Γύριζα όλη τη μέρα στον Πειραιά,
πουλώντας παστέλια. Ήταν τα παστέλια αυτά ένα κατασκεύασμα από μαύρες
σταφίδες και λίγο σουσάμι. Έπαιρνα σβάρνα τα εργοστάσια, τις πλατείες,
το λιμάνι και διαλαλούσα το "ωραίο και νόστιμο παστέλι". Λίγο πολύ τα
βόλευα. Ψιλοπράγματα δηλαδή, για να ξεγελάμε την κατάσταση. Τότε τα
Γυμνάσια είχανε κλείσει. Κι αν άνοιγαν, άνοιγαν για λίγο καιρό κι ύστερα
πάλι λουκέτο, γιατί οι κατακτητές φοβόντουσαν τις φασαρίες και τις
απεργίες, που κάθε τόσο κάναν οι μαθητές.
Έτσι το έριξα στη δουλειά βοηθώντας τους
δικούς μου. Στην αρχή πήγα στο Χασάνι. Οι Γερμανοί παίρναν εργάτες, για
μια νερόβραστη σούπα κι ένα κομμάτι μαύρη κουραμάνα. Εκεί όμως έπεφτε
ξύλο από τον Γερμανό επιστάτη, που όλα τα παιδιά τον ξέραν "ο κουλός",
γιατί είχε ένα χέρι. Σκύλος σωστός! Γύριζε μανιασμένος φωνάζοντας με τη
φωνή του τη βραχνή:
- Αρμπάϊτ σνέλ!
Όταν έβλεπε και καθόταν κανένας να
ξεκουραστεί και δεν έσκαβε, λύσαγε. Έβγαζε το στειλιάρι του κασμά και
τον κοπανούσε αλύπητα. Αυτός ήθελε δουλειά. Εμείς κοροϊδεύαμε, ίσα ίσα
για να τρώμε.
Μια βδομάδα δούλεψα εκεί. Πήρα ένα πρωί
το μετάλλινο δίσκο που 'χε η μάνα μου μέσα στον κομό και που της
χρησίμευε για τα κεράσματα των μουσαφίρηδων, έφτιαξα και μια στέκα όπως,
όπως, και μια και δυο, πουλούσα παστέλια. Σηκωνόμουν απ' τα χαράματα.
Ένοιωθα μεγάλη χαρά, έτσι καθώς κάθε βράδυ, γύριζα σπίτι φορτωμένος,
πότε με κανένα λάχανο, πότε με καμιά οκά πατάτες που αγόραζα από τα
κέρδη.
Είχα μάθει τον Πειραιά σπιθαμή προς σπιθαμή. Πρώτα γυρόφερνα όλα τα λαμαρινάδικα της Λεύκας. Πήγαινα και στου Παπαστράτου κι ύστερα, κατέβαινα στο λιμάνι. Καθόμουν έξω απ΄ το μέγαρο του Βάττη.
Εκεί και παστέλια περισσότερα πουλούσα, αλλά μου άρεσε να βλέπω και τα
βαπόρια. Δεν είχε πολλά. Μερικά γερμανικά, καμωμένα από τσιμέντο και
δικά μας καΐκια. Έκανα όνειρα "Σαν φτιάξουνε τα πράγματα - έλεγα - καλά θάναι να γίνω ναυτικός, να γυρίζω όλο τον κόσμο".
Περίοδος Κατοχής. Στον Πειραιά τύπου γκαζοζέν κατάφορτο εκτελεί το δρομολόγιο Πειραιάς - Αθήνα διαμέσου της οδού Πειραιώς |
Μερικές φορές άραζαν κάτι μικρά ιταλικά
πολεμικά. Βγαίναν από μέσα οι Ιταλοί ναύτες και τραβούσαν γραμμή για τα
"σπίτια", κρατώντας πανιόττες, όπως λέγανε τα μικρά ψωμάκια. Τούτοι, δεν
μοιάζανε τους βλοσυρούς κι αγέλαστους Γερμανούς. Όλο φώναζαν και
χειρονομούσαν και πάντα τραγουδούσαν. Θυμάμαι το "Μάμα" που το έμαθα
κιόλας. Ήταν ένα τραγούδι λυπητερό που μίλαγε για έναν στρατιώτη που
πολεμούσε και που νοσταλγούσε τη μάνα του! Αντιπολεμικό τραγούδι, που το
έλεγαν οι Ιταλοί με πάθος! Λοιπόν, μπροστά στα "Ηλύσια", τον κινηματογράφο, γινόταν πατιρντί με τους Ιταλούς ναύτες, έτσι που παζάρευαν με τα "κορίτσια":
- Σινιόρε, βένε κουί! Πρέγκο! Κύριε, έλα σε παρακαλώ, τους φώναζαν.
Εκείνοι γέλαγαν, τα πείραζαν, τους
δείχνανε τις πανιόττες κι ύστερα ανέβαιναν μαζί τις σκάλες των
ξενοδοχείων. Για μια πανιόττα! Κι ήταν τα "κορίτσια" αυτά, παιδιά
ακόμη!...
Δεκέμβριος 1941 - Ιταλικά πλοία στον Πειραιά |
Άλλες φορές πάλι, κατέληγα στη Γέφυρα
στα παλιατζίδικα. Εδώ είχε αγορά. Πουλούσαν απ΄ όλα. Μόνο λεφτά να είχες
κι εύρισκες και το πουλιού το γάλα, που λένε. Αν δεν ξεπουλούσα,
τραβούσα για τις αποθήκες των Γερμανών, κοντά στα δεύτερα σίδερα, που
δούλευαν δικοί μας εργάτες. Το τι γινόταν στη κλεψιά, μη ρωτάς. Μπρος
στα μάτια των Γερμανών σκοπών, γυναίκες και άντρες, περνούσαν φορτωμένοι
πατάτες, αλεύρι μέχρι κονσέρβες. Πήγαιναν στα γύρω καφενεία κι άδειαζαν
τις τσέπες τους, τις κάλτσες τους κι ύστερα πάλι τα ίδια. Συχνά έκανα
τράμπα. Έδινα παστέλια και μου έδιναν πατάτες.
Πειραιώτες πρώην στρατιώτες του Αλβανικού μετώπου, βρίσκονται συγκεντρωμένοι στην Πλατεία Ιπποδαμείας αναμένοντας κάποιο συσσίτιο. |
Ύστερα ήταν και οι σαλταδόροι. Άλλοι
αυτοί πάλι. Στήνανε καρτέρι στις στροφές των δρόμων, βάζοντας στο μάτι
τα Γερμανικά αυτοκίνητα. Για πότε σαλτάριζαν πάνω! Παίζανε τη ζωή τους
κορώνα γράμματα. Πόσες φορές πλημμύρισαν οι δρόμοι από πατάτες, από
αλεύρι, από ζάχαρη, καθώς πετούσαν τα τσουβάλια. Τούτοι οι σαλταδόροι,
είχανε δικό τους Θεό. Ένα μόνο ξέρανε: Να κλέβουνε τους κατακτητές! Όλοι
τους παλληκάρια γεροδεμένα, που το έλεγε η καρδιά τους! Στέκια τους η Λεύκα, η Παλαμηδίου, η Ρετσίνα.
Πολλές φορές έπεσα πάνω στη "δουλειά" τους και θαύμασα την τόλμη τους!
Για πότε πετούσαν κάτω τα τσουβάλια, με το "πράμα"! Μέχρι να πάρουνε
χαμπάρι οι Γερμανοί, εκείνοι το είχανε μαζέψει και τους είχε καταπιεί η
γη!
Ο λαός τους αγαπούσε τους σαλταδόρους,
γιατί ήταν μπεσαλήδες και πονετικοί! Άμα ξέρανε κανένα που υπόφερνε, τον
συντρέχανε με το παραπάνω!
Στην αρχή οι Γερμανοί αδιαφόρησαν.
Ύστερα, όμως σαν είδαν ότι ολάκερα αυτοκίνητα φορτωμένα με ψωμιά, με
λάστιχα, με λάδι, κάνανε φτερά, πήρανε τα μέτρα τους. Οι σταλταδόροι
όμως όλο και τους στήνανε παγίδες, όλο και κάτι τους βάζανε στο χέρι.
Πιάσανε και μερικούς όπως τον Βιδάλη,
δυο μέτρα μπόι! Τον είδα μια φορά στην ανηφόρα του Καραβά, να
σκαρφαλώνει σε μια γερμανική νταλίκα και να πηδάει κάτω, με μια ρεζέρβα
αγκαλιά. Αυτός κι αν τους είχε κάνει λαχτάρες! Ώσπου έπεσε στα χέρια
τους. Τον κλείσανε φυλακή, αργότερα όμως τον τουφέκισαν. Οι άλλοι
συνέχιζαν άφοβα. Κι όλο τραγουδούσαν το τραγούδι εκείνο, που τό 'μαθε
τότες όλος ο κόσμος:
Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω
τη ρεζέρβα να σου πάρω!...
Μια μέρα, μου είχανε μείνει κάμποσα
παστέλια. Είχα σπάσει τα πόδια μου να γυρίζω. Αφού έφαγα και μερικά, το
απογευματάκι, πήρα το δρόμο για το σπίτι, με τα πόδια.
Λιμάνι Πειραιά. Εκφόρτωση την περίοδο της κατοχής |
Εκεί στην διασταύρωση Ρετσίνα και Αγίου
Διονυσίου, είδα από μακριά μαζεμένο κόσμο. Έκανα τη σκέψη, πως θα
μοιράζουν με το δελτίο τίποτα πάλι. Σαν πλησίασα όμως, τα έχασα. Στη
μέση του δρόμου, ήταν πεσμένος ένας νέος. Από πάνω του στεκόταν ένας
Γερμανός με το πιστόλι στο χέρι. Λίγο πιο κάτω, βρισκόταν ένα
σταματημένο αυτοκίνητο, φορτωμένο ντενεκέδες.
- Τι είναι καλέ; ρώτησα μια γυναίκα.
- Ένας σαλταδόρος παιδί μου, αποκρίθηκε.
Πήγε να κατεβάσει βενζίνες από τ' αυτοκίνητο. Τον είδε όμως αυτός ο Γερμανός και τον πυροβόλησε. Έχει χτυπήσει στο πόδι.
Πλησίασα πιο κοντά, για να δω καλύτερα
τον σαλταδόρο. Αμέσως τον γνώρισα. Τον ήξερα. Τον είχα δει κάμποσες
φορές με την παρέα του. Τον φώναζαν Αράπη, γιατί ήταν μαυριδερός. Θυμήθηκα ότι πάντοτες αγόραζε παστέλια. τον ήξερα ακόμη κι από την μπάλα. Έπαιζε στον "ΗΦΑΙΣΤΟ", στο ανεξάρτητο σωματείο.
Κάθε Κυριακή, όλα τα παιδιά της γειτονιάς μου, πηγαίναμε στο γηπεδάκι, εκεί κοντά στον "Πράσινο Μύλο" και παρακολουθούσαμε τον αγώνα. Έπαιζε "εξτρέμ" αριστερό και σε κάθε ματς έβαζε γκολ, γιατί ήταν σβέλτος. Εμείς τον θαυμάζαμε και τον ζηλεύαμε μαζί, τον Αράπη τον μπαλαδόρο!
Τώρα τον έβλεπα ξανά λαβωμένο, ανήμπορο, στα χέρια των Γερμανών. Για πότε μαθεύτηκε και μαζεύτηκε τόσος κόσμος; Τρέξανε απ' τα γύρω μαγαζιά, απ' τα εργοστάσια.
- Πιάσαν έναν σαλταδόρο οι Γερμανοί! άκουγες παντού.
Οι πιότεροι, μόλις τον βλέπανε τον γνώριζαν αμέσως.
- Ρε, ο Αράπης, ο σαλταδόρος!
- Βρε τον κακόμοιρο!
- Θα χάσει όλο του το αίμα, τον άμοιρο!
Φαινόταν να υποφέρει, γιατί δάγκωνε τα χείλη του. Ο Γερμανός που τον χτύπησε, έκοβε βόλτες πάνω κάτω.
Η αγωνία του κόσμου μεγάλωνε, κάθε λεπτό που περνούσε. Όλοι αναρωτιούνταν τι θα γίνει το χτυπημένο παλικάρι, που κείτονταν στη μέση του δρόμου, χωρίς να μπορεί κανείς να πάει να το βοηθήσει.
Πάνω στην ώρα, φάνηκε να έρχεται ένα γερμανικό φορτηγό αυτοκίνητο.
-Μήπως είναι αυτό; - ρωτούσε ο κόσμος- που θα έρθει να τον πάρει;
- Σε φορτηγό θα τον βάλουν;
- Όχι! Θα έρθει νοσοκομειακό!
Το αυτοκίνητο συνέχιζε την πορεία του. Όλοι νομίζανε ότι ο οδηγός του, θα έβλεπε τον πληγωμένο και θα σταματούσε ή θα έστριβε. Τίποτα όμως. Τράβηξε γραμμή πάνω του. Οι χονδρές ρόδες του μπλέχτηκαν με το κορμί του. Το έσυραν μαζί τους. Ο κόσμος απέμεινε ξερός. Δεν το περίμενε. Όταν το κατάλαβε, πρώτες οι γυναίκες μπήξανε τις φωνές:
- Αχού! πάει το παλικάρι!
- Το σκότωσε ο κακούργος!
Η άσφαλτος γιόμισε αίματα. Το αυτοκίνητο σταμάτησε παρά πέρα. Κατέβηκε ένας ξεδοντιάρης ξανθός Γερμανός. Έσκυψε κι είδε το παλικάρι που σπαρτάραγε ακόμη.
- Κλέψει, κλέψει! είπε δείχνοντας το μίσος του.
Ο άλλος Γερμανός φαίνεται πως δεν το ήθελε αυτό. Του έλαβε τον λόγο, του μιλούσε έντονα. Ποιος ξέρει τι του έλεγε.
Όλοι νόμιζαν πια, πως ο σαλταδόρος, θα πέθαινε εκείνη τη στιγμή. Όχι! Ζούσε! Ανέπνεε ακόμη! Η ανάσα του έβγαινε βαριά. Τότε ο κόσμος σάστισε. Είδε το σακατεμένο νέο, να σέρνεται σαν το φίδι κι ήρθε κι απόκαμε στην άκρη του πεζοδρομίου. Πίσω του άφησε κόκκινα σημάδια.
Δεν άντεχα πια να δω. Έφυγα με βουρκωμένα μάτια.
Πήγα σπίτι φαρμακωμένος. Δεν μπορούσα να συνέλθω. Τώρα πιότερο μισούσα τους κατακτητές. Δεν ήθελα ούτε να φάω, κι ας είχαμε μακαρόνια. Κάθισα και διηγήθηκα στους δικούς μου την ιστορία του άτυχου σαλταδόρου. Μ' έτρωγε η έγνοια τι ν' απόγινε. Άραγε ζούσε;
Την άλλη μέρα, δεν κατέβηκα στη δουλειά. Ο θάνατος όμως του σαλταδόρου, μαθεύτηκε παντού. Από στόμα σε στόμα, κυκλοφόρησε το κακό μαντάτο: Τον πήγανε στο νοσοκομείο του "Σαπόρτα". Έζησε λίγες ώρες. Πώς μπορούσε να ζήσει; Το ίδιο βράδυ, ολάκερη η συνοικία που καθόταν θρηνούσε.
- Πάει ο Αράπης!
-Τον φάγαν οι Γερμανοί!
Τρέξανε οι συναθλητές του που παίζανε μαζί μπάλα και τον σήκωσαν στα χέρια, έτσι μέχρι το φτωχό σπιτάκι του. Τον σκέπασαν με τη σημαία της ομάδας τους! Όλες οι γειτονιές πέρασαν και προσκύνησαν το ατρόμητο παλικάρι. Οι γριές μοιρολογούσαν, οι κοπελιές κλαίγανε τα νιάτα του!...
Μέχρι σήμερα που περνάω κάθε μέρα απ΄ το σημείο εκείνο -στα φανάρια της διασταύρωσης Ρετσίνα και Αγίου Διονυσίου- μου 'ρχεται στο νου ο Αράπης, ο σαλταδόρος, που σκαρφάλωνε στα γερμανικά αυτοκίνητα!
*: Από το βιβλίο του "Ιστορίες της Κατοχής"
Ο Διηγηματογράφος και μελετητής Δημήτρης Λιάτσος, γεννήθηκε στην Κοκκινιά (Νίκαια) το 1926. Πρωτοφανερώθηκε στα γράμματα το 1958 με τη συλλογή διηγημάτων "Κοντά στους Ανθρώπους". Ακολούθησαν οι μελέτες: "Κοκκινιά, ένα όνομα μια πολιτεία", "Κώστας Κρυστάλλης, ο πονεμένος ποιητής" κ.α.
Κάθε Κυριακή, όλα τα παιδιά της γειτονιάς μου, πηγαίναμε στο γηπεδάκι, εκεί κοντά στον "Πράσινο Μύλο" και παρακολουθούσαμε τον αγώνα. Έπαιζε "εξτρέμ" αριστερό και σε κάθε ματς έβαζε γκολ, γιατί ήταν σβέλτος. Εμείς τον θαυμάζαμε και τον ζηλεύαμε μαζί, τον Αράπη τον μπαλαδόρο!
Τώρα τον έβλεπα ξανά λαβωμένο, ανήμπορο, στα χέρια των Γερμανών. Για πότε μαθεύτηκε και μαζεύτηκε τόσος κόσμος; Τρέξανε απ' τα γύρω μαγαζιά, απ' τα εργοστάσια.
- Πιάσαν έναν σαλταδόρο οι Γερμανοί! άκουγες παντού.
Οι πιότεροι, μόλις τον βλέπανε τον γνώριζαν αμέσως.
- Ρε, ο Αράπης, ο σαλταδόρος!
- Βρε τον κακόμοιρο!
- Θα χάσει όλο του το αίμα, τον άμοιρο!
Φαινόταν να υποφέρει, γιατί δάγκωνε τα χείλη του. Ο Γερμανός που τον χτύπησε, έκοβε βόλτες πάνω κάτω.
Η αγωνία του κόσμου μεγάλωνε, κάθε λεπτό που περνούσε. Όλοι αναρωτιούνταν τι θα γίνει το χτυπημένο παλικάρι, που κείτονταν στη μέση του δρόμου, χωρίς να μπορεί κανείς να πάει να το βοηθήσει.
Πάνω στην ώρα, φάνηκε να έρχεται ένα γερμανικό φορτηγό αυτοκίνητο.
-Μήπως είναι αυτό; - ρωτούσε ο κόσμος- που θα έρθει να τον πάρει;
- Σε φορτηγό θα τον βάλουν;
- Όχι! Θα έρθει νοσοκομειακό!
Το αυτοκίνητο συνέχιζε την πορεία του. Όλοι νομίζανε ότι ο οδηγός του, θα έβλεπε τον πληγωμένο και θα σταματούσε ή θα έστριβε. Τίποτα όμως. Τράβηξε γραμμή πάνω του. Οι χονδρές ρόδες του μπλέχτηκαν με το κορμί του. Το έσυραν μαζί τους. Ο κόσμος απέμεινε ξερός. Δεν το περίμενε. Όταν το κατάλαβε, πρώτες οι γυναίκες μπήξανε τις φωνές:
- Αχού! πάει το παλικάρι!
- Το σκότωσε ο κακούργος!
Η άσφαλτος γιόμισε αίματα. Το αυτοκίνητο σταμάτησε παρά πέρα. Κατέβηκε ένας ξεδοντιάρης ξανθός Γερμανός. Έσκυψε κι είδε το παλικάρι που σπαρτάραγε ακόμη.
- Κλέψει, κλέψει! είπε δείχνοντας το μίσος του.
Ο άλλος Γερμανός φαίνεται πως δεν το ήθελε αυτό. Του έλαβε τον λόγο, του μιλούσε έντονα. Ποιος ξέρει τι του έλεγε.
Όλοι νόμιζαν πια, πως ο σαλταδόρος, θα πέθαινε εκείνη τη στιγμή. Όχι! Ζούσε! Ανέπνεε ακόμη! Η ανάσα του έβγαινε βαριά. Τότε ο κόσμος σάστισε. Είδε το σακατεμένο νέο, να σέρνεται σαν το φίδι κι ήρθε κι απόκαμε στην άκρη του πεζοδρομίου. Πίσω του άφησε κόκκινα σημάδια.
Δεν άντεχα πια να δω. Έφυγα με βουρκωμένα μάτια.
Πήγα σπίτι φαρμακωμένος. Δεν μπορούσα να συνέλθω. Τώρα πιότερο μισούσα τους κατακτητές. Δεν ήθελα ούτε να φάω, κι ας είχαμε μακαρόνια. Κάθισα και διηγήθηκα στους δικούς μου την ιστορία του άτυχου σαλταδόρου. Μ' έτρωγε η έγνοια τι ν' απόγινε. Άραγε ζούσε;
Την άλλη μέρα, δεν κατέβηκα στη δουλειά. Ο θάνατος όμως του σαλταδόρου, μαθεύτηκε παντού. Από στόμα σε στόμα, κυκλοφόρησε το κακό μαντάτο: Τον πήγανε στο νοσοκομείο του "Σαπόρτα". Έζησε λίγες ώρες. Πώς μπορούσε να ζήσει; Το ίδιο βράδυ, ολάκερη η συνοικία που καθόταν θρηνούσε.
- Πάει ο Αράπης!
-Τον φάγαν οι Γερμανοί!
Τρέξανε οι συναθλητές του που παίζανε μαζί μπάλα και τον σήκωσαν στα χέρια, έτσι μέχρι το φτωχό σπιτάκι του. Τον σκέπασαν με τη σημαία της ομάδας τους! Όλες οι γειτονιές πέρασαν και προσκύνησαν το ατρόμητο παλικάρι. Οι γριές μοιρολογούσαν, οι κοπελιές κλαίγανε τα νιάτα του!...
Το σήμα του Αθλητικού Γυμναστικού Συλλόγου "Ήφαιστος Νικαίας" |
Μέχρι σήμερα που περνάω κάθε μέρα απ΄ το σημείο εκείνο -στα φανάρια της διασταύρωσης Ρετσίνα και Αγίου Διονυσίου- μου 'ρχεται στο νου ο Αράπης, ο σαλταδόρος, που σκαρφάλωνε στα γερμανικά αυτοκίνητα!
*: Από το βιβλίο του "Ιστορίες της Κατοχής"
Ο Διηγηματογράφος και μελετητής Δημήτρης Λιάτσος, γεννήθηκε στην Κοκκινιά (Νίκαια) το 1926. Πρωτοφανερώθηκε στα γράμματα το 1958 με τη συλλογή διηγημάτων "Κοντά στους Ανθρώπους". Ακολούθησαν οι μελέτες: "Κοκκινιά, ένα όνομα μια πολιτεία", "Κώστας Κρυστάλλης, ο πονεμένος ποιητής" κ.α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου