Η μυθοποιημένη πλευρά του χρηματιστηρίου
Ως στοιχείο της αναπτυξιακής πορείας της οικονομίας, αλλά και ως μέσο αναδιανομής του εισοδήματος (εκδήλωση του «λαϊκού καπιταλισμού») προβλήθηκαν έντονα, από το 1997, οι κερδοφόρες επενδυτικές ευκαιρίες που παρείχε το χρηματιστήριο για τους μικροεπενδυτές. Πρόσφατα, από την κυβέρνηση, με την αύξηση του συντελεστή στο φόρο χρηματιστηριακών συναλλαγών (από 0,3 σε 0,6%), η άνοδος στις χρηματιστηριακές συναλλαγές προβλήθηκε ως πηγή εσόδων για την αναδιανομή εισοδήματος και άσκησης κοινωνικής πολιτικής.
Η στροφή των μικροεπενδυτών προς το ΧΑΑ ήταν αποτέλεσμα πολλών παραγόντων της κυβερνητικής πολιτικής, όπως: Σημαντική μείωση των επιτοκίων αποταμιεύσεων ταμιευτηρίου και κρατικών ομολόγων. Ευνοϊκή πολιτική για την είσοδο επιχειρήσεων στο ΧΑΑ (επομένως διασπορά μετοχών). Εξαναγκαστική διεύρυνση των μικροεπενδυτών, αλλά και επέκτασή τους σε τμήματα της εργατικής τάξης. Π.χ., τράπεζες δίνουν στους υπαλλήλους τους «μπόνους» με τη μορφή μετοχών. Το ίδιο γίνεται σε εργαζόμενους σε επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα που ιδιωτικοποιούνται, σε επιχειρήσεις ραδιοτηλεοπτικών μέσων κλπ. και μέσω μιας τέτοιας διαδικασίας διαμορφώνεται κλίμα, ενδιαφέρον ή και ανάγκη για πώληση, μετά από κάποιο διάστημα δεσμεύσεων, των μετοχών.
Οι αναδιαρθρώσεις της χρηματιστηριακής αγοράς, όσες έγιναν (π.χ. αλλαγή του θεσμικού πλαισίου του Χρηματιστηρίου Αθηνών) και όσες πρόκειται να γίνουν (π.χ. χρηματιστηριακή αγορά για μικρότερες επιχειρήσεις, επέκταση του ηλεκτρονικού δικτύου σύνδεσης), περιστρέφονται γύρω από έναν άξονα: Να ενισχυθεί η λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς ως μηχανισμού προώθησης των γενικότερων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων (προώθηση ιδιωτικοποιήσεων, εξαγορών και συγχωνεύσεων, γενικότερα συγκεντροποίησης του κεφαλαίου). Να «εκσυγχρονιστεί» η λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς ώστε να λειτουργήσει πιο αποτελεσματικά ως μηχανισμός προσέλκυσης της ιδιωτικής αποταμίευσης (και από τμήματα των μισθωτών και συνταξιούχων) για τη μετατροπή τους σε κεφάλαια επιχειρήσεων.
Ετσι, ο αριθμός των μικροεπενδυτών, ως ποσοστό επί του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της χώρας, δεν είναι ευκαταφρόνητος. Το γεγονός ότι υπήρξαν σημαντικά ποσοστά κερδών από τις αγοραπωλησίες μετοχών μέσω του ΧΑΑ, κατά τα δύο τελευταία χρόνια, είχε αποτέλεσμα να διευρυνθεί το ενδιαφέρον για επενδύσεις Χρηματιστηρίου. Παράλληλα, ανεβαίνει και το ενδιαφέρον για την προοπτική του Χρηματιστηρίου. Με τις τελευταίες εξελίξεις, την πτώση του γενικού δείκτη τιμών και χρηματιστηριακών τιμών στο μεγαλύτερο μέρος των εισηγμένων επιχειρήσεων, εκδηλώθηκε πιο έντονα ο προβληματισμός γύρω από τα ερωτήματα: Τι ακριβώς αντανακλούν οι αυξομειώσεις στις χρηματιστηριακές αξίες και πώς μπορεί να προβλεφτεί η μελλοντική τάση τους; Ποιες είναι οι ευθύνες των κυβερνητικών παρεμβάσεων;
Πρόκειται για ζήτημα πολύπλοκο, θεωρητικό και ιδεολογικοπολιτικό, που συνοπτικά μόνο θα θίξουμε.
Το Χρηματιστήριο Αξιών, ως αγορά κεφαλαίου, είναι συστατικό στοιχείο της ωρίμανσης του καπιταλισμού, οι δε ρίζες της εμφάνισής του βρίσκονται στην εμφάνιση της μετοχικής εταιρίας. Το πρώτο Χρηματιστήριο Αξιών ιδρύθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα, ενώ η άνθηση των Χρηματιστηρίων Αξιών γίνεται με το πέρασμα στο μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού. Είχαν προηγηθεί, από το 16ο αιώνα, Χρηματιστήρια ως συναλλακτήρια ξένων νομισμάτων, κρατικών ομολόγων αλλά και εμπορευμάτων. Η κρίση του 1866, όπως περιγράφει ο Φρ. Ενγκελς στο Συμπλήρωμα και επίλογο του 3ου τόμου στο έργο «Το Κεφάλαιο» του Κ. Μαρξ, οδήγησε στην επέκταση της μετοχοποίησης, στην απόσπαση του καπιταλιστή από την άμεση συμμετοχή στην παραγωγή, ενίσχυσε την τάση να συγκεντρώνονται στα χέρια των χρηματιστών όλη η παραγωγή, η βιομηχανική και η αγροτική, καθώς κι όλη η κυκλοφορία, τα μέσα επικοινωνίας, καθώς και η λειτουργία ανταλλαγής, έτσι ώστε το χρηματιστήριο να γίνει «ο πιο έξοχος εκπρόσωπος της ίδιας της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής».
Η διαδικασία άντλησης κεφαλαίων μέσω διασποράς ενός μέρους μετοχών μέσω του Χρηματιστηρίου είναι διαδικασία συγκεντροποίησης κεφαλαίου. Το ίδιο και η διαδικασία αγοραπωλησίας μεγάλων πακέτων μετοχών, οι εξαγορές, αποτελεί διαδικασία συγκεντροποίησης κεφαλαίου. Οι χρηματιστηριακές τιμές των μετοχών των επιχειρήσεων διαμορφώνονται σύμφωνα με τους νόμους λειτουργίας της αγοράς (αυξημένη ζήτηση μετοχών οδηγεί σε αύξηση της χρηματιστηριακής τιμής τους, αυξημένη προσφορά τους οδηγεί σε μείωση). Δηλαδή, οι χρηματιστηριακές τιμές των μετοχών επιχειρήσεων δεν ταυτίζονται με τις πραγματοποιούμενες αξίες και τα πάγια κεφάλαια των επιχειρήσεων σε μια δοσμένη χρονική περίοδο. Ετσι, το χρηματικό τίμημα για την αγορά μετοχής (ως τίτλος ιδιοκτησίας που κατοχυρώνει την αναλογική συμμετοχή στα προσδοκώμενα κέρδη της επιχείρησης) εμπεριέχει την προσδοκία για δυνατότητα πώλησης της μετοχής σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από την τιμή αγοράς της. Σε χρονικές περιόδους που ανεβαίνουν τα μερίσματα των μετοχικών εταιριών υπάρχει γενικά κλίμα ανόδου των χρηματιστηριακών τιμών και συναλλαγών.
Στις σύγχρονες συνθήκες οι αγοραπωλησίες αποκτούν πολύ σύνθετη μορφή (ύπαρξη αγοράς χρηματιστηριακών παραγώγων, που αποτελούν προθεσμιακά συμβόλαια πάνω σε αξίες ή δείκτες χρηματιστηριακών αξιών), ο όγκος και η διάρκεια των χρηματιστηριακών συναλλαγών, μικρή διάρκεια - ολιγόωρη - σε συγκεκριμένη χρηματιστηριακή επένδυση, ασκούν μεγάλες πτωτικές πιέσεις ή φούσκωμα των χρηματιστηριακών μετοχών ως αποτέλεσμα των κινήσεων αγοραπωλησίας των θεσμικών επενδυτών ή κατόχων μεγάλων πακέτων. Το γενικότερο κλίμα - φήμες, πολιτική συγκυρία, διεθνή οικονομικά και πολιτικά γεγονότα - οπωσδήποτε επηρεάζει και τη στάση των μικροεπενδυτών, που μπορεί να εξελιχθεί σε παράγοντα της γενικής πορείας του Χρηματιστηρίου.
Ημετοχή, ως τίτλος ιδιοκτησίας με δόσεις πάνω στην υπεραξία, που θα πραγματοποιήσει το επενδεδυμένο κεφάλαιο στην παραγωγή, είναι η πηγή της αγυρτείας, της κερδοσκοπίας, της διαμόρφωσης πλασματικού κεφαλαίου.
Ετσι, η κερδοσκοπία που διαμορφώνεται στη βάση των αυξομειώσεων των τιμών των χρηματιστηριακών αξιών είναι φαινόμενο της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος στη σφαίρα της κυκλοφορίας του κεφαλαίου, σχετίζεται με τους νόμους λειτουργίας της καπιταλιστικής αναπαραγωγής και, πάνω απ' όλα, σχετίζεται με το νόμο της υπεραξίας. Δηλαδή, παρότι οι χρηματιστηριακές τιμές των μετοχών δε συμπίπτουν με τις πραγματοποιούμενες υπεραξίες, ωστόσο η γενική τους τάση αντικατοπτρίζει την τάση εξασφάλισης διευρυμένης αναπαραγωγής σε μια επιχείρηση, έναν κλάδο, σε μια οικονομία.
Η γενική άνοδος των χρηματιστηριακών συναλλαγών και των χρηματιστηριακών αξιών μετά το 1997 αντανακλά την πορεία της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας σε περίοδο εξόδου από την κρίση 1990-1993 και πολιτικής στήριξης των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Η τάση ανόδου έχει τη δική της δυναμική και μόνο με χρονική υστέρηση παρακολουθεί τα σημάδια ανησυχίας. Οι παρεμβάσεις κυβερνητικών και τραπεζικών παραγόντων, πέρα από την αμφιλεγόμενη επιτυχία τους, αντανακλούν δυο εξίσου σημαντικές προθέσεις για τα συμφέροντα της ολιγαρχίας: α) Τη συγκράτηση ενός ανεξέλεγκτου ανοδικού ρυθμού, που θα οδηγούσε σε απότομη και βαθιά πτώση με ανεξέλεγκτες συνέπειες για τις αντιδράσεις των λαϊκών δυνάμεων. β) Τη στροφή των μικροεπενδυτών από ορισμένες επιχειρήσεις, μικρότερες και με πιο εμφανή τον κερδοσκοπικό χαρακτήρα τους, σε άλλες.
Η συγκυριακή κερδοφορία μικροεπενδυτών σε συνθήκες μεγάλης χρηματιστηριακής ανόδου είναι σαπροφυτική. Για το μεγαλύτερο μέρος των μικροεπενδυτών είναι προκαθορισμένης ημερομηνίας η απώλεια του μεγαλύτερου (αν όχι ολόκληρου) μέρους των κερδών του. Οι πρόσφατες εξελίξεις το επιβεβαιώνουν.
Το ΚΚΕ δεν αντιμετωπίζει ηθικολογικά τη στροφή μικροεπενδυτών από τους εργαζόμενους προς τις χρηματιστηριακές επενδύσεις. Αλλωστε γνωρίζουμε καλά ότι οι μάζες πείθονται από την εμπειρία τους. Ωστόσο, ως κόμμα με πρόβλεψη προς όφελος των γενικότερων συμφερόντων των εργαζομένων, φιλοδοξούμε να αποκαλύψουμε όχι μόνο τις απατηλές παγίδες του καπιταλισμού, αλλά και τις βαθύτερες αντιθέσεις του, ώστε να ενισχυθεί η ταξική συνείδηση και πάλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου