22 Φεβ 2012

ΠΤΩΤΙΚΗ ΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΣΟΣΤΟΥ ΚΕΡΔΟΥΣ Ενας νόμος που οδηγεί στην ανάγκη της ανατροπής


ΠΤΩΤΙΚΗ ΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΣΟΣΤΟΥ ΚΕΡΔΟΥΣ
Ενας νόμος που οδηγεί στην ανάγκη της ανατροπής
Από τη στιγμή και μόνο που κάθε παραγωγική δραστηριότητα διακόπτεται όταν δεν αποφέρει κέρδη στους καπιταλιστές, σημαίνει ότι για τους εργαζόμενους ήρθε η ώρα να απαλλαγούν από αυτούς και την παρουσία τους
Στο σοσιαλισμό, η συνεχής αντικατάσταση της εργατικής δύναμης από τις μηχανές και τα αυτοματοποιημένα μέσα παραγωγής, μια διαδικασία που είναι βαρίδι της ανάπτυξης, σήμερα στον καπιταλισμό, θα αποτελέσει το εργαλείο για την πραγματική απελευθέρωση του εργαζόμενου (φωτ. από γαλακτοβιομηχανία στην ΕΣΣΔ)
Αν το καλοσκεφτούμε είναι ο απόλυτος παραλογισμός: Η μεγάλη μάζα των εργαζομένων ζει στερούμενη μια σειρά από βασικά είδη λαϊκής κατανάλωσης και δεν μπορεί καν να πλησιάσει υπηρεσίες που είναι στοιχειώδεις για τη βελτίωση του βιοτικού της επιπέδου, αλλά την ίδια στιγμή, βγαίνουν οι καπιταλιστές και λένε κλείνω την επιχείρηση, βάζω λουκέτο στην εταιρεία, κατεβάζω οριστικά τα ρολά. Η μόνιμη επωδός είναι «δε βγαίνω», «δε με συμφέρει», «δεν έχω κέρδος» και να 'σου, καπάκι, η οικονομική κρίση, η οποία χτυπάει αλύπητα τους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα, ενώ παράλληλα καταστρέφει και ένα - πολλές φορές σημαντικό - μέρος των παραγωγικών δυνάμεων. Εκτοπίζοντας και θέτοντας «εκτός λειτουργίας» εκατομμύρια εργατικά χέρια, αναγκάζοντας σε υπολειτουργία το συνολικό παραγωγικό δυναμικό και οδηγώντας στο κλείσιμο δεκάδες και εκατοντάδες εργοστάσια και παραγωγικές, μέχρι εκείνη τη στιγμή, μονάδες. Τι συμβαίνει, λοιπόν, και σε ένα σύστημα όπου την εξουσία έχουν στα χέρια τους οι αστοί και κύριο μέλημα του οποίου είναι να ενισχύει συνεχώς τη θέση τους στην κοινωνία σε βάρος, μάλιστα, όλων των άλλων κοινωνικών ομάδων, να βγαίνουν αυτοί οι ίδιοι οι καπιταλιστές και να δηλώνουν χρεοκοπία των εταιρειών και επιχειρήσεων που ελέγχουν;
Η σωστή απάντηση είναι ότι αυτοί που μπορούν να καταναλώσουν τα παραγόμενα προϊόντα, δηλαδή, οι εργαζόμενοι, έχουν στη διάθεσή τους όλο και μικρότερο εισόδημα, αλλά και οι καπιταλιστές, που καταναλώνουν σε μέσα παραγωγής (μηχανήματα, πρώτες ύλες, κλπ.), επίσης να μην μπορούν να καταναλώσουν αφού δεν παράγουν όπως πριν, γιατί δεν μπορούν να πουλήσουν τα παραγόμενα εμπορεύματα, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να φτάνουμε στο οριακό εκείνο σημείο, πέραν του οποίου δεν μπορούν να ρίξουν στην αγορά ούτε ένα επιπλέον ευρώ. Ετσι, μέρος των εμπορευμάτων που παράχθηκαν παραμένουν στα ράφια. Τότε, αρχίζει η αντίστροφη πορεία, η πορεία προς την οικονομική κρίση, που οδηγεί στην αναγκαστική διακοπή της λειτουργίας των επιχειρηματικών μονάδων, που δεν μπορούν να αντέξουν. Πράγματι, ο ατομικός χαρακτήρας της ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της παραγωγής στον καπιταλισμό, που βρίσκεται σε συνεχή αντιπαράθεση με την κοινωνικοποιημένη εργασία, φρενάρει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας. Σε μια κοινωνία που το κριτήριο για την όποια οικονομική δραστηριότητα και την λεγόμενη ανάπτυξη είναι αποκλειστικά το κέρδος, καταντάει να είναι νομοτέλεια ότι τα εργοστάσια και οι μηχανές θα λειτουργούν όσο μπορούν να προσφέρουν κέρδη στο κεφάλαιο, ενώ σε κάθε αντίθετη περίπτωση οφείλουν και πρέπει αναγκαστικά να παραμένουν σε αδράνεια. Μόνο έτσι μπορεί να εξασφαλιστεί ότι θα επιτευχθούν νέες ισορροπίες, στα πλαίσια των οποίων θα γίνει και πάλι συμφέρουσα η παραγωγή. Με λιγότερες παραγωγικές μονάδες, που θα ανήκουν σε μικρότερο αριθμό επιχειρηματιών και κυρίως με μια τάξη καπιταλιστών που θα έχει φροντίσει στο μεταξύ να τσαλαπατήσει εργατικά δικαιώματα και κατακτήσεις, ώστε το κέρδος να είναι ακόμα πιο διασφαλισμένο και ακόμα πιο μεγάλο από τις προηγούμενες περιόδους. Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε σήμερα...
Μειώνεται το ποσοστό κέρδους;
ΕΣΣΔ: Ξενώνες για διακοπές των εργαζομένων και των οικογενειών τους, σε παραλίμνια περιοχή του Κιργιστάν
Βέβαια, αυτή η επιδίωξη του καπιταλιστή, να κερδίζει όλο και περισσότερα, σε σχέση με τα κεφάλαια που «ρίχνει» στην παραγωγή, να προσπαθεί, δηλαδή, να αυξήσει το ποσοστό του κέρδους του, τελικά αποτελεί και μία από τις μεγάλες αντιφάσεις του ίδιου του καπιταλισμού. Γιατί; Επειδήστην πορεία εξέλιξης του συστήματος, το μέσο ποσοστό κέρδους των καπιταλιστών βαίνει συνεχώς μειούμενο, με αποτέλεσμα να εντείνονται οι μεταξύ των κεφαλαιοκρατών ανταγωνισμοί, να δυναμώνουν οι διαδικασίες συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης των κεφαλαίων, να απειλείται το ξέσπασμα συχνότερων και βαθύτερων οικονομικών κρίσεων, να οξύνεται η επιθετικότητα του κεφαλαίου ενάντια στους εργαζόμενους.
Το γεγονός ότι μία από τις βασικές αιτίες της όξυνσης των καπιταλιστικών αντιθέσεων και ζήτημα που έχει επίδραση στην πρόκληση των κρίσεων, είναι η πτωτική πορεία του ποσοστού κέρδους των κεφαλαιοκρατών (βεβαίως, δε σημαίνει ότι αυτή η πορεία είναι συνεχής και ανεπίστρεπτη, ούτε αυτή είναι που οδηγεί στην κρίση, την κρίση τη φέρνει η αναρχία στην καπιταλιστική παραγωγή), πολλές φορές δε γίνεται κατανοητό. Κυρίως, επειδή εκείνο που εντυπωσιάζει περισσότερο, είναι τα απίστευτα κέρδη που καταβροχθίζουν οι μεγάλοι και άλλοι επιχειρηματικοί όμιλοι, κάτι που απομακρύνει από το οπτικό μας πεδίο το γεγονός ότι μπορεί τα κέρδη ως μάζα να αυξάνονται και μάλιστα με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, ωστόσο αυτό που λέμε «μέσο ποσοστό κέρδους», δηλαδή η αναλογία των κερδών ολόκληρης της αστικής τάξης, σε σχέση με τα κεφάλαια που έχει επενδύσει, μειώνεται. Αυτό το ...ελάττωμα - αντίφαση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής είχε εντοπιστεί ακόμα και από τους κλασικούς της πολιτικής οικονομίας, ωστόσο αρκετά αργότερα, ο Μαρξ απέδειξε ότι η πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους, στην πορεία ανάπτυξης του καπιταλισμού, αποτελεί έναν από τους νόμους του συστήματος. Νόμος που πηγάζει από το γεγονός ότι το καπιταλιστικό κέρδος βγαίνει από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, η συμμετοχή της οποίας στην παραγωγική διαδικασία σημειώνει συνεχή σχετική μείωση, νόμος όμως που ταυτόχρονα δείχνει το πεπερασμένο του συστήματος και την ανάγκη της ανατροπής του. Κι αυτό επειδή η διατήρησή του, η διατήρηση δηλαδή του καπιταλιστικού κέρδους ως κινητήριας δύναμης της κοινωνίας, θα ορθώνει όλο και περισσότερα εμπόδια στην απρόσκοπτη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, που πάντα θα τις έχει υποταγμένες στην υπόθεση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, πάντα θα «πατάει» τους εργαζόμενους και θα τους οδηγεί στην απόγνωση, πάντα θα οδηγεί την κοινωνία σε κρίσεις, πάντα θα οδηγεί στην αναγκαστική απαξίωση των κεφαλαίων, που δεν είναι τίποτα άλλο από την περιοδική καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων, βασικό συστατικό στοιχείο των οικονομικών κρίσεων.
Η τεχνική πρόοδος
Οσο καιρό και αν ο οποιοσδήποτε επιχειρηματίας διαθέτει - διατηρεί μέσα παραγωγής, αυτά δεν πρόκειται να του προσφέρουν ούτε δεκάρα, αν δεν μπουν μέσα στο εργοστάσιο οι εργάτες για να κινήσουν τις μηχανές. Η εργασία αυτών και μάλιστα το μέρος της εργασίας τους που δε θα πληρωθεί για την παραγωγή που προσέφεραν, αποτελεί το όφελος του καπιταλιστή(φωτ. από εργοστάσιο σωληνουργίας)
Ο νόμος για την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους εδράζεται στη συνεχή εξέλιξη της τεχνικής προόδου της παραγωγής, η οποία οδηγεί σε συνεχή αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Αν θέλουμε να θυμηθούμε τι είναι αυτή η οργανική σύνθεση, ας σκεφτούμε ότι για να ξεκινήσει η παραγωγική διαδικασία χρειάζονται μέσα παραγωγής και εργατικά χέρια. Στον καπιταλισμό, ο επιχειρηματίας είναι αυτός που θα εμφανίσει τα μέσα παραγωγής και θα προσλάβει τους εργαζόμενους που απαιτούνται για την επιχείρησή του. Τα χρήματα που πληρώνει για την αγορά των κτιρίων και των μηχανημάτων, που θα χρησιμοποιήσει για αρκετά χρόνια και για πολλούς παραγωγικούς κύκλους, αποτελούν το σταθερό κεφάλαιο της επιχείρησης. Τα χρήματα που πληρώνει για την αμοιβή των εργαζομένων, είναι τομεταβλητό κεφάλαιο. Η σχέση ανάμεσα στο σταθερό και στο μεταβλητό κεφάλαιο δείχνει την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Οσο ενισχύεται η συμμετοχή του σταθερού κεφαλαίου, λέμε ότι αυξάνει η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και αντίστροφα.
Παντοτινός στόχος του επιχειρηματία είναι, πουλώντας, στο τέλος της παραγωγικής διαδικασίας, το παραγόμενο προϊόν, να εισπράξει περισσότερα από όσα ο ίδιος «επένδυσε», για μέσα παραγωγής και εργατικό δυναμικό. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Οσο καιρό και αν, ο οποιοσδήποτε επιχειρηματίας, διαθέτει - διατηρεί, έτσι γενικά και αφηρημένα, μέσα παραγωγής, αυτά δεν πρόκειται να του προσφέρουν ούτε δεκάρα, αν δεν μπουν μέσα στο εργοστάσιο οι εργάτες για να κινήσουν τις μηχανές. Η εργασία αυτών και μάλιστα το μέρος της εργασίας τους που δε θα πληρωθεί για την παραγωγή που προσέφεραν, αποτελεί το όφελος του καπιταλιστή.

Το πόσο μεγαλύτερο θα είναι το ποσό που θα εισπράξει, σε σχέση με τα χρήματα που έδωσε ως αμοιβή για τους εργαζόμενους, δείχνει το ποσοστό της υπεραξίας, ή το βαθμό εκμετάλλευσης, σε μια παραγωγική μονάδα.
Αν, για παράδειγμα, για έναν παραγωγικό κύκλο δαπάνησε 100 ευρώ για μηχανές, άλλα 100 ευρώ για την πληρωμή της εργατικής δύναμης και στο τέλος κατάφερε να εισπράξει 300 ευρώ, τότε η υπεραξία είναι 100 ευρώ, ενώ το ποσοστό της εκμετάλλευσης (υπεραξία) επίσης 100%. Βέβαια, ο κάθε καπιταλιστής έχει ενδιαφέρον να υπολογίζει τα ποσά που καρπώνεται όχι με βάση τη δαπάνη για την πληρωμή της εργατικής δύναμης, αλλά με ολόκληρο το κεφάλαιο που επένδυσε. Στην απλή αυτή περίπτωση που λέμε, το κεφάλαιο που επένδυσε είναι 100 για σταθερό και ακόμα 100 για μεταβλητό κεφάλαιο, άρα συνολικά 200 ευρώ. Με δεδομένο ότι στο τέλος εισέπραξε 300 ευρώ, δηλαδή, 100 επιπλέον, μπορεί το ποσοστό της υπεραξίας να είναι 100%, όμως το τελικό όφελός του σε σχέση με ολόκληρο το αρχικό κεφάλαιο κεφάλαιο (100 προς 200) είναι 50%. Αυτό το ποσοστό μπορεί να αλλάζει και αλλάζει συνεχώς, ανάλογα με την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου.
Ενας και δύο τόρνοι
Αν επιχειρήσουμε να προσαρμόσουμε τους αριθμούς σε αυτή τη διαδικασία, για να δούμε πιο παραστατικά την εξέλιξη, μπορούμε να φανταστούμε ότι τα παραπάνω στοιχεία αφορούν κάποιον καπιταλιστή, που πριν μερικές δεκαετίες εμφανίστηκε στην πιάτσα με έναν τόρνο και απασχολούσε γύρω από αυτόν 10 εργάτες. Ας υποθέσουμε ότι η αρχική επένδυση ήταν 100 ευρώ για τον τόρνο (σταθερό κεφάλαιο) και ακόμα 100 για την πληρωμή των εργαζομένων (μεταβλητό κεφάλαιο). Στο τέλος της παραγωγικής διαδικασίας και λειτουργώντας με ποσοστό υπεραξίας 100%, τσέπωσε πάνω από το αρχικό του κεφάλαιο 100 ευρώ, εξασφαλίζοντας ποσοστό κέρδους 50%.
Μέσα από τη συνεχή εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, οι δουλειές του προχώρησαν, οι παραγγελίες αυξήθηκαν, το κεφάλαιο συσσωρεύτηκε και ήρθε η στιγμή να ενισχύσει την παραγωγή με έναν καινούριο τόρνο, ο οποίος μπορούσε να παράγει αισθητά περισσότερα ελάσματα, μεγαλύτερης αξίας από εκείνα που παρήγε στο παρελθόν, στοχεύοντας πάντα στο μεγαλύτερο κέρδος. Ας υποθέσουμε ότι πλήρωσε 200 ευρώ για τον καινούριο τόρνο, ενώ του χρειάστηκαν και 150 ευρώ για την πληρωμή των εργαζομένων που θα υποστήριζαν τη νέα κατάσταση στην παραγωγή. «Ξόδεψε», δηλαδή, συνολικά 350 ευρώ. Αν θεωρήσουμε ότι το ποσοστό της υπεραξίας εξακολουθεί να είναι 100%, στο τέλος της παραγωγικής διαδικασίας ο τύπος θα επανεισπράξει τα 350 ευρώ που προκατέβαλε και θα τσεπώσει ακόμα 150 ευρώ, που αντιστοιχούν στην απλήρωτη εργασία. Ετσι, αν υπολογίσουμε τώρα το ποσοστό του κέρδους, το κέρδος σε σχέση με το συνολικό αρχικό κεφάλαιο (150 στα 350), έπεσε αυτόματα στο 42,8%. Αν αργότερα αποκτήσει κάποιον τρίτο και πιο εξελιγμένο τόρνο πληρώνοντας ακόμα περισσότερα για σταθερό κεφάλαιο, άρα αυξάνοντας ακόμα περισσότερο την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, στο τέλος το κέρδος θα είναι ακόμα πιο μεγάλο από τα προηγούμενα 150 ευρώ, αλλά το ποσοστό του κέρδους θα πέσει χαμηλότερα από το 42,8% κ.ο.κ.
Από την άλλη μεριά, η διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου, που οδηγεί στην αύξηση της οργανικής του σύνθεσης, επιδρά και στα όρια του μεταβλητού κεφαλαίου, με ...διπλό αποτέλεσμα. Οδηγεί στην απόλυτη αύξησή του και άρα στην απόλυτη, κατά κανόνα, αύξηση της εργατικής δύναμης που συμμετέχει στη διαδικασία της παραγωγής, αλλά ταυτόχρονα συνδέεται με τη σχετική μείωσή του ως ποσοστό στο συνολικό κεφάλαιο και κατ' επέκταση τη σχετική μείωση του εργατικού δυναμικού που συμμετέχει στην παραγωγική διαδικασία.
Αν φανταστούμε τον αέναο χαρακτήρα της τεχνικής προόδου της παραγωγής, τη σταδιακή εισαγωγή ρομποτικών συστημάτων και τη μαζική πλέον χρήση συστημάτων αυτοματισμού, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι το τυπικό παράδειγμα, του τόρνου που αντικαταστάθηκε από κάποιον άλλον και από έναν τρίτο, ωχριά μπροστά σε ό,τι διαμορφώνουν η δυναμική της καθημερινής εξέλιξης και η ίδια η πραγματικότητα. Το απόλυτα βέβαιο είναι ότι η τάση που ισχύει για τους τόρνους, η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, χαρακτηρίζει ολόκληρη την κεφαλαιοκρατική παραγωγή, σε ολόκληρο τον κόσμο, και αποτελεί μια γάγγραινα που συντομεύει τα όρια ζωής του καπιταλισμού. Με δυο λόγια, το ποσοστό του κέρδους είναι αντιστρόφως ανάλογο από την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, άρα η συνεχής αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου στην καπιταλιστική κοινωνία συνολικά, οδηγεί σε συνεχή πτώση το μέσο ποσοστό κέρδους. Γι' αυτό ένα μεγάλο μέρος από τις πολιτικές και τα μέτρα που παίρνουν οι αστικές κυβερνήσεις, στόχο έχουν να λειτουργήσουν αντίρροπα προς το νόμο αυτό, κερδίζοντας χρόνο και κέρδη για το κεφάλαιο. Το κάνουν κύρια με δύο τρόπους: Αφενός συμβάλλοντας στην αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης (υπεραξία) ώστε μέσω αυτής να εξισορροπείται η ανάγκη για την αγορά πιο σύγχρονων μέσων παραγωγής, και αφετέρου με μέτρα που ελαφρύνουν τους καπιταλιστές από το συνεχώς αυξανόμενο κόστος απόκτησης νέων μέσων παραγωγής.
Ανάσες για το σύστημα
Για παράδειγμα, στη μείωση των συνεπειών του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους εντάσσονται πολιτικές όπως:
  • Η πολιτική λιτότητας και παγώματος των μισθών, ώστε να αυξάνεται η υπεραξία.
  • Η απότομη μείωση των μισθών των εργαζομένων - όπως καλή ώρα γίνεται τώρα - που οδηγεί στη ραγδαία αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης και άρα της αποσπώμενης υπεραξίας.
  • Η αύξηση της εργάσιμης μέρας και η διευθέτηση του ωραρίου εργασίας, με τρόπο που να αυξάνεται το απλήρωτο μέρος της εργασίας και άρα να μεγεθύνεται ο βαθμός εκμετάλλευσης
  • Η κρατική χρηματοδότηση του μεταβλητού κεφαλαίου, μέσα από προγράμματα επιδοτήσεων για θέσεις εργασίας, πληρωμής των ασφαλιστικών εισφορών κλπ.
  • Η υπονόμευση και κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η εισαγωγή ειδικών καθεστώτων αμοιβής της εργασίας.
  • Η αύξηση της εντατικοποίησης της εργασίας, ώστε να αυξάνεται ο όγκος παραγωγής, σε βάρος αποκλειστικά της εργατικής δύναμης και χωρίς καμιά επιβάρυνση του κόστους για τον εργοδότη.
  • Η αξιοποίηση «ενοικιαζόμενων» εργαζομένων, όπου η αμοιβή της εργασίας πέφτει κατακόρυφα.
Ακόμα:
  • Οι διάφοροι αναπτυξιακοί νόμοι, μέσω των οποίων χρηματοδοτείται η εξασφάλιση του σταθερού κεφαλαίου, με αποτέλεσμα να μειώνεται η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου για μεμονωμένους - και συνήθως τους μεγάλους -επιχειρηματίες.
  • Η ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου και η απελευθέρωση των διεθνών αγορών, για την απόκτηση, για τις αναπτυγμένες οικονομίες, φτηνών πρώτων υλών, από χώρες με χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης.
  • Η διευκόλυνση στις διαδικασίες συγχώνευσης και εξαγορών επιχειρήσεων, που διευκολύνει τους εκπροσώπους του κεφαλαίου να κάνουν «οικονομία» στη χρήση του σταθερού κεφαλαίου, μέσα από τη χρησιμοποίηση λιγότερων κτιρίων, μηχανικών εγκαταστάσεων, οικονομίες κλίμακας για τις πρώτες ύλες κλπ.
  • Οι ρυθμίσεις που επιτρέπουν «εκπτώσεις» σε δαπάνες για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, των όρων ασφάλειας στην παραγωγή, ή της τεχνικής κάλυψης των εργαζομένων, και άρα μείωση του σταθερού κεφαλαίου.
  • Τα κίνητρα για τη μετεγκατάσταση ολόκληρων παραγωγικών μονάδων σε χώρες χαμηλού κόστους παραγωγής, με ταυτόχρονη διάθεση των παραγόμενων αγαθών στις χώρες όπου η λεγόμενη κοινωνική τιμή της παραγωγής είναι αισθητά χαμηλότερη κ.ο.κ.
Υπάρχει άλλος δρόμος
Η αντίφαση, ο παραλογισμός που λέγαμε στην αρχή, είναι ολοφάνερη: Τη στιγμή που η τεχνολογική εξέλιξη προσφέρει τη δυνατότητα για διευρυμένη παραγωγή αγαθών και μάλιστα με όλο και πιο χαμηλό κόστος ώστε να ικανοποιούνται οι ανάγκες των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, η διαδικασία αυτή γίνεται απαγορευτική, επειδή αποτελεί νομοτέλεια του συστήματος να μειώνεται το ποσοστό του κέρδους των καπιταλιστών. Μόνο που τα εργοστάσια που κλείνουν, οι εργαζόμενοι που μένουν άνεργοι, οι μηχανές που σκουριάζουν στην απραξία, όλα αυτά που μπορεί πράγματι να μην προσφέρουν πλέον κέρδη στους ολίγους, είναι πλούτος και εφεδρείες που φτιάχτηκαν με τη δουλειά των εργαζομένων και στα χέρια τα δικά του θα μπορούσαν, μαζί με τα άλλα μέσα και μονάδες παραγωγής, να αποτελέσουν μια πολύ καλή μαγιά προς τον άλλο δρόμο ανάπτυξης της κοινωνίας. Την κοινωνία που θα αποκαθηλώσει το κέρδος ως κίνητρο για την ενεργοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων και θα κάνει νόμο και αυτοσκοπό της ύπαρξής της την ολόπλευρη ικανοποίηση των συνεχώς διευρυνόμενων υλικών και πνευματικών αναγκών των εργαζομένων και ολόκληρου του λαού.
Στη σοσιαλιστική κοινωνία, δε θα περισσεύει ούτε ένας εργαζόμενος. Δε θα πηγαίνει χαμένη ούτε μία μηχανή. Ολες οι εφεδρείες που θα διαθέτει η κοινωνία και άλλες τόσες που θα βάλει πλάνο και σκοπό να αποκτήσει, θα λειτουργούν πράγματι στη νομοτελειακή κατεύθυνση της συνεχούς αντικατάστασης της εργατικής δύναμης από τις μηχανές και τα αυτοματοποιημένα μέσα παραγωγής, μια διαδικασία που αντί να είναι βαρίδι της ανάπτυξης, όπως συμβαίνει σήμερα στον καπιταλισμό, θα αποτελέσει το εργαλείο για την πραγματική απελευθέρωση του εργαζόμενου. Για να αυξήσει τον παραγόμενο πλούτο, να βελτιώσει τις συνθήκες εργασίας του, να καλυτερεύει το βιοτικό του επίπεδο, να βελτιώνει τις συνθήκες εργασίας του, να μειώσει τις ώρες της απασχόλησής του, να απογειώσει το μαθησιακό και πολιτιστικό του επίπεδο, να κάνει ακόμα πιο ουσιαστική τη συμμετοχή του στις κοινωνικές οργανώσεις και στους μηχανισμούς ελέγχου και διοίκησης.

Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ