22 Σεπ 2018

«Start-up» στη διεκδίκηση των σύγχρονων αναγκών των νέων επιστημόνων



Η δημιουργία και η επιτυχία μιας «start-up» επιχείρησης παρουσιάζονται λίγο - πολύ ως παιχνίδι... Η πραγματικότητα όμως για χιλιάδες νέους είναι τελείως διαφορετική
Η δημιουργία και η επιτυχία μιας «start-up» επιχείρησης παρουσιάζονται λίγο - πολύ ως παιχνίδι... Η πραγματικότητα όμως για χιλιάδες νέους είναι τελείως διαφορετική
Η «απόβαση» των αμερικανικών μονοπωλιακών ομίλων στη ΔΕΘ και η υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ «Microsoft» και ΑΠΘ για την ίδρυση του πρώτου hub (κόμβου) για start-up επιχειρήσεις στη Θεσσαλονίκη επανέφεραν στο προσκήνιο τη συζήτηση περί επιχειρηματικής αξιοποίησης καινοτόμων ιδεών ως ρεαλιστικής προοπτικής για επαγγελματική αποκατάσταση των νέων επιστημόνων. Η σχετική προπαγάνδα από τα επιτελεία της αστικής τάξης πραγματικά γανώνει το κεφάλι φοιτητών και αποφοίτων.
Φυσικά, η συζήτηση περί start-up δεν είναι ελληνικό εφεύρημα, αφού ήδη από τις δεκαετίες του '80 και του '90 τέτοιου τύπου επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στον κλάδο της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών, θεωρείται ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην αναμόρφωση της οικονομίας των ΗΠΑ. Ετσι, σήμερα, σύμφωνα με την κυρίαρχη προπαγάνδα, είναι τάχα στο χέρι του νέου επιστήμονα να προσπαθήσει να γίνει ένας νέος Μπιλ Γκέιτς ή Στιβ Τζομπς, ξεκινώντας τη δική του start-up επιχείρηση. Αυτή είναι η εικόνα που προβάλλεται για τις start-ups στον δημόσιο λόγο: Εταιρείες που ιδρύονται με ελάχιστους πόρους και σύντομα μπορούν να πετύχουν έσοδα εκατομμυρίων.
Η πραγματική εικόνα
Η εικόνα αυτή, όμως, είναι τουλάχιστον εξωραϊσμένη, καθώς με βάση στοιχεία και μελέτες, το ποσοστό επιτυχίας των start-ups είναι εξαιρετικά χαμηλό σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι σε μελέτη της «Deutsche Bank» που δημοσιεύτηκε το 2016 αναφέρεται ότι, σύμφωνα με εκτιμήσεις της βιομηχανίας, περίπου οι μισές start-up επιχειρήσεις αποτυγχάνουν ήδη από τα πρώτα τους βήματα στον επιχειρηματικό «στίβο», ενώ, σύμφωνα με το γνωστό περιοδικό «Forbes», περίπου το 90% των start-ups τελικά αποτυγχάνει. Ακόμα και στις ΗΠΑ, τη «γη της επαγγελίας» του start-up επιχειρείν, από το 2008 και μετά, αυτές που κλείνουν είναι περισσότερες από αυτές που ιδρύονται ετησίως (έκθεση του US Census Bureau, 2015).
Ποιοι είναι όμως οι λόγοι που οδηγούν τη συντριπτική πλειοψηφία των start-up επιχειρήσεων σε αποτυχία; Σύμφωνα με φετινή μελέτη της εταιρείας συμβούλων «CB Insights», το 42% των περιπτώσεων δεν ανταποκρίθηκε στις ανάγκες της αγοράς, το 29% ξέμεινε από ρευστό και το 18% δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το λειτουργικό κόστος της επιχείρησης. Τα ευρήματα αυτά ουσιαστικά καταδεικνύουν ότι οι λόγοι που οι περισσότερες start-ups δεν εκπληρώνουν τελικά τα όνειρα που είχαν όσοι τις ξεκίνησαν, σε ποσοστό περίπου 90% έχουν να κάνουν με παράγοντες που αφορούν το «τέρας της αγοράς» και όχι με το αν είχαν συλλάβει και αναπτύξει μια καλή και πραγματικά «καινοτόμο» ιδέα.
Βέβαια, μια ιδέα που δεν ανταποκρίνεται «στις ανάγκες της αγοράς» δεν είναι ντε και καλά μια κακή ιδέα ή μια ιδέα που δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί ώστε να ικανοποιηθούν πραγματικές, σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες. Στην καπιταλιστική οικονομία, όμως, δεν είναι αυτά που ενδιαφέρουν, αλλά το κατά πόσο μια οποιαδήποτε «καινοτομία» θα μπορεί να αποβεί κερδοφόρα.
Ενα παράδειγμα: Μια καινοτόμος τεχνολογική εφαρμογή θα μπορούσε να συλλέγει άμεσα, μέσω τηλεμέτρησης, στοιχεία και ενδείξεις σχετικά με δείκτες φυσικών καταστροφών. Στη βάση της επεξεργασίας αυτών των στοιχείων, θα μπορούσε και να ενεργοποιεί μια αυτοματοποιημένη διαδικασία απόκρισης του κρατικού μηχανισμού και των πολιτών. Προφανώς, μια τέτοια εφαρμογή θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη. Ομως, όπως αποκάλυψε πρόσφατα ο «Ριζοσπάστης» (7/8/2018, σελ. 9), ένα αντίστοιχο σχέδιο διαχείρισης κινδύνων θα πρέπει να αναπτυχθεί, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ, με μόνο κριτήριο την οικονομική του αποδοτικότητα, που εν προκειμένω σημαίνει μέριμνα μόνο για τα μεγαλύτερα περιουσιακά στοιχεία (μεγαλοϊδιοκτησίες και σταθερά κεφάλαια μεγαλοεπιχειρηματιών).
Ενα άλλο παράδειγμα μπορεί να φωτίσει και την αντίστροφη διαδικασία, πώς δηλαδή το επιχειρηματικό κίνητρο μεταστρέφει τη λειτουργία εφαρμογών που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε διαφορετική βάση. Πιστεύει κανείς ότι μια εφαρμογή τύπου «AirBnB» η οποία θα κατέγραφε τις διαθέσιμες οικιστικές υποδομές, με στόχο π.χ. να καλυφθεί με ευθύνη του κράτους το τεράστιο πρόβλημα των αστέγων, αλλά και ζητήματα στέγασης φοιτητών, θα είχε την ίδια τύχη με το «AirBnB» να αναπτυχθεί στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία;
Στους παράγοντες που οδηγούν σε αποτυχία start-up εγχειρήματα καταγράφεται επίσης και το αν θα «κοκκινίσουν» ή όχι τα δάνεια που θα αναγκαστούν να πάρουν από τις τράπεζες όσοι τις ξεκινούν για να χρηματοδοτήσουν τη λειτουργία τους.
Το δε άγχος μπροστά στον κίνδυνο χρεοκοπίας είναι τόσο μεγάλο, που το 76% των στελεχών start-up επιχειρήσεων που συμμετείχαν σε σχετική δημόσια διαβούλευση της ΕΕ, το 2016, το ανέδειξε σε βασικό παράγοντα προβληματισμού. Ενα άγχος απολύτως εύλογο, αφού, όπως τεκμηριώνει έρευνα του αμερικανικού ινστιτούτου «Gallup» από το 2014, το 79% όσων ξεκίνησαν μια τέτοια επιχείρηση έβαλαν λεφτά από την τσέπη τους.
Το πραγματικό κίνητρο
Οπως γίνεται φανερό, η ίδρυση μιας start-up είναι μάλλον επιλογή ανάγκης, που περιβάλλεται το μανδύα της «ευκαιρίας» και πασπαλίζεται με διάφορες «αναπτυξιακές» φιοριτούρες στο πλαίσιο της συστηματικής προσπάθειας που καταβάλλει η αστική τάξη, αξιοποιώντας όλους τους μηχανισμούς που έχει στο οπλοστάσιό της, για να χειραγωγήσει ιδεολογικά τους νέους επιστήμονες.
Φυσικά, η όλη συζήτηση δεν γίνεται αποκλειστικά και μόνο για λόγους ιδεολογικής χειραγώγησης των νέων επιστημόνων. Το κεφάλαιο και οι μηχανισμοί του έχουν κι άλλους, πολύ σοβαρούς λόγους να «επενδύουν» τόσο πολύ στο ζήτημα του start-up επιχειρείν. Αυτοί έχουν να κάνουν με την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου στην αρένα του ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων ιμπεριαλιστικών κέντρων. Η προαναφερθείσα μελέτη της «Deutsche Bank» κάνει κάποιες σχετικές επισημάνσεις, που έχουν ιδιαίτερη αξία.
Η πρώτη αφορά στον ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, καθώς η ενίσχυση της «καινοτομίας» (με σκοπό τη διεύρυνση των περιθωρίων κερδοφορίας του κεφαλαίου) αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της εκάστοτε καπιταλιστικής οικονομίας. Η μελέτη επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν, περίπου 1.100 start-up επιχειρήσεις εξαγοράστηκαν από μεγαλύτερους επιχειρηματικούς ομίλους από το 2012 μέχρι το 2016. Περίπου το 30% αυτών εξαγοράστηκαν από αμερικανικές επιχειρήσεις, οι οποίες επένδυσαν περίπου το 65% των κεφαλαίων που μπήκαν σε ευρωπαϊκές start-ups...
Ενα δεύτερο ζήτημα αφορά στο εσωτερικό της ΕΕ, αναδεικνύοντας και την ανισομετρία που υπάρχει, καθώς στις βορειοευρωπαϊκές χώρες ιδρύονται περισσότερες start-up επιχειρήσεις σε σχέση με τις νοτιοευρωπαϊκές, όπου ο ρυθμός αποτυχίας start-up εγχειρημάτων είναι συγκριτικά μεγαλύτερος και εκτιμάται ότι αυτό οφείλεται σε σημαντικό βαθμό και στη δυσκολία πρόσβασης σε κατάλληλα χρηματοδοτικά προγράμματα.
Σε αυτήν τη βάση αναπτύσσονται και οι διάφορες σχετικές πρωτοβουλίες για την ενίσχυση του start-up επιχειρείν και στην Ελλάδα, μέσω χρηματοδοτικών προγραμμάτων. Σε γενικές γραμμές, αυτές κυρίως αφορούν ιδιωτικές πρωτοβουλίες (π.χ. διάφορα επενδυτικά funds) και επενδυτικά κεφάλαια που χρηματοδοτήθηκαν από το πρόγραμμα «Jeremie» του European Investment Fund (EIF) της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (EIB), για τα οποία η Ελλάδα έχει υπογράψει συμβάσεις χρηματοδότησης ύψους 250 εκατ. ευρώ.
Πρόκειται για χρηματοδοτικά εργαλεία που στόχο έχουν να διευκολύνουν την ανάπτυξη start-up εγχειρημάτων προτού βγουν «στα γεμάτα» στην αρένα του ανταγωνισμού, ώστε τα ευρωπαϊκά μονοπώλια να μπορέσουν στη συνέχεια με ευνοϊκότερους όρους να τα εκμεταλλευτούν. Το κίνητρο ενίσχυσης των start-ups, δηλαδή, δεν έχει να κάνει με τη βελτίωση των προοπτικών ενός νέου επιστήμονα, αλλά με τη βελτίωση των προοπτικών των ευρωπαϊκών μονοπωλίων στο πλαίσιο του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού.
Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι οι φορείς και οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου που υμνολογούν το start-up επιχειρείν χρησιμοποιούν επιχειρήματα/συνθήματα αντίστοιχα με αυτά που αξιοποιούνται και στη συζήτηση περί «brain drain». Ετσι, προβάλλουν ότι οι θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης που διαμορφώνονται στις start-ups μπορεί να αποτελέσουν αντίδοτο στο «brain drain». Αυτό που δεν λένε, όμως, είναι ότι το «brain drain» δεν έχει αιτία την κρίση, αλλά την ίδια αιτία με την κρίση, δηλαδή τις αδυσώπητες νομοτέλειες που διέπουν την καπιταλιστική οικονομία (βλ. ΚΟΜΕΠ τ. 3/2018), αυτές ακριβώς που εγκλωβίζουν σήμερα τις προοπτικές του νέου επιστήμονα.
Υπάρχει διέξοδος!
Τα παραπάνω δείχνουν ότι η σκιά της ομπρέλας του start-up επιχειρείν είναι τόσο μεγάλη, που χωράει πολλούς και πολλά από κάτω. Από «μεγαλοκαρχαρίες» και ισχυρά μονοπώλια που αναζητούν νέα κέρδη, μέχρι νέους επιστήμονες που αναζητούν μια καλύτερη προοπτική από τη μιζέρια της εργασιακής ανασφάλειας, την αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης στο εξωτερικό, την αβεβαιότητα για το μέλλον.
Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι στη σκιά. Είναι στο ποιος κρατά την ομπρέλα και μπορεί να την ανοιγοκλείνει. Αυτός είναι και ο λόγος που οι νέοι επιστήμονες, τα παιδιά της λαϊκής οικογένειας, είναι αυτοί που κατά κύριο λόγο διαπιστώνουν στην πράξη ότι η «επιχειρηματικότητα» και οι «ευκαιρίες» που διαφημίζουν το αστικό κράτος και όλα τα κόμματα του κεφαλαίου στην πραγματικότητα είναι νέα δόκανα που στήνονται για τους ίδιους. Είναι αυτοί οι οποίοι, αναζητώντας διαφυγή από τον εφιάλτη της εργασιακής ανασφάλειας που κατασπαράσσει την εργατική τάξη, είναι πολύ πιθανό να βρεθούν αντιμέτωποι με τον εφιάλτη του «λουκέτου» και των χρεών που κατασπαράσσουν τους αυτοαπασχολούμενους και τους μικροεπαγγελματίες.
Είναι όμως λογικό ένας νέος επιστήμονας σήμερα να τζογάρει τη ζωή του σαν να κυνηγά το τζακ-ποτ στο «Τζόκερ», ελπίζοντας μπας και είναι μεταξύ των λίγων που τελικά ίσως και να «πιάσουν την καλή», ξεχωρίζοντας έτσι από το σωρό όσων δεν θα τα καταφέρουν; Προφανώς θα υπάρξουν και τέτοιοι. Το αντίτιμο όμως που καλείται να καταβάλει κάποιος για την αγορά αυτής της ελπίδας είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό μιας στήλης στο «Τζόκερ»...
Ας αναρωτηθεί κάθε νέος επιστήμονας: Τι είναι αυτό που τον αναγκάζει να ψάχνει πώς θα γίνει - σχηματικά το λέμε - ο 1 στους 100, αντί να αναζητεί πώς θα έχουν και οι 100 τις ίδιες δυνατότητες; Αυτό το ερώτημα μπορεί να φωτίσει και τον άλλο δρόμο που έχει μπροστά του. Γιατί το μόνο που δεν λείπει σήμερα από τη χώρα είναι ανάγκες που θα μπορούσαν να καλύψουν οι νέοι επιστήμονες, αξιοποιώντας τις γνώσεις και τις ικανότητές τους, ώστε κι αυτοί να έχουν καλύτερη προοπτική. Αυτό που λείπει είναι ακριβώς αυτή η καλύτερη προοπτική για τους πολλούς.
Ο δρόμος, λοιπόν, που δίνει διέξοδο στις αγωνίες του νέου επιστήμονα σήμερα είναι ο δρόμος της συστράτευσης με το ΚΚΕ. Είναι ο δρόμος που ανοίγεται σήμερα, στην οργανωμένη πάλη για μισθούς και Συλλογικές Συμβάσεις στο ύψος των σύγχρονων αναγκών των νέων επιστημόνων, με αταλάντευτο ταξικό προσανατολισμό.
Είναι το αντιπάλεμα της εργασιακής ανασφάλειας και των απαράδεκτων συνθηκών δουλειάς, της επιχειρηματικής λειτουργίας των πανεπιστημίων, της υποταγής της εκπαιδευτικής διαδικασίας στα κελεύσματα της αγοράς. Είναι ο δρόμος που δεν οδηγεί σε σταυροδρόμια δήθεν «ευκαιριών», που καταλήγουν σε αδιέξοδα, αλλά ο δρόμος που οδηγεί «στις λεωφόρους του μέλλοντος», όπως ποιητικά τον περιέγραψε ο Γ. Ρίτσος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ