9 Φεβ 2019

ΝΙΚΟΣ ΚΑΤΗΦΟΡΗΣ (1903 - 1967)


«Γράφω, για να αλλάξω τον κόσμο»...



Ο Νίκος Κατηφόρης γεννήθηκε στον Αγιο Πέτρο Λευκάδας το 1903. Αφού τελείωσε το Δημοτικό και το Ελληνικό Σχολείο, το 1918 φοιτά στο Γυμνάσιο της Λευκάδας, όπου έρχεται σε επαφή με τη σοσιαλιστική κίνηση. Στη συνέχεια πηγαίνει στην Αθήνα, όπου σπουδάζει νομικά και ήδη το 1921, μπολιασμένος πια με τα ιδανικά του σοσιαλισμού - κομμουνισμού, ξεκινάει αγωνιστική δράση. Οπως ο ίδιος απομνημονεύει, «μαζί με τον Φίτσο, τον Βιτσιώρη, τον Τσουκαλά, τον Καρούσο, τον Γονή κ.ά. και με τις οδηγίες του Πικρού κάναμε την πρώτη επιστημονική επίθεση στη Νομική Σχολή κατά του καθηγητή μας της Πολιτικής Οικονομίας Μ. Γουναράκη και μαζί του πήραμε το "βάπτισμα του πυρός».1
Από το 1927 θα ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα στην Αθήνα, ενώ το 1930 θα παντρευτεί τη φιλόλογο Ειρήνη Βενιζέλου, με την οποία θα κάνουν δύο παιδιά, το Γιώργο και τη Ράνια.
Στις 28.11.1930 έγινε στο Στρατοδικείο Ιωαννίνων η δίκη των εφτά φαντάρων του μαρτυρικού Καλπακίου. Η καταδικαστική για τους κομμουνιστές στρατιώτες απόφαση ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών. Ανάμεσα στις σημαντικές προσωπικότητες των Γραμμάτων και των Τεχνών που ύψωσαν φωνή διαμαρτυρίας υπήρξε και ο Νίκος Κατηφόρης.
Εδρασε στον συνδικαλιστικό τομέα των λογοτεχνών ως γενικός γραμματέας της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων (1946 - 1953) και μέλος του ΔΣ της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (1950 - 1967).
Πέθανε σχετικά πρόωρα στις 30.3.1967 στην Αθήνα, ενώ νοσηλευόταν στο Δημοτικό Νοσοκομείο. Πιο πριν είχε μεταβεί για νοσηλεία στις σοσιαλιστικές χώρες.
Σε τιμητική εκδήλωση που έγινε για τον συγγραφέα στην Αθήνα, στις 8.3.2002, η κόρη του στον σύντομο χαιρετισμό της ανέφερε και τα εξής: «Μα γιατί, μπαμπά, γράφεις συνεχώς; Τον ρωτούσα. Γράφω, για να αλλάξω τον κόσμο, μου απαντούσε με ένα περίεργο χαμόγελο στα χείλη, με μια έξαρση στο βλέμμα».2
Συνεργάτης περιοδικών και εφημερίδων
Δημοσίευσε λογοτεχνικά κείμενα και κριτικά δοκίμια σε διάφορα περιοδικά του Μεσοπολέμου, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν οι «Νέοι Πρωτοπόροι» (1931 - 1936), στη συντακτική ομάδα των οποίων ανήκε για ένα διάστημα. Από το 1924, διαδεχόμενος στη στήλη του χρονογραφήματος τον Κώστα Παρορίτη, συνεργάστηκε με τον «Ριζοσπάστη».
Για μια περίπου δεκαετία, κινούμενος ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία, προσπαθεί με τα χρονογραφήματά του να εκλαϊκεύσει θέσεις του ΚΚΕ, αντλώντας υλικό από την καθημερινή ζωή και αξιοποιώντας την επικαιρότητα. Ορισμένα από τα βασικά θέματα που τον απασχολούν είναι οι άθλιες συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης και των ξωμάχων, το γυναικείο ζήτημα, η πατριδοκαπηλία και ο μιλιταρισμός του αστικού κράτους, οι μηχανισμοί καταπίεσης, χειραγώγησης και καταστολής που χρησιμοποιεί.
Οπως είναι φυσικό, στα κείμενά του αυτά τον απασχολούν και οι μεγάλοι εργατικοί - λαϊκοί αγώνες της περιόδου. Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση βρίσκεται anteportas και η «κοινωνική σταθερότητα», την οποία διακηρύσσουν και εφαρμόζουν στην Ελλάδα από το Δεκέμβρη του 1926 οι αστικές κυβερνήσεις, βρίσκει απέναντί της τον εργαζόμενο λαό, που το 1927 αλλά και στη συνέχεια πραγματοποιεί μεγάλες απεργιακές και άλλες αγωνιστικές κινητοποιήσεις.
Το χρονογράφημα του Κατηφόρη στον «Ριζοσπάστη», με τον τίτλο «Απεργία», στις 26.1.1928, γράφει χαρακτηριστικά: «Οπού πεθάνει με πολλούς, λέει ο λόγος, το χάρο δε φοβάται. (...) Βέβαια, η απεργία δεν είναι θάνατος. Είναι όμως αγώνας, είναι πάλη, είναι η οξύτερη μορφή της νόμιμης άμυνας των εργατών αντίκρυ στην επίθεση της μπουρζουαζίας».
Η «πρόσληψη» του έργου του και επιδράσεις
Ο Νίκος Κατηφόρης ασχολήθηκε με όλα σχεδόν τα είδη του πεζού λόγου (διήγημα, μυθιστόρημα, χρονογράφημα, κριτικό δοκίμιο) και με το θέατρο. Το έργο του όμως δεν έχει μελετηθεί και δεν έχει αξιολογηθεί επαρκώς. Οι αναφορές στις Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας είναι ανεπαρκείς, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι οι Κ. Θ. Δημαράς, Λ. Πολίτης, M. Vitti και R. Beaton δεν αναφέρουν στα οικεία τους έργα ούτε καν το όνομά του.
Το έργο του Κατηφόρη δέχτηκε επιδράσεις από την πρόσφατη τότε νεοελληνική παράδοση, τους πρωτοπόρους σοσιαλιστές Κωνσταντίνο Θεοτόκη και Κώστα Χατζόπουλο, αλλά και από τον Κ. Παρορίτη και ιδίως τον Δημοσθένη Βουτυρά. Επίσης, επηρεάστηκε δημιουργικά από τη ρωσική και σκανδιναβική λογοτεχνία.
Πότε πρωτοπαρουσιάζεται στη λογοτεχνία
Πρωτοεμφανίστηκε στο περιοδικό «Η Διάπλασις των Παίδων» το 1913, η πρώτη του όμως ουσιαστικά εμφάνιση στα νεοελληνικά Γράμματα έγινε με τη δημοσίευση του αντιπολεμικού διηγήματος «Ειρήνη» στον «Νουμά» στις 19.9.1920, στον απόηχο δηλαδή της Συνθήκης των Σεβρών. Το πρώτο βιβλίο του, με τίτλο «Τραβώντας στην τρέλα», εκδόθηκε το 1922. Πρόκειται για συλλογή δύο διηγημάτων, η οποία περιλαμβάνει ένα ομώνυμο διήγημα και ένα ακόμη με τίτλο «Οι καμπάνες του φόβου». Ο Γ. Τσουκαλάς, που υπογράφει τον πρόλογο του μικρού αυτού τόμου, σημειώνει ανάμεσα σε άλλα τα εξής: «Αν ο τεχνίτης πρέπει να είναι ο αντίλαλος, η απήχησις της κοινωνίας, ανάμεσα στην οποία ζει, μπορούμε να πούμε αδιστάκτως, ότι ο κ. Κατηφόρης επέτυχε στο έργο του»3, ενώ ο Γ. Κορδάτος έγραψε γι' αυτό επαινετική κριτική στον «Ριζοσπάστη».
«Το ανοιχτό παράθυρο» (1926)
Η δεύτερη σειρά διηγημάτων του Κατηφόρη κυκλοφόρησε το 1926. Οι οδυνηρές συνέπειες του δεκαετούς πολέμου (Βαλκανικοί, Α΄ Παγκόσμιος, Μικρασιατική Εκστρατεία), η φτώχεια και η εξαθλίωση που τον διαδέχτηκαν, δίνονται με ρεαλισμό και κάποια «λαογραφική» διάθεση στο διήγημα «Ερμο κούτσουρο», ενώ το διήγημα «Η νέα Μαγδαληνή», γραμμένο με πικρό χιούμορ και σατιρική διάθεση, ονοματίζει στον τίτλο του μια γαϊδουρίτσα που «αντικαθιστά» στη ζωή του κεντρικού ήρωα την πρόωρα και άδικα χαμένη γυναίκα του, που πέθανε όταν γεννούσε το μοναχοπαίδι τους.
«Οσο κρατάει το σκοτάδι» (1929)
Με αυτό το βιβλίο, το οποίο τυπώθηκε και κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά που ψηφίστηκε στην Ελλάδα το αντικομμουνιστικό «Ιδιώνυμο» αλλά και ξέσπασε η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, ο Κατηφόρης εισέρχεται σε ένα πιο ώριμο στάδιο της πεζογραφικής του πορείας. Ο τίτλος του αρθρώνεται από μιαν ανανταπόδοτη δευτερεύουσα χρονική πρόταση που στο θέμα της ενσωματώνει - άμεσα δηλωμένο κατά το ένα σκέλος - ένα συνηθισμένο εκφραστικό σχήμα της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας, την αντίθεση «σκοτάδι - φως», αφού συγχρόνως υπαινίσσεται με έμμεσο τρόπο τις κοσμοϊστορικές και νωπές τότε αλλαγές που συντελούνταν με την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση και την επίδρασή της στην εργατική τάξη της Ελλάδας και όλου του κόσμου.
Υπονοεί, επίσης, τη γνώση που τεκμηριώνει η μαρξιστική επιστήμη ότι το σκοτάδι, δηλαδή η βάρβαρη και απάνθρωπη εκμεταλλευτική κοινωνία, είναι προσωρινό, αφού η αντικατάσταση του καπιταλισμού από τον σοσιαλισμό - κομμουνισμό είναι διαλεκτικά και νομοτελειακά αναπόφευκτη. Οπως όμως και στον τίτλο, έτσι και στα περιεχόμενα πεζογραφήματα, ο Κατηφόρης δεν προτείνει άμεσα λύσεις ούτε αποκαλύπτει με σαφήνεια την ταυτότητα του ταξικού δυνάστη, παρόλο που περιγράφει καταστάσεις και προβλήματα των ανθρώπων της ελληνικής μεσοπολεμικής κοινωνίας με έντονη δραματικότητα, ψυχογραφική δύναμη και ευθύβολο ρεαλισμό. Για το «Οσο κρατάει το σκοτάδι», το οποίο έτυχε γενικά θετικής υποδοχής από την κριτική, έγραψαν - μεταξύ άλλων - ο Γ. Κοτζιούλας, ο Ν. Λαπαθιώτης, ο Κ. Παρορίτης, ο Αντ. Τραυλαντώνης, ο Στ. Τσακίρης, ο Π. Χάρης κ.ά.
Τα μεσοπολεμικά του μυθιστορήματα
Το πρώτο μισό της επόμενης δεκαετίας απασχόλησαν τον Κατηφόρη πιο μεγάλες συνθέσεις. Το 1930 έγραψε και εξέδωσε το μυθιστόρημα «Η πιάτσα», όπου πρωταγωνιστεί μια νεαρή γυναίκα βίαια προλεταριοποιημένη. Στην «πιάτσα», δηλαδή στην καπιταλιστική κοινωνία, ακόμη και οι πιο στενές συγγενικές σχέσεις γίνονται σχέσεις αγοραπωλησίας, ενώ σε όλες γενικά τις ανθρώπινες σχέσεις κυριαρχούν η ψευτιά και η συμβατικότητα.
Το 1935 κυκλοφόρησε το δεύτερο μυθιστόρημά του, «Η διχτατορία του Σατανά». Με αυτό το μυθιστόρημα, παρά τις καλοπροαίρετα αρνητικές κριτικές του Τ. Αγρα και της Αλ. Αλαφούζου - από διαφορετική σκοπιά καθεμιά -, ο Κατηφόρης προλέγει και προβλέπει τόσο το τεταρτοαυγουστιανό ιδεολόγημα του «γ΄ ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» και τον αντικομμουνιστικό διωγμό που θα εξαπολύσει η μεταξική δικτατορία, όσο και τη φρίκη και τον τρόμο που θα σκορπίσουν τα επόμενα χρόνια σε όλη πια την Ευρώπη ο ναζισμός και ο φασισμός. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι η δικτατορία της 4ης Αυγούστου απαγόρευσε την κυκλοφορία του, ενώ όσα αντίτυπα βρέθηκαν στα βιβλιοπωλεία κατασχέθηκαν και κάηκαν, όπως συνηθιζόταν τότε από τους χιτλεροφασίστες και τους εγχώριους θαυμαστές τους.
Παρόλο που το παρόν άρθρο ασχολήθηκε κυρίως με το μεσοπολεμικό έργο του Κατηφόρη, αξίζει να σημειώσουμε ότι σημαντικό είναι το έργο του τόσο κατά τη δεκαετία του '40 όσο και στη συνέχεια. Ορισμένα από τα έργα του διαβάστηκαν και αγαπήθηκαν ιδιαίτερα: «Ο Αρχοντας κι άλλα διηγήματα» (1945), «Οταν εσκάβαμε τον ουρανό» (μυθιστόρημα, 1964), «Ο Καρχαρίας και τα εννέα κύματα» (μυθιστόρημα, 1965), «Οι Φασουλήδες» (θεατρικό, 1945), «Ο Φωτεινός» (θεατρική διασκευή του ομώνυμου ποιήματος του Αρ. Βαλαωρίτη, 1959) κ.ά.
Η ενασχόλησή του με το θέατρο
Ο Κατηφόρης πρωτοεμφανίστηκε ως θεατρικός συγγραφέας το 1931 με τη σάτιρα «Οι λύκοι και τα πρόβατα», όπου διακωμωδείται η τρομοκρατία της τότε αστικής δημοκρατίας. Το έργο αυτό θα ανεβαζόταν σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη από το «Προλεταριακό Θέατρο», όμως ο αστυνομικός διευθυντής, αν και το έργο τού ήταν άγνωστο, απαγόρευσε το ανέβασμά του, απόφαση που επικυρώθηκε από τον υπουργό Εσωτερικών Β. Καραπαναγιωτίδη. Το «Ιδιώνυμο» μπορεί να βασίλευε, ωστόσο από τότε το έργο άρχισε να παίζεται στα πεταχτά και ανοργάνωτα από ερασιτεχνικούς εργατικούς θιάσους. Το 1934 εκδόθηκε το θεατρικό του έργο «Το μεράκι του άρχοντα», το οποίο παίχτηκε επί σκηνής το 1939 σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν από τον θίασο Κοτοπούλη.
Οπως γράφει ο Κ. Γεωργουσόπουλος, «ο Νίκος Κατηφόρης υπήρξε συγγραφέας ρεαλιστής με κοινωνιστικές ιδέες, βαθύς γνώστης της ψυχολογίας των τάξεων και σπουδαίος χειριστής της γλώσσας. Το θέατρό του ήταν αδρό, γερά χτισμένο και με συγκρούσεις γνήσιες και πειστικές. Αξιοσημείωτη είναι η διαγραφή των χαρακτήρων και η σατιρική του ματιά».4
Παραπομπές:
1. Νίκος Κατηφόρης, «Ο νεκρός των παλιών Πρωτοπόρων. Πέτρος Πικρός, ο άνθρωπος και το έργο του», στο Αφιέρωμα στον Πέτρο Πικρό, Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας, «Καστανιώτης», 1986, σ.σ. 19 - 23.
2. Ράνια Ν. Κατηφόρη, «Χαιρετισμός», στο «Νίκος Γ. Κατηφόρης 1903 - 1967». Τιμητική εκδήλωση, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, 2003, σ. 15.
3. Επαμ. Γ. Μπαλούμης, «Η πεζογραφία του '20. Μεσοπόλεμος», «Ελληνικά Γράμματα», 1996, σ. 184.
4. Κώστας Γεωργουσόπουλος, «Κατηφόρης, Νίκος», λήμμα στην εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα», τ. 32, σ. 385.

Μπάμπης ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ