεν υπάρχει ανόθευτη, μη στρατευμένη τέχνη. Δε θα υποστηρίξουμε, βέβαια, ότι όλοι οι δημιουργοί είναι με επίγνωση παραταγμένοι στο πλευρό κάποιας από τις δύο ανταγωνιστικές τάξεις του κοινωνικού μας συστήματος. Ενα μεγάλο μέρος τους δεν ξεκινά από κάποια πολιτική ή ιδεολογική προαίρεση. Ομως, οι ιδέες, οι πεποιθήσεις, τα αισθήματά τους, οι συμπάθειες και οι αντιπάθειές τους, οι επιρροές που δέχονται αδιάκοπα από το γύρω κόσμο και η ταξική τους θέση εισάγουν αντικειμενικά την ταξικότητα στην τέχνη τους.

Ακόμη και οι δημιουργοί που αποκλείουν από το έργο τους τα κοινωνικο-πολιτικά θέματα και φτιάχνουν "ωραία, ανώφελα πουλιά" για τις "σκάλες των αιώνων", όπως έγραφε ο Ρίτσος, παίρνουν στην πραγματικότητα θέση. Θελημένα ή αθέλητα εκφράζουν σκοπιμότητα. Πάνω σ' αυτό το θέμα ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του στον "Ριζοσπάστη": "Η τέχνη είναι πάντα κοινωνική λειτουργία. Οι στρατευμένοι της αποστράτευσης, εκείνοι που κάνουν απολίτικη τέχνη στην ουσία κάνουν πολιτική, δηλαδή τείνουν να αποφύγουν μια πολιτική θέση και να συμβουλέψουν και τους άλλους να αδρανήσουν". Με άλλα λόγια οι αστράτευτοι, ακόμη και όταν δεν το θέλουν είναι στρατευμένοι στην κυρίαρχη τάξη. Οπως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα απολίτικος άνθρωπος - εκείνος που ισχυρίζεται πως δεν ασχολείται με την πολιτική για να μην "καπελωθεί", είναι αυτός που φορά και το μεγαλύτερο "καπέλο" - έτσι δεν υπάρχει κι αστράτευτη τέχνη.
Ποίηση γειωμένη με την ιστορική πραγματικότητα και τις ανάγκες της

Ας επιστρέψουμε όμως στο συγκεκριμένο παράδειγμα της "Σονάτας του Σεληνόφωτος". Ποιο είναι το θέμα της; Το αιώνιο υπαρξιακό πρόβλημα της προσπάθειας του ανθρώπου να ξεφύγει από τη φθορά του χρόνου; Για μια μονόπλευρη και επιφανειακή ανάγνωση του Ρίτσου, ναι. Στην πραγματικότητα όμως το θέμα αυτής της υπέροχης ποιητικής σύνθεσης κρύβεται στους στίχους που οι διοργανωτές της σημερινής εκδήλωσης διάλεξαν για το εξώφυλλο του προγράμματός τους:

Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα,

μονάχος στη δόξα και στο θάνατο.

Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.

Το θέμα δηλαδή του ποιήματος είναι η επώδυνη εσωτερική πάλη του παλιού με το καινούριο, η ταλάντευση στα όρια του ιλίγγου ενός ανθρώπου, της γυναίκας με τα μαύρα, που αφού γεύτηκε - σαν ποιήτρια μάλιστα - τη μοναχική ενασχόλησή της με τις "αιώνιες αξίες", τον έρωτα, τη δόξα, το θάνατο και συνειδητοποίησε σε ώριμη πια ηλικία το ανώφελό της, προσπαθεί να αποδράσει έστω για λίγο απ' αυτή. Να ξεφύγει δηλαδή από την ατομικότητα και τη μόνωση της ιδεαλιστικής - θρησκευτικής κοσμοθεώρησής της και να ρίξει μια ματιά στα κοινά, τα κοινωνικά προβλήματα και ενδιαφέροντα, που συμβολίζει η πολιτεία. Το νόημα του ποιήματος και το μήνυμα σε όσους αντιμετωπίζουν αβασάνιστα αυτή την εσωτερική διαπάλη βάζοντας την ταμπέλα "παρακμή μιας εποχής" είναι πως είναι δύσκολο να απαγκιστρωθεί κανείς από τον παλιό αστικό κόσμο και τις αντιλήψεις του. Ακόμη κι εκείνοι που κατανοούν πως είναι πια ξεπεσμένος κι ετοιμόρροπος εξακολουθούν να τον ανέχονται και όπως η γυναίκα με τα μαύρα προσπαθούν απεγνωσμένα να στηρίξουν το παλιό οικοδόμημά του, που τους τραβά στο βυθό της παρακμής του. Με άλλα λόγια, ο Ρίτσος κάθε άλλο παρά εγκαταλείπει ή αμφισβητεί την κομμουνιστική ιδεολογία του σ' αυτό το ποίημα. Το αντίθετο μάλιστα. Προσπαθεί να την επιβεβαιώσει στις νέες αντιηρωικές συνθήκες της συνεχιζόμενης ταξικής πάλης, όπου η έξοδος στη συμμετοχή και στον αγώνα γίνεται ακόμη πιο στενή, απαιτώντας τεράστια υπομονή και αντοχή από τους κοινωνικούς αγωνιστές.

Ας πάμε τώρα και σε μια άλλη σύνθεση από τη συλλογή "Τέταρτη Διάσταση", το ποίημα "Η Ελένη", που κατά καιρούς επισείεται ως ατράνταχτη απόδειξη αποστράτευσης του Ρίτσου. Πρόκειται για έναν εσωτερικό μονόλογο της γερασμένης πια ωραίας Ελένης λίγο πριν το θάνατό της. Μόνο που το ποίημα δεν αναφέρεται απλά στη φυσική φθορά, αλλά μαζί και προπαντός στη φθορά του οράματος της κοινωνικής απελευθέρωσης. Και όλο το νόημά του βρίσκεται στη φράση της Ελένης: "Ισως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει η ιστορία". Η "θέση" δηλαδή του Ρίτσου δεν είναι η ματαιότητα του κοινωνικού αγώνα και η μεταστροφή στα αιώνια, υπαρξιακά προβλήματα, αλλά η επιστροφή μετά από βαθιά και ορισμένες φορές βασανιστική περισυλλογή στην ιστορική πραγματικότητα και τις ανάγκες της. Μια επιστροφή όμως που μας βοηθά να αντιμετωπίσουμε πιο ώριμα και πιο δυνατά, με βαθύτερη γνώση και συνείδηση - χωρίς επιπόλαιες συναισθηματικές εξάρσεις - τις ήττες, τις απώλειες, τις ιστορικές επιβραδύνσεις, μαζί και τις υπαρξιακές ανησυχίες μας.

Οπως γράφει στα Μελετήματά του: Το ιδεολογικό υπόβαθρο της τέχνης, το κοινωνικό και ηθικό, αν δεν είναι ο πρώτος λόγος της αξίας της, είναι ωστόσο ο τελικός ή όπως πιο ποιητικά το εκφράζει στην Γκραγκάντα:

να ξεχνάς το μόχθο του μεροκάματου

είναι να ξεχνάς την ιστορία, τη μάνα σου, τους πεθαμένους

είναι να ξεχνάς αυτό που λέμε δικαιοσύνη,

τ' άλλα - σιωπές, μεταμφιέσεις, πούπουλα, φτερούγες - κουραφέξαλα.

Οσο όμως κουραφέξαλα, φτερά και πούπουλα, κούφια κι άσκοπη δηλαδή, κι αν είναι η υποτιθέμενη μη στρατευμένη τέχνη, άλλο τόσο είναι και η τέχνη που βασίζεται σε έτοιμα, προκατασκευασμένα ιδεολογικά σχήματα. Η τέχνη που καταντά στείρα πολιτικολογία, μπορεί να πετύχει τα αντίθετα αποτελέσματα απ' αυτά που επιδιώκει. Ο Ενγκελς αναφερόμενος χαρακτηριστικά στη λογοτεχνία συχνά τόνιζε ότι όσο πιο κρυμμένες μένουν οι απόψεις του δημιουργού, τόσο το καλύτερο για το έργο τέχνης. "Η στράτευση, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να αντλείται μέσα' απ' την ίδια την κατάσταση κι από τη δράση, χωρίς να αναφέρεται συγκεκριμένα..." έγραφε.

Ο Ρίτσος αυτό το γνωρίζει καλά. Η ποίησή του δεν αντιγράφει, δε φωτογραφίζει, δεν εξιδανικεύει την πραγματικότητα. Οπως και οι κλασικοί του μαρξισμού, αντιμετωπίζει την τέχνη σαν μορφή εργασίας, σαν συνειδητή προσπάθεια με τα εργαλεία του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού να διεισδύσει στην πραγματικότητα για να την κατακτήσει, να την οικειοποιηθεί, να την "εξανθρωπίσει". Αγώνας αναζήτησης της αλήθειας για την αδιάκοπα μεταβαλλόμενη και αντιφατική πραγματικότητα, ειδικά στο σύνθετο τρόπο που αυτή αντανακλάται στην ανθρώπινη συνείδηση, είναι η ποίησή του. Μιας αλήθειας που συχνά δε συμπίπτει με τις επιθυμίες του και τις δικές μας επιθυμίες. Οπως γράφει σε επιστολή του στον ποιητή Πέτρο Ανταίο:

"Ευτυχώς η διαλεκτική, μας βοηθάει να δούμε, να εξηγήσουμε και να ξεκαθαρίσουμε τις βασικές ταξικές αντιθέσεις και τις αντανακλάσεις τους στον ψυχικό, πνευματικό και ηθικό τομέα, όπου τα πράγματα παρουσιάζονται πιο περίπλοκα με πολλές προσμίξεις, ασάφειες, παραπλανήσεις, απάτες, αυταπάτες, διαστρεβλώσεις και διαστροφές. Η πολλή απλοποίηση ή απλοπικοποίηση είναι μια ευκολία που δεν την καταδέχεται η αληθινή τέχνη, που έχει συναίσθηση του βαθύτατα ανθρώπινου χρέους της... Χρειάζεται πολύ θάρρος για να κοιτάξουμε βαθειά και κατάματα τα πράγματα χωρίς αναπαυτικές αφέλειες και παρηγορητικές αυταπάτες".
«...να κρατάς ως την άκρη την ανθρώπινη ευθύνη σου...»

Η δυσκολία λοιπόν να προσεγγίσουμε ένα μεγάλο μέρος της ποίησης του Ρίτσου δεν πρέπει να μας αποθαρρύνει και να μας απομακρύνει απ' αυτήν. Αν θέλει κανείς να φτάσει στην πραγματική απόλαυση της τέχνης, δεν αρκεί να καταναλώνει με άνεση και ευκολία τα αποτελέσματά της. Ο Ρίτσος μας καλεί να συμμετέχουμε, να εργαστούμε μαζί του, να συνδημιουργήσουμε, γιατί μόνον εργαζόμενοι μπορούμε να εισχωρήσουμε στην ουσία των καταστάσεων, να ανακαλύψουμε τους νόμους και τις σχέσεις που τις διέπουν, να αποκτήσουμε βαθύτερη συνείδηση της πραγματικότητας και να βρούμε το δρόμο για να την αλλάξουμε. Η τέχνη του Ρίτσου είναι μεγάλη γιατί μας ξεβολεύει, μας ενεργοποιεί. Δεν μας δίνει την εικόνα μιας πραγματικότητας που κινείται ανεξάρτητα από μας, αλλά μας αποκαλύπτει πως η κίνησή της προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη δική μας συμπεριφορά. Μήπως δεν κουβαλάμε κι εμείς μέσα μας κάτι από τη γυναίκα με τα μαύρα, κάποια μικρά ή μεγαλύτερα κατάλοιπα του παλιού τρόπου σκέψης, που επίμονα αντιστέκονται; `Η μήπως πάλι δεν έχουμε πάρει και κάτι από την ανυπομονησία και την αστοχασιά του νεαρού, που έτσι εύκολα ξεμπερδεύει με τις δυσκολίες της ταξικής πάλης;

Με λίγα λόγια, ο Ρίτσος ποτέ δεν αντιμετώπισε την τέχνη σαν απόλυτη και αιώνια αλήθεια, σαν αυτοσκοπό, που επιμολύνεται όταν ασκεί εξω-αισθητικές τάχα λειτουργίες, όπως η γνώση της πραγματικότητας και η διαπαιδαγώγηση. Με συνείδηση του ταξικού του χρέους και υψηλή κομματικότητα ήταν μάλιστα ανάμεσα στους λίγους που δεν απέρριπτε ούτε την αποκαλούμενη "κατά παραγγελία" τέχνη, αγνοώντας επιδειχτικά τις επιθέσεις των εχθρών και τις συμβουλές των άσπονδων φίλων του να πάψει να θέτει έτσι σε κίνδυνο την ποιητική του οντότητα. Για ποιο λόγο άλλωστε; Μήπως τόσα και τόσα κορυφαία έργα τέχνης δεν έγιναν κατά παραγγελία, όπως η Ακρόπολη των Αθηνών, τα έργα του Φειδία, οι τοιχογραφίες του Μιχαήλ Αγγελου στην Καπέλα Σιξτίνα, το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, η 5η Συμφωνία του Μπετόβεν και χιλιάδες άλλα; Ειδικά όταν παραγγελιοδότης ήταν η εργατική τάξη δημιουργήθηκαν αξεπέραστα ως τις μέρες μας αριστουργήματα, όπως η Γκουέρνικα του Πικάσο, ο Πύργος του Τάτλιν, οι τοιχογραφίες των Μεξικανών ζωγράφων Σικέιρος και Ριβέρα και άλλα πολλά, ανάμεσα στα οποία ορισμένα από τα ωραιότερα ποιήματα του Ρίτσου, όπως το Γράμμα στο Ζολιό Κιουρί γραμμένο στον Αϊ - Στράτη σαν κάλεσμα προς τους ξένους διανοούμενους και καλλιτέχνες για να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους στους εξόριστους - ένα ποίημα που έγινε η αφορμή για να φουντώσει μια παγκόσμια κατακραυγή κατά των εφιαλτικών στρατοπέδων, και κάτω από το βάρος της να κλείσουν τελικά η Μακρόνησος και ο Αϊ - Στράτης.

Οποιος δεν ακούει το μεγάλο τραγούδι των λαών δεν είναι άνθρωπος, πώς μπορεί τάχα να είναι ποιητής; υποστήριζε ο Ρίτσος στην πρώτη συνέντευξή του στο μεταπολεμικό περιοδικό του Δημήτρη Φωτιάδη "Ελεύθερα Γράμματα".

Κλείνω με ένα απόσπασμα από τη συνέντευξη αυτή:

Το ξέρουμε πως είναι εύκολο να φαντάξουμε, δίχως και πολύ κόπο, δίχως θυσία, ήρωες στη μικρή αραχνιασμένη και "λεύτερη" γωνιά του σπιτιού μας, στα μάτια της μάνας μας και των τριών όμοιών μας φίλων, που μας παινεύουν για να παινευτούν κι αυτοί με τη σειρά τους. Μα είναι δύσκολο και ακριβό και μεγάλο, να κρατάς ως την άκρη την ανθρώπινη ευθύνη σου, μέσα στο αδιάψευστο φως, όταν χιλιάδες μάτια σε βλέπουν και χιλιάδες αυτιά σ' ακούν. Εκεί να πάρει κανείς τη θέση του δεν είναι "τιποτένιος ρόλος", δεν είναι "περιορισμός του ατόμου", μα είναι ο καλλίτερος τρόπος να δώσει ό,τι πιότερο έχει το άτομο, να πάρει ό,τι πιότερο μπορεί, ν' αναπτύξει ως το άπειρο τις ικανότητές του, να ξεβουλώσει τα ρουθούνια της ψυχής του, ν' ανοίξει τους πόρους του πνεύματός του. Εδώ η μεγάλη άμιλλα, η μεγάλη δοκιμασία, το μεγάλο έργο. Εδώ χρειάζουνται γερά κότσια κι όποιος τα 'χει χιλιάδες κόσμος θα τον στεφανώσει.

Και ο Ρίτσος αναμφίβολα τα είχε».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ