16 Φεβ 2012

«Ψηλά το λάβαρο το ερυθρό»


«Ψηλά το λάβαρο το ερυθρό»
Τις λαμπρές σελίδες αγώνα που έγραψε η εργατική τάξη της Καβάλας το Μάη του '36, μας αφηγείται όπως τις έζησε ο Φ. Σισμανίδης
Ο Φώτης Σισμανίδης με το λάβαρο της Εθνικής Αντίστασης
Εκείνο το πρωινό ήταν αλλιώτικο από τα άλλα, πιο φωτεινό, πιο γελαστό. Οι εργάτες και οι εργάτριες ξύπνησαν νωρίς, φόρεσαν τα καλά τους, πήραν τα παιδιά τους από το χέρι και προχώρησαν με σταθερό βήμα προς την πλατεία της Καβάλας, που σήμερα ονομάζεται πλατεία Ελευθερίας. Τα κόκκινα λάβαρα ανεμίζουν ψηλά και ένα τραγούδι περνά από χείλη σε χείλη:«Ολοι με χαρά με γέλια σηκωθείτε, την άγια μέρα μας παιδιά να την καλοδεχτείτε. Σφυρί δρεπάνι το σύνθημά μας και ας αληθεύουνε τα όνειρά μας».
Η πλατεία πολύ γρήγορα ασφυκτιά και ο κόσμος πλημμυρίζει και τους γύρω δρόμους. Ηταν μέρα γιορτής για την εργατική τάξη της πόλης η απεργία την 1η Μάη του 1936. Ομως το δολοφονικό χέρι του κεφαλαίου, η έφιππη αστυνομία χτυπά τη διαδήλωση και η γιορτή βάφεται με αίμα. Δυο νεκροί, ο καπνεργάτης Β. Ψαρόπουλος και ο υποδηματεργάτης Π. Μελαχρινός.
Μόλις 15 χρονών ήταν τότε ο Φώτης Σισμανίδης, όμως δούλευε υποδηματεργάτης και ήταν μέλος του σωματείου και υπεύθυνος να ενημερώνει τους παραγιούς. Ο Φώτης μας αφηγείται τη συγκλονιστική εμπειρία του από τη συμμετοχή στην απεργία της Πρωτομαγιάς του '36 και τις κινητοποιήσεις που ακολούθησαν τις επόμενες μέρες.
«Ηταν - μας είπε - μια μεγάλη μέρα. Την απεργία κήρυξε το σωματείο των καπνεργατών που αριθμούσε τότε 12.000 εγγεγραμμένα μέλη και ακολούθησαν το σωματείο των υποδηματεργατών και τα υπόλοιπα σωματεία της πόλης. Χιλιάδες εργάτες "συν γυναιξί και τέκνοις" συμμετείχαν στη συγκέντρωση. Η πλατεία δε μας χώραγε και οι συγκεντρωμένοι γέμισαν και τους γύρω δρόμους. Περισσότεροι από 30.000 ήμασταν. Ενα από τα βασικά αιτήματα της απεργίας ήταν "ούτε ένα κιλό ανεπεξέργαστο καπνό να μη φύγει". Οι καπνέμποροι ήθελαν να εξάγουν τον καπνό χωρίς να γίνει επεξεργασία, κάτι που σήμαινε ότι θα έχαναν τη δουλιά τους καπνεργάτες. Δεν το κατάφεραν».
Ο όγκος της συγκέντρωσης ενόχλησε ιδιαίτερα. «Η έφιππη αστυνομία - αφηγείται - μας ορμά για να διαλύσει τη συγκέντρωση. Οι αστυνομικοί χτυπούν τους εργάτες, πυροβολούν. Με τα μπουκάλια από τις γκαζόζες, με πέτρες, με ό,τι αντικείμενο βρίσκουμε μπροστά μας, προσπαθούμε να τους αντιμετωπίσουμε. Ο καπνεργάτης Β. Ψαρόπουλος και ο υποδηματεργάτης Π. Μελαχρινός τραυματίζονται. Μια ομάδα βάζει τους τραυματίες πάνω σε σανίδες που βρήκε σε οικοδομή και τους μεταφέρει στο νοσοκομείο, όμως ήταν ήδη νεκροί».
Η αστυνομία δεν κατάφερε να διαλύσει τη συγκέντρωση. «Οι διαδηλωτές - συνεχίζει - παραμένουν στην πλατεία. Τότε λέγαμε:: "Ψηλά σηκώστε, σύντροφοι, το λάβαρο το ερυθρό, σαν πέσω θύμα φασιστών, με αυτό σκεπάστε με νεκρό". Ο νομάρχης της Καβάλας κάλεσε τότε ένα λόχο στρατό από την Ελευθερούπολη. Οι στρατιώτες ήρθαν και ο λοχαγός έδωσε το σύνθημα να μας επιτεθούν. Ενας λοχίας φωνάζει "δε χτυπάμε τους πατεράδες και τα αδέλφια μας". Και άλλοι στρατιώτες φώναξαν το ίδιο. Σε λίγο εργάτες και στρατιώτες βρεθήκαμε αγκαλιασμένοι. Ηταν μια μεγάλη επιτυχία. Ο λοχαγός πήρε τους στρατιώτες και έφυγε».
Οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν και τις επόμενες μέρες. «Την άλλη μέρα, στις 2 Μάη, με μια μεγάλη συγκέντρωση και πορεία κηδεύσαμε τους δυο συναδέλφους μας που έπεσαν νεκροί. Στη Θεσσαλονίκη συνεχίζονταν οι κινητοποιήσεις. Είχαμε τους "συνδέσμους", άνθρωποι που μετέφεραν τις αποφάσεις των σωματείων της Καβάλας στη Θεσσαλονίκη και μας ενημέρωναν για τις αποφάσεις των εκεί σωματείων. Καθημερινά γνωρίζαμε τι συνέβαινε στη Θεσσαλονίκη και μάθαμε για τους νεκρούς της 9ης Μάη εκεί. Αμέσως πήραμε την απόφαση να προχωρήσουμε σε πάνδημο συλλαλητήριο στην Καβάλα σε ένδειξη διαμαρτυρίας».
Στις 10 Μάη πραγματοποιήθηκε νέα συγκέντρωση στην πλατεία Ελευθερίας. Οπως μας είπε ο Φ. Σισμανίδης «ήταν μια μεγαλειώδης κινητοποίηση, συγκεντρωθήκαμε 30.000 με 40.000 διαδηλωτές. Από την πλατεία Ελευθερίας πορευτήκαμε στον Αγ. Αθανάσιο στην άκρη της πόλης. Είχε μια μεγάλη αλάνα και εκεί έγιναν οι ομιλίες και στη συνέχεια με πορεία κατευθυνθήκαμε προς τα νεκροταφεία, που ήταν 3 χιλιόμετρα μακριά. Ο νομάρχης προκλητικά διέταξε να στηθούν οπλοπολυβόλα ψηλά στο Σούγελο. Οταν η πορεία πέρασε από κει, τα οπλοπολυβόλα πυροβόλησαν στον αέρα για να μας εκφοβίσουν και να διαλυθεί η πορεία. Ομως εμείς συνταχθήκαμε γρήγορα και η πορεία οργανωμένα έφτασε στα νεκροταφεία, όπου καταθέσαμε στεφάνια στη μνήμη των νεκρών εργατών. Είχαμε πάρει απόφαση να δώσουμε ένα κόκκινο μεροκάματο στις οικογένειες των θυμάτων. Εκείνη την εποχή το υψηλότερο μεροκάματο ήταν των καπνεργατών, 106 δραχμές. Μαζέψαμε από κόκκινα μεροκάματα εκατομμύρια και δώσαμε στις οικογένειες».
Ο Φ. Σισμανίδης, 80 χρονών πλέον, πέρασε από εξορίες και φυλακές, όμως είναι ακόμη στις αγωνιστικές επάλξεις και παλεύει μέσα από το σωματείο συνταξιούχων της πόλης. «Τα πράγματα φαίνονται δύσκολα σήμερα, τα σωματεία δεν έχουν τη μαζικότητα που θα έπρεπε. Ομως είμαι αισιόδοξος πως η εργατική τάξη θα συνειδητοποιήσει γρήγορα τη δύναμή της και θα σαλπίσει αντεπίθεση».

Ντ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ