9 Μαρ 2017

Αγάπα το κελί σου

 Αγάπα το κελί σου

...τρώγε το φαΐ σου και διάβαζε πολύ,
ήταν η συμβουλή που έδινε ο Ζαχαριάδης στους συντρόφους, για να μην αφήνουν αναξιοποίητο αυτό το χρόνο και να χρησιμοποιήσουν τη δημιουργία ως όπλο απέναντι στη σκλαβιά και τα παρεπόμενά της. Αυτό δε σήμαινε φυσικά πως έπρεπε να αγαπήσουν τη φυλακή ως έννοια, θεσμό και κατάσταση ή τους δεσμοφύλακές τους.

Αυτή είναι όμως η κυρίαρχη τάση στη σημερινή εκμεταλλευτική κοινωνία, όπου τα θύματα συχνά μαθαίνουν να αγαπάνε και να θαυμάζουν τους εκμεταλλευτές τους, δηλ τους καπιταλιστές και τους μεγαλοεπιχειρηματίες. Υπάρχει και το σύνδρομο της Στοκχόλμης, όπου τα θύματα καταλήγουν να ερωτεύονται το βιαστή τους, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι μάλλον σαν να αγαπούν τον νταβατζή τους, γιατί αυτός φέρνει πελάτες (επενδυτές) και την ανάπτυξη (συνεισφέρει και στο ΑΕΠ της χώρας), ενώ χωρίς αυτόν δε θα υπήρχαν δουλειές. Κάποιοι προσπαθούν να στήσουν δικές τους δουλειές χωρίς νταβατζήδες πάνω από το κεφάλι τους (και το κάτω κεφάλι των πελατών) αλλά είναι δύσκολο να σταθούν μόνοι τους. Και κάποιοι φτάνουν ως την αυτοδιαχείριση, το θέμα όμως είναι να διαλύσουμε αυτή την μπουρδελοκοινωνία και τον τρόπο παραγωγής της, απελευθερώντας τον έρωτα, τις παραγωγικές δυνάμεις και τα όργανα αναπαραγωγής.
Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία-ανάρτηση.

Η αγάπη προς τον νταβατζή μπορεί να ξεπηδά αυθόρμητα στις σημερινές συνθήκες -που καθορίζουν εν πολλοίς τη συνείδηση- αλλά κι οι νταβατζήδες δεν την αφήνουν στην τύχη της να ανθεί μόνη της, χωρίς να την καλλιεργούν. Κάνουν λοιπόν τα πάντα για να την επιβάλουν συνειδητά και ασυνείδητα (αφού πατά πρωτίστως στην έλλειψη ταξικής συνείδησης), διαφημίζοντας διαρκώς το προφίλ τους, το επιχειρηματικό τους δαιμόνιο, τα αμύθητα πλούτη, τον περιπετειώδη χαρακτήρα, τις κοινωνικές τους ευαισθησίες, κοκ, με τρόπο που δε διαφέρει ουσιαστικά από τη συστηματική προβολή πχ ενός εκκολαπτόμενου sex symbol, ενός μοντέλου, σελέμπριτι, κοκ.

Ας δούμε μερικά παραδείγατα, ξεκινώντας με ένα -παλιότερο αλλά καλό και διαχρονικό- τιτίβισμα του Γιάννη Α-γιάννη.
Και τι ζητάμε; Μία να μας ερωτευτεί όπως ο Καρπετόπουλος το Μαρινάκη.
Το οποίο έγινε με αφορμή ένα εμετικό γλείψιμο του Κάρπετ (που δε θα είχε πρόβλημα να γλείψει και τον εμετό του για το αντίστοιχο αντάλλαγμα) στο Μαρινάκη και τον Ολυμπιακό, που πάει να πάρει το πρωτάθλημα μόνος του απέναντι σε όλους, κι αυτό συνιστά άθλο.

Στη θέση του θα μπορούσαν να είναι κι άλλοι: πχ ο Βερύκιος -που έγραψε την Κυριακή στο Έθνος μια άχρωμη ιστορία, χωρίς πιπέρι κι ενδιαφέρον για το Χαρίλαο- κι ο έρωτάς του για τον Κοντομηνά
Ή μάλλον -για να παραμείνουμε στην ίδια κατηγορία και το ίδιο πρόσωπο- το Χατζηνικολάου για το Μαρινάκη -αφού έστησε ασπίδα προστασίας γύρω του- κι εμμέσως το Βαρδινογιάννη.


Στα παραπάνω υπάρχει προφανώς το στοιχείο της προσωπολατρίας προς τον εκάστοτε μεγιστάνα-ευεργέτη, πρωτίστως όμως αντανακλά το κύρος της επιχειρηματικής, επενδυτικής τους ιδιότητας -γιατί, χωρίς τα χρήματά τους, κάποιοι από αυτούς δύσκολα θα ξεχώριζαν από τον υπόκοσμο.

Αυτό το τελευταίο αποτυπώνεται ανάγλυφα (όσο κι αν έχει μαγειρευτεί το αποτέλεσμα) και σε μια πρόσφατη έρευνα-βαρόμετρο, που καταγράφει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς. Και ο μόνος που παρουσιάζει αυξητική τάση -και δη εντυπωσιακή- είναι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, πάνω κι από την εκκλησία!


Έτσι, το κεφάλαιο γίνεται θεσμός που συνοδεύει πια την παραδοσιακή αγία τριάδα: πατρίς-θρησκεία-οικογένεια.

Αλλά το πιο εκπληκτικό (πιο επιβλητικό και πιο μεγάλο) είναι ότι οι υπόλοιποι θεσμοί βλέπουν τη δημοτικότητά τους να κατρακυλά υπό την επίδραση της κρίσης, ενώ οι επιχειρήσεις (που σχετίζονται άμεσα με αυτήν) όχι απλά μένουν στο απυρόβλητο, αλλά αυξάνουν θεαματικά τη δημοφιλία τους και θεωρούνται πιθανότατα ως το κλειδί για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη που θα μας βγάλουν από αυτήν. Τόσα λεφτά θα βάλουν, γιατί να μην κάνουμε κι εμείς λοιπόν μερικές θυσίες -που δεν είναι τίποτα μπροστά στα δικά τους εκατομμύρια;
Το κεφάλαιο μην κατηγοράς, αυτό σου δίνει για να φας...

Πώς έχτισαν όμως αυτήν τη βολική αφήγηση και κατάφεραν να την καταστήσουν αν όχι κυρίαρχη, σχεδόν αυτονόητη για ένα μεγάλο τμήμα του κόσμου;
Ένα παράδειγμα είναι ίσως το βιβλίο που έδινε τις προάλλες η Κυριακάτικη Καθημερινή -ποιος άλλος;- με τις εμπειρίες του Βουρλούμη στον ΟΤΕ, όταν είχε διοριστεί από τη ΝΔ στη διοίκησή του, για να προχωρήσει αποφασιστικά την ιδιωτικοποίησή του, τη συμφωνία με την Ντόιτσε Τέλεκομ κτλ.


Εκτός από κάποια εύκολα και εξίσου εύκολα προβλέψιμα (για την οπτική ενός φιλελέ) ιδεολογήματα (ο ΟΤΕ δεν ήταν αρκετά ιδιωτικός και είχε υπεράριθμους υπαλλήλους, οι μεταρρυθμίσεις απέδωσαν τα μέγιστα κι είναι απορίας άξιο γιατί δεν επεκτείνονται και σε άλλους φορείς) προκύπτουν μερικοί βασικοί άξονες με γενικότερη ισχύ κι ενδιαφέρον για τη φιλελεύθερη αφήγηση.

Η ρίζα του κακού είναι ο κρατισμός, το πελατειακό σύστημα, οι πολιτικοί και τα συμφέροντα. Με την τελευταία αυτή θολή έννοια δεν υποδηλώνεται βέβαια η αστική τάξη στο σύνολό της κι η "υγιής επιχειρηματικότητας" -όπως λένε και κάτι αριστερές ψυχές- αλλά κάποιοι μεμονωμένοι, επιθετικοί παίκτες, που δεν ακολουθούν τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς (λες και έχει τέτοιους η ζούγκλα) και διαπλέκονται με το κράτος και σκοτεινές διαδρομές (όπως ο Βγενόπουλος, που φωτογραφίζεται εμμέσως πλην σαφώς, στο τελευταίο κεφάλαιο).

Το κράτος δεν έχει ταξικό περιεχόμενο. Είναι μια δύναμη πάνω από την κοινωνία, που γιγαντώνεται και στρέφεται εναντίον της, ενάντια στους παραγωγικούς φορείς -κεφάλαιο και εργαζόμενους- που τους χτυπά εξίσου. Συνεπώς, αφεντικά και μισθωτοί δούλοι, ένα γίνονται ούλοι, και έχουν κοινό συμφέρον να πολεμήσουν το (γραφειο)κρατισμό, για να απελευθερώσουν τις παραγωγικές δυνάμεις, που παραμένουν εγκλωβισμένες κάτω από τα δεσμά του.

Οι πολίτες λοιπόν μπορούν να μισούν το κράτος που τους καταπιέζει αλλά υφίσταται ως αυτόνομη δύναμη, τους πολιτικούς που διαιωνίζουν το πελατειακό σύστημα και δε βάζουν στο στόχαστρο τους βολεμένους και τις συντεχνίες, και να εναποθέσουν τις ελπίδες τους στην ιδιωτική πρωτοβουλία και τα κρατικοδίαιτα μονοπώλια, που φέρνουν την ανάπτυξη. Αμήν.

Δεν είναι προφανώς δική μου δουλειά να κάνω υποδείξεις σε κανένα, αλλά τέτοια κείμενα θα έπρεπε να βρίσκουν άμεση κι επεξεργασμένη απάντηση από τη δική μας πλευρά, όχι με μια γενική πρόταση, αλλά με εξειδικευμένα κι εύληπτα επιχειρήματα, που να ξεθεμελιώνουν τα εδραιωμένα κλισέ και τις "μεγάλες αλήθειες" τη φιλελεύθερης αφήγησης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ