15 Απρ 2012

ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ


ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ


Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΣΤΗΝ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΠΙΘΗΚΟΥ
Το άρθρο αυτό είναι ένα από τα κεφάλαια της Διαλεκτικής της Φύσης. Το βιβλίο γράφτηκε το 1876 από τον Έγκελς και εκδόθηκε στα ελληνικά το 1985 σε μετάφραση Ευτύχη Μπιτσάκη από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»[1].




Η εργασία, λένε οι οικονομολόγοι, είναι η πηγή κάθε πλούτου. Και είναι πραγματικά τέτoια –πλάι στη Φύση, που της δίνει το υλικό που το μετατρέπει σε πλούτο. Αλλά είναι επίσης άπειρα περισσότερο απ’ αυτό. Είναι ο πρωταρχικός βασικός όρος κάθε ανθρώπινης ζωής και αυτό σε τέτοιο βαθμό που από μια άποψη πρέπει να πούμε: η εργασία δημιούργησε τον ίδιο τον άνθρωπο.
Πριν από πολλές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, σε μια εποχή της περιόδου που δεν μπορούμε να την προσδιορίσουμε ακόμα με ακρίβεια και που οι γεωλόγοι την ονομάζουν τριτογενή και πιθανόν προς το τέλος της, ζούσε κάπου στην τροπική ζώνη, ίσως σε μια μεγάλη ήπειρο που σήμερα έχει καταποντιστεί μέσα στον Ινδικό Ωκεανό[2], μια ράτσα ανθρωποειδών πιθήκων πού είχαν φτάσει σε ιδιαίτερα υψηλή ανάπτυξη. Ο Δαρβίνος μας έδοσε μια κατά προσέγγιση περιγραφή αυτών των προγόνων μας. Ήταν ολότελα μαλλιαροί, είχαν γένια και μυτερά αυτιά και ζούσαν κοπαδιαστά πάνω στα δέντρα.


Μπορούμε να υποθέσουμε ότι κάτω από την επίδραση κατά πρώτο λόγο του τρόπου της ζωής τους, που για το σκαρφάλωμα αναθέτει στα χέρια διαφορετικές λειτουργίες από τα πόδια, οι πίθηκοι αυτοί άρχισαν να χάνουν τη συνήθεια να χρησιμοποιούν τα χέρια τους για να βαδίζουν πάνω στο επίπεδο έδαφος και αποκτούσαν όλο και πιο πολύ κατακόρυφο βάδισμα. Έτσι έγινε το αποφασιστικό βήμα για το πέρασμα από τον πίθηκο στον άνθρωπο.
Όλοι οι σημερινοί ανθρωποειδείς πίθηκοι, μπορούν να κρατηθούν όρθιοι και να μετατοπίζονται πάνω στα δυο τους πόδια μονάχα, αλλά μόνο σε περίπτωση ανάγκης και με πολύ μεγάλη αδεξιότητα. Το φυσικό τους βάδισμα γίνεται σε ημιόρθια θέση και περιλαβαίνει τη χρήση των χεριών. Οι περισσότεροι ακουμπούν τις μεσαίες φάλαγγες της γροθιάς τους στο έδαφος και με διπλωμένα τα πόδια τους, περνούν το σώμα τους ανάμεσα στα μακριά τους χέρια, όπως ένας ανάπηρος βαδίζει με πατερίτσες. Γενικά, μπορούμε να παρατηρήσουμε και σήμερα στους πιθήκους όλες τις μεταβατικές βαθμίδες από το βάδισμα με τα τέσσερα ως το βάδισμα με τα δυο πόδια. Αλλά σε κανένα τους, το τελευταίο δεν έγινε κάτι περισσότερο από μέσο όπου προσφεύγουν σε ώρα ανάγκης.
Για να γίνει το όρθιο βάδισμα πρώτα κανόνας κι ύστερα ανάγκη στους μαλλιαρούς προγόνους μας προϋποτίθεται ότι έπρεπε να μεταβιβαστούν στα χέρια όλο και πιο πολλές δραστηριότητες Αλλά ακόμα και στους πιθήκους κυριαρχεί ήδη ένας κάποιος καταμερισμός λειτουργιών ανάμεσα στα χέρια και στα πόδια Όπως είπαμε, το χέρι χρησιμοποιείται για το σκαρφάλωμα, διαφορετικά από το πόδι. Χρησιμεύει ειδικότερα για τη συλλογή και το κράτημα της τροφής όπως ήδη κάνουν με τα μπροστινά τους πόδια μερικά κατώτερα θηλαστικά. Πολλοί πίθηκοι χρησιμοποιούν τα χέρια τους για να κατασκευάζουν φωλιές στα δέντρα, ή ακόμα –όπως ο χιμπαντζής– στέγες ανάμεσα στα κλαδιά, για να φυλάγονται απ’ την κακοκαιρία. Με το χέρι αρπάζουν ρόπαλα για να αμυνθούν ενάντια σε εχθρούς, ή τους βομβαρδίζουν με καρπούς ή λίθους. Όταν είναι αιχμάλωτοι, κάνουν με τα χέρια τους μια σειρά απλές πράξεις, που τις αντιγράφουν από τους ανθρώπους[3]. Αλλά εδώ ακριβώς παρουσιάζεται ολόκληρο το χάσμα ανάμεσα στο μη αναπτυγμένο χέρι ακόμα και του πιο ανθρωποειδούς από τους πιθήκους και στο χέρι του ανθρώπου που έχει τελειοποιηθεί σε υψηλό βαθμό, με την εργασία χιλιάδων αιώνων. Ο αριθμός και η γενική διάταξη των οστών και των μυών, είναι οι ίδιες και στον ένα και στον άλλο[4], αλλά το χέρι και του πιο κατώτερου άγριου μπορεί να εκτελέσει εκατοντάδες πράξεις, που δεν μπορεί να τις μιμηθεί κανένα χέρι πιθήκου. Κανένα χέρι πιθήκου δεν κατασκεύασε ποτέ, ούτε και το πιο χονδροειδές λίθινο μαχαίρι.
Γι’ αυτό. λοιπόν, οι πράξεις, στις οποίες οι προγονοί μας βαθμιαία στην πορεία πολυάριθμων χιλιετηρίδων έμαθαν να προσαρμόζουν σιγά-σιγά το χέρι τους, στην εποχή του περάσματος από τον πίθηκο στον άνθρωπο, δεν μπορούσαν να είναι στην αρχή παρά πράξεις απλούστατες. Κι οι κατώτεροι άγριοι, ακόμα και εκείνοι στους οποίους μπορεί κανείς να υποθέσει μια οπισθοδρόμηση σε μια κατάσταση αρκετά κοντινή με του ζώου, που να συνοδεύεται από ένα φυσικό εκφυλισμό, βρίσκονται σε πολύ υψηλότερο επίπεδο από αυτά τα μεταβατικά πλάσματα. Πριν να δουλευτεί από το χέρι του ανθρώπου το πρώτο χαλίκι για να γίνει μαχαίρι, χρειάστηκε ίσως μια χρονική περίοδος που μπροστά της να φαίνεται ασήμαντη η ιστορική περίοδος που γνωρίζουμε. Αλλά το αποφασιστικό βήμα είχε γίνει: το χέρι είχε ελευθερωθεί και μπορούσε πια να αποχτά όλο και πιο νέες δεξιότητες και η μεγαλύτερη ευλυγισία που αποχτιότανε μ’ αυτό τον τρόπο, μεταβιβαζόταν κληρονομικά και μεγάλωνε από γενιά σε γενιά[5].
Έτσι το χέρι δεν είναι μονάχα το όργανο, παρά και το προϊόν της εργασίας. Μόνο με την εργασία, με την προσαρμογή σε όλο και νέες λειτουργίες, με την κληρονομική μεταβίβαση της αποκτημένης μ’ αυτό τον τρόπο ειδικής ανάπτυξης των μυών, των τενόντων και σε μακρύτερα χρονικά διαστήματα των ίδιων των οστών και με την ασταμάτητα επαναλαμβανόμενη εφαρμογή αυτής της κληρονομικής τελειοποίησης σε νέες, όλο και περισσότερο περίπλοκες λειτουργίες, το ανθρώπινο χέρι έφτασε σ’ αυτό τον υψηλό βαθμό τελειότητας, απ’ όπου μπορεί να κάμει να ξεπηδήσει το θαύμα των πινάκων του Ραφαήλ, των αγαλμάτων του Τόρβαλντσεν, της μουσικής του Παγκανίνι.
Αλλά το χέρι δεν υπάρχει καθεαυτό. Ήταν απλώς ένα από τα μέλη ενός ολόκληρου, εξαιρετικά περίπλοκου οργανισμού. Ό,τι ωφελούσε το χέρι, ωφελούσε και ολόκληρο το σώμα, που υπηρετούσε το χέρι, κι αυτό με δυο τρόπους.
Πρώτ’ απ’ όλα, σαν συνέπεια του νόμου του συσχετισμού της αύξησης, όπως τον ονόμασε ο Δαρβίνος. Σύμφωνα μ’ αυτό το νόμο, ορισμένες μορφές ξεχωριστών μερών ενός οργανικού όντος συνδέονται πάντοτε με άλλες μορφές άλλων μερών, με τις οποίες φαινομενικά δεν έχουν κανένα δεσμό. Έτσι, όλα τα ζώα, που έχουν ερυθρά αιμοσφαίρια χωρίς κυτταρικό πυρήνα, και που το ινιακό τους οστό συνδέεται με διπλή άρθρωση (κονδύλους) με τον πρώτο σπόνδυλο, έχουν επίσης χωρίς εξαίρεση και γαλακτοφόρους αδένες για να θηλάζουν τα μικρά τους. Επίσης η διχαλωτή οπλή στα θηλαστικά, συνδυάζεται κανονικά με το δίλοβο στομάχι του μηρυκαστικού. Η αλλαγή ορισμένων μορφών συνεπάγεται την αλλαγή μορφής άλλων μερών του σώματος, χωρίς να μπορούμε να εξηγήσουμε αυτή τη σύνδεση[6]. Οι ολότελα λευκές γάτες με γαλανά μάτια, είναι πάντα ή σχεδόν πάντα κουφές. Η προοδευτική τελειοποίηση του ανθρώπινου χεριού και η ταυτόχρονη ανάπτυξη και προσαρμογή του ποδιού στο κατακόρυφο βάδισμα, είναι βέβαιο πώς επέδρασαν με τη σειρά τους σε άλλα μέρη του οργανισμού, με βάση το νόμο του συσχετισμού. Ωστόσο η επίδραση αυτή έχει τόσο ελάχιστα μελετηθεί ως τώρα, ώστε να μη μπορεί να κάνει κανείς εδώ τίποτα περισσότερο, παρά να διαπιστώνει γενικά το φαινόμενο.
Πολύ πιο σπουδαία είναι η άμεση και αποδείξιμη επίδραση της ανάπτυξης του χεριού στον υπόλοιπο οργανισμό. Όπως είπαμε, οι πιθηκόμορφοί μας πρόγονοι ήταν αγελαία όντα. Είναι προφανώς αδύνατο να αναζητηθεί η προέλευση του ανθρώπου, του περισσότερο κοινωνικού απ’ όλα τα ζώα, από μη αγελαίους άμεσους προγόνους. Η κατάκτηση της Φύσης, που αρχίζει με την ανάπτυξη του χεριού, με την εργασία, πλάτυνε με κάθε πρόοδο τους ορίζοντες του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ανακάλυπτε συνεχώς νέες, άγνωστες μέχρι τότε ιδιότητες των φυσικών αντικειμένων. Η ανάπτυξη της εργασίας, από την άλλη μεριά, βοήθησε αναγκαστικά στη σύσφιγξη των δεσμών ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας, πολλαπλασιάζοντας τις περιπτώσεις αμοιβαίας βοήθειας, κοινής δραστηριότητας, και κάνοντας πιο ξεκάθαρη σε κάθε άτομο τη συνείδηση της χρησιμότητας αυτής της συνεργασίας. Με λίγα λόγια, οι άνθρωποι στην πορεία της διαμόρφωσης τους έφτασαν στο σημείο όπου είχαν κάτι να πουν ο ένας στον άλλο. Η ανάγκη δημιούργησε το όργανο της: ο μη αναπτυγμένος λάρυγγας του πιθήκου διαμορφώθηκε με την ποικιλοφωνία αργά αλλά σίγουρα για πιο αναπτυγμένη ποικιλοφωνία, και τα όργανα του στόματος μάθανε βαθμιαία να προφέρουν τον έναν έναρθρο φθόγγο μετά τον άλλο.
Η σύγκριση με τα ζώα αποδεικνύει ότι αυτή η ερμηνεία για την προέλευση της γλώσσας, που γεννήθηκε από την εργασία και μαζί με την εργασία, είναι η μόνη σωστή. Το ελάχιστο που ακόμα και τα πιο αναπτυγμένα ζώα, χρειάζονται για να επικοινωνούν μεταξύ τους, μπορεί να μεταδοθεί ακόμα και χωρίς έναρθρο λόγο. Κανένα ζώο στη φυσική του κατάσταση δεν αισθάνεται ότι μειονεκτεί επειδή δεν μπορεί να μιλήσει ή να καταλάβει την ανθρώπινη γλώσσα. Τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά όταν εξημερώνεται από τον άνθρωπο. Ο σκύλος και το άλογο στις σχέσεις τους με τους ανθρώπους, απόκτησαν ένα τόσο λεπτό αυτί για την έναρθρη γλώσσα, ώστε μαθαίνουν εύκολα να κατανοούν κάθε γλώσσα, μέσα στα όρια του πεδίου των παραστάσεων τους. Τα ζώα αυτά απόκτησαν επιπλέον την ικανότητα για αισθήματα όπως η αφοσίωση στον άνθρωπο, η ευγνωμοσύνη, κλπ., που άλλοτε τους ήταν ξένα. Κι όποιος ασχολήθηκε πολύ μ’ αυτά τα ζώα, δύσκολα θα μπορέσει να ξεφύγει από την πεποίθηση ότι υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις, όπου τώρα αισθάνονται το γεγονός πως δεν μπορούν να μιλήσουν σαν μειονέκτημα, το οποίο δυστυχώς δεν μπορούν πια να θεραπεύσουν γιατί τα φωνητικά τους όργανα έχουν ειδικευτεί προς μια ορισμένη κατεύθυνση. Αλλά εκεί όπου υπάρχει το όργανο, η ανικανότητα αυτή εξαφανίζεται ως ένα βαθμό. Τα στοματικά όργανα των πουλιών είναι βέβαια ριζικά διαφορετικά από του ανθρώπου. Κι ωστόσο τα πουλιά είναι τα μόνα ζώα που μαθαίνουν να μιλούν, και το πουλί που μιλάει καλύτερα απ’ όλα, είναι ο παπαγάλος, το πουλί με την πιο αποκρουστική φωνή. Ας μην πει κανείς ότι ο παπαγάλος δεν καταλαβαίνει αυτά που λέει. Είναι αλήθεια πως επαναλαμβάνει φλυαρώντας ώρες ολόκληρες όλο του το λεξιλόγιο, για μόνη την ευχαρίστηση να μιλάει και να επικοινωνεί με τους ανθρώπους. Αλλά μέσα στα όρια του πεδίου των παραστάσεων του, μπορεί και να μάθει να καταλαβαίνει εκείνο που λέει. Μάθετε βρισιές σ’ έναν παπαγάλο, έτσι που να έχει κάποια ιδέα για το νόημα τους (μια από τις αγαπημένες διασκεδάσεις των ναυτών που επιστρέφουν από τους τροπικούς). Πειράξτε τον και θα δείτε αμέσως πως ξέρει να χρησιμοποιεί τις βρισιές του τόσο σωστά, όσο και μια μανάβισσα του Βερολίνου. Το ίδιο γίνεται και όταν ζητιανεύει λιχουδιές.
Πρώτα η εργασία κι ύστερα απ’ αυτήν και σε συνέχεια μ’ αυτήν η γλώσσα, είναι τα δυο ουσιαστικά ερεθίσματα, που κάτω απ’ την επίδραση τους μεταμορφώθηκε σιγά-σιγά ο πιθηκίσιος εγκέφαλος σ’ ανθρώπινο, που παρ’ όλες τις ομοιότητες του με τον πρώτο, είναι πολύ πιο μεγάλος και τέλειος. Παράλληλα όμως με την ανάπτυξη του εγκεφάλου, προχωρούσε και η ανάπτυξη των άμεσων εργαλείων του, των αισθητηρίων οργάνων. Όπως η προοδευτική ανάπτυξη της γλώσσας συνοδεύεται αναγκαστικά από μια αντίστοιχη εκλέπτυνση του οργάνου της ακοής, έτσι και η ανάπτυξη του εγκεφάλου σαν ενιαίου όλου, συνοδεύεται από την εκλέπτυνση όλων των αισθήσεων. Ο αετός βλέπει πολύ πιο μακριά από τον άνθρωπο, αλλά το ανθρώπινο μάτι βλέπει πολύ περισσότερα μέσα στα πράγματα, από το αετίσιο. Ο σκύλος έχει πολύ οξύτερη όσφρηση από τον άνθρωπο, όμως δεν ξεχωρίζει ούτε το ένα εκατοστό από τις μυρουδιές που για τον άνθρωπο είναι σίγουρα σημάδια διαφορετικών πραγμάτων. Και η αίσθηση της αφής, που στον πίθηκο μόλις υπάρχει σε εντελώς στοιχειώδη, εμβρυώδη κατάσταση, αναπτύχθηκε παράλληλα μονάχα με το ανθρώπινο χέρι, χάρη στην εργασία.
Η επίδραση στην εργασία και τη γλώσσα, της ανάπτυξης του εγκεφάλου και των αισθήσεων που εξαρτιούνται απ’ αυτόν, της αυξανόμενης σαφήνειας της συνείδησης, της αφαιρετικής δύναμης και της κρίσης, έδοσε μια νέα ώθηση στην παραπέρα ανάπτυξη και της εργασίας και της γλώσσας. Η παραπέρα αυτή ανάπτυξη δεν τελείωσε τη στιγμή που ο άνθρωπος χωρίστηκε οριστικά απ’ τον πίθηκο, αλλά συνολικά συνέχισε έκτοτε να επιτελεί τεράστιες προόδους, που ποίκιλαν σε βαθμό και κατεύθυνση στους διάφορους λαούς και τις διάφορες εποχές, και που διακόπτονταν εδώ και εκεί από τοπικές και προσωρινές πισωδρομήσεις. Η παραπέρα αυτή ανάπτυξη επισπεύτηκε έντονα από τη μια και οδηγήθηκε σε πιο καθορισμένες κατευθύνσεις από την άλλη, χάρη σ’ ένα νέο στοιχείο που ήρθε στο προσκήνιο με την εμφάνιση του ολοκληρωτικά αναπτυγμένου ανθρώπου: την κοινωνία.
Σίγουρα κύλησαν εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια –που στην ιστορία της γης δεν έχουν μεγαλύτερη σημασία από ό,τι ένα δευτερόλεπτο στη ζωή του ανθρώπου[7] –προτού η ανθρώπινη κοινωνία προκύψει από το κοπάδι των αναρριχώμενων πιθήκων. Κι ωστόσο τελικά εμφανίστηκε. Και τι θα βρούμε πάλι σαν χαρακτηριστική διαφορά ανάμεσα στο κοπάδι των πιθήκων και την ανθρώπινη κοινωνία; Την εργασία. Το κοπάδι των πιθήκων αρκούνταν να εξαντλεί την τροφή της περιοχής του που καθοριζόταν από τη γεωγραφική θέση ή την αντίσταση των γειτονικών κοπαδιών. Το κοπάδι μετανάστευε από τόπο σε τόπο, και αγωνιζόταν για να αποκτήσει μια νέα περιοχή τροφής, ήταν όμως ανίκανο να αποσπάσει από την περιοχή της διατροφής του περισσότερα απ’ όσα πρόσφερε η Φύση, εκτός απ’ το ότι τη λίπαινε ασυνείδητα με τα απορρίμματα του. Από τη στιγμή που καταλαμβάνονταν όλες οι περιοχές που είχαν τροφή, δεν μπορούσε πια να υπάρξει αύξηση του πληθυσμού των πιθήκων. Ο αριθμός των ζώων μπορούσε το πολύ-πολύ να μένει σταθερός. Όλα όμως τα ζώα σπαταλούν μεγάλες ποσότητες τροφής κι ακόμα ξεπαστρεύουν στην εμβρυακή κατάσταση την επιβλάστηση. Αντίθετα με τον κυνηγό, ο λύκος δεν χαρίζει τη ζωή στη ζαρκάδα που τον άλλο χρόνο θα του δόσει μικρά ζαρκαδάκια.
Στην Ελλάδα, οι γίδες, που ξεπαστρεύουν τους μικρούς θάμνους προτού μεγαλώσουν, απογύμνωσαν όλα τα βουνά αυτής της χώρας. Αυτή η «ληστρική οικονομία» των ζώων. παίζει σπουδαίο ρόλο στην προοδευτική μεταμόρφωση των ειδών, υποχρεώνοντάς τα να συνηθίσουν σε τροφή διαφορετική από εκείνη που είχαν συνηθίσει και χάρη στην οποία το αίμα τους αποκτά διαφορετική χημική σύνθεση και σιγά-σιγά διαφοροποιείται ολόκληρη η φυσική τους συγκρότηση, ενώ είδη που κάποτε είχαν επικρατήσει, εξολοθρεύονται. Είναι αναμφίβολο πως η ληστρική αυτή οικονομία συνέβαλε ενεργά στην εξανθρώπιση των προγόνων μας. Σε κάποια ράτσα πιθήκων, που θα ξεπερνούσαν κατά πολύ τους άλλους σε διανοητικές ικανότητες και προσαρμοστικότητα, η ληστρική αυτή οικονομία θα είχε σαν συνέπεια να αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των φυτών που τους χρησίμευαν για τροφή, και να καταβροχθίζονται όλο και περισσότερο τα φαγώσιμα μέρη αυτών των φυτών. Μ’ ένα λόγο θα είχε σαν συνέπεια τη συνεχή διαφοροποίηση της τροφής και συνεπώς και των ουσιών που εισάγονται στον οργανισμό, δημιουργώντας έτσι τις χημικές προϋποθέσεις για το πέρασμα από τον πίθηκο στον άνθρωπο. Όλα αυτά όμως δεν ήταν ακόμα εργασία, με την καθαυτό σημασία της λέξης. Η εργασία αρχίζει με την κατασκευή εργαλείων. Και ποια είναι τα πιο παλιά εργαλεία που συναντούμε –τα πιο αρχαία, αν κρίνουμε από τα αντικείμενα των προϊστορικών ανθρώπων που ανακαλύφτηκαν και από τον τρόπο ζωής των πρώτων ιστορικών λαών, καθώς και των πιο πρωτόγονων από τους σύγχρονους άγριους; Είναι εργαλεία για κυνήγι και ψάρεμα, και τα πρώτα χρησιμεύουν ταυτόχρονα και για όπλα. Αλλά το κυνήγι και το ψάρεμα προϋποθέτουν το πέρασμα από την αποκλειστικά φυτική διατροφή στην ταυτόχρονη χρήση κρέατος. Κι έχουμε πάλι εδώ ένα ουσιαστικό βήμα προς την εξανθρώπιση. Η διατροφή με κρέαςπεριέχει, σχεδόν εντελώς έτοιμα, τα πιο ουσιώδη υλικά που έχει ανάγκη ο οργανισμός για το μεταβολισμό του. Η δίαιτα αυτή συντόμευε τον απαιτούμενο χρόνο, όχι μόνο για την πέψη, αλλά και για τις άλλες σωματικές λειτουργίες που αντιστοιχούν σε φυτικές λειτουργίες. Έτσι κέρδιζε περισσότερο χρόνο, υλικά και ενέργεια για την ενεργητική εκδήλωση της, με την ακριβή έννοια της λέξης, ζωώδικης ζωής. Και όσο πιο πολύ απομακρυνόταν από το φυτό ο διαμορφωνόμενος άνθρωπος, τόσο πιο πολύ υψωνόταν πάνω από το ζώο. Ακριβώς όπως η εξοικείωση στη φυτική τροφή, πλάι με το κρέας, μετέτρεψε τους αγριόγατους και τους άγριους σκύλους σε υπηρέτες του ανθρώπου, έτσι και η προσαρμογή στη διατροφή με κρέας πλάι στη φυτική διατροφή, συνέβαλε ουσιαστικά στο να αποκτήσει ο διαμορφωνόμενος άνθρωπος σωματική ισχύ και ανεξαρτησία. Αλλά το πιο ουσιαστικό ήταν η επίδραση της κρεοφαγίας στον εγκέφαλο, που δεχόταν σε πολύ πιο άφθονες ποσότητες από πριν τα στοιχεία που χρειάζονταν για τη διατροφή και την ανάπτυξη του και μπόρεσε έτσι να αναπτυχθεί γρηγορότερα και τελειότερα από γενιά σε γενιά. Μ’ όλο το σεβασμό προς τους οπαδούς της χορτοφαγίας, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο άνθρωπος δεν έγινε άνθρωπος χωρίς την κρεοφαγία, και αν ακόμα η κρεοφαγία οδήγησε σε τούτη ή κείνη την περίοδο, όλους τους λαούς που ξέρουμε στον κανιβαλισμό (οι πρόγονοι των Βερολινέζων, Veletabians ή Wilzians, συνήθιζαν να τρώνε τους γονείς τους ακόμα και το 10ο αιώνα)[8], αυτό δεν έχει συνέπειες για μας σήμερα.
Η κρεοφαγία οδήγησε σε δυο νέες προόδους αποφασιστικής σημασίας: στη χρήση της φωτιάς και στην εξημέρωση των ζώων. Η πρώτη συντόμευσε ακόμα πιο πολύ τη διαδικασία της πέψης καθώς εφοδίαζε το στόμα με τροφή, ας πούμε, μισοχωνεμένη. Η δεύτερη έκανε πιο άφθονο το κρέας, γιατί πλάι στο κυνήγι, άνοιγε μια νέα και πιο κανονική πηγή εφοδιασμού κι ακόμα παρείχε με το γάλα και τα προϊόντα του μια νέα τροφή, που εξαιτίας της σύστασης της ήταν τουλάχιστον εξίσου πολύτιμη με το κρέας. Και οι δυο αυτές πρόοδοι, έγιναν άμεσα νέα μέσα για τη χειραφέτηση του ανθρώπου, θα μας οδηγούσε πολύ μακριά να καταπιαστούμε εδώ λεπτομερειακά με τα έμμεσα αποτελέσματα τους, όσο μεγάλη και να στάθηκε η σημασία τους για την ανάπτυξη του ανθρώπου και της κοινωνίας.
Ακριβώς όπως ο άνθρωπος έμαθε να καταναλώνει καθετί φαγώσιμο, έτσι έμαθε να ζει και σ’ όλα τα κλίματα. Απλώθηκε σ’ όλη την κατοικήσιμη γη, αυτός, το μόνο ζώο που μπορούσε να το πετύχει μόνο του. Τα άλλα ζώα που έχουν εγκλιματιστεί σε όλα τα κλίματα –τα οικιακά ζώα και τα παράσιτα– δεν το κατάφεραν μόνα τους αλλά μονάχα ακολουθώντας τον άνθρωπο. Και το πέρασμα από το ομοιόμορφα θερμό κλίμα της αρχέγονης πατρίδας τους σε ψυχρότερες περιοχές, όπου ο χρόνος μοιραζόταν σε χειμώνα και σε καλοκαίρι, δημιούργησε νέες ανάγκες: την ανάγκη της κατοικίας και του ντυσίματος για να προστατευτούν από το κρύο και την υγρασία, νέες σφαίρες εργασίας, άρα νέες μορφές δραστηριότητας, που όλο και πιο πολύ απομάκρυναν τον άνθρωπο από το ζώο.
Με τη συνεργασία του χεριού, των φωνητικών οργάνων και του εγκεφάλου, όχι μόνο σε κάθε άτομο αλλά και σ’ ολόκληρη την κοινωνία, τα ανθρώπινα όντα έγιναν ικανά να εκτελούν όλο και πιο περίπλοκες εργασίες, να θέτουν και να πετυχαίνουν όλο και υψηλότερους σκοπούς. Η ίδια η εργασία γινόταν από γενιά σε γενιά διαφορετική, τελειότερη, περισσότερο ποικίλη. Στο κυνήγι και στην κτηνοτροφία προστέθηκε η γεωργία, σ’ αυτήν προστέθηκαν το κλώσιμο, η υφαντουργική, η μεταλλουργία, η αγγειοπλαστική, η ναυσιπλοΐα. Η τέχνη και η επιστήμη εμφανίστηκαν τέλος, πλάι στο εμπόριο και τη βιοτεχνία. Από τη φυλή αναπτύχθηκαν έθνη και κράτη, εμφανίσθηκε το δίκαιο και η πολιτική, και μαζί του η φανταστική αντανάκλαση των ανθρώπινων πραγμάτων στο ανθρώπινο μυαλό: η θρησκεία. Μπροστά σ’ όλες αυτές τις δημιουργίες που φαίνονταν πριν απ’ όλα σαν προϊόντα του μυαλού και μοιάζανε να δεσπόζουν στις ανθρώπινες κοινωνίες, τα πιο ταπεινά προϊόντα της χειρωνακτικής εργασίας περνούσαν σε δεύτερο πλάνο, κι αυτό τόσο περισσότερο, όσο το πνεύμα που καθόριζε τη διαδικασία της εργασίας ήδη σ’ ένα πρωιμότατο στάδιο τη κοινωνικής ανάπτυξης (για παράδειγμα στην πρωτόγονη οικογένεια) είχε τη δυνατότητα να βάζει άλλους να πραγματοποιούν την εργασία που σχεδίαζε. Όλη η τιμή για τη γρήγορη ανάπτυξη του πολιτισμού αποδόθηκε στο πνεύμα, στην ανάπτυξη και στη δραστηριότητα του μυαλού. Οι άνθρωποι συνήθισαν να εξηγούν τη δραστηριότητα τους με τη σκέψη τους αντί να την εξηγούν με τις ανάγκες τους (που αντανακλώνται βέβαια στο μυαλό τους, γίνονται συνείδηση). Έτσι γεννήθηκε με τον καιρό η ιδεαλιστική αντίληψη του κόσμου που κυριάρχησε στα πνεύματα, προπαντός ύστερ’ από την παρακμή της αρχαιότητας. Η αντίληψη αυτή κυριαρχεί ακόμα σε τέτοιο σημείο, ώστε και οι πιο υλιστές επιστήμονες της δαρβινικής σχολής, δεν μπορούν πάντα να αποκτήσουν μια σαφή ιδέα για την προέλευση του ανθρώπου. Κι αυτό γιατί κάτω από την επίδραση αυτής της ιδεολογίας, δεν αναγνωρίζουν το ρόλο που έπαιξε η εργασία σ’ αυτή την εξέλιξη.
Όπως σημειώσαμε, τα ζώα μεταβάλλουν με τη δραστηριότητα τους την εξωτερική Φύση όπως και ο άνθρωπος, αν και όχι στην ίδια έκταση και, όπως είδαμε, οι αλλαγές που επιφέρουν στο περιβάλλον τους αντεπιδρούν με τη σειρά τους και μεταβάλλουν τους πρόξενούς τους. Γιατί στη Φύση τίποτα δεν συντελείται μεμονωμένα. Το κάθε πράγμα επηρεάζει κάθε άλλο κι αντίστροφα, και οι επιστήμονές μας εμποδίζονται να βλέπουν καθαρά και τα πιο απλά πράγματα, γιατί τις περισσότερες φορές ξεχνούν αυτή την ολόπλευρη κίνηση και την καθολική αλληλεπίδραση. Είδαμε με ποιο τρόπο εμπόδισαν τα γίδια την αναγέννηση των δασών στην Ελλάδα. Οι γίδες και τα γουρούνια που μετέφεραν στο νησί Αγία Ελένη οι πρώτοι θαλασσοπόροι που έφτασαν εκεί, πέτυχαν να εξολοθρεύσουν σχεδόν ολοκληρωτικά την παλιά χλωρίδα του νησιού, και προετοίμασαν το έδαφος στο οποίο μπόρεσαν να διαδοθούν φυτά που έφεραν αργότερα άλλοι θαλασσοπόροι και άποικοι. Αλλά αν τα ζώα ασκούν μια μόνιμη επίδραση στο περιβάλλον τους, αυτό γίνεται χωρίς να το θέλουν και για τα ίδια τα ζώα είναι δυστύχημα. Όσο πιο πολύ απομακρύνονται οι άνθρωποι από τα ζώα, τόσο οι επιπτώσεις τους στη Φύση παίρνουν το χαρακτήρα προμελετημένης, σχεδιασμένης δράσης, που αποβλέπει σε καθορισμένους σκοπούς, γνωστούς από τα πριν. Το ζώο καταστρέφει τη βλάστηση μιας περιοχής χωρίς να ξέρει τι κάνει. Ο άνθρωπος την καταστρέφει για να σπείρει δημητριακά στο έδαφος που απελευθερώνει, ή για να φυτέψει δέντρα και αμπέλια που ξέρει πως θα του δόσουν πολλές φορές εκείνα που έσπειρε. Ο άνθρωπος μεταφέρει χρήσιμα φυτά και κατοικίδια από τη μια χώρα στην άλλη, και έτσι μεταβάλλει τη χλωρίδα και την πανίδα ολόκληρων ηπείρων. Ακόμα περισσότερο. Χάρη στην τεχνητή επιλογή, το ανθρώπινο χέρι μεταμόρφωσε τα φυτά και τα ζώα σε σημείο που δεν μπορεί κανείς να τα αναγνωρίσει. Ακόμα ψάχνουν μάταια για τα άγρια φυτά, από τα οποία κατάγονται τα δημητριακά μας[9]. Ακόμα συζητάνε για να μάθουν από ποιο άγριο ζώο κατάγονται τα σκυλιά μας που και τα ίδια διαφέρουν τόσο μεταξύ τους, καθώς και οι πολυάριθμες ράτσες των αλόγων μας.
Φυσικά είναι αυτονόητο ότι δεν έχουμε την πρόθεση να αρνηθούμε στα ζώα τη δυνατότητα να δράσουν σχεδιασμένα, προμελετημένα. Αντίθετα, ένας σχεδιασμένος τρόπος δράσης υπάρχει εμβρυακά παντού όπου υπάρχει και αντιδρά πρωτόπλασμα, ζωντανό λεύκωμα, δηλαδή κάνει καθορισμένες κινήσεις, έστω και εξαιρετικά απλές, σαν αποτέλεσμα καθορισμένων εξωτερικών ερεθισμών. Τέτοιες αντιδράσεις πραγματοποιούνται ακόμα και εκεί όπου δεν υπάρχει ακόμα κύτταρο, και πολύ λιγότερο, νευρικό κύτταρο. Κι ο τρόπος με τον οποίο πιάνουν τη λεία τους τα εντομοφάγα φυτά, φαίνεται σε κάποιο βαθμό προσχεδιασμένος, αν και απόλυτα ασυνείδητος. Η ικανότητα για συνειδητή σχεδιασμένη δράση, αναπτύσσεται στα ζώα παράλληλα με την ανάπτυξη του νευρικού συστήματος, και φτάνει σ’ ένα υψηλό επίπεδο στα θηλαστικά. Στο κυνήγι της αλεπούς στην Αγγλία μπορεί να παρατηρήσει κανείς καθημερινά, με πόσο μεγάλη ακρίβεια ξέρει η αλεπού να χρησιμοποιεί προς όφελος της την εξαιρετική γνώση της περιοχής για να ξεφεύγει από τους διώκτες της και πόσο ξέρει και χρησιμοποιεί σωστά όλα τα πλεονεκτήματα του εδάφους που κάνουν να χάνονται τα ίχνη της. Στα κατοικίδια ζώα μας, που αναπτύχθηκαν ακόμα περισσότερο χάρη στο συγχρωτισμό τους με τον άνθρωπο, μπορεί κανείς να παρατηρήσει καθημερινά εκδηλώσεις πονηριάς, που τοποθετούνται στο ίδιο ακριβώς επίπεδο με κείνες που παρατηρούμε στα παιδιά. Γιατί όπως η ιστορία της εξέλιξης του ανθρώπινου εμβρύου στην κοιλιά της μάνας του, δεν είναι παρά μια σύντομη επανάληψη της ιστορίας εκατομμυρίων χρόνων φυσικής εξέλιξης των ζωικών μας προγόνων που ξεκινά από το σκουλήκι, έτσι κι η πνευματική εξέλιξη του παιδιού είναι μια επανάληψη, ακόμα πιο πολύ συντομευμένη, της πνευματικής εξέλιξης των προγόνων του, ή τουλάχιστον των τελευταίων. Αλλά το σύνολο της σχεδιασμένης δράσης όλων των ζώων, δεν μπόρεσε να βάλει τη σφραγίδα της θέλησης τους πάνω στη γη. Για να γίνει αυτό, χρειαζόταν ο άνθρωπος.
Συνοπτικά, το ζώο απλώς χρησιμοποιεί την εξωτερική Φύση και την μεταβάλλει μόνο με την παρουσία του. Με τις αλλαγές που της δημιουργεί ο άνθρωπος, την κάνει να υπηρετήσει τους σκοπούς του, την εξουσιάζει. Σ’ αυτό βρίσκεται η τελευταία ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και στα υπόλοιπα ζώα, και τη διαφορά αυτή τη χρωστά για άλλη μια φορά στην εργασία[10].
Ας μην κολακευόμαστε ωστόσο πάρα πολύ για τις ανθρώπινες νίκες μας πάνω στη Φύση. Η Φύση μας εκδικείται για καθεμιά τους. Κάθε νίκη έχει βέβαια κατά κύριο λόγο τις συνέπειες στις οποίες υπολογίσαμε, αλλά σε συνέχεια έχει εντελώς διαφορετικά, απρόοπτα αποτελέσματα, που πολύ συχνά εκμηδενίζουν τις πρώτες τους συνέπειες. Οι άνθρωποι που στη Μεσοποταμία, στην Ελλάδα, στη Μικρά Ασία και αλλού, κατέστρεψαν τα δάση για να αποκτήσουν καλλιεργήσιμη γη, ποτέ δεν ονειρεύτηκαν πως μ’ αυτό βάζανε τις βάσεις για την πραγματική ερήμωση αυτών των χωρών, καταστρέφοντας μαζί με τα δάση και τα κέντρα συγκέντρωσης και διατήρησης της υγρασίας[11]. Όταν οι ορεινοί Ιταλοί κατέστρεψαν στις νότιες πλαγιές των Άλπεων τα δάση των ελάτων, που με τόση φροντίδα διατηρήθηκαν στις βόρειες κλιτύες, δεν είχαν ιδέα πως μ’ αυτό τον τρόπο υποσκάπτανε τη γαλακτοκομία στην περιοχή τους. Ακόμα λιγότερο υποψιάζονταν ότι μ’ αυτή την τακτική στερούσαν από νερό τις βουνίσιες πηγές τους στο μεγαλύτερο μέρος του χρόνου και πως την εποχή των βροχών θα χύνονταν στην πεδιάδα πιο ορμητικοί οι χείμαρροι. Εκείνοι που διέδοσαν τις πατάτες στην Ευρώπη, δεν ήξεραν πως μαζί με τους αζωτούχους βολβούς, διέδιδαν και την ασθένεια της χοιράδοσης[12]. Έτσι τα γεγονότα μας θυμίζουν σε κάθε βήμα, πως δεν κυριαρχούμε καθόλου πάνω στη Φύση όπως ένας κατακτητής πάνω σ’ έναν ξένο λαό, όπως κάποιος που θα στεκόταν έξω από τη Φύση, αλλά πως ανήκουμε στη Φύση με τη σάρκα, το αίμα, και το μυαλό μας, πως είμαστε μέσα της και πως όλη μας η εξουσία βρίσκεται στο πλεονέκτημα που έχουμε σχετικά μ’ όλα τ’ άλλα όντα, να γνωρίζουμε τους νόμους της και να μπορούμε να τους εφαρμόζουμε ορθά.
Και πράγματι, κάθε μέρα που περνά μαθαίνουμε να κατανοούμε ορθότερα αυτούς τους νόμους και να αναγνωρίζουμε τις λιγότερο ή περισσότερο μακρινές συνέπειες των επεμβάσεων μας στην πατροπαράδοτη πορεία της Φύσης. Ύστερα προπαντός από τις τεράστιες προόδους των φυσικών επιστημών αυτό τον αιώνα, μπορούμε όλο και πιο πολύ να γνωρίζουμε, άρα και να ελέγχουμε και τις μακρινές φυσικές συνέπειες τουλάχιστον των πιο συνηθισμένων πράξεων μας στον τομέα της παραγωγής.
Απλά όσο πιο πολύ γίνεται αυτό, τόσο πιο πολύ όχι μονάχα θα νιώσουν αλλά θα μάθουν ξανά οι άνθρωποι πως είναι ένα με τη Φύση, και τόσο πιο πολύ θα γίνεται αδύνατη η παράλογη και αφύσικη ιδέα για μια αντίθεση ανάμεσα στο πνεύμα και την ύλη, τον άνθρωπο και τη Φύση, την ψυχή και το σώμα, ιδέα που απλώθηκε στην Ευρώπη ύστερα από την παρακμή της κλασικής αρχαιότητας και που διαμορφώθηκε στην πιο υψηλή μορφή της με το χριστιανισμό.
Αν όμως χρειάστηκε η εργασία χιλιετηρίδων για να μάθουμε κάπως να υπολογίζουμε τις μακρινές φυσικές συνέπειες των ενεργειών μας που αποβλέπουν στην παραγωγή, αυτό ήταν πολύ πιο δύσκολο σε ό,τι αφορά τις απώτερες κοινωνικέςσυνέπειες αυτών των πράξεων. Αναφέραμε την πατάτα και τη διάδοση της χοιράδοσης που την ακολούθησε. Τι είναι όμως η χοιράδοση, μπροστά στις συνέπειες που είχε στις συνθήκες ζωής των λαϊκών μαζών ολόκληρων χωρών, ο περιορισμός της τροφής των εργατών στις πατάτες μονάχα; Τι είναι μπροστά στην πείνα που ξέσπασε το 1847 στην Ιρλανδία, σαν συνέπεια της ασθένειας της πατάτας, πείνα που οδήγησε στον τάφο ένα εκατομμύριο Ιρλανδούς που τρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά με πατάτες και υποχρέωσε σε μετανάστευση άλλα δυο εκατομμύρια; Όταν οι Άραβες έμαθαν να αποστάζουν το οινόπνευμα, ποτέ δεν τους πέρασε από το μυαλό πως έτσι δημιουργούσαν ένα από τα κυριότερα όπλα για την εξαφάνιση από το πρόσωπο της γης των ιθαγενών της Αμερικής, που δεν είχε ανακαλυφτεί ακόμα. Κι όταν αργότερα ο Χριστόφορος Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική, δεν ήξερε πως μ’ αυτό ξαναζωντάνευε τη δουλεία που είχε από καιρό εξαφανιστεί στην Ευρώπη και έβαζε τις βάσεις για το δουλεμπόριο των μαύρων. Οι άνθρωποι που το 17ο και το 18ο αιώνα δούλευαν για να δημιουργήσουν την ατμομηχανή, δεν είχαν ιδέα ότι δημιουργούσαν το όργανο που περισσότερο από κάθε άλλο θα επαναστατικοποιούσε τις κοινωνικές συνθήκες σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Ιδιαίτερα στην Ευρώπη, συγκεντρώνοντας τον πλούτο στα χέρια της μειοψηφίας ενώ η τεράστια πλειοψηφία κατάληξαν να είναι ακτήμονες, η ατμομηχανή θα έδινε πρώτα την πολιτική και την κοινωνική εξουσία στην αστική τάξη, αλλά σε συνέχεια θα γεννούσε έναν ταξικό αγώνα ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο, που δεν μπορεί να λήξει παρά με την ανατροπή της αστικής τάξης και την κατάργηση όλων των ταξικών ανταγωνισμών. Αλλά και σ’ αυτή την περιοχή, μαθαίνουμε σιγά-σιγά με μακρά και συχνά σκληρή εμπειρία και με τη συλλογή και την ανάλυση του ιστορικού υλικού, να διακρίνουμε καθαρά τις έμμεσες και μακρινές κοινωνικές συνέπειες της παραγωγικής μας δραστηριότητας κι έτσι μας δίνεται η δυνατότητα να εξουσιάσουμε και να ρυθμίσουμε κι αυτές τις συνέπειες.
Αλλά για να πραγματοποιήσουμε αυτό το διακανονισμό, χρειάζεται κάτι περισσότερο από απλή γνώση. Χρειάζεται μια ολοκληρωτική ανατροπή του υπάρχοντα τρόπου παραγωγής και μαζί μ’ αυτό, ολόκληρης της σύγχρονης κοινωνικής τάξης.
Όλοι οι παλιότεροι τρόποι παραγωγής, απέβλεπαν απλώς να πετύχουν το πιο άμεσο και απευθείας αποτέλεσμα της εργασίας και αμελούσαν ολοκληρωτικά τις μακρινές συνέπειες, εκείνες που εμφανίζονται αργότερα και που γίνονται αποτελεσματικές μέσα από τη βαθμιαία επανάληψη και συσσώρευση. Η πρωτόγονη κοινοτική ιδιοκτησία του εδάφους αντιστοιχούσε, από τη μια μεριά, σ’ ένα επίπεδο ανάπτυξης των ανθρώπων, όπου ο ορίζοντας τους περιοριζόταν σε ό,τι ήταν άμεσα εφικτό, και, από την άλλη, προϋπέθετε κάποιο πλεόνασμα διαθέσιμου εδάφους, που άφηνε κάποια περιθώρια για διόρθωση τυχόν κακών συνεπειών αυτής της πρωτόγονης οικονομίας. Από τη στιγμή που εξαντλήθηκε αυτό το πλεόνασμα του εδάφους, παρήκμασε και η πρωτόγονη ιδιοκτησία. Ωστόσο όλες οι ανώτερες μορφές παραγωγής, οδήγησαν στη διαίρεση του πληθυσμού σε διαφορετικές τάξεις και συνακόλουθα στον ανταγωνισμό ανάμεσα στις κυρίαρχες και στις καταπιεζόμενες τάξεις. Αλλά χάρη σ’ αυτό, το συμφέρον της κυρίαρχης τάξης έγινε το κινητήριο στοιχείο της παραγωγής, στο βαθμό που η τελευταία δεν περιοριζόταν στη στοιχειώδη συντήρηση του καταπιεζόμενου λαού. Αυτό το πραγματοποίησε πιο ολοκληρωμένα ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, που κυριαρχεί σήμερα στη δυτική Ευρώπη. Οι μεμονωμένοι καπιταλιστές, που ελέγχουν την παραγωγή και την ανταλλαγή δεν ενδιαφέρονται μόνο για το πιο άμεσο χρήσιμο αποτέλεσμα των ενεργειών τους. Αλλά κι αυτό το χρήσιμο αποτέλεσμα –στο βαθμό που πρόκειται για τη χρήση του παραγόμενου ή ανταλλασσόμενου προϊόντος– περνά ολοκληρωτικά σε δεύτερο πλάνο. Μοναδικό κίνητρο γίνεται το κέρδος που πρόκειται να επιτευχθεί με την πώληση.
* * *
Η αστική κοινωνική επιστήμη, η κλασική πολιτική οικονομία, καταπιάνεται προπαντός μόνο με τα άμεσα επιδιωκόμενα αποτελέσματα των ανθρώπινων πράξεων που προσανατολίζονται στην παραγωγή και την ανταλλαγή. Αυτό ανταποκρίνεται εντελώς στην κοινωνική οργάνωση, της οποίας αποτελεί τη θεωρητική έκφραση. Εφόσον οι ξεχωριστοί καπιταλιστές μπαίνουν στην παραγωγή και την ανταλλαγή αναζητώντας άμεσο κέρδος, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη κατ’ αρχήν, παρά μόνο τα πιο κοντινά, τα πιο άμέσα αποτελέσματα. Όταν ένας μεμονωμένος εργοστασιάρχης ή έμπορος πουλά το εμπόρευμα που παράγει ή που αγοράζει, με το συνηθισμένο κέρδος, μένει ικανοποιημένος, και δεν ασχολείται με το τι συμβαίνει ύστερα με το εμπόρευμα ή με τον αγοραστή του. Το ίδιο συμβαίνει και με τις φυσικές συνέπειες των πράξεων του. Τι τους ένοιαζε τους ισπανούς κατόχους φυτειών στην Κούβα, που έκαιγαν τα δάση στις πλαγιές και έβρισκαν στη στάχτη αρκετό λίπασμα για μια γενιά, εξαιρετικά αποδοτικών δέντρων του καφέ, τι τους ένοιαζε ότι οι ραγδαίες βροχές θα έπαιρναν ύστερα το απροστάτευτο πια επιφανειακό στρώμα της γης, αφήνοντας πίσω τους μονάχα τους γυμνούς βράχους; Τόσο σε σχέση με τη Φύση, όσο και σε σχέση με την κοινωνία, ο σημερινός τρόπος παραγωγής ενδιαφέρεται προπαντός μόνο για το πρώτο, το πιο κοντινό, το πιο απτό αποτέλεσμα. Και ύστερα εκπλήσσονται για το ότι οι μακρινές συνέπειες των πράξεων που αποβλέπουν σ’ αυτό το σκοπό, είναι εντελώς διαφορετικές, τις περισσότερες φορές εντελώς αντίθετες, για το ότι η αρμονία της προσφοράς και της ζήτησης μετατρέπεται στο διαμετρικά αντίθετο της, όπως μας το δείχνει η ανάπτυξη κάθε δεκάχρονου βιομηχανικού κύκλου, του οποίου και η Γερμανία είχε ένα μικρό προανάκρουσμα με το κραχ[13], για το ότι η ατομική ιδιοκτησία που στηρίζεται στην προσωπική εργασία εξελίσσεται αναγκαστικά προς την έλλειψη ιδιοκτησίας των εργαζομένων, ενώ όλη η ιδιοκτησία συγκεντρώνεται όλο και πιο πολύ στα χέρια αυτών που δεν εργάζονται, για το ότι [...][14] .






ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
———————–


[1]. Ο Ρόλος της Εργασίας στην Εξανθρώπιση του Πιθήκου. Έτσι ονόμασε ο Έγκελς αυτό το άρθρο στον πίνακα περιεχομένων της δεύτερης ενότητας των υλικών της Διαλεκτικής της Φύσης. Το άρθρο γράφτηκε στην αρχή σαν εισαγωγή για μια πιο εκτεταμένη εργασία με τίτλο: Οι Τρεις Βασικές Μορφές της Δουλείας. Στη συνέχεια ο Έγκελς έκανε αυτό τον τίτλο «Η Υποδούλωση του Εργάτη. Εισαγωγή». Επειδή όμως αυτή η εργασία δεν τέλειωσε τελικά, ο Έγκελς έδοσε στο εισαγωγικό μέρος που είχε γράψει, τον τίτλο «Ο Ρόλος της Εργασίας στην Εξανθρώπιση του Πιθήκου», που συμφωνεί με το περιεχόμενο του βασικού μέρους του χειρογράφου. Το άρθρο γράφτηκε κατά πάσα πιθανότητα τον Ιούνη του 1876. Αυτό φαίνεται από την επιστολή του Β. Λίμπκνεχτ στον Έγκελς στις 10 Ιούνη 1876, στην οποία ο Λίμπκνεχτ γράφει ότι μ’ ανυπομονησία περιμένει την εργασία που είχε υποσχεθεί ο Έγκελς στην εφημερίδα «Volksstaat» με τίτλο «Για τις τρεις βασικές μορφές υποδούλωσης». Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1896 στο περιοδικό «Neue Zeit» (Jahrgang XIV, Bd. 2, σελ. 545-554).
[2]. Το 1871 δεν ήταν γνωστά τα ενδιάμεσα λείψανα ανάμεσα στους ανθρωπόμορφους πιθήκους και τον άνθρωπο. Η υπόθεση της καταποντισμένης ηπείρου είχε για σκοπό να εξηγήσει αυτό το κενό. Σήμερα είναι γνωστοί σκελετοί ή λείψανα σκελετών που βρέθηκαν στην Ινδονησία και στην Κίνα. Αν και δεν είναι βέβαιο πως οι προάνθρωποι αυτοί ήταν πρόγονοι του ανθρώπου, η ανακάλυψή τους αποδεικνύει πως υπήρξαν πραγματικά ενδιάμεσα όντα (σημείωση της γαλλικής μετάφρασης).
[3]. Οι χιμπατζήδες μπορούν να κάνουν μερικές πράξεις, από δικιά τους πρωτοβουλία. Η ανάλυση των αντανακλαστικών από τον Παβλόφ και τη σχολή του, εγκαινίασε την πειραματική μελέτη της μίμησης και της πρωτοβουλίας (σημείωση της γαλλικής μετάφρασης).
[4]. Στην πραγματικότητα ανάμεσα στο χέρι του πιθήκου και του ανθρώπου υπάρχουν λεπτομεριακές διαφορές στον αριθμό και τη διάταξη των οστών και των μυών (σημείωση της γαλλικής μετάφρασης).
[5]. Σ’ όλο αυτό το απόσπασμα ο Έγκελς μιλά σε λαμαρκική γλώσσα, μοιάζοντας να παραδέχεται τη μεταβίβαση των επίκτητων ιδιοτήτων (σημείωση της γαλλικής μετάφρασης).
[6]. Το σύνολο της νεώτερης φυσιολογίας, με της αρμονικές σχέσεις, τους φλοιοσπλαχνικούς μηχανισμούς, φέρνει μια λαμπρή επιβεβαίωση της αλληλεγγύης ανάμεσα στα διάφορα μέρη του οργανισμού, που ο Έγκελς πραγματεύεται από την ανατομική άποψη (σημείωση της γαλλικής μετάφρασης).
[7]. Ένας σοβαρός επιστήμονας σ’ αυτόν τον τομέα, ο σερ Ουίλιαμ Τόμσον υπολόγισε ότι λίγο περισσότερα από εκατό εκατομμύρια χρόνια πέρασαν μάλλον από τότε που η γη κρύωσε τόσο, ώστε σ’ αυτήν να μπορέσουν να ζήσουν τα φυτά και τα ζώα.
[8]. Ο Έγκελς έχει υπόψη του τη μαρτυρία του γερμανού μοναχού Λάμπεο Νότκερ (γύρω στο 952-1022) που αναφέρεται στο βιβλίο: J. Grimm: Deutsche Rechtsalterthumer, Gottingen, 1828, σελ. 488 (Ι. Γκριμ: Η Αρχαιότητα του Γερμανικού Δικαίου, Γκαίτινγκεν, 1828, σελ. 488), Αυτή τη μαρτυρία του Νότκερ ο Έγκελς την αναφέρει και στο ατέλειωτο έργο του H Ιστορία της Ιρλανδίας.
[9]. Σήμερα, σε πολλές περιπτώσεις τα ξέρουν με αρκετή βεβαιότητα (σημείωση της γαλλικής μετάφρασης).
[10]. Στο περιθώριο είναι γραμμένο με μολύβι: «Εξευγενισμός».
[11]. Γύρω από το πρόβλημα της επίδρασης της ανθρώπινης δραστηριότητας στην αλλαγή των φυτών και του κλίματος ο Έγκελς χρησιμοποίησε το βιβλίο: C. Fraas: Klima und Pflanzenwelt in der zeit, Landshut, 1847 (Το Κλίμα κι ο Φυτικός Κόσμος στο Χρόνο, Λάντσχουτ, 1847). Ο Μαρξ έπέστησε την προσοχή του Έγκελς σ’ αυτό το βιβλίο στο γράμμα του, στις 15 Μαρτίου 1868.
[12]. Την εποχή που ο Έγκελς έγραφε τούτες τις γραμμές, είχε απλωθεί στους ιατρικούς κύκλους η γνώμη πως η χοιράδοση (φυματίωση των αδένων του λαιμού), οφειλόταν στην κατανάλωση πατάτας. Υπάρχει μια αιτιώδης σχέση, με το νόημα πως η χοιράδοση προσβάλλει ανθρώπους που τρέφονται άσχημα, μαζί κι εκείνους που η τροφή τους αποτελείται αποκλειστικά από πατάτες. Αλλά δεν είναι καθόλου φανερό πως οι πατάτες αυτές καθεαυτές ποίζουν ρόλο στη γέννηση αυτής της αρρώστειας (σημείωση της γαλλικής μετάφρασης).
[13]. Ο Έγκελς εννοεί την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1873. Στη Γερμανία η κρίση άρχισε μ’ ένα «τεράστιο κράχ» το Μάη του 1873 που ήταν ο πρόλογος της μακρόχρονης κρίσης που διήρκεσε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1870.
[14] Εδώ σταματά το χειρόγραφο (σημ. σύντ).


Marxistbooks
Αναρτήθηκε απο bandiera rossa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ