Γράφει ο Σφυροδρέπανος //
25 χρόνια μετά από την επίσημη επανένωση των δύο Γερμανιών εις σάρκα μία κι ένα σαρκοβόρο, κοινωνικό σύστημα, ο γερμανικός λαός, κι όχι μόνο, νιώθει τα καλά κι ωφέλιμα αυτής της εξέλιξης στο πετσί του. Και νιώθει την ιστορία να του γελάει ειρωνικά, καθώς σωπαίνουν τα πανηγυρικά ταρατατζούμ για το υποτιθέμενο τέλος της και την πτώση του τείχους.
Την ίδια στιγμή, ιδίως όσοι ζουν στην ανατολική πλευρά, στην πάλαι ποτέ επικράτεια της ΛΔΓ, βλέπουν να υψώνονται γύρω τους αόρατα και αδιαπέραστα ταξικά τείχη, που τους υποβιβάζουν σε παιδιά ενός κατώτερου θεού και πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Την ίδια στιγμή, η υποκρισία ξεχειλίζει από τα μπατζάκια των αστικών ΜΜΕ, που δε βρίσκουν ούτε μία λέξη καταδίκης για το τείχος της ντροπής στην Παλαιστίνη ή για το φράχτη του Έβρου, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των προσφύγων, κτλ. Αλλά αναστενάζουν με ανακούφιση για την πτώση του τείχους που χώριζε την Ευρώπη στα δύο κι οδύρονται μέχρι σήμερα για τα “ανελεύθερα καθεστώτα” που δεν άφηναν τον κόσμο να ταξιδέψει όπου θέλει. Την ίδια στιγμή, η θάλασσα ξεβράζει κάθε μέρα δεκάδες πτώματα, όσα ήταν δηλαδή και τα θύματα στη συνοριακή γραμμή δυτικού κι ανατολικού Βερολίνου, εντός τριών δεκαετιών.
Την ίδια στιγμή, ένα κύμα νοσταλγίας απλώνεται στις παλιότερες γενιές, για αυτό που είχαν κι έχασαν χωρίς να παλέψουν για να το κρατήσουν, αλλά και στις νεότερες που ακούνε τις διηγήσεις για το σοσιαλιστικό παρελθόν και τις κατακτήσεις του, και το συγκρίνουν με το μίζερο, καπιταλιστικό παρόν και τις “ευκαιρίες” που τους δίνει. Μια υπαρκτή τάση, που έχει περάσει στο δημόσιο λόγο ως N-Ostalgie, λογοπαίγνιο που υποδηλώνει τη νοσταλγία για την “ανατολή” και ό,τι είχε συνδεθεί με τις ΛΔ της Ανατολικής Ευρώπης.
Την ίδια στιγμή, τα αστικά επιτελεία επιχειρούν να υποβαθμίσουν αυτό το μαζικό φαινόμενο, παραλληλίζοντάς το πχ στη χώρα μας με τη νοσταλγία που νιώθουν τα γνωστά σταγονίδια της επταετίας για την εποχή που κοιμόμασταν ασφαλείς και με τα παράθυρα ανοιχτά. Κι επειδή η πραγματικότητα βοά εναντίον τους, χρησιμοποιούν ανοιχτά ή συγκαλυμμένα τη μυθοπλασία και την πλασάρουν ως ιστορική απόδειξη. “Καλή” ώρα, τις προάλλες, ένα πολωνικό, αν θυμάμαι καλά, “ντοκιμαντέρ” που προβλήθηκε στην -υπό “αριστερή” διεύθυνση- ΕΡΤ και βασιζόταν στις καταχωρίσεις ενός υποτιθέμενου προσωπικού ημερολογίου(!).
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ωστόσο είναι η περιβόητη ταινία “οι Ζωές των Άλλων”, ενός σκηνοθέτη που δεν είχε ζήσει ποτέ του στη ΛΔΓ, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να παρουσιάζει χοντροκομμένες καρικατούρες αντί για χαρακτήρες, όπως τον κακό γραφειοκράτη Υπουργό, που εκμεταλλεύεται τη θέση του εις βάρος των υπολοίπων και προς το τέλος της ταινίας, το συναντάμε ξανά μετά την επανένωση, να αναρωτιέται: “δεν ήμασταν καλύτερα στη μικρή μας δημοκρατία”; Όπου ακόμα και η επιλογή των λέξεων, μικρή δημοκρατία, δεν είναι τυχαία ασφαλώς. Αυτό που διαφεύγει βέβαια από την οπτική του σκηνοθέτη είναι πως στη συντριπτική της πλειοψηφία, “των γραφειοκρατών η φάρα” είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στις αντεπαναστατικές ανατροπές κι έζησε ζωή χαρισάμενη επί καπιταλισμού, χωρίς το παραμικρό συναίσθημα νοσταλγίας για αυτό που γκρέμισε. Με άλλα λόγια, ήταν από τη δική του (ταξική) πλευρά.
“Καλή ώρα”, σαν τον Γκίντερ Σαμπόφσκι, το στέλεγος του ΕΣΚΓ, που πέθανε πρόσφατα κι έμεινε στην ιστορία ως ο άνθρωπος που έριξε “κατά λάθος” το τείχος, ανακοινώνοντας σε μια συνέντευξη τις νέες ταξιδιωτικές οδηγίες, που έδωσαν το έναυσμα για όσα ακολούθησαν, και ακολούθως δήλωσε μεταμέλεια για μια σειρά πράξεις του, ώστε να γλιτώσει την καταδίκη των δικαστηρίων της ενιαίας, καπιταλιστικής Γερμανίας.

Η νοσταλγία απέχει βέβαια πολύ από το να γίνει συνειδητή δράση, που θα κινήσει τον κόσμο μπροστά κι όχι προς τα πίσω. Μένει όμως σα μάρτυρας υπεράσπισης της ιστορικής μνήμης κι ως ένδειξη πως τίποτα δεν πήγε χαμένο, στη χαμένη μας ζωή, χωρίς να αφήσει ανεξίτηλη σφραγίδα στις συνειδήσεις των λαών, για να τους δείχνει σαν τροχιοδεικτική βολή το δρόμο για την έφοδο στον ουρανό.