Στις 3 Απριλίου 1962, στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας, ο Γουάλλας και η
Σούζαν Σπένσερ αποκτούν την μοναχοκόρη τους, την Μπρέντα. Καθώς
μεγαλώνει, η Μπρέντα γίνεται μια μικροκαμωμένη αλλά πανέξυπνη και με
έντονη καλλιτεχνική φλέβα κοκκινομάλλα, η οποία ενδιαφέρεται κυρίως για
την φωτογραφία και διακρίνεται σε όλους τους σχετικούς διαγωνισμούς
στους οποίους συμμετέχει. Δυστυχώς, η ανατροπή στην ζωή της έρχεται πολύ
νωρίς, όταν έκλεινε τα δέκα μόλις χρόνια της...
Το 1972, οι γονείς της χωρίζουν και η Μπρέντα μένει με τον πατέρα της. Παρ' ότι ο Γουάλλας Σπένσερ δεν αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, πατέρας και κόρη ζουν σε συνθήκες ένδειας, σε ένα παραμελημένο σπίτι που βρίσκεται απέναντι από το δημοτικό σχολείο της γειτονιάς, ένα δημοτικό που φέρει το όνομα του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Στήβεν Γκρόβερ Κλήβελαντ. Η μικρή Μπρέντα μεγαλώνει με μεγάλες στερήσεις. Στο σπίτι δεν υπάρχουν ούτε τα απαραίτητα έπιπλα, οπότε η Μπρέντα όχι απλώς δεν έχει δικό της δωμάτιο αλλά υποχρεώνεται να κοιμάται μαζί με τον πατέρα της σε ένα διπλό στρώμα ριγμένο στο πάτωμα του -υποτιθέμενου- σαλονιού.
Μοιραία, η κοπέλλα κλείνεται στον εαυτό της και γίνεται αντικοινωνική. Χάνει κάθε ενδιαφέρον για το σχολείο, σε σημείο που οι δάσκαλοί της πιστεύουν ότι κοιμάται μέσα στην τάξη. Λόγω των πολλών και αδικαιολόγητων απουσιών της και με βάση ισχύοντα νόμο, η Μπρέντα στέλνεται σε ειδικό σχολείο για προβληματικά παιδιά. Στις αρχές του 1978, η διεύθυνση του ειδικού σχολείου ενημερώνει τον πατέρα της ότι η Μπρέντα παρουσιάζει αυτοκτονικές τάσεις. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς συλλαμβάνεται επειδή πυροβολεί πουλιά έξω από το σπίτι της, μπροστά στο δημοτικό σχολείο Κλήβελαντ.
Όλοι βλέπουν ότι κάτι δεν πάει καλά με την Μπρέντα. Όλοι, εκτός από τον πατέρα της. Τον Δεκέμβριο του 1978, ο δικαστικός επιτηρητής τής Μπρέντας ζητάει την ψυχιατρική εξέτασή της, η οποία καταλήγει σε σύσταση εγκλεισμού της σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Μεταγενέστερες εξετάσεις θα δείξουν ότι η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά τής Μπρέντας οφείλεται μάλλον σε ένα χτύπημα στο κεφάλι λόγω πτώσης της από το ποδήλατο. Εν πάση περιπτώσει, ο Γουάλλας όχι μόνο δεν δίνει την συγκατάθεσή του για τον εγκλεισμό τής κόρης του αλλά τα Χριστούγεννα παίρνει μια μοιραία απόφαση: ενώ η Μπρέντα έχει ζητήσει ως δώρο ένα ραδιόφωνο, εκείνος της χαρίζει ένα ημιαυτόματο τουφέκι Ρούγκερ, με τηλεσκοπικό κλείστρο και 500 σφαίρες. Η αντίστροφη μέτρηση ως το μακελειό θα κρατούσε μόλις έναν μήνα.
Πρωί Δευτέρας 29 Ιανουαρίου 1979. Η Μπρέντα γεμίζει το τουφέκι της και στήνεται στο παράθυρο. Απέναντι, δεκάδες παιδιά μαζεμένα, περιμένουν τον διευθυντή τού δημοτικού Μπάρτον Ραγκ να ξεκλειδώσει την εξώπορτα για να μπουν στο σχολείο τους. Η Μπρέντα τον σημαδεύει με το όπλο και πυροβολεί, σκοτώνοντάς τον. Καθώς επικρατεί πανικός και τα παιδιά ουρλιάζουν, η Μπρέντα συνεχίζει να πυροβολεί στα τυφλά. Ο σχολικός φύλακας Μάικ Σούκαρ τρεχει να βοηθήσει. Η Μπρέντα σημαδεύει, σκοτώνει κι αυτόν και συνεχίζει τα τυφλά χτυπήματα. Σε βοήθεια σπεύδει ο αστυνομικός Ρόμπερτ Ρομπ. Η Μπρέντα ξανασημαδεύει και τον πετυχαίνει στον λαιμό, ευτυχώς χωρίς να τον σκοτώσει. Ο καταιγισμός πυροβολισμών συνεχίζεται και είναι σχεδόν θαύμα ότι κοστίζει τελικά μόνο 2 νεκρούς και 9 τραυματίες.
Όταν τελειώνουν οι σφαίρες, η Μπρέντα παραμένει ήσυχη στο σπίτι, το οποίο περικυκλώνεται από αστυνομικούς που της ζητούν να παραδοθεί. Τους απαντάει ότι μέχρι τώρα έρριχνε σε εύκολους στόχους αλλά τώρα σκέφτεται να βγει έξω πυροβολώντας. Τελικά, θα βγει από το σπίτι γύρω στις 3.30' το απόγευμα κρατώντας το όπλο με τα χέρια ψηλά, θα το ακουμπήσει ήσυχα στο έδαφος και θα παραδοθεί. Παρ' ότι το πάτωμα του σπιτιού βρέθηκε γεμάτο με αδειανά μπουκάλια μπύρας και ουίσκυ, η εξέταση θα δείξει ότι η Μπρέντα δεν είχε καταναλώσει σταγόνα.
Με βάση τον νόμο περί νεανικής εγκληματικότητας, που είχε ψηφιστεί την προηγούμενη χρονιά, η Μπρέντα Σπένσερ θα δικαστεί ως ενήλικας και θα καταδικαστεί σε απροσδιόριστη ποινή κατ' ελάχιστον 25 ετών. Αυτό σημαίνει ότι θα έμενε 25 χρόνια στην φυλακή και μετά θα εξεταζόταν ανά διαστήματα η περίπτωση να αφεθεί ελεύθερη ή να παραταθεί η φυλάκισή της. Σήμερα, η Μπρέντα είναι 56 ετών και παραμένει έγκλειστη, με την επόμενη επανεξέταση της ποινής της να έχει οριστεί για το 2019. Το δημοτικό σχολείο Κλήβελαντ έχει κλείσει εδώ και πολλά χρόνια, λόγω έλλειψης μαθητών.
Ας επιστρέψουμε, όμως, σ' εκείνο το μοιραίο πρωινό. Όσο η Μπρέντα βρίσκεται περικυκλωμένη στο σπίτι της, δέχεται ένα τηλεφώνημα από κάποιον δημοσιογράφο τής εφημερίδας The San Diego Union Tribune, ο οποίος την ρωτά τον λόγο για τον οποίο έκανε ό,τι έκανε. Η απάντηση της δεκαεξάχρονης κοπέλλας θα μείνει ιστορική: "I don't like Mondays, this livens up the day" (δεν μου αρέσουν οι Δευτέρες, αυτό ζωντανεύει την ημέρα).
Εκείνη την περίοδο, το βρεττανικό γκρουπ The Boomtown Rats βρίσκεται στην Ατλάντα για μια σειρά συναυλιών. Την ώρα του μακελειού, ο τραγουδιστής τού συγκροτήματος Μπομπ Γκέλντοφ δίνει ραδιοφωνική συνέντευξη. Ενώ μιλάει, στο τέλεξ δίπλα του έρχεται η σχετική είδηση. Ο Γκέλντοφ την διαβάζει αμέσως και συγκλονίζεται. Κατά την επιστροφή του στο ξενοδοχείο του, ένας στίχος σχηματίζεται στο μυαλό του: "Silicon chip inside her head had switched to overload" (Ένα τσιπάκι μέσα στο κεφάλι της υπερφορτώθηκε). Σε ελάχιστο χρόνο ο έντονα επηρεασμένος από την φρίκη τού φονικού Γκέλντοφ γράφει όλους τους στίχους τού τραγουδιού και συνθέτει και την μουσική.
Παρά τις επιφυλάξεις τού δημιουργού του, ο οποίος το θεωρούσε ως κακό κομμάτι επειδή δεν ήταν πολύ δουλεμένο, η Mercury αποφάσισε να το κυκλοφορήσει σε σινγκλ. Ευτυχώς! Το μνημειώδες "I don't like Mondays" πήγε αμέσως στο Νο 1 του βρεττανικού τσαρτ ενώ σύντομα έγινε μεγάλη επιτυχία και στα τσαρτ τριάντα μιας χωρών ακόμη. Παρά τις μεγάλες προσπάθειες των γονιών της να το εμποδίσουν, το δισκάκι κυκλοφόρησε και στις ΗΠΑ αλλά δεν κατάφερε να σκαρφαλώσει στην πρώτη θέση.
Το 1972, οι γονείς της χωρίζουν και η Μπρέντα μένει με τον πατέρα της. Παρ' ότι ο Γουάλλας Σπένσερ δεν αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, πατέρας και κόρη ζουν σε συνθήκες ένδειας, σε ένα παραμελημένο σπίτι που βρίσκεται απέναντι από το δημοτικό σχολείο της γειτονιάς, ένα δημοτικό που φέρει το όνομα του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Στήβεν Γκρόβερ Κλήβελαντ. Η μικρή Μπρέντα μεγαλώνει με μεγάλες στερήσεις. Στο σπίτι δεν υπάρχουν ούτε τα απαραίτητα έπιπλα, οπότε η Μπρέντα όχι απλώς δεν έχει δικό της δωμάτιο αλλά υποχρεώνεται να κοιμάται μαζί με τον πατέρα της σε ένα διπλό στρώμα ριγμένο στο πάτωμα του -υποτιθέμενου- σαλονιού.
Η στιγμή που η Μπρέντα Σπένσερ αφήνει το όπλο στο έδαφος και παραδίνεται. |
Μοιραία, η κοπέλλα κλείνεται στον εαυτό της και γίνεται αντικοινωνική. Χάνει κάθε ενδιαφέρον για το σχολείο, σε σημείο που οι δάσκαλοί της πιστεύουν ότι κοιμάται μέσα στην τάξη. Λόγω των πολλών και αδικαιολόγητων απουσιών της και με βάση ισχύοντα νόμο, η Μπρέντα στέλνεται σε ειδικό σχολείο για προβληματικά παιδιά. Στις αρχές του 1978, η διεύθυνση του ειδικού σχολείου ενημερώνει τον πατέρα της ότι η Μπρέντα παρουσιάζει αυτοκτονικές τάσεις. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς συλλαμβάνεται επειδή πυροβολεί πουλιά έξω από το σπίτι της, μπροστά στο δημοτικό σχολείο Κλήβελαντ.
Όλοι βλέπουν ότι κάτι δεν πάει καλά με την Μπρέντα. Όλοι, εκτός από τον πατέρα της. Τον Δεκέμβριο του 1978, ο δικαστικός επιτηρητής τής Μπρέντας ζητάει την ψυχιατρική εξέτασή της, η οποία καταλήγει σε σύσταση εγκλεισμού της σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Μεταγενέστερες εξετάσεις θα δείξουν ότι η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά τής Μπρέντας οφείλεται μάλλον σε ένα χτύπημα στο κεφάλι λόγω πτώσης της από το ποδήλατο. Εν πάση περιπτώσει, ο Γουάλλας όχι μόνο δεν δίνει την συγκατάθεσή του για τον εγκλεισμό τής κόρης του αλλά τα Χριστούγεννα παίρνει μια μοιραία απόφαση: ενώ η Μπρέντα έχει ζητήσει ως δώρο ένα ραδιόφωνο, εκείνος της χαρίζει ένα ημιαυτόματο τουφέκι Ρούγκερ, με τηλεσκοπικό κλείστρο και 500 σφαίρες. Η αντίστροφη μέτρηση ως το μακελειό θα κρατούσε μόλις έναν μήνα.
Πρωί Δευτέρας 29 Ιανουαρίου 1979. Η Μπρέντα γεμίζει το τουφέκι της και στήνεται στο παράθυρο. Απέναντι, δεκάδες παιδιά μαζεμένα, περιμένουν τον διευθυντή τού δημοτικού Μπάρτον Ραγκ να ξεκλειδώσει την εξώπορτα για να μπουν στο σχολείο τους. Η Μπρέντα τον σημαδεύει με το όπλο και πυροβολεί, σκοτώνοντάς τον. Καθώς επικρατεί πανικός και τα παιδιά ουρλιάζουν, η Μπρέντα συνεχίζει να πυροβολεί στα τυφλά. Ο σχολικός φύλακας Μάικ Σούκαρ τρεχει να βοηθήσει. Η Μπρέντα σημαδεύει, σκοτώνει κι αυτόν και συνεχίζει τα τυφλά χτυπήματα. Σε βοήθεια σπεύδει ο αστυνομικός Ρόμπερτ Ρομπ. Η Μπρέντα ξανασημαδεύει και τον πετυχαίνει στον λαιμό, ευτυχώς χωρίς να τον σκοτώσει. Ο καταιγισμός πυροβολισμών συνεχίζεται και είναι σχεδόν θαύμα ότι κοστίζει τελικά μόνο 2 νεκρούς και 9 τραυματίες.
Όταν τελειώνουν οι σφαίρες, η Μπρέντα παραμένει ήσυχη στο σπίτι, το οποίο περικυκλώνεται από αστυνομικούς που της ζητούν να παραδοθεί. Τους απαντάει ότι μέχρι τώρα έρριχνε σε εύκολους στόχους αλλά τώρα σκέφτεται να βγει έξω πυροβολώντας. Τελικά, θα βγει από το σπίτι γύρω στις 3.30' το απόγευμα κρατώντας το όπλο με τα χέρια ψηλά, θα το ακουμπήσει ήσυχα στο έδαφος και θα παραδοθεί. Παρ' ότι το πάτωμα του σπιτιού βρέθηκε γεμάτο με αδειανά μπουκάλια μπύρας και ουίσκυ, η εξέταση θα δείξει ότι η Μπρέντα δεν είχε καταναλώσει σταγόνα.
Με βάση τον νόμο περί νεανικής εγκληματικότητας, που είχε ψηφιστεί την προηγούμενη χρονιά, η Μπρέντα Σπένσερ θα δικαστεί ως ενήλικας και θα καταδικαστεί σε απροσδιόριστη ποινή κατ' ελάχιστον 25 ετών. Αυτό σημαίνει ότι θα έμενε 25 χρόνια στην φυλακή και μετά θα εξεταζόταν ανά διαστήματα η περίπτωση να αφεθεί ελεύθερη ή να παραταθεί η φυλάκισή της. Σήμερα, η Μπρέντα είναι 56 ετών και παραμένει έγκλειστη, με την επόμενη επανεξέταση της ποινής της να έχει οριστεί για το 2019. Το δημοτικό σχολείο Κλήβελαντ έχει κλείσει εδώ και πολλά χρόνια, λόγω έλλειψης μαθητών.
Ας επιστρέψουμε, όμως, σ' εκείνο το μοιραίο πρωινό. Όσο η Μπρέντα βρίσκεται περικυκλωμένη στο σπίτι της, δέχεται ένα τηλεφώνημα από κάποιον δημοσιογράφο τής εφημερίδας The San Diego Union Tribune, ο οποίος την ρωτά τον λόγο για τον οποίο έκανε ό,τι έκανε. Η απάντηση της δεκαεξάχρονης κοπέλλας θα μείνει ιστορική: "I don't like Mondays, this livens up the day" (δεν μου αρέσουν οι Δευτέρες, αυτό ζωντανεύει την ημέρα).
Εκείνη την περίοδο, το βρεττανικό γκρουπ The Boomtown Rats βρίσκεται στην Ατλάντα για μια σειρά συναυλιών. Την ώρα του μακελειού, ο τραγουδιστής τού συγκροτήματος Μπομπ Γκέλντοφ δίνει ραδιοφωνική συνέντευξη. Ενώ μιλάει, στο τέλεξ δίπλα του έρχεται η σχετική είδηση. Ο Γκέλντοφ την διαβάζει αμέσως και συγκλονίζεται. Κατά την επιστροφή του στο ξενοδοχείο του, ένας στίχος σχηματίζεται στο μυαλό του: "Silicon chip inside her head had switched to overload" (Ένα τσιπάκι μέσα στο κεφάλι της υπερφορτώθηκε). Σε ελάχιστο χρόνο ο έντονα επηρεασμένος από την φρίκη τού φονικού Γκέλντοφ γράφει όλους τους στίχους τού τραγουδιού και συνθέτει και την μουσική.
Παρά τις επιφυλάξεις τού δημιουργού του, ο οποίος το θεωρούσε ως κακό κομμάτι επειδή δεν ήταν πολύ δουλεμένο, η Mercury αποφάσισε να το κυκλοφορήσει σε σινγκλ. Ευτυχώς! Το μνημειώδες "I don't like Mondays" πήγε αμέσως στο Νο 1 του βρεττανικού τσαρτ ενώ σύντομα έγινε μεγάλη επιτυχία και στα τσαρτ τριάντα μιας χωρών ακόμη. Παρά τις μεγάλες προσπάθειες των γονιών της να το εμποδίσουν, το δισκάκι κυκλοφόρησε και στις ΗΠΑ αλλά δεν κατάφερε να σκαρφαλώσει στην πρώτη θέση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου