17 Μαΐ 2012

Επιστημολογικές Προεκτάσεις της «Διαλεκτικής της Φύσης» του Ένγκελς


Επιστημολογικές Προεκτάσεις της «Διαλεκτικής της Φύσης» του Ένγκελς 









 Η συνεισφορά του Ένγκελς στη φιλοσοφία του Διαλεκτικού Υλισμού είναι σημαντική και εν πολλοίς ανεκτίμητη. Δεν περιορίζεται μόνο στις καίριες φιλοσοφικές παρεμβάσεις του που ανέδειξαν τις θεμελιώδεις και καινοτόμες όψεις της επιστήμης του Ιστορικού Υλισμού που θεμελίωσε ο Μαρξ, αλλά επικεντρώνεται κατά μεγάλο μέρος στο γεγονός ότι κατέστησε πέραν πάσης αμφιβολίας ορατή την τομή που συνιστά το έργο του Μαρξ σε σχέση με τους προκατόχους του, ως έργο καταστατικό μιας νέας επιστήμης. Μάλιστα η παρέμβαση αυτή, με τον τρόπο που πραγματοποιήθηκε, αποκτά γενικότερη αξία διότι αναδεικνύει τα επιστημολογικά «σημεία καμπής» από τα οποία οφείλει να διέλθει μια νέα επιστήμη κατά την πορεία ανέλιξης της από την προϊστορία της. Πέραν αυτής της ρητής αναφοράς του στο κεφαλαιώδες ζήτημα της γένεσης μιας νέας επιστήμης, πολλές είναι και οι άμεσες ή έμμεσες αναφορές του Ένγκελς σε φιλοσοφικά ζητήματα που απασχολούσαν τις φυσικές επιστήμες του καιρού του: στόχος του ήταν να συγκροτηθεί μια πρακτική διαλεκτική υλιστική φιλοσοφική στάση στο πεδίο των φυσικών επιστημών, ικανή να αντιπαλέψει τις ιδεαλιστικές τάσεις που τότε πρυτάνευαν μεταξύ πολλών επιστημόνων. Η στρατηγική αυτή βρίσκεται αποτυπωμένη στο σύνολο κειμένων που εκδόθηκε μετά τον θάνατο του με τίτλο «Η Διαλεκτική της Φύσης». 


 Εδώ θα διαπιστώσουμε ότι πέρα από μια ευρύτατη παράθεση γνωστικού υλικού από σειρά τομέων της τότε γνωστής επιστήμης της φύσης, ο Ένγκελς παρεμβαίνει λεπτομερώς σε κάθε συγκεκριμένο τομέα, όχι μόνο αξιολογώντας τη συναγωγή επιστημονικών πορισμάτων και τη γενικότερη επιστημονική πρακτική, αλλά ταυτόχρονα «δοκιμάζοντας» την ισχύ της «Διαλεκτικής», ως συστήματος γενικών κανόνων και μεθόδων που αναφέρεται στους νόμους κίνησης της φύσης και της νόησης. Αυτές οι δύο όψεις της φιλοσοφικής παρέμβασης του Ένγκελς, ή μάλλον ακριβέστερα η ένταση που προκύπτει ανάμεσα στις δυο, θα μας απασχολήσει στη συνέχεια, διότι αποτελούν στο συνδυασμό τους τη γενεσιουργό αιτία συστηματικών αποχρώσεων που διαπερνούν το έργο«Διαλεκτική της Φύσης». Η αναγνώριση αυτών των τάσεων και η ανίχνευση των συγκεκριμένων αιτίων που τις προκαλούν θα αποβεί στη συνέχεια γόνιμη για τον προσδιορισμό των βασικών χαρακτηριστικών της Υλιστικής Διαλεκτικής.




Γενικές αρχές της Διαλεκτικής


Η Διαλεκτική αναφέρεται ρητά από τον Ένγκελς ως «επιστήμη των σχέσεων, κατ' αντιπαραβολήν προς τη μεταφυσική» (F. Engels, Dialektik der Natur, MEW 20, Dietz Verlag Berlin 1962, σ.348, στο εξής παρατίθεται ως Ι). Παρά τη γνωστή διάκριση και αντιπαράθεση με τη Χεγκελιανή Διαλεκτική και την ιδεαλιστική θεμελίωση της, παραμένει εντούτοις κοινό και στις δυο προσεγγίσεις το στοιχείο της «γενικής θεωρίας ανάπτυξης», η οποία εμφορείται μάλιστα και από γενικούς κανόνες που της αποφέρουν τον τίτλο της «επιστήμης των σχέσεων». Ας δούμε λοιπόν σε μεγαλύτερη έκταση τη συγκεκριμένη αναφορά του Ένγκελς:


«Έτσι λοιπόν, οι νόμοι της Διαλεκτικής συγκροτούνται αφαιρετικά ακριβώς από την ιστορία της φύσης και της ανθρώπινης κοινωνίας. Διότι δεν είναι παρά οι πλέον γενικοί νόμοι αυτών των δυο φάσεων της ιστορικής εξέλιξης καθώς και της ίδιας της σκέψης. Και μάλιστα ανάγονται κατά κύριο λόγο σε τρεις νόμους:
 - το νόμο της μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα και αντιστρόφως,
 - το νόμο της διείσδυσης των αντιθέτων,
 - το νόμο της άρνησης της άρνησης.
Και οι τρεις αναπτύχθηκαν από τον Χέγκελ με τον ιδεαλιστικό τρόπο του ως απλοί νόμοι της σκέψης: ο πρώτος στο πρώτο μέρος της "Λογικής" του, στη διδασκαλία του Είναι, ο δεύτερος καλύπτει ολόκληρο το δεύτερο και κατά πολύ σημαντικότερο τμήμα της "Λογικής" του, τη διδασκαλία της Ουσίας, ενώ, τέλος, ο τρίτος ενέχει θέση καταστατικού νόμου για την οικοδόμηση του όλου συστήματος. Το λάθος έγκειται στο ότι αυτοί οι νόμοι επιβάλλονται ως νόμοι της σκέψης στη φύση και την ιστορία, αντί να συνάγονται από αυτές. Από εδώ απορρέει λοιπόν όλη αυτή η καταναγκαστική και συχνά ανατριχιαστική κατασκευή: 


 Είτε ο κόσμος το θέλει, είτε όχι, οφείλει να διευθετηθεί σύμφωνα με ένα σύστημα σκέψης, που και αυτό με τη σειρά του είναι μόνον το προϊόν μιας ορισμένης βαθμίδας ανάπτυξης της ανθρώπινης σκέψης. Αν αντιστρέψουμε το πράγμα, τότε όλα γίνονται απλά, ενώ οι διαλεκτικοί νόμοι που στην ιδεαλιστική φιλοσοφία φαίνονται εξαιρετικά μυστηριώδεις, γίνονται αμέσως απλοί και ολοκάθαροι.. ..Δεν πρόκειται εδώ να συγγράψουμε ένα εγχειρίδιο της Διαλεκτικής, αλλά να αποδείξουμε ότι οι διαλεκτικοί νόμοι είναι πραγματικοί νόμοι εξέλιξης της φύσης, άρα ότι ισχύουν και για τη θεωρητική έρευνα της φύσης.» (Ι, σ.348349).
Αυτό το μακρό απόσπασμα καταγράφει τα κύρια χαρακτηριστικά της αντίληψης του Ένγκελς για τη Διαλεκτική. Είναι απολύτως σαφής εδώ η πεποίθηση ότι η Διαλεκτική διαθέτει  -  γενικά, ως μέθοδος, επιστήμη κλπ.  -  έναν πυρήνα που παραμένει αλώβητος από τις ιδεαλιστικές, στρεβλωτικές προσμίξεις και παρεμβάσεις αυτού που υπήρξε ο πλέον συγκροτημένος και συνεκτικός εκπρόσωπος του ιδεαλισμού στη νεότερη φιλοσοφική σκέψη. Αρκεί να αναστρέψει κανείς τη Διαλεκτική («το κεφάλι επάνω και τα πόδια κάτω») για να λάβει τους νόμους σε καθαρή και αυτονόητη μορφή. Να σημειώσουμε ακόμη ότι προγραμματικός στόχος του Ένγκελς είναι η «επιβεβαίωση» των νόμων αυτών στις φυσικές επιστήμες, κάπως, σαν το πεδίο αυτό να συγκροτεί ένα δεύτερο επίπεδο θεωρητικής συμπύκνωσης, δηλαδή τη «θεωρία των επιστημονικών θεωριών», μια Υπερθεωρία, που «επαληθευόμενη» θα αποτελεί εις το εξής τη θεωρητική μήτρα της επιστημοσύνης. Η φιλοσοφική προδιάθεση με την οποία ο Ένγκελς εισέρχεται στο θεωρητικό χώρο των φυσικών επιστημών εκφράζεται, λοιπόν, από το παραπάνω σχήμα «υλιστικής αντιστροφής επαλήθευσης» της Διαλεκτικής του Χέγκελ. Ας δούμε στη συνέχεια χαρακτηριστικά δείγματα της φιλοσοφικής και θεωρητικής συγκομιδής του.




Η φιλοσοφία της φύσης
«Η υλιστική κοσμοαντίληψη στέκεται σήμερα πολύ πιο στέρεα στα πόδια της συγκριτικά με τον προηγούμενο αιώνα. Τότε κατανοούσαμε σχετικά ικανοποιητικά μόνο την κίνηση των ουρανίων σωμάτων και των γήινων στερεών. Ολόκληρη σχεδόν η περιοχή της χημείας και όλη η οργανική φύση παρέμεναν ακατανόητα μυστήρια. Σήμερα εκτείνεται μπροστά στα μάτια μας όλη η φύση σαν ένα, τουλάχιστον σε αδρές γραμμές, ερμηνευμένο και κατανοητό σύστημα σχέσεων και διεργασιών. Βεβαίως, η υλιστική κοσμοαντίληψη δεν είναι παρά η απλή αντίληψη της φύσης όπως μας παρουσιάζεται, χωρίς ξένες προσμίξεις...» (Ι, σ. 469).
Οφείλουμε να σημειώσουμε ευθύς εξαρχής ότι είναι απόλυτα δικαιολογημένη η αισιόδοξη εκτίμηση του Ένγκελς για την ενίσχυση της θέσης της υλιστικής κοσμοαντίληψης συγκριτικά με το πρόσφατο παρελθόν. Είναι προφανές ότι η κατανόηση των φυσικών διεργασιών είχε σπάσει το φράγμα ενός απλού μηχανικισμού, του κοσμικού ρολογιού του Λαπλάς, και είχε ενσωματώσει στο πεδίο του επιστημονικού περιοχές που έως τότε αποτελούσαν το προπύργιο του ιδεαλισμού, αν όχι της θεοκρατίας. 


 Οπότε υπάρχει βάση στη διαπίστωση του Ένγκελς ότι η διεύρυνση του πεδίου ισχύος του επιστημονικού λόγου αποτέλεσε ενισχυτικό στοιχείο για την υλιστική κοσμοαντίληψη: πράγματι, στο μέτρο που η υλιστική θεώρηση αφενός εδράζεται επί των πορισμάτων επιστημονικών διεργασιών, αφετέρου αποτελεί κινητήρια δύναμη για τη διεύρυνση της εμβέλειας του επιστημονικού λόγου, συγκροτεί βρόχο θετικής ανάδρασης με αποτέλεσμα την αμοιβαία ενίσχυση επιστήμης και υλιστικής φιλοσοφίας. Όμως, παρά την αδιαμφισβήτητη ισχύ των ανωτέρω συμπερασμάτων, αποτελεί εντούτοις αυθαίρετη υπερβολή το να ισχυριστεί κανείς ότι η φύση είναι «σε αδρές γραμμές ερμηνευμένη και κατανοητή», σφάλμα στο οποίο κατά καιρούς υποπίπτουν κορυφαίοι επιστήμονες των θετικών επιστημών, συγχέοντες προφανώς τα όρια μιας ιστορικά προσδιορισμένης γνωστικής διαδικασίας με τα όρια αυτού καθεαυτού του πραγματικού αντικειμένου της.
Αλλά μήπως είναι λιγότερο προβληματική η διατύπωση ότι η υλιστική κοσμοαντίληψη είναι εκείνη που αντικρίζει τη φύση «έτσι όπως μας παρουσιάζεται, χωρίς ξένες προσμίξεις»; Όσο και αν κατανοεί κανείς την ανάγκη αντιμετώπισης των ιδεαλιστικών (μετα)φυσικών ιδεολογημάτων, που επί αιώνες είχαν την απεριόριστη δυνατότητα να εγγράφουν στη γνωστική διαδικασία όσες επιπλέον «πραγματικότητες» επιθυμούσαν δίπλα στην προσεγγιζόμενη αυθεντική, εντούτοις δεν αποτελεί καλό σύμβουλο η υιοθέτηση ενός αχαλίνωτου εμπειρισμού ως αντίβαρου στην ιδεαλιστική πανσπερμία. Διότι, εντέλει, πολλές από τις επιστημονικές αντιλήψεις που ο Ένγκελς ορθώς υιοθετούσε (όπως π.χ. την ατομική θεωρία), δεν αποτελούσαν «άμεση εικόνα της φύσης», αλλά μάλλον προσμίξεις ήταν (ακόμα και για τους θετικιστές) σε μια (ασαφώς οριζόμενη) εμπειρία που τότε τουλάχιστον δεν αποκάλυπτε αυτούς τους δομικούς λίθους της ύλης. 


 Εδώ ο Ένγκελς φαίνεται να παραβιάζει μια από τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές μιας υλιστικής γνωσιοθεωρίας που θέλει την εμπειρία πάντοτε θεωρητικά φορτισμένη, και τα φαινόμενα να μετατρέπονται σε δεδομένα μόνο μέσω των θεωριών. Για να μην θυμίσουμε, βέβαια, και το άλλο, ότι δηλαδή ακόμα και η διατύπωση περί αυστηρής προσήλωσης στα δεδομένα και τη φύση «έτσι όπως μας παρουσιάζεται», δεν είναι παρά μια ακόμη θεωρητική φόρτιση που «στρεβλώνει» την διερευνώμενη πραγματικότητα. Ας μη σπεύσει κανείς να χαρακτηρίσει το παραπάνω σαν σοφιστεία ή σχολαστικισμό! Η ιστορία της φυσικής είναι γεμάτη από παραδείγματα γυμνών και «ακλόνητων» δεδομένων που ανατράπηκαν από τις νεότερες θεωρίες.




Φυσικοί νόμοι και «πράγμα καθ' εαυτό»
«Η μορφή εξέλιξης της φυσικής επιστήμης, στο βαθμό που αυτή σκέπτεται, είναι η υπόθεση. Παρατηρείται ένα νέο δεδομένο που καθιστά αδύνατο τον μέχρι σήμερα τρόπο ερμηνείας των δεδομένων που ανήκουν σ' αυτή την ομάδα. Από τη στιγμή αυτή απαιτούνται νέοι τρόποι ερμηνείας, οι οποίοι αρχικά θεμελιώνονται σε περιορισμένο αριθμό δεδομένων και παρατηρήσεων. Το επιπλέον υλικό της παρατήρησης καθαρίζει αυτές τις υποθέσεις, εξαλείφει ορισμένες απ' αυτές, διορθώνει άλλες, έως ότου αποκαθίσταται ο νόμος σε καθαρή μορφή. Αν επιθυμούσαμε να αναμείνουμε έως ότου υπάρξει σε καθαρή μορφή το υλικό για το νόμο, τούτο θα σήμαινε ότι θα αναστέλλαμε τη σκεπτόμενη έρευνα μέχρι τότε, με αποτέλεσμα ο νόμος να μη συγκροτηθεί ποτέ, γι' αυτόν ακριβώς το λόγο.
Το πλήθος και η εναλλαγή των αλληλοαπωθούμενων υποθέσεων είναι δυνατόν  -  επειδή η λογική και διαλεκτική προπαιδεία των φυσικών επιστημόνων είναι ελλιπής  -  να δημιουργήσει εύκολα την εικόνα ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την ουσία των πραγμάτων... Κάθε ανθρώπινη γνώση αναπτύσσεται σε μια πολλαπλά διαπλεκόμενη καμπύλη... Οι φυσικοί επιστήμονες αποφεύγουν να εφαρμόσουν τη φράση για το πράγμα καθ' εαυτό στη φυσική επιστήμη, παρά δίνουν στον εαυτό τους αυτή την ελευθερία μόνον όταν μεταφέρονται στο πεδίο της φιλοσοφίας...
Ιστορικά έχει κάποιο νόημα αυτό το πράγμα: Η γνώση συντελείται μόνο υπό τους όρους της εποχής μας και μόνο στην εμβέλεια που αυτοί ορίζουν.» (Ι, σ.507 508).
Στο απόσπασμα αυτό διατυπώνεται μια σειρά καίριων φιλοσοφικών θέσεων. Ας σημειώσουμε κατ' αρχάς ότι επιβεβαιώνεται εκ νέου η εμπειριστική προδιάθεση του συγγραφέα: πώς αλλιώς, άραγε, θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε την εξαιρετικά απλουστευτική εικόνα που μας δίνει αναφορικά με τις συνθήκες ανάδυσης νέων υποθέσεων στην πορεία εξέλιξης μιας επιστήμης; Διότι είναι ιστορικά διακριβωμένο ότι τα θεωρητικά συστήματα εμφανίζουν εξαιρετική αντοχή έναντι φαινομένων, που με βάση την υστερότερη εξέλιξη θεωρήθηκε ότι τα διέψευδαν. 


 Ουδέποτε στάθηκε «αδύνατος ο μέχρι σήμερα τρόπος ερμηνείας των δεδομένων». Αντιθέτως, επινοήθηκαν τροποποιήσεις του έως τότε θεωρητικού σχήματος που εξανάγκασαν το νέο δεδομένο να ενδυθεί το μανδύα της παλαιάς θεωρίας. Παράλληλα βέβαια, και εδώ έχει δίκιο ο Ένγκελς, εμφανίζονται νέοι τρόποι θεωρητικής επεξεργασίας των δεδομένων, οι οποίοι αντιπαλεύουν τον παλαιό, και ενδέχεται στην ιστορική πορεία να τον αντικαταστήσουν πλήρως, εφόσον συντρέξουν και μια σειρά άλλοι παράγοντες.
Αν στα παραπάνω διατυπώσαμε κάποιες επιφυλάξεις αναφορικά με την εμπειριστική προδιάθεση του Ένγκελς, οι θέσεις που αυτός διατυπώνει για το «πράγμα καθ' εαυτό», για τη γνωσιμότητα της ουσίας των πραγμάτων, αποτελούν ευστοχότατες και άκρως διαυγείς φιλοσοφικές παρατηρήσεις που οφείλουν να υιοθετηθούν ανεπιφύλακτα: ιστορικότητα της γνώσης, προσεγγιστική ιδιοποίηση του πραγματικού αντικειμένου από τη γνωστική διαδικασία, αντιφατικότητα των επιστημονικών θεωριών. Πράγματι, η μη γραμμική πορεία την οποία ακολουθεί η επιστημονική γνώση εύκολα δίνει την εντύπωση ότι το αντικείμενο που πραγματεύεται δεν εμφανίζει την απαραίτητη σταθερότητα που θα μας επέτρεπε να του αποδώσουμε κάποια αναλλοίωτη ουσία. 


 Όμως, οι μεταπτώσεις αυτές δεν αφορούν το πραγματικό αντικείμενο, το οποίο άλλωστε δεν εμφανίζεται στη γνωστική διαδικασία, αλλά μόνο το ατελές είδωλο του, το γνωστικό αντικείμενο, που η επιστήμη το προσεγγίζει κατά τρόπο μη γραμμικό και πάντως μη προβλέψιμο, όπως έχει άλλωστε αποδείξει η σωρεία ανατροπών που έχουν υποστεί οι διάφορες επιστημονικές θεωρίες. Η διάκριση αυτή είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για τη γνωσιοθεωρία της υλιστικής διαλεκτικής, Γι αυτό και το τρίπτυχο που τονίζει εμφατικά την ιστορικότητα, την προσεγγιστικότητα και την αντιφατικότητα των επιστημονικών θεωριών, αποτελεί κεφαλαιώδους σημασίας επισήμανση για την αξιολόγηση του θεωρητικού υλικού που μας παρέχουν οι εκάστοτε επιστημονικές θεωρίες.




Η έννοια της «δύναμης»
«Βρίσκουμε ενίοτε καταφύγιο στην λέξη δύναμη, όχι επειδή έχουμε πλήρως κατανοήσει το νόμο, αλλά ακριβώς επειδή δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, επειδή δεν μας είναι σαφείς οι "σχετικά περίπλοκοι όροι" αυτών των φαινομένων. Όμως, κατ' αυτό τον τρόπο δεν εκφράζουμε την επιστημοσύνη μας, αλλά την έλλειψη επιστημοσύνης αναφορικά με τη φύση και τη λειτουργία του νόμου. Υπ' αυτή την έννοια, ως συνοπτική έκφραση μιας αιτιακής σχέσης που δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί, ως λύση ανάγκης της γλώσσας, μπορεί να περάσει στην καθημερινή χρήση. Καθετί πέρα απ' αυτό είναι εκ του πονηρού...» (Ι, σ.365-366).
Είναι ορθή και εύστοχη η παρατήρηση ότι η επιστημονική έννοια, εν προκειμένω η δύναμη, δεν είναι αποτέλεσμα της ερευνητικής διαδικασίας, το επιστέγασμα της νοητικής ιδιοποίησης του πραγματικού κόσμου, αλλά απλά ένα μέσο προσέγγισης του πραγματικού αντικειμένου. Κάτω από αυτή τη σκοπιά, η εισαγωγή της έννοιας «δύναμη» στη νευτώνεια φυσική αποτελεί την απαρχή των διεργασιών που κατατείνουν στην επιστημονική διερεύνηση φυσικών φαινομένων: με το νόμο «δύναμη = μάζα χ επιτάχυνση» δεν κλείνουμε το κεφάλαιο της Δυναμικής, αλλά απλά ανοίγουμε την πρώτη σελίδα του βιβλίου, που στα περιεχόμενα του θα βρούμε την περιγραφή όλων των γήινων και ουρανίων δυναμικών φαινομένων που ανήκουν στον τομέα της Μηχανικής. Ακόμη, το γεγονός ότι η έννοια δύναμη είναι μέσο για τη διερεύνηση της φυσικής πραγματικότητας πιστοποιείται από την «εξαφάνιση» της σε υστερότερες θεωρίες, όπως η Γενική θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν, στην οποία αυτή υποκαθίσταται από την καμπυλότητα του χωροχρόνου.
Παρά ταύτα, η έννοια αυτή είναι επιστημονική, διότι παράγει επαληθεύσιμη γνώση και ταυτόχρονα ορίζει τη διαδικασία εντός της οποίας παράγονται και λειτουργούν τα κριτήρια ελέγχου των θεωρητικών πορισμάτων, τα κριτήρια επαληθευσιμότητας (ή διαψευσιμότητας, για να μην υπεισέλθουμε σε επιστημολογικές διαμάχες που εγκαινίασε ο Πόπερ) των θεωρητικών συμπερασμάτων. Με γνώμονα αυτό το σημαντικό ζήτημα, είμαστε υποχρεωμένοι να αμφισβητήσουμε μερικώς τις προεκτάσεις που ο ίδιος ο Ένγκελς προσδίδει στη θεώρηση του: δεν ευσταθεί λοιπόν ο περί ελλείψεως επιστημοσύνης αφορισμός του, ούτε η επισήμανση που κάνει αναφορικά με την «αιτιακή σχέση που δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί». Αντιθέτως, η έννοια «δύναμη» αποκαλύπτει με την εφαρμογή της όψεις της φυσικής πραγματικότητας, στο μέτρο και το βαθμό που το επιτρέπει το δεδομένο θεωρητικό πλαίσιο.
Αν στα παραπάνω αναγκαστήκαμε να αμφισβητήσουμε τον «επιστημονικό σχετικισμό» που προβάλλει ο Ένγκελς, τότε θα πρέπει να γίνουμε πολύ πιο κατηγορηματικοί στην κριτική που θα απευθύνουμε στην τελευταία φράση του πιο πάνω αποσπάσματος. Η έννοια «δύναμη», οι επιστημονικές έννοιες γενικότερα, δεν συρρικνώνονται σε «λύσεις ανάγκης» της γλώσσας, δεν είναι απλά γλωσσικά ευρήματα, συμβάσεις για αιτιακές σχέσεις που δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί. Εδώ ο Ένγκελς λίγο απέχει από τις διατυπώσεις των θετικιστών, που εκλαμβάνουν τις επιστημονικές θεωρίες ως απλά συμβατικά εργαλεία, τα οποία αποκτούν κύρος και εμβέλεια ακριβώς επειδή είναι κοινά αποδεκτές συμβάσεις, και όχι λόγω της περιγραφικής ερμηνευτικής αξιοπιστίας τους. Γεννάται λοιπόν αυθόρμητα το ερώτημα για τα αίτια αυτής της υπόκλισης του Ένγκελς σε θετικιστικές φιλοσοφικές στάσεις, του υποβιβασμού δηλαδή των επιστημονικών εννοιών σε απλά γλωσσικά ευρήματα. Ίσιος όμως να αυθαιρετούμε και εμείς με τη γενίκευση που προβάλλουμε, διότι η αναφορά του είναι συγκεκριμένη και εντοπίζεται στη «δύναμη». Ας δούμε λοιπόν από κοντά την έννοια αυτή όπως την πραγματεύεται ο Ένγκελς στο έργο του.
Τι είναι η «ζωντανή δύναμη» (vis viva);
«Ο Λάιμπνιτς διέκρινε τις κινητήριες δυνάμεις σε νεκρές και ζωντανές. Οι νεκρές ήταν οι "πιέσεις" ή "έλξεις" των σωμάτων που βρίσκονται σε ηρεμία, ενώ το μέτρο τους είναι το γινόμενο μάζα επί ταχύτητα με την οποία θα εκινείτο το σώμα, αν μετέβαινε από την κατάσταση ηρεμίας στην κίνηση. Μέτρο της ζωντανής δύναμης, της πραγματικής κίνησης του σώματος, θεωρούσε αντιθέτως το γινόμενο της μάζας επί το τετράγωνο της ταχύτητας... Πώς είναι δυνατόν να συνταιριάξουμε αυτά τα δυο, ότι δηλαδή η κίνηση έχει δυο αλληλοαντιτιθέμενα μέτρα, που τη μια φορά είναι ανάλογο στην ταχύτητα, ενώ την άλλη στο τετράγωνό της;...Κατά την κρούση απόλυτα ελαστικών σωμάτων ισχύει ότι: το άθροισμα των mv, αλλά και το άθροισμα των mv2 είναι αμετάβλητα πριν και μετά την κρούση. Δεν συμβαίνει το ίδιο κατά την κρούση μη ελαστικών σωμάτων:...και πάλι, το άθροισμα των mv είναι το αυτό πριν και μετά την κρούση. Αντιθέτως, λαμβάνει χώρα απώλεια ζωντανής δύναμης...


  Εδώ λοιπόν έρχονται σε σύγκρουση το mv και το mv2, και μάλιστα κατά τη διαφορά της πραγματικά απολεσθείσας μηχανικής κίνησης. Ενώ ο μαθηματικός υπολογισμός αποδεικνύει ότι το άθροισμα των mv2 αποδίδει ορθά την ποσότητα κίνησης, και το άθροισμα των mv δεν την αποδίδει ορθά...» (Ι, σς. 371, 372, 376-377). «Βρίσκουμε λοιπόν ότι η μηχανική κίνηση έχει όντως διπλό μέτρο, αλλά κάθε μέτρο ισχύει για συγκεκριμένα καθορισμένη σειρά φαινομένων. Όταν η ήδη υπάρχουσα μηχανική κίνηση μεταδίδεται κατά τρόπο που διατηρείται ως μηχανική κίνηση, τότε μεταδίδεται σύμφωνα με τη σχέση του γινομένου μάζα επί ταχύτητα. Όταν μεταδίδεται όμως κατά τρόπο που εξαφανίζεται ως μηχανική κίνηση, για να δημιουργηθεί ξανά με τη μορφή της δυναμικής ενέργειας, της θερμότητας, του ηλεκτρισμού κλπ., αν δηλαδή κοντολογίς μετατρέπεται σε άλλη μορφή κίνησης, τότε η ποσότητα αυτής της νέας μορφής κίνησης είναι ανάλογη του γινομένου της αρχικώς κινούμενης μάζας επί το τετράγωνο της ταχύτητας. Με μια λέξη: το mv είναι η μηχανική κίνηση, μετρημένη σε μηχανική κίνηση, ενώ το mv2  είναι η μηχανική κίνηση μετρημένη στη δυνατότητα της να μετατρέπεται σε ένα ορισμένο κβάντο μιας άλλης μορφής κίνησης» (Ι, σ. 379-380). «...όπως είδαμε, ...η ζωντανή δύναμη δεν είναι τίποτε άλλο παρά η δυνατότητα μιας δεδομένης μηχανικής ποσότητας κίνησης να παράγει έργο...» (Ι, σ. 383).
Το παραπόνου εκτενές απόσπασμα είναι αντιφατικό από τη φύση του. Ο Ένγκελς υιοθετεί τη φιλοσοφική κατηγορία της κίνησης, με την έννοια της μεταβολής, και την προεκτείνει στη συνέχεια στο χώρο της φυσικής, όπου η επιστημονική έννοια της κίνησης έχει ακριβώς προσδιορισμένο νόημα: σημαίνει δηλαδή είτε μια κινηματική ιδιότητα, την ορμή, είτε πάλι την κινητική ενέργεια του κινούμενου σώματος. Και οι δυο έννοιες είναι σαφώς προσδιορισμένες, τόσο αναφορικά με τον εννοιολογικό προσδιορισμό του περιεχομένου τους, όσο και με το πεδίο εφαρμογής τους. Επιπρόσθετα, το περιεχόμενο τους αποδίδεται και με συγκεκριμένους μαθηματικούς τύπους, οι οποίοι παρατίθενται στο κείμενο από τον Ένγκελς. Ένα πρώτο ερώτημα που ανακύπτει αμέσως είναι το εξής: γιατί ο Ένγκελς που είναι γνώστης των σημασιολογικών προσδιορισμών τόσο της φιλοσοφικής κατηγορίας όσο και των αντίστοιχων επιστημονικών εννοιών, διατηρεί μια ιστορική ονομασία (ζωντανή και νεκρή δύναμη) η οποία συγκαλύπτει το αποδιδόμενο επιστημονικό γνωστικό αντικείμενο και δημιουργεί παρανοήσεις αναφορικά με το επίδικο αντικείμενο της επιστημονικής φιλοσοφικής διαμάχης;
Από την άλλη πλευρά, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι ο Ένγκελς εντοπίζει με ορθό τρόπο τη διαφορά ανάμεσα στις δυο αρχές διατήρησης: στην πρώτη περίπτωση, τη διατήρηση της ορμής, έχουμε να κάνουμε με τη διατήρηση κινηματικών μεγεθών, ενώ στη δεύτερη, τη διατήρηση της ενέργειας, παρεμβάλλονται δυναμικά μεγέθη που σχετίζονται με τους ενεργειακούς μετασχηματισμούς. Εδώ είναι ιδιαίτερα χρήσιμη η παρατήρηση του ότι «κάθε μέτρο της μηχανικής κίνησης ισχύει για σαφώς καθορισμένη και συγκεκριμένη σειρά φαινομένων». Εκείνο που απουσιάζει από την επισήμανση του είναι ότι κάθε αρχή διατήρησης αναφέρεται σε διαφορετικό αντικείμενο, και όχι σε κάποιες όψεις μιας γενικής φιλοσοφικής κατηγορίας, της κίνησης. 


 Μάλιστα, αν εισάγουμε στη συζήτηση στοιχεία από τη σημερινή υστερότερη γνώση της φυσικής επιστήμης, τότε διακρίνουμε ότι αυτές οι αρχές διατήρησης δεν αφορούν την κίνηση, τη μεταβολή, αλλά κάποιες ενδογενείς ιδιότητες συμμετρίες του χώρου και του χρόνου: η πρώτη αρχή υποδεικνύει την αδυναμία να οριστεί ο απόλυτος χώρος, ενώ η δεύτερη υποδηλώνει την ανυπαρξία του απόλυτου χρόνου. Μάλιστα σε νεότερες θεωρίες, όπως είναι η Σχετικότητα, οι δυο αρχές συνενώνονται σε μια ενιαία αρχή διατήρησης του κοινού τετραδιανύσματος ενέργειας ορμής, δηλωτική της αδυναμίας να παρατηρηθεί ο απόλυτος χωρόχρονος.
Αν όμως, κατά τα λεγόμενα του Ένγκελς «η μηχανική κίνηση έχει όντως διπλό μέτρο», και αν το καθένα απ' αυτά ισχύει υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τότε τίθεται όντως το ζήτημα της ιεράρχησης αυτών των δυο μέτρων, αναφορικά με το γενικό πεδίο ισχύος τους. Η λύση που δίνεται εδώ είναι η ακόλουθη: η ορμή εκφράζει τη στατικότητα της κίνησης, τη μηχανική κίνηση, ενώ η ενέργεια αποδίδει το δυναμικό στοιχείο της. Έτσι θα πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι στην περίπτωση των ελαστικών φαινομένων μέτρο της είναι η ορμή, ενώ στην άλλη περίπτωση μέτρο της είναι η ενέργεια. Αν όμως προεκτείνουμε τη σκέψη του Ένγκελς τότε θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι πραγματικό μέτρο της κίνησης, της δυνατότητας της ύλης να υπερβαίνει τη στατικότητα της και να μετασχηματίζεται είναι η ενέργεια, η «ζωντανή δύναμη», και όχι η ορμή, η «νεκρή δύναμη». 


 Η δεύτερη φαντάζει υποπερίπτωση της πρώτης, όταν οι μετασχηματισμοί εξαντλούνται στο πλαίσιο της κινηματικής. Αυτή η επισήμανση νομίζουμε ότι μας επιτρέπει να καταλήξουμε σε ορισμένα πρώτα δόκιμα συμπεράσματα αναφορικά με τον αποχρώντα λόγο που καθοδηγεί τη λογική του Ένγκελς σ' αυτή την πορεία κριτικής αξιολόγησης των πορισμάτων της μηχανικής.
Είναι κατ' αρχάς δεδομένο ότι πυρήνας της φιλοσοφικής προδιάθεσης του παραμένει η «διαλεκτικά αναβαπτισμένη» ηρακλείτεια έννοια της κίνησης, ως αντιφατικά αναπτυσσόμενος μετασχηματισμός. Η προσκόλληση σ' αυτή την φιλοσοφική κατηγορία επικαθορίζει την επιστημονική ορολογία σε βαθμό που εκτοπίζει τις αυθεντικές επιστημονικές έννοιες και την προάγει σε επίπεδο επιστημονικής υπερέννοιας, που «μέτρο» της καταλήγουν να είναι η ορμή και η ενέργεια. Η σύγχυση φθάνει μάλιστα μέχρι το σημείο που και αυτές ακόμα οι έννοιες που έχουν πια υποβιβαστεί σε φιλοσοφικές υποκατηγορίες, υποκαθίστανται από φιλολογικά δάνεια της πρώτης περιόδου μετά τη γένεση της φυσικής: τη «ζωντανή» και τη «νεκρή» δύναμη. 


 Το κλειδί για την ερμηνεία αυτών των αλλεπάλληλων υποχωρήσεων αποκαλύπτεται αν λάβουμε υπόψη την εκτίμηση του Ένγκελς ότι πραγματικό μέτρο των μετασχηματισμών είναι η ζωντανή δύναμη. Πρόκειται για αλληθώρισμα της ορολογίας και κατά συνέπεια και των εννοιών προς την πλευρά της μαρξικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας: το παιχνίδι αυτό με τις λέξεις παραπέμπει ευθέως στη «ζωντανή και νεκρή εργασία» του Μαρξ, την πρωτοκαθεδρία της πρώτης πάνω στη δεύτερη, ενώ η πολεμική που διεξάγεται κατά των επιστημόνων που αντιφάσκουν αναφορικά με τους δυο όρους θυμίζει την κριτική που ασκεί ο Μαρξ κατά των πλαστογράφων της κλασικής οικονομικής, οι οποίοι είτε εξισώνουν τις δυο μορφές εργασίας, είτε πάλι αντιστρέφουν τη σχέση ανάμεσα τους. Έτσι αποκαλύπτεται ότι η διαλεκτική που εμπνέει την περί τη φυσική επιστήμη πραγματεία του Ένγκελς, μάλλον εμφορείται από κάποιες σχέσεις αναλογίας και συγκριτικής μεταφοράς, παρά από τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης των φυσικών επιστημών. Γιατί η συγκεκριμένη θεωρία είναι πάντοτε αναπόσπαστα συνδεδεμένη με το εννοιολογικό οπλοστάσιο της, που προσδιορίζει με σαφήνεια τα όρια, το περιεχόμενο και τη μορφή του γνωστικού αντικειμένου. Κάθε έκπτωση στο πεδίο των επιστημονικών εννοιών συνεπάγεται και απώλειες στο γνωστικό αντικείμενο, με αποτέλεσμα η θεωρητική μάχη να στερείται του απαραίτητου οπλισμού και να υστερεί ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.




Τι είναι ο ηλεκτρισμός;
«Ο ηλεκτρισμός [είναι] μια κίνηση ενός ελαστικού διάμεσου που διαπερνά όλο το χώρο και συνεπώς όλα τα σώματα, τα διακριτά σωματίδια του οποίου απωθούνται με το νόμο του αντίστροφου τετραγώνου της απόστασης, δηλαδή μ' άλλα λόγια, μια κίνηση των σωματιδίων του αιθέρα, στην οποία συμμετέχουν τα μόρια ενός σώματος... Σύμφωνα μ' αυτή [τη θεωρία], στα ηλεκτρικά φαινόμενα κινείται πράγματι κάτι το υλικό που διαφέρει από τη βαρυτική μάζα. Όμως αυτό το υλικό πράγμα δεν είναι ο ίδιος ο ηλεκτρισμός, ο οποίος πράγματι αποδεικνύεται σαν μια μορφή κίνησης, μολονότι δεν είναι μια μορφή άμεσης κίνησης της βαρυτικής ύλης. 


 Ενώ η θεωρία του αιθέρα δείχνει μεν το δρόμο για να υπερβούμε την πρωτόγονη και χονδροειδή εικόνα των δυο αντιθέτων ηλεκτρικών ρευστών, από την άλλη πλευρά δίνει επίσης τη δυνατότητα να εξηγήσουμε ποιο είναι το ουσιαστικό υλικό υπόβαθρο της ηλεκτρικής κίνησης, τι σόι πράγμα είναι αυτό που η κίνηση του προκαλεί τα ηλεκτρικά φαινόμενα» (Ι, σ.399). «... Η θεωρία του ηλεκτρισμού βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να χρησιμοποιεί έναν τρόπο έκφρασης που η ίδια θεωρεί εσφαλμένο. Μιλά ακόμη ανενδοίαστα για "ηλεκτρικές μάζες που ρέουν στα σώματα", για "το διαχωρισμό των ηλεκτρισμών μέσα στα μόρια» κλπ." (Ι, σ. 400). «...πρόκειται για απόπειρα να διασωθεί η κληρονομημένη παράδοση από τη σκεπτόμενη επιστήμη. Η αποκλειστική εμπειρία... καμώνεται πως χειρίζεται μόνο αδιάσειστα στοιχεία. Στην πραγματικότητα παίζει κυρίως... με πεπαλαιωμένα προϊόντα της σκέψης των προπατόρων της... Με άλλα λόγια, έχουμε στο πεδίο της θεωρίας του ηλεκτρισμού μια εξίσου αναπτυγμένη παράδοση όπως και στη θεολογία» (Ι, σ.415-416).
Διαπιστώνουμε εδώ ότι η κριτική την οποία ασκεί ο Ένγκελς εστιάζεται στις αντιφάσεις ανάμεσα στην πεδιακή εκδοχή της θεωρίας, τον αιθέρα, και την εμπειρική διατύπωση με τη βοήθεια της εικόνας των δυο αντίθετα φορτισμένων ηλεκτρικών ρευστών, την παλαιά έκδοση της σημερινής θεωρίας των ηλεκτρικών φορτίων. Είναι σαφές ότι ο Ένγκελς αποδέχεται την πρώτη εκδοχή ως τουλάχιστον πρώτη δόκιμη διατύπωση μιας μελλοντικής επιστημονικότερης θεωρίας, ενώ απορρίπτει τη δεύτερη ως προεπιστημονικό κατασκεύασμα περιτυλιγμένο με τα φτιασίδια του εμπειρισμού. Μάλιστα εκείνο το οποίο φαίνεται να ενοχλεί τον Ένγκελς περισσότερο απ' όλα είναι η οντολογία που υποβάλλεται με την εισαγωγή των δυο ρευστών, διότι αίφνης αναδύεται μια νέα «ποιότητα» ύλης που δεν ανάγεται σε «κίνηση», αλλά έχει δική της αυτόνομη υπόσταση: τα ηλεκτρικά ρευστά (ή φορτία). Το έλλειμμα δεν εντοπίζεται λοιπόν τόσο στην εμπειρική ατέλεια της θεωρίας. Αντιθέτως, στιγματίζεται η εμπειριστική στρέβλωση των δεδομένων που παρέχουν αφειδώς στήριξη σ' αυτό τον τύπο ερμηνείας των φαινομένων. Το πρόβλημα εντοπίζεται στην ανάγκη, όλα τα φαινόμενα που εμπίπτουν στο πεδίο μελέτης της φυσικής επιστήμης, να αποκαλύπτονται ως κάποιος τύπος κίνησης, ως εκφάνσεις αρχέγονων μετασχηματισμών.
Είναι άραγε γεννήτορας αυτών των συστηματικών τάσεων που εμφανίζει η αντίληψη του Ένγκελς απλά και μόνο ο φιλοσοφικός μονισμός του, η επιθυμία του να αποδίδει τα πάντα στη φύση ως μια μορφή κίνησης, και να απαιτεί από τις θεωρίες να προσαρμόζονται προς αυτή την υπερπραγματικότητα; Νομίζουμε ότι πρόκειται για κάτι πολύ βαθύτερο από μια απλή φιλοσοφική έμμονη ιδέα. Υπαίτιος της συστηματικής απόκλισης πρέπει να είναι αυτή καθεαυτή η «διαλεκτική» που (κυριολεκτικά) «εφαρμόζει» ο Ένγκελς στη περίπτωση του ηλεκτρισμού. 


 Είναι εν προκειμένω πιστό παράγωγο της χεγκελιανής Ιδέας, έστω και «αντεστραμμένης»: εφόσον «αντικειμενικά» η φύση είναι το σύνολο των μορφών κίνησης της ύλης, κάθε φυσική θεωρία αποκαλύπτει τελειοποιούμενη την πραγματική μορφή που προσλαμβάνει αυτή η κίνηση, τους φορείς και τα διάμεσα που τη διαμεσολαβούν. Πρόκειται εδώ για μια διαλεκτική που έχει εκ των προτέρων προσδιορίσει προς τα πού θα πρέπει να κινηθούν οι αντιφάσεις, μιας και γνωρίζει ήδη τον πυρήνα, τη βαθύτερη «ουσία» των φαινομένων. Συνεπώς, δεν ενδιαφέρεται γνήσια για τη θεωρητική συγκυρία, παρά μόνον ιστοριογραφικά, αλλά ούτε και για τη στρατηγική, επειδή ο στρατηγικός προσανατολισμός είναι δεδομένος και μόνιμος. Η εξέλιξη, η διαπάλη, η ανάπτυξη των θεωριών υπάρχουν για να επαληθεύουν (ας έκαναν και διαφορετικά!) το γενικό διαλεκτικό σχήμα. Η «διαλεκτική» εμφανίζεται εδώ ως η κατ' εξοχήν «θεωρία των θεωριών», ως η λογική της θεωρητικής πρακτικής.
Αυτή η καθολικότητα της διαλεκτικής λογικής που υιοθετείται σ' αυτό το έργο, δημιουργεί το υπέδαφος για την εμφάνιση και μιας δεύτερης συστηματικής τάσης στη σκέψη του Ένγκελς: του αναλογικού διαλογισμού. Η απαίτηση του Ένγκελς να αποκαλυφθεί ο ηλεκτρισμός ως μια μορφή κίνησης είχε στεφθεί από αποτυχία σε κάποια άλλη θεωρητική συγκυρία και στο πλαίσιο μιας άλλης θεωρίας: το υποτιθέμενο θερμικό ρευστό, η πρώτη εκδοχή μιας θεωρίας της θερμότητας, αποδείχθηκε εσφαλμένη, και αποκαλύφθηκε ότι η θερμότητα δεν είναι παρά η θερμική κίνηση των μορίων ενός σώματος. Εφόσον απουσιάζει η έννοια της συγκυρίας και εκτιμάται ότι το σχήμα ανάπτυξης και εξέλιξης είναι εκ των προτέρων δεδομένο, λογική είναι η συμπερασματική κατάληξη ότι  -  αργά ή γρήγορα  -  και ο ηλεκτρισμός θα εκδηλωθεί ως μια άλλη  -  πιθανώς νέα και έως τότε άγνωστη «μορφή κίνησης». 


 Και ακόμη: επειδή πραγματική θεωρητική συγκρότηση και λογική πληρότητα έχει μόνο η «διαλεκτική», ως υπερθεωρία, οι φυσικές θεωρίες, εν προκειμένω ο ηλεκτρισμός, ενδέχεται να παραπαίουν μεταξύ προεπιστημονικής πεπαλαιωμένης ή θεολογικής υπόστασης και επιστημονικών πρωτολείων ή σχετικά προωθημένων εκφάνσεων. Έτσι, θα συμπεράνουμε κατ' ανάγκην ότι για τον Ένγκελς περιορισμένη είναι η ισχύς και η εμβέλεια των επιστημονικών θεωριών, και μόνο στο βαθμό που εναρμονίζονται με το καθοδηγητικό νήμα της «διαλεκτικής», με αποτέλεσμα να εισάγεται εξωτερικό νομιμοποιητικό στοιχείο της επιστημονικότητας των θεωριών, άρα και να συγχέονται αυτά καθεαυτό τα κριτήρια επιστημονικότητας. Πειστήριο για όσα αναφέρουμε πιο πάνω αποτελεί το ακόλουθο απόσπασμα που αναφέρεται στη θερμότητα.




Τι είναι η θερμότητα;
«Στη φυσική επιστήμη συναντάμε όμως αρκετά συχνά θεωρίες, στις οποίες αντιστρέφονται οι πραγματικές σχέσεις, όπου η κατοπτρική εικόνα λαμβάνει τη θέση της πρώτης μορφής, και που, συνεπώς, θα πρέπει να αναποδογυριστούν. Τέτοιες θεωρίες παραμένουν σε ισχύ επί μακρόν. Αν η θερμότητα εθεωρείτο για περισσότερο από δυο αιώνες ως μια ιδιαίτερα μυστηριώδης ύλη, αντί να είναι μια μορφή κίνησης της συνηθισμένης ύλης, αυτό ήταν το αίτιο, και η μηχανική θεωρία πραγματοποίησε αυτή την αντιστροφή. Εντούτοις, η φυσική που εκυριαρχείτο από τη θεωρία της θερμικής ύλης ανακάλυψε μια σειρά εξαιρετικά σημαντικών νόμων της θερμότητας και, ιδιαίτερα με τον Φουριέ και τον Καρνό, άνοιξε το δρόμο για τη σωστή αντίληψη, η οποία όφειλε να αντιστρέψει τους νόμους που είχε ανακαλύψει η προκάτοχος της και να τους μεταφράσει στη γλώσσα της» (Ι, σ. 355).
Αξίζει να προσεχθούν εδώ δυο εντελώς αντιφατικά στοιχεία που βρίσκονται σε πεπλεγμένη μορφή στη διατύπωση του Ένγκελς. Το πρώτο αφορά την αντιεμπειριστική κατεύθυνση που οφείλει να έχει η υλιστική διαλεκτική φιλοσοφία. Είναι σημαντική η παρατήρηση ότι οι «εσφαλμένες» θεωρίες ανακαλύπτουν «ορθούς» νόμους, τους οποίους οι υστερότερες θεωρίες μεταφράζουν στη δική τους γλώσσα. Μ' αυτό τον τρόπο καταρρίπτεται η ογκωδέστατη φιλολογία του εμπειρισμού, που συνεχίζει να αναπαράγεται σε περισπούδαστη μορφή έως και τις μέρες μας και αγωνιά για το αν το εμπειρικό υλικό επιβεβαιώνει ή διαψεύδει τη θεωρία: εδώ ο Ένγκελς μας δίνει με τη θερμότητα το συγκεκριμένο ιστορικό παράδειγμα στο οποίο αποδεικνύεται ότι η εσφαλμένη  -  και στη συνέχεια διαψευσθείσα  -  θεωρία είχε επιβεβαιωθεί εμπειρικά, και μάλιστα με τρόπο απόλυτα έγκυρο, διότι οι διάδοχες θεωρίες υιοθέτησαν τα πορίσματα της, έστω και με την παρεμβολή μεταγλώττισης.
Το δεύτερο στοιχείο που μας ενδιαφέρει σ' αυτή τη διατύπωση είναι ο παραδειγματικός χαρακτήρας που αποδίδεται στη συγκεκριμένη περίπτωση «επιστημονικής αντιστροφής». Το παράδειγμα της θερμότητας χρησιμεύει ως υπόδειγμα για την περίπτωση του ηλεκτρισμού, εγκαθιδρύοντας μια αναλογική προσέγγιση στην εξέλιξη των [επιστημονικών θεωριών. Η γενική ισχύς των διατυπώσεων αυτών υποδηλώνεται | επίσης από τη συγκεκριμένη φρασεολογία που υιοθετείται: για την αντιστροφή την οποία οφείλουν να υποστούν οι «εσφαλμένες» θεωρίες χρησιμοποιείται η ίδια ορολογία που επανειλημμένα ο Ένγκελς παραθέτει όταν αναφέρεται στη σχέση χεγκελιανής και υλιστικής διαλεκτικής: η πρώτη είναι «με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω» και πρέπει να αναποδογυριστεί προκειμένου να ληφθεί η δεύτερη. 


 Προφανώς, δεν πρόκειται εδώ για κάποια απλή φραστική σύμπτωση, αλλά για ηθελημένη υποβολή της κοινής αντιμετώπισης την οποία πρέπει να έχουν επιστημονικές θεωρίες και φιλοσοφικά ρεύματα. Η αντίληψη αυτή συμπλέει απόλυτα με όσα αναφέραμε προηγουμένως για την αναγωγή της «διαλεκτικής» σε υπερθεωρία: οι υποθεωρίες ακολουθούν και αυτές την πορεία που χαράσσει η γενική μορφή ανάπτυξης της μήτρας στην οποία είναι εγκλωβισμένες.
Βρίσκουμε λοιπόν σε παραδειγματική μορφή τη συνύπαρξη δυο όψεων στο πλαίσιο μιας αντίφασης που διέπει το σύνολο του έργου του Ένγκελς. Η συγκεκριμένη ανάλυση των μορφών εξέλιξης των επιστημονικών θεωριών παράγει χρήσιμα και καίρια γνωσιοθεωρητικά πορίσματα. Η γενική σχηματοποίηση της Διαλεκτικής ως «επιστήμης», «λογικής», «νόμων κίνησης της ύλης και της νόησης» κλπ. παράγει είτε γενικές διατυπώσεις κενές περιεχομένου (στην καλύτερη περίπτωση), είτε πάλι εσφαλμένες κατευθύνσεις έρευνας διότι αρνείται να αναγνωρίσει επιστημονικότητα σε θεωρίες που, κατά την εκτίμηση της, αντιβαίνουν σε κάποιο υποτιθέμενο καθολικής ισχύος φιλοσοφικό θεωρητικό σχήμα. 


 Η Διαλεκτική δεν μπορεί να συνοψιστεί σε λογικούς, επιστημονικούς, θεωρητικούς κανόνες και νόμους. Οφείλει να διαγράφει σε γενική μορφή τις στρατηγικές θεωρητικής αντιμετώπισης της διαπάλης που διεξάγεται σε κάθε θεωρητικό πεδίο, και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο που θα διευκολύνει την υιοθέτηση συγκεκριμένων θεωρητικών στάσεων που παραλλάσσουν ανάλογα με τη συγκυρία. Ας μην επεκταθούμε επ' αυτού περισσότερο σ' αυτό το σημείο, και ας επιφυλαχθούμε για την ολοκλήρωση των παραπάνω σκέψεων στο συμπερασματικό μέρος του άρθρου. Για να κλείσουμε, θα παραθέσουμε δυο ακόμη παραδείγματα που εικονογραφούν τη «διαλεκτική» αντίληψη του Ένγκελς.




Άπωση και έλξη
«Κάθε κίνηση υφίσταται με τη μορφή έλξης και άπωσης. Και είναι τότε μόνον δυνατή, όταν κάθε συγκεκριμένη έλξη αντισταθμίζεται από μια αντίστοιχη άπωση σε κάποια άλλη θέση...Ας πάρουμε για παράδειγμα την κίνηση ενός πλανήτη γύρω από κάποιο κεντρικό σώμα. Αν παρασταθεί το άμεσα κεντρικό στοιχείο της πλανητικής κίνησης με τη βαρύτητα, την έλξη μεταξύ αυτού και του κεντρικού σώματος, τότε διακρίνουμε το άλλο, το εφαπτομενικό στοιχείο ως υπόλοιπο της αρχικής άπωσης των μεμονωμένων σωματιδίων της αέριας σφαίρας, που έχει προσλάβει μετασχηματισμένη και μεταλλαγμένη μορφή...Βλέπουμε αμέσως, ότι η μορφή κίνησης που εκλαμβάνεται εδώ ως άπωση δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτό που στη σύγχρονη φυσική ονομάζεται ενέργεια.» (Ι, σ.356-358).
Πέρα από τη σύγχυση που προκαλείται από τη συγκεκριμένη χρήση της ίδιας ορολογίας για επιστημονικές έννοιες και φιλοσοφικές κατηγορίες, προβληματική είναι αυτή καθεαυτή η απόπειρα να υπαχθούν όλες οι φυσικές διαδικασίες μετασχηματισμών, οι «κινήσεις», στο σχήμα «έλξη άπωση». Είναι αμφισβητήσιμη η χρησιμότητα ενός τέτοιου εγχειρήματος, διότι αμφίβολη είναι και η αξία του. Η προσπάθεια μοιάζει περισσότερο με μεσαιωνική θεολογική απολογητική  -  όταν όλα τα φαινόμενα έπρεπε να δειχθεί ότι υπακούουν στα σχήματα που απέρρεαν από τις Γραφές  - παρά με φιλοσοφικό εγχείρημα που στοχεύει στο να βοηθήσει την επιστήμη να θέσει τα κατάλληλα ερωτήματα, και στη συνέχεια να επιδιώξει να τα επιλύσει με τα δικά της εσωτερικά κριτήρια. Έχουμε και σ' αυτή την περίπτωση την πρωτοκαθεδρία της «διαλεκτικής», ως σχήματος ενότητας των αντιθέτων, επί της Υλιστικής Διαλεκτικής, ως στρατηγικής που αποβλέπει στη συγκεκριμένη μελέτη της κίνησης των αντιφάσεων. 


 Η πρώτη προσέγγιση είναι ικανοποιημένη με την «επαλήθευση» του γενικού σχήματος εκ των υστέρων, λειτουργεί εντελώς στατικά, η δεύτερη έχει τη δυνατότητα να εντοπίζει τη διαρκώς ανανεούμενη συστοιχία των εξελισσόμενων αντιφάσεων και να συμβάλλει, μέσω της επιστημονικής κριτικής, στην εξέλιξη, μετασχηματισμό και ενίοτε την ανατροπή των θεωριών. Είναι αυτή που συνέβαλε στην αναθεώρηση του νευτώνειου πλαισίου και την εισαγωγή των αρχών της ειδικής και γενικής σχετικότητας. Και εδώ δύσκολα εντοπίζονται παρόμοια απλουστευτικά δίπολα...




Χώρος και χρόνος
«Κατά τα άλλα, η αενάως επαναλαμβανόμενη διαδοχή των κόσμων στον άπειρο χρόνο είναι απλώς η λογική συμπλήρωση της παράπλευρης υπόστασης άπειρων κόσμων στον άπειρο χώρο...» (Ι, σ.327).
Σ' αυτή τη σύντομη πρόταση παρατίθεται σειρά φιλοσοφικών θέσεων, που είναι δυνατόν να διερευνηθούν από τη φυσική επιστήμη, γεγονός που συμβαίνει ακόμα και σήμερα. Αναφέρουμε παραδειγματικά:
 - άπειρη έκταση του χρόνου
 - άπειρη έκταση του χώρου
 - μια σχετική κυκλικότητα του χρόνου, απόρροια της κυκλικότητας που εμφανίζει η κίνηση της ύλης, μια κυκλικότητα που «της προσιδιάζει εκ φύσεως, οι όροι της οποίας οφείλουν να αναπαράγονται επίσης από την ύλη, έστω και μετά από εκατομμύρια εκατομμυρίων ετών, λίγο ή πολύ τυχαία, αλλά με μια αναγκαιότητα που είναι ενδογενές χαρακτηριστικό της σύμπτωσης» (Ι, σ.326).
Πρόκειται για φιλοσοφικές στάσεις που αποτελούν απότοκο της αντίληψης για «αφθαρσία της κίνησης» (Ι, σ.326). Διακρίνουμε λοιπόν να υποβόσκει η άποψη ότι τα ζητήματα του χώρου, του χρόνου, των αρχών διατήρησης κλπ. είναι μεν αντικείμενο της επιστημονικής έρευνας, αλλά ταυτόχρονα επικαθορίζονται από τις φιλοσοφικές διαμάχες: το κριτήριο της πράξης που οφείλει να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα κάθε επιστημονικής θεωρίας τίθεται εδώ σε, μερική τουλάχιστον, αναστολή. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε περισσότερο στην κριτική αυτής της αντίληψης του Ένγκελς. 


 Οι επιστημονικές επαναστάσεις του 20ου αιώνα, η Σχετικότητα και η Κβαντομηχανική, ανέτρεψαν παραδεδομένες αντιλήψεις αιώνων. Το κυριότερο είναι όμως ότι προκάλεσαν την αναίρεση των βεβαιοτήτων που περιέβαλλαν αυτές τις έννοιες και τις μετέτρεψαν σε επιστημονικές έννοιες όπως όλες οι άλλες. Αυτό σήμαινε πρακτικά ότι υπόκεινται και αυτές σε όλες τις δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλεται κάθε επιστημονική έννοια: τη δοκιμή, τον έλεγχο, την πειραματική διεργασία, την επιστημονική κριτική και αυτοκριτική. Έτσι, πέρα από το αν το παραπάνω απόσπασμα είναι ορθό ή εσφαλμένο ως προς το περιεχόμενο του, η διατύπωση του με τη μορφή αδιάσειστων πορισμάτων  -  πέρα από κάθε επιστημονικό έλεγχο  -  τραυματίζει τη φιλοσοφική παρέμβαση, διότι της προσδίδει χαρακτήρα τελεσίδικης απόφανσης για ζητήματα που αυτή η ίδια θα έπρεπε απλώς να ανακινεί ως ερωτήματα και φιλοσοφικές απορίες.




Επιμύθιο
Σταθήκαμε κάπως αναλυτικά σε μερικά σημεία από την πληθώρα των στοιχείων που παρατίθενται σ' αυτό το έργο ποταμό του Ένγκελς, το οποίο τείνει να συμπυκνώσει και να αξιολογήσει όλο σχεδόν το γνωστό υλικό των επιστημών της φύσης στην εποχή του. Περιοριστήκαμε σε παρατηρήσεις του που αναφέρονται είτε σε προβλήματα της φυσικής, είτε πάλι σε καίρια φιλοσοφικά ζητήματα που αναδεικνύονται από την επιστημονική πρακτική. Δεν σταθήκαμε καθόλου στον μεγάλο τομέα των μαθηματικών, παρόλο που και εδώ οι επισημάνσεις του προσφέρονται για μια κριτική αξιολόγηση της φιλοσοφικής αντίληψης που ενστερνίζεται. Στην κατακλείδα αυτού του άρθρου δεν θα επαναλάβουμε τα όσα αναπτύξαμε στις επιμέρους υποενότητές του. θα επισημάνουμε απλώς ορισμένα βασικά ζητήματα που ανέδειξε αυτή η σύντομη περιήγηση μας στη «Διαλεκτική της Φύσης» και θα αντλήσουμε συμπεράσματα για τον τρόπο φιλοσοφικής παρέμβασης που συνοψίζεται στην απλή τοπογραφική απόδοση «αντιστροφή της χεγκελιανής διαλεκτικής».
Να σημειώσουμε ευθύς εξαρχής ότι το πρόβλημα του έργου δεν συνίσταται στην έλλειψη γνώσεων από την πλευρά του συγγραφέα του, ή στην παλαίωση των γνώσεων αυτών μετά την πάροδο ενός αιώνα και πλέον. Οι κρίσεις και επικρίσεις που διατυπώσαμε αναφέρονται στις φιλοσοφικές θέσεις που υιοθετεί ο Ένγκελς, έχοντας ως αφετηρία την τότε γνωστή φυσική επιστήμη του καιρού του. Και το πρόβλημα  -  διότι πρόβλημα υπάρχει  -  εντοπίζεται ακριβώς σ' αυτή την «αντεστραμμένη» διαλεκτική που εντέλει αποκαλύπτεται ότι διατηρεί πολύ περισσότερα στοιχεία χεγκελιανισμού απ' ό,τι υποψιαζόταν και ο ίδιος ο Ένγκελς. Έγκειται ακριβώς στην παραδοχή ότι η διαλεκτική είναι σύστημα κανόνων και νόμων που συμπυκνώνεται στη φράση «επιστήμη των σχέσεων» και αποτυπώνεται στους τρεις «νόμους της διαλεκτικής». 


 Η αναγόρευση της διαλεκτικής σε υπερθεωρία και γενικευμένη επιστήμη των επιστημονικών θεωριών δεν μπορεί να αντισταθμιστεί με την αντιστροφή των επικαθορισμών μεταξύ Είναι και Συνείδησης. Ο πειρασμός είναι πολύ μεγάλος να δοκιμάσει κανείς  -  ή και να εκβιάσει  -  την ισχύ αυτής της υπερθεωρίας και των «βασικών αρχών της» πάνω στο σώμα των επιστημονικών θεωριών και των πορισμάτων τους. Οπότε, ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σ' αυτή την εκδοχή και την αμιγώς χεγκαλιανή πραγμάτωση της Ιδέας; Σε αυτό το σημείο ο Ένγκελς αποδεικνύεται τουλάχιστον αφελής, όταν ισχυρίζεται ότι η αντιστροφή της χεγκελιανής διαλεκτικής και η απόδειξη ότι οι διαλεκτικοί νόμοι πράγματι ισχύουν στη φύση λύνει το πρόβλημα της «ανατριχιαστικής» επιβολής ενός συστήματος σκέψης πάνω στη φύση.


  Το πρόβλημα αποκαλύπτεται σε όλη τη μεγαλοπρέπεια του, όταν θεωρίες κρίνονται, επικρίνονται, γίνονται δεκτές ή απορρίπτονται από τον Ένγκελς με κριτήριο το αν ενδύουν τα φαινόμενα με το περίφημο σχήμα «μια μορφή κίνησης». Δεν αποκαλύπτεται εδώ, άραγε, ότι ένα νοητικό κατασκεύασμα («μια μορφή κίνησης») επικαθορίζει τη φύση (π.χ. τον ηλεκτρισμό) - όχι βέβαια άμεσα και απευθείας, αλλά εμμέσως και σε διαμεσολαβημένη μορφή, εφόσον λειτουργεί σαν κριτήριο για την πρόκριση ή απόρριψη θεωριών που υποτίθεται ότι αντανακλούν (έστω και μερικώς) την πραγματικότητα (υλισμός γαρ); Δεν πρόκειται για σοφιστεία, αλλά για μια - ίσως ακραία - προέκταση της λογικής του Ένγκελς!
Μια άλλη συνέπεια της αναγόρευσης της διαλεκτικής σε υπερθεωρία είναι η υποβάθμιση της επιστημονικότητας των φυσικών θεωριών. Πράγματι, οι θεωρίες λαμβάνουν το πιστοποιητικό επιστημονικότητας μόνον εφόσον συμφωνούν με τους γενικούς νόμους της διαλεκτικής, οπότε και «επαληθεύουν» τη διαλεκτική. Στην αντίθετη περίπτωση εκλαμβάνονται ως προεπιστημονικά προϊόντα της σκέψης, ως παραδεδομένη θεολογία των επιστημών, έστω και αν η εμπειρία δεν στέκεται εχθρικά προς το θεωρητικό σύστημα τους. Το κριτήριο της πράξης υποκαθίσταται εδώ από το κριτήριο συμβατότητας με τη διαλεκτική και τις αρχές της, την αναγκαιότητα να παριστάνεται το καθετί σαν μια μορφή κίνησης. Και φυσικά, εφόσον αυτή είναι η κατάσταση των πραγμάτων, ιδιαίτερα εύκολη είναι η διολίσθηση προς μια εφαρμογή αναλογιών κατά την αξιολόγηση των θεωριών, όπως είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε στην περίπτωση του ηλεκτρισμού και της θερμότητας. 


 Αρχίζει λοιπόν μια ατελείωτη σπειροειδής καθοδική πορεία από το επιστημονικό κριτήριο της πράξης σε όλο και περισσότερο διαμεσολαβημένα, έμμεσα και νεφελώδη κριτήρια διαλεκτικής δομής (άρα επιστημονικότητας) των θεωριών. Τέλος, εφόσον το φιλοσοφικό εγχείρημα μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε μια επιχείρηση σκοπιμότητας, κάθε όπλο φαίνεται να είναι αποδεκτό: ανοίγει λοιπόν ο δρόμος για συστηματικές παρεκκλίσεις κάθε είδους, από τον εξελικτισμό και το θετικισμό έως τον εμπειρισμό.
Οι αντιλήψεις αυτές έχουν επικριθεί στη λεπτομέρεια τους από τον Λ. Αλτουσέρ και τους μαθητές του. Δεν θα σταθούμε λεπτομερειακά σ' αυτή την κριτική, αλλά θα επισημάνουμε μόνο μερικά βασικά σημεία:
(α) Η διαφορά μαρξιστικής και χεγκελιανής διαλεκτικής δεν εντοπίζεται στην περίφημη αντιστροφή, στην αλλαγή του περιτυλίγματος, αλλά επεκτείνεται και στον πυρήνα της διαλεκτικής. Πρόκειται για δυο ολότελα διαφορετικά και ασύμβατα συστήματα.
(β) Πέρα από την πρωταρχικότητα του Είναι πάνω στη Συνείδηση εξίσου σημαντική είναι και η αντικειμενικότητα της γνώσης. Ισχύει η θεωρία της αντανάκλασης του Λένιν αλλά σε μη μηχανιστική, προσεγγιστική μορφή, σαν «αντανάκλαση χωρίς καθρέφτη» (Ντ. Λεκούρ). Το κριτήριο αντικειμενικότητας της γνώσης είναι το κριτήριο της πράξης, κριτήριο εσωτερικό στη διαδικασία, χωρίς ανάγκη νομιμοποίησης από εξωτερικές ως προς τη συγκεκριμένη επιστήμη βαθμίδες.
(γ) Η φιλοσοφική παρέμβαση του διαλεκτικού υλισμού στις επιστήμες δεν πραγματοποιείται στη βάση γενικών αρχών και σχημάτων, ως διαδικασία επαλήθευσης απόρριψης θεωριών, αλλά στο συγκεκριμένο, με τη μελέτη της κίνησης των αντιφάσεων που διαπερνούν το επιστημονικό σώμα, των πλευρών και των όψεων τους, [ της διαπλοκής και των κομβικών σημείων στα οποία είναι εφικτές και υπαρκτές οι ' αναδιατάξεις των σχέσεων ανάμεσα τους, οι αναδομήσεις και ανατροπές. Αυτή η συγκεκριμένη μελέτη της κίνησης των αντιφάσεων εκτίθεται με θαυμαστό τρόπο στο έργο του Μάο τσε Τούγκ «Για την Αντίφαση».
Όλα αυτά συνηγορούν υπέρ της απόλυτης διάκρισης ανάμεσα σε χεγκελιανή και υλιστική διαλεκτική. Και κατοχυρώνουν τη θέση ότι η μαρξιστική διαλεκτική δεν αποτελεί μια, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συνέχεια της (εν γένει) διαλεκτικής σκέψης, όπως συνήθως παρουσιάζεται, αλλά συνιστά τομή, ευδιάκριτη και απολύτως σαφή, σε σχέση με την έως τότε παράδοση. Ο διαλεκτικός υλισμός δεν είναι Διαλεκτική με υλιστικές προσθήκες και υποστυλώσεις, αλλά μια νέα δομή στην οποία κανένα από τα επιμέρους στοιχεία δεν αναγνωρίζεται αλλά ούτε και αναγνωρίζει το ίδιο τον εαυτό του στη χεγκελιανή διαλεκτική.
Οι αδυναμίες που μόλις επισημάναμε αναφορικά με τη φιλοσοφική αντίληψη του Ένγκελς, βρίσκονται στη ρίζα των συστηματικών παρεκκλίσεων που αποτυπώνονται στη Διαλεκτική της Φύσης. Δεν συνιστούν αδυναμία του ανδρός ως ατόμου, αλλά συγκροτημένη τάση του φορέα των προαναφερθεισών φιλοσοφικών θέσεων.
Στα παραπάνω δώσαμε αρκετές ενδείξεις που τεκμηριώνουν σε ικανοποιητικό, νομίζουμε, βαθμό την εγκυρότητα της άποψης που διατυπώσαμε. Ας κλείσουμε τώρα με ένα αντίστροφο παράδειγμα, στο οποίο ο Ένγκελς αφίσταται αυτής της φιλοσοφικής προδιάθεσης και προβαίνει σε μια επί του συγκεκριμένου ανάλυση μιας θεωρητικής συγκυρίας, θα παραθέσουμε ορισμένα αποσπάσματα από τις θέσεις που διατυπώνει στην εισαγωγή του δεύτερου τόμου του Κεφαλαίου αναφορικά με τη γένεση μιας νέας επιστήμης: «Κάθε νέα αντίληψη για μια επιστήμη εμπεριέχει μια επανάσταση στους επιστημονικούς όρους. 


 Τούτο αποδεικνύεται κατ' εξοχήν στη Χημεία, όπου όλη περίπου η ορολογία μεταβάλλεται ριζικά μέσα σε μια εικοσαετία, και όπου είναι αδύνατο να βρεθεί έστω και μια οργανική ένωση που να μην έχει υποστεί μεταβολή μιας σειράς ονομάτων...[Ο Λαβουαζιέ] είναι στην πραγματικότητα εκείνος που ανακάλυψε το οξυγόνο, και όχι οι δυο άλλοι [ο Priestley και ο Scheele] που απλά το παρέστησαν, χωρίς καν να υποψιαστούν τι είχαν παραστήσει... Όποια σχέση έχει ο Λαβουαζιέ με τους Priestley και Scheele, την ίδια σχέση έχει και ο Μαρξ με τους προκατόχους του στη θεωρία της υπεραξίας...Οι μεν πρώτοι  -  οι κλασικοί αστοί οικονομολόγοι  -  εξέταζαν το πολύ τις αναλογίες στις οποίες κατανέμονταν το προϊόν της εργασίας ανάμεσα στον εργάτη και τον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής. Οι άλλοι  -  οι σοσιαλιστές  -  θεωρούσαν άδικη αυτή την κατανομή και αναζητούσαν ουτοπικά μέσα για να εξαλείψουν την αδικία. Και οι δυο παρέμεναν εγκλωβισμένοι στις οικονομικές κατηγορίες, όπως ακριβώς τις είχαν βρει. Τότε εμφανίστηκε ο Μαρξ. Και μάλιστα σε πλήρη αντίθεση με όλους τους προπάτορές του. Εκεί που εκείνοι είχαν δει μια λύση, αυτός είδε μόνο ένα πρόβλημα. (MEW, τ. 24, σ. 22-23). Αυτή η συγκεκριμένη φιλοσοφική θέση του Ένγκελς, αποτέλεσμα της συγκεκριμένης ανάλυσης μιας θεωρητικής συγκυρίας, έχει ενδεχομένως πολύ μεγαλύτερη σπουδαιότητα για την υλιστική διαλεκτική, από την απόπειρα να «επαληθευθούν» οι «νόμοι της διαλεκτικής», με αμφίβολο, αν όχι αρνητικό ή αδιάφορο αποτέλεσμα.




  
Πηγή : Θέσεις, Τεύχος 40, περίοδος: Ιούλιος - Σεπτέμβριος 1992  




 Αναρτήθηκε από Praxis red  στις 2:30 μ.μ.  
 Ετικέτες Marx-Engels 
 1 σχόλια: 


Ονειρμός είπε... 


 Είχα αναφέρει και από κοντά, το ενδεχόμενο η ''νεκρή'' και ''ζωντανή'' δύναμη ως όροι του Λάιμπνιτς, να έχουν σχέση με τη ''νεκρή'' και ''ζωντανή'' εργασιακή δύναμη του Μάρξ, όπως υπονοεί ο συγγραφέας (καταλογίζοντας στον Μάρξ μια μεροληπτικότητα υπέρ της ''ζωντανής'' δύναμης). Στο Μάρξ βέβαια υιοθετούνται αυτοί οι όροι, αλλά υπάρχει διαλεκτική σχέση και όχι σχέση εξωτερικότητας (ή μάλλον, υπάρχει και διαλεκτική σχέση και σχέση εξωτερικότητας). Το ζήτημα αυτό μας πηγαίνει στη ταξική αντίθεση κεφαλαιοκρατών-εργατών, με ιδιαίτερα κρίσιμες προεκτάσεις για τη πολιτική διαπάλη. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ