27 Απρ 2014

Πολιτισμός: Μια κερδοφόρα διέξοδος των μονοπωλίων

Πολιτισμός: Μια κερδοφόρα διέξοδος των μονοπωλίων

Ηταν το 2003, όπου οι τότε διαχειριστές της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα προέδρευαν και πάλι στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Από στόματος Ε. Βενιζέλου, υπουργού Πολιτισμού, διακηρύχθηκε η αναγκαιότητα της ενιαίας πολιτιστικής ταυτότητας, ως απαραίτητης προϋπόθεσης για να οικοδομηθεί η ενιαία πολιτιστική αγορά, η οποία με τη σειρά της θα στήριζε την ενοποίηση της ευρωπαϊκής αγοράς. Μια πίεση που υπαγορεύεται από την ανάγκη της ΕΕ να υπερισχύσει στον ανταγωνισμό με χώρες που διαθέτουν πολύ μεγαλύτερη και σχετικά ενοποιημένη αγορά, όπως οι ΗΠΑ. Ο Βενιζέλος είχε μάλιστα χρησιμοποιήσει τον λατινικό όρο της αγοράς «forum», γιατί, όπως ο ίδιος έλεγε, με τον όρο αυτό προσδιοριζόταν ο διττός χαρακτήρας του πολιτισμού που δεν είναι μόνον οικονομικός, αλλά και ιδεολογικός.

Στα 11 χρόνια που μεσολάβησαν ο στόχος της ενιαίας πολιτιστικής αγοράς δεν επιτεύχθηκε, τουλάχιστον στο βαθμό των προσδοκιών της ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η ανισομετρία στην καπιταλιστική ανάπτυξη και οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ, που διογκώθηκαν από την κρίση, καθώς και η πολυγλωσσία και η πολιτιστική πολυμορφία έχουν ως αποτέλεσμα το χαμηλό βαθμό συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης στον τομέα του Πολιτισμού, με το κεφάλαιο να αντιμετωπίζει διστακτικά τις επενδύσεις σε αυτόν. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλη αυτή την περίοδο η ευρωπαϊκή αγορά κατακλύζεται από αμερικανικά πολιτιστικά προϊόντα, ειδικά στα είδη της τέχνης με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση κεφαλαίου, όπως ο κινηματογράφος και γενικότερα ο οπτικοακουστικός τομέας, αλλά και οι εκδόσεις (π.χ. λογοτεχνία Νταν Μπράουν κ.ά.).

Phasma
Τα θεσμικά μέτρα που η Ευρωπαϊκή Ενωση προώθησε τα τελευταία χρόνια και εκφράστηκαν στην ελληνική νομοθεσία (νόμος για την ενίσχυση του οπτικοακουστικού τομέα, νόμος για τη χρηματοδότηση του θεάτρου και του χορού, ενσωμάτωση οδηγιών για τα συγγενικά δικαιώματα στη δισκογραφία κ.λπ.) αποσκοπούσαν - με κίνητρα και άλλα φιλομονοπωλιακά μέτρα - να τονώσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις στην πολιτιστική βιομηχανία και να ενισχύσουν τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση στον τομέα. Η τοποθέτηση των συσσωρευμένων αδρανών κεφαλαίων στην υπό διαμόρφωση, «αναδυόμενη» αγορά των πολιτιστικών προϊόντων και υπηρεσιών προβάλλεται όλα αυτά τα χρόνια ως μια από τις πολλά υποσχόμενες διεξόδους ανάκαμψης από την καπιταλιστική κρίση.
Στο πρόσφατο συνέδριο της Ελληνικής Προεδρίας με τον τίτλο «Χρηματοδοτώντας την Δημιουργικότητα» το θέμα «πολιτισμός ως παράγοντας εξόδου από την κρίση» απασχόλησε όλα τα τραπέζια της συζήτησης, ενώ έγινε και η πρώτη παρουσίαση μελέτης που το υπουργείο Πολιτισμού ανέθεσε στην Τράπεζα της Ελλάδας με τίτλο «Η Εξυπνη Οικονομία: "Πολιτιστικές" και "δημιουργικές" βιομηχανίες στην Ελλάδα: Μπορούν να αποτελέσουν προοπτική εξόδου από την κρίση;». Στη δε ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Ωθηση στους τομείς του πολιτισμού και της δημιουργίας για την οικονομική μεγέθυνση και την απασχόληση στην ΕΕ» αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «...Οι τομείς του πολιτισμού και της δημιουργίας, στο σημείο που διασταυρώνονται οι τέχνες, οι επιχειρήσεις και η τεχνολογία, βρίσκονται σε στρατηγική θέση για να κινητοποιήσουν παραγωγικές δυνάμεις και σε άλλους κλάδους παραγωγής...». Διάφορα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι η πολιτιστική βιομηχανία αντιπροσωπεύει έναν ανώριμο ακόμη τομέα της οικονομίας, γρήγορα αναπτυσσόμενο και με αυξημένες δυνατότητες κερδοφορίας, που η κρίση δε φαίνεται να τον πλήττει στον ίδιο βαθμό με τους άλλους οικονομικούς τομείς. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι η πολιτιστική βιομηχανία στις χώρες του ΟΟΣΑ σημειώνει επίσημους δείκτες ανάπτυξης μεταξύ 5% και 20% τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, ο πολιτιστικός τομέας έχει την ιδιότητα να επιδρά σε άλλους τομείς της οικονομίας αναβαθμίζοντας την κερδοφορία τους, τέτοιους όπως η τουριστική βιομηχανία, οι επικοινωνίες και ιδιαίτερα η κινητή τηλεφωνία, η αγορά ακινήτων κ.ά. Με βάση τα παραπάνω ο πολιτισμός τα τελευταία χρόνια συγκεντρώνει σε μεγαλύτερο βαθμό το ενδιαφέρον των οικονομικών επιτελείων της ΕΕ, με αποτέλεσμα να διαφαίνεται μια πορεία επιτάχυνσης των αναδιαρθρώσεων για αποδοτικότερη εκμετάλλευσή του από το κεφάλαιο. Προς επιβεβαίωση αυτής της εκτίμησης είναι και το γεγονός ότι η ΕΕ αυξάνει τη χρηματοδότηση στην πολιτιστική βιομηχανία, την ίδια στιγμή που στους άλλους τομείς την μειώνει. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι τα κονδύλια που διέθετε και διαθέτει η ΕΕ σ' αυτόν τον τομέα ήταν και εξακολουθούν να είναι πολύ περιορισμένα. Συγκεκριμένα, στο νέο πρόγραμμα «Δημιουργική Ευρώπη 2014 - 2020» προβλέπεται χρηματοδότηση μόλις 1.462.724.000 ευρώ (περίπου 7 εκατ. ευρώ/έτος/χώρα), στην οποία θα προστεθούν και κονδύλια από το Σύμφωνο Εταιρικής Σχέσης, που θα διαδεχθεί το ΕΣΠΑ.
Η επίδραση του Πολιτισμού
Παρότι ο Πολιτισμός συνιστά έναν μικρό τομέα της οικονομίας η επίδρασή του είναι πολύ μεγαλύτερη στην κοινωνία από οποιονδήποτε αποκλειστικά οικονομικό κλάδο της παραγωγής λόγω της ιδεολογικής λειτουργίας του, της ιδιότητάς του να συμβάλλει στη χειραγώγηση και ενσωμάτωση συνειδήσεων, να διαμορφώνει πεποιθήσεις, συνήθειες, προτιμήσεις, γούστο, να αξιοποιείται για την προπαγάνδα (π.χ. αντικομμουνισμός, σταλινολογία) αλλά και ως μοχλός προώθησης των γεωστρατηγικών σχεδίων και επιδιώξεων της ΕΕ έναντι των ανταγωνιστών της. Ετσι, το ενδιαφέρον της ΕΕ για τον Πολιτισμό δεν έχει μόνον οικονομικό χαρακτήρα, γεγονός που τονίζεται άλλωστε και στα κείμενά της.
Οι νεότερες αποφάσεις της ΕΕ και συγκεκριμένα το πρόγραμμα «Δημιουργική Ευρώπη 2014 - 2020» και η «ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ενίσχυση του κινηματογράφου και του οπτικοακουστικού» έρχονται να ενδυναμώσουν τη βασική στρατηγική επιλογή της, δηλαδή την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας - κερδοφορίας των ευρωενωσιακών μονοπωλίων που δραστηριοποιούνται στον τομέα του Πολιτισμού, ειδικά στον οπτικοακουστικό, στις νέες συνθήκες: 1) Ξαναμοιράσματος της αγοράς λόγω διεύρυνσης του ανταγωνισμού με χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, γενικότερα η Μέση Ανατολή και 2) μοιράσματος της νέας ψηφιακής αγοράς.
Ετσι, το βάρος του νέου προγράμματος πέφτει στην τεχνική και οικονομική υποστήριξη της ευρωπαϊκής πολιτιστικής βιομηχανίας για να επιτύχει τους παρακάτω στόχους:
α) Να προσαρμοστεί με επιτυχία στις νέες εξαιρετικά ανταγωνιστικές απαιτήσεις της καπιταλιστικής οικονομίας, ενσωματώνοντας στις δραστηριότητές της κερδοφόρες εφαρμογές της νέας τεχνολογίας για αναβάθμιση των μέσων, των μεθόδων και της οργάνωσης της παραγωγής, ανανέωση των επιχειρηματικών μοντέλων, εφεύρεση νέων τρόπων διανομής, εκπαίδευση του εργατικού δυναμικού στα νέα τεχνολογικά εργαλεία, διεύρυνση του ακροατηρίου με έμφαση στα παιδιά και τη νεολαία ως αυριανούς πελάτες.
β) Να λειτουργήσει και να δράσει με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα διακρατικά, στο εσωτερικό της αλλά και διεθνώς, να ενοποιήσει δηλαδή την αγορά της και να εισχωρήσει σε νέες αγορές αξιοποιώντας ως συγκριτικό πλεονέκτημα την πολιτιστική πολυμορφία (μεγαλύτερο εύρος επιλογών για τον καταναλωτή) με μέτρα όπως τα δίκτυα, η διασυνοριακή συνεργασία, η αύξηση της κινητικότητας των καλλιτεχνών και επαγγελματιών του χώρου καθώς και των φορέων και των έργων, η αξιοποίηση του Σήματος Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Κληρονομιάς και του θεσμού της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, η ενίσχυση του τομέα των μεταφράσεων, υποτιτλισμού, μεταγλώττισης κ.λπ.
Η έξυπνη οικονομία - πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες
Ως «έξυπνη οικονομία» ορίζεται από τους αστούς οικονομολόγους η οικονομία που συγκεράζει τη γνώση και την τεχνολογία («κοινωνία της γνώσης») με τον πολιτισμό και τη δημιουργία. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την επιδίωξη της καπιταλιστικής οικονομίας να φρενάρει την τάση μείωσης του μέσου ποσοστού κέρδους εκμεταλλευόμενη πιο εντατικά τις νέες δυνατότητες της σύγχρονης τεχνολογίας και προπαντός τις αυξημένες ικανότητες της κύριας παραγωγικής δύναμης, δηλαδή τις γνώσεις, το ταλέντο, τη φαντασία, την ευρηματικότητα και την ευφυΐα των καλλιτεχνών - δημιουργών και των άλλων εργαζομένων στον πολιτισμό. Ενδεικτικά, στη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας υπογραμμίζεται ότι η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα, με βασικότερα το υψηλό μορφωτικό επίπεδο του εγχώριου καλλιτεχνικού - δημιουργικού δυναμικού (το 50% περίπου είναι απόφοιτοι Ανώτατης Εκπαίδευσης) και το νεαρό της ηλικίας τους, που παραπέμπει σε μεγάλη εξοικείωση με τις νέες, ψηφιακές τεχνολογίες (ανήκουν στην αποκαλούμενη γενιά Υ).
Στο έδαφος αυτό αναπτύσσεται μια ολόκληρη συζήτηση γύρω από τις πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες και τις διαφορές τους. Ο όρος «δημιουργική βιομηχανία» προέρχεται από το βρετανικό μοντέλο πολιτιστικής πολιτικής και διαχείρισης και σύμφωνα με το υπουργείο Πολιτισμού της Μ. Βρετανίας εμπεριέχει εκείνες τις επιχειρήσεις που «έχουν την προέλευσή τους στην ατομική δημιουργικότητα, στην ικανότητα και το ταλέντο και έχουν δυνατότητες για τη δημιουργία πλούτου και θέσεων εργασίας μέσω της παραγωγής και εκμετάλλευσης της πνευματικής ιδιοκτησίας». Σύμφωνα με μια μερίδα αστών μελετητών η διάκριση μεταξύ «πολιτιστικών» και «δημιουργικών» βιομηχανιών είναι ότι οι πρώτες «προέκυψαν από τις μεγάλες τεχνολογικές - βιομηχανικές εξελίξεις των αρχών του 20ού αιώνα, ενώ οι δεύτερες αναδύθηκαν μέσα από την εξέλιξη του διαδικτύου και της μαζικής χρήσης του στα τέλη του 20ού αιώνα και στις αρχές του 21ου. Το διαδίκτυο άλλαξε το μοντέλο της πολιτιστικής/δημιουργικής επιχείρησης και από τις μεγάλες επιχειρήσεις και τη μαζική παραγωγή πολιτιστικών αγαθών περάσαμε στις πολύ μικρές και ατομικές επιχειρήσεις που, μέσω της διαφοροποίησης, μπορούν να ικανοποιούν περισσότερες ανάγκες».
Η αλήθεια είναι ότι ο όρος «δημιουργικές βιομηχανίες» έκανε την εμφάνισή του πριν από τη Μ. Βρετανία στις ΗΠΑ - ειδικότερα στην περιοχή της Silicon Valley - και αφορά τις χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις που ασχολούνται με την παραγωγή καινοτόμων εφαρμογών στον τομέα των νέων τεχνολογιών υψηλού κινδύνου (πληροφορική, ευρυζωνικότητα, διαδίκτυο) δεδομένου ότι δεν είναι όλες προσοδοφόρες. Στην ουσία, στις μικρές αυτές εταιρείες μεταφέρεται η ανάληψη του κινδύνου πειραματικών εφαρμογών στις νέες τεχνολογίες, που οι κολοσσοί του κλάδου δεν πραγματοποιούν κρίνοντας ότι δε συμφέρει να επενδύσουν σε ισχυρά τμήματα Ερευνας και Ανάπτυξης (R&D) με αβέβαια αποτελέσματα. Οταν κάποια από τις μικρές επιχειρήσεις επιτύχει μια κερδοφόρα εφαρμογή, τότε εξαγοράζεται από τους μονοπωλιακούς ομίλους του κλάδου. Ορισμένες βέβαια από τις μικρές αυτές επιχειρήσεις αναπτύσσονται και γιγαντώνονται αυτόνομα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι επιχειρήσεις της κοινωνικής δικτύωσης Facebook, Twitter, που όσοι είδαν την κινηματογραφική ταινία για το Facebook θα θυμούνται ότι ξεκίνησε από την ιδέα - παιχνίδι ενός φοιτητή του Χάρβαρντ, του Μαρκ Ζούκερμπεργκ και σήμερα το κεφάλαιό της έφτασε να ξεπερνά τα 130 δισ. δολάρια.
Επειδή τόσο ο κλάδος των νέων τεχνολογιών, όσο και της πολιτιστικής - καλλιτεχνικής παραγωγής έχουν αυξημένο ρίσκο, πολύ περισσότερο η σύμφυσή τους, με αποτέλεσμα οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι της πολιτιστικής βιομηχανίας να μην το αναλαμβάνουν, το μοντέλο των μικρών και ατομικών «δημιουργικών βιομηχανιών» για παραγωγή καινοτομίας ή ενδιαφέροντος εμπορικά καλλιτεχνικού έργου έχει κάνει τα τελευταία χρόνια την εμφάνισή του και στο χώρο του πολιτισμού. Για παράδειγμα, στη χώρα μας διευρύνεται η παρουσία μεγάλων ιδιωτικών πολιτιστικών επιχειρήσεων (Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Ιδρυμα Κακογιάννη κ.λπ.) που δεν έχουν δική τους παραγωγή, αλλά αγοράζουν εγχώριες παραγωγές που προβλέπουν ότι θα είναι κερδοφόρες, ή ενοικιάζουν τις εγκαταστάσεις τους για παρουσίαση παραγωγών αμφίβολης κερδοφορίας απαιτώντας και πρόσθετο ποσοστό επί των εσόδων της παράστασης. Η ΕΕ για να επιταχύνει και να γενικεύσει αυτή την πρακτική αναλαμβάνει να υποστηρίξει την ίδρυση και την εκκίνηση μικρών «δημιουργικών βιομηχανιών» αφού ο πολλαπλασιασμός τους αποτελεί προϋπόθεση για την ενίσχυση και υπερίσχυση της ευρωενωσιακής πολιτιστικής βιομηχανίας απέναντι στους ανταγωνιστές της.
Ετσι, το νέο πρόγραμμα της ΕΕ «Δημιουργική Ευρώπη» προβλέπει κοινοτική αλλά και κρατική χρηματοδότηση για όσες απ' αυτές τις επιχειρήσεις εντάσσονται στον οπτικοακουστικό τομέα (π.χ. κινηματογράφος, επιχειρήσεις παραγωγής διαδικτυακών παιχνιδιών κ.λπ.) σε ποσοστό 50%, για δε τις υπόλοιπες προβλέπει δανειοδότηση από τις τράπεζες με την ΕΕ να αναλαμβάνει το ρόλο του εγγυητή, που θα θέτει κριτήρια, θα ελέγχει αυστηρά την πορεία της επένδυσης και τελικά θα αποζημιώνει τις τράπεζες σε περίπτωση αποτυχίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ