.
Είτανε και μια γυναίκα στη Φούρκα που περίμενε τους στρατιώτες να ‘ρθούνε.
Ο άντρας της κάπου θα κλείστηκε σε καμιά πολιτεία που πηγαίναν την άνοιξη και δουλεύανε χτίστες. Οι άλλοι γυρίσανε το χινόπωρο, εκείνος δε φάνηκε. Κάποιος είπε κάποτε στη γυναίκα πως τον πήρανε στρατιώτη.
Αυτή δεν ήξερε τι μπορούσε να κάνει έτσι μονάχη που απόμεινε. Δεν είχε γελάδα, κατσίκια, τίποτα δεν είχε, αυτόν τον άντρα μονάχα και πήγαινε με τους άλλους την άνοιξη και δουλεύανε χτίστες και κονομούσανε το καλαμπόκι για το χειμώνα. Πήρε τώρα και γύριζε τα χωριά, πούλησε στην αρχή τα μπακίρια, άλλαξε κατόπι τα στρωσίδια με τίποτε καλαμπόκι όσο που το σπίτι της απόμεινε με τέσσερις τοίχους. Κάποτε αν εύρισκε καμιά μέρα δούλευε στα ξένα χωράφια και της δίνανε λίγο ψωμάκι.
Οι άλλες γυναίκες από τη Φούρκα δουλεύανε κάτι και για τους αντάρτες. Πήγαιναν όλες μαζί και τραγουδούσανε και γελούσαν. Αυτή δεν πίστευε τίποτε που της έλεγαν για λευτεριές και τα τέτοια. Καθότανε και μαράζωνε.
Η μικρή της Ελενίτσα γύριζε όλη τη μέρα ξυπόλητη. Πήγαινε στα σπίτια των συγγενήδων και γειτόνων, πήγαινε και στο λόχο των ανταρτών, κάτι της έδιναν, όλοι, όλοι την αγαπούσαν την Ελενίτσα και η Ελενίτσα τους αγαπούσε τους αντάρτες και τραγουδούσε μαζί τους. Και το βράδι καθότανε ήσυχα – ήσυχα, μισονηστική, μισοχορτασμένη, μέσα σ’ ένα όνειρο από καλούς αντάρτες που τραγουδούσαν, γλυκά ψωμιά και χρυσές πεταλούδες.
Τότες η γυναίκα καθότανε κι έκλαιγε. Δεν ήξερε τι άλλο μπορούσε να κάνει. Να φύγει στην πολιτεία ποτές της δε θέλησε. Ήξερε για τα βάσανα που τραβούσαν κι εκεί. Να διώξει την Ελενίτσα και να τη στείλει με τ’ άλλα τα παιδιά τον ανήφορο, να τη σώσει καθώς έκαναν οι άλλες γυναίκες, και της είπανε και της ξανάπανε κι αυτηνής, και αυτό δεν το ’θελε. Είχε κ’ ένα χωραφάκι δικό της, το ’χε σπαρμένο με τα χίλια βάσανα κι όλο περίμενε και μετρούσε τις μέρες πότε να το θερίσει.
– Σε λίγο θα το θερίσουμε, έλεγε κι η Ελενίτσα και γελούσανε με χορτασμό τα ματάκια της.
Οι επιχειρήσεις αρχίσανε προτού θεριστεί το χωράφι. Και τραβούσαν οι μάχες σε μάκρος, τα κανόνια ζυγώνανε, τα αεροπλάνα γυρνούσανε πάνω στη Φούρκα. Άρχισαν τότε γειτόνοι και συγγενήδες και κινούσανε και έφευγαν όλοι, τραβούσαν στ’ αντάρτικο μέρος να μην είναι μέσα στον πόλεμο. Αυτή σκεφτότανε πάντα το χωραφάκι – πότε θα μπορέσει να το θερίσει. Και σκεφτόταν και για κείνον. Μπορεί να ’τανε στ’ αλήθεια στρατιώτης και να φτάσουν οι στρατιώτες στη Φούρκα και να ’ναι και κείνος μαζί τους.
Και περνούσαν οι μέρες κι όλο κόντευαν τα κανόνια στη Φούρκα, ώσπου πέσανε και οι πρώτες οβίδες μέσα στο χωριό. Η Ελενίτσα πείναγε κ’ έκλαιγε. Μα η γυναίκα δεν ήθελε ακόμα να φύγει. Πήρε το παιδί, κατέβηκε στο κατώγι και περίμενε κ’ έκλαιγε.
Το πρωί ξαναπέσαν οι οβίδες και πέσανε πάλι το βράδι κι αρχίσανε και πέφτανε δυο και τρεις φορές κάθε μέρα μέσα στο χωριό τους, απάνω στα σπίτια. Τότες και η γυναίκα δε μπορούσε να σκέφτεται ακόμα για το χωράφι πότε θα το θερίσει, μήτε το στρατιώτη πότε θα ’ρχότανε. Πήρε την Ελενίτσα στην αγκαλιά της και τράβηξε κι αυτή τον ανήφορο για τ’ αντάρτικο μέρος. Το παιδί κοιμότανε πεινασμένο στην αγκαλιά της. Αυτή έκλαιγε τη μαύρη τη μοίρα της.
Είχε νυχτώσει όταν έφτασε στην κορυφή και πήρε το δρόμο για το Κεράσοβο. Στάθηκε λίγο να ξανασάνει κ’ έκανε δεξιά τον κατήφορο. Τότες άρχισαν πάλι και πέφταν οι οβίδες ολόγυρα. Το παιδί τρόμαξε, ξύπνησε και σφιγγόταν στο στήθος της.
Μια οβίδα έσκασε κοντύτερα. Η γυναίκα κρύφτηκε πίσω από ένα μεγάλο πεύκο και περίμενε να τελειώνουν. Περίμενε ακόμα, γίνηκε πάλι ησυχία και τότε ξανασηκώθηκε.
– Ελενίτσα.
Τίποτα.
– Ελενίτσα;…
Πάλι τίποτα.
Την τίναξε να ξυπνήσει. Τα χεράκια κρεμάστηκαν κάτω, το κεφάλι γύρισε δίπλα. Η Ελενίτσα κοιμότανε με μια κόκκινη παπαρούνα μέσα στα μαλλιά της, ολόξανθα σαν τα στάχια τ’ αθέριστου χωραφιού της.
Η γυναίκα δεν είχε πια μήτε δάκρια, μήτε φωνή. Απόμενε κει, ξημέρωσε και ξανανύχτωσε εκεί με το παιδί στην αγκαλιά. Δεν ήξερε τι άλλο μπορούσε να κάνει. Δεν είχε να πάει πουθενά, μήτε μπροστά, μήτε πίσω, μήτε ξανά στο χωριό.
Και κει τη βρήκαν οι στρατιώτες από το τάγμα 683 που ανεβαίνανε για τη Φούρκα. Αυτή τους κοίταζε και δεν έβλεπε. Σ’ όλα τα πρόσωπά τους ξεχώριζε αυτόν που περίμενε. Σηκώθηκε κι άπλωσε τα χέρια με το παιδί.
– Πάρτο … Η Ελενίτσα είναι, η δική σου. Οι στρατιώτες κοιτάχτηκαν, μερικοί δεν κατάλαβαν τίποτε, είπαν πως θα τρελάθηκε, μερικοί κατάλαβαν και σκύψανε το κεφάλι…
Ο άντρας της κάπου θα κλείστηκε σε καμιά πολιτεία που πηγαίναν την άνοιξη και δουλεύανε χτίστες. Οι άλλοι γυρίσανε το χινόπωρο, εκείνος δε φάνηκε. Κάποιος είπε κάποτε στη γυναίκα πως τον πήρανε στρατιώτη.
Αυτή δεν ήξερε τι μπορούσε να κάνει έτσι μονάχη που απόμεινε. Δεν είχε γελάδα, κατσίκια, τίποτα δεν είχε, αυτόν τον άντρα μονάχα και πήγαινε με τους άλλους την άνοιξη και δουλεύανε χτίστες και κονομούσανε το καλαμπόκι για το χειμώνα. Πήρε τώρα και γύριζε τα χωριά, πούλησε στην αρχή τα μπακίρια, άλλαξε κατόπι τα στρωσίδια με τίποτε καλαμπόκι όσο που το σπίτι της απόμεινε με τέσσερις τοίχους. Κάποτε αν εύρισκε καμιά μέρα δούλευε στα ξένα χωράφια και της δίνανε λίγο ψωμάκι.
Οι άλλες γυναίκες από τη Φούρκα δουλεύανε κάτι και για τους αντάρτες. Πήγαιναν όλες μαζί και τραγουδούσανε και γελούσαν. Αυτή δεν πίστευε τίποτε που της έλεγαν για λευτεριές και τα τέτοια. Καθότανε και μαράζωνε.
Η μικρή της Ελενίτσα γύριζε όλη τη μέρα ξυπόλητη. Πήγαινε στα σπίτια των συγγενήδων και γειτόνων, πήγαινε και στο λόχο των ανταρτών, κάτι της έδιναν, όλοι, όλοι την αγαπούσαν την Ελενίτσα και η Ελενίτσα τους αγαπούσε τους αντάρτες και τραγουδούσε μαζί τους. Και το βράδι καθότανε ήσυχα – ήσυχα, μισονηστική, μισοχορτασμένη, μέσα σ’ ένα όνειρο από καλούς αντάρτες που τραγουδούσαν, γλυκά ψωμιά και χρυσές πεταλούδες.
Τότες η γυναίκα καθότανε κι έκλαιγε. Δεν ήξερε τι άλλο μπορούσε να κάνει. Να φύγει στην πολιτεία ποτές της δε θέλησε. Ήξερε για τα βάσανα που τραβούσαν κι εκεί. Να διώξει την Ελενίτσα και να τη στείλει με τ’ άλλα τα παιδιά τον ανήφορο, να τη σώσει καθώς έκαναν οι άλλες γυναίκες, και της είπανε και της ξανάπανε κι αυτηνής, και αυτό δεν το ’θελε. Είχε κ’ ένα χωραφάκι δικό της, το ’χε σπαρμένο με τα χίλια βάσανα κι όλο περίμενε και μετρούσε τις μέρες πότε να το θερίσει.
– Σε λίγο θα το θερίσουμε, έλεγε κι η Ελενίτσα και γελούσανε με χορτασμό τα ματάκια της.
Οι επιχειρήσεις αρχίσανε προτού θεριστεί το χωράφι. Και τραβούσαν οι μάχες σε μάκρος, τα κανόνια ζυγώνανε, τα αεροπλάνα γυρνούσανε πάνω στη Φούρκα. Άρχισαν τότε γειτόνοι και συγγενήδες και κινούσανε και έφευγαν όλοι, τραβούσαν στ’ αντάρτικο μέρος να μην είναι μέσα στον πόλεμο. Αυτή σκεφτότανε πάντα το χωραφάκι – πότε θα μπορέσει να το θερίσει. Και σκεφτόταν και για κείνον. Μπορεί να ’τανε στ’ αλήθεια στρατιώτης και να φτάσουν οι στρατιώτες στη Φούρκα και να ’ναι και κείνος μαζί τους.
Και περνούσαν οι μέρες κι όλο κόντευαν τα κανόνια στη Φούρκα, ώσπου πέσανε και οι πρώτες οβίδες μέσα στο χωριό. Η Ελενίτσα πείναγε κ’ έκλαιγε. Μα η γυναίκα δεν ήθελε ακόμα να φύγει. Πήρε το παιδί, κατέβηκε στο κατώγι και περίμενε κ’ έκλαιγε.
Το πρωί ξαναπέσαν οι οβίδες και πέσανε πάλι το βράδι κι αρχίσανε και πέφτανε δυο και τρεις φορές κάθε μέρα μέσα στο χωριό τους, απάνω στα σπίτια. Τότες και η γυναίκα δε μπορούσε να σκέφτεται ακόμα για το χωράφι πότε θα το θερίσει, μήτε το στρατιώτη πότε θα ’ρχότανε. Πήρε την Ελενίτσα στην αγκαλιά της και τράβηξε κι αυτή τον ανήφορο για τ’ αντάρτικο μέρος. Το παιδί κοιμότανε πεινασμένο στην αγκαλιά της. Αυτή έκλαιγε τη μαύρη τη μοίρα της.
Είχε νυχτώσει όταν έφτασε στην κορυφή και πήρε το δρόμο για το Κεράσοβο. Στάθηκε λίγο να ξανασάνει κ’ έκανε δεξιά τον κατήφορο. Τότες άρχισαν πάλι και πέφταν οι οβίδες ολόγυρα. Το παιδί τρόμαξε, ξύπνησε και σφιγγόταν στο στήθος της.
Μια οβίδα έσκασε κοντύτερα. Η γυναίκα κρύφτηκε πίσω από ένα μεγάλο πεύκο και περίμενε να τελειώνουν. Περίμενε ακόμα, γίνηκε πάλι ησυχία και τότε ξανασηκώθηκε.
– Ελενίτσα.
Τίποτα.
– Ελενίτσα;…
Πάλι τίποτα.
Την τίναξε να ξυπνήσει. Τα χεράκια κρεμάστηκαν κάτω, το κεφάλι γύρισε δίπλα. Η Ελενίτσα κοιμότανε με μια κόκκινη παπαρούνα μέσα στα μαλλιά της, ολόξανθα σαν τα στάχια τ’ αθέριστου χωραφιού της.
Η γυναίκα δεν είχε πια μήτε δάκρια, μήτε φωνή. Απόμενε κει, ξημέρωσε και ξανανύχτωσε εκεί με το παιδί στην αγκαλιά. Δεν ήξερε τι άλλο μπορούσε να κάνει. Δεν είχε να πάει πουθενά, μήτε μπροστά, μήτε πίσω, μήτε ξανά στο χωριό.
Και κει τη βρήκαν οι στρατιώτες από το τάγμα 683 που ανεβαίνανε για τη Φούρκα. Αυτή τους κοίταζε και δεν έβλεπε. Σ’ όλα τα πρόσωπά τους ξεχώριζε αυτόν που περίμενε. Σηκώθηκε κι άπλωσε τα χέρια με το παιδί.
– Πάρτο … Η Ελενίτσα είναι, η δική σου. Οι στρατιώτες κοιτάχτηκαν, μερικοί δεν κατάλαβαν τίποτε, είπαν πως θα τρελάθηκε, μερικοί κατάλαβαν και σκύψανε το κεφάλι…
Δημήτρης Χατζής
–Διήγημα του Δ. Χατζή, από το βιβλίο του Θητεία (Αγωνιστικά κείμενα 1940 – 1950), Εκδόσεις Κείμενα, Αθήνα 1979Ο Δημήτρης (Τάκης) Χατζής (1913-1981) γεννήθηκε στα Γιάννενα. Γιος του διηγηματογράφου, δημοσιογράφου – εκδότη της εφημερίδας «Ηπειρος», [Γεωργίου Χατζή] φοίτησε στο Ιόνιο Γυμνάσιο Αθήνας. Το 1930 ανέλαβε την έκδοση της «Ηπείρου». Πρωτοεμφανίστηκε στα Γράμματα με ποιήματα («Νουμάς» 1931 και «Νέα Εστία» 1932). Το 1932 εντάχθηκε στο ΚΚΕ. Το 1936 εξορίστηκε στη Φολέγανδρο. Λίγους μήνες αργότερα αφέθηκε ελεύθερος. Στην κατοχή δημοσιογραφούσε στον παράνομο «Ριζοσπάστη» και ήταν μέλος της ομάδας του παράνομου σωζόμενου τυπογραφείου της ΚΕ του ΕΑΜ, στην Καλλιθέα, δημοσιογράφος και διορθωτής των εφημερίδων «Ελεύθερη Ελλάδα», «Απελευθερωτής» και άλλων εντύπων που έβγαζε το τυπογραφείο. Αργότερα δούλεψε στο τυπογραφείο του Βουνού. Το 1947 επιστρατεύτηκε στα Γιάννενα. Το Μάρτη του 1948 κατέφυγε στο ΔΣΕ, στου οποίου τα έντυπα δημοσίευε διηγήματα και ανταποκρίσεις. Από το 1949 έζησε σε διάφορες σοσιαλιστικές χώρες. Σπούδασε Βυζαντινολογία και δίδαξε Νεοελληνική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης. Στην προσφυγιά δημοσίευε κείμενά του στο περιοδικό «Πυρσός» και εξέδωσε αρκετά έργα του. Το 1974 επαναπατρίστηκε. Εγινε επισκέπτης καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Πάτρας, αλλά σύντομα αποπέμφθηκε από το υπουργείο Παιδείας. Από το 1980 έως το θάνατό του, 1981, εξέδιδε το περιοδικό «Στίγμα», με αντικείμενο την παγκόσμια Λογοτεχνία. (Βιογραφικό από το Ριζοσπάστη)
–Στη φωτογραφία ο Δ. Χατζής στο βουνό (Μάης – Σεπτέμβρης 1948)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου