16 Ιουλ 2019

Παρ’ όλα αυτά όμως το ΚΚΕ μοιάζει καθηλωμένο…

Από τον φίλο του περιοδικού Τάκη Σούλιο, εκπαιδευτικό, υποψήφιο με την Λαϊκή Συσπείρωση στις κοινοτικές εκλογές του Δήμου Αθηναίων, λάβαμε και δημοσιεύουμε το κείμενο που ακολουθεί.
Οι πρόσφατες εθνικές εκλογές στην Ελλάδα αλλά και οι ευρωεκλογές στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, επιβεβαίωσαν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο αυτό που βλέπουμε τις τελευταίες δεκαετίες: Την ορμητική, σχεδόν καθολική, συντηρητικοποίηση, τουλάχιστον όσον αφορά την εκλογική συμπεριφορά, της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, η οποία, χωρίς αναστολές, απλώνεται ως τις πιο ακραίες μορφές όπως αυτές των ακροδεξιών αλλά και των νεοναζιστικών κομμάτων. Εύλογο επομένως το απλοϊκό ερώτημα που απευθύνεται από κάθε είδους ενσωματωμένους εκπρόσωπους της αστικής ιδεολογίας, ειδικά προς τους εκπροσώπους του ΚΚΕ: «Γιατί το κόμμα σας είναι καθηλωμένο;». Πίσω από το αλαζονικό και υπεροπτικό ύφος με το οποίο τίθεται το ερώτημα υπάρχει μια αλήθεια την οποία πρέπει να αναζητήσουμε: Γιατί οι εργάτες και τα λαϊκά στρώματα που πλήττονται από την κρίση στρέφονται προς συντηρητικές επιλογές και όχι προς την αμφισβήτηση του συστήματος; Γιατί οι εργάτες επιλέγουν, στην παρούσα φάση, την βαρβαρότητα και όχι την εξέγερση; Γιατί οι εργάτες επιλέγουν, στην παρούσα φάση, τον καπιταλισμό και όχι τον κομμουνισμό;
Οποιαδήποτε ανάλυση που αφορά στον προσδιορισμό της πολιτικής συμπεριφοράς της εργατικής τάξης της παρούσας περιόδου, οδηγεί σε αδιέξοδο εάν δεν λάβουμε υπ’ όψιν τα εξής:
1.Δεν πρέπει ποτέ να διαφεύγει από το νου μας το γεγονός της μεγάλης ήττας που έχει υποστεί η εργατική τάξη και το παγκόσμιο εργατικό κομμουνιστικό κίνημα από την επικράτηση της αντεπανάστασης στην Σοβιετική ένωση. Το γεγονός αυτό που  είναι το αποτέλεσμα μιας βασανιστικής περιόδου, την αρχή της οποίας μπορούμε να την τοποθετήσουμε χρονικά στο 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, λειτούργησε και λειτουργεί ως καταλύτης που οδήγησε από την μια στην διάλυση ή στην ενσωμάτωση των άλλοτε πανίσχυρων κομμουνιστικών κομμάτων και από την άλλη στην δημιουργία ενός πολιτικού εδάφους που εμποδίζει την ανάδυση νέων επαναστατικών κομμάτων αλλά και την ανάπτυξη των ήδη υπαρχόντων. Δεν είναι τυχαία η συνεχής και μεθοδική προσπάθεια της αστικής διανόησης να υπενθυμίζει, ειδικά στις νέες γενιές και να κεφαλαιοποιεί αυτό το γεγονός, μέσα  από συνεχείς μελέτες, αναφορές, άρθρα, νόμους, οδηγίες, ψηφίσματα, πολιτισμικά προϊόντα όπως κινηματογραφικές ταινίες κλπ.
2.Παράλληλα και ως ένα μικρό βαθμό και ως αποτέλεσμα του δεδομένου που προαναφέραμε, βλέπουμε το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα να έχει βαλτώσει σε μια οικονομική κρίση υπερσυσσώρευσης  από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει. Η φτώχεια, η ανεργία, η ανέχεια, ο φόβος και η ανασφάλεια είναι καταστάσεις που αφορούν πλέον όχι μόνο στις φτωχιές χώρες αλλά και στις θεωρούμενες ως αναπτυγμένες. Οι παραγκουπόλεις που φυτοζωούν στις παρυφές των μεγαλουπόλεων των υπανάπτυκτων κρατών πλέον ανθίζουν στα πεζοδρόμια και στα πάρκα των μεγαλουπόλεων των ΗΠΑ, με μόνη διαφορά ότι το δάσος των παραπηγμάτων αντικαθίσταται από την θάλασσα των σκηνών και των sleeping bags.
Επομένως, δεδομένης της ανυπαρξίας ή της αδυναμίας των κομμουνιστικών κομμάτων και του εργατικού κινήματος, δεδομένης της κατασυκοφάντησης του κομμουνισμού και υπό το βάρος των επιπτώσεων της βαθειάς κρίσης στους εργάτες, πέραν της παραίτησης και της απόσυρσης, η μόνη ρεαλιστική πολιτική λύση που απομένει είναι τα συντηρητικά ή ακόμη περισσότερο τα ακροδεξιά κόμματα.   Ειδικά τα ακροδεξιά και φασιστικά κόμματα αλλά και σε ένα βαθμό όλα τα αστικά κόμματα, προσφέρουν στους εργάτες μια εύκολη ερμηνεία για την κακοτυχία τους αλλά και μια άμεση λύση που συμπυκνώνεται στο σύνθημα «διώξτε τους ξένους».
3.Ειδικά στην Ελλάδα η σφοδρότητα της κρίσης έδειξε με σαφήνεια και σε  συμπυκνωμένο πολιτικό χρόνο, τον αντιδραστικό ρόλο που έπαιξαν και παίζουν η σοσιαλδημοκρατία και τα μεταλλαγμένα κομμουνιστικά κόμματα στην υπονόμευση του εργατικού κινήματος. Η ανάδειξη στην θέση του διαχειριστή της κρίσης, για λογαριασμό της αστικής τάξης, ενός κόμματος με ριζοσπαστικές αριστερές αναφορές, με τις οποίες είχε ταυτιστεί το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα, έφραξε τον δρόμο προς την αμφισβήτηση, σπρώχνοντας έτσι μαζικά την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα είτε προς συντηρητικές κατευθύνσεις είτε προς στην απογοήτευση και την παραίτηση.
Οι τρεις αυτοί παράγοντες που διαμορφώνουν το πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου κινείται η εργατική τάξη, ερμηνεύουν σε ένα βαθμό την πολιτική της συμπεριφορά, πάνω απ’ όλα όμως ενισχύουν τους λόγους που την οδηγούν στην ενσωμάτωση. Και η εργατική τάξη, ανεξαρτήτως του αν συντρέχουν ή όχι οι παραπάνω παράγοντες, έχει πολλούς λόγους να οδηγείται στην ενσωμάτωση. Ας τονίσουμε μερικούς:
1. Η κατάσταση του εργάτη.
Ο εργάτης όντας «απελευθερωμένος» από τα μέσα παραγωγής, είναι αναγκασμένος να πουλάει σε καθημερινή βάση το μοναδικό εμπόρευμα που κατέχει: την εργατική δύναμη. Είναι ο μόνος τρόπος να επιβιώνει και να αναπαράγεται αυτός και τα μέλη της οικογένειάς του. Επί πλέον γνωρίζει καλά ότι έξω από τον χώρο εργασίας του υπάρχει μια δεξαμενή ανέργων οι οποίοι αναζητούν απεγνωσμένα μια θέση εργασίας. Βιώνει επομένως έναν διαρκή φόβο,  μια ανελέητη οικονομική βία, έναν οικονομικό καταναγκασμό. Ζει υπό τον φόβο της απόλυσης, διότι γνωρίζει ότι η απόλυση μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξή του. Η πίεση των ανέργων τον εξαναγκάζει να κινητοποιεί περισσότερη εργασία, να δέχεται το διευθυντικό δικαίωμα, να μειώνει τις απαιτήσεις του και να απωθεί κάθε σκέψη διεκδίκησης.
Ο εργάτης, ως εκ τούτου, είναι ιδιαίτερα ευάλωτος στην άμεση λύση, στην  αυταπάτη και στην αποστασιοποίηση τόσο όταν δεν καταφέρνει να βρει αγοραστή για το προϊόν του, όταν δηλ είναι άνεργος ή υποαπασχολούμενος, αλλά και όταν εργάζεται.
Πέραν αυτού η «απελευθέρωση» του εργάτη από τις φεουδαρχικές και συντεχνιακές μορφές απασχόλησης, σήμανε και την απόσπασή του από την ασφάλεια που προσέφερε η κοινότητα του χωριού και η συντεχνία της πόλης, σήμανε δηλ την απομόνωσή του, την αποξένωσή του με άμεση συνέπεια την ανάπτυξη του ατομικισμού και του ναρκισσισμού. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που αυτή η εξατομίκευση αποθεώθηκε από τους ενσωματωμένους διανοούμενους οι οποίοι, με εργαλείο τον μεθοδολογικό ατομικισμό και την θεωρία του καταναλωτή, ανήγαγαν τον αποσπασμένο από την δυνατότητα για επιβίωση εργάτη, σε ένα άτομο, το οποίο έχει τόση ελευθερία να δρα, ώστε και αυτή ακόμη η ανεργία να εκλαμβάνεται σαν εκούσια και ελεύθερη  επιλογή. Ο ατομικισμός εντείνεται μέσα από τον ανταγωνισμό μεταξύ των ίδιων των εργατών και ιδιαίτερα των ανέργων και των υποαπασχολουμένων καθώς ως κάτοχοι/πωλητές του ίδιου εμπορεύματος, της εργατικής δύναμης, ανταγωνίζονται μεταξύ τους στην αγορά εργασίας για το ποιος θα είναι ο «εκλεκτός» που θα  ακολουθήσει τον επιχειρηματία στον χώρο όπου «…απαγορεύεται η είσοδος στους μη έχοντες εργασία…», δηλ την επιχείρηση. Για τον λόγο αυτό η ενότητα της εργατικής τάξης, κάθε άλλο παρά αυτονόητη είναι. Θα λέγαμε ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η ενότητα, όταν εμφανίζεται, προκύπτει εξωγενώς και μόνο με την παρέμβαση του εργατικού ή κομμουνιστικού κόμματος, η δράση του οποίου μπορεί να αδρανοποιεί, όχι όμως και να εξαλείφει, την πάντοτε παρούσα ανταγωνιστική συμπεριφορά των εργατών. Την ενότητα των εργατών την  πολέμησε και την πολεμά λυσσαλέα το αστικό κράτος και μόνον μετά από ποτάμια αίματος και ως αποτέλεσμα της ραγδαίας ανάπτυξης του εργατικού κινήματος επέτρεψε/επιτρέπει την συγκρότηση εργατικών συνδικάτων αλλά και την νόμιμη δράση εργατικών και κομμουνιστικών κομμάτων. Ως εκ τούτου η ανυπαρξία και η αδυναμία των εργατικών και κομμουνιστικών κομμάτων αλλά και η αδυναμία του εργατικού κινήματος εντείνει τον ανταγωνισμό των εργατών, καλλιεργεί συνθήκες αποστράτευσης ενώ παράλληλα δημιουργεί μια καθοδική σπείρα η οποία δεν επιτρέπει την ανάπτυξη μεγάλων εργατικών αγώνων και διεκδικήσεων πράγμα που αντανακλάται και  στην πολιτική συμπεριφορά της εργατικής τάξης.
2.Η κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας
Ο καπιταλισμός, ως σύστημα εκμετάλλευσης του ανθρώπου, διακρίνεται από τα προηγούμενα συστήματα εκμετάλλευσης, κατά το ότι προσφέρει, στα άτομα που το συνθέτουν, την ψευδαίσθηση της ελευθερίας. Η ψευδαίσθηση αυτή προκύπτει από τον τρόπο με τον οποίο συνάπτεται η βασική σχέση παραγωγής, η σχέση κεφαλαιοκράτη και εργάτη:  «…Ο κάτοχος της εργατικής δύναμης (δηλ ο εργάτης) και ο κάτοχος του χρήματος συναντιόνται στην αγορά σαν ισότιμοι κάτοχοι εμπορευμάτων… επομένως και οι δύο είναι νομικώς ισότιμα πρόσωπα… (ο εργάτης) είναι ελεύθερος με διπλή έννοια, από την μια με την έννοια ότι σαν ελεύθερο πρόσωπο διαθέτει την εργατική του δύναμη σαν εμπόρευμά του και από την άλλη με την έννοια ότι δεν έχει άλλα εμπορεύματα να πουλήσει, ότι σαν το ελεύθερο πουλί είναι ελεύθερος από όλα τα πράγματα»( Κ. Μαρξ, το Κεφάλαιο, Τόμος 1ος, σελ 179).
Αυτή, λοιπόν, η τυπική ελευθερία εκφράζεται τόσο με την δυνατότητα σύναψης συμβάσεων εργασίας, όσο και με την δυνατότητα μετακίνησης από εργασία σε εργασία, από ειδικότητα σε ειδικότητα, από χώρα σε χώρα, ενώ αγγίζει την αποθέωσή της στην δυνατότητα/ενδεχόμενο του εκλέγειν και εκλέγεσθαι δηλ στην λεγόμενη αστική δημοκρατία.
Πάνω σ’ αυτήν την φενακισμένη κατάσταση υψώνεται ένα ιδεολογικό εποικοδόμημα και αναδύονται συγκεκριμένες μορφές συνείδησης οι οποίες προσλαμβάνονται μέσω νομικών, πολιτικών, θρησκευτικών, καλλιτεχνικών μορφών, οι οποίες συντηρούνται και αναπαράγονται μέσα από ένα πλήθος μηχανισμών και θεσμών όπως το κράτος, τα σχολεία, η θρησκεία, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, οι ενσωματωμένοι διανοούμενοι κλπ.
Όλα αυτά συνθέτουν την κυρίαρχη ιδεολογία, με την οποία διαποτίζεται η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της για την εξουδετέρωση της οποίας απαιτούνται ισχυρά αντισώματα τα οποία μπορεί να τα μεταγγίσει μόνο ένα ικανό και ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα.
Την επίδραση της κυρίαρχης ιδεολογίας την βλέπουμε καθαρά στον χώρο της νεολαίας. Η παρατεταμένη κρίση και η μεγάλη ανεργία που μαστίζει τους νέους ειδικά της εργατικής τάξης, τους καθηλώνει σε αναγκαστική παραμονή στην οικογένεια, γεγονός που επιδρά αρνητικά στην γενικότερη ψυχοσύνθεσή τους. Ο εφιάλτης της ανεργίας, η αδυναμία διοχέτευσης της έντονης  ενεργητικότητας, η αδυναμία δημιουργίας ουσιαστικών σχέσεων με το άλλο φύλο, δηλ ο ευνουχισμός τους, αποτελεί το έδαφος για την παραίτηση, την ανάπτυξη στοιχείων ανωριμότητας, ατομικισμού, έντονου ναρκισσισμού αλλά και της ανάγκης για τυφλή εκτόνωση. Η εκκωφαντική απουσία των νέων από τους αγώνες της εργατικής τάξης στην περίοδο της μεγάλης κρίσης, η αναιμική παρουσία τους στις διαδηλώσεις, η απέχθειά τους σε κάθε τι πολιτικό και συλλογικό δείχνει το μέγεθος της κρίσης που βιώνει το εργατικό κίνημα.
Φυσικά οι δυνατότητες ενσωμάτωσης που έχει το σύστημα δεν εξαντλούνται στα όρια αυτών που προαναφέρθηκαν. Η πιθανότητα κοινωνικής ανέλιξης, πραγματικής ή φανταστικής, που προσφέρεται, είτε μέσω της δημιουργίας μιας επιχείρησης, είτε μέσω της μετάταξης στην εργατική αριστοκρατία, είτε ακόμα και μέσω της τύχης (τζόγος κλπ) και της δραστηριότητας στον χώρο της παραοικονομίας και της παρανομίας, η παροχή επιδομάτων, η δύναμη της συνήθειας αλλά και οι οικογενειακοί δεσμοί, είναι παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν στην ενσωμάτωση. Ειδικότερα οι οικογενειακοί δεσμοί έπαιξαν ιδιαίτερα αρνητικό ρόλο στην διάρκεια της κρίσης καθώς λειτουργώντας ως εναλλακτική πηγή  επιβίωσης, στα πλαίσια της αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της οικογένειας, παγίδευσαν, ειδικά τους νέους, σε μια παραλυτικού τύπου επιβίωση.
Όλα τα παραπάνω δημιουργούν ένα ισχυρό ρεύμα, ένα τσουνάμι συντηρητισμού που στο πέρασμά του καταστρέφονται όλα τα αμυντικά φράγματα ενώ εμπεδώνονται οι μειωμένες απαιτήσεις, η ηττοπάθεια και η μοιρολατρία.
Υπό το πρίσμα των όσων προαναφέρθηκαν και όσον αφορά στο αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:
1.Οι πολιτικές δυνάμεις που διαχειρίζονται τις πολιτικές υποθέσεις της αστικής τάξης φαίνεται ότι αποκαθιστούν πλήρως την κυριαρχία τους ως αντανάκλαση του γεγονότος ότι η κρίση δείχνει να κάνει τον κύκλο της. Η διαμόρφωση ενός νέου ισχυρού δικομματισμού είναι ορατή με την ΝΔ να ηγείται ενός συντηρητικού μπλοκ και τον ΣΥΡΙΖΑ ενός σοσιαλδημοκρατικού. Στο πλαίσιο αυτού του ισχυρού διπόλου   αναμένεται να υπάρξουν προσαρμογές στο πολιτικό προφίλ του ΣΥΡΙΖΑ προς μια κατεύθυνση καθαρά σοσιαλδημοκρατική, με αλλαγές που ενδεχομένως να περιλαμβάνει αλλαγή του ονόματος και της γενικότερης δομής του, προκειμένου να μπορέσει να «χωνέψει» τα υπολείμματα του κιναλ/πασοκ αλλά και των νέων κομμάτων αναχωμάτων που έχουν αναδυθεί ( μέρα25, πλεύση κλπ). Παρ’ όλα αυτά και λόγω του ότι η καπιταλιστική συσσώρευση είναι ανεμική με το ΑΕΠ να «σέρνεται» στην περιοχή του 2% περίπου, την ανεργία αλλά κυρίως την  υποαπασχόληση να διατηρούνται σε μεγάλα επίπεδα, την διαχείριση του χρέους αλλά και των αντιθέσεων που οξύνονται στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, η διαχείριση των πολιτικών υποθέσεων της αστικής τάξης δεν θα είναι καθόλου εύκολη υπόθεση.
2.Η εκλογική επίδοση ενός κομμουνιστικού κόμματος συναρτάται με το επίπεδο της ταξικής πάλης και του ευρύτερου συσχετισμού δυνάμεων. Δεδομένου ότι το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε υποχώρηση και η ταξική πάλη γέρνει, στην τρέχουσα συγκυρία, καθαρά προς την πλευρά της αστικής τάξης, η σχετική σταθεροποίηση των εκλογικών ποσοστών του ΚΚΕ μάλλον ως επιτυχία πρέπει να φαντάζει παρά ως στασιμότητα. Στο σημείο αυτό πρέπει τονιστεί ιδιαίτερα ότι η εκλογική ενδυνάμωση του ΚΚΕ δυσχεραίνεται εξ αιτίας της ίδιας της πολιτικής του φυσιογνωμίας  και του προγραμματικού του λόγου ως κομμουνιστικού κόμματος. Μάλιστα μετά την αλλαγή της βασικής του γραμμής, την εγκατάλειψη δηλ της θεωρίας των σταδίων η οποία οδηγούσε σε ευκαιριακές εκλογικές συμπράξεις ακόμη και με αστικά κόμματα και υπό όρους ακόμη και σε συμμετοχή σε κυβερνήσεις συνεργασίας με αστικές δυνάμεις, μετά δηλ από την ανάκτηση των επαναστατικών του χαρακτηριστικών πάνω σε αντικαπιταλιστική και αντιμονοπωλιακή βάση, η εκλογική προσέγγιση του κόμματος καθίσταται πιο δύσκολη καθώς η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα αντιλαμβάνονται ότι η επιλογή του ΚΚΕ δεν είναι μια απλή ανάθεση και ένας περίπατος στην παραλία, αλλά απαιτεί συμμετοχή, αγώνα, θυσία, σύγκρουση, καταστάσεις δηλ που μέσα στο πλαίσιο της μεγάλης οπισθοχώρησης και της ήττας είναι προς το παρόν ανέφικτες. Αντίθετα καθίστανται αναπόφευκτες η υιοθέτηση των προσωπικών  στρατηγικών έναντι των συλλογικών και η ανάπτυξη των πελατειακών σχέσεων.
3.Το εκλογικό σώμα δεν ταυτίζεται απολύτως με το κοινωνικό σώμα από το οποίο προκύπτουν οι κοινωνικές τάξεις και η ταξική διάρθρωση της Ελληνικής κοινωνίας. Στο εκλογικό σώμα συμμετέχουν άτομα άνω των 15 ετών τα οποία χωρίζονται σε δύο τμήματα: α) στο τμήμα του ενεργού πληθυσμού ή εργατικού δυναμικού το οποίο συναπαρτίζεται από όλους όσους είναι πάνω από 15 ετών και  μετέχουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην παραγωγική διαδικασία δηλ. τους εργαζόμενους αλλά και τους ανέργους, τμήμα από το οποίο προκύπτει και η βασική ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας, και β) στον τμήμα του πληθυσμού άνω των 15 ετών στο οποίο συνυπάρχουν οι συνταξιούχοι, άνθρωποι του υποκόσμου καθώς και τμήματα που κατατάσσονται στο λούμπεν προλεταριάτο, οι οποίοι είναι όχι μόνον εκτός παραγωγικής διαδικασίας αλλά και εκτός αγοράς εργασίας και ως εκ τούτου δεν συμπεριλαμβάνονται στην ταξική διάρθρωση της κοινωνίας. Εάν αυτό το δούμε σε επίπεδο αριθμητικής τότε από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει για το 2018 ότι ο πληθυσμός άνω των ετών 15 ετών δηλ το εν δυνάμει εκλογικό σώμα, ανέρχεται σε 9140000 άτομα, εκ των οποίων ο πραγματικός ενεργός πληθυσμός (παντός είδους εργαζόμενοι και άνεργοι) ανέρχεται στα 4752900 άτομα και οι μη ενεργοί στο 4397100 άτομα. Η διάκριση είναι σημαντική διότι για ένα κομμουνιστικό κόμμα ο ο ταξικός και πολιτικός αγώνας στο τμήμα του πραγματικού ενεργού πληθυσμού είναι πιο ευνοϊκός διότι στο τμήμα αυτό υπάρχει η εργατική τάξη η οποία αποτελεί και το κύριο σημείο αναφοράς του. Αν και δεν υπάρχουν πρόσφατες, αξιόπιστες, έρευνες για την ταξική διάρθρωση της Ελληνικής κοινωνίας, από προσωπικές προσεγγίσεις και εάν δεχθούμε ότι η εργατική τάξη αποτελεί το 65% περίπου του πραγματικού ενεργού πληθυσμού τότε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αγγίζει έναν αριθμό που κυμαίνεται στα 3 εκ άτομα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το κόμμα κατέχει, παρά την αρνητική συγκυρία, σημαντικές δυνάμεις στον χώρο των συνδικάτων οι οποίες είναι κατά πολύ μεγαλύτερες των εκλογικών. Ειδικά στην Αττική διατηρεί την πλειοψηφία στα εργατικά κέντρα Αθήνας, Πειραιά, Λαυρίου, καθώς και σε πολλές πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες ενώσεις και σωματεία. Αντιθέτως στο σώμα των μη ενεργών παρουσιάζονται πρόσθετες δυσκολίες παρέμβασης τόσο όσον αφορά σε ένα μεγάλο μέρος των συνταξιούχων, αλλά πολύ περισσότερο όσον αφορά στα υπόλοιπα τμήματα. Ειδικότερα για τους συνταξιούχους, ο αριθμός των οποίων ξεπερνά τα 2,5 εκ, ένα μεγάλο μέρος που ξεπερνά το 30%, λαμβάνει πάνω από 1300 Ευρώ μηνιαίως, εισόδημα που βρίσκεται αρκετά ψηλότερα από το επίπεδο αναπαραγωγής ενός εργάτη.
Επομένως ακόμη και εάν υπήρχε δυνατότητα αναφοράς στο σύνολο της κοινωνικής συμμαχίας, στην οποία συμπεριλαμβάνονται η εργατική τάξη, οι μικροί αγρότες, ο αριθμός των οποίων συνεχώς μειώνεται, τμήματα των μεσαίων στρωμάτων (ελεύθεροι επαγγελματίες) και τμήμα των συνταξιούχων, ο αριθμός της μετά βίας θα προσέγγιζε το 50% του συνόλου του εκλογικού σώματος. Το κύριο πρόβλημα όμως δεν βρίσκεται στην αριθμητική. Βρίσκεται στον αρνητικό συσχετισμό και στην υποχώρηση του εργατικού κινήματος, στοιχεία που δυσχεραίνουν από το να γείρει ο ταξικός αγώνας προς την πλευρά των ταξικών δυνάμεων και να φέρει το εκλογικό σώμα σε μια αντιστοιχία με την κοινωνική συμμαχία, διαμορφώνοντας ένα άλλο πολιτικό τοπίο.
Τώρα προς τους άσπονδους φίλους και εχθρούς που με περισσή αλαζονεία θέτουν το δηλητηριώδες ερώτημα «γιατί το κόμμα είναι καθηλωμένο;» έχουμε να τους πούμε τα εξής:
1.Το ΚΚΕ, σε πείσμα των αιτιάσεων τους περί μονολιθικότητας, πνευματικής απραξίας και κατεψυγμένης σκέψης, έχει κρατήσει ψηλά την σημαία της επαναστατικής σκέψης και δράσης. Κορυφαία στιγμή, είναι η διατήρηση της μαρξιστικής και λενινιστικής φύσης του, μετά το συγκλονιστικό γεγονός της αντεπανάστασης στην ΣΕ, όταν η οπορτουνιστική φωνή στο εσωτερικό του το ωθούσε προς την ταξική συνεργασία. Ήταν οι επαναστάτες κομμουνιστές που όχι μόνον αντιστάθηκαν αλλά και αναζήτησαν την αιτία των πραγμάτων μέσα από ανελέητη αυτοκριτική, μέσα από πλήθος αναλύσεων και έφτασαν στην ρίζα του προβλήματος: Είδαν ότι η γραμμή των λαϊκών μετώπων, της θεωρίας των σταδίων, των μεταβατικών προγραμμάτων και η συμμετοχή σε κυβερνήσεις με μερίδες της αστικής τάξης, η οποία επεκράτησε στο κομμουνιστικό κίνημα, ήταν η αιτία που οδήγησε στην ήττα μετά την μεγαλειώδη αντίσταση του ΚΚΕ/ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, ήταν η αιτία που οδήγησε στην κατάργηση των κομματικών οργανώσεων, στο μόρφωμα του μεγάλου συνασπισμού. Είδαν το ζήτημα του παλλαϊκού κράτους, της πρόωρης λήξης της ταξικής πάλης, της χρήσης καπιταλιστικών εργαλείων στις σοσιαλιστικές επιχειρήσεις και επανήλθαν στην λενινιστική αντίληψη, ανακτώντας τα επαναστατικά χαρακτηριστικά. Κι όλα αυτά κρατώντας σαν παρακαταθήκη, σαν ζωντανή ιστορία, τις μικρές και μεγάλες στιγμές, τις ήττες και τις νίκες, τα λάθη και τα σωστά, μη αφήνοντας δηλ πίσω τους απωθημένα.
2.Με οδηγό το νέο επαναστατικό του πρόγραμμα που ολοκληρώθηκε με το 19ο συνέδριο, συγκρούστηκε μετωπικά με τον οπορτουνισμό την περίοδο της κρίσης  που διανύουμε, απέκρουσε τις επιθέσεις φιλίας που το καλούσαν σε συνεργασία, καταφέροντας έτσι το σημαντικότερο πλήγμα στην καρδιά του οπορτουνισμού παγκόσμια μετά την αντεπανάσταση. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σε αυτήν την ιστορική στιγμή το ΚΚΕ ήταν παρόν.  Τι θα είχε συμβεί άραγε εάν είχε συμπράξει στο «ενιαίο λαϊκό μέτωπο» ή στο λεγόμενο «μεταβατικό πρόγραμμα» διαχείρισης που πρόβαλλαν ο ΣΥΡΙΖΑ και οι άλλοι «απατημένοι αριστεροί»; Που θα βρίσκαμε τα υπολείμματά του σήμερα; Ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις για το εργατικό κίνημα και την υπόθεση της επανάστασης; Το ΚΚΕ, όμως, δεν ενέδωσε στην σειρήνα της αστικής εξουσίας, συγκρούσθηκε μετωπικά, σε μια σύγκρουση που είχε χαρακτηριστικά «τελικής αναμέτρησης», προτιμώντας την προσωρινή εκλογική ήττα από την οριστική απαξίωση και τον οριστικό εξευτελισμό. Και αυτή του η στάση θα προστεθεί στις λαμπρές σελίδες της ηρωικής ιστορίας του.
3.Η μεγάλη προσφορά του ΚΚΕ στον αγώνα της εργατικής τάξης για κοινωνική απελευθέρωση είναι η δημιουργία του ΠΑΜΕ. Είναι η οργανωμένη πρόταση του ΚΚΕ μέσα στους χώρους δουλειάς, που προάγει την ενότητα της εργατικής τάξης, την ανάπτυξη της επαναστατικής συνείδησης με σκοπό μια άλλη κοινωνία. Το ΠΑΜΕ δεν είναι μια απλή συνδικαλιστική οργάνωση. Πέραν του διεκδικητικού πλαισίου που αναφέρεται στις τρέχουσες ανάγκες της εργατικής τάξης, δείχνει στους εργάτες ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός. Τους καλεί να πάρουν στα χέρια τους τον πλούτο που παράγουν, να παλέψουν για μια άλλη κοινωνία, χωρίς εκμετάλλευση, χωρίς αφεντικά.
Με την παρουσία του το ΠΑΜΕ επανεισάγει την ανάγκη για ενότητα που έχει απολέσει ο εξατομικευμένος εργάτης και άνεργος. Γίνεται σημείο έλξης, σημείο αναφοράς, πολλαπλασιαστική δύναμη. Είναι η μεγάλη κατάκτηση της εργατικής τάξης στην σύγχρονη εποχή. Οι αγωνιστές του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ «…παρόντες, σταθερά δυνατά πάνω απ’ το θάνατο… Εκεί που τρέμει η ρίζα της ανθρώπινης ανάσας… Εκεί που ρέει στους δρόμους σαν ποτάμι ο ουρανός…», δείχνουν στο πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης αλλά και σε κάθε είδους οπορτουνισμό, ότι υπάρχει ζωντανός, οργανωμένος πυρήνας της εργατικής τάξης που αντιστέκεται και είναι αποφασισμένος να συγκρουστεί. Δείχνουν ότι η οργανωτική συνοχή, η αίσθηση της ομάδας, η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη που αναπτύσσεται μέσα στις οργανώσεις όπου δρα το ΚΚΕ αποτελούν το αντίδοτο στην απόσυρση, στην αποστασιοποίηση, στην ηττοπάθεια, στον εθισμό στην μίζερη ζωή, στην κατάθλιψη, ότι αποτελούν το μέσο για την ανάκτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της συντριβής εν τέλει του ατομισμού, του σκουληκιού αυτού που τρώει από μέσα τις σάρκες των εργατών. Και η εργατική τάξη ανταποκρίνεται. Δείχνει εμπιστοσύνη στους αγωνιστές του ΚΚΕ που δρουν μέσα στους χώρους δουλειάς. Αυτό φαίνεται από την ισχύ τους σε μια σειρά από εκλογές στους χώρους δουλειάς. Από το γεγονός ότι το ΠΑΜΕ αποτελεί πλειοψηφία σε πολλά εργατικά κέντρα, ότι πυκνώνουν τις τάξεις του όταν ξεσπούν ευκαιριακά διεκδικήσεις και πραγματοποιούνται διαδηλώσεις. Η εμπιστοσύνη αυτή του έδωσε την δυνατότητα και την αυτοπεποίθηση να συγκρουστεί με την ξεπουλημένη ηγεσία της ΓΣΕΕ στις πρόσφατες εκλογές για την διοίκηση και να την αποκαλύψει στα μάτια των εργατών. Πρόκειται για μια κορυφαία στιγμή στο πλαίσιο της ταξικής πάλης και μάλιστα σε συνθήκες οπισθοχώρησης, που αυξάνει το κύρος του ΠΑΜΕ και του ΚΚΕ μέσα στην εργατική τάξη. Οι εργάτες, επομένως, μπορεί να ψηφίζουν τα αστικά κόμματα όμως αυτό το κάνουν χωρίς ενθουσιασμό, χωρίς συγκατάθεση, ενώ πάντα βλέπουν προς την πλευρά του ΚΚΕ.
 Η ηγεμονία και η κυριαρχία της αστικής τάξης, θα κριθεί από τον εάν θα μπορέσει να εξασφαλίσει στοιχειώδεις συνθήκες διαβίωσης στους «σκλάβους» της δηλ στην εργατική τάξη και στα φτωχά λαϊκά στρώματα.  Και οι ειδήσεις από αυτό το ζήτημα για την αστική τάξη και το κεφάλαιο δεν είναι καθόλου ευνοϊκές. Αρκεί να δούμε τα στοιχεία της παγκόσμιας φτώχειας, της ανεργίας, και των συνεπειών των πολέμων με την δημιουργία των μεγάλων στρατιών των απελπισμένων, που περιπλανώνται από χώρα σε χώρα. Όπως αναφέρουν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στο μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος «…Η αστική τάξη είναι ανίκανη να κυριαρχεί γιατί είναι ανίκανη να εξασφαλίσει στο σκλάβο της την ύπαρξη, ακόμα και μέσα στη σκλαβιά του, γιατί είναι υποχρεωμένη να τον ρίξει ως την κατάσταση που θα χρειάζεται να τον τρέφει αυτή αντί να τρέφεται η ίδια απ’ αυτόν…».
Ως εκ τούτου, αγαπητοί φίλοι και εχθροί, οι μεγάλοι αγώνες είναι μπροστά, οι μεγάλες μάχες είναι μπροστά, οι μεγάλες νίκες είναι μπροστά.
Προς τούτο είναι επείγουσα ανάγκη το κόμμα να διερευνήσει με όλα τα σύγχρονα επιστημονικά εργαλεία την σύγχρονη διάρθρωση της Ελληνικής κοινωνίας, να  μελετήσει την σύγχρονη εργατική τάξη και ειδικά τα νέα τμήματά της που προκύπτουν από την εξέλιξη των νέων τεχνολογιών και των νέων μορφών που λαμβάνει η εργασιακή διαδικασία και η εκμετάλλευση. Να προσδιορίσει τα τμήματα της κοινωνικής συμμαχίας κάνοντας πλατύ άνοιγμα σε ευρύτερες δυνάμεις που θα ενισχύσουν αυτήν την συμμαχία πάνω σε αντικαπιταλιστική και αντιμονοπωλιακή βάση.
Είμαστε σίγουροι ότι «…η εργατική τάξη θα διαψεύσει τις ελπίδες της αστικής τάξης και των κομμάτων της, που επιδιώκουν να παραμένει χειραγωγημένη και διστακτική…». Είμαστε σίγουροι ότι «…τελικά θα γίνει αυτή ο βασικός παράγοντας για την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων στο κίνημα και στο πολιτικό επίπεδο, με στόχο την εξουσία…»
Για τούτο λοιπόν και μέχρι να φτάσουμε στο τέλος της διαδρομής που για τους κομμουνιστές είναι η επανάσταση:
«Σύντροφοι, σύντροφοι… Κοντά, κοντά, μέσα στο κόσμο… Να σηκώσουμε στους ώμους μας τις γκρεμισμένες πολιτείες…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ