4 Φεβ 2018

Μη με λες πατριώτη, αφεντικό να με λες – Οι “Απαράδεκτοι” για τη Μακεδονία


Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα

Ο Σπύρος είναι αριστερός, προβληματίζεται, έχει κι ένα Πολυτεχνείο πίσω του, αλλά εξοργίζεται με τον αλυτρωτισμό του Γιόρικ και κρατιέται να μην τον χτυπήσει. Αυτά εξάλλου είναι εθνικισμοί του κερατά, επικίνδυνα μονοπάτια, άλλο ο λαός κι άλλο οι επιλογές των ηγετών, που ακολουθούν ένα ανεξάρτητο προτσές…


Σε μια συνέντευξή της, η Δήμητρα Παπαδοπούλου είχε πει πως ήταν στην ΚΝΕ, αλλά έφυγε γιατί βαριόταν στα αχτίφ κι έκανε φασαρία. Στις πρώτες δουλειές της ως σεναριογράφος, ήταν φανερό και το ένα και το άλλο. Δεν είχε αφομοιώσει πολλά πράγματα για να αναλύσει και να εμβαθύνει, αλλά κάτι της είχε μείνει ως υπόβαθρο.

Το 92′ οι Απαράδεκτοι δεν έμειναν ανεπηρέαστοι από τον εθνικιστικό παροξυσμό και τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία. Οι περισσότεροι θυμούνται το τραγούδι με το μαέστρο, που έπαιξε αρκετά αυτές τις μέρες πολύ στα social media, αλλά ήταν σαφώς κατώτερο από το πρώτο, Γιουροβιζιονικό τραγούδι των “Απαράδεκτων” (ώπα-είπα, κράτσες-κρούτσες).



Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η Παπαδοπούλου απλώς σατιρίζει και δε συντάσσεται κατά βάθος με το γενικό κλίμα -όπως φαίνεται κι από το τραγούδι. Συναντάμε όμως πολλές οξυδερκείς στιγμές της και μαργαριτάρια που δείχνουν το κνίτικο παρελθόν της.

Η ιστορία έχει ως εξής. Ο διαχειριστής Χαλακατεβάκης έχει προσλάβει ένα Φυρομακεδόνα (ας το λέμε έτσι, χάριν συνεννόησης) για να του κάνει τις δουλειές. Το σενάριο δεν ξεφεύγει από το κυρίαρχο σωβινιστικό στερεότυπο και μας παρουσιάζει ένα Γιόρικ ψωμόλυσσα, ανεπρόκοπο, κουτοπόνηρο, με παράλογες αλυτρωτικές απαιτήσεις, που εκνευρίζει τους “Απαράδεκτους” φωνάζοντάς τους “πατριώτες”. Στον αντίποδα όμως σκιαγραφείται πολύ εύστοχα η δική μας πλευρά.



Οι Έλληνες ονειρεύονται μπίζνες στα Βαλκάνια και ξυπνάει το επιχειρηματικό τους δαιμόνιο, ψάχνοντας να ανοίξουν ένα μπακάλικο στα οικόπεδα του Γιόρικ -τώρα που οι γείτονες πεθαίνουν της πείνας. Σε ένα πρώτο γκεστάλτ, σατιρίζεται ο νεοπλουτισμός του Έλληνα μικροαστού, που ονειρεύεται να γίνει επιχειρηματίας, με το μικρό του κεφάλαιο. Σε ένα δεύτερο γκεστάλτ, μπορεί να υπάρχει ένας υπαινιγμός για την ενδιάμεση θέση του ελληνικού καπιταλισμού, σα μέγεθος, που παρά τους λεονταρισμούς του, δεν μπορεί να ανοίξει τίποτα καλύτερο παρά ένα μπακάλικο, με τη φιλοδοξία να γίνει αλυσίδα Σούπερ-Μάρκετ, όταν μεγαλώσει.

Σε μία από τις πρώτες σκηνές, ο Χαλακατεβάκης θυμώνει που ο Γιόρικ τον φωνάζει “πατριώτη”, γιατί προτιμά να τον φωνάζουν “αφεντικό”, με τη ματιά του να μαλακώνει και να ατενίζει το μέλλον. Οι μπίζνες είναι μπίζνες, και ο εθνικισμός-εθνικισμός. Μπορεί να μοιάζουν κάπως αντιφατικά, αλλά παντρεύονται ιδανικά και συμπληρώνουν το ένα το άλλο, στην πραγματικότητα.
Όπως έλεγε κι ένα γηπεδικό πανό: η Μακεδονία είναι ελληνική, αλλά στα Σκόπια έχει αμόλυβδη φτηνή


Εκεί που βιώνεται πιο έντονα η αντίφαση είναι στο Σπύρο Παπαδόπουλο, που είναι αριστερός, έχει προβληματισμούς, έχει κι ένα Πολυτεχνείο πίσω του, και όλα αυτά του φαίνονται ανοησίες, επικίνδυνα πράγματα κι εθνικισμοί του κερατά. Κάτι που δεν τον εμποδίζει όμως να συμμετέχει -με μισή καρδιά έστω- στις εκδηλώσεις για τη Μακεδονία (σε αντίθεση με τους αυθεντικούς Λακεδαιμόνιους), να ανησυχεί για τις ελληνικές του ρίζες και να σπαράζει η ελληνική του ψυχή με τον αλυτρωτισμό του γείτονα Φυρομακεδόνα, που θεωρεί τη Θεσσαλονίκη δικιά του, και ο Σπύρος κρατιέται να μην τον χτυπήσει -αυτά εξάλλου είναι εθνικισμοί, επικίνδυνα μονοπάτια, άλλο ο λαός κι άλλο οι επιλογές των ηγετών, που ακολουθούν ένα ανεξάρτητο προτσές


Ως χαρακτήρας, συμπυκνώνει διορατικά το περίεργο μίγμα του “αριστερού εθνικισμού” που υπήρχε ήδη στην εποχή του, αλλά βλέπουμε πολύ καθαρά σήμερα στο Λαφαζάνη, τη Ζωή, τον Μπιτσάκη, το Μίκη και τα άλλα παιδιά…

Και πλάι του, ο ζαμανφού μπαρόβιος και ένα απολίτικο αστροπελέκι, που από το μηδέν μετατρέπονται σε εθνικιστές ολκής. Η Ρένια μάλιστα είναι και με τον Καραμπελιά! Αλλά μόνο ο Σπύρος -ο “αριστερός”- λέει ανοιχτά τι ψηφίζει κι όλοι οι υπόλοιποι το παίζουν υπερκομματικοί κι υπεράνω…

Το επεισόδιο σατιρίζει εύστοχα τη μανία πολλών πατριωτών να βρούνε τις ρίζες τους στην εθνοτική σαλάτα των Βαλκανίων και του ευρύτερου χώρου. Το Γιάννη αρχικά τον απασχολεί το μαρούλι της δικής του σαλάτας κι αδιαφορεί για το Μακεδονομάχο παππού της Δήμητρας, αλλά στη συνέχεια παθαίνει “εθνική μελαγχολία”-κατάθλιψη, στην ιδέα πως μπορεί να είναι Τουρκόσπορος. Η Ρένια καμαρώνει για τη γιαγιά της που πήδηξε από το Ζάλογγο και την έβλεπε μια γειτόνισσα, ενώ η Δήμητρα λέει πως η σκούφια της κρατάει από την Αλεξάνδρεια (Γιδά) Ημαθίας, παίζοντας δημιουργικά με την καταγωγή της στην πραγατική ζωή από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.


Όλοι οι Έλληνες ψάχνουν μανιωδώς τις ρίζες τους κι ας μην είναι πολύ πρόθυμοι να φάνε φασολάδα και να ακούνε το Μενούση -κι άλλα δημοτικά- στη διαπασών, κάθε μέρα. Αλλά “παράδοση” είναι κι η πατριαρχία, να μαγειρεύει η γυναίκα, κι άλλα παρόμοια, που η Δήμητρα τα θεωρεί -και σωστά- “δουλοπαροικία…”


Στο τέλος οι Έλληνες, μονιασμένοι από τις εθνικές εκδηλώσεις τους -που θυμίζουν εθνική γιορτή και εκπομπές για το “ελληνικό Πάσχα”- κάθονται στο σαλόνι κι αρχίζουν να τρώγονται για τα πολιτικά, οπότε τους την λέει ο Γιόρικ που είναι ξένος (αν και “πατριώτης” κι αυτός). Η σκέψη της Παπαδοπούλου έχει ως ανώτατο όριο τη διχόνοια που χωρίζει τους Έλληνες σε στρατόπεδα. Υπάρχει βάση όμως σε όλα αυτά, καθώς αρκεί μια σπίθα (όχι του Μίκη) για να ανάψουν τα πνεύματα στο “ομόψυχο, πατριωτικό πλήθος”, που εύκολα μπορεί να αρχίσει να τσακώνεται πχ για τον Ολυμπιακό, την ΑΕΚ και τον ΠΑΟΚ.

Γκολάρες βάζουν και οι τρεις, για να θυμηθούμε το τραγούδι της αρχής και να κλείσουμε διαλεκτικά τον κύκλο. Ένα τραγούδι που συνδυάζει διαλεκτικά το οπαδικό, καρναβαλικό στοιχείο αυτών των συλλαλητηρίων (φουστανέλες, ΠΑΟΚ-Άρης-Ηρακλής κοκ). Και κλείνει με το υπέροχο “Ουστ”, που είναι σαν προφητική εικόνα από τα προσεχώς και τις πλατείες των Αγανακτισμένων.


Όσο για το στίχο-προτροπή “κόψτε το χαβαλέ”, ακούγεται μάλλον ως τραγική ειρωνεία από μια κατεξοχήν κωμική χαβαλεδιάρικη σειρά. Αλλά με το χαβαλέ μπορείς να πεις τελικά τα πιο σοβαρά πράγματα, από τα καλύτερα ως τα χειρότερα: να ρίξεις μύλο στο νερό του εθνικισμού ή να κάνεις μια τρομερή ανατομία της ελληνικής κοινωνίας και του εθνικισμού που την μαστίζει. Ή και τα δύο μαζί διαλεκτικά (ένωση και πάλη των αντιθέτων).

Από άλλο επεισόδιο, αλλά κολλάει με την επικαιρότητα...
Αλλά εντάξει, μια τέτοια ανάρτηση αξίζει κι αντίστοιχο φινάλε -λιγότερο “ξύλινο”.
-Τι έγινε ρε παιδιά; Πότε κοιμήθηκα αριστερός και ξύπνησα εθνικιστής; Τι ρεζιλίκια είναι αυτά;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ